Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

 ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΙ
(L. A.)

Στοχαστικοί κι αγέρωχοι στέκουμε εμείς και πράοι
Καθώς όλα αφανίζονται τριγύρω μας και πλάι.
Ο ήλιος τ’ άρμα του απ’ τη γη απόμακρα οδηγεί.
Αγύριστα εστέρεψε κάθε νεροπηγή.

Σ’ έρμη μια μέσα παγωνιά το άρωμα του σκίνου
Με το γλυκό μπερδεύεται κελάδημα του σπίνου
Ερωτοζευγαρώνονται και το μηδέν γεννούν
Και χάνονται και στ’ άοσμο και στ’ άλαλο γυρνούν.

Η θάλασσα ξεράθηκε. Το αλάτι της τυλίγει
Σαν άσπρο σάβανο τη γη-μια νεκροφόρα κλίνη
Που κουβαλεί στη φλούδα της επάνω τη ρικνή
Κουφάρια άζωα καθώς γυρνά νωθρή κι οκνή.

Α! Και η σάρκα η ρόδινη κι η ποθοσμιλεμένη
Τώρα μπροστά μας κείτεται νεκρή και σαπισμένη
Κι ως πάνω της η μνήμη μας με πάθος ασελγεί
Μηχανικά συσπάται αυτή λες νιώθει και αλγεί.

Τ’ άστρα τα λάμποντα μ’ ορμή πέφτουν απά στη γη μας
Και περγελά η όψη τους σκληρά την ποίησή μας
Γιατί όταν πλησιάζουνε μοιάζουνε σκοτεινά
Στόματα που καθένα τους λάμψη και φως πεινά.

Σ’ αυτόν το μέγα το σεισμό μον’ ο σεισμός μένει όρθιος.
Ετούτο τ’ απολείτουργο δε θ’ ακλουθήσει όρθρος.
Δε θ’ακλουθήσει ανάσταση ετούτη τη θανή
Στη στάχτη μέσα σπίθα μια δεν θα ξαναφανεί.

Στοχαστικοί κι αγέρωχοι στέκουμε εμείς και πράοι Καθώς όλα αφανίζονται τριγύρω μας και πλάι,
Ακίνητοι ατενιζοντας τη λάβα που κυλά
Και, ερωμένη ακόρεστη, σκοτώνει ό,τι φιλά.