ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ
(στην ωραία ελληνίδα την κλαίουσα για τον θάνατο του πατέρα της Γιάννη, απόστρατου αξιωματικού, που πέθανε στο Λος Άντζελες)
Το διάφανο Μαρία το πρόσωπό σου
Ας μη του πόνου δάκρια το υγραίνουν-
Μη τον πατέρα κλαις τον λατρευτό σου-
Ανθρωποι σαν και κείνον δεν πεθαίνουν.
Ειν' ο πατέρας σου λαμπρό αστέρι.
Ο Θάνατος μικρούλι συγνεφάκι.
Μπροστά σου ζωντανό θα σου τόν φέρει
Το πρώτο απαλοφύσητο αγεράκι.
Μην κλαις Μαρία. Γύρω σου ευωδάνε
Ανθώνες ωρθωμένοι απ' την ψυχή του-
Οι αιθέριες τους οσμές δε σε μεθάνε;
Δε σεργιανίζεις μέσα τους μαζί του;
Ειν' ο πατέρας σου-δεν τόχεις νιώσει;-
Ο αθέρας της Ζωής. Κι αυτός δε σβηέται
Οταν ο Χάρος το κορμί ξαπλώσει-
Αυτός παντοτινός και δε χαλιέται.
Γιατί η Ζωή ό,τι πιο ωραίο έχει
Με Αθανασίας φόρεμα το ντύνει
Και κείνο σ' όλους τους Χαμούς αντέχει
Και λάφυρο του Χρόνου δε θα γίνει.
Κλάψε αν θες-αν σου περσεύουν δάκρια-
Γι αυτούς που όταν ο Χάρος τους αδράξει
Στου Μηδενδς τους ρίχνει κάποιαν άκρια
Και πια δεν είχανε πότέ υπάρξει.
Δεν πέθανε ο πατέρας σου Μαρία.
Ειν' άσμα της Χαράς. Μάγεία τ' Ονείρου.
Καρπών εξαίσιων ειν’ η ευφορία.
Η παλμοδότρα είναι πνοή του Απείρου.