Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

 TO ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
(L. A.)

Αχ! Πόσο το ’θελα αυτό τ’ ωραίο δαχτυλίδι!
Ένα κενό τα μέσα μου που γέμιζε, γεμίζει.
Kαι όπως στον παράμεσο τυλίγεται σαν φίδι
η σιγουριά που μου γεννά το νου μου τον ζαλίζει.

Έχω κι εγώ επάνω μου ένα πράγμα που να λάμπει
κάτι που δίχως να 'ξερα το είχα ανάγκη τόσο.
Κάτι που μες στη ζήση μου αδιάσπαστα θε να 'μπει-
κάτι που άφοβα μπορώ δικό μου να το νιώσω.

Τώρα μετά από  από τη δουλειά στο σπίτι μου τραβώντας
από μακριά σα με θωρούν οι νέοι οι ταλαντούχοι
θα λεν απ’ τη μαστούρα τους απότομα ξυπνώντας «μάγκες, ο τύπος έρχεται το δαχτυλίδι που ’χει»

Κάτι ζεστό το χέρι. μου αγγίζει επιτέλους.
Κάτι κοντά μου είναι πολύ-με συντροφεύει κάτι
και μοιάζει αυτή μου η αίσθηση να ’ναι η αρχή του τέλους
των συφορών που ολοζωής μου σκότιζαν το μάτι.

Με το λευκό του δέρματος ταιριάζει ανυπερθέτως
και με το σχήμα του χεριού αδιασπάστως δένει.
Ω! Φίλοι! Μες στη ζήση μου κάτι θ' αλλάξει εφέτος-
κάτι θαρθεί αγαπητό-χαρά με περιμένει...

Τώρα η γυμνότης των χεριών δεν ενοχλει-ωρισμένως
κάτι έπρεπε οπωσδήποτε σ' αυτή τη θέση να 'ναι-
πάντα μού ήταν άφιλα κι εγώ τους ήμουν ξένος'
τώρα η φιλιά κι η γνωριμιά τους δύο μάς μεθάνε.

Ω! Τα χρυσά-τα μαγικά-τα λάγνα δαχτυλίδια!
Πώς τη χαρά την άπιαστη χειροπιαστή μας δίνουν!..
Ω! τα χρυσά-τ'αστραφτερά-τα λαμπερά στολίδια!-
ως και τα ράκη της ψυχής μπορούνε να ομορφήνουν.