«ΑΟΜΜΑΤΟΣ…»
Διασταύρωση.
Κόσμος που περιμένει να περάσει.
Ανάμεσά τους μια κοπέλα.
Ωραία.
Δροσερή.
Έβγαλα το μπαστούνι,
το ξεδίπλωσα.
Και με μισόκλεισα τα μάτια
και χτυπώντας
δεξιά κι αριστερά τη μύτη του,
την επλησίασα.
«Παρακαλώ βοηθήστε με», είπα
μία το στήθος της κρυφά κοιτάζοντας
μια τα πυκνά μαλλιά της.
«Βεβαίως!.. Να! Πράσινο! Πιαστείτε πάνω μου...»
Πιάστηκα πάνω της...
Σαν εβρεθήκαμε απέναντι
σε μια που δεν υπήρχε πέτρα εσκόνταψα
και βρέθηκα φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο πάνω.
«Πέσατε!; Θε μου!..Είσαστε καλά;..»,
είπε με αγωνία κι ενοχή (και ποιος,
ιδίως γυναίκα, δεΝ θα ένιωθε αίτια
της πτώσης του τυφλού που οδηγούσε...)
Έσκυψε,
με αγκάλιασε,
και με μεγάλο κόπο της με σήκωσε.
Όταν ξεκόλλησα από πάνω της
«είστε καλά;» μπόρεσε μόνο να ρωτήσει.
Τη διαβεβαίωσα πως «ναι».
Τότε μονάχα η καημένη
κι αφού εσιγουρεύτηκε
πως επιτέλους ισορρόπησα
εστράφη κι έφυγε.
Πέταξα το μπαστούνι.
Μ΄ αγκάλιασε μία γυναίκα!