ΛΕΥΚΟ ΠΟΥΛΙ
Λευκό, λευκότατον πουλί
μ’ αφρόν εις τα φτερά του
με πήρεν απαλότατα
στην άσπρην αγκαλιά του
και πέταξεν ανάλαφρα
ψηλά απ’ της γης τα μέρη-
λευκό πουλί, λευκότερον
απ’ τ’ άσπρο περιστέρι.
Κι όλο πετώντας πιο ψηλά
ατης ζωής τη δίνη
φτάνει στο θόλο τ’ ουρανού
και κει σιγά μ αφήνει.
Κι ως από κει νοσταλγικά
τη γη μας εθωρούσα
μάταια πάνω της να βρω
με πείσμα προσπαθούσα
όρη, κοιλάδες, ποταμούς,
ανθρώπους ή και κτήνη
μον’ εν’ αστέρι έβλεπα
δειλά να τρεμοσβήνει.
Και θαύμασα κι απόρησα
ποια να ’ναι η αιτία
σ’ αυτό τ’ αστέρι το μικρό
τόση να ζει κακία.