ΑΡΣΕΝ ΚΑΙ ΘΗΛΥ
Εστόλιζον τον τάφον του ρόδων σκιαί
που εις πλησίον μνήμα εφύτρωνον.
Αυτό πολύ του εκακοφαίνετο
διότι ήλπιζεν
ο θάνατος πως εξισώνει
και πως αφότου σφραγισθούν τα χείλη
ουκ ένι πλέον δούλος ουδ’ ελεύθερος,
άρσεν και θήλυ.
Κι αν άρσεν δεν τον πείραζε να παραμείνει
όμως πολύ τον επηρέαζεν η διαφορά εκείνη-
δε θα μπορούσε άραγε
εις αυτού τον τάφον να ανθούν τα ρόδα;
Μα δεν βαριέσαι...
δεν άλλαξεν εις μίαν ολόκληρον ζωήν-
στον θάνατον θα άλλαζεν η μόδα;