Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Ό,τι περίμενε ήρθε μια νύχτα
το τζάμι του παράθυρου χτυπώντας.
Και καθώς η μισή κιόλας ζωή της
είχε ανεόρταστα περάσει,
σκέφτηκε πως της χρωστούσε κάτι και γι αυτό-
μετά από τόσων χρόνων δάκρυα και υπομονή-
η ζωή της το 'στειλε επιτέλους.
To έπιασε στα χέρια της λοιπόν,
το είδε απ' όλες τις μεριές
ναι, σίγουρα ήταν ό,τι επερίμενε.
Για μια στιγμή αναλογίστηκε
την αλλαγή και τις ευθύνες που αυτό
στην ήσυχη θα ’φερνε στη ζωή της
To τζάκι έκαιγε με μία φλόγα σιγανή.
Πώς έγινε κι αυτό εβρέθηκε να καίγεται
στις φλόγες μέσα του τζακιού
και στο λεφτό έγινε στάχτη,
ακόμα να το πεί δεν το μπορεί.
Και βάλθηκε ξανά να περιμένει.
Κάτι που ήξερε πολύ καλά
κι αλάθητα τόσον καιρό να κάνει.