ΟΙ ΞΥΛΙΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Πόσες ζωές κάθε μέρα ζείτε
και από πόσα νεκροκρέβατα έχετε
σήμερα μόνον
σηκωθεί;
Τι ευθύνη να ζητήσει κανείς από ξένους
άλλους ανθρώπους;
Σε μια στιγμή "είμαι" λέτε
και την ίδια στιγμή «δεν είμαι".
Και κανείς
ψέματα πως λέτε δεν θα πει, αφού σας βλέπει
να ’χετε τώρα ένα ενδιαφέρον στη φωνή,
και πάλι αμέσως ένα μαχαίρι
να σφίγγετε στο χέρι.
Οι ξύλινες κούκλες,
την κάθε στιγμή της ζωής τους
ίδια την κρατούν.
Λατρεμένες γι αυτό είναι
και αξιέραστες.
Και στη μικρή στείρα κοιλιά τους
τον σπόρο φέρουν, που την πλήρη,
την χωρίς μεταπτώσεις
υπόσχεται ευτυχία.
Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025
ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Τρία αδέρφια. Κάτι λίγο απ' το καθένα τους,
ξεκόβει κάθε τόσο και βαδίζει ανάστροφα,
προς μυστηριακές τελετές προαιώνιες
βρίσκοντας εκεί την πλήρη ένωση και τον ταγμένο προορισμό.
Και αυτός ο αληθινός προορισμός του είναι.
Να προχωρεί αφήνει το υπόλοιπο κομμάτι του στον δρόμο,
χωρίς καρδιάς γιορτές
χωρίς ιδιαιτερότητες
όλα ίδια όπως όλοι και καθένας στη δουλειά του.
Ύστερα γυρίζει πάλι στον κόσμο
και ακολουθεί τα κομμάτια που άφησε.
αμέτοχο,
χαμένο ανάμεσα σε τόσα ξένα.
Ο ΑΣΑΛΕΥΤΟΣ ΒΡΑΧΟΣ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Να με μάθεις ασάλευτε βράχε
την ακινησία σου θέλω, όταν πάνω σου
το κύμα, άσπρο και τρυφερό έρχεται-πώς, τότε,
ήλιος δεν γίνεσαι για να το κάψεις;
Στης επιφάνειάς σου τις μικρές φωτεινές σπηλιές
Πόσο ζηλευτά ταιριάζουν τα πουλιά!
Δέχεσαι πάνω σου τόσα ερωτικά αγκαλιάσματα,
τόσα λιγωτικά φτερακίσματα, που τόσο σε πονούν
επειδή ο πόνος δεν είναι έλλειψη
αλλά γνώση της αδυναμίας της επάρκειας.
Ο ουρανός,
μέσα στην μπλε κοιλιά του
ένα κενό αφήνει, για να σε κοιμίζει κάθε βράδυ
παντρεύοντας τις μικρές λάμψεις των άστρων του,
με το μέσα σου ασάλευτο σκοτάδι.
ΌΠΩΣ ΚΑΤΙ ΛΕΞΕΙΣ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Όπως κάτι λέξεις που με τον καιρό ξεχάστηκαν
και σαν θα τις ακούσουμε μένουμε για λίγο αμίλητοι
θυμώντας έξαφνα όσα πήρανε μαζί τους,
έτσι και συ, Ωρα Γεμάτη,
στην συνείδηση χτυπάς τον αστραπιαίο και απόκοσμο,
τον χτύπο τον μοναδικό σου.
Και η άλλη ακοή μας συνταράζεται,
και φέρνει μες στα δέντρα της ψυχής πουλιά,
και σκιόφως,
και ανεμοψιθυρίσματα άλλα,
του καιρού που χαμένοι ήμασταν. Τότε
που η άγρυπνη ελπίδα και η μικρή μας ευχαρίστηση, χτυπούσαν αδύναμα φτερά
στο δόκανο πιασμένες της ρυτιδιασμένης σου επιφάνειας-
ανάμεσα σε δυο πτυχές της
που νερό δεν έβρισκαν
ν' αναταχτούν.
ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Μη μας σπρώχνεις να σε φτάσουμε, ω! Υψηλό!
που τόσο τη μικρότητα μας ξεπερνάς, αφού,
να μαστορέψουμε σκαλωσιές
και πύργους να χτίσουμε,
δεν μας αφήνεις.
Οι αισθήσεις μας
χαραμάδες είναι. Και ξέρουμε μόνο-
τόσο μας αφήνουνε να πούμε-
πως έξω υπάρχει φως.
Τι δείχνει όμως; Γιατί
να βγούμε στον έξω αέρα δε μας δίνεις;
Αν δεν είμαστε ούτε ένα σκαλοπάτι
της Μεγάλης Σκάλας,
Τότε και τις χαραμάδες κλείσε
που το σκοτάδι μας αβάσταχτο κάνουν.
Είναι φριχτό με βαριές αλυσίδες φορτωμένοι
αλαφρότητα να περιμένουμε και ν’ αποζητούμε.
Η ΟΦΕΙΛΗ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Ακούω, καθώς ο αέρας σε χτυπά,
παράξενα να ηχείς, και μακρινά.
Και ο ήχος σου στα πράγματα διαχύνεται όλα,
και τα δονεί σαν η ψυχή τους να είναι.
Και εδώ ένα γέλιο, εκεί μια κουβέντα,
μικρές συντροφιές όπως σε δεξίωση.
Και δίνεις σ' όλα πλάτεμα και υπομονή,
για να μπορείς μέσα τους,
να ξαποστάσεις σ' εν’ αστέρι, σε μια φωλιά,
σ' ένα πράσινο χωράφι νιόσπαρτο,
προτού πάλι τον όλο αδημονία
δρόμο σου πάρεις.
Στους ήχους όλους ο ήχος σου νόημα δίνει,
όπως τα πόδια σου στον πέτρινο δρόμο,
που πριν από αιώνες φτιάχτηκε
και ως την κορυφή
του λουλουδιασμένου λόφου οδηγεί.
ΣΑΝ ΑΝΗΜΠΟΡΙΑ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Όπου αυτοί πάνε, σκοτεινά πάντοτε είναι.
Αντικρύ τους, κάποτε, δεξιά ή και αριστερά τους,
φώτα ξεχύνονται και το κάθε τι λαμπρύνουν.
Και τα μάτια τους τα βλέπουν,
και επιθυμούν να είναι εκεί,
και κάθε ματιά τους
να γεννάει τα γύρω πράγματα ένα ένα,
και κείνα να έρχονται ζωντανά,
και όχι η σκιά τους μόνον να τα ορίζει.
Τώρα, νοήματα από άλλους τελειωμένα
θέση παίρνουν στη σειρά, ένα ένα,
απ' αυτούς για να εννοηθούν όχι σαν ευωχία γέννας,
αλλά σαν τελευταίων στιγμών ανημπόρια
πριν στο χωνευτήρι πέσουν,
απ' όπου κάποτε, σε κάποιο άλλο φως, μακριά,
θα ξαναγεννηθούν.
ΜΕΓΑΛΕ ΔΡΟΜΕ…
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Τούτο τον καιρό, που ο ήλιος κρύβεται
για να ξεφύγει από την παγωνιά μου,
τούτο τον καιρό,
που θηρία πια δεν ζωγραφίζω
στα ρούχα μου πάνω, ούτε στους τοίχους
τους λοξούς της σπηλιάς μου,
με τη σκέψη μου όλη
για να σε φανταστώ
Μεγάλε Δρόμε,
που από την εικόνα μου φτιαγμένος είσαι,
μέσα στη νύχτα
αγωνίζομαι,
και πού οδηγείς να μάθω,
έτσι καθώς βουβός, απάτητος,
με τα μεγάλα σου φώτα όλα αναμμένα με καρτερείς,
σαν σελίδα βιβλίου ατελείωτη που πάνω της
γραμμένος ο νόμος σου είναι.
ΜΕ ΣΚΟΤΟΣ ΚΙ ΑΙΜΑ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Στη ζωή, πόσες ορμές,
και πόσες απωθήσεις ερωτικές!
Και πλανιούνται μαύρα φαντάσματα οι ψυχές εκείνων,
που πνίγηκαν στης άρνησης το ρέμα.
Όλα καλά στη ζωή τους ήταν.
Και ξάφνω, ο έρωτας έρχεται
φορτωμένος δισταγμούς
και αποφάσεις που όλο αναβάλλονται.
Οι νύχτες μακραίνουν,
οι χαρές αγκάθια φυτρώνουν,
ο ήλιος παγώνει.
Και τα χέρια τα άδεια τους αυτοί κοιτάζουν
και το φως να σβήνει μέρα με τη μέρα.
Κι αν κάποτε μια εξομολόγηση αποφασίσουν
είναι κι αυτή τόσο με σκότος κι αίμα ποτισμένη
και τόσο γίνεται αδέξια
που πια όλα χαλούν.
Και καταλήγουν
αυτοί μόνοι, και κείνες
νεότατες,
σε κάποιο μοναστήρι μέσα,
ν’ αργοπεθαίνουν.
ΩΣ ΠΟΤΕ;
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Πέτρες, βιβλία, δέντρα, άνθρωποι, ιδέες…
Από τα πρόσκαιρα θα φύγουμε ποτέ-
από τα πράγματα θα λυτρωθούμε, που επιτακτικά
το μερίδιο τους γυρεύουν κάθε μέρα
και μας διαμοιράζουν και μας χρησιμοποιούν;
Πότε, το χέρι μας, χαϊδευτής μαλλιών
θα πάψει να είναι; Ο νους μας
διεκπεραιωτής θεωριών και υποθέσεων;
Ως πότε θα είμαστε η γέφυρα
για τόσα περαστικά, και γυμνά,
και προσεγμένα; Πότε κι εμείς
με κουδούνια θα πάψουμε να είμαστε
όπως τα πρόβατα, αναγνωρισμένοι;
Μας προσμένει άραγε αυτή η χάρη;
Ο ΓΕΡΟΣ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Μαζεμένη η γενιά στο μικρό δωμάτιο.
Τα βλέμματα όλα στο γέρο στραμμένα
όπως το πρόβλημα προς τη λύση του.
Ο γέρος, σκυφτός πάνω στο γυαλιστερό ραβδί του,
το χώμα κοιτάζει. Των γύρω του
και σκέψη κι έκφραση κατέχει
και τι θα πει ξέρει καθένας τους
κάθε φορά που το στόμα του σκεφτικός,
με ζαρωμένο μέτωπο
άστοχη λύση και συμπέρασμα
γεμάτο ανοίγει.
Ο γέρος
σαν καρπός πάνω στο δέντρο του στέκει
με μπιστεμένο στους καιρούς
το τιμόνι της σοφίας.
Εκείνοι
πότε τα χείλη θ’ ανοίξει τον οδηγούν, πότε
το χέρι θα κινήσει, πότε
τη γλύκα της όλη
μεστωμένος
σε όλους θα χαρίσει.
ΑΛΛΑΓΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Όταν ο άντρας,
αηδιασμένος είναι πια από την ισχύ,
που η γυναίκα, άπρεπα, για καιρό,
σαν μηχανή επιβολής, ξεχύνει,
οι γυναίκες,
ώρες πριν σε σε δάκρυα αναλυθούν,
στον καθρέφτη μπροστά, σαν σίγουρες καθισμένες,
με νωχελικές κινήσεις τα χείλια χλωμαίνουν,
την ελαφρότητα της ύπαρξης τους όλην
στα ματόκλαδα αποθέτουν, και με μαραμένα,
πλην ευώδη, άνθη, θλίψη γεμάτα,
κοκέτικα το μέτωπο στεφανώνουν.
Και στην ώρα την κατάλληλη,
τη στρόφιγγα της δύναμης κλείνουν,
και των δακρύων ανοίγουν.
Στην γεμάτη λυγμούς παραπονιάρικη αλλαγή,
ο άντρας ξανά υποτάσσεται και,
ο κόσμος,
αμήχανος λίγο στην αρχή,
σταθερά κατόπιν,
και πάλι περπατεί.
ΠΑΝΕ…
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Και θα έρθουνε χρόνια και θα φύγουν…
Και θα 'ρθούνε καιροί και θα περάσουν...
Και τα γέλια κι οι κλάψες των ανθρώπων
αναρχίνιστα πάλι θα σωπάσουν.
Πού οι πράξεις τους τότε οι δοξασμένες;
Πού οι γιορτές τους; Τα λόγια που ψελλίζαν;
Πού η φωνή τους; Το βλέμμα τους πού είναι;
Πού οι ιδέες στο νου τους που βομβίζαν;
Πού οι ώρες οι ατέλειωτες του πόνου;
Πού οι πόθοι-το φως της ύπαρξής τους;
Πού οι μάχες; Τα μίση τ' αντροφόνα;
Πού ο έρωτας που άνθισε μαζί του
Πού τα σπίτια τους; Πού τα καταφύγια;
Πού τ αστέρια; Η γη και το φεγγάρι;
Πού οι όμορφες; Πού-πού τα κορίτσια;
Πού η δροσιά; Πού η φρεσκάδα; Πού η χάρη;
Πάνε! Πάνε! Χαθήκαν όλαΙ Πάνε!
Πάνε! Πάνε! Αγύριστα όλα πάνε!
Πάνε όλα! Απ' το Τίποτα όλα ήρθαν
και στο χάος τραβούν του Πουθενά!
ΚΟΡΔΗΛΙΑ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Προίκα την ειλικρίνεια αν έχεις,
κάποια νυχτιά που κεραυνούς γεμάτος
και αστραπές, ο ουρανός, καμιά ζεστή
γωνιά του δε θα δείχνει, που οι βροντές,
ν' ακούσεις ή φωνή ή κελάδημα,
δε θα σ' αφήνουν, και που η καταιγίδα,
θα 'ρχεται όχι απέξω αλλ' από μέσα σου,
κάποια νυχτιά,
στα χέρια μέσα του πατέρα σου, με στήθη
μόλις πριν, απ’ αυτόν ακουμπισμένα
(που θα τρέμουνε ακόμα), θα υψωθείς
ως λίγο πάνω απ’ τους μηρούς σου
και, σκύβοντας, σαν φίδι που την ουρά του
καταπίνει, μέσα σου θα μπεις, ωσότου
απάνου στου πατέρα σου το σώμα, ένα
κενό να πέσει, μέγα τόσο που,εντός του,
η ζωή αντίσταση μη βρίσκοντας, με όλες
τις πληγές και τις κατάρες της, να ξαναρχίσει,
Κορδηλία.
ΣΕ ΧΑΧΑΝΑ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Σας τα έδωσα όλα. Τα πήρατε,
και σε χάχανα και σε καλλωπισμούς
την ιερότητα όλη
του δοσίματος μου καταθέσατε.
Και τώρα τι;
Να σας κατηγορήσω γι αυτό; Πώς τον άνεμο
να κατηγορήσει κανείς; Πώς τη θύελλα
που το χτίσμα του μικρού παιδιού στην άμμο γκρεμίζει;
Ή μήπωςτη ζωή, που μπόρεσε
και ρίζωσε στη γη να ψέξω; Όλα,
όπως οριστήκαν έγιναν.
Παράπονο νχωρεί.
Ούτε δυσαρέσκεια. Και στον αιώνα
έτσι όλα θα γίνονται, ώσπου,
το ποίημα αυτό
κάποιος ποιητής στον καιρό του
να μη
αδίκιωτος
ξαναγράψει.
ΕΜΠΟΡΟΙ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Έμποροι που οργώνετε τη γη μου,
που την ποτίζετε με τον ιδρώτα μου,
και που με το χέρι μου δρεπάνι σοδειάζετε
στάρι, χρήμα και αυτοπεποίθηση,
έμποροι που το έτσι αποκτημένο εμπόρευμα,
σε μένα το πουλάτε, μεσάζοντες εσείς
ανάμεσα στην αθωότητα και την άγνοιά μου,
εμποροι, έφτασε η ώρα που και τη ζωή μου
με πενταροδεκάρες θ' αγοαράστε.
Μα να το ξέρετε: από κει και πέρα
έμπορας θα 'μ' εγώ, και με νόμους
του δικού μου κράτους θα σας αγοράζω,
και θα σας αργάζω και θα σας πουλώ.
Η μυρωδιά
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Κάτι μου μύριζε άσχημα από καιρό.
Παράθυρα άνοιγα, ανεμιστήρες, κάπως αυτά,
όσο ήταν ανοιχτά, την οσμή διώχναν.
Ώσπου βαρέθηκα ν’ ανοιγοκλείνω
κι άφησα την οσμή να πάρει και να κρατήσει τη θέση της
όσο εδυνόταν.
Εκείνη φούντωσε
κι όλο περσότερο ξεχύνει δυσωδία.
Και τίποτα αφού γύρω μου δεν βρίσκω
αίτιο της τέτοιας νάναι αποφοράς,
ο μέσα μου νεκρός θα είναι, λέω,
που σαπίζει μέρα με τη μέρα.
Ο εαυτός μου ο νεκρός θα είναι λέω
που μέρα με τη μέρα μεγαλώνει.
ΣΕΡΒΙΟΣ ΣΟΥΛΠΙΚΙΟΣ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Ζηλεύω τον ύπνο σου, Σέρβιε Σουλπίκιε.
Ω! Τι ωφέλιμοΙ Ο ύπνος να είναι
ο ψεύτικος, βαθύτερος απ' τον αληθινό!
Ω! Να μπορούσε ο καθείς τα μάτια του
μπροστά στην άλλην όψη-την αληθινή-
της ζωής να κλείνει!
Μα πού πουλούν τέτοια υπνωτικά; Που σχήματα
να μην υπάρχουν άλλα απ’ αυτά
που τ' ανοιχτά τα μάτια βλέπουν μόνο…
Ω!Ο κόσμος σου Σέρβιε Σουλπίκιε
ο τόσο χωριστός απ' τους κοινούς δικούς μας,
που πάνω στο προσκέφαλο αφήνει
τον θάνατο σαν ένα μυρωδάτο κρίνο!
Και το πως έχεις μάτια, κι όταν θέλεις, ξυπνητός είσαι,
αυτό,
τον θαυμασμό μας μεγαλώνει.
Γιατί αλλιώς τυφλός θα ήσουνα,
και φρούδα τότε η σοφία σου.
ΓΑΛΗΝΗ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Να ήτανε, Γαλήνη, αφήνοντας τη θάλασσα
και σε μας, τους στεριανούς, να έρθεις!
Σε μας που κύματα άλλα, μας τινάζουν
όχι σε άλλο κύμα πάνω, αλλά σ' άλλη θάλασσα
κάθε φορά. Και που δεν έχει, ανάμεσα
στο ’να και στ’ άλλο κύμα, ούτε φτερά,
ούτε πέπλο, ούτε δικαίωση.
Να έρθεις, κόρη του Αμίλητου και του Ησυχασμένου
και να σταθείς εμπρός μας ολόκληρη και δυνατή.
Στον ώμο σου ν’ ανέβουμε τον υψηλό
και συ ακίνητη να μας πηγαίνεις και να μας πηγαίνεις
πάνω στου νερού τ' αυλάκι
που το σώμα σου, με μυστικές,
που εσύ μόνο ξέρεις, προσταγές,
αθώρητα για μας ανοίγει.
Γαλήνη! Πολυδόξαστη Νηρηίδα! Αρκετά
τους τολμηρούς ναυτικούς εφίλησες. 'Ελα,
και τους ταραγμένους, τους δειλούς εμάς,
να γαληνέψεις.
ΘΑ ΜΑΣ ΔΩΣΕΙΣ;
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Κι αν δεν είναι κείνη που ονειρευόμαστε,
μέσα σε κρίνα κι αγριόμηλα,
μιαν άλλη γαλήνη δώσε μας-όποια να 'ναι.
Του σκοταδιού ακόμα και της λησμονιάς.
Γδάρθηκαν τα πόδια στ' αγριόχορτα.
Η ψυχή μας παραδέρνει από ξένο σε ξένο.
Οι νύχτες ανάστερες και ασέληνες έρχονται.
Περιδίνηση ανώφελη και οδυνηρή όλα είναι.
Να κρατήσουμε τίποτα δεν μπορούμε.
Και ό,τι απ' αρχή έχουμε,
δικό μας δεν είναι.
Διασκορπισμένοι στα πράγματα μένουμε.
Τα μάτια που βλέπουν τα αόρατα θα μας δώσεις;
Την αίσθηση θα μας αξιώσεις που γνωρίζει;
Από το είδωλο μας θα μας απαλλάξεις;
ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Δυο μέρες τώρα
τον συνεπαίρνουν θύελλες
που από το αίμα του μέσα ξεκινούν
και στα μάτια του εμπρος,
πρίσματα κρυστάλλινα βάζουν
που σαν διαφανείς καθρέφτες
τρομαχτικά όλα παραμορφώνουν.
Τα μικρά και ευτελή
μεγάλα και σοβαρά γίνονται
και, όπως δράκοι,
ορμούν να τον σπαράξουν: μια λέξη
που σε κάποιον κάποτε είπε…
ένα, δικαιολογημένο άλλωστε,
αργητό προσώπου αγαπητού το βράδυ…
ένα βλέμμα…
Όλα αυτά αλλάζουνε
την ιλαρή μορφή του σύμπαντος
Και καταιγίδας πρόσωπο της δίνουν.
ΜΑΥΡΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Αστέρια που δεν έχει δει το μάτι,
Το μαύρο φως τους στέλνουν, το βαρύ,
και μου ζητούνε προς αυτά να ταξιδέψω
και λάμψη να τους δώσω
και στον ουρανό θέση.
Βουή παραπονιάρα και γκρινιάρικη
της κάθε ώρας οι φωνές με προσκαλούνε.
Μα βολετό δεν είναι μακριά να πάω
γιατί άφτερο είμαι έντομο,
και κουτσό είμαι λιοντάρι.
Και ως για να συρθώ
εντολή τέτοιαν από την Ευθύνη μου
ποτέ δεν πήρα.
ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Πώς να σε γνωρίσω Μεγάλο Τίποτα;
Εγώ όρια βάζω
και μ' αυτά τα πράγματα σημαδεύω.
Και τα συγκρίνω
και το 'να κοντά στ' άλλο βάζω
καi τα μετρώ.
και Γνώση, περήφανος, την μέθοδο μου ονομάζω.
Μα εσένα που όλα περιέχεις
που Μεγάλο και Μικρό μέρη σου είναι
που το σύμπαν μου μια τελεία είναι στο βιβλίο σου,
με όρια πώς την άπειρη ουσία σου να ντύσω;
Μόνο τη λαχτάρα σου
κατανοητό να μου γίνεις
καλά μπορώ και νοιώθω
που τη βλέπω δίπλα στην Αγωνία μου
περίλυπη να στέκει.
Τώρα όμως άκουσέ με.
Την προσπάθειά μου να σε μάθω παραιτώ.
Με την Άγνοια, Μεγάλο Τίποτα
τη γνώρα σου θα κάνω.
ΓΥΝΑΙΚΑ
(Thanksgiving-Dallas Texas)
Το άρωμα στο σώμα της βάζει
με αργές κινήσεις, ανατριχιάζοντας
όταν αυτό περιοχές λεπταίσθητες πλησιάζει.
Κλεισμένο το δωμάτιο για όλους
τους καλαθοφόρους τρυγητές
κάθε δικού της.
Μόνη.
Τρυφερές κινήσεις στο είδωλο της
μέσα στον καθρέφτη σπαταλά.
Ο κόσμος είναι αυτή.
Κάθε της δάχτυλο ένας κήπος μοσχομύριστος
και μέσα του οι πόθοι της
πουλιά των περασμένων
και κείνων που έρχονται ημερών,
με τα φτερά τους ζωηρά χρώματα γεμάτα.
ΠΡΙΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
-Γιατί γυρίζεις πίσω φανταράκι μου;
Ο εχθρός είναι μπροστά.
-Πάω, προτού τελειώσει ο πόλεμος να τήνε πάρω λάφυρό μου.
-Να πάρεις ποιάνε λάφυρό σου φανταράκι μου;
-Για την αγαπημένη μου μιλάω.
-Πόλεμος γίνεται, αγάπες συ έχεις στο μυαλό σου φανταράκι μου;
-Έτσι, που αν σκοτωθώ,
μαζί μου να πεθάνει,
και μαζί να πάμε στο αποχωρητήριο του σχολείου
όπου δεκατετράχρονα κορίτσια στα
διαλείμματα
παίζουν τον έρωτα με τους συμμαθητές τους.
-Αχ! Φανταράκι μου! Ο θεός
το τέτοιο φέρσιμο δεν το σχωρνάει.
-Γι αυτό κι αλλαξοπίστησα,
και πέος ένα διογκωμένο
μες σ' ένα σπαρταρώντας δαχτυλίδι αιδοίου
είν' ο θεός μου.
ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ
"Θέλεις;"
"Θέλω."
"Γιατί λοιπόν μου φεύγεις;"
"Οι ρίζες μου με σπρώχνουν μακριά σου'¨
"Τις ρώτησες γιατί;"
"Μου είπαν γιατί πρέπει να λέει το στόμα μου όχι,
τα μάτια σε ντροπή να ’ναι
κατεβασμένα,
ενώ την ίδια ώρα θα διαλέγω
τον πιo όμορφο και δυνατό
απ' όσους με ζητούνε."
"Αλλά με θέλεις.-δε θα πει: με διάλεξες;"
"Ναι, μα και πάλι πρέπει
όλα να γίνουν δύσκολα για σένα."
"Για να ’ναι μεγαλύτερη η χαρά της ένωσης;"
"Όχι, δε γνοιάζονται οι ρίζες για χαρές.
Μον' θε ’νε να πλαντάει το σπέρμα από τον πόθο
για να ’χει μεγαλύτερην ορμή,
κι ο σπόρος που θα σπείρει να ριζώσει."
"Μα ούτε συ ουτ' εγώ παιδί ζητάμε να γεννήσουμε.
Λοιπόν έλα."
"Έρχομαι. Οι ρίζες ας με συχωρέσουνε."
"Τ’ άνθος σου εγώ θα δρέψω μόνο."
Η Άντζελα θέλει να φύγει από την «κυρία» στην οποία δουλεύει γιατί εκεί κακοπερνάειδ, και για να μην τη θίξει της λέει ότι θα παντρευτεί και ο άντρας της δεν την αφήνει να δουλέψει.
Η κυρία όμως θέει να πάει στον γάμο.
Η Άντζελα έρχεται στον μόνο μόνον φίλο (και μόνο φίλο) που έχει στην Ελλάδα.
Και εκείνος της δίνει μια λύση:
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΑΜΠΡΟΣ;
Έτοιμα όλα για το γάμο
μόνο λείπει ο γαμπρός.
Θέλουμε να δούμε γάμο;
Ας τον βρούμε! Πάμε-εμπρός!
Το κρεβάτι στολισμένο-
με ροδόφυλλα στρωμένο.
Ο παπάς μες στα χρυσά
να φυσά να ξεφυσά.
Κι ο γαμπρός πού έχει πάει
κι έχει απ’ όλους μας χαθεί;
Θα ’ρθει τώρα ή θ’ αργήσει;
Ή ποτέ δε θα βρεθεί;
Στο πανέρι οι μπομπονιέρες,
στο κουτάκι μέσα οι βέρες.
Γλύκα κι ομορφιά γεμάτη
η μικρή νυφούλα να ’τη.
Το φεγγάρι τη ζηλεύει
και ο ήλιος την ποθεί.
Το ξερό κλαδί τη βλέπει
και το πνίγουν οι ανθοί.
Κι ο γαμπρός να ’ναι χαμένος!
Και καλά να ’ν’ ο καημένος,
ή μην έχει κάτι πάθει
και κανείς δεν το ’χει μάθει;
Μη τον πάτησε η κλώσα;
Μη τον έφαγε η γάτα;
Μη στραμπούλιξε το πόδι
καθώς γρήγορα επερπάτα;
Μη φταρνίστη το μερμήγκι
και τον πέταξε μακριά;
Μη τον έκανε η κεντήστρα
η αράχνη μια χαψιά;
Μη τον πήρε ο μαϊστρος;
Μη τον πήρα ο βοριάς;
Μη τον τσίμπησε ο σπουργίτης;
Μη τον έθαψε ο χιονιάς;
Βρε γαμπρέ πού έχεις πάει;
Κι από τι έχεις κρυφτεί;
Από αστέρια δυο ματάκια
Κι από κοχυλένιο αυτί;
Κρύφτηκες τώρα που ήβρες
στόμα θείο, πόδι χυτό,
κι αγαλμάτινο κορμάκι
και γελάκι δροσερό;
Βρε γαμπρέ δεν είναι ώρα
για να παίξεις το κρυφτό-
κι αν θες έτσι: φτού και βγαίνω-
φανερώσου στο λεφτό…
Βρε γαμπρέ συφοριασμένε
βρε γαμπρέ παραλοϊσμένε
πού στο διάσελο έχεις πάει
και σκοτάδι σ’ έχει φάει;
Σε προσμένει το αγγελούδι
σε προσμένει ο λωτανθός
και συ πας και κόβεις λάσπη-
και συ γίνεσαι μπουχός;
Έλα βρε γαμπρέ! Την ώρα
τούτη βρήκες να χαθείς
που για τέτοια μία τύχη
θα βρισκόνταν ο καθείς;
Α! Να μου χαθείς γαμπρέ!
Έτσι κάνουνε μωρέ;
Έτσι πάνε να κρυφτούν
και το γάμο παραιτούν;
Όλοι εμπρός οι καλεσμένοι!
Ψάξτε! Ψάξτε! δεν μπορεί,
κάπου θα ’ναι τρυπωμένος-
κάποιος μας θα τόνε βρει.
Ψάξτε όλοι! Ψάξτε όλοι!
Ψάξτε όλοι να τον βρείτε
και στη νύφη να τον φέρ’ τε
γάμο αν θέλετε να δείτε!
Θα τον βρείτε! Εκτός πια
αν η μοίρα η κακιά
καμωμένα έτσι τα ’χει…
που… γαμπρός να μην υπάρχει…
ΜΕ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ ΤΟ ΜΝΗΜΑ
Ο ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΘΥΜΑ.
-Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;
-Γιατί βρήκαν κάτι τάφους στη Μακεδονία πέρα
και μπορεί λέν του Αλεξάνδρου από κείνους κάποιος να ’ναι.
-Και οι έλληνες θα πάψουνε οι δόλιοι να πεινάνε;
-Όχι. Ίδια θαν’ και τότε για τους έλληνες η πείνα.
-Μήπως δε θα ξαναέρθει πια η τρόϊκα στην Αθήνα;
-Θα ’ρθει. Τίποτα στο θέμα των Μνημόνιων δε θ’ αλλάξει.
-Μη τη φτώχεια μας ο τάφος του Αλέξανδρου θα πάψει;
-Αντιθέτως. Μείωση κι άλλη θα ιδούνε οι συντάξεις,
οι πολιτικές και πάλι θα μαλώνουν παρατάξεις,
πάλι σόμπα δε θα έχεις και βιβλία στο σχολείο
και δε θα ’χει ούτε γάζες κάθε μας νοσοκομείο.
-Αφού πάλι δε θα δούνε οι έλληνες καλή μια μέρα,
γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;
-Δε γελάει παιδί μου ο κόσμος μα η κυβέρνηση μονάχα
και αυτή μονάχη λέει πως θ’ αλλάξει κάτι τάχα,
κι όσοι αυτή έχει διατάξει ν’ ασχολούνται με το θέμα,
μ’ άλλα λόγια όσοι μαζί της του λαού πίνουν το αίμα:
Βουλευτές, εφημερίδες, μεγαλόσχημοι, κανάλια,
όλοι όσοι διαιωνίζουν της πατρίδας μας τα χάλια.
-Μα η δασκάλα στο σχολείο μάς μιλούσε για μια ώρα
τι καλό θα είναι ο τάφος-αν βρεθεί-για όλη τη χώρα.
-Σας μιλούσε γιατί αν όχι, ήξερε καλά η καημένη
πως την άλλη κιόλας μέρα θα ’τανε απολυμένη.
Ο καθείς δεν πρέπει πίσω να κοιτάζει, μα μπροστά.
Στον εαυτό του αυτό και σ’ όλους τους ανθρώπους το χρωστά.
Και λαός που γι άλλο κάτι να περφανευτεί δεν έχει,
μόνο στους προγόνους του ύμνους αποχαυνωμένος πλέκει,
σαν φυτό μοιάζει πατάτας κίτρινο και μαραμένο,
που ότι έχει να παινέσει μες στη γης είναι θαμμένο.
ΓΙΑΤΡΟΣ ΠΗΡΕ ΦΑΚΕΛΑΚΙ
ΓΙΑ ΝΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΗΣΕΙ ΑΣΘΕΝΗ
(έσταξε η ουρά του γαϊδάρου στο πηγάδι…)
Πήγα προχτές την αναδεξιμιά μου
σ’ ένα νοσοκομείο εδώ κοντά μου
για μια σκωληκοειδίτιδα εκεί χάμου.
Και επειδή τυχαία είμαι γιατρός
(αλλά χωρίς να ειμ’ έμπορος καλός)
νόμιζα εξαιρούμαι ασφαλώς.
Μα μου ψιθύρισε ένα γιατρουδάκι
(δείχνοντας πάντως και ντροπή λιγάκι)
…πως κι από μένα θέλουν φακελάκι…
Το ’δωσα. Γιατί, διάκριση έστω μία,
θα ισοδυναμούσε με ατιμία:
Έχουμε ή όχι Δημοκρατία;..
Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025
ΠΟΥΘ’ ΗΡΘΑΜΕ; ΠΟΥ ΠΑΜΕ;
Είναι και Χρόνος, Όντως Ον,
Φιλόσοφοι σπουδαίοι,
Λόγια μεγάλα, Θεωρίες,
Ιδέες, βιβλίων πλήθη,
Μυριάδες ερωτήματα,
Μυριάδες απαντήσεις,
Φιλοσοφίες ατέλειωτες,
Θρησκείες άλλες τόσες,
Και μ’ όλα αυτά κανένας τους
Δεν είπε από που ’ρθαμε
Δεν είπε για πού πάμε.
Φιλόσοφοι κατά καιρούς
Με ύφος μεγαλείου
Θεωρίες αραδιάζουνε,
Σκέφτομαι Υπάρχω λένε,
Και κορδωτοί πεθαίνουνε
Πως είπανε σοφίες.
Ρώτα τους όμως όλους τους:
«Ξέρετε από πού ’ρθαμε;
Ξέρετε για πού πάμε;»
Θα σε κοιτάνε σαν χαζοί-
Σαν ξένο θα σε βλέπουν.
Ήλιοι, αστέρια, Σύμπαντα,
Χορεύουν εναγύρω
Κι εμείς στα δυο τα πόδια μας
Στεκάμενοι, ρωτάμε:
Από πού τάχα ήρθαμε;
Και τάχα για πού πάμε;
Και γνώστες για να δείξουνε
Της προέλευσής μας τάχα
Κάποιοι με το μυαλό τους
Παραμυθάκια πλάθουνε
Που μας αποκοιμίζουν.
Και τους παραμυθάδες μας
Θαυμάζουμε μεγάλως
Που όλα τάχα εξηγούν
Και που όλα τ’ απαντάνε.
Μα’ όταν τους ρωτήσουμε
’Πο που ’ρθαμε; Που πάμε;
Το στόμα τους σφραγίζουνε
Και δεν μας απαντάνε.
Κι οι επιστήμονες-αυτοί!
Με ύφος καπετάνιων
Σαν τσούρμο μας κοιτάζουνε
Με απαξίας βλέμμα
Και λεν: Θαυμάσετέ μας!
Ξεχάστε ό,τι ως τα χτες
Σας λέγαν όποιοι άλλοι-
Άγιοι, Σοφοί, Μυστικιστές,
Προφήτες και Μαγίστροι,
Και στο δικό μας παρευθύς
Δεθείτε το καπίστρι!
Εμείς θα εξηγήσουμε
Τ’ αξήγητα ως τα τώρα!
Της γνώσης μεις θα φέρουμε
Σε σας όλα τα δώρα!
Και ύστερα τι κάνουνε;
Μπόμπες ταιριάζουν, που λαούς
Με μιας εξαφανίζουν,
Ασύρματα τηλέφωνα
Περήφανοι σκαρώνουν,
Βαριανασαίνοντας τραβούν
Και παν ως το φεγγάρι
Λες και αυτό όλο ήτανε
Καθήκον τους να ξέρουν,
Και πια στ’ αυγά τους κάθονται
Και άγνοια εκκολάπτουν.
Και πα’ στη γη μας ούτε μια
Ελπίδα καν υπάρχει
Από γωνία της καμιά
Κάποια φωνή λυτρωτική
Ν’ ακούσουμε ελεητική
Να μας ειπεί από πού ρθαμε
Να μας ειπεί πού πάμε.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ
Οι ελληνίδες μετανάστριες
ντύνονται με τ' ακριβά τους ρούχα
στολίζονται με τα χρυσάφια και με τα διαμάντια τους
και στα σαλόνια πάνε
και συζητούν "δια τέχνην υψηλήν"
και παίζουν πιάνο...
Και κάθονται στον καναπέ σαν να λένε:
"Κοιτάξτε με πόσο ντυμένη είμαι-
και φαντασθείτε με γυμνή..."
Και σηκώνουν το ποτήρι της σαμπάνιας
με λεπτές κινήσεις των δακτύλων σαν να λένε:
"δέστε αυτά τα χέρια..
δεν πιάνουν άλλο τίποτε από το ποτήρι.
Και φαντασθείτε…"
Και: "κύριε Μαζαράκις", λένε,
"παρακαλώ μπορώ να έχω…"
ενώ ταυτόχρονα βλέπουν τριγύρω σαν να λεν:
"Ακούτε; λόγια τόσο μόνον ευγενικά
λέει το στόμα μου.
Και φαντασθείτε..."
Ύστερα γυρίζουνε στο σπίτι
αφού προσεκτικά τινάξουνε πριν μπουν
τις νότες της μουσικής
που 'χουνε σκαλώσει επάνω τους,
κι η ηδονή γι αυτές είναι η πρώτη
να βγάλουν τόσα ρούχα.
Μετά πατούν στον Πούσκιν για ν' ανέβουν στο κρεβάτι
όπου η δεύτερη τις περιμένει
μακριά 'πό ψεύτικες ευγένειες και μασκαρέματα.
Και όταν αποκοιμηθούν
ο Σαίξπηρ ένα ράκος
ανάμεσα στα πόδια τους.
ΟΙ ΚΑΚΟΠΡΑΓΜΟΝΕΣ
Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση
Σίγουρος για τον εαυτό του και για της φάρας του τη δύναμη,
όλος περιβαλλόμενος από δικούς,
δικές του οι εφημερίδες και τα ράδια
δικές του οι τηλεόρασες, τα Βήματα.
Έτσι αυτός δεν έχει
πάρα να παίζει τον ευθύ και τον ελεύθερο
τον καλλιτέχνη και τον ανεξάρτητο
και τον καλόγνωμο να υποδύεται.
Και άφοβα με όλα συμφωνεί,
και δεν αρνείται σε κανέναν τίποτα,
και δείχνεται ανώτερος μικρών πραγμάτων
και προ παντός
δρόμους καινούργιους πρόθυμος είναι ν' ανοίγει-
με λόγια, ξέροντας πως πράξη δε θα γίνουνε ποτέ αυτά.
Έτσι το κέντρο ενός κύκλου είναι
που την περιφέρειά του οριοθετεί
με τις ακτίνες που εκτοξεύει,
ενώ εκείνη, ως τείχος,
προστασία σ’ αντάλλαγμα του δίνει
απ’ όποια κακοπάθεια ή μομφή
που οι βλαπτόμενοι
θα είχαν κάποτε το θάρρος,
δημοσία να προκαλέσουν
ή να του προσάψουν.
Και, οι εξουσιαστές, αυτόν προτάσσοντας,-
πώς να τους πεις κουβέντα;- «να!», λένε,
«πάει μπροστά η χώρα!»
Ωραία που ζουν οι κακοπράγμονες
ανυποψίαστοι πως είναι πεθαμένοι…
Η ΜΑΣΚΑ
«Σ’ αγαπώ», λένε,
και αφήνουν τα φτερά της καταιγίδας
τα αέρινα λόγια τους να πάρει.
Και μένουν χωρίς ούτε τον ήχο της φωνής τους.
Και άδεια κορμιά πια υποδέχονται τα αφρισμένα κύματα
και ανεστραμμένα κελύφη τα πηχτά σάλια τους ξερνάνε
σε άσκοπες, άχαρες γιορτές.
Σε άλλες επιδιώξεις τότε
το όνομα δίνεται το αληθινό. Και τόσο μπερδεμένο
που νόημα δεν έχει ό,τι ακούγεται
μόνο καταλαβαίνει κανείς
πως εκείνο
το σωστό σύμπλεγμα γραμμάτων είναι.
Μια μάσκα να έπεφτε επιτέλους κάποτε!
ΧΙΛΙΑ ΠΟΥΛΙΑ
Ήταν Δεκέμβρης. Φύσαγε αέρας τσουχτερός.
Όπου το μάτι έφτανε πάγος και ξέρα.
Ως και ο ήλιος θάμπωνε ο άλλοτε λαμπρός
στην παγωνιά που γέννησεν η κρύα μέρα.
Ένα πουλάκι αδύναμο-ενα πουλί μικρό
παραδομένο, άρρωστο, ζούσε δε ζούσε-
ένα πουλάκι εκείτονταν στο χώμα το νεκρό
και για βοήθεια ολόκληρο παρακαλούσε.
Λαχταρισμένα το ’κλεισα στα χέρια τα ζεστά
σπίτι το πήγα, το ’βαλα στο τζακι πλάϊ
και να! σε λίγο άνοιξαν τα μάτια τα κλειστά
και το πουλάκι έζησε- λαλεί-πετάει.
Ήρθε η νύχτα. Στου τζακιού την άγια θαλπωρή
εκάθησα και διάλεξα ένα βιβλίο.
Μα κάποια δύναμη έκανε κι αλλάξαν οι καιροί
και όλως έξαφνα άρχισα να νιώθω κρύο.
Είδα τη πόρτα. Πράγματι, φάνταζε ολανοιχτή.
Στο άνοιγμά της στέκονταν αλαφιασμένη
μία μορφή που θα ’λεγα και ωραία και φρικτή-
μία μορφή αποτρόπαια μα και θλιμμένη.
Ήταν φτιαγμένη ολόκληρη από χιόνι και βροχή.
Μαλλιά και νύχια κρύσταλλα που αργοστάζαν
και σαν εντός της να ’κλεινε του αγέρα την ψυχή
αόρατα φυσήματα τηνε τραντάζαν.
Τώρα το δώμα μου έμοιαζε τοπίο πολικό.
Τριγύρω μου όλα γέμισαν πάγο και χιόνι
και στη φωνή της δίνοντας τόνον ειρωνικό
αυτά τα λόγια η ύπαρξη η κρύα απλώνει:
«Μήπως νομίζεις άνθρωπε πως έγινες θεός
κι ότι μπορείς το ριζικό συ να ορίζεις
των όντων, ή να μπλέκεσαι στα πόδια καθενός
και δώρα και χαρίσματα συ να χαρίζεις;
Ξέρεις πως προστατεύοντας ετούτο το πουλί
και μη αφήνοντάς το μου να το παγώσω
απ’ το θυμό μου ακόμα πιο εκρύωσα πολύ
και πιο πολλά τώρα πουλιά θα σκοτώσω;
Μάθε, με τέτοιες πράξεις σου αντίθετα απ’ αυτά
που επιδιώκεις και ποθείς θα πετυχαίνεις
η πράξη σου ένας βούρδουλας στης μοίρας τα γραφτά
και μιας οργής φανέρωμα ως πριν κρυμμένης.
Άσε λοιπόν τα έργα της η φύση τα σοφά
να πράττει. Μην μπερδεύεσαι. Μωρός μην είσαι.
κι ένα πουλί αν δεν μπορείς να βλέπεις που ψοφά
και τόσο είσαι ευαίσθητος, τα μάτια κλείσε.
Υποκριτή, που κάθε σου πολέμου τουφεκιά
χίλια πουλιά πετά στη γη σακατεμένα
το χρόνο μια ή δυο φορές τ’ άδεια μου τα σακιά
τάφους να κάνω εγώ πουλιών άσε και μένα».
TO ΣΩΜΑ
Ό,τι πολύ επεθύμησες ψυχή,
μπροστά σου το ’χεις.
Νάτα τα μάτια με το λάγνο βλέμμα
να τα τα χείλια τα μισά ανοιγμένα
να το γυμνό το σώμα που ωνειρεύθης-
πλήρες επθυμίας ερωτικής
και σπαρταρά το βλέμμα σου ως τ’ αγγίζει.
Να τα τα στήθη τα λαχταριστά
σχεδόν εγγίζοντα το πρόσωπόν σου
να οι μακροί μηροί κι οι ωραίες κνήμες
το πρόσωπο προπάντων το ιδανικό
το παιδικά ωραίο
Νάτο!
μεστό υποσχέσεων ηδονής
κι ερώτων ως σ’ αρέσουν.
Να το το σώμα που ωνειρεύθηκες
Ψυχή.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Απ’ όσους εις τον δρόμον συναντώ
ελάχιστοι είναι που μ’ αρέσουν-
που θα χαιρόμουν να τους έχω συντροφιά.
Εις χαιρεκάκους λέω καλημέρα
εις ψευδοϋπερηφάνους καλησπέρα
σε βαρετούς ανθρώπους
τους τυπικούς χαιρετισμούς μου λέω.
Ποτέ μου δεν ξεχνώ να χαιρετίσω.
Στα πρόσωπά των χαιρετώ εγώ τον ήλιο
τα βουνά, τ’ αστέρια...
ένα κομμάτι από τη φύση είναι κι αυτοί.
Στα πρόσωπά των βλέπω εγώ τον ήλιο τα βουνά, τ’ αστέρια:
μικροί θεοί κι αυτοί
πώς να τους αγνοήσεις;
ΧΡΕΟΣ ΙΕΡΟ: ΣΤΟΝ KYPΙO
ΜΑΝΔΑΜΑΔΙΩΤΗ (καθηγητή των γαλλικών στη Σχολή)
To ποίημα που ζητήσατε κύριε Μανδαμαδιώτη
έχω την ευχαρίστηση να σας γνωρίσω ότι
έκατσα βράδυ ως τις τρεις και το ’γραψα- ιδού το!
Κάτι βεβαίως παράξενο συμβαίνει,κι είναι τούτο:
ότι από τότε πέρασαν χρόνια σχεδόν σαράντα.
Όμως ο πόθος να το πω σε σας, μ’ έκαιγε πάντα
κι η φλόγα του μου έλεγε πως κάτι σας οφείλω
όχι όπως σ’ ένα δάσκαλο μα ως σ’ ένα σπάνιο φίλο.
Δειλία όμως άπρεπη κι αιδώς αρρωστημένη
τους δισταγμούς πληθαίνουνε κι η τόλμη αργοπεθαίνει.
Στην κεφαλή μου έπεσε το άλιωτο το χιόνι
και η δική σας κεφαλή κάτω απ’ το χώμα λiώνει.
Σαράντα χρόνια πέρασαν και βρίσκεται ακόμα
το ποίημα στο συρτάρι μου όπως ψυχή σε σώμα.
Μα τώρα νάτο φίλε μου σα μια πνοή ανεβαίνει
και την ψυχούλα σας να βρει ολόισια πηγαίνει.
Καλό ταξίδι σου μικρό ανθί μου μυρωμένο.
Καλό ταξίδι σου μικρό τραγούδι μου θλιμμένο.
Και σεις δεχτείτε φίλε μου αυτό το ποιηματάκι
κι αλήθεια συγχωρείστε με αν τ’ άργησα λιγάκι.
ΙEPΟ ΧΡΕΟΣ (από το γαλλικό)
Του δέντρου μου ξεράθηκε
και το στερνό το κλώνι
μα δεν με νοιάζει-ευτυχείς
δίαβηκαν μου οι χρόνοι.
Γι αυτό απόψε που γλυκά
τ’ αστέρια λαμπυρίζουν
και τα λουλούδια αρώματα
μεθυστικά σκορπίζουν
φτιαξτε ένα λάκκο μοναχό
κι αφήστε με να γείρω
πάντα ο θάνατος νικά
στον τελευταίο γύρο.
Και στην ταφόπετρα βαριά
καθώς θα με σκεπάζει
τα λόγια τούτα γράψετε
καθείς να τα διαβάζει:
"Κείτετ’ εδώ που πάντοτε
πεθύμησε να κείται
γι αυτό και σεις στον τάφο του
δεν πρέπει να θρηνείτε.
Είναί ο ναύτης που γυρνά
σαν πάψει ν’ αρμενίζει-
ο κυνηγός που με πολλά
θηράματα γυρίζει".
ΤΑ ΑΣΤΕΙΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑΚΙΑ
Υπάρχουν κάτι αστεία πλασματάκια
με διάφορα χρώματα
με μικρά περπατούνε βηματάκια
και μυρίζουνε χώματα.
Σηκώνονται νωρίς απ’ το κρεβάτι
γοργά ετοιμάζονται
με βιασύνη μασουλάνε κάτι
στον καθρέφτη κοιτάζονται.
Την κοπριά τους στη γη παραχώνουν
κι όταν φοβούνται
στης γυναίκας τους τη φούστα τρυπώνουν
κι εκεί κοιμούνται.
Όταν περάσει ο φόβος βγαίνουνε δυνατά φωνάζουνε
θυμώνουν, σινεμά πηγαίνουνε
λόγους βγάζουνε.
Ανήλεα τους θερίζουν οι τυφώνες
ταξίματα ορίζουνε
αγίων προσκυνούν εικόνες
την τύχη χους βρίζουνε.
Σε άλλους βαθιά τη μέση λυγίζουνε
το κεφάλι τους σκύβουνε
υποκλίνονται, τους ξεσκονίζουνε
το μίσος τους κρύβουνε
και σ’ άλλους διπλό το φανερώνουν.
Κι όταν τρομάζουν
στης γυναίκας τους τη φούστα τρυπώνουν
κι εκεί φωλιάζουν.
Τη νύχτα σ’ ερημιά όταν βρεθούνε
απ’ το φόβο τους τρέμουνε
κι ασφάλεια όταν αιστανθούνε
γελούν-χορεύουνε.
To κρασί τους ασύδοτα νερώνουν
κι όταν σκιάζονται
στης γυναίκας τους τη φούστα τρυπώνουν
και κουλουριάζονται.
Υπάρχουν κάτι αστεία πλασματάκια
με διάφορα χρώματα
με μικρά περπατούνε βηματάκια
και μυρίζουνε χώματα.
ΑΣΕ ME
Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
δε μ’ αρέσει να φορώ καπέλο
δε μ’ αρέσει να φορώ γραβάτα
και παπούτσια τριζάτα.
Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
μισώ κάθε νέο μοντέλο
και θέλω απλά και σκέτα
των σακακιών τα πέτα.
Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
αλλιώς γοργά σε ξαποστέλλω
σιχαίνομαι αρώματα και τέτοια
ρεβέρ και μανικέτια.
Η ΠΕΙΝΑ
Όταν στ’ αδρά πλοκάμια της γερά μ’ αδράχνει η πείνα
που σύντροφος αχώριστη μου ’χει προσφάτως γίνει
τότε νωρίς ξαπλώνομαι στην πενιχρή μου κλίνη
πως θα ξανάδω βέβαιος τα όνειρα εκείνα
που σ’ ένα κέντρο κοσμικό βρίσκομαι στην Αθήνα
και πάνω στο τραπέζι μου που ’χει πολύ πλατύνει
ο μαιτρ θαυμάσια φαγητά κάθε λογής αφήνει
ενώ ποτάμια αργοκυλούν η μπύρα κι η ρετσίνα.
Αργοκυλούν και μπαίνουνε ίσα στα σωθικά μου
κι ανακατεύονται εκεί με τ’ άλλα φαγητά μου.
Κι απ’ το γεμάτο φαγητό κι οινόπνευμα στομάχι
τόσο η κοιλιά μου η ισχνή αφύσικα φουσκώνει
που το ’δρωμένο χέρι μου στον ύπνο μέσα ψάχει
και της μπιτζάμας τα κουμπιά με βιάση ξεκουμπώνει
ΑΝΟΙΞΗ
Άνοιξη ήρθε. Τρυφερές αναπνοές
τριγύρω κι άγνωροι, χαρούμενοι ήχοι.
Άνοιξη ήρθε. Μα σ’ υπόγειες στοές
το αίμα τους φτύνουν οι ανθρακωρύχοι.
Άγοιξη ήρθε. Μυρωδιές και βρόχια
πόθου απλώνει ο ήλιος ο καθάριος.
Άνοιξη. Μα χωμένος μες στη φτώχεια
δε τηνε χαίρεται ο προλετάριος.
Άνοιξη. Τ’ ανθισμένο της φουστάνι
την όραση ευφραίνει των πλουσίων.
Άνοιξη. Μα στα βρώμικα δεν φτάνει
τα κτίρια των γραφείων των Δημοσίων.
Άνοιξη-με τη Ρέα και τη Μάριον
οι κεφαλαιοκράτες διασκεδάζουν.
Άνοιξη-και οι ψυχές των προλετάριων
όχι απ’ αγάπη μ’ από μίσος βράζουν.
ΞΕΝΟΣ
Κάτι μου λεν όταν με βλέπουν τα δεντράκια.
Τα βράδια όταν μες στ’ άλση τους βρεθώ τα σκοτεινά
ψιθυριστά στην ησυχία ακούγονται λογάκια-
κάτι κρυφό η σιγανή φωνή τους μου μηνά.
Κάτι γυρεύουν από μένα οι πετρούλες.
Μόνος καθώς στα έρημα και στ’ άγρια περπατώ
με απαλές, τραγουδιστές με κράζουνε φωνούλες
που δώρο γλυκοπρόσφερτο στη μνήμη μου κρατώ.
Και το νερό φορές φορές το μούρμουρό του
έτσι καθώς μες στ’ άβαθο ρυάκι του κυλά,
το άρωμα και τη δροσιά του δροσερού του χνώτου
μου στέλνει και το σώμα μου χαϊδεύει απαλά.
Αγαπημένα μου τη γλώσσα σας δεν ξέρω
μα μη μ’ αδικοκρίνετε-ψυχή μου, σώμα, νους
δικά σας είναι. Από σας κι αν στη μορφή διαφέρω
αντάμα σελαγίζουμε στους ίδιους ουράνούς.
Ξένος εγώ είμαι στους άλλους τους ανθρώπους.
Αυτό εσείς το ξέρετε από μένα πιο καλά.
Κι ας ειν’ αυτό το ποίημα-δεν έχω άλλους τρόπους
η απόκριση στα λόγια σας που ακούω τα πολλά.
To μίλημά σας κι αν δεν ξέρω τι μου λέει
κι αν ίσως σεις δεν ξέρετε το τι σας λέω εγώ
όμως στον Πόνο μου η αγνή ψυχή σας-ξέρω-κλαίει
και, φίλοι μου, στον Πόνο σας, απέραντα πονώ.
TON OΙKTO
Δεν θα μ’ αγγίξουνε λοιπόν εμένα της αγάπης
τα χάδια τ’ απερίγραπτα που την ψυχή δονούνε.
Λόγια θερμά και τρυφερά ποτέ δε θα ειπωθούνε
για με. Της προσδοκίας μου της μάταιας ο τάπης
που με φροντίδα περισσή από καιοό έχω στρώσει
και για στημόνι έχει φιλιά κι έχει αγκαλιές για υφάδι
θα μείνει απάτητος. Φριχτό θα μείνει ένα ρημάδι
το δώμα μου που στόλισα μ’ ευαισθησία τόση.
Τα παραθύρια του κλειστά θα ’ναι για πάντα όχι ίσως
για να μη βλέπουν μέσα τους τ’ αδιάκριτα τα μάτια
μα ως για τα μικρόσωμα κι αδύνατα πουλάκια
μένει κλειστή κι απρόσιτη μια μακρυσμένη νήσος.
Ποτέ ακριβό ενα άρωμα ωραίας μιας κυρίας
αγορασμένο απ’ το ψυχρό Λονδίνο ή το Παρίσι
τη ντελικάτη του οσμή επάνω δε θ’ αφήσει
στο στήθος της εβένινης μικρής μου Βαλκυρίας.
Κι ούτε ποτέ απ’ τα μικρά που τόσο μ’ αναλώνουν
θα με τραβήξει της βαθιάς αγάπης ο μαγνήτης
για να γνωρίσω της χαράς τα μυστικά μαζί της
που ομορφαίνουν τη ζωή και την ψυχή φτερώνουν.
Μόνο θα στέκω εδώ χλωμός και θα μετρώ τις ώρες
που συντροφιά με το κενό θα κάνουν και με μένα
κι αργά αργά θα φεύγουνε σαν άδεια κάτι τρένα
που σ’ ακατοίκητες, ψυχρές, ξένες πηγαίνουν χώρες.
Και πάντα μέσα εγώ θα ζω σε μια φρικτή ρουτίνα
χωρίς καλά να ξέρω πού-πώς έγινε το λάθος
κι ενώ η φύτρα μου ήτανε η φλόγα και το πάθος
στου μηδενός τον όλεθρο πήγαν κι εγώ και κείνα.
Δε θα μ’ αγγίξουν-όχι-εμε τα χάδια της αγάπης.
Κρύος στο κρύο θα γυρνώ και μαύρος μες στο μαύρο
κι αν ψάξω μίσος μοναχά κι αδιαφορία θα ’βρω
καθώς τον οίκτο θα ’βρισκε αν έψαχνε ο σάκάτης.
ΜΙΛΛΥ
Στο Ταό σα βρεθείτε
και αν βαρεθείτε
εγώ που έχω πάει
προπέρσι το Μάη
συστήνω ένα σπίτι-
το σπίτι της Κίττυ.
Πολλές ευκαιρίες
με γλυκές κυρίες
ευχάριστα τρίο
για κυρίους με μπρίο
χαρούμενο σπίτι
το σπίτι της Κίττυ.
Μικρά κοριτσάκια
με άσπρα κορμάκια
παιχνίδια αιθέρια
μ’ ευαίσθητα ταίρια-
απόλαυσης σπίτι
το σπίτι τής Κίττυ.
Γευτείτε τη χάρη
ξενοιάστε απ’ τα βάρη
τον έρωτα νοιώστε
γιορτάστε-ξεδώστε
της Λήθης το σπίτι-
το σπίτι της Kίττυ.
Και όταν η ώρα
θα φτάσει, το κέφι
κι η άφεση η τόση
για σας να τελειώσει
και πριν πια το σπίτι
ν' αφήστε της Κίττυ
να βρείτε τη Μίλλυ
και πέστε της φίλοι
το "γεια σου" από μένα
που λιώνω στα ξένα
μακριά απο το σπίτι-
το σπίτι της Κίττυ.
ΙΔΙΑ
Μέσα σε βάρκα δε θα μπει
ξανα ποτέ του πάλι
γιατί έναν τρόμο παρευθύς
νιώθει να τον κυριεύει
και μια κρατεί αβάσταχτη
την κεφαλή του ζάλη
καθώς η βάρκα στα μικρά
τα κύματα χορεύει.
Κι αυτή ας λικνίζεται απαλά
στο γαληνό το κύμα-
κάθε της κίνηση μικρή
σεισμός γι αυτόν μετράει
κάθε της βήμα προς τα μπρος
στο θάνατο ένα βήμα
κάθε της τρίξιμο χαμός
και στον χαμό τον πάει.
Και του θυμίζουν όλα αυτά
της ζήσης του τα πάθη.
Ίδια στη ζωή αισθάνεται
να χάνεται-να σβήνει
ίδιων αβύσσων προσμετρά
τ’ αμέτρητα τα βάθη
και ίδια ούτε στη ζωή
μέσα μπορεί να μείνει.
ΑΡΡΗΤΟΛΕΠΤΟΠΝΕΥΣΤΙΑ
Τον θεόν ο πτωχός επροσκύνησε
με κατάνυξιν τόσον βαθείαν
κι είχε τόσην στο πρόσωπον έκστασιν
την εικόνα ως εθώρει την θείαν
που απ’ το σκύψιμο μεν του εσκίστηκε
μια σκελέα παλιά που φορούσε
κι εις το χαίνον το στόμα του εχώθηκε
μία μύγα που γύρω πετούσε.
Κι ο γιατρός και ο ράφτης του πήρανε
τόσα χρήματα που εσοφίστη
να καλεί μυγοχάφτη τον πλάστη μας
και ακόμα φτωχών ρουχοσκίστη.
ΛΕΥΚΟΤΑΤΟΝ
Λευκότατον το δέρμα της ήτο
και τόσον απαλόν
που ως το δικό μου άγγιζε
βελούδο μ’ άγγιζε θαρρούσα.
Όμως δεν ήτο τόσον η αφή όσον η όρασις
που υπολογίζονταν:
μία υπέροχος λευκότης.
Πάνω του ό,τι ήθελα
να γράψω εμπορούσα
και λες πως άλλαι λέξεις δεν υπήρχον
(πόσον τώρα θλίβομαι δι αυτό)
έγραφα πάντοτε «ΗΔΟΝΗ»
και αποχωρούσα.
ΔΙΧΩΣ ΧΑΔΙ
Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή
μονάχος όταν πέφτει το σκοτάδι
μονάχος κι όταν φτάνει το πρωί.
Και δε θυμάμαι να 'ρθε κάποια μέρα
ντυμένη της ελπίδας τη χαρά
και δε θυμάμαι δροσερόν έναν αγέρα
μ’ αγάπη στ’ ανοιχτά του τα φτερά.
Νιώθω μονάχα να με ζώνει ένα βράδυ
κι ενός χειμώνα κρύου η πνοή-
μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι,
δίχως φιλί, κι έτσι περνά η ζωή.
ΟΙ ΠΑΡΩΠΙΔΕΣ
Θα δεις γυρνώντας δω και κει
όσα ποτέ δεν είδες
αν ένα ωραίο πρωινό
βγάλεις τις παρωπίδες.
Να οι άδικοι που πέρναγαν
για δίκαιοι-τώρα μοιάζουν
ο,τι ειν’ αλήθεια: κλέφταροι
τον κόπο μας που αρπάζουν.
Η κόρη ειν’ η σεμνότυφη
ένα κοινό πορνίδιο
και ο παπάς με το φονιά
μητρώο έχουν ίδιο.
Η σύζυγος η τίμια
στην ατιμία χωμένη
κι η οικογένεια που ευτυχεί-
κρίμα-δυστυχισμένη.
Ο όσιος φαύλος-ο έξυπνος
ηλίθιος-η παιδούλα
μια διεστραμμένη έκρυβε
στα στήθη της ψυχούλα.
To φως σκοτάδι φοβερό.
Αθώος ο ισοβίτης.
Η μάνα για το κέφι της
πουλάει το παιδί της.
Ό,τι εφαινόντανε σοφό
άσοφο τώρα-νάτο!
Ό,τι ωραίο άσχημο.
Ό,τι ν’ αξίζει, σκάρτο.
Μακάριοι όσοι δεν έχουνε
περιέργειες υψηλές
κι έχουν τις παρωπίδες τους
στέριες-παντοτινές.
Ποτέ σας μη τις βγάλετε-
η συμβουλή μου να! τη.
Να μη θελήστε αληθινό
ποτέ να δείτε κάτι.
TO MATΙ
Ένας καθρέφτης έχει μείνει
στην κάμαρά μου μέσα μόνο.
Μες στο γυαλί του αργοσβήνει-
χάνεται χρόνο με το χρόνο
κι όλο ξοδιάζεται η μορφή μου.
Χτες που κοιτάχτηκα δεν είδα
παρά το μάτι το δεξί μου
ν' ανοιγοκλείνει σαν παγίδα
που κάτι τι ζητάει να πιάσει
μέσα στον άδειο τον καθρέφτη
κι άλλο μη βρίσκοντας, με βιάση,
μες στον καθρέφτη το ίδιο πέφτει.
Ο ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
Στο σπίτι όχι-δε χορεύαμε
ζεϊμπέκικους χορούς. Αυτούς τους γνώρισα
σε κάτι ταβερνάκια μυστικά
σε κάτι ταβερνάκια στενωπά
που όταν έρχονταν η ώρα
που όταν έφτανε η ώρα
που όταν έπρεπε
σηκώνονταν ο άντρας
μέριαζε τις καρέκλες τα τραπέζια και το σύμπαν
και μόνος
άγνοια όλος και άφεση
εχόρευε πατώντας πα’ στο πάτωμα της οικουμένης-
στο άϋλο το πάτωμα του κόσμου εχόρευε πατώντας.
Και μέσα στην αυτάρκεια του κλεισμένος
ήτανε πια ανοιχτός σε όλα
και καλόδεχτος
κι ωραίος
κι αυτός και ο χορός του.
Και ο χορός του γίνονταν θρησκεία
και ο χορός του έχτιζεν απ’ τήν αρχή τον κόσμο
ευθύν κι ατρόμητον
και σταθερόν
κι αντρίκιον
με μέσα του όλα τα καλά και καμιά θέση-
καμία πρόβλεψη
για υποκρισίες γι ατιμίες και για δόλους.
'Έτσι εγνώρισα εγώ-
έτσι εγνώρισα εγώ ετούτον το χορό
που ας τον λέω χορό γιατί δε βρίσκω
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιο καλά
να ζωγραφίσω με μια λέξη την Αγιότητα
να ζωγραφίοω την Αγνότητα με μία λέξη-
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιo καλά-
γιατί άλλο λόγο οι άνθρωποι δεν έχουν
για το Αληθινό.
ΘΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ
Θα ταξιδέψω΄ηρθε η ώρα
τις τελευταίες μου θα μαζέψω
δυνάμεις που 'κρυβα ως τώρα
και πια κινώ-θα ταξιδέψω.
Θα ταξιδέψω όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες των Νότων
θα ταξιδέψω όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες ερώτων.
Θα ταξιδέψω σαν ελέφας
οκνός ανέραστος και μόνος
θα ταξιδέψω σαν ελέφας
προς την καρδιά ενός χειμώνος.
Σαν πριν την ώρα ωριμασμένη
στο δέντρο πάνω μια οπώρα
τώρα θα πέσω-η βλογημένη
να ταξιδέψω έφτασε ώρα.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Ποτέ μου δεν απόκτησα
σπίτι στη γη επάνω.
Μα έχω σχέδια πολλά
για όταν θα πεθάνω.
Θα 'χω ένα σπίτι τότε εγώ
που όλα θα χωράει.
Η γη σαν μια πετρούλα του
μικρούλα θα μετράει.
Ήλιους θα έχω λαμπερούς
για φώτα΄ και τα βράδια
όχι φτηνούς πολυέλεους
μα ολόγιομα φεγγάρια.
Αντίς χαλιά, στο πάτωμα
θα στρώνω Γαλαξίες.
Κομήτες μες στα βάζα μου
θα έχω για γαζίες.
Κι αν χρειαστώ και της βροχής
τις δροσερές σταγόνες
ωραία νεφελώματα
θα βρέχουν για αιώνες.
(Και θα 'χω για ενθύμιο
φυλάξει σε μιαν άκρη
απ' τη ζωή που 'ζησα 'δώ
μιαν αδικιά-ένα δάκρυ).
Πάρκα του και δωμάτια
αλλέες, σοφίτες, κήποι,
θα 'χουνε όλα τα καλά-
τίποτα δε θα λείπει.
Και στην κρεββατοκάμαρα-
θυμάμαι, ας μην το είπα-
θα 'χω σε μια γωνία της
κομψή μια μαύρη τρύπα.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αγγελική και Ιφιγένεια
μία δυάδα χαοτική
μες στο μυαλό καμία ένια
α! -Ιφιγένεια-Αγγελική…
Η μια την άλλη συμπληρώνει-
η μια την άλλη αναπληροί
κι η δόλια η φρόνηση πληρώνει
την αμυαλιά την ανθηρή.
Ω! Ιφιγένεια! Ω! Αγγέλω!
Ω! Της ανοίας της χρυσής!
Να δω τη ζήση λίγο θέλω
καθώς τη βλέπετε κι εσείς…
Αγγελική με τόσο βάθος
όσο μια τρύπα στο νερό
Έφη που τόσο έχεις μάθος
όσο το ξύλο το ξερό.
Ω! Ξαδερφούλες μου χαμένες
μέσα στη δίνη των Καιρών!
Ω! Ξαδερφούλες βυθισμένες
σε τέλμα πράσινων νερών!
Ω! Αγγελικούλα μου! Ω! Έφη!
Ω! Ξαδερφούλες μου κενές!
τάχα ποια νύχτα να σας τρέφει
μες στ' άφωτό της το αχανές..
ΗΓΗΣΩ
Στου τάφου της το χείλος καθισμένη
με συντροφιά τη δούλη σύνοδό της
η Ηγησώ θρηνεί τον εαυτό της
κι ας είν' αιώνες τώρα πεθαμένη.
Στο χέρι δε θα βάλει το απαλό της
το κόσμημα που βλέπει έτσι θλιμμένη
και θα 'θελε και κείνο να πεθαίνει
να το 'χει και στο θάνατο δικό της.
Θρηνεί το μαρμαρένιο της το στήθος
για χάδι που ποτέ δε θα γνωρίσει…
το στόμα για φιλιά που δε θα πάρει...
Κι αυτή δοσμένη στο δικό της βύθος
πικρά θρηνεί για το μαργαριτάρι
το χέρι της που πια δεν θα στολίσει.
ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ
Πάντα μου θεέ μου
σ' όλες τις εικόνες
γελαστόν σε νιώθω
μέσα στους αιώνες.
Λάθος θα 'χουν κάνει
τ' άγιο πρόσωπό σου
σοβαρό όσοι φτιάξαν-
δεν είν' το δικό σου.
Μες στη δυστυχία
ο θεός μας γέλιο
πρέπει να σκορπάει
και το ευαγγέλιο
πρέπει τόμος να 'ναι
φίνων ανεκδότων-
πρέπει θε μου να ’σαι
κλόουν εκ των πρώτων.
Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025
Η ΤΕΓΕΑ
στα βάθη των αιώνων
Το χώμα σήμερα τεγεάτη που πατάς
και που κι εγώ από μικρός πατούσα
έχει πολλά να πει για την περφάνια
και για τη δόξα και την προκοπή του.
Φίλε τεγεάτη κοντογείτονά μου
που ευγένεια την ψυχή έχεις γεμάτη,
καθώς στης γης τη φλούδα πάνω ζούμε
που τη χαρά με τη σταγόνα δίνει,
έλα να ψάξουμε να βρούμε κάτι
που την πικρή ζωή μας να ομορφύνει.
Έλα και μακριά πολύ ας πάμε
σε περασμένων χρόνων τα λημέρια
εκεί που θα μετράμε μόνο δόξες
κι αντρείες και δάφνες και μεγαλοσύνες.
Τεγέα! Πόλη από τις μεγάλες
τότε που η Ελλάδα ιερουργούσε
την ιστορία υφαίνοντας της γης μας
και τον πολιτισμό της καλλιεργώντας.
Τεγέα! ακούγανε τα τότε πλήθη
και σεβασμού σιγή το στόμα κλειούσε.
Τεγέα! προφέραν των λαών τα χείλη
και θαυμασμό εγέμιζε η ψυχή τους.
Η Αθηνά η Αλέα το ιερό της
στη γη αυτή εδιάλεξε να χτίσει
κι ήταν, στης Πελοπόννησου το χώρο,
το ιερό αυτό το πιο σεβάσμιο.
Όποιοι σ' αυτό κατάφευγαν ικέτες,
κανείς να τους πειράξει, όχι μόνο,
μα ούτε να ζητήσει δεν τολμούσε
να πάνε πίσω απ' όπου είχανε φύγει,
ακόμα κι αν τη Σπάρτη ή και το Άργος
οι ικέτες τύχαινε πατρίδα να 'χουν.
Από των Μυκηναίων τα χρόνια κιόλας
εκατοικούνταν η όμορφη Τεγέα.
Η ακρόπολή της ήτανε χτισμένη
στον σημερνό το λόφο του Αη-Σώστη.
Στον Κλάριο λόφο, στον Αη-Σώστη δίπλα,
εμάζεψε τους γιους του ο Αρκάδας
και τους εμοίρασε την Αρκαδία.
Ο τόπος γύρω από την Τεγέα
έλαχε στον Αφείδοντα, που ο γιος του,
ο Αλεός, έχτισε την Τεγέα,
εννιά ενώνοντας τριγύρω δήμους.
Ανάμεσά τους δήμος Κορυθέων,
Γαρυατών, Οιατών και Μανθυρέων,
και των Καρυατών και Αδειμαντίων.
Στον πόλεμο της Τροίας οι τεγεάτες
να μην ειν' απ' τους πρώτους δε γινόνταν΄
με άξιον αρχηγό το βασιλιά τους-
τον Αγαπήνορα- πήρανε μέρος.
Ο Αγαμέμνονας του είχε εξήντα
πλοία δοσμένα, για να βάλει μέσα
και στο Ίλιο τους στρατιώτες του να πάει.
Εκεί κι ο βασιλιάς και οι στρατιώτες
πολέμησαν γενναία και γυρνώντας
και πλανεμένοι φτάνοντας στην Κύπρο
την Πάφο ιδρύσαν, τη μεγάλη πόλη.
Ο Αγαπήνορας ήταν μες στ' άλλα
κι ένας απ' τους μνηστήρες της Ελένης
που για χατίρι της ’ματοκυλίστη
ο τότε ελληνισμός στης Τροίας τα μέρη.
Κι η Κυδωνία κι η Γόρτυνα στην Κρήτη,
το φως να δούνε, στην Τεγέα χρωστάνε.
Και κει στην Καλυδώνα, τη χτισμένη
στου Εύηνου τις όχθες, τεγεάτες
από τους πρώτους πρώτους πήραν μέρος
στου καλυδώνιου κάπρου το κυνήγι.
όπου εσκοτώθη ο εγγονός του Αλέα,
ο Αγκαίος, που η κόρη του η Αύγη
τον Τήλεφο στον Ηρακλή γεννάει
που βασιλιάς εγίνη της Μυσίας
κι ενάντια επάλεψε στον Αχιλλέα
εκεί, στην πολυπαίδευτη την Τροία.
Κι ήταν οργανωμένο το κυνήγι
απ' τον Μελέαγρο, γιο του Θεστία.
Κι ας δούμε ο Μελέαγρος πώς γεννήθη
και πώς άδοξα τόσο είχε πεθάνει,
αφού στην ιστορία της θανής του
ακούεται τ' όνομα και του Κηφέα,
γιου του Λυκούργου από την Αρκαδία,
αλλά και του αδερφού του του Αγκαίου
και της αρκαδοπούλας Αταλάντης:
Ο Οινέας, βασιλιάς της Καλυδώνας,
πόλης της Αιτωλίας, που εκτεινόταν
στον ποταμό τον Εύηνο τριγύρω,
παντρεύτηκε την κόρη του Θεστία
που τ' ονομά της ήτανε Αλθαία.
Αυτή πολεμικές ήξερε τέχνες
κι αρματηλάτισσα ήτανε γενναία
κι αγωνιστήκαν για την ομορφιά της
ο Ηρακλής κι ο άσπρος Αχελώος.
Η Αλθαία τον Μελέαγρο γεννάει.
Μετά τη γέννα του εφτά ημέρες,
πάνε στην κούνια του οι τρεις οι Μοίρες
και λένε το παιδί πως θα πεθάνει
όταν ένας δαυλός, που εκαιγόταν
την ώρα εκείνη στου σπιτιού το τζάκι,
θα καίγονταν τελείως να γίνει στάχτη.
Τ' ακούει αυτό η μητέρα του και πάει
και βγάζει τον δαυλό από τις φλόγες
και σε σεντούκι μέσα τον φυλάει.
Τώρα ο Οινέας, κάνοντας θυσία,
τους πρώτους που 'κανε καρπούς η γη του
ξέχασε μες στην κούραση της μέρας
στη θεά Άρτέμιδα να θυσιάσει.
Εκείνη, θυμωμένη απ' τη λησμόνια
στην Καλυδώνα στέλνει έναν κάπρο
σε σώμα και σε δύναμη τεράστιον
που τους κατοίκους έκλεινε στα σπίτια-
για του αγριογούρουνου το φόβο-
κι αγρό κανένας δεν καλλιεργούσε
κι ο Καλυδώνιος ο λαός πεινούσε.
Τότε ο Μελέαγρος όλους μαζεύει
τους άντρες τους γενναίους της Ελλάδας
να πάνε να σκοτώσουνε τον κάπρο.
Και πρώτη και καλλίτερη διαλέγει
και τη γενναία παίρνει Αταλάντη,
που, δίχως να το λέει, την αγαπούσε.
Παίρνει και τον Κηφέα και τον Αγκαίο,
τους γιους του βασιλέα της Τεγέας.
Κι οι δυο αυτοί ελέγανε στους άλλους
ότι τιμή μεγάλη δεν τους κάνει
να πάνε με γυναίκα στο κυνήγι.
Μα ο Μελέαγρος είχε άλλη γνώμη
κι η γνώμη του επικράτησε στο τέλος.
Και συμφωνία έγινε το δέρμα
να πάρει του αγριόχοιρου εκείνος,
που τ' άγριο θηρίο θα σκοτώσει.
Κι όλοι τραβήξανε για το κυνήγι.
Και πρώτη το θηρίο η Αταλάντη
στα νώτα χτύπησε. Του Αμφιάραου
το βέλος μες στο μάτι του το βρήκε,
και του Μελέαγρου ίσα στην κοιλιά του
και πάει, αποτελειώθηκε ο κάπρος.
Το δέρμα που ο Μελέαγρος επήρε
χάρισμα το 'δωσε στην Αταλάντη.
Τότε οι θειοί του, οι αδερφοί του Θέστιου,
πήραν το δέρμα από την Αταλάντη
λέγοντας πως αυτοί να το 'χουν πρέπει
αν ο Μελέαγρος ίσως δεν το θέλει
γιατί αυτοί συγγένεια είχαν μαζί του
την πλέον κοντινή απ' τους άλλους όλους.
Μα ο Μελέαγρος μ' αυτά θυμώνει
και τους δυο θείους του ευθύς σκοτώνει.
Και τότε η μητέρα του, η Αλθαία,
για να εκδικηθεί των αδερφιών της
το θάνατο απ' το ίδιο το παιδί της,
βγάζει και, το δαυλό, απ' το σεντούκι
μέσα στο ίδιο τζάκι τόνε ρίχνει
και ο δαυλός ολόκληρος εκάει.
Κι αμέσως ο Μελέαγρος πεθαίνει.
Αυτά και ο Μελέαγρος είχε πάθει
από την ομορφιά μίας γυναίκας-
γιατί αυτά τα είχε όλα κάνει
για τα ωραία της Αταλάντης μάτια…
Και οι αρχαίοι συγγραφείς λεν όλοι
πως η Τεγέα όλο της χρωστάει
στην Αθηνά το κλέος και τη δόξα
γιατ' είχε στον Κηφέα, γιο του Αλέα,
λίγη αυτή απ' την κόμη χαρισμένη
της Μέδουσας, για φυλαχτό της πόλης.
Και με τη μεσολάβηση είχε γίνει
αυτό, του Ηρακλή, όταν εκείνος
συμμάχους τους τεγεάτες εζητούσε.
Κι ας δούμε το γιατί τους εζητούσε
και πώς η κόμη 'δόθη στους τεγεάτες:
Ο Ηρακλής εκδίκηση ποθώντας
για τους λακεδαιμόνιους που σκοτώσαν
τον Οιωνό, ένα καλό του φίλο,
σύμμαχους έψαχνε απ' την Αρκαδία
και στην Τεγέα έφτασε ζητώντας.
Μα ο Κηφέας, βασιλιάς της πόλης,
δεν ήθελε να φύγει απ' την Τεγέα
γιατί φοβότανε πως οι Αργείοι
ενάντια της σα φύγει θα εκστρατέψουν.
Κι ο Ηρακλής, ζητώντας να τον πείσει,
απ' τη θεά την Αθηνά επήρε
πλεξούδα από της Μέδουσας την κόμη,
σε χάλκινη μια στάμνα τήνε βάζει
και στου Κηφέα την κόρη τήνε δίνει
που τ' όνομά της ήτανε Στερόπη.
Της είπε, αν ερχόνταν οι Αργείοι,
ν' ανέβαινε στα τείχη της Τεγέας
και από κει να υψώσει την πλεξούδα
για τρεις φορές, χωρίς να την κοιτάζει
(γιατί αν το κάνει πέτρα θα γινόνταν.)
Κι όταν οι Αργείοι βλέπαν την πλεξούδα
θα το 'βαζαν σαν τους λαγούς στα πόδια.
Και πήρε τον Κηφέα έτσι μαζί του
ησυχασμένον πια για την Τεγέα,
και κρίμα που στον πόλεμο εσκοτώθη
και κείνος και τα είκοσι παιδιά του.
Και είναι ύστερα απ' αυτό που όταν
απ' την Τεγέα ο Ηρακλής περνούσε
ο,τι εγίνει εγίνει με την Αύγη.
Και να κι η ιστορία με την Αύγη
την όμορφή μας τεγεατοπούλα
που σαν αυγούλα Μάη όμορφη ήταν:
Από το γιο του Δία, τον Αρκάδα,
κι απ' τη Λεάνειρα, κόρη του Αμύκλα
γίναν ο Έλατος και ο Αφείδας.
Τώρα ο Αλεός, γιος του Αφείδα
και η Νεαίρα, κόρη του Περέα
ένα κορίτσι απόκτησαν, την Αύγη,
και δύο γιους: Κηφέα και Λυκούργο,
που βασιλιάδες γίναν της Τεγέας.
Ο Ηρακής αγάπησε την Αύγη
κι απ' την αγάπη αυτή παιδί ’γεννήθη,
που η Αύγη το 'κρυψε στο περιβόλι
του ιερού της Αθηνάς, που η ίδια
από τις πρώτες του ήταν ιέρειες.
Αλλά δεν ευλογείται η ασέβεια :
η γη καρπούς σταμάτησε να δίνει
και λέγαν οι χρησμοί πως μες στ' ωραίο
του ιερού της Αθηνάς περβόλι
ασέβεια μια μεγάλη εκρυβόνταν.
Όταν αποκαλύφτηκε το πράγμα,
της Αύγης ο πατέρας τήνε πήρε
και στου Ναυπλίου τον κτήτορα τη δίνει,
τον Ναύπλιο, μ' εντολή να τη σκοτώσει.
Τη διαταγή εκείνος παρακούει
και απ' αυτόν, την Αύγη πήρε ο Τεύθρας,
ο βασιλιάς της εύφορης Μυσίας-
χώρας της Μικρασίας απ' τις πλούσιες-
και την παντρεύτηκε. Ως για το βρέφος
τ' άφησε μόνο στο βουνό Παρθένι
και μια λαφίνα το 'θρεψε. Για τούτο
και τ' όνομά του Τήλεφος το είπαν.
Και οι βοϊδοβοσκοί κάποιου Κορύθου
που εκεί κοντά τα βοσκοτόπια του είχε
στο σπίτι του το είχαν αναθρέψει.
Κι όταν μεγάλωσε κι απ' το μαντείο
έμαθε της μητέρας του την τύχη,
στον Τεύθραντα επήγε -στη Μυσία-,
θετό του γιό ευθύς αυτός τον κάνει
και άξιο διάδοχο στο βασίλειό του.
Ο Έχεμος ο τεγεάτης πάλι
που είχε παντρευτεί με την Τιμάνδρα,
την αδερφή της άπιστης Ελένης,
το γιο τού Ηρακλή νικάει, τον Ύλλο
στο στένωμα του ισθμού της Κορινθίας,
ματαιώνοντας με τον ηρωισμό του
την εισβολή των πρώτων Δωριέων-
των βάρβαρων απ' το Βορρά που ήρθαν.
Και η αντίσταση που οι τεγεάτες
στων Δωριέων την κάθοδο προβάλαν
είν' η αιτία που στην Αρκαδία
μόνη απ' την υπόλοιπη Ελλάδα
δεν έχαν τότε Δωριείς πατήσει.
Κι όταν ο Πολυμήστωρ, στην Τεγέα
ήτανε βασιλιάς και οι σπαρτιάτες
στην Αρκαδία εμπήκαν, οι τεγεάτες
όχι τους νίκησαν μονάχα πρώτοι,
μα και πολλούς αιχμάλωτους επιάσαν
και δούλους τους τούς είχαν στα χωράφια
και στα σεπτά τα σπίτια της Τεγέας.
(Στου Παυσανία τον καιρό ακόμα,
όπως ο ίδιος στα βιβλία του λέει,
σώζονταν τα δεσμά κι οι αλυσίδες
που οι τεγεάτες δέναν τους σπαρτιάτες!).
Στις μάχες των Ελλήνων με τους Πέρσες
οι τεγεάτες πρώτοι. Ο Λεωνίδας
με τους τρακόσους του αν είχε μείνει,
και μόνο αυτούς θυμάται η Ιστορία,
φαίνεται αυτή μνήμη καλή δεν έχει.
Γιατί με τους τρακόσους τους σπαρτιάτες
στη μάχη που αγίασε την Ελλάδα
και πεντακόσιοι επέσαν τεγεάτες.
Και στις Πλαταιές χιλιάδες τρεις τεγεάτες
δώσανε τον καλλίτερο εαυτό τους
και στο στρατόπεδο πρώτοι εμπήκαν-
όταν αυτός σκοτώθη-του Μαρδόνιου.
Μετά, στην εκστρατεία της Σικελίας
στη μάχη της Μαντίνειας παίρνει μέρος,
στη συμμαχία των Αιτωλών συντρέχει,
και πια η Τεγέα στα χέρια των Ρωμαίων
καθώς και όλες οι άλλες πόλεις πέφτει,
και ο Αντίγονος την κάνει ο Δώσων
της Αχαϊκής Συμπολιτείας μέλος.
Το άγαλμα το θεσπέσιο της Αλέας
ύστερα από τη νίκη του στο Άκτιο
ατός του ο βασιλιάς Οκτάβιος παίρνει
στη Ρώμη το πηγαίνει και το στήνει
στην Αγορά που έχει τ' όνομά του.
Το χώμα σήμερα τεγεάτη που πατάς
αθέρας τέχνης πάνω του σπαρμένος.
Του Σκόπα η σμίλη έχει εδώ δουλέψει.
Το ναό αυτός σχεδίασε της Αλέας
κι η τέχνη του τον έχει διακοσμήσει.
Οι βάσεις του από ντόπιο ήταν λιθάρι.
Κίονες, αετώματα, επιστύλια
όλα με ντόπιο μάρμαρο φτιαγμένα.
Χρυσελεφάντινο άγαλμα εντός του-
έργο του γλύπτη Ευδοίου-της Αλέας
(αυτό που είχε ο Οκτάβιος πάρει).
Ακόμα του Ασκληπιού και της Υγείας
τα μαρμαρένια αγάλματα είχε μέσα,
έργα του θείου Σκόπα και τα δυο τους.
Με θέματα απ' τους μύθους τους εντόπιους
ανάγλυφες βρισκόνταν παραστάσεις
στις πάνω στα επιστύλια μετόπες
του πρόναου και του οπισθοδόμου.
Από τ' αγάλματα των αετωμάτων
σωθήκαν λείψανα που μας φωτίζουν
προσωπικότητα κι έργο του Σκόπα.
Και να του κάπρου μπρος μας το κυνήγι.
Στη μέση ο κάπρος και η Αταλάντη.
Στο ανατολικό αέτωμά του
όσοι αγωνίστηκαν ήρωες μαζί της:
Μελέαγρος, Θησέας, Τελαμώνας,
Ιόλαος, Πηλέας, Πολυδεύκης,
ο Έποχος, που τον Αγκαίο βαστάει
ετοιμοθάνατον απ' το θηρίο,
Κάστορας, Αμφιάραος και άλλοι.
Στο δυτικό, του Τήλεφου ο αγώνας
(της Αύγης γιου, αφέντη της Μυσίας),
ενάντια στον ταχύποδο Αχιλλέα
στην πράσινη του Καύκου την πεδιάδα.
Κυμάτια κι έλικες μ' άκανθας φύλλα,
λεοντοκεφαλές και υδρορρόες
την πανδαισία της Τέχνης συμπληρώνουν
που το ναό κοσμούσε της Αλέας.
Όσα γλυπτά εσώθηκαν, εκφράζουν,
και κύρια τα κεφάλια-με τα μάτια
βαθιά μέσα στις κόγχες τους βαλμένα
και το που στρέφουν προς τα πάνω βλέμμα-
και τα ευγενικά τα μέτωπά τους,
όλο το πάθος και την αγωνία
τους κύριους δηλαδή τους χαρακτήρες
της πάντοτε άφταστης σχολής του Σκόπα.
Μπροστά από το ναό βωμού θεμέλιο-
βωμού που όλος ήταν στολισμένος
με των Μουσών αγάλματα ωραία
και της μητέρας τους της Μνημοσύνης,
και τις ανάγλυφες τις παραστάσεις
της Ρέας, γυναίκας του παμφάγου Κρόνου,
και της Οινόης με το Δία βρέφος,
κι άλλων Νυμφών, φτιαγμένων απ' το χέρι
του Σάτυρου, του Σκόπα συνεργάτη.
Στα βόρια του ναού ίχνη της κρήνης
που ο Ηρακλής συνάντησε την Αύγη.
Την πόλη ακόμα της Τεγέας στολίζαν
ναοί περίλαμπροι, καθώς εκείνος
της Αθηνάς Πολιάτιδας κι ακόμα
του Αίπυτου Ερμή, της Αφροδίτης,
της Καρποφόρου Δήμητρος και Κόρης,
του Απόλλωνα μ’ επίχρυσο άγαλμά του
που έργο ήτανε του Χειρισόφου,
ιερά πολλά-του Διόνυσου τα δύο-,
βωμοί αναρίθμητοι με ανάμεσά τους
τον αψηλό βωμό του Τέλειου Δια.
Έξω απ' το τείχος που 'κλεινε την πόλη-
που μήκους ήταν έξη χιλιομέτρων
και μέτρα εξήμισυ που είχε ύψος-
το ιερό της Δήμητρος βρισκόνταν
με ειδώλια πλήθος που ήταν χάλκινα άλλα
κι άλλα που ήσαν με πηλό φτιαγμένα.
Είναι αυτά που σήμερα θα βρούμε
στο τοπικό τεγεάτικο Μουσείο.
Τρία χιλιόμετρα από την Τεγέα,
στα δυτικά, ιερό του Ποσειδώνα,
και άλλο της Αρτέμιδας που Σώζει,
σε δωρικό οικοδόμημα, που ήταν
τον έκτο χρόνο προ Χριστού φτιαγμένο.
Η Άρτεμις η Κνακεάτις πάλι
ναό μαρμάρινο είχε στο Μαυρίκι
που βρίσκεται παρέκει απ' την Τεγέα,
κι αυτόν του έκτου προ Χριστού αιώνα.
Κι εκεί που σήμερα είναι το Στάδιο,
βρίσκονταν τότε-άλλο τι;-το Στάδιο,
φκιασμένο από χώμα σωρεμένο.
Και μέσα κει γινόνταν τ' Αλεαία
σ' ανάμνηση της ένωσης των Δήμων,
μα και τ' Αλώϊα, για να μην ξεχνιέται
η νίκη ενάντια στους δεινούς σπαρτιάτες,
κι ότι αιχμάλωτους πιάσανε τόσους.
Στης Παλαιάς Επισκοπής τη θέση
που της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
χτίστηκε αργότερα η εκκλησία,
το Θέατρο βρισκόνταν της Τεγέας
που ο Αντίοχος έχτισε ο Τρίτος,
ο Επιφανής. Εκεί στημένα ήσαν
χάλκινα αγάλματα΄ κι απ' όλα ένα
τον Φιλοποίμενα αναπαριστούσε,
το στρατηγό το μεγαλοπολίτη
της Αχαϊκής κραταιάς Συμπολιτείας.
Μα και στα γράμματα δεν υστερούσε
η πόλη σας η τότε, η Τεγέα.
και άξια ήσαν της αίγλη της κι εκείνα.
Ο Αρίαθος, ο ιστορικός, τεγεάτης.
Ο τραγωδός Αρίσταρχος επίσης
που μέχρι τα εκατό έζησε χρόνια
και εβδομήντα έγραψε τραγωδίες
που με τις δυο απ' αυτές είχε νικήσει
στους τότε που διεξάγονταν αγώνες.
Και ο Κλωνάς ο ποιητής ο μέγας,
στα μέσα του έβδομου που 'ζησε αιώνα,
το δέκατο παιδί της Μνημοσύνης,
ο λυρικός ο ποιητής, που είχε
της αύλησης τους νόμους καθιερώσει
για να 'ρθουνε κατόπι του οι άλλοι
του πέμπτου του αιώνα οι μεγάλοι
και στα καλούπια που 'φκιασεν εκείνος
τους στίχους τους δικούς τους να ξεχύσουν.
Κι είχε Βουλή μια τότε η Τεγέα
από τρακόσους βουλευτές, σαν τώρα
που τόσους έχει ολόκληρη η Ελλάδα
(να τους χαιρόμαστε τους τωρινούς μας…)
Κι είχε προστάτες, στρατηγούς, ιππάρχους,
κι είχε και θεωρούς και αγορανόμους,
και θεωρούς και ηλιαστές' κι ακόμα
νομίσματα δικά της είχε κόψει.
Τώρα οι έλληνες μακριά από δόξες
ψάχνουμε από κάπου να πιαστούμε
λαός πως είμαστε κι εμείς να πούμε
που κάτι αναμετάξυ μας μάς δένει.
Βλέπουμε τη φριχτή αγραμματοσύνη
καταστροφή μας να μας έχει γίνει
χάμου καθώς δεμένους μας κρατάει.
Βλέπουμε λίγους που κοκορευόνται-
που σαν το εικοσιένα οι φαναριώτες
δούλοι σα να 'μαστε μας διαφεντεύουν.
Τους άλλους βλέπουμε λαούς να υψώνουν
ελευτεριάς σημαίες και προόδου
και τους χλευάζουμε γιατί θαρρούμε-
γιατί μας έχουν έτσι μαθημένους-
πως λευτεριά σημαίνει ανηθικότη
και πρόοδος σημαίνει αμαρτία.
Βλέπουμε τους λαούς να 'χουνε μπέσα
κι ο λόγος τους συμβόλαιο να μετράει,
και μεις τους θεωρούμε-γιατί έτσι
μας έχουν οι αφεντάδες μας διδάξει-
"κουτόφραγκους" και "αμερικανάκια".
Βλέπουμε πόλεις καθαρές να έχουν,
βλέπουμε να δουλεύουν, με συνέπεια
να υπακούν στους νόμους τούς θωρούμε-
πολιτισμένοι να 'ναι μ' ένα λόγο-
και λέμε ’μεις-γιατί τ' αφεντικά μας
έτσι συφέρο έχουνε να λέμε-
"ω! τους καημένους! σκλάβοι της δουλειάς τους,
των νόμων και της καθαριότητάς τους!
ενώ εμείς...κάνουμε ό,τι θέ 'με!"
Και μας οικτίρει Αμερική κι Ευρώπη.
Και για μονάχο έχουμε όπλο ενάντια
στην ανεπάρκεια και στη δυστυχιά μας
να λέμε: "ναι, αλλά, οι πρόγονοί μας..."
και ν' αραδιάζουμε πράγματα τέτοια
καθώς κι εγώ πιο πάνω έχω αραδιάσει.
Μα μόνο γιατί ζούμε σ' ένα τόπο
που κάποτε όσοι μέσα τους εζούσαν
κάτι καλό εκάμαν, δε σημαίνει
ότι κι εμείς κολλάμε από κείνων
τις δόξες και τις Τέχνες και τα κλέη.
Αν μόνος του κανείς δε φτιάξει κάτι,
κι όσα κι αν κλέψει ξένα και τα δείχνει
και περηφάνια όση γι αυτά κι αν νιώθει,
φρούδα κι η περηφάνια κι η χαρά του:
καλό για κάτι όχλος αν κοπιάσει
τότε θα τον δεχτεί λαό η Πλάση.
-----
ΤΕΜΠΗ 28-2-23
Αδέρφια μου
ταχύτερο απ’ τον φτεροσάνταλον Ερμή
το νέο μάς ήρθε του ξολοθρεμού σας.
Ένα όνειρο πικρό τα φρένα εξέσχισε των Ολυμπίων
τον γαληνό ταράζοντάς τους ύπνο.
Οι Συμπληγάδες της ψυχής μας
ακίνητες μιας κι άνοιξαν εμείναν
ακέριο αφήνοντάς το να περάσει το καράβι
της Θλίψης, της Οργής και των Συγκλονισμών.
Στην πλώρη του επάνω
πελιδνός
χωρίς φωνή και πρόσωπο
της Τραγωδίας ο Άγγελος να διασαλπίζει:
“Πενήντα εφτά Έλληνες νεκροί!”
Ο απρόσμενος χαμός σας
στις πιο ψηλές κορφές του Πόνου μάς ανέβασε-
εκεί που κόβεται η ανάσα
εκεί που άλαλα τα χείλη μένουν
εκεί που δεν μπορεί το δάκρυ ν’ αναβλύσει.
Η υπομονή αδέρφια μου
έφτασε ξάφνω
στο ακρόχειλο του πιο βαθιού γκρεμού της
βλέποντας κάτω
αθέλητα υποψήφια αυτόχειρ.
Μες στη βροντή των σίδερων
μες στον ορυμαγδό
μέσα στο ξάφνιασμα του τρόμου
στριγκιά η φωνή ανάκραξε της Ήβης: «Σταθείτε!
Μη! Μη φεύγετε καλοί μου!..»
Μα εσάς το Φως σάς είχε κιόλας ξεχωρίσει.
Και σας πήρε.
Κι έμεινε το άρωμα χωρίς αγέρα
το στόλισμα χωρίς γυναίκα
και η αγάπη δίχως αγκαλιά.
Οι αναμνήσεις σας-όσες προλάβατε να φκιάστε-
στα φύλλα των τριαντάφυλλων ακούμπησαν θλιμμένες.
Η φλόγα του πυρσού της ανθρωπιάς
ετρέμισε στο ψήλωμά σας.
Χωρίς σας οι αλυσίδες μας εβάρυναν
σαν ρίζες να ’ριξαν βαριές στη γη.
Κι αφότου εφύγατε
αργά,
πολύ αργά,
το δρόμο της αδέρφια μου τραβάει η μέρα.
Τώρα κοιμόσαστε ήρεμα
γλυκά και αλαφρά.
Τώρα στο χώμα ανθούν τα όνειρά σας. Και τις κρύες νύχτες
ακοίμητη έρχεται η συμπόνια μας
και στοργικά τα σκεπάζει.
Αδέρφια μου,
δε θα κιωθούν του Πόνου μας τα λόγια.
Μεσίστιες οι σημαίες θα κυματίζουν της ψυχής μας.
Κάθε ανάπνια μας θα είναι στεναγμός
κι εσάς θα βλέπουμε όπου κοιτάμε…
Μα και η γη!
Κι η γη!
Η γη μας!-πώς αδέρφια μου να σας ξεχάσει;
Πώς να σας ξεχάσει η γη μας
που καθεμία και καθένας σας
τόσο πολύτιμοι της ήταν;
Που όλο βλέπει κάθε μέρα πιο να χαμηλώνει
το φως στο ακοίμητό της το καντήλι...
που του σκοταδιού θωρεί το στόμα
χάσκοντας όλο πιο να πλησιάζει...
Η γη,
η γη μας,
το σπιτάκι μας-
η γη μας πώς αδέρφια μου να σας ξεχάσει
που ό,τι ελληνικό
είναι το μόνο ζωντανό μέσα στη νέκρα της
είναι το μόνο ελπιδοφόρο μες στην ιστορία της
είναι το μόνο αληθινό μες στην ψευτιά της-
αχ! πώς να σας ξεχάσει αδέρφια μου η γη μας
που μόνον επειδή εσείς έχετε υπάρξει
μπορεί και πέρφανα σηκώνει το κεφάλι
καθώς ανάμεσα σε πλήθη άλλων άστρων ταξιδεύει
ανεόρταστων;..
Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025
ΓΕΝΕΣΗ
Δυο Φαντασιές από τις άπειρες τις Φαντασιές
κουβέντιαζαν στην απεραντοσύνη μέσα
του χάους όπου
χωρίς να ξέρουν ποιος εκεί τις έβαλε
βρισκόνταν.
Είχανε παίξει τα ωραία φανταστικά παιχνίδια τους
και πια,
στις φαντασιώσεις της η καθεμιά είχε αφεθεί,
τις από δέσμευση καμιά περιορισμένες.
Κι έτσι όπως ξάπλωναν τελείως ξέγνοιαστες
και μακαρίως ανέμελες,
ξάφνω η μια είπε στην άλλη:
«Ξέρεις,
φαντάζομαι έναν κόσμο πραγματικό!»
Η άλλη: «Τι εννοείς;», απάντησε.
«Να!, έναν κόσμο όχι φανταστικό.»
«Έναν κόσμο… ας πούμε ύλης;»
«Ναι, από ύλη.»
«Δηλαδή άτομα, μόρια και τέτοια;»
«Ναι.»
«Μπρρρρρ», έκανε ανατριχιάζοντας η άλλη.
«Λοιπόν, έναν κόσμο ύλης…»
«Να έχει και χρόνο μέσα του;…»
«Και χρόνο φυσικά… και λίγη ενέργεια…»
«Τρομαχτικό πολύ τον έκαμες.»
«Ή να φτιάχνεις ή να μη φτιάχνεις.»
Γελάσανε κι οι δυο.
Ύστερα συνεχίσαν τα δικά τους.
Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
15 ΜΑΡΤΗ,
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
Καταναλώνουμε. Και αγοράζουμε.
Παίρνουμε το μικρό και το μεγάλο,
μα ότι ακόμα θέλουμε φωνάζουμε
αυτό, ετούτο, το άλλο, το παράλλο…
Παίρνουμε πράγματα και όλο παίρνουμε
από τον έμπορο που τα πουλάει,
κι όταν στο σπίτι όλα αυτά τα φέρνουμε
από χαρά η καρδιά χοροπηδάει.
Μα σαν τα δούμε λίγο, όταν τα παίξουμε,
όταν τα φάμε ή μ’ αυτά χαρούμε,
τ’ αφήνουμε και θέλουμε να τρέξουμε
και νέα ν’ αγοράσουμε ζητούμε.
Και βέβαια πρέπει να καταναλώνουμΜ.
μα όχι αλόγιστα. Με μέτρο κάποιο.
Αλλιώς παιδιά μου το παραξηλώνουμε
κι η κατανάλωση είναι κάτι σάπιο.
21 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Μέρα της Ποίησης είναι η κάθε μέρα
γιατί όλοι είμαστε λίγο ποιητές-
δεν νιώθετε την Ποίηση στον αέρα
και σήμερα να πλέει καθώς εχτές;
Κι αλλιώτικα να γίνει δεν μπορούσε
αφού και ο μεγάλος ο Κριτής
όταν τον κόσμο έφτιαχνε, «εποιούσε»:
είναι κι Εκείνος δηλαδή Ποιητής.
Λοιπόν αυτή τη μέρα τ’ αγοράκια
«σε αγαπάω!» ας πουν στα κοριτσάκια-
το ποίημα τ’ ομορφότερο θαρρώ
είναι απ’ όλα τους το «σ’ αγαπώ»!
21 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΥΠΝΟΥ
Για σκέψου να υπάρχει ημέρα ύπνου!
Και όμως, του αξίζει τέτοια μέρα-
γιατί όλοι, απ’ τα στρωσίδια μας του λίκνου,
κανείς τον ύπνο δεν τον διώχνει πέρα.
Γι αυτό και σήμερα όλοι τιμούμε
το δώρο αυτό της φύσης της σοφής μας.
Κι ας το τιμήσουμε πριν... κοιμηθούμε
κάτω απ’ το βάρος όποιας κούρασής μας.
Γιατί αν ο ύπνος δεν μάς αναπάψει
θα είμαστε συνέχεια κουρασμένοι,
κι η νύστα που δεν θα ’λεγε να πάψει,
όλη μας τη χαρά θα ’χε παρμένη.
21 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ
Κι αν είναι εβραίος κάποιος είτε γάλλος
τι με νοιάζει;
Κι αν είναι αλβανός ή πορτογάλος
τι πειράζει;
Και κείνος άνθρωπος τάχα δεν είναι
σαν και μένα;
Ή μήπως άλλο κάτι γίνεται
Κάποιος στα ξένα;
Και κείνος ίδια, κάτω αν θα πέσει,
δεν πονάει;
Και ίδια, κλαίει κι αυτός όταν πονέσει!-
δεν γελάει...
Γι αυτό έθνη και φυλές εγώ δεν ξέρω-
και σας λέω,
πως όταν κάποιος ξένος υποφέρει,
κι εγώ κλαίω.
21 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΔΑΣΟΠΟΝΙΑΣ
Πρέπει να τα προσέχουμε τα δάση.
Αυτά μας δίνουν οξυγόνο, ξύλο,
και το νερό κρατούν μη μας χαλάσει.
Καθείς στα δάση έχει έναν φίλο.
Ας τα περποιούμαστε λοιπόν με ζήλο.
Ό,τι μας έπλασε κι αυτά έχει πλάσει.
Κι αν δε μας δίνουνε σύκο ή μήλο,
μα της ζωής μας δίνουν το γιορτάσι.
Μετά, σκεφτείτε λίγο και ρωτήστε:
δεν είναι τάχα υποχρέωσή σας
το κάθε γήινο να το αγαπήστε
αφού η μοίρα του είναι και δική σας;
Κι ακόμα λέω πως δάση αν δεν υπήρχαν,
το άχρωμο κι η θλίψη θα μας είχαν.
22 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
«Ρυάκια γλυκομούρμουρα
θάλασσα εσύ γαλάζια-
ρυάκια με τη χάρη σας,
θάλασσα με τα νάζια,
ποιος δεν σας αγαπάει αφού
στο αίμα μας κυλάτε;
Ποιος τάχα σας εχθρεύεται
χαρά αφού μας μεθάτε;
Κι ή σαν βροχούλα σιγανή,
κι ή σαν μεγάλη μπόρα,
να ξέρατε πώς θα ’θελα
να πέφτατε και τώρα...
Κυλήστε, τρέξτε, βρέξετε.
Τη γη βαθιά ποτίστε.
Κι εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ,
ποτέ να μη μας λείψτε.»
23 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑΣ
Βαριέμαι ομπρέλα πάντοτε να κουβαλώ μαζί μου.
Μα θέλω πάντα και στεγνό να έχω το κορμί μου.
Γι αυτό μετεωρολόγοι μου κάνετε τη δουλειά σας
και τα παιδιά όλα εμείς θα είμαστε κοντά σας.
Δουλειά τους νόμους έχετε της φύσης σεις να βρείτε.
Παρατηρήσετε λοιπόν, μετρήστε, κι ό,τι δείτε
ζυμώστε το, δουλέψτε το, ταξινομήσετέ το,
και ό,τι βρείτε σ’ όλους μας ανακοινώνετέ το.
Και γίνετε βοηθοί εσείς σε γεωργό, βαρκάρη,
ως και σ’ αυτούς που ορέγονται ταξίδια στο φεγγάρι.
Κι αν κάτι θέ ’τε κι από μας... μα σας το δώσαμε ήδη:
σήμερα εχάσαμε για σας λίγη ώρα απ’ το παιχνίδι!..
27 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΘΕΑΤΡΟΥ
Τόσο κρυφοί είναι όλοι τους
και τόσο θλιβεροί
που λες κι ανακαλύψανε
τη γλώσσα, επειδή
να κρύψουνε γυρεύουνε
μ’ αυτήν κάθε κακό τους
από γειτόνους, φίλους τους
...μα κι απ’ τον εαυτό τους.
Και σιχασιά όταν νιώσουνε
απ’ αυτό τους το κρυφτό
στο θέατρο πηγαίνουνε
για να ιδούν σ’ αυτό
τον εαυτό τους μ’ όλα του
τ’ άσχημα και κρυφά του
κι έτσι να καταφέρουνε
να ’ρθούνε πιο κοντά του.
Κι όταν μας παίρνουνε μαζί
κι εμάς εκεί οι μεγάλοι,
εμείς-και ας μην ξέρουμε
το έργο τι θα βγάλει-,
μα κερδισμένοι βγαίνουμε
από τα έργα όλα
γιατί σε κάθε διάλειμμα
πίνουμε κόκα-κόλα!..
2 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αυτό, ναι! Mάλιστα! Σωστά οι μεγάλοι το εβρήκανε
και βιβλιαράκια και για μας να γράψουνε σκεφτήκανε-
βιβλία για μάγισσες καλές, για κοντορεβυθούληδες,
για φασολιές, για βάτραχους, για πρίγκηπες μικρούληδες.
Βιβλία ακόμα που εξηγούν όσα οι μεγάλοι ξέρουνε
ώστε αυτά σιγά σιγά κι εμείς να τα μαθαίνουμε-
βιβλία που γράψαν συγγραφείς σπουδαίοι και μεγάλοι
μα κι άλλοι που, κι ας ειν’ μικροί, ευχάριστοι είναι πάλι.
Ευχαριστούμε όλους σας λοιπόν που εργαστήκατε
βιβλία να φτιάξετε για μας-για μας που κουραστήκατε.
Και τόσο τα βιβλία αυτά αγαπάμε τα δικά μας
που άλλα θα φτιάξουμε κι εμείς, παρόμοια, στα παιδιά μας.
7 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΥΓΕΙΑΣ
«Γεια σου» λέμε χαιρετώντας.
Κι όταν πίνουμε, «εις υγείαν».
Λέτε σχέση ετούτα να ’χουν
με τη μέρα αυτή καμία;
Βέβαια κι έχουν. Η υγεία
ειν’ αυτή που τη ζωή μας
να την αγαπάμε κάνει
σαν την πιο τρανή γιορτή μας.
Ναι! Αλήθεια! Ένα παιδάκι
που το πόδι του έχει σπάσει,
τρέχει; χαίρεται μαζί σας;
και μπορεί να διασκεδάσει;
Και παιδί που άρρωστο είναι
και που ο πυρετός το ψήνει
δεν θα πρέπει ώσπου να γιάνει
στο κρεβάτι του να μείνει;
Προσοχή λοιπόν παιδάκια
στην υγεία την ακριβή σας.
Άβλαβη να την κρατάτε.
Η ευθύνη είναι δική σας:
ό,τι οι δάσκαλοι σας λένε
για το θέμα ν’ ακλουθείστε
έτσι που ίσως και ποτέ σας
να μην έρθει ν’ αρρωστήστε.
Όμως κι ούτε ο φόβος πρέπει
της αρρώστιας να σας πιάσει
γιατί, ό,τι κι αν σας έβρει...
πού θα πάει-θα περάσει!
22 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΓΗΣ
Της μάνας Γης ημέρα.
Της Γης που όλους μάς κρατεί
καθώς στα χάη κρεμαστή
όλο πηγαίνει πέρα.
Να πούμε τι γι αυτήνε
παρά ότι πρέπει της φιλί
φιλί γλυκό γλυκό πολύ
κι αυτό λίγο θα είναι;
Κι ανάγκη λέτε να ’ναι
όπως τα μάτια μας τα δυο
να πούμε πως-κι ακόμα πιο-
πρέπει να την φυλάμε;
Όχι-καθείς γνωρίζει
πως αν κακό σ’ αυτήν συμβεί,
ή κάποια γίνει αλλαγή
καθώς στριφογυρίζει,
τότε και κείνη πάει,
αλλά μαζί μ’ αυτήνε πια
και μάς-κακότροπα παιδιά-
ο Άδης θα μας φάει.
23 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Βιβλία μικρά, βιβλία μεγάλα,
βιβλία έξυπνα, βιβλία κουτά,
βιβλία χαρούμενα ή λυπηρά,
βιβλία για μεγάλους και παιδιά.
Διαλέξτε φίλοι μου: πλήθος βιβλίων.
Πάρτε στα χέρια σας να τα κoιτάξτε.
Άλλα απ’ αυτά ωφελούν και άλλα βλάπτουν.
Πάρτε και όποιο θέλετε διαβάστε.
Κι ό,τι διαβάστε, κρίνετε μονάχοι:
καλό είναι; ταιριάζει στο μυαλό σας;
Αν όχι, κάποιο άλλο βιβλίο βρέστε
ή γράψτε σεις ένα βιβλίο δικό σας.
Κι αν κάποιος κάποτε για ένα βιβλίο
σας έλεγε καλό ή άσχημο κάτι,
μη βγάλτε σεις απόφαση αν πρώτα,
δεν το ’ξετάσει το δικό σας μάτι.
24 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΩΝ ΣΤΑ ΖΩΑ
Εδώ δεν ξέρω φίλοι τι να πω.
Κι εγώ πολύ τα ζώα τ’ αγαπώ.
Μα όμως αγαπώ και τους ανθρώπους.
Ν’ αποφασίσω-όχι-δεν έχω τρόπους.
Καθείς ας απαντήσει μοναχός του
στο μέγα θέμα αυτό που στέκει εμπρός του.
Μη με ρωτήσετε-δεν έχω γνώμη.
Ίσως Θεός αν γίνω... μα όχι ακόμη...
29 ΑΠΡΙΛΗ
ΗΜΕΡΑ ΧΟΡΟΥ
Χορός! Το σώμα γίνεται αγέρας
Κι αχτίδα χαρωπή στο φως της μέρας.
Και στρέφει και λυγίζει και πετάει
κι η Λευτεριά του νου μαζί του πάει.
Χορός! Ο χορευτής τα σκότη σχίζει
και άυλος-σαν πνεύμα φτερακίζει!
Χορός! Της Φύσης δώρο στους ανθρώπους
που πέρα κάνει βάσανα και κόπους!
Και το χορό αν χορεύει νιος λεβέντης
της γης και τ’ ουρανού ειν’ αυτός αφέντης.
Κι αν λυγερή κοπέλα τον χορεύει
τους άντρες όλους γύρω της παιδεύει.
6 ΜΑΗ
ΗΜΕΡΑ ΓΕΛΙΟΥ
Ξέρετε τι τον άνθρωπο τον κάνει
από τα ζώα αυτός να ξεχωρίζει;
Το γέλιο! Τ’ άλλα και τα ζώα τα ’χουν,
κανένα όμως το γέλιο δεν γνωρίζει.
Όλοι αυτό οι σοφοί της γης το λένε.
Κι ακόμα λένε ότι με το γέλιο
μακραίνει η ζήση-για μακροζωϊα
φάρμακο πως το γέλιο είναι τέλειο.
Αντίρρηση ποιος γίνεται να έχει;
Όλα το γέλιο δεν τα καταφέρνει;-
αν κάποιος να γελάσουμε μάς κάνει
και λύπη αυτός και πόνο δεν μάς παίρνει;
Γελάτε το λοιπόν και σεις παιδιά μου.
Με ανέκδοτα και μ’ έξυπνες ταινίες
με γκάφες που σκαρώνετε, με αστεία,
με κόμικς κι έξυπνες γελοιογραφίες.
Γελάτε. Η ζωή ζητάει το γέλιο
αλλά και κείνο τη ζωή ζητάει.
Παντρέψτε τα τα δυο. Και για κουμπάρα
Η αθώα σας χαρά να στέκει πλάϊ.
5 ΙΟΥΝΗ
ΗΜΕΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Περιβάλλον είναι αυτή η γειτονιά μου,
και ο χώρος είναι ακόμα ο κοσμικός.
Είναι η πόλη μου, η χώρα μου, η φύση,
είναι ο κήπος του σπιτιού μου ο μικρός.
Και μεγάλη προσοχή πρέπει να δείχνω
για να μην λερώνω δρόμους, και να μη
στου πικ νικ την απλωσιά πάνω ν’ αφήνω
τα σκουπίδια που ’χω κάνει εγώ εκεί.
Όμως όσο κι αν εγώ πολυπροσέχω,
να το κάνουν πρέπει αυτό και οι μεγάλοι
γιατί εγώ αν θα λερώσω ένα δρόμο
τη γη όλη αυτοί θα κάνουν ένα χάλι.
21 ΙΟΥΝΗ, ΗΜΕΡΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Από το χτύπημα ενός ταμπούρλου
μέχρι την πολυόργανη ορχήστρα,
ίδια η μουσική μαγεία έχει
κι όμοια για όλους είναι ξεμυαλίστρα.
Ας ειν’ καλά οι συνθέτες οι καλοί μας
που τις εμπνεύσεις τους ήχους τους κάνουν
τέτοιους που κι όταν όλα θα χαθούνε
οι μελωδίες-αυτές!-δεν θα πεθάνουν.
8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΥ
Βου και α βα… που και ι πι. Γελάτε...
αυτό ήθελα κι εγώ. Λοιπόν αστείο
δεν είναι, άνθρωποι ούτε αυτό να ξέρουν
όπου πολύχρονο έχουν κιόλας βίο;
Μα όμως δυστυχώς για κλάματα είναι
κι όχι για γέλια τέτοια μια κατάντια.
Άνθρωπος δίχως γράμματα ζει σάμπως
να παίζει μποξ κανένας δίχως γάντια.
Η ανθρωπότητα δεν θα προοδέψει
αν γράμματα όλοι οι άνθρωποι δεν μάθουν.
Αλλιώς -όπως και τώρα το παθαίνουν-
θα τους αξίζει κι ό,τι άλλο αν πάθουν.
Οι δυνατοί τους κάνουν ό,τι θέλουν
και οι γραμματισμένοι τους αγνοούνε.
Στο περιθώριο ζουν της κοινωνίας
και δεν μιλάνε-δεν λαλούν: βοούνε.
Μα αν οι γραμματισμένοι θα πληθύνουν,
τότε θα λιγοστέψει η δυστυχία,
που τώρα πάνω της για να ψηλώσει,
26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
ΗΜΕΡΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
Αφόντας στο νερό ένα ξύλο ρίξαν,
πάνω του ανέβηκαν και είχαν πλεύσει,
το θάμα κατορθώθηκε-την πρώτη
οι άνθρωποι ναυτιλίας πήραν γεύση.
Κι όταν ανοίχτηκαν μες στα πελάγη
ο νους ανοίχτη τότε των ανθρώπων
κι εμπορευτήκαν, κι ήθη εγνωρίσαν
καινούργια, σ’ όποιον νέο έπλεαν τόπον.
Η ναυτιλία! Της οικονομίας
χωρών παραθαλάσσιων στυλοβάτις!
Η ανθρωπότητα άλλαξε με κείνη,
κι ο κόσμος, του νερού έγινε πελάτης...
Ας τη γιορτάσουμε λοιπόν κι αυτήνε.
Αλλά και αν την είχαμε ξεχάσει,
θα μας την θύμιζαν τα τόσα πλοία
που τρέχουνε στις θάλασσες με βιάση.
4 ΟΧΤΩΒΡΗ
ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Πουλάκια που λαλούν πάνω στα κλώνια,
ελάφια που τον ίσκιο τους φοβούνται
μύγες, ελέφαντες, λιόντες, γατούλες,
αρκούδες που ολοχείμωνα κοιμούνται...
Τι πλήθος ποικιλόμορφο τα ζώα!
Τόσα δεν θα ΄πλαθε όποια φαντασία:
κραυγές και τιτιβίσματα… φωνούλες…
ενστίκτων και χρωμάτων πανδαισία!
Ένα τεράστιο τσίρκο η γη μας μοιάζει
και μια μεγάλη κιβωτός του Νώε
την τίγρη μέσα του που κλει΄ του Ρίλκε,
και το κοράκι το φριχτό του Πόε.
Κι είναι τα ζώα το μέτρο των ανθρώπων.
Γιατί αν στη γη μας ζώα δεν υπήρχαν
θα ’λεγαν πως τα μόνα είναι όντα,
κι οίηση πιότερη γι αυτό θα δείχναν...
17 ΟΧΤΩΒΡΗ
ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
Στον κόσμο εκατομμύρια οι φτωχοί
που ή σπίτι, ή φαϊ, ή δουλειά δεν έχουν,
και που αμόρφωτοι και άρρωστοι είναι
ή που να ζούνε μόλις που αντέχουν.
Κι όλοι τούς συμπαθούμε τους καημένους
καθώς τους βλέπουμε μέρες ή βράδια
να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρούνε
πράγμα ένα χρήσιμο, ή αποφάγια.
Μα φίλοι μου νομίζω συμφωνείτε
πως δεν θα υπήρχε ο θόρυβος ετούτος
της φτώχειας η ντροπή που ξεσηκώνει,
αν δεν υπήρχε κάπου αλλού ο πλούτος!
3 ΔΕΚΕΜΒΡΗ
ΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ
Όλη η αγάπη μας στους αναπήρους.
Κι όλη η βοήθεια μας για να μπορέσουν
να ξεπεράσουν την αναπηρία
και με την όλη κοινωνία να δέσουν.
Μα μέλημά μας πρέπει να ’ναι κύριο
μες στης ζωής τους άπονους τους γύρους-
όσο από ανθρώπους εξαρτάται-
να μην δημιουργούμε αναπήρους.
Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΕΣ
ΤΟΥ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ
μετάφραση
Δάφνες και φίλτρα Θεστυλί! Πού είναι; Φέρε μού τα.
Πάρε το πρόβιο το μαλλί το ραφιναρισμένο
και το ποτήρι σκέπασε για να τον μαγιοδέσω
αυτόν που εγώ τον αγαπώ κι εκείνος με παιδεύει.
Που ο άθλιος μέρες δώδεκα τώρα χαμένος είναι,
Κι αν ζω ή αν επέθανα δε ρώτησε να μάθει.
Την πόρτα μου ο αχάριστος δε χτύπησε-και βέβαια
αλλού τον αλαφρόμυαλο τον έχουνε τραβήξει
η Αφροδίτη κι ο Ερωτας. Αύριο στην παλαίστρα
του Τιμαγήτου να τον δω θα πάω, να τον ψάλλω
για όσα μούκανε. Αλλά, τώρα θα τόνε δέσω
Με τούτα δω τ' αρώματα. Φώτα καλά Σελήνη
γιατί θα πω ένα σιγανό τραγούδι και σε σένα
και στην Εκάβη που στης γης τα μαύρα βάθη μένει
και που την τρέμουν τα σκυλιά, όταν από τα μέρη
των πεθαμένων έρχεται περνώντας μαύρο αίμα.
Εκάτη! χαίρε τρομερή! Και ώσπου να τελειώσω,
στα μάγια μου βοήθα με, και κάνε από της Μήδειας
ή απ' της Κίρκης ή από της ξανθής της Περιμήδης,
να μη γινούν χειρότερα, αλλά με κείνων ίδια.
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.
Πρώτα τ' αλεύρι στη φωτιά να πέσει πρέπει. Ελα,
πασπάλιζέ το Θεστυλί… άθλια-πού τρέχει ο νους σου;
Αραγε με τη λύπη μου μη χαίρεσαι βρωμιάρα;
Σκόρπα το, και "τα κόκκαλα", να λες, "σκορπώ του Δέλφι"
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.
Ο Δελφις μ' έκαψε, κι εγώ, δάφνη στο Δέλφι καίω.
Κι όπως φουντώνει ξαφνικά κι αυτή τριζοβολώντας
και καίγεται αναλάμποντας και στάχτη δεν αφήνει,
και το κορμί του να χαθεί εκείνου μες στη φλόγα.
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μού τον.
Κι ως με βοηθό μου τη Θεά, του’ το κερί εγώ λιώνω,
έτσι να λιώσει από ερωτά ο Μύνδιος ο Δελφις.
Κι ως η Αφροδίτη τον χαλκό αυτόν γυρίζει δίσκο,
έτσι κι αυτός στην πόρτα μου απόξω να γυρνάει.
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.
Τώρα θα κάψω, Αρτεμη, τα πίτουρα σε σένα,
που και τα σίδερα μπορείς του Αδη να κουνήσεις,
και ό,τι άλλο, όσο κι αν αυτό είναι στεριωμένο.
…Για μας στην πόλη Θεστυλί ουρλιάζουνε οι σκύλοι.
Θα ’ναι η θεά στα τρίστρατα… Χτύπα το δίσκο! Βιάσου!..
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.
Να! Ησυχάζει η θάλασσα, ’συχάζουν κι οι άνεμοι.
Μόνον ο μες στα στήθια μου πόνος δεν ησυχάζει,
παρά για κείνον καίγομαι ολάκληρη-γιά κείνον,
που αντίς να ’μαι γυναίκα του μ' έχει ξεπαρθενέψει,
και πομπεμένη μ' άφησε τη δύστυχη εμένα.
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.
Φορές τρεις στάζω Δέσποινα, και τρεις φορές φωνάζω:
«Είτε γυναίκα δίπλα του κοιμάται, είτε άντρας,
Τόσο απ’ αυτόν να ξεχαστεί, όσο ο Θησέας στη Δία
Λεν την ομορφοπλέξουδη πως ξέχασε Αριάδνη.»
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.
Υπάρχει αλογοβότανο ένα, στην Αρκαδία,
που αν οι γρήγορες το φαν φοράδες και πουλάρια,
παίρνουνε όλα τα βουνά. Έτσι να δω τον Δέλφι
παρόμοια να πετάγεται απ' τη λαμπρή παλαίστρα,
και σαν τρελός μέσα σ' αυτό να μου ’ρχεται το σπίτι.
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.
Αυτή την άκρη που απ' του Δέλφι εκόπηκε τη χλαίνη,
ξεφτώντας την, στην άγρια φωτιά τη ρίχνω τώρα.
Αλίμονο! Γιατί Ερωτα σαν τη λιμνίσια βδέλλα
έχεις κολλήσει επάνω μου και πίνεις μου το αίμα;
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.
Ένα πιοτό της συφοράς αύριο θα σου φέρω,
μια σαύρα κοπανίζοντας. Τώρα ετούτα πάρε
συ Θεστυλί τα βότανα, και πήγαινε με τρόπο,
κι άλειψε το κατώφλι του όσο ειν' ακόμα νύχτα.
Και φτύνοντας «Τα κόκκαλα», να λες, «του Δέλφι αλείφω».
Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.
Τώρα που μόνη έμεινα, πούθε να πρωταρχίσω
να κλαίω την αγάπη μου; Πώς το κακό που μ' ήβρε
τούτο να πω; Η Αναξώ, του Εύβουλου η κόρη,
κανιστροφόρα έφτασε στης Αρτεμης το δάσος.
Πίσω και πλάι της πολλά πηγαίνανε θηρία,
κι ανάμεσα τους μάλιστα ήταν μια λιονταρίνα.
Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα Σελήνη.
Και τότε μια Θρακιώτισσα, τροφός του Θεοχαρίδα,
γειτόνισσά μου-δε ζει πια- μ’ εθερμοπαρακάλει
μαζί να δούμε την πομπή. Και η δύστυχη, επήγα,
τον βυσσινί ωραίο μου φορώντας τον χιτώνα,
και τυλιγμένη στο μακρύ παλτό της Κλεαρίστας.
Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.
Στου δρόμου μας θα ήμουνα τη μέση, όταν είδα
εκεί, κοντά στου Λύκωνα, τον Δέλφι να βαδίζει,
μαζί με τον Ευδάμιππο. Απ' της γαζίας τ' άνθη
είχανε γένια πιο ξανθά' και λάμπαν τους τα στήθια
πιότερο κι από σένανε, Σελήνη, έτσι ως είχαν
μόλις αφήσει τους καλούς αγώνες της παλαίστρας.
Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.
Τον είδα και τρελάθηκα! Κι αμέσως η καρδιά μου
της δόλιας, επληγώθηκε. Χάθηκε η ομορφιά μου,
Και δεν σκεφτόμουν πια πομπή. Πώς βρέθηκα στο σπίτι,
ούτε που το κατάλαβα. Και μ’ έπιασε μια θέρμη
που ήρθε και με ρήμαξε. Έπεσα στο κρεβάτι
και δέκα μέρες έμεινα εκεί και δέκα νύχτες.
Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.
Εκιτρινοφυλλιάστηκα και πέσαν τα μαλλιά μου.
Πετσί και κόκκαλο έμεινα. Και τι δεν είχα κάνει…
Και ποια γριά δε ρώτησα που ξέρει να ξορκίζει…
Τίποτα δε μ' αλάφραινε. Μόνο περνούσε ο χρόνος.
Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.
Ωσπου τη δούλα φώναξα και της τα είπα όλα.
«Βρες μου», της λέω, «βρε Θεστυλί κάποια γιατρειά σε τούτη,
την τρομερή αρρώστια μου. Μ' έχει σκλαβώσει ο Μύνδιος.
Στου Τιμαγήτου πήγαινε και φύλα, την παλαίστρα-
τ' αρέσει εκεί να κάθεται κι έτσι συχνοπηγαίνει".
Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.
«Κι όταν τον δεις μονάχο του, τότε με τρόπο γνεψ' του
και πες του ότι τον ζητά η Σιμαίθα-κι εδώ φέρτον».
Όταν της το ’πα πήγε αυτή, και τον λαμπρό το Δέλφι
τον έφερε στο σπίτι μου. Κι ως ένιωσα πως ήρθε,
κι ακόμη πριν το πόδι του την πόρτα να περάσει…
Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.
...από το χιόνι έγινα πιό κρύα, κι ο ιδρώτας
μου ’σταζε από το μέτωπο σαν νοτινή δροσούλα,
και η μιλιά μου κόπηκε, και δε μπορούσα ούτε
φωνή να βγαλω, όπως αυτή που βγάζουν τα μωράκια,
σα μες στον ύπνο τους καλούν την π' αγαπούν μητέρα.
Και νέκρωσα, σα να ’μουνα κερένια μια κούκλα.
Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.
Κι όταν με είδε ο άπονος, χαμήλωσε τα μάτια,
κι έκατσε στο κρεβάτι μου κι αυτά τα λόγια μου ’πε:
«Σιμαίθα, αλήθεια, όπως εγώ τον όμορφο Φιλίνο
Στο τρέξιμο ξεπέρασα τις άλλες, και συ εμένα,
Το ίδιο με ξεπέρασες καλώντας με κοντά σου...»
Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.
"...Γιατί θα ’ρχόμουνα εγώ. Στ' ορκίζομαι- θα ’ρχόμουν,
Μα το γλυκό τον Ερωτα, στο σπίτι σου απόψε!
Κι ας είχες αγαπητικόν άλλονε. Και θα είχα
τα μήλα μες στον κόρφο μου του Διόνυσου κρυμμένα,
Και θα ’χα στο κεφάλι μου στεφάνι απ’ το κλωνάρι
Το ιερό του Ηρακλή, κομμένο από λεύκα,
και στολισμένο ολόγυρα με κόκκινες κορδέλες".
Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.
Κι αν με δεχόσουνα καλά όπως μ’ εδέχτης τώρα
(όλοι το λένε όμορφος και λυγερός πως είμαι
στα παλληκάρια ανάμεσα), θα ησύχαζα, ακόμα
κι αν μοναχά το στόμα σου τ’ όμορφο εφιλούσα.
Αλλά κι αν μ’ έδιωχνες κι η πόρτα ήταν μανταλωμένη,
Τότε τσεκούρια και δαυλοί θα μ' έφερναν σε σένα… "
Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σεληνη.
"…Και πρώτα-πρώτα χάρη εγώ στην Κύπριδα χρωστάω,
κι ύστερα από την Κύπριδα σε σένανε καλή μου,
που μ' έβγαλες απ’ τη φωτιά μισοκαμμένον έτσι
καλώντας με στο σπίτι σου. Πολλές φορές ο Ερως
έχει φωτιά πιο δυνατή και απ’ αυτήν ακόμα
του Λιπαραίου του Ήφαιστου-και πιο πολύ φλογίζει…"
Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.
"…και την παρθένα σαν τρελή την κάνει από το σπίτι
να φεύγει, και τη νιόπαντρη να παρατάει το στρώμα
που απ’ το κορμί του άντρα της ζεστό είναι ακόμα!".
Έτσι μου είπε αυτός. Κι εγώ τον πήρα από το χέρι
κι έπεσα, η ευκολόπιστη, μαζί του στο κρεβάτι.
Και γρήγορα τα σώματα τα δυο αγκαλιαστήκαν
και μια απαλή τα τύλιξε ζέστα. Τα πρόσωπα μας
απ’ όσο ήτανε πιο πριν, είχανε τωρα ανάψει
περσότερο, και οι γλυκοί οι ψίθυροι αρχίσαν.
Και για να μην πολυλογώ Σελήνη αγαπημένη,
καήκαμε κι οι δύο μας στον πόθο το μεγάλο.
Κι ίσα με χτες δεν είχε αυτός παράπονο από μένα
ούτε κι εγώ είχα απ’ αυτόν. Μα σήμερα, στο σπίτι,
ήρθε της αυλητρίδας μου η μάνα, της Μελίστας
-που έχει και τη Μελιξώ-, την ώρα που κινώντας
από τη θάλασσα, ψηλά, στον ουρανό ανεβαίνουν
τ' άλογα, τη ροδόθρεφτη που υψώνανε αυγούλα,
και μέσα σ' άλλα μούπε πως ο Δέλφις ξελογιάστη
και πως δεν είναι σίγουρη-με άντρα ή γυναίκα,
μα ξέρει πως πολλές φορές γέμιζε το ποτήρι
κι έπινε στης αγάπης του τ' όνομα, κρασί σκέτο
και ότι τέλος έφευγε λέγοντας πως θα πάει
στην πόρτα της αγάπης του στεφάνι να κρεμάσει.
Αυτά μου τα ’πε η ίδια αυτή, και πρέπει να ’ναι αλήθεια.
Γιατί και τρεις και τέσσερες φορές άλλοτε ερχόταν
κι ακούμπαγε πολλές φορές το δωρικό σταμνί του
στο σπίτι μου. Και τώρα τι; Δώδεκα μέρες πάνε
που δεν τον είδα. Σίγουρα κάποια καινούργια γλύκα
θα έχει βρει γι αυτό και με μ’ έχει αποξεχάσει.
Μα τώρα θα τον δέσουνε τα μάγια. Κι αν και πάλι
θα με πικράνει έτσι δα, ε, τότε, μα τις Μοίρες,
του Αδη την εξώπορτα θα πάει να χτυπήσει.
Τέτοια μες στο σακούλι μου-το λέω!-φαρμάκια κρύβω
που ένας ξένος, Δέσποινα, μου τα ’μαθε, Ασσύριος.
Οδήγα τ’ άτια σου εσύ χαρούμενη κυρά μου
απάνω απ' τον Ωκεανό, και όπως μέχρι τώρα
την πίκρα εγώ τη βάσταγα, πάλι θα τη βαστάξω.
Χαίρε Σελήνη λαμπερή και τ’ άλλα σεις αστέρια-
χαίρετε σύντροφοι ήσυχοι του άρματος της Νύχτας.
---------
(Ίυγξ: Νύμφη, κόρη του Πάνα και της Πειθούς-ή της Ηχούς-, η οποία με μάγια προκάλεσε ερωτικό πόθο στον Δία για την Ιώ. Για την πράξη της αυτή η Ήρα μετέτρεψε την Ίυγγα σε πουλί-την σημερινή σουσουράδα.)