Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

 THE WALKING MAN

Στον κήπο του UCLΑ.
Ένα συνηθισμένο απόγεμα.
Θανατερό.

Γύρω μου άνθρωποι.
Ας τους ιδώ.

Χείλια δηλητήριο.
Μάτια πετώντας σπίθες μίσους.
Πρόσωπα σαρκοφάγα.
Σκέψεις φουρτουνιασμένες από σχέδια εγκλημάτων.
Τα χέρια τους τελειώνουν σε μαχαίρια.
Χτυπούν, ξεσχίζουν.
Το χώμα βαμμένο μ’ αίμα.
Όλα πεσμένα.
Μες στο βαρύ, άπελπο βράδυ
Κούφια παρηγοριά οι Καυκάσιες οιμωγές.

Αλλά καθώς κατά το Θέατρο τραβώ
Όλο πιο δυνατά φτάνει στ' αυτιά μου
Μια βουερή περπατησιά δίποδου αλόγου.

Ακολουθώ τον ήχο.
Και μπροστά μου
THE WALKING MAN.

Μάτια και νου μου μαγνητίζει.
Αψύς, τραχύς, άγγιχτος απ' τα γύρω,
Τραβά το δρόμο τον μοναδικό τ' ανθρώπου.
Μαρμαρικά τα μούσκουλα.
Το ανάστημα γιγάντιο.
Κορμί αχάλαστο βουνό.
Με δίχως χέρια που σκοτώνουν.
Δίχως κεφάλι να οδηγεί
αιματηρά και δακρυσμένα ηνία.

Αθώος απ' όλα.

Με δίχως στόμα τη φωνή μιλεί της Φύσης.
Με δίχως μάτια κι όλα γύρω του τα βλέπει.
Με δίχως χέρια κι όλα τα κρατεί.

Στέκω μπροστά του και τόνε θωρώ
Με νοσταλγία γυμνή και ζήλεια ξαναμμένη.

Γαληνεμένη τώρα η βραδιά
Γύρω από τ’ άχερο κι ακέφαλο κορμί.
Και όλα δένουν σ' ένα ταίριασμα ειρηνικό και πράο
Με το ιδανικό κορμί,
Που,
Ακίνητο,
Όλο πάει-
Που όλο προχωράει.

Τριγύρω σάρκινα ρομπότ χαζογελούν.
Κάποια απ’ αυτές ανάβει ένα σπίρτο.
Στη φλόγα μέσα φάνηκε ολοκάθαρα η ευτυχία
Απανθρακωμένη.