ΣΥΜΠΝΟΙΑ
Η Δείλια των Συμπάντων
και ο Ανεύθυνος των Ουρανών
βρεθήκανε πάνω στη γης μια μέρα.
Εκείνη τρέμοντας σε κάθε αγεροφύσημα
κι Εκείνος έχοντας ξεχάσει και γιατί ήρθε.
“Έτσι ως τρέμουνε μ’ αρέσουνε τα στήθια σου” της είπε.
Και «Φοβάμαι», είπε αυτή,
“ως και τις μύγες που πετάνε.
Πάρε με στην αγκάλη σου και ’σύχασέ με”
“Έτσι όπως σ’ έχω εδώ κλεισμένη
κι έτσι που τίποτα να κάνουμε δεν έχουμε άλλο
τι θα ’λεγες ν’ αφήσουμε παιδί ένα ’δώ;”
“Αν έτσι θέλεις ναι. Μα φύλαγέ με
από τις σκιες κι από της χλόης το πράσινο”
Και τηνε σφιχταγκάλιασε αυτός
πόθο γεμάτος, τετοιον,
που οι φοβισμένες μόνο οι γυναίκες
στον άντρα τον εγωιστή γεννούνε.
Και μήνες ύστερα εννιά
γεννήθηκε το έθνος των ελλήνων.
Γιώργης Χολιαστός