ΔΕΣΜΙΟΣ
Στου δωματίου του του ησύχου
την παγωμένη ερημία
δίχως ελπίδα πια καμία
δέσμιος κείτεται του στίχου.
Ως εδώ κάτω είναι πεσμένος
κάτι του κόβει την ανάσα
σαν το δωμάτιο να 'ναι κάσα
και να ’ναι κιόλας πεθαμένος.
Όσες ζωής τρέμουν ελπίδες
όπου ο Χάρος χέρι απλώσει
τόσα φτερά έχουν φυτρώσει
πα' στις βαριές του αλυσίδες.
Ως ακυβέρνητο καράβι
παιχνίδι γίνεται στο κύμα,
έτσι μ’ αυτόν να παίζει η ρίμα
τ’άγριο παιχνίδι της δεν παύει.
Κι είναι το σβήσιμο του ήχου
που κάνει σπώντας με μανία
της ποίησής του η αγωνία
στην επιφάνεια κάθε τοίχου.