5-10-1955
Τρίπολη.
Συνοικισμός.
Πρωί.
Αχάραγα.
Το εντεκάχρονο παιδί κοιμόταν
πάνω σε τρεις καρέκλες ενωμένες για κρεβάτι.
Στο τζάμι του παράθυρου τρεις χτύποι σιγανοί.
Η μάνα το μισάνοιξε.
Κι ακούστηκε του γείτονα Σταυρόπουλου η σιγανή
και συνωμοτική φωνή: «Πέθανε ο Παπάγος!»
Και το παράθυρο ξανάκλεισε αμέσως.
Το αγουροξύπνητο παιδί σκεφτόταν: «Παπάγος… ναι…
είναι αυτός…
που απόλυσε τον πατέρα…
Και ο πατέρας έφυγε στην Αθήνα. Και κει,
στην Καλλιθέα,
εκεί που όπως λεν περνάει ο σιδερόδρομος,
σε μια καρέκλα καθισμένος
με τραπεζάκι ένα ζαχαροπλαστείου τσίγκινο μπροστά του
κάνει «αιτήσεις» των περαστικών
με τρεις δραχμές τη μία…»
Και το αγουροξύπνητο παιδί ρώτησε τη μητέρα:
«Και τώρα τι θα γίνει;..»
Και κείνη: «Θα γίνει παιδί μου,
ότι αν θέλει ο θεός,
θα φάμε πάλι ψωμί.»