Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

 
Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ

Ζούσε κατάμονος χρόνια και χρόνια
σε κείνο το νησί.

Τα πρωινά κατά τη θάλασσα γυρνώντας προσευχόνταν
κι όπως δεν έβλεπε Θεό
τη θάλασσα έκανε θεό του.

Κοιτώντας έβλεπε τις άκριες του νησιού.
Τη βορινή, όπου είχε το εργαστήρι του
κι ολοζωής εσκάλιζε εκεί πέρα ένα κούτσουρο
που πρόσωπο του έδινε ανθρώπου,
και κείνη κατά το νοτιά
που έμοιαζε με δρέπανο. Εκεί
μια τρύπα είχε για κονάκι
και σε δίπλα  μια σπηλιά,
όταν αμάρταινε απ’ τον Θεό κρυβόνταν.

Κάποιαν ημέρα
Είδε του δρέπανου να κλείνει η άκρια
κι όλο το δρέπανο να σκώνεται
και με ορμή να πέφτει απάνου του
και να τον κόφτει.

Το κύμα πήγε ως την άλλη του νησιού την άκρια το άψυχο κορμί του.
Τόσο κοντά της,
που αν ζούσε,
το πρόσωπο που σκάλιζε θα το άκουγε να κλαίει.