Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Απλόχερα το σκότος σκορπισμένο
μες στο μικρό το καμαράκι
που μέσα του αποθήκευαν τα ξύλα-
τα πυρομαχικά για την αντίσταση
στον άλλο τους εχθρό: το κρύο.
Μ’ αυτά για σκηνικό
μπροστά στο ανύποπτο παιδί φάνηκε ο Θεατρώνης
βικτωριανά ντυμένος ρούχα.
Παρουσιάστηκε κι ευθύς
άρχισε να μιλάει.
Προλόγισε το έργο
για συγγραφέα μίλησε
για σκηνοθέτη κι ενδυματολόγο
για μουσικούς, για υποβολείς, για ιμπρεσάριους…
Κι έλεγε και σταματημό δεν είχε.
Η ώρα πέρασε και πέρασε.
Τα παιδικά τα βλέφαρα εβάρυναν.
Ώρα για ύπνο.
Κι ως το μικρό το καμαράκι είχε γεμίσει
με σκηνικά του έργου που ούτε η πόρτα
δεν άνοιγε για κάποιον να ’βγει έξω,
έγειρε το παιδί σ’ ένα κρεβάτι
που στη σκηνή βαλμένο ήταν επάνω.
Τα λόγια μπλέκοντας του θεατρώνη
με τις δικές του ιδέες
πριν κοιμηθεί σκεφτόνταν το παιδί:
«Άραγε μη το έργο είναι μονόλογος;
Ή τάχα ο πρόλογος είναι το έργο;
Κι έτσι κι αλλιώς η υπόθεση ποια είναι;
Ποιο το τέλος του;»
Μα ενώ του κλείνανε τα μάτια
και η φωνή του θεατρώνη όλο αλάργευε,
οι σκέψεις του όλο κι έσβηναν και οι αισθήσεις του
τίποτε πια δεν του ζητούνε.