ΛΕΥΚΟ ΠΟΥΛΙ
Λευκό, λευκότατον πουλί
μ' αφρόν εις τα φτερά του
με πήρεν απαλότατα
στην άσπρην αγκαλιά του
και πέταξεν ανάλαφρα
ψηλά 'π' της γης τα μέρη-
λευκό πουλί, λευκότερον
απ' τ' άσπρο περιστέρι.
Κι όλο πετώντας πιο ψηλά
'πο της ζωής τη δίνη
φτάνει στον θόλο τ' ουρανού
και κει σιγά μ' αφήνει.
Κι ως από κει νοσταλγικά
τη γη μας εθωρούσα
μάταια πάνω της να βρω
με πείσμα προσπαθούσα
όρη, κοίλάδες, ποταμούς,
ανθρώπους ή και κτήνη.
Μον’ εν' αστέρι έβλεπα
δειλά να τρεμοσβήνει.
Και θαύμασα κι απόρησα
ποια να 'ναι η αιτία
σ' αυτό τ' αστέρι το μικρό
τόση να ζει κακία.
Γιώργης Χολιαστός