ΤΑ ΜΥΘΩΔΙΚΑ
α.
ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ ΚΑΙ ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Αιχμάλωτος της τέχνης της μεγάλης του έγινε.
Το άγαλμα της κόρης που έτσι έφτιαξε ωραίο,
το είχε παθιασμένα ερωτευτεί.
Κι αλήθεια, τούτο άγαλμα δεν έμοιαζε.
Κρύο δεν ήταν κι ούτε άσπρο μαρμαρένιο,
παρά ρόδινο
με θελκτικά ζεστή μια σάρκα.
Ωραία που ήταν!
Ως και τις πτυχές ελάτρευε
του απαλοφόρετου χιτώνα της.
Και τόλμησε. Στα χείλη έσκυψε
και τα δικά του πάνω τους εταίριασε
σ’ ένα φιλί ατελείωτο αγάπης.
Και να! σιγά τα χείλη τα σκληρά μαλάκωσαν...
και του ανταποδόθη το φιλί…
Η Αφροδίτη από ψηλά
το έργο της περήφανη αποθαύμαζε.
β.
ΘΙΣΒΗ ΚΑΙ ΠΥΡΑΜΙΣ
Να του ’δινε ας μπορούσε τη μισή ζωή της
και πια να ζήσουνε μαζί όπως το είχανε σχεδιάσει…
Τραβώντας το σπαθί από το στήθος του
ας εζωντάνευε πάλι εκείνος…
Μα τόσο κρύο το στόμα του ήταν
σαν τον εφιλησε,
που το ’νοιωσε καλά
πως τελευταία φορά τόνε φιλούσε.
Και πια
το σπαθί ευθύς από το στήθος του ετράβηξε,
ψηλά το σήκωσε στα δυο κρατώντας το τα χέρι,
το βλέμμα έστρεψε στον ουρανό
και στο δικό της στήθος το εβύθισε.
Το αίμα της
παραξενεμένο
που τόσο απλά και γρήγορα διέξοδο βρήκε
χύμηξεν έξω, μαύρα,
τα μέχρι τότε ολάσπρα βάφοντας βατόμουρα.
γ.
ΘΗΣΕΑΣ ΚΑΙ ΑΡΙΑΔΝΗ
Επειδή όχι τα πόδια του,
μα το χέρι τον έσπρωχνε απαλά της Αριάδνης,
γι αυτό και θαρρετά τόσο
το τέρας ο Θησέας πλησίασε-
καθώς αυτός που ξέρει
πως κάποιος ενδιαφέρεται για κείνον
και τον βοηθά.
Γιατί όπλα άλλα δεν είχε
πάρεξ από τον μίτο και τα χέρια του.
Και γρήγορα έτσι στο θηρίο έφτασε,
όλος πάνω του ερίχτη
και τα χέρια του το αδράχνουν...
Και σε λίγο να!
Αλλού κοιτώντας το κεφάλι του,
κι αλλού το σώμα,
κείτεται νικημένο το θηρίο.
Τα μάτια του για λίγο άνπιξε
για πάντοτε προτού ευθύς του κλείσουν.
Με νίκη μεθυσμένος ο Θησέας
με οδηγό τον μίτο
προς του Λαβύρινθου την έξοδο τραβά.
Μα… ναι! Εκεί κάποια γυναίκα τον περίμενε.
Καλά! Γυρίζοντας
μπορεί σε κάποιο να την άφηνε νησί...
δ.
ΑΤΑΛΑΝΤΗ
Στο δάσος μέσα σ’ όλη τη ζωή της.
Τόξο και βέλη συντροφιά της.
Τα γυναικεία διόλου δεν την έθελγαν.
Κι αν συγκατάνευσε να παντρευτεί,
το ’κανε κι άντρες θύματα για να ’χει
πλην από τ’ άγρια του δάσους.
Και απ’ αυτούς πολλοί
τον θάνατο αλήθεια εβρήκαν
καθώς στο τρέξιμο όλους ενικούσε.
Όμως ως με τον Μελανίωνα αγωνίζονταν,
κάτι βαρύ ενώ έτρεχε, άκουσε,
στο χώμα δίπλα της να πέφτει.
Έστρεψε, το χρυσό το μήλο είδε
και αμέσως
μπροστά στου φύλου τη λατρεία για το χρυσάφι
τόξα και τρέξιμο και παρθενία σαν όνειρο έσβησαν.
Και
η ενυπνιαζομένη
γυναίκα εξύπνησε.
ε.
ΠΗΓΑΣΟΣ ΚΑΙ ΒΕΛΛΕΡΕΦΟΝΤΗΣ
Ωραίο ήτανε τ’ άλογο
και τέλεια υποταγμένο στα ηνία
που η Αθηνά είχε στον Βελλερεφόντη χαρισμένα.
Κι αλήθεια μια αίσθηση άλλη,
πρωτογνώριστη
το πέταγμα ήτανε απάνω από τη γη.
Και ρίχτηκε σε περιπέτειες ο ιππέας πολλές.
Μα όταν
καθώς το ’χουν ποιητές,
κι αυτός στον ουρανό ν’ ανέβει επάσκισε,
το άλογο τη βλασφημίαν ένοιωσε
και μ’ ένα τίναγμά του,
με φρίκη,
κάτω τον αναβάτη του επέταξε.
στ.
ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΑΧΕΛΩΟΣ
Μοιάζει να τέλειωσαν οι άθλοι.
Και μακρινοί πολύ φαντάζαν
Εμπρός στο θάμα του κορμιού όπου σαν όνειρο
στον Ηρακλή εμπρός γυμνό εφανερώθη:
τη Δηιάνειρα-του Αχελώου την εράστρια.
Ο άθλος του Ηρακλή λοιπόν ο τελευταίος
όφελος και στον ίδιο θα ’φερνε…
Και με τον ταύρο-ποταμό Αχελώο επάλεψε.
Κι όταν ενίκησε
η Δηιάνειρα,
ως εικός,
δίχως πολλά,
στον Ηρακλή για όλα έτοιμη εδόθη.
Μα ενώ μ’ αυτήν ο Ηρακλής μεθούσε,
ο Εύηνος ευπρεπίζονταν
τη Δηιάνειρα μες στα νερά του να δεχθεί,
και ο Νέσσος,
για ένα ετοιμάζονταν στην Αιτωλία ταξίδι…
ζ.
ΠΑΝΔΩΡΑ
Κάτι μέσα της-«περιέργεια»
δεν ήξερε ακόμα να το πει-
την έσπρωχνε να νιώθει ότι ώφειλε
τι κλείνει μέσα το κουτί να ξέρει.
Και άνοιξε το κάλυμμα.
Οι ωραίοι μηροί της
δεν μπόρεσαν το θείο το σώμα να βαστάσουν
κι από το απότομο το τίναγμά της πίσω
στο χώμα έπεσε η Πανδώρα,
ενώ μορφές-
που γύρω αλλά και πάνω της ορμητικά χιμούσαν-
τα πρόσωπά τους δείχναν τ’ αποτρόπαια
φρίκη σκορπώντας.
Δύναμη έβαλε,
σηκώθηκε,
ανάμεσά τους όρμησε
κι το κουτί με βιάση έκλεισε,
ελπίζοντας,
όλα από μέσα του να μην επρόλαβαν να βγούν.
η.
Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Κάτω η θάλασσα.
Ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του καθαρά φαινόνταν.
Έρωτες Μικροί σε δελφίνια πάνω
γαμήλιες έψαλλαν ωδές. Νύμφες
εκστατικά στα ουράνια έβλεπαν τα πλάτη.
Πάνω στα δίχτυα τ’ αλαφρά του αέρα
ο ταύρος.
Δυνατός και όμορφος κι ελκυστικός.
Στη ράχη του η Ευρώπη,
ωραία έκλπηκτη
αν κι ανήξερη: από ποιον-
τη Γη ή τον Ουρανό- βοήθεια να ζητήσει.
Στην Κρήτη φτάνοντας ο ταύρος πέζεψε,
κι έτσι αψύς
κι ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας
κάτω την έριξε
και την ακμή και την ορμή του όλη
ο κόλπος δέχθηκε ο παρθενικός.
Και μέσα στη γλυκιά τη ζάλη της
μιαν ήπειρο είδε η Ευρώπη να ’ρχεται
τ’ όνομά της να παίρνει
και βουτηγμένο στο αίμα της να το φορά.
θ.
ΠΕΡΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΕΔΟΥΣΑ
Στο νησί πάνω που η Μέδουσα
σαν ερωμένη του να ήταν,
ανέμελα τόσο αναπαύονταν,
σάμπως ο αέρας να ετρέμισε από κάτι άγνωστο
που ακόμα μακριά ’ταν,
μα που εκείνη βαθιά της ένοιωσε
ότι αυτό σε κάτι,
το τέλος αναπότρεπτα έφερνε.
Κοίταξε
και μια κουκίδα πέρα
στο ήρεμο το πέλαγο είδε
να πλησιάζει όλο, ώσπου τέλος
πάνοπλος νέος μπροστά της φανερώθη.
Ευθύς η Μέδουσα ορθώθηκε,
το ξένο βλέμμα του άδικα ζητώντας.
Πετώντας από πάνω της αυτός
με τα σαντάλια του τα φτερωτά και την ασπίδα
που φοβισμένη μια γοργόνα εκαθρέφτιζε,
γρήγορα το κεφάλι της επήρε.
Κι ένιωθε μια χαρά κρυφή που το κεφάλι αυτό
Ωραία σε χαλκό επάνω σμιλεμένο,
της Αθηνάς την κραταιά θα στόλιζε
την τρομερή
τη θεία ασπίδα.
ι.
Ο ΑΙΝΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Μπαίνοντας στο σπήλαιο, που στον Άδη
ο τυλιγμένος με σκοτάδι δρόμος του
μέσα από φρίκη και νεκρούς τούς οδηγούσε,
ο Αινείας και η Σίβυλλα ερίγησαν.
Μα έπρεπε η Ρώμη να χτιστεί
και μόνον ο Αγχίσης εδυνόταν
που από καιρό είχε στον Άδη πάει
για το χτίσιμο συμβουλές να δώσει.
Και πιο πολύ το βάρος ένιωσε ο Αινείας
της άγνωστης σ’ αυτόν ακόμα αποστολής του,
όταν στα πλάτια τα χρυσά των Ηλυσίων
τα πλήθη τα μελλοντικά είδε των Ρωμαίων
καθώς τ’ αυγά μες στην κοιλιά γόνιμης κότας
τη γέννησή τους αναμένοντας
να συνωθούνται.
ια.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΙ
Στη σκιά του δέντρου του ψηλού και του πολύφυλλου
μια κρίση γίνεται.
Ο άντρας διαλογίζεται σε ποιαν από τις τρεις γυναίκες
το μήλο που κρατεί-ομορφιάς σημάδι-
θα χαρίσει.
Τη μια την έχει κιόλας απορρίψει.
Κάθεται εκείνη μινυρίζοντας
στις ρίζες πάνω του μεγάλου δέντρου.
Βλέπει την άλλη.
Τις κνήμες, το πρόσωπο κοιτάζει,
το βλέμμα ύστερα στο στήθος,
στη μέση, στους μηρούς, στα χέρια ταξιδεύει.
Όπως η πρώτη έτσι κι αυτή
τη δόξα χάνει βέβαιη που θαρρούσε.
Της ομορφιάς το μήλο η τρίτη έλαβε.
Και τόσο έντονα την νίκη ένιωσε,
που η σκιά κι ας έπεφτε του δέντρου επάνω της,
εκείνην ένα κύμα ζέστης την ετύλιξε
από του κόλπου της τις σκοτεινές χαράδρες
κι από του στήθους της τις κορυφές κινώντας.
Και τόσο ξάφνω η ζέστα εκείνη εδυνάμωσε
ώστε άλλο, η Αφροδίτη, μην αντέχοντας,
στο σώμα γύρω του κριτή-
ως ο κισσός στον έλατο-
σφιχτά ετυλίχτη.
ιβ.
ΑΡΠΥΙΕΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΑΔΕΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ
Τα ξίφη τους ακόνισαν οι Βορεάδες Αργοναύτες
και όρμησαν στις Άρπυιες ενάντια-
του Δία πτηνά,
σταλμένα στην Φοινίκη απ’ αυτόν
με αποστολή να βασανίζουν τον Φινέα
γιατί, μάντις αυτός,
έλεγε στους ανθρώπους καθαρά
κι όχι μισή
την αλήθεια.
Οι Άρπυιες,
παρά τα νύχια τ' αετίσια τους,
την ουρά φιδιού,
τ’ ακούραστα φτερά
κι όλη τη φρίκη που σκορπούσαν,
θ' αφανιζόνταν απ' τους Βορεάδες,
αν η σταλμένη από τον Δία Ίρις δεν εφρόντιζε,
γλιστρώντας απαλά απ' τον Όλυμπο,
με τους Βορεάδες συμφωνία να κλείσει:
οι Άρπυιες να ζήσουν,
μα τον Φινέα να μην ξαναπειράξουν.
Σοφία θεού που ξέρει πώς
αιώνια να ’ξουσιάζει.
ιγ.
ΙΩ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όσο μπορεί δυστυχισμένη να 'ναι μια δαμάλα,
έτσι πλησίασε η Ιώ τον Προμηθέα,
στον βράχο σκαρφαλώνοντας
όπου
για την παρακοή του τη μεγάλη
δεμένον η οργή του Δία τον κρατούσε.
Με ανθρώπινη φωνή μιλώντας: "Δύστυχε", τόνε ρώτησε,
"τι έκανες κι έτσι φριχτά
καθώς εγώ πληρώνεις;"
"Έδωσα στους ανθρώπους τη φωτιά", της αποκρίθηκε –
"και συ;"
"Έδωσα στους θεούς τον Έρωτα", του είπε.
ιδ.
ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Άναψε ένα κερί.
Καθόλου
στα λόγια του Έρωτα δεν πίστεψε:
ότι δεν έπρεπε να τον ιδεί
γιατί αλλιώς θα χάνονταν εκείνος.
Κι αυτή, στη φλόγα ενός κεριού
τον είδε.
Δεν ήταν τέρας όπως εφοβόνταν-
παρά ένας όμορφος σαν ήλιος νέος.
Όμως ετρέμισε από φόβον η καρδιά της
γι αυτή της την παρακοή
και σε μια κίνησιν φυγής της
κεριού καυτή σταγόνα τον εξύπνησε.
Την είδε να τον βλέπει
κι ήρεμα, σοβαρός: «Φεύγω», της είπε
«με απιστία ο Έρωτας δεν ζει».
Και πήγε.
Και η Ψυχή τους κάμπους και τα όρη επήρε
και άπελπα έκτοτε κι ανεύρετα τόνε ζητά.
ιε.
ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Σαν ρόδι άνοιξεν η γη κι εν’ άρμα εβγήκε
με τέχνην έξοχη φτιαγμένο απ’ τους τεχνίτες
που χρόνια διάθεσαν δουλειάς
αφού άλλο τίποτα εκεί δεν κάνουν.
Στη γη ακούμπησαν οι ρόδες οι χρυσές
και τ’ αργυροπεταλωμένα τ’ άλογά του,
τόσο μόνον,
όσο χρειάστηκε ο ηνίοχος, απ’ τον καρπό
του δεξιού της του χεριού να την αδράξει
και δίπλα του στο άρμα πάνω να την βάλει..
Αυτή
σαν είδε πάνω τους να κλείνει η γη
και στο απόλυτο σκοτάδι μέσα όταν βρέθηκε,
φόβο ένιωσε μεγαλον τόσο, που την έσπρωξε
στου μόνου δυνατού που ήξερε εκεί κάτω
τη θέληση και την ανάσα καταφύφιο να ’βρει.
ιστ.
ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
Επειδή τα πόδια του όχι,
μα το χέρι σταθερά τον οδηγούσε της Αριάδνης,
γι αυτό τόσο το τέρας ο Θησέας επλησίαζε-
όπως αυτός που ξέρει
πως κάποιος ενδιαφέρεται για κείνον
και τον βοηθά.
Γιατί όπλα δεν είχε άλλα
πάρεξ από τον μίτο και τα χέρια του.
Και γρήγορα έτσι στο θηρίο έφτασε,
πάνω του όλος ερίχτη
και τα χέρια του το αδράχνουν...
Αλλού κοιτώντας το κεφάλι του,
το σώμα αλλού
κείται στο τέλος νικημένο το θηρίο.
Τα μάτια του για λίγο ανοίγει
για πάντοτε προτού ευθύς του κλείσουν.
Με νίκη μεθυσμένος ο Θησέας τραβάει προς την έξοδο.
…Εκεί κάποια γυναίκα τον περίμενε.
Καλά. Γυρίζοντας
μπορεί σε κάποιο να την άφηνε νησί...
ιζ.
ΚΙΡΚΗ ΚΑΙ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όταν τον είδε μπρος της, ένιωσε
ότι αυτόν ως τώρα επερίμενε-εκείνον
που ως εκεί για να τον φέρει
τόσους συντρόφους του είχε μαγέψει.
Κι όταν
ως το περίμενε
το φίλτρο της αυτόνε δεν τον άγγιξε
και απειλώντας την ξεσπάθωσε,
απόδειξη αυτό ήτανε πλήρης της αντοχής
και της αντίστασής του
στην γοητεία της.
Κι αυτό η αιτία ήτανε το δίχως άλλο
σκλάβα του αυτή να γίνει
και σ’ ό,τι της ζητούσε να υπακούει.
ιη.
ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΑΙ ΑΡΙΑΔΝΗ
Ενώ αυτή ακίνητη
και σαν μαρμαρωμένη έβλεπε,
η ανέραστη θεά
με αργές κινήσεις
θεϊκές
το τόξο της ετάνυσε
και στο στήθος πληγή της άνοιξε.
Το βέλος
στα νωπά
που ακόμα Μινώταυρο εμύριζαν
χάδια πρώτα βούλιαξε,
τον θώρακα ύστερα σαν φύλλο δάφνης διαπέρασε
και στο σιωπηλό έριξε χάος την ερωτευμένη.
Και η θεά στην ορθοφροσύνη της επήγε.
Ως για την νεκρή
σε μάρμαρα διαχύθηκε λευκά
που σε λίγο κιόλας τη μορφή της θα απεικόνιζαν
θαμπή και παραδομένη σε ο,τι
γνώριμο είναι σε όλους
αλλά πιότερο σε νεκρούς-
που τόσο τους αρμόζει-
χαρίζεται.
ιθ.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ ΣΦΙΓΓΑ
Το αίνιγμα θα το ’λυνε οποιοσδήποτε
που Οιδίποδας θα ονομάζονταν
θα είχε τον πατέρα του σκοτώσει
και τη μητέρα του γυναίκα θα είχε πάρει.
Η Σφίγγα όταν άκουσε τη λύση
ήξερε πια-ο ρόλος της τελείωσε:
ο Οιδίποδας θα χρίονταν βασιλιάς.
Και
το θηρίο
ευθύς τόσο το στόμα του άνοιξε
που ένα στόμα έγινε όλο
και το στόμα αυτό
ολόκληρο τον εαυτό του εκατάπιε .
Και τίποτα δεν έμεινε από την Σφίγγα
παρά η ανάμνησή της
ικανή μονάχα να γεννάει τραγωδίες
που οι συγγραφείς
για την αξία τους θα διαγωνίζονταν.
-----