Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
(L. A.)
Σεπτές ακροβασίες.
Ανυπέρβλητες.
Πουλί εκεί επάνω δεν περνά.
Η σκιά των αγγέλων πέφτει μόνο
εκεί που ακροβατούν οι αντίστροφοι,
εκεί που οι μετανάστες κροταλίζουν.
Ανάμεσα ελπίδας και φρίκης
γερά δεμένο το γλιστερό σκοινί.
Ανάμεσα γλυκού και φρούτου
ο πικρός λόγος χτυπάει.
Ο κόσμος κάτω αδηφάγος καραδοκεί.
To ακόντιο κοίλο και μέσα του
η σιδερένια μπάλα ελεύθερη
(απ' την κουζίνα μυρίζει τσιγαριστό κρεμμύδι).
Ο ακροβάτης παίρνει στα χέρια του την ψευδή ράβδο.
Μήκη ασύστατα εκτείνονται κάτωθέ του.
To ύψος ζαλίζει.
Μορφές αγαλμάτινες μαρμαρικές αιωρούνται-
φαντάσματα άσπρα και βαριά
μια σαθρήν εντύπωση στερεότητας εγκυμονούντα.
Σε κάθε πόδι του
δυο μαχαίρια εκκωφαντικά γυαλίζουν.
Ανάμεσά τους στάλες αιμάτινης βροχής.
Χτες ήταν η Joyce.
Σήμερα απλά η waitress.
Μα πιο πριν
λουλούδια στα μαλλιά,
η γη στέρια,
κι η ράβδος ήτανε παιχνίδι σιωπηλό.
Μα πιο πριν
τα χέρια αγαπημένα κεφάλια αγγίζανε
και το αίμα ήταν στη θέση του.
Μα πιο πριν
ειρηνικές φέτες ψωμιού τα μαχαίρια χώριζαν
και τα σκοινιά μετρούσαν την αγάπη.
Οι μέρες ράγιζαν σαν ρόδια
που σκάζουν μπρος σε κάποια πόρτα σφαλιστή
πριν μπει το πόδι μέσα για το πρώτο καλωσόρισμα.
Μα τότε ήταν άλλες εποχές.
Τα δέντρα υψώνονταν αγόγγυστα.
Το φως αβίαστα εφύτρωνε κάθε πρωί.
Τo χώμα στην αυλή ασβεστωμένο.
Μήλα στο πανέρι χρυσορόδινα.
Μέσα στις γλάστρες οι βασιλικοί ανέμιζαν αέρα μυρωμένο.
Ο ποδόγυρος του φουστανιού των κοριτσιών
σελήνη εθύμιζε αναίσχυντη και ιλαρή.
Λαχτάριζε τότε το βλέμμα-
όλα βλέπεις ήταν καινούργια...
τότε... τότε...
Κι αυτό που κάνει τώρα
εκστατικά τότε το κοίταζε από κάτω.
Κι ούτε φαντάζονταν ποτέ ότι θα 'ρχόνταν κι η σειρά του-
λες και το στόμα που 'λεγε τους αριθμούς
αυτόνε δε θα τον μετρούσε
ή ο δικός του αριθμός θα είχε κάπου παραπέσει.
Μα η καθυστέρηση άλλο τώρα
δεν ωφελεί.
Πρέπει να πέσει.
Πρέπει να τον λιανίσει του ανέμου το σπαθί
ολοσχερώς.
Λοιπόν,
φίλοι,
καλήν αντάμωση.