ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ
Σε μία χώρα μακρινή
Σ’ ενός βουνού τα πλάγια
Την ώρα που η ξενύχτισσα
Γρικιέται η κουκουβάγια,
Που τα ελάτια τα ψηλά
Ψιλή κουβέντα στήνουν
Με το νεράκι που κυλά
Από τις πηγές, και δίνουν
Στον γύρω αέρα ευωδιά
Και σιγουριά στο χώμα
Ενώ μερεύει την καρδιά
Το πράσινό τους χρώμα…
Εκεί που ο ήλιος ο πρωινός
Μεριάζοντας τις σκάλες
Κατρακυλά και χαρωπός
Γλυκοφιλάει τις στάλες
Της παγωμένης της δροσιάς
Σα να ’ναι αγαπημένος
Που της καλής του φορεσιάς
Τ' ασημικά ντυμένος
Ερωτα νέον ξεκινά
Και γνώρα νέα δένει
Με κάθε στάλα σαν με μια
Καινούργια αγαπημένη…
Στη μακρυνή αυτή πλαγιά
Που έλατο μυρίζει,
Μέσα στων δέντρων τα κλαδιά
Ενα χωριό ανθίζει.
Εκεί ο νους μου τριγυρνά
Κι η σκέψη μου πετάει.
Εκεί και θέλω στα στερνά
Του βίου να με πάει
Η Μοίρα εμέ-να ξαπλωθώ
Στο χώμα του επάνω-
Τούτο είν' όλο που ποθώ
Και έτσι να πεθάνω.
Γιώργης Χολιαστός