CAMOENS
Το ναυάγιο όταν διηγόνταν
τόσο ζωντανά τα κύματα ζωγράφιζε
άσπρα μέσα στη νύχτα, το νερό
έτσι μεταμόρφωνε σε υγρόν τάφο
που τον περίμενε, των επιβατών τα ουρλιαχτά
τόσο ταίριαζε με τη βοή του αγέρα,
που όσοι τον άκουγαν,
στην ώρα εκείνη μεταφέρονταν
και κινδυνεύαν να πνιγούν μαζί του.
Μόνο σαν έφτανε να πέσει μες στο κύμα,
στα χέρια του σφιχτά
το μισοτελειωμένο έπος του κρατώντας
και να πνιγεί αφήνοντας τη μαύρη φίλη του,
εκεί
για λίγο
αφήνονταν να ξεχαστεί
κι έβαζε στη διήγηση ανάμεσα, ενός άλλου-
που έγινε πιο πέρα-τον χαμό, πριν συνεχίσει.
Κι όσοι τον άκουγαν δεχόνταν την υπεκφυγή
γιατί στα βάθη μέσα της καρδιάς τους έβραζε
το Λουζιτάνικο αίμα, και γιατί ένιωθαν,
ότι το φέρσιμο του αυτό
κράτησε όρθια την Πορτογαλία,
που αν χάνονταν το έπος του,
αυτή θα βούλιαζε αντίς για τη μιγάδα ερωμένη του
κι όχι στης θάλασσας,
αλλά στης λησμονιάς τα νερά,
τ’ αδιαπέραστα από Μάτι
κι από Μνήμη
κι από Χρόνο.