ΤΑ ΕΥΩΔΗ
Απ’ αυτές φτιαγμένοι για παιχνίδι τους.
Και μας παίζουν. Και γελούν μαζί μας.
Και το μεγάλο
βουβό κύμα ιππεύοντας, μάς φτάνουν
όσο μακριά κι αν από τη θέα τους πάμε.
Αν ήμασταν ανέμελοι παιχνιδιστές και αν
την παλιά ελπίδα δεν ξανανιώναμε
με κάθε νέο κοίταγμά τους, σαν όπως η σαπίλα
με κάθε καινούργιο θάνατό μας ξανανιώνει,
ω! ευφρόσυνα τότε θα δεχόμασταν τα μικρά,
σαν χάδια, χτυπήματά τους στις παρειές,
και τη βελόνα
που μ’ αυτήνε κάθε τόσο μας τρυπούν
να δουν αν ακόμα αιστανόμαστε.
Και θα φορούσαμε μάλιστα μανδύες βαθυέρυθρους
να μας ξεχώριζαν μέσα στ’ άλλα-
τα ευώδη αθύρματά τους.