ΠΑΛΙΑ ΕΥΘΥΜΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΛΟΓΙΑ»
1.
ΑΣ ΕΡΘΟΥΝΕ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ…
Κάθε χρονιά Δεκέμβρης όταν μπαίνει
Τρέμω Χριστούγεννα μη και δε 'ρθούνε-
Μη δε φανεί ο Χρίστος στην Οικουμένη
Και μύριες έγνοιες τότε με πονούνε.
Σα λείψει ο Χριστός δύναμη άλλος
Ποιος θάχει τάχα τον φτωχό να πείσει
Όταν τόνε ραπίσει ο μεγάλος
Και τ’ άλλο μάγουλό του να γυρίσει;
Λεφτά πώς θα γεμίζουν οι παπάδες
Αφού οι εκκλησίες πια θα κλείσουν;
Ποιος θα ευλογεί των πλούσιων τους παράδες
Ώστε παράδες κι άλλους να γεννήσουν;
Δίχως της Κόλασης τώρα τον φόβο
Θα περισσέψουνε οι αμαρτίες
Κι αναβροχιά-το χέρι μου το κόβω -
θα μας ρημάξει δίχως λιτανείες.
Πάνε τα Ευαγγέλια, όσιοι κι άγιοι,
Άχρηστα τα Ορατόρια κι ο "Μεσσίας",
Σταυρώσεις, Αναλήψεις, Τάφοι Άδειοι,
Και πίνακες μιας Τέχνης θαυμασίας.
Και είναι η ελπίδα μου η μονάχη
Αν γίνει κάποτε το απευκταίον
ότι θα τρέξουμε όλοι εν τάχει
και θεό έναν ευθύς θα βρούμε νέον.
2.
«ΠΡΟΣ ΩΡΑΣ»
Σάλος. Φουρτούνα, Ταραχή. Αντάρα. Τρικυμία.
Κουμουνιστές εκάμανε γκουβέρνο στη Γραικία.
Φόβος και τρόμος άπλωσε πάνω από την Ευρώπη.
Βλέπουν με μάτι ανήσυχο εδώθε όλοι οι τόποι.
«Τσάι», «τσουράπι», «τσαγανό», «τσιγάρο», «τσιμινιέρα»,
Λέξεις που ως τώρα ήσυχες πλανιόνταν στον αέρα
Μα κι όσες άλλες από «τσι» τους έλαχε ν’ αρχίζουν
Τον Τσίπρα στους ταλαίπωρους τους γήινους θυμίζουν
Και πλέον γόοι και ποπετοί την οικουμένη ζώνουν.
Κουμουνιστές. Κουμουνιστές τη γη μας την αλώνουν.
Ο Λένιν αναστήθηκε. Ζωντάνεψε ο Μαρξ.
Και το ’νιωσε αυτό καλά ως κι ο καθένας βλαξ.
Μέχρι κι εγώ ο αδαής περί τα πολιτίκς
Και που γι αυτά ολοζωής βαθιά με ζώνει νυξ,
Κι εγώ λοιπόν κατάλαβα πολλές τι αλλαγές
Θα δει η Ελλαδίτσα μας μεγάλες και μικρές,
Πια τώρα δε θα έχουμε την Τρόικα να μας τρώει
Μα θα συναλλασσόμαστε αισίως με μια Κατρόι.
Κι αντί να μας ταλαιπωρεί τ’ άθλιο Μνημόνιο εκείνο
Θα έχουμε ένα ανθρώπινο κι ευγενικό Μηομνίνο.
Στα εστιατόρια με μισή μερίδα περηφάνεια
Γαρνιρισμένη με άρωμα από χαρισμένα δάνεια
Τελείως θα χορταίνουμε την που είχαμε πριν πείνα
Και τα συσσίτια ν’ ανθούν θα πάψουν στην Αθήνα.
Τη λέξη όταν «Σύνταγμα» θα λέμε θα δακρύζουμε
Κι αντίγραφα Μνημόνιου καθημερνά θα σκίζουμε
Ενώ ο λαός ρακένδυτος στα μαύρα του τα κρέπια,
Θα πλέει μέσα σε πέλαγο γεμάτο αξιοπρέπεια.
Δραχμές θα κουδουνίζουνε αντίς ευρώ στις τσέπες
Και θα ’ναι όνειρο άπιαστο οι πίτσες και οι κρέπες.
Κι οι ευρωπαίοι ενώ εμάς κοιτώντας θα γελάνε
Ο Τσίπρας θα αισθάνεται-αλί-πανευτυχής
Αγνοώντας πως γυμνόποδες στ’ αγκάθια όσοι πάνε
Είναι ηλίθιοι-τρισαλί-και όχι ευφυείς.
3.
ΤΩΡΑ;...
Βρε τι μπέρδεμα είναι τούτο
που τη νέα χρονιά μας βρήκε!
Άτσαλα ο νέος χρόνος
στην απλή ζωή μας μπήκεΙ
Ένας ξέραμε ως τα τώρα
πως το αίμα μάς ρουφάει,
πως ρουφιάνους εκκολάπτει
κι ότι σκάνδαλα γεννάει.
Ένας ξέραμε κρατάει
της Ελλάδας τα ηνία
και στο βάραθρο πως λαύρος
τηνε σέρνει με μανία.
Έναν είχαμε προδότη
και χαφιέ της ανθρωπιάς μας
έναν είχαμε δυνάστη
και φονιά κάθε χαράς μας.
Κι είμασταν συνηθισμένοι
ένας να 'ναι ο μαφιόζος
που στα σκάνδαλα ήταν άσσος
και στη διαφθορά βιρτουόζος.
Αλλά τώρα τι σκοτούρα!
Δε μας φτάναν τα μεγάλα
που 'χαμε τα βάσανά μας,
έπρεπε να 'ρθούνε κι άλλα…
Και θα έχουμε από τώρα
έγνοιες κι άλλες στο κεφάλι
λες και λίγο ήταν όσο
μέχρι τώρα είχαμε χάλι.
Εναν ξέραμε βρωμιάρη
και παλιάνθρωπο και κλέφτη
τώρα δυο-λες εσκεφτήκαν
λίγος ο ένας πως μας πέφτει.
Και αρχίζουν οι απορίες:
Τώρα ποιος θα κυβερνάει;
Ο Κινέζος ή ο Γιωργάκης;
Και τον άλλο ποιος θα φάει;
Και ο ένας θα νικήσει
στον αγώνα σα θα μπούνε,
ή θα 'ρθούνε ισοπαλία
και θ' αλληλοφαγωθούνε;
Στη γελοία αυτήν παράτα
που 'χουνε κι οι δυο διαλέξει
ποιος περσότερο απ' τους δύο
χρόνο άραγε θ' αντέξει;
Και ποιανού ήταν ιδέα
δυο μαζί να κυβερνάνε
σ' ένα τόπο που έναν μόνο
δέχεται αφέντης να 'ναι;
Θα εμφανίζονται κι οι δυο τους
σε μπαλκόνι πάνω ένα
ή θα βγαίνουν ένας ένας
σα σε δίδυμων τη γέννα;
Και οι δυο θα χαιρετάνε
στο μπαλκόνι όταν βγούνε
ή εναλλάξ τα δυο τους χέρια
χαιρετώντας θα κινούνε;
Κι αν κι οι δυο τους χαιρετάνε –
αν αυτό τέλος διαλέξουν-
τότε εκτός από τα μπούτια
και τα χέρια δε θα μπλέξουν;
Ποιος θα πλέκει το εγκώμιο
της Ευρώπης τώρα; Εκείνος
που εκεί μας έχει χώσει
ή ο άλλος-ο δελφίνος;
Και σε ποιον θα πρωτοτρέχουν
οι υπουργοι και οι συμβούλοι
πρωι πρωί για τον καφέ τους,
και σε ποιον θα είναι δούλοι;
Ποιος θα βγαίνει στην τι-βι μας
για να λέει τα δικά του-
ο Σημίτης με τη Δάφνη
ή ο μικρός με τη μαμά του;
Ποιόν δουλόπρεπα ο Χυτήρης
να υμνεί θα επιλέξει-
για ποιον μέλι από κερήθρα
κάθε του θα στάζει λέξη;
Ποιον ο Ρέππας θα εκθειάζει
κι απ' τους δυο ποιόνε θα γλύφει
και σε ποιόνε σαν κοτούλα
παστρικιά θα κάτσει νύφη;
Ποιον η Βάσω κι ο Ευθυμίου
απ' τους δύο θα στηρίζει;
Ποιον θα προσκυνάει ο Άκης;
Ποιον ο Πάγκαλος θα βρίζει;
Ποιος και ποιόνε θα διορίζει
υπουργό και σύμβουλό του;
Ποιος θα κάνει ό,τι του ’ρθει
κι ό,τι λέει το μυαλό του;
Τώρα ποιος θα συμμαζεύει
τ' ασυμμάζευτα του τόπου;
Ποιος θα σύρει μετά τόσου
της Ελλάδος το άρμα κόπου,
που ζεμένα τώρα θα 'χει
όχι ένα μα δυο ζώα
κεντροαριστερά, πλην όμως
και αριστεροκεντρώα;
Κι αν δεξά τραβάει ο ένας
και αριστερά ο άλλος
δε θα γίνεται βαβούρα
και κακό και μέγας σάλος;
Ποιο απ' τα δύο-τ' όνομά του,
ή τους μύθους που του πλάσαν,
θα μεμφθούνε οι "συντρόφοι"
όταν δούνε πως εχάσαν;
Ποιος περσότερο θα τρώει;
Ποιος περσότερο θα κλέβει;
Ποιος θα έχει των αιώνων
μεγαλύτερη τη χλεύη;
Ποιος της διαφθοράς θα υφαίνει
γρηγορότερα το σάλι;
Ποιος βαθύτερα στη δίνη
της Ευρώπης θα μας βάλει;
Κι ο Γιωργάκης στο Σημίτη
ανανέωση θα δώσει
ή ο Γιώργος μες στην ήττα
του Σημίτη, θα λασπώσει;
Και τρανότερος ποιος είναι
καραγκιόζης απ' τους δύο-
ο παλιός που έχει βάλει
κάθε τσίπα στο αρχείο,
ή ο νέος που κομπάζει
ότι νέο κάτι φέρνει,
στου παλιού μέσα το έλος
ενώ κιόλας παραδέρνει;
Και περσότερο το λαό μας
απ' τους δυο ποιος ονειδίζει-
ο παλιός που τη φυγή του
νίκης πλάνο την βαφτίζει,
ή ο νέος που ως τα τώρα
σ' όλα μέσα ήταν τα κόλπα
και τα κόλπα του εκείνα
τώρα νέα τα λέει όπλα;
Εγώ κάθομαι εδώ χάμου
και τους φαύλους καυτηριάζω
και αυτοί όταν μ’ ακούνε
σαν συνείδησή τους μοιάζω.
Και περνάει ο καιρός μας
κείνοι οι δύο ν' αδικούνε
και εγώ να ξαναγράφω
και αυτοί πάλι ν' ακούνε...
4.
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)
(Ο Γιάννος να γενεί θέλει πολίτης
Κι ο Μήτρος ξεσπαθώνει σαν Θερσίτης)
ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μιλάει θαρρώντας ότι είναι μόνος, ενώ ο Μήτρος τον ακούει, αθέατος από αυτόν)
Βρε κιόλας πώς επέρασε σχεδόν δεκαετία
Που άφησα την Ελληνική κι εγώ Δημοκρατία
Και μια φορώντας μοναχά μπλούζα, κι αυτή αμάνικη
Στη χώρα την ελεύθερη ήρθα την Αμερκάνικη…
Βρε δέκα πώς περάσανε χρονιές αφότου ο Μέγας
Ωκεανός μ' είδε κι εμέ πάνω του να περνώ
Κι ενώ το αερόπλανο κατάπινε τας λεύγας
Εγώ είχα την αίσθηση πως τότε δεν γερνώ…
Αφότου η πατρίδα μου μου είπε «τραβά χάσου»
Κι εγώ υπάκουσα χωρίς αντίρρηση κι ευθύς,
Και με παρέα μόνη μου τα σάλια του Πηγάσου
Έφυγα τόνους παίρνοντας μαζί μου και κριθής…
Βρε κοίτα πώς περάσανε πεντάδες χρόνια δύο
Αφότου δίχως να μου πουν ή να ειπώ αντίο
Πήρα τα μπογαλάκια μου κι ήρθα στις ΕΠΑ τσιφ
Χωρίς ένα παράπονο, χωρίς να κάνω κιχ.
Και κοίτα πώς με διώχνουνε τώρα και από δω
Και άντε άλλη θάλασσα να βρω και άλλη οδό…
Βρε κοίτα πώς επέρασε μία δεκαετία
Αφότου τη μεγάλη μου άφησα πελατεία
Αφότου άφησα να κλαιν τους πατριώτες όλους,
Αφότου άφησα κλεψιές και ατιμίες και δόλους-
Που στην ωραία ακώλυτα τη χώρα μου ανθούν-
Αφότου αφήκα τον γλυκύ της χώρας μου τον χουν
Και ήρθα και την άραξα στου Βάλλεϊ την κοιλάδα
Που κάνει μια η συννεφιά και δέκα η λιακάδα…
Αφότου η Ελλαδίτσα μου η παρά θιν' αλός
Ξυπόλητη μία κλωτσιά μου έδωσε στα νώτα
Που "ευτυχώς" εσκέφτηκα "δεν είμαι Ιταλός
Αλλιώς η πού ’φαγα κλωτσιά θα ήταν από μπότα».
Βρε κοίτα πώς περάσανε δέκα χρονιές δω πέρα
Χωρίς να δω άσπρη κι εγώ ποτέ μου μιαν ημέρα
Χωρίς του φίλου τη χαρά, χωρίς της ζήσης δώρα
Σε θύελλα από θύελλα, σε μπόρα από μπόρα,
Βρε πώς περάσαν με χολή και ξύδι τόσα χρόνια
Χωρίς να βλέπω ζωντανά, χωρίς να βλέπω αλώνια
Χωρίς να τρώω ταραμά, χωρίς να κλέβω φόρους,
Χωρίς παζάρια ν’ αρχινώ ατέλειωτα μ’ εμπόρους…
Χωρίς να βλέπω καφενέ, χωρίς να παίζω ζάρια
Χωρίς να βλέπω άπλυτα Ελληνικά ποδάρια,
Χωρίς να βλέπω ψέματα μες στις εφημερίδες
Χωρίς δίπλα στη θάλασσα ρετσίνα και μαρίδες…
Και αν δεν πήγαινα προχτές στο σπίτι του Βαγγέλη
Που μπόλικο έχοντας παρά πιάνει και τον Αντέννα
Τότε και το τσερβέλο μου τις σκέψεις δε θα 'γέννα
Που ’γραψα εδώ και που εσείς διαβάζετε εν τέλει.
Γιατί εκεί είδα πολλούς γνωρίμους παλαιούς μου
Να παρελαύνουν στης τι-βι επάνω το γυαλί
Και από κει αμπάριζα πήρε και βγήκε ο νους μου
Και τέτοια τώρα πράγματα η πέννα μου λαλεί.
Και βλέποντας μες στο γυαλί παράπονο με πήρε,
Και για να μη δακρύζω εμπρός στη σπιτονοικοκύρισσα
Το σπίτι τάχα για να δω έκανα μία γύρα
Ωσπου με μούρη στην τι-βι στεγνή εξαναγύρισα.
Και θύμησες μου ήρθανε και μούρθαν απορίες
Μεγάλες και μικρές
Όπως ας πούμε αυτές.
Άραγε ακόμα εραστές έχουνε οι κυρίες;
Ακόμα η Κυβέρνηση κλέβει στα φανερά;
Ακόμα πλημμυρίζουνε τα υπόγεια τα νερά;
Ακόμα βάζουνε φωτιές οι οικοπεδοφάγοι;
Απ' τους παπάδες πιο σεμνοί ακόμα είναι οι τράγοι;
Ακόμα ο πολύς λαός παιδεύεται απ’ τη φτώχεια;
Ακόμα είναι όμορφα εκεί τα πρωτοβρόχια;
Ακόμα οι δημόσιοι οι υπάλληλοι πεινούν;
Ακόμα οι αγρότισσες μονάχες τους γεννούν;
Ακόμα λένε ψέματα γιατροί και δικηγόροι;
Ακόμα θέλουν οι έλληνες να κάνουνε αγόρι;
Ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο οι απεργίες;
Ακόμα οι περσότερες οι μέρες είναι αργίες;
Ακόμα οι τσαντάκηδες απ’ τις γριές βουτούν;
Ακόμα οι πατριώτες μας συγγνώμη δε ζητούν;
Ακόμα οι ανώμαλοι πηγαίνουνε στο ΡΕΞ;
Ακόμα οι παπάδες μας πουλιούνται για το σεξ;
Τ’ αδέρφια ακόμα κλέβουνε των αδερφών τα σπίτια;
Ακόμα από την Τράπεζα τους παίρνουν τα λεφτά;
Και πείθουν τη μητέρα τους με χίλια δυο τερτίπια
Τον εμιγκρέ το γιόκα της να μη τον θέλει πια;
Κι απ’ τον γονιό κλέβουν οι γιοι εικοσαριές χιλιάδες
δολάρια, και τα δίνουνε στους θείους και στις θειάδες;
Και συμμαχία όλοι αυτοί ενάντια συστήνουν
στον εμιγκρέ, και του σογιού την αγιοσύνη σβήνουν;
Κι όσους στην ξένη γράφουνε οι εμιγκρέδες στίχους
στην αδερφή τούς στέλνουνε ώστε να τους φυλά,
σε αναιτίου υπείκουσα ενός εκείνη μίσους
στις φλόγες του πανάκριβου τζακιού της τους πετά;
Και σ’ αγαθά προσβλέποντας ανίερα δικά του
και γράφοντας στα πιο παλιά τα υποδήματά του
την ιερή τη θέληση του σεβαστού πατέρα,
ο αδερφός τον αδερφό τον κάνει απ’ όλα πέρα;
Και τάχα αυτοί καμιά φορά που ’χουνε μείνει πίσω
Ανάμεσα στο ένα τους και στ’ άλλο το πιοτό
Αναρωτιούνται που και που αν πίσω θα γυρίσω
Για να με ξαναδιώξουνε και πάλι σηκωτό;
Μα να τελειώσω πρέπει εδώ-ο γέρος από κάτου
Πάλι τσιγάρο άναψε και όλος ο καπνός-
Ο αραχνόφαντος αυτός μεσίτης του θανάτου
Από την ανοιγμένη μου τη θύρα μπαίνει εντός,
Και να την κλείσω πρέπει ευθύς χωρίς αναβολή
Γιατί μου δίνει ο καπνός ενόχληση πολλή
Και αλλεργία μου γεννά το πούσι του το γκρίζο.
Και με τις απορίες μου άλλοτε συνεχίζω.
(Την έκλεισε και έκατσε κοιτάζοντας στο άπειρο
Και τώρα έμπαινε ο καπνός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο).
………………………………………………………………………………………….
…………………………………………………………………………………………
Λοιπόν το αποφάσισα. Πολίτης θα γενώ.
Και θα καλύψω ένα τρανό της ζήσης μου κενό.
Θα μπορώ να περπατάω
Με την κεφαλή ψηλά
Και η ζήση μου όπου πάω
Τιμημένη θα κυλά.
Θα ψηφίζω όχι για κάλο
έλληνα πρωθυπουργό
μα για Πρόεδρο να βγάλω
κάποιον, Αμερικανό.
Κι όμηρον αν με κρατήσει
κάποιος αεροπειρατής
τ’ όνομά μου θα γνωρίσει
Τότε ο κόσμος παρευθύς.
Κι ένα μέγα θάναι έθνος-
το Αμερικανικό
που θα βυθιστεί στο πένθος
αν εν τέλει θα χαθώ.
Και καμαρωτός θα δείχνω
την καινούργια μου ταυτότητα
κι έτσι πλήρως θ' αποδείχνω
και τη νέα μου εθνικότητα.
Και θα είμαι κραταιού
κράτους μες στη γη πολίτης
και του κόσμου του σκαιού
δε θα είμαι πλέον αλήτης.
Και θα σταματήσεις Γιάννο
να μου κοκορεύεσαι
αλλά σαν Αμερικάνο
τότε θα με σέβεσαι.
………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………….
Κάτω οι πατρίδες που κοιτάν με μίσος τα παιδιά τους.
Κάτω οι πατρίδες που ’χουνε μοναδικό σκοπό τους
να πλάθουν αλλοπρόσαλλα, δυστυχισμένα τέκνα.
Που γνώσεις δεν τους δίνουνε ορθά για να σκεφτούνε
και ευνομούμενα κι αυτά να ζήσουν όπως όλοι
οι άλλοι άνθρωποι της γης. Ναι. Κάτω οι πατρίδες
που είναι μέγαιρες κακές για τ' άτυχα παιδιά τους
και που τα βασανίζουνε, και τα βαριοπληγώνουν
και που τα κατατρέχουνε και που τα εξορίζουν.
Και ζήτω η Δημοκρατική του Κλίντον η πατρίδα.
Η Αμερική των λίμπεραλς. Η Αμερική του τώρα.
Η Αμερική του αύριο. Η Αμερική η αιώνια.
Και ζήτωσαν οι ευκλεείς και ζείδωρες πατρίδες.
Και ζήτω η Αμερκάνικη μοναδική πατρίδα.
Που όχι μόνο τα παιδιά φροντίζει τα δικά της
αλλά κι εκείνα που έρχονται ικέτες στους βωμούς της.
Ζήτω η Αμερκάνικη πατρίδα που σκοπός της
Έχει τα τέκνα της να ζουν όλα ευτυχισμένα.
Ζήτω η Αμερικάνικη πατρίδα που σαν λιόντας
τα δίκια υπερασπίζεται πάντοτε των παιδιών της.
Ζήτω του κόσμου η μοναχή για λευτεριά ελπίδα.
Ζήτω του κόσμου ο μοναχός ζυγός Δικαιοσύνης.
Ζήτω η μόνη πα' στη γη πατρίδα που απονέμει
ό,τι στο κάθε της παιδί αξίζει να λαβαίνει.
Αμερική! Αμερική! Χώρα του μεγαλείου!,
είτε αυτό είναι υλικό, ή Πνεύματος, ή Τέχνης.
Αμερική! Αμερική! Πατρίδα των πατρίδων.
Γεια σου φωλιά χαρούμενη για τα πουλιά σου όλα.
Γεια σου αποδημητικών γιάτρισσα και ταγίστρα.
Γεια σου βοηθέ του αδύναμου. Γεια σου ισχυρών η φίλη.
Γεια σου αδίκων τιμωρός. Γεια σου δικαίων προστάτις.
Γεια σου δουλειά των άνεργων. Χαρά των πονεμένων.
Γεια σου Κολόμβου γέννημα. Μέστωμα Ουασιγκτώνα.
Γεια σου των τέκνων όλων σου το πέρφανο το θρέμμα.
Γεια σου Αγγλίας ράπισμα. Κουμουνισμού το κνούτο.
Γεια σου η φωτοδότειρα και η τροφός του κόσμου.
Γεια σου η πρώτη στο Καλό, στο Υψηλό, στ' Ωραίο.
Γεια σου ο Πυγμαλίωνας του κάθε προικισμένου.
Γεια σου ταλέντων σιγουριά. Γεια σου του νου προστάτη.
Γεια σου όλων των ανθρώπινων δικαίωση των κόπων.
Γεια σου πενίας μακέλεμα. Δουλείας καταλύτρα.
Γεια σου τρανή Αμερική. Μπρος σου το γόνυ κλίνουν
Λαοί τρανοί κι αδούλωτοι-Εθνη μικρά μεγάλα.
Και η Ρωσία η κραταιή, σε προσκυνάει κι εκείνη.
…………………………………………………………………………………………………..
…………………………………………………………………………………………………..