Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025

 καρατια εξοριας
 
ξερετε ποσα καρατια εχει η ξενιτια εικοσι τεσσερα
ξερετε ποσες ειναι οι εξοδοι κινδυνου της δεν εχει
 
ο βροχος ταλαντευεται σε καθε αγεροφυσημα
μεσαθε του περνανε
κουβαλωντας στο φτερο τους ο τι φανταστεις
πουλια
με δυσαναγνωστα ονοματα σε ταυτοτητες φθαρμενες
ξεκουραζονται πανω στο σκοινι του οπως σε νησι οταν μεταναστευουν
τοτε το ταλαντεμα παιρνει αλλον ρυθμο
που ως να προλαβει να στεριωθει κι αυτος
οι δυο εικονες ζαλιζουνε το ματι και θολωνουνε το νου
τετοιο ταλαντεμα μπορει ακομα να το προκαλεσει
ενα κουφετο η το κλαμα ενος μωρου
πραγματα τοσο τραγικα στη βαθια ουσια τους
οσο καλοδεχτα στο μασκαρεμα τους
 
αποψε ητανε πανω απο προσωπα και ιδεες
στον χωρο που το τιποτα απλωνει κι ειδε
μεσα του σποροι εφιαλτικοι και τερατωδεις να πλανιουνται
φαντασματα ακομα αγεννητων μορφων
και «μορφες» εδιαβαζες
και «σπιτια» και «γραμματα»
κι ενα σαν μεσα σε αχλυ κρυμμενο σπερμα
«λογος»
εγραφε πανω του διστακτικα
 
βεβαια το να τρεξει κανεις για να ξεφυγει ειναι η πρωτη σκεψη
ομως που να πας τα χερια πισω δεμενα τα ποδια ξεψυχα
και λες να χρειαζοτανε κι αυτο
μπροστα η θαλασσα απεραστη
 
ο νοστος ειν ενα σκυλι αγριο
αν δεν του πετας που και που καμια πετρα να φοβηθει
θα σε φαει
 
και η ζωη ειναι καλη εχει τις παγιδες της
τις ορεξεις
τους διαλογισμους της
τα νευρα της καμια φορα
στο βαθος δεν ειναι μεγαλη συφορα να εισαι ζωντανος
οι χαντρες στον σκοτεινο της λαιμο
λαμπουν σαν μπαλες πολυχρωμες σε πανηγυρι
το γελιο της δεν ειναι παντοτε σαρκαστικο
και το σακουλι των ελπιδων της ξεχειλο
απλωνεις και παιρνεις οσες θελεις ασυλλογιστα

τωρα θα πεις γιατι μιλαει ετσι για τη ζωη
πρωτα δεν κινδυνευει να τον ακουσει κι υστερα
ας ακουστουν για λογου της και μερικες αληθειες
 
δε θρεφει η ριζα τον καρπο αλλα  ο καρπος τη ριζα
οι χυμοι στα τριχοειδη κατεβαινουν δεν ανεβαινουνε

τα κυματα του ατλαντικου στελνουν τον αφρο τους
κατα τον αλλο κοσμο ο αερας φυσαει δυτικα
αυτα ειναι ξενα για τα ρομποτ που ροκανιζουν ανθρωπους
και για το χρονο που ανετα ροκανιζει και τους δυο
 
στιγμιοτυπα
θυμασαι τις χαντρες
Όχι
καλα
γιατι δεν υπηρχαν χαντρες
αλλο
ο κυριος βαρονος εχει επιληψια
αληθεια
δεν ξερω ο κυριος βαρονος δεν εχει επιληψια μα να πουμε κατι

α τυχεροι που ειμαστε που δεν μιλουν οι πεθαμενοι
που δεν εχουνε φωνη που ν ακουγεται απο τ αυτια μας
και που οταν με το στομα το δικο τους κατι πουνε
μονο οι αλλοι πεθαμενοι τους ακουν και ακομα
καποιοι ζωντανοι που εντος τους σερνουν πεθαμενους
 
οι αρμοι του κοσμου σκουριαζουν οι ροδες του φθειρονται
οι κηποι του γεμιζουν αγκαθερα ξεροχορτα
σκουρια φθορα ξερα
λιγα βρυα μονο πανω τους θυμιζουν ζωη
 
ολα καλα
μα να φευγεις νικημενος-αυτο μετραει
εξω κι αν η νικη ειναι ηττα
 
κλειστος ουρανος κλειστες λεξεις κλειστα νοηματα-οχι νοηματα
πως να καταλαβεις
ανηφορες, πεινες αποχωρισμοι ερειπια
πως ανασανεις
 
ελα λοιπον εδω να δεις πως ζουμε της εγραψε
να δεις πως απο μια κλωστη μοναχα κρατημενοι
σεργιαναμε με καμαρι τη ζωη μας, απλωνοντας
ψηλαφητα το ποδι σαν σε ναρκοπεδιο μη σκονταψουμε
και πεσει η ζωη μας και τη χασουμε
τη μοναδικη
 
ελα λοιπον εδω χωρις αργητα-
μας προλαβαινεις δε μας προλαβαινεις
γιατι ολα εδω ειναι αναποδα φτιαγμενα
τα σκοταδια μας γνωριζουνε
τα περιβολια μας εχουν ξεχασμενους
οταν μας πεσει κατω το μαντηλι μας
δεν σκυβουμε να το σηκωσουμε
τους επαινους
τους ακουμε αδιαφορα
και αστολιστοι
μπορουμε να παμε και σε γαμο ακομα
ελα λοιπον εδω χωρις αργητα
μας προλαβαινεις δεν μας προλαβαινεις
γιατι ολα εδω ξενα ειναι και γι αυτο
γινονται οπως πρεπει
κι αν καποιος μας κακολογει τονε λυπουμαστε
οχι απο υψηλοφροσυνη ταχα μα γιατι
χανει τα λογια του ασκοπα ο καημενος
ελα μας βρισκεις δεν μας βρισκεις
εδω που τα λεμε υπαρχουν και στιγμες
που η ζωη μας ξεγελαει ακομα με κατι πραγματα
σαν ανθη που μπερδευονται με το χιονι
σου ειπα ξεγελασματα
ονειρα απο θυμησες φτιαγμενα
μνημες που ξαναρχονται σαν ζωντανες
κι αφου η ζωη λοιπον μοιαζει με θανατο
λεμε καμια φορα μηπως μπερδεψαμε τις λεξεις
μα κι ετσι παλι
οτι ελεγαμε για τη ζωη καθολου δεν αλλαζει
μονο που τωρα θα το λεμε για τον θανατο

μα ουτε τα παιχνιδια αυτα δεν μας τραβανε πια
κι αν θελεις να μας περιγραψεις με μια λεξη
να τη παραδομενοι
και πως οχι ας μαχονται
οσοι ακομα δεν εξοδεψαν ολες τις ηττες τους
 
οι νομοι της φυσικης αδιαφορουν για τα βιβλια που τους περιγραφουν
οι νομοι της ζωης αδιαφορουν για τους ανθρωπους που διαφεντευουν
το αχ δεν εχει παρασταση στις εξισωσεις της φυσικης και της χημειας
ουτε μπορουν οι νοτες να το περιγραψουν
φωλιαζει στην ψυχη εκει που δε χωρανε
τα τεχνητα φθαρτα
και ουτε φθογγος ειναι ουτε αριθμος αλλα βελος
που διατρυπαει την απεραντοσυνη
το ρολοι μας δεν φοραει προσωπιδα οι χτυποι του
ειναι χτυποι τσεκουριου σε κουφιο γερικο κορμο
 
για συζητηση μην κανεις σκεψη
μιλαει καποιος και κανεις δεν τον ακουει
κι αν τον ακουει δεν τον εννοει
αλλες εννοιες κλεινει για τον καθενα η ιδια λεξη
αναλογα με την ηλικια τη μορφωση τις εμπειριες του
και μοιαζουμε οταν μιλαμε σαn να παιζουμε
εκεινο το παιχνιδι που σ ενα χαρτι
γραφει ερωτησεις ο ενας κι ο αλλος απαντησεις
διασταυρωνοντας τες υστερα στην τυχη
καταλαβαινεις κι αν τυχαια καποιο ταιριασμα υπαρξει
παλι σε κατανοηση δεν οδηγει αλλα επισφραγιζει
τη δυνατοτητα διαφορων απαντησεων στην ιδια ερωτηση

ετσι το μονο που μπορουμε
ειναι να καθομαστε αμιλητοι ενας απεναντι στον αλλο
και αυτη η σταση μας οπως θα δεις μας δινει
μιαν αξιοπρεπεια που δεν εχει ο λογος
ελα να μας δεις
 
καλη η αθηνα μα καλη κι η έδεσσα
οι πλατειες της λαμπουν χλωμα τα φθινοπωρινα απογεματα
τα ροδακινα ενας μικρος ηλιος το καθενα
οι καταρρακτες της ανυπαρκτοι οπως η υπαρξη

του μεγαλεξαντρου η ανικητη ορμη τρανταζει ακομα τη γη περνωντας
μα ποσο ακομα οι λαμψεις
ως ποσο οι πλατειες και τ’ απογεματα
σφυραει το τρενο
ο αποχαιρετισμος ιλαρος
γιατι εγκαταλειπονται μηδενικα και εικασιες
και γιατι το τρενο ειναι το μεγαλυτερο μηδενικο
 
μεριδιο στην ευτυχια δεν εχει ο χορηγος
η ευτυχια δεν εχει μεριδιο στη ζωη
 
τιποτενιοι απατεωνες μας πηρανε το πορτοφολι
με μεσα του ολα τα χαρτια αποδειξεις
καρτες τα εισιτηρια του θεατρου το σημειωμα
με τις δουλειες που επρεπε να γινουν
και ξερουμε ολα τα πεταξαν εκτος απο τα χρηματα που βρηκαν μεσα
αν τουλαχιστον χανοταν κανεις απο κατι μεγαλο  
 
το βραδυ οταν σβηνουμε το φως χανεται ο κοσμος
τιποτε τοτε δεν υπαρχει
οι χωρες μενουν μονο στο μυαλο
και κεινο ολοι ξερουμε το τι σκαρωνει
το ιδιο και οι αλλοι χωροι
μενει ο δικος μας κοσμος μονο το δωματιο μας
η το κρεβατι με το σωμα μας επανω
η το σωμα μας μονο χωρις τιποτα
εξω η μεσα του
 
επειδη χωρις τη μνημη δεν θα υπηρχαμε
γι αυτο καλει τη μνημη μοναδικο θεο
επειδη χωρις τη μνημη δεν θα κερδιζε
η αδημονια την υπομονη μας
το σκοταδι το φως
ο θανατος τη ζωη
επειδη η μνημη γεννησε και μας και την ψυχη μας
την απληστια και την αγωνια μας
επειδη χωρις τη μνημη δεν θα υπηρχε ο κοσμος
γι αυτο καλει τη μνημη τον μοναδικο
ανηλεο θεο
 
ενα τεστ
ξενιτεμενοι ειναι κεινοι που φευγουν η αυτοι που μενουν
απαντηση εκεινοι που φευγουν
αυτο, κι ας μην ξενιτευτειτε πρεπει να το μαθετε
και ποιανου η κουπα εχει φαρμακι κρυσταλλο μεχρι τον πατο
του ξενιτεμενου να το θυμοσαστε
και ποιανου το προσωπο ειναι κεινο που ειναι
να ξερετε του ξενιτεμενου
για ποιον ο ηλιος ειναι πηγη σκοτους
για ποιον του μαχαιριου κοβει και η λαβη του
για ποιον στη γη επανω δεν υπαρχει πανδοχειο
για ποιον ο χειμωνας σερνει πισω του το πτωμα της άνοιξης
για το μεταναστη
να το ξερετε
και ποιος είναι ας το ξαναπουμε
ο μεταναστης κεινος που φευγει η κεινος που μενει
κεινος που φευγει το θυμοσαστε μπραβο
 
καλη ειναι η αθηνα
οι γειτονιες της εχουν ακομα χρωμα
η ανασα της εχει ακομα ευωδια
τοσο παλια οσο το στρεβλωμα του νου
και οσο της ανθρωπινης δυστυχιας το μονοπατι
ειναι κι αυτο μια πρωτια φανταχτερη για των θνητων τα μετρα

καλη ειναι η αθηνα
με το τσιμεντο της
με τις εκκλησιες της με τα νυφιατικα μαγαζια της
με δυο αδειες τρυπες για ματια
με ρουζ στα ασπρα ζυγωματικα,
με γελωτοποιους στη θεση των ανθρωπων
κουφετα ανθοδεσμες ρυζι κωνειο μηκωνιο
καλος κι ο ουρανος της αθηνας γαλανος
η περηφανια του ντοπιου η αμαρτωλη΄απολαυση των τουριστων
οι περηφανιες και οι απολαυσεις δυο τραγανα κερασια στη δλητηριασμενη τουρτα
 
εδω τη νυχτα δεν κοιμασαι σε ξυπναν τα ελικοπτερα
ψαχνοντας για φονιαδες και για κλεφτες
το φως τους εντονοτερο απο των αστρων
το μεγεθος τους πολλαπλασιο του ηλιου
το βογγητο τους πιο βαθυ απο της θαλασσας
γι αυτο οι ανθρωποι πιστευουν στα ελικοπτερα
κι οχι στ αστερια και στον ουρανο
γι αυτο οι αισθησεις ειναι ολεθριες μας ξεγελουν
γι αυτο στραβα τα βλεπουμε ολα κι η ζωη
μας οδηγει σε λαθος δρομο μα και τι
αν κοιταζε τ αστερια
θα πεφτε μες σε γκρεμο κανεναν
 
ελα να δεις ειπε τις μικρες μας φυλακες
τις μικροσκοπικες
που απο λιγα μιλια μακρια δεν φαινονται
ουτε αυτες ουτ εμεις μεσα τους
τα σπιτια που χουν εκει
κομψουλια καγκελακια στα παραθυρα
συναγερμοι ηλεκτρονικοι που φτιαχνουν διχτυ γυρω
η πορτα με τρεις φραγμενη κλειδαριες
πισω της το οπλο
κατω απο το μαξιλαρι το πιστολι μας
ελα να δεις τις ομορφες μας φυλακες
με μοχθο απο μας τους ιδιους σκαλιγμενες
πανω στα κοφτερα του τρομου βραχια
με περηφανια γιατι τις εφτιαξαμε
μικρα ομορφα φρουρια
 
του κηπου το βραδυ τα φωτα αυτοματα αναβουν     
στο πεταγμα των πουλιων της νυχτας
η στο σουρσιμο καποιας αλαφροπατητης γατουλας
καθως το γευμα της ψωνιζει
μονο εμεις δε βλεπουμε τον κηπο μας
γιατι μεσα του εκθετοι
θα μασταν στοχος
ελα να δεις τις μικρες μας φυλακες που μεσα τους
κλεινομαστε πριν πεσει ο ηλιος
γιατι εδω η σεληνη δικτατορας απαγορευει την κυκλοφορια
ελα να δεις τις φυλακες μας
πριν μας τις παρει η τραπεζα γιατι εδω
ως και τις φυλακες μας τις χρωσταμε
ελα να δεις ειπε
 
εσπρωξε το καροτσι της με δυσκολια ως τα αυτοκινητο
προσεκτικα εβαλε τις σακουλες στο καπο
μια ντοματα κυλησε στο χωμα
την εκοιταξε σκεφτηκε λιγο
στα σκουπιδια τελος την πηρε και την πεταξε
πηγαινοντας την εσπρωχνε ο αερας κι ετρεχε αθελα της
γυριζοντας επηγαινε αργα αργα σαν κολυμπωντας στον αερα εναντια
η σαν να μαχονταν με το λεπτο της σωμα   
ν’ ανοιξει δρομο μες στο πληθος
τα μαλλια της οριζοντιωμενα για πρωτηνε φορα κερδιζοντας
η επανασταση τους στη βαρυτητα εναντια
τελος
με το μικρο της σωμα ταλαντευομενο σαν βαρκα σε νερου γρηγορα κυματακια
εμπηκε στ αυτοκινητο με δυσκολια
και συνενοχικα γελωντας του οταν ξαφνικα τον ειδε
εκλεισε την πορτα του αυτοκινητου
εβαλε μπρος
εφυγε
ηταν εκεινη η κυριακη που ο νοτιας ειχε λυσσαξει
 
οι μεταναστες τα παιδια της νυχτας κι οι αδερφοι των αστεριων
ζιζανια με κοπο ξεριζωμενα
που ξεραινονται κατω απ τον ηλιο
το χωραφι τοτε βγαζει καλον καρπο για οσους μενουνε
σοδια καλη για τον παραγωγο με πλουσια κερδη
ο ιδρωτας του αγροτη τοτε δικαιωνεται
 
αποψε το φεγγαρι ηρθε και σταθη στο παραθυρο του
ισα εκει που επεφτε το βλεμμα του
τετοια ωραια συμφωνια ηταν απροσμενη
γι αυτο και αποκαλυπτικη
ενοιωσε τοτε πως μπορουν
με τοσα πραγματα να παρομοιαζουν το φεγγαρι οι ποιητες
κατι φωτεινο μες στ αφωτα τα πλατη τ ουρανου
μπορεις με ο τι θελεις να το παρομοιασεις
αφου ο τι να πεις ταιριαζει οχι μονο στου φεγγαριου
αλλα σε καθε υποστασεως τη μοναδικοτητα
 
τους φιλους του τους ειχε μεσα στο τσεπακι του γιλεκου του
σαν ρολογι χρυσο
χτυπουσαν εκει διπλα στους χτυπους της καρδιας του
καμια φορα μπερδευονταν οι δυο ηχοι ελεγε
ας τους να μπερδευονται ετσι ειναι οι φιλοι
να μην ξερεις αν αυτοι εισαι εσυ η εσυ εκεινοι
μια τετοια εμπλοκη ελεγε ειναι ευπροσδεκτη
κι ετσι τραβουσε ο καιρος ωσπου μια μερα
που ειχε συννεφια κι ο ηλιος δεν προσδιοριζε τις ωρες
αυτη τη μερα θελησε να δει τι ωρα ειναι
τοτε ειδε
πως του ρολογιου του οι δειχτες γυριζουν αναποδα
κι οτι χαμενος ειναι μες στο χρονο
το πεταξε κι αυτος και δοθηκε ολοβολος
στη νυχτα η στη μερα αδιαφορωντας που
 
οταν ερθει η ωρα που ολα ησυχαζουν τοτε ειναι πολυ αργα
η αφωνη σαλπιγγα πρεπει μεσα στον σαλο να ηχησει
κατοπι βλεπεις ολα απο ενα επιπεδο πιο πανω κι αυτο
η δοξα ειναι της ζωης για τους μικρους ανθρωπους κατω βλεπεις ν αναδευονται επιθυμιες αδιαμορφωτες
παθη θερμα
πραξεις ασκοπες ψευδαισθησεις
και ο μικρος ανθρωπος εσυ
δεν μετρας πια στ’ ανθρωπινα
 
στις μεγαλες ηλικιες κανεις πρεπει να κανει διαιτα
οχι ξηρους καρπους οχι λησμονια οχι τσιγαριστα οχι εγκαταλειψη οχι πολυ αλατι οχι αδιαφορια
χλωρους καρπους ναι ελεημοσυνη ναι βρασμενα χορταρικα ναι ψεματα στη σχαρα ναι ευγενεια ναι ζυμαρικα ναι
καμια φορα μπερδευονται τα πιατα
αλλοτε καποιος εχει αλλαξει ετικετες στα μπουκαλια
η καποιο φαγητο τελειωσε
τοτε τα πραγματα δυσκολευουν
η διαδικασια αντιστρεφεται
τα ναι παιρνονται για οχι και τα οχι για ναι
μπορει ακομα και να ξαναγυρισει κανεις για λιγο στην παιδικοτητα
 
το δεντρο εξω απο την κρεβατοκαμαρα ριχνει τα φυλλα του
και τωρα φαινονται τα πουλια στα κλωνια
να λυπηθει κανεις για το θανατο των φυλλων
η να χαρει για το φανερωμα των πουλιων
 
επειδη οταν κανεις πεθαινει τα πραγματα του μενουν ορφανα
αυτο δεν θα πει πως δεν επρεπε να πεθανει
θα πει πως δεν επρεπε να ειχε ζησει
 
αυτα δεν γραφονται για να εξασφαλιστει μια ευπροσηγορη οαση
γιατι αν την ευπροσηγορια τηνε ζητας
την εχεις κιολας εξαντλησει
γραφονται για να μαθετε
για το μελλον
και να κληροδοτησετε τη γνωση στα παιδια σας
για το μελλον τους
κι ετσι κι αυτα ωσπου καποτε
να μη φευγουν οι ανθρωποι απο τη ζωη αδικιωτοι
 
ενας καλος λογος χτυπαει καταστηθα τη μοναξια
αυτια που δεν ακουνε τετοιο λογο απεξω
ψαχνουνε σε δικους τους ηχους να τον βρουν
κι οταν τον βρουνε ειν’ αυτος ο λογος ασταματητος
και ρεει ανυστεροβουλα
σαν το ποταμι που κυλαει ετσι απλα κι ουτε γνωριζει
οτι γεωργοι ποτιζουν τα χωραφια τους με τα νερα του
κι οποιος θα παρει το μαχαιρι να χωρισει
τον λογο σε καλον και σε κακον
το αδυνατο του εγχειρηματος τονε συνθλιβει
 
ξερετε ποσα καρατια εχει η ξενιτια εικοσιτεσσερα
ξερετε ποσες ειν οι εξοδες κινδυνου της-δεν εχει
 
ο βροχος ταλαντευεται σε καθε αγεροφυσημα
μεσαθε του περνανε
κουβαλωντας στο