Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

  ΚΟΡΙΝΝΑ

ΤΟΠΟΣ:
Λος Άντζελες.
ΧΡΟΝΟΣ:
1999.
ΠΡΟΣΩΠΑ:
Κορίννα, εργάτρια 17 χρόνων
Αντρέ, εργάτης, φίλος οικογενειακός, 40 χρόνων

Νύχτα μέσα σ' ένα σταματημένο και κλειδωμένο ασανσέρ. Η Κορίννα κάθεται πάνω σ' ένα σκαμνί σε μια γωνία του ασανσέρ και ο Αντρέ στη διπλανή γωνία στο δάπεδο.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Έτσι θα μείνουμε όλη τη νύχτα εδώ-αμίλητοι;

ΑΝΤΡΕ
Αν το θέλεις ας γίνει έτσι.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Δεν το θέλω εγώ. Εσύ το θέλεις. Μήνες τώρα έχεις που δεν μου μιλάς.

ΑΝΤΡΕ
Ναι. Έχεις δίκιο. Μα αυτό γινόταν έξω. Εκεί, με τους άλλους. Τώρα είμαστε μόνοι μας. Αν το θέλεις μπορούμε να μιλήσουμε.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι, το θέλω. Εκεί ήταν ο κόσμος. Η κίνηση. Τα φώτα. Η ζωή. Εδώ είναι νέκρα, σκοτάδι και θάνατος. Εδώ είμαστε μόνοι εγώ κι εσύ. Κι η νύχτα αυτή είναι όλη η ζωή μας-είναι το δικαστήριο του μέλλοντός μας. Είναι η ίδια η αιωνιότητα.

ΑΝΤΡΕ
Αύριο πάλι όλα θα είναι ίδια.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ποτέ πια δε θα είναι ίδια. Δεν υπάρχει αύριο. Εδώ μέσα, στη φοβερή αυτή ησυχία, είμαστε η μόνη πηγή ήχων. Ό,τι πούμε εμείς απόψε είναι τα μόνα λόγια που θ' ακουστούν πάνω στη γη. Η αλήθεια είναι τούτη η νύχτα, τούτο το κελί, τούτη η ώρα.

ΑΝΤΡΕ
Ο ήλιος θα 'βγει αύριο το πρωί. Κι όταν έβγει ο επόπτης θα σηκωθεί από το κρεβάτι του, θα πιεί τον καφέ του και στις εφτά η ώρα θα είναι εδώ και θα μας ανοίξει. Κάθε μέρα αυτό συμβαίνει και σε πολλούς άλλους.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Κι αν ακόμα γίνει όπως λες, όλα θα 'ναι πάλι διαφορετικά. Ένας άλλος επιστάτης, ένας άλλος ήλιος. Η νύχτα αυτή όλα θα τα καθαρίσει. Και αυτό που έγινε εξαιτίας σου ανάμεσά μας θέλει ένα ξεκαθάρισμα.
Ήτανε κάτι διαφορετικό. Ήτανε μια αλλαγή πέρα από τα συνηθισμένα. Σε ξέρω τέσσερα χρόνια. Μου μιλούσες, σου μιλούσα. Είχαμε μιαν επικοινωνία όπως όλοι οι γνωστοί άνθρωποι μεταξύ τους. Όποτε βλεπόμασταν μιλούσαμε, γελούσαμε..
Και ξαφνικά άρχισες να μην απαντάς στις καλημέρες και στις κουβέντες μου. Πάνε πέντε μήνες. Πέντε μήνες και δέκα μέρες.

ΑΝΤΡΕ
Και τι σε πείραξε που δε σου μιλώ; Τρώθηκε ο εγωισμός σου; Έλαττώθηκαν οι θαυμαστές σου κατά έναν; Τι;

ΚΟΡΙΝΝΑ
(έντονα)
Σου είπα, ήταν μια αλλαγή. Την παρατήρησα...

ΑΝΤΡΕ
Ας δούμε πώς μπορεί να βγούμε από εδώ μέσα και να μείνουν όλα όπως είναι. Να μείνουμε στην τωρινή ζωή μας. Πώς μπορεί ν' ανοίξει μία πόρτα χωρίς το κλειδί της;

ΚΟΡΙΝΝΑ
Δεν μπορεί.

ΑΝΤΡΕ
(σηκώνεται και εξετάζει την κλειδαριά)
Αν είχα ένα εργαλείο κάτι θα κατάφερνα. Σε παρακαλώ μου δίνεις το σκαμνί σου;
(Η Κορίννα του δίνει το σκαμνί, αυτός πατάει επάνω και εξετάζει την οροφή. Κατεβαίνει απογοητευμένος. Σκουπίζει το σκαμνί και της το δίνει. Κάθονται)
Πώς έγινε και άργησες τόσο πολύ κι εσύ; Άλλες φορές κατβαίνω  μόνος τέτοια ώρα.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Έγινε. Όπως έγινε και σταμάτησε.

ΑΝΤΡΕ
Είσαι σίγουρη πως ο επιστάτης έχει φύγει;

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι. Ήμουν η τελευταία. Νόμιζα.

ΑΝΤΡΕ
Σε είδα πολλές φορές να μιλάς μαζί του. Δεν συζητήσατε ποτέ για την περίπτωση που κάποιος κλειστεί στο ασανσέρ;

ΚΟΡΙΝΝΑ
Όχι.

(σιωπή)

ΑΝΤΡΕ
Λοιπόν θα μείνουμε εδώ για μιαν ολόκληρη νύχτα...

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι. Κι αυτό θα κάνει τη ζωή μου ν' αλλάξει. Όπως έχει αλλάξει δυο φορές ως τώρα χωρίς την αποψινή νύχτα. Κι αυτή εδώ, ό,τι και να γίνει ανάμεσά μας, θα είναι η μεγάλη αλλαγή. Η γνώση που έρχεται κάποτε και που φέρνει την κατανόηση, που ξεδιαλύνει καταστάσες. Κάτι που δεν περίμενα να γίνει ποτέ αλλού. Μέσα σ' αυτό το ασανσέρ οι δυο μας... ποιος θα το φανταζόταν; Μια γη έπρεπε να υπάρχει για τον καθένα μας και να μη σμίγαμε ποτέ. Ή να μην είχαμε γεννηθεί.

ΑΝΤΡΕ
Κρυώνω..

ΚΟΡΙΝΝΑ
(τον κοιτάζει, διστάζει, τον ξανακοιτάζει, τέλος αποφασίζει. Βγάζει τη ζακέτα της και του την τείνει)
Πάρε. Εγώ δεν κρυώνω.

ΑΝΤΡΕ
(απότομα)
Όχι! Όχι! Δεν κρυώνω.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Τώρα είπες ότι κρυώνεις.

ΑΝΤΡΕ
(βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του)
Δεν κρυώνω.
(μαζεύεται όσο μπορεί στη γωνιά του. Η Κορίννα αποθέτει αμίλητη τη ζακέτα στην ποδιά της)
Να φορέσω τη ζακέτα σου! Για σκέψου...Φτάνει που είμαι κλεισμένος εδώ μέσα μαζί σου. Που αναπνέω τον ίδιο αέρα με σένα. Που έτσι και γυρίσω μόνο το κεφάλι μου το πρόσωπό σου θα 'βλεπα...

ΚΟΡΙΝΝΑ
Με σιχαίνεσαι λοιπόν; Με μισείς; Τι σου έκανα; Γιατί με αποφεύγεις; Γιατί όταν με βλέπεις αλλάζεις δρόμο; Ούτε ένα ρούχο μου δεν θέλεις ν' ακουμπήσεις;

ΑΝΤΡΕ
Δεν θέλω. Ναι, δεν θέλω. Κράτα τη ζακέτα σου.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Άραγε αυτή η νύχτα θα μου μάθει την αιτία που σταμάτησες να μου μιλάς;..
Σε ξέρω τέσσερα χρόνια. Ερχόσουν στο σπίτι μου. Όλοι σ’ αγαπούσαμε. Κουβεντιάζαμε, περνούσαμε τα βράδια μας με την παρέα σου κι εσύ με τη δική μας. Υπήρχε μια περίοδος μάλιστα που κάθε βράδυ ήσουν εκεί. Κι αν δεν ερχόσουν μας έλειπες. Το γέλιο δεν έλειπε από την παρέα μας. Και ο πατέρας μου σ' εκτιμούσε πολύ. Η μητέρα δεν ξέρει τι να πει που δεν μας έρχεσαι πια. Κι όταν ακόμα πιάσαμε δουλειά στο ίδιο εργοστάσιο, τίποτε δεν άλλαξε στις σχέσεις μου μαζί σου. Μάλιστα τώρα ήταν καλλίτερα. Και ξαφνικά, χωρίς αιτία, σταμάτησες να έρχεσαι στο σπίτι και σταμάτησες να μου μιλάς. Σου έλεγα καλημέρα κι εσύ μουρμούριζες κάτι κι απομακρυνόσουν βιαστικά. Στους άλλους μιλάς όπως πρώτα. Στ' αδέρφια μου το ίδιο. Μόνο σε μένα δε μιλάς. Όταν από μακριά με βλέπεις λοξοδρομείς για να μην συναντηθούμε. Κατάφερες αυτό που ήθελες-τώρα δε σου μιλώ ούτε εγώ. Έχω κι εγώ αξιοπρέπεια.
Μα όμως πόσο παράλογο μου μοιάζει αυτό που κάνω...Να διακόψω τις σχέσεις μου με κάποιον έτσι, επειδή αυτός με αποφεύγει χωρίς να ξέρω γιατί. Έμεινα ξάγρυπνη πολλές νύχτες ψάχνοντας να βρω την αιτία αυτής σου της συμπεριφοράς. Προσπαθούσα να βρω μήπως έκανα κάτι που σε πρόσβαλε, που σε πείραξε. Που σε έθιξε. Γιατί είσαι εύθικτος. Δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου. Ποτέ δε σου μίλησα άσχημα. Ούτε με μια πράξη μου δε σε πρόσβαλα. Μήπως είπα κάτι κακό σε κάποιονε για σένα και το έμαθες; Ούτε αυτό συμβαίνει. Πρώτα γιατί δε συζητώ για σένα με τους άλλους. Και προσέχω τα λόγια μου όταν μιλώ στο χώρο της δουλειάς, εδώ, στο εργοστάσιο, γιατί δεν θα 'θελα να κάνω κάποιο λάθος και να τα χαλάσω μαζί σου. Η παρέα σου ήταν καλή, είσαι ευχάριστος, έξυπνος και, είναι αλήθεια, ποτέ και συ δεν μου φέρθηκες άσχημα. Ποτέ δεν μου κακομίλησες, πάντα μου φερόσουν με ευγένεια, με κατανόηση, σαν ένας πατέρας ή σαν μεγαλύτερος αδερφός. Βέβαια δεν ήσουν
πατέρας ούτε αδερφός μου. Και θα μπορούσες να δείξεις μια δυσαρέσκεια κάποτε, θα μπορούσες σαν μεγαλύτερος να μην με προσέχεις, να με μεταχειρίζεσαι σαν παιδί που είμαι ακόμα. Όμως όχι. Πάντοτε ήσουν καλός μαζί μου. Και ευγενικός, Και περιποιητικός. Για να με πλησιάζεις κατέβαινες στην ηλικία μου. Το πρόσεξα πολλές φορές αυτό. Δεν στεκόσουν στο βάθρο του μεγάλου που απλά καταδέχεται να μιλήσει σε μια μικρή κοπέλα, αλλά γινόσουν μικρός κι εσύ κοντά μου. Και το εκτιμούσα πολύ . Δεν είμαι παιδί όμως πια. Είμαι γυναίκα. Και τώρα μπορώ να στο πω-πολλές φορές ένιωθα να κολακεύεται αυτή η γυναίκα μέσα μου από τη συμπεριφορά σου. Γιατί αν και το φέρσιμό σου ήτανε πάντα το ίδιο, μεγαλώνοντας εγώ το δεχόμουν όπως ταίριαζε κάθε φορά με την ηλικία μου. Έτσι, ένα κομπλιμέντο που, μικρή όταν ακόμα ήμουνα μου έλεγες, το δεχόμουνα με ένα γέλιο παιδιάστικο, για να το ξεχάσω αμέσως μέσα στο παιχνίδι και τις άλλες παιδικές μου απασχολήσεις που πάντοτε με περίμεναν. Όμως εδώ κι ένα χρόνο το ίδιο αθώο κομπλιμέντο το έπαιρνα, το έδενα, το κρατούσα και το νόημά του σκορπιζόταν σε όλο μου το κορμί χαρίζοντάς μου μια γλυκιά ευχαρίστηση. Και δεν το ξεχνούσα ώσπου να ακούσω το επόμενο κομπλιμέντο σου. Και ήσουνα πλούσιος σ΄ αυτά. Κι έδινες τόσα ώστε να μην ξεπεράσεις το όριο. Αλλιώς θα χάλαγες όλη τη ουσία, όλη την απόλαυση. Το ήξερες αυτό και το πρόσεχες πολύ. Πόσες τέτοιες ωραίες στιγμές μου είχες χαρίσει...Χωρίς ίσως να το υποπτεύεσαι, εγώ χρησιμοποιούσα τα λόγια σου για να ευωχούμαι. Δεν τα έπαιρνα πια σαν λόγια μεγάλου σε μικρόν, παρά σαν λόγια άντρα σε γυναίκα. Και το καταλάβαινες αυτό καμιά φορά και αμέσως άλλαζες κουβέντα ή στρεφόσουν σε άλλον και, δείχνοντας πως τάχα με αγνοείς, συζητούσες μαζί του για άλλα θέματα.
Ντρεπόμουν τότε για ό,τι ένιωθα και πήγαινα στο δωμάτιό μου όπου, ανάμεσα στα γράμματα των βιβλίων μου μπαίνανε τα γράμματα του πιο καλού λόγου που μου είχες πει πριν λίγο. Κι αυτόν το λόγο τον κρατούσα σαν φυλαχτό.
Στην κοινωνία που ζούμε δεν υπάρχει χρόνος για περιττά λόγια. Όλοι τρέχουν να προλάβουν κάτι και δεν τους μένει καιρός να πουν παρά μόνο τα απαραίτητα για την μεταξύ τους ρηχή επικοινωνία. Ούτε λόγια θαυμασμού ούτε φιλοφρονήσεις, ούτε λόγια επαινετικά όποιου καλού έχει κάποιος.  Μόνον εσύ, ίσως γιατί ήρθες εδώ από την πατρίδα όταν ήσουν μεγάλος, ίσως γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας σου, μόνο εσύ μπορούσες να λες τέτοια όμορφα λόγια. Και δεν ήτανε μόνο τα λόγια. Ήταν και τα μάτια σου. Γεμάτα θαυμασμό κάθε φορά, συμπλήρωναν τον καλό σου λόγο. Γεμάτα θαυμασμό και λαμπύρισμα.
Με ρώτησες γιατί μ’ ένοιαξε που σταμάτησες να μου μιλάς. Ίσως και να μου έλειψαν αυτά τα λόγια τα θαυμαστικά, αυτά τα φωτεινά βλέμματα. Που για σένα βέβαια δεν σήμαιναν ίσως τίποτα, σε μένα όμως έδιναν κάτι που δε θα το βρω σε άλλους και αλλού όσο και να ψάξω.
(μικρή σιωπή)
Θυμάμαι εκείνο το ροζ φουστάνι που πήγα κι αγόρασα για το χορό. Από την πρώτη στιγμή που το είδα δεν μου άρεσε. Μα ήτανε το μόνο που βρήκα. Το αγόρασα, το φόρεσα, δεν μπορούσα όμως να το χωνέψω. Μου έμοιαζε ανυπόφορο. Ώσπου όταν με είδες να το φορώ -θυμάσαι;-μου είπες πως είναι όμορφο και πως μου πηγαίνει θαυμάσια. Τότε το αγάπησα κι εγώ.
(χαμογελάει)
Θυμάμαι μια μέρα, πριν χρόνια, όταν είχα φτιάξει μια χάρτινη γιρλάντα και την είχα κρεμάσει γύρω από το λαιμό μου γυρίζοντας από το σχολείο. Όλοι με μάλωναν και με κορόϊδευαν που έκανα τέτοιες παιδιάστικες κουταμάρες. Εσύ είπες: "Τι ωραίο κολλιέ! Και πώς σου πηγαίνει!.."
Γιατί έχεις θυμώσει μαζί μου;

ΑΝΤΡΕ
(ονειροπόλα και σαν να μιλάει στον εαυτό του)
Το ροζ φουστάνι... μια πανδαισία... η χάρτινη γιρλάντα... Ποιος μπορεί να πει ότι ήρθε άσκοπα στον κόσμο όταν σε είδε να φοράς το ροζ εκείνο φουστάνι ή μια χάρτινη γιρλάντα στο λαιμό...Έξυπνος εγώ...για σκέψου... έξυπνος κι όμως πιασμένος σαν χαζή μύγα στο δίχτυ. Αρκετά έξυπνος για να μπορέσω να καταλάβω τι κρύβει μέσα του ένα άνθος' αρκετά έξυπνος για να καταλάβω πόσο αδύναμη είναι η δύναμη...πόσο μικρό είναι το μεγάλο…πόσο πολύ το τίποτα...όμως πολύ κουτός ώστε να μην μπορέσω να μυρίσω το άνθος, να μην γνωρίσω τη δύναμη ή την αδυναμία, να μείνω έξω από κάθε μεγάλο ή μικρό. Πολύ κουτός για να ζήσω...για να υπάρξω...για να γεννηθώ λες...Μα πάλι πώς μπορεί να πει κανείς πως δεν έζησε όταν έχει κρατήσει μέσα στο χέρι του το χέρι σου...

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι... η χειρομαντεία... Μου κράταγες το χέρι στο χέρι σου και διάβαζες τη μοίρα μου. Εγώ το είχα αφήσει μέσα στο δικό σου κι ένιωθα τόσο ελαφριά σαν να είχα ξεφορτωθεί όλο το βάρος μου κι όχι μόνο του χεριού μου. Κι όλο πράγματα που αρέσουν μου έλεγες. Πόσο είμαι έξυπνη, πόσο είμαι όμορφη, πόσο πολύ θα ζήσω. Μόνο λόγια όμορφα βγαίναν από το στόμα σου για μένα. Μου είπες ξάφνω πως αγαπώ ένα νέο της ηλικίας μου. Σου είπα: "φυσικά θα είναι της ηλικίας μου. Κανένα γέρο θ' αγαπούσα;» Ύστερα από αυτό τελείωσε γρήγορα η χειρομαντεία.

ΑΝΤΡΕ
Ω! Η ζωή! Η ζωή! Η ζωή μου! Γεμάτη αβεβαιότητα, κενό, φόβο πριν απ' όλα.
Μα από τότε που βρέθηκα σε τούτη τη χώρα-πάνε τώρα δέκα χρόνια- βλέπω γύρω μου ανθρώπους που φόβος δεν ξέρουνε τι θα πει. Που ντροπή δεν ξέρουνε τι θα πει. Που δεν έχουν αισθήματα. Όλοι αντιδρούν ίδια σε κάθε ίδιο ερέθισμα. Όλοι λένε τα ίδια λόγια σαν απάντηση στην ίδια ερώτηση. Αναρωτιέσαι αν είναι ζωντανά όντα ή ρομπότ, δημιουργήματα κάποιου αργόσχολου μηχανικού. Αφότου ήρθα εδώ προσπαθώ ν' ανακαλύψω σε κάποιον από αυτούς κάτι που να με κάνει να πω πως είναι άνθρωπος κι αυτός, όπως τόσοι που άφησα φεύγοντας από την πατρίδα-την πατρίδα μας.
Μάταια όμως.
Ωραία είναι να κυλάει έτσι η ζωή. Ήσυχη, προγραμματισμένη, με από πριν όλα γνωστά, με τις ανάγκες της όλες από καιρό καλυμμένες, με το θάνατο ένα ακόμα επεισόδιο, το τελευταίο της σειράς.
Είπα πως είναι ωραία τέτοια ζωή. Όχι. Δεν εννοώ πως είναι ωραία για κείνους που τη ζούνε. Γιατί δεν τη ζουν. Για κείνους αυτό δεν είναι ζωή. Είναι ένα πρόγραμμα, μια κουρντισμένη παρέλαση όπου σαν στρατιώτες συμμετέχουν.
Ωραία είναι για κείνον που την βλέπει απέξω. Που ζηλεύει. Που θα ήθελε να είναι ένας απ' αυτούς. Που θα ήθελε να είναι ένα τίποτε δηλαδή. Ή, που είναι το ίδιο, να ζει μηχανικά τη ζωή του χωρίς όλα εκείνα τα φοβερά συναισθήματα που κάνουν τη ζωή μια κόλαση.
Ναι! Έρχονταν φορές που θα το ήθελα κι εγώ. Θα ήθελα να είμαι ένα στρατιωτάκι ανάμεσα στα πλήθη εκείνα που βλέπω να περνάνε μπροστά μου αλύγιστα, άφοβα, αναίσχυντα αναίσθητα, βαδίζοντας άσκεφτα προς ένα άγνωστο τέρμα. Άγνωστο για μένα, τώρα, όχι γι αυτούς' αυτοί τίποτα δεν ξέρουν-τα ξέρουν όλα... Να είχα βγει από ένα εργοστάσιο δηλαδή στο οποίο θα μου έχουν δώσει μορφή και υπόσταση κι από κει θα προχωρώ όπως εκείνοι έχουν κανονίσει.
Άλλες φορές όμως τα βάζω με τον εαυτό μου που αφέθηκε να ζηλέψει τέτοια ζωή. Όχι πως είμαι εγώ κάτι καλλίτερο από κείνους. Μακριά από μένα η αίσθηση αυτή. Δεν έχω κατηγόρια για κανέναν. Κι αν κάποιος παίρνει τις διαπιστώσεις μου σαν κατηγόριες, το σφάλμα δεν είναι δικό μου. Όχι, δεν είμαι καλλίτερος απ' αυτούς. Είμαι όμως διαφορετικός. Κι όχι γιατί φτιάχτηκα εξαρχής έτσι, αλλά γιατί δεν έζησα σ' αυτή τη χώρα. Αν ζούσα εδώ, η ίδια πορεία θα περίμενε κι εμένα. Ίδιο ρομπότ θα ήμουνα κι εγώ τώρα. Μα έζησα αλλού. Δε με άδραξε η μηχανή στα γρανάζια της. Ελεύθερος ήμουνα και είμαι. Κανείς δε με έβαλε στο καλούπι να βγω ρομπότ από κει. Κανείς δεν έβγαλε τον φόβο από μέσα μου. Κανένας δε με έστιψε ώσπου να αποβάλω τα ανθρώπινα στοιχεία μου-τη ντροπή, τη σκέψη, την αγωνία, τον φόβο. Μακριά από μένα η πίστη στην παντοδυναμία του ανθρώπου. Μακριά από μένα η δήθεν νίκη του ανθρώπου πάνω στη φύση. Μακριά από μένα η νίκη του ανθρώπου πάνω στη μοίρα του. Μακριά από μένα τέλος η ιδέα του ανθρώπου σαν του προνομιούχου όντος του ζωικού βασιλείου. Είναι το πιο δυστυχισμένο.
Και ήρθα εδώ. Και τα είδα όλα αυτά. Και βρέθηκα μόνος μέσα σε έναν άλλο κόσμο όπου κανένας δε με γνώριζε, κανένας δεν με καταλάβαινε, κανένας δεν είχε κάτι κοινό με μένα. Ήρθα εδώ ένας άνθρωπος μέσα στα ρομπότ. Κάποια ανώτερη τεχνική βέβαια τα 'χει δημιουργήσει που ένας ηλίθιος θα υποκλίνονταν μπροστά της. Ούτε την ευτυχία να είμαι ένας ηλίθιος δεν έχω. Και η ενέργεια για να δρουν και να κινούνται όλα αυτά τα ρομπότ δεν είναι ο ηλεκτρισμός. Και για να μη σκουριάσουν δεν τ' αλείφουν με λάδι. Η δύναμη που τα κινεί είναι η εργασία. Και το συντηρητικό λάδι τους είναι το χρήμα. Θεέ μου! Πόσο χαρούμενη ήσουν όταν, κάθε φορά που είχες τα γενέθλιά σου σού έδιναν για δώρα άλλος δέκα άλλος είκοσι δολάρια... Όταν μιλούσες γι αυτά έλαμπες ολόκληρη από...από ευτυχία. Ναι, ήσουν ευτυχισμένη γιατί είχες χρήματα.
Στη χώρα μου όταν τα κορίτσια έχουν γενέθλια, έχουν μια τρελή παιδιάστικη χαρά γιατί θα βάλουν κοκκινάδι στα χείλη, γιατί θα τους επιτρέψουν την μέρα εκείνη να μείνουν έξω ως τις οχτώ το βράδυ αντί ως τις έξι, γιατί ο πατέρας θα τους πάρει καινούργια παπούτσια. Κι όταν θυμάμαι τη λάμψη στα μάτια σου όταν σου είπα πως θα σου έδινα τα μισά λεφτά αν θα κέρδιζα το λαχείο... ούτε ο Έρωτας δεν λάμπει έτσι στα μάτια των κοριτσιών του τόπου μου. Άλλη ήπειρος, άλλος κόσμος. Άλλος πλανήτης.
Άγγιξα κάποιον από τους ανθρώπους του καινούργιου μου πλανήτη. Σκληρό και κρύο ήταν η αίσθηση που αποκόμισα. Kοίταξα μέσα στα μάτια τους. Απλανή, ουδέτερα, ούτε του μίσους τη σπίθα δεν μπορούσαν να κρατήσουν. Άφοβοι στο περπάτημά τους, στις κινήσεις τους, στη ζωή τους. Τραβούν κατεπάνω στα εμπόδια και τα τσακίζουν. Δισταγμός, λέξη άγνωστη για κείνους. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, οι δηλώσεις και οι αναφορές τους, ακολουθούν η μια την άλλη προδιαγραμμένες. Ίδιοι όλοι τους αναμεταξύ τους. Σε ένα λαό τριακοσίων εκατομμυρίων! Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί! Αλλά δεν έχει νόημα να απαριθμήσω τις μηχανικές τους ενέργειες και ιδιότητες. Κοίταξε τον εαυτό σου. Θα δεις μερικά απόαυτά μόνον, και αυτά ξεθωριασμένα. Γιατί έχεις ξεφύγει πια από εκείνη την ακραία κατάσταση και αποκτάς συνείδηση, έστω επιοπόλαια ακόμα, έστω σχετική. Μα αρκετή για να σε ξεχωρίζει κιόλας από κείνους. Κι αυτή η διαφορά σου από κείνους, είναι έργο δικό μου. Εγώ σου χάρισα το δώρο αυτό. Εγώ σ' έκανα να ξεχωρίζεις από τους άλλους. Και αυτή η αλλαγή πιά καθορίζει την ζωή σου οριστικά.
Όταν ήρθα έριξα μια ματιά γύρω μου και είδα τις μορφές των ατσάλινων ανθρωπόμορφων όντων, είδα την παντοδυναμία του χρήματος, είδα τη στερεμένη βρύση της ανθρωπιάς . Είδα το χάος στα μάτια τους. Είδα το Τίποτα πίσω από το μυαλό τους. Είδα το αδύνατο να αλλάξω κάποιον απ' αυτούς. Είδα τη μοίρα του κόσμου τούτου που κάποια σαδιστική μηχανή τον έφτιαξε, είδα τον άνθρωπο χαμένον για πάντα και για όλα. Εσύ ήσουν η μόνη από το περιβάλλον μου που προσφερόσουν για μια προσπάθεια ανθρωποποίησης. Ήσουνα κόρη μεταναστών αγνών και πρωτόγονων που είχανε κουβαλήσει από την πατρίδα ό,τι καλό μπόρεσαν να φορτώσουν στο καράβι που τους έφερε εδώ. Κι αυτά τα λίγα καλά θα μπορούσαν να σου τα δώσουν κι εσένα. Μα εσύ γεννήθηκες εδώ. Και ό,τι ανθρώπινο σου δίνανε ανατρέφοντάς σε, έλιωνε σαν κερί κάτω από το βάρος της ατσάλινης νέας κοινωνίας σου.
Σιγά σιγά αλλά σταθερά οι μηχανικές στρατιές σε άλωσαν και οικειοποιήθηκαν όλα σου τα ανθρώπινα. Και η ψυχή σου πήρε κι εσένα τη μορφή του σώματός, του μεταλλικού σώματός τους. Και δεν ξεχώριζε μέσα σου ψυχή. Ζούσες όπως αυτοί. Αγαπούσες τα παιχνίδια τους, διάβαζες τα βιβλία τους, χανόσουν όλο και πιο βαθιά στην απανθρωπιά της χώρας σου. Κι είχες την ίδια άλογη αντίδραση σε κάθε τι λογικό. Και είχες πάρει και το γέλιο τους το φριχτό που δεν είναι ούτε ξέσπασμα χαράς ούτε στοιχείο μιας ευχάριστης διάθεσης, αλλά απλή μηχανική πράξη που μπαίνει σε ενέργεια όταν πατηθεί το ανάλογο κουμπί. Έτσι, εμόρφαζες το γέλιο σε κάθε συνάντησή σου με κάποιον, σε κάθε χωρισμό σου απ' αυτόν, σε κάθε σημείο της συζήτησης που η αμηχανία αλλιώς θα γέμιζε.
Είχες εξοστρακίσει την ντροπή από τη ζωή σου. Κάθε ίχνος ευγένειας και τακτ το έβγαλες από μέσα σου. Κάθε είδος ευαισθησίας, λύπης, φόβου, τρόμου, ήταν άγνωστο για σένα. Και η ελευθερία η περίφημη της χώρας σου ήταν για σένα η ίδια η ύπαρξή σου. Ελευθερία να μην είσαι άνθρωπος-αυτή ήταν η ελευθερία σου. Αυτή ήσουν όταν σε γνώρισα. Είχες κάνει τα περισσότερα βήματα προς το χαμό κι ήσουν έτοιμη να κάνεις κι όσα έμεναν ακόμα. Δεν κρατιόσουν. Ήθελες να ορμήσεις μπροστά. Να γίνεις ένα μεγάλο ρομπότ δικαιώνοντας τους κατασκευαστές σου.
Πότε μίλησες μαζί μου στον καιρό που σε γνωρίζω; Πότε έκατσες ν' ακούσεις τι είχα κι εγώ να σου πω, και να μου πεις κι εσύ την άποψή σου; Πότε τόσα χρόνια αντάλλαξες μαζί μου κάποιες λέξεις παραπάνω από όσες το πρόγραμμά σου σού επέτρεπε; Τέσσερα χρόνια που σε γνωρίζω πότε μίλησες σοβαρά μαζί μου; Σου έδωσα πολλές ανθρώπινες ευκαιρίες μα το ρομπότ μέσα σου τις εξουδετέρωνε όλες. Όταν ένιωθες πως η συζήτηση άρχιζε να γίνεται δύσκολη για σένα, σηκωνόσουν κι έφευγες. Έτσι, αναπάντεχα, χωρίς καμία πρόφαση, χωρίς καν να ζητάς τυπικά συγνώμη, χωρίς καμιά αιτία, μόνο και μόνο επειδή το ρομποτικό σου μυαλό ήταν έτσι φτιαγμένο να κάνει. Και πότε πήγαινες κι έπαιρνες ένα ποτό από το ψυγείο, πότε πήγαινες κι άνοιγες την τηλεόραση, πότε πήγαινες στο δωμάτιό σου, ή έβγαινες έξω αφήνοντάς με με την ατελείωτη κουβέντα στα χείλια μου. Θα μπορούσες να μου πεις πως δεν είχες να πεις τίποτα με ένα μεγάλο άνθρωπο σαν και μένα, που τόσο αταίριαστες οι ηλικίες μας ήταν. Μα δεν θα ήταν αλήθεια. Γιατί έκανες ώρες παρέα και συζητούσες με άλλους της ίδιας ηλικίας με μένα, που όμως ήσαν κι αυτοί ρομπότ. Ο λόγος λοιπόν δεν ήτανε αυτός. Μακάρι να ήτανε. Αυτό θα προϋπέθετε λογική, σκέψη, συνείδηση. Όχι. Τίποτα τέτοιο. Γίνονταν επειδή και μόνο έτσι ήταν προσχεδιασμένο να γίνει από τους σοφούς του κόσμου σου που σε είχαν έτσι ορίσει. Αν δεν σταματούσε το ασανσέρ αυτό την ώρα που μας κατέβαζε, δεν θα γινόταν η συζήτηση αυτή ανάμεσά μας. Μερικές φορές το απρόοπτο μπορεί να προβλέψει. Και που ήρθα στη χώρα σας και σε συνάντησα ήτανε κάτι απρόβλεπτο. Μέσα στην ρομποτοποίησή τους και τελείως σίγουροι για τη δύναμή τους οι σοφοί σας δεν είχαν προβλέψει πως ο ανθρωπισμός ενός ξένου θα μπορούσε να κρατήσει άσβηστος επί πολύ ύστερα από τον ερχομό του εδώ, και πολύ περισσότερο πως θα μπορούσε αυτός να επηρεάσει και άλλους. Φυσικά ο μηχανισμός σας είναι έτσι στημένος που από τη σύστασή του προβάλλει κάθε δυνατή αντίσταση σε κάθε ανθρώπινο. Ως ένα σημείο όμως. Σκέφτηκα πως ο έρωτας, το πάθος, όσο κι αν είχε μαχανοποιηθεί, όσο κι αν είχε προσεχτεί η τυποποίησή του από τους επιστήμονές σας, πάντα, μέσα στην πολλαπλότητα των παραγόντων που το επηρεάζουν και το δραστηριοποιούν, πάντα θα έμενε κάποιο μικρό άνοιγμα, κάποιο σημείο που δεν θα το είχαν προσέξει καλά ώστε να το απομονώσουν, να το αποκλείσουν κι αυτό. Κάποια μικρή τρυπούλα, κάποιο παραθυράκι θα τους ξέφευγε. Κάποια διαρροή δεν θα την αντιλαμβάνονταν. Σε σένα τουλάχιστο, που δε σε είχαν φτιάξει εκείνοι από την αρχή, αλλά τους παραδόθηκες αργότερα.
Και πέτυχα αλήθεια αυτό που έψαχνα να βρω. Το αδύνατο σημείο σου ήτανε ίδιο με κείνο που έχουν όλες οι γυναίκες πάνω στη γη-η φιλαρέσκεια, αυτή η βρώμικη και καταστροφική κατάσταση. Στην αρχή, στους πρώτους μήνες, ό,τι μηχανευόμουν για να σε κολακέψω κύλαγε πάνω σου χωρίς να σε αγγίξει καθόλου. Σαν όπως οι κύκνοι βουτάνε στο νερό και βγαίνουν άβροχοι όλο. Έβρισκα κάτι κάθε φορά για να υμνήσω πάνω σου. Τη μια κάποια από τις ομορφιές του σώματός σου, την άλλη κάποιο σου ελάττωμα που συ δεν το ήξερες ή το περνούσες για προτέρημα, ύστερα κάποιο ρούχο σου ,κάποιο στολίδι έπειτα. Κίνδυνος να παρεξηγηθώ από τους άλλους που ήταν μπροστά δεν υπήρχε. Ούτε που καταλάβαιναν τι έλεγα. Όπως εσύ στην αρχή.
Και οι λέξεις που σου έλεγα, στην αρχή αιωρούνταν στο ψυχρό δωμάτιο, ξαναγύριζαν σε μένα, με πλήγωναν σε κάθε άγγιγμά τους, μόνο στ' αυτιά σου δεν πλησίαζαν, μόνο το ρομποτικό σου μυαλό δεν μπορούσαν να προσπελάσουν. Σαν το άγριο ζαρκάδι ανύποπτη τριγύριζες ανάμεσά τους. Μα επέμενα. Κάτι μου 'λεγε πως θα πετύχω στο τέλος. Δοκίμασα να σου πω πως έχεις κρυφά πνευματικά χαρίσματα. Το ίδιο αποτέλεσμα. Άρχισα να βρίσκω υπέροχη κάθε γελοία σου πράξη, κάθε ρομποτένιο σου λόγο. Έπρεπε να τραβήξω την προσοχή σου. Αυτό θα ήτανε το πρώτο βήμα.
Μα συ χανόσουν. Πολλές φορές ερχόμουν στο σπίτι και δε σ' έβρισκα. Ήσουν πότε σε μια φίλη σου, πότε για ψώνια, πότε στο δωμάτιό σου, πότε στον κινηματογράφο. Κι έπρεπε να κυνηγάω σαν λαχανιασμένο σκυλί τις ώρες για να σε πετύχω και μέσα σ' αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, και να δημιουργήσω τις προϋποθέσεις που θα
δικαιολογούσαν το κομπλιμέντο μου, ώστε αυτό να έρθει φυσικό και να μάθεις να το δέχεσαι ύστερα από μια διεργασία παρόμοια πάντοτε, ώστε να το συνηθίσεις.
Ήθελα να σε σώσω από τα ρομπότ. Ήθελα να σε κάνω άνθρωπο. Ήθελα να νιώσεις το φόβο, την έλλειψη, την εγκατάλειψη, την απογοήτευση, την ερημία, τη φρίκη του να ζεις,  τον πόνο, το φόβο τέλος, το πιο ανθρώπινο. Και ο χρόνος περνούσε. Οι εβδομάδες ...οι μήνες...τα χρόνια...και τίποτα δε φαινόταν ικανό να σε αλλάξει.
Ώσπου μια μέρα κάτι φάνηκε. Είδα ένα φως να ανάβει στα μάτια σου, που φώτισε το σύμπαν... Είδα ότι τόσα χρόνια προσπάθειας από μέρους μου δεν είχαν πάει άδικα. Είχα έρθει στο σπίτι σου κι ήσουν έξω. Περίμενα. Ήρθες. Με χαιρέτησες με το ρομποτικό χαμόγελό σου. Πήγες στο δωμάτιό σου. Πήρες κάτι που ήθελες, βγήκες και διευθύνθηκες πάλι προς την εξώπορτα."Πού πας;" σου είπα. "Έξω", μου είπες, "θα πάω σινεμά με την Έϊμυ". Και για να μου πεις αυτά είχες σταθεί για λίγο κοντά μου.
"Δε σε είδα καθόλου σήμερα. Κάτσε να σε δω λίγο", σου είπα. Μια λάμψη φώτισε το κρύο βλέμμα σου. Κατάλαβες. Έκανες να κάτσεις-εσύ που άλλοτε σε παρόμοια περίσταση ούτε που θ’ άκουγες τι σου είχα ζητήσει, ξαναπήγες να φύγεις, ξανακοντοστάθηκες. Τέλος έφυγες λέγοντάς μου σιγά: "Θα ξανάρθω". Και πήγες αργά προς την πόρτα. Ήταν η πρώτη φορά που περπατούσες ανθρώπινα. Χωρίς εκείνη την ορμή και την άλογη αγερωχότητα που οδηγούσαν μέχρι τότε το βήμα σου.

ΚΟΡΙΝΝΑ
(σιγά)
Εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα, τότε σε είδα για πρώτη φορά.

ΑΝΤΡΕ
Τόσων χρόνων προσπάθεια είχε αποδώσει επιτέλους καρπούς. Τόσοι κόποι τότε φάνηκε πως δεν πήγαν χαμένοι. Ύστερα από δυο μέρες ήμουν σίγουρος πως σωστά είχα καταλάβει, πως είχες νιώσει. Ξανάρθα. Ήσουν στο δωμάτιό σου. Όταν έμαθες πως ήμουν εκεί ήρθες έξω και έκατσες αμίλητη στον καναπέ. Σε έβλεπα καθώς κουβέντιαζες με τους άλλους, να στρώνεις επάνω σου μια μπλούζα φανταχτερή που πρώτη φορά την έβλεπα. Την είχες αγοράσει την προηγούμενη μέρα όπως έμαθα μετά. Περίμενες να τελειώσω τη συζήτηση και να στραφώ σε σένα. Περίμενες να σου δείξω τον θαυμασμό μου για τη μπλούζα και για το πόσο ωραία σου πήγαινε. Γύρισα
τέλος προς το μέρος σου. Έδειξα χαρούμενη έκπληξη: "Καινούργια μπλούζα:;" "Ναι, σ' αρέσει;" "Είναι υπέροχη!"
Και αμέσως μετά: "Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα βρισκόταν κάτι που να σε ομορφήνει περισσότερο..."  Για πρώτη φορά είδα χαρά να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό σου. Α! Να μπορούσε έτσι ευτυχισμένα να γελάσει κανείς μόνο μια φορά στη ζωή του...Συνέχισα ύστερα από αυτό να σε επαινώ. Αν και δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς λόγια υμνητικά για μια εμορφιά σαν τη δική σου, πολλές φορές δεν έβρισκα τι να σου πω. Χρησιμοποίησα για ένα διάστημα όσους επαίνους σου είχα πει ως τότε, όταν ακόμα ούτε καν άκουγες πως σου μιλούσα. Όλα ηχούσαν σαν για πρώτη φορά στ' αυτιά σου που τώρα ήσαν ορθάνοιχτα κι ευαίσθητα για κάθε μου λόγο. Σιγά σιγά δεν χρειάζονταν να σου μιλώ. Μια θαυμαστική ματιά μου, ένας θαυμαστικός μορφασμός μου ήταν αρκετός για να καταλάβεις. Και τόσο ακατανόητος για τους άλλους ώστε κανείς να μην υποθέσει πως κάτι μας συνέδεε.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι. Είχα αρχίσει μιαν άλλη ζωή.
Ήμουν χαρούμενη και πρώτη φορά ένιωθα έτσι.
Και αυτή ήταν η δεύτερη αλλαγή που ένιωσα στη ζωή μου.
Η πρώτη ήταν όταν από μικρό παιδί μπήκα στην εφηβεία.
Θυμάμαι με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι τα τριαντάφυλλα. Όταν τ΄ άγγιζα ήμουν τριαντάφυλλο κι εγώ. Όταν ήμουν δίπλα στα ζωάκια ήμουν κι εγώ ένα απ' αυτά... Κοντά στο ποταμάκι κυλούσα κι εγώ μαζί του και όταν ενύχτωνε χανόμουν μες στη νύχτα. Μόνο πουλί ποτέ δεν έγινα. Κι αυτό είναι το μέγα μου παράπονο από τα
παιδικά μου χρόνια. Και φωτιά έγινα, και αέρας, και βράχος απότομος και αιχμηρός. Χωρίς να το επιδιώκω-όλα γίνονταν αυτόματα. Ήμουν ένας ανύποπτος χαμαιλέων. Μονο που δεν πέταξα. Και τα πουλιά τ΄ άγγιζα όταν ήταν σκοτωμένα ή φυλακισμένα.
Και ξαφνικά, μέσα σε λίγες κιόλας μέρες όλα τέλειωσαν. Όλα έγιναν απλά και γρήγορα και ας ήτανε τόσο βαθιά. Τα παιδικά μου όλα χάθηκαν πίσω από ένα τοίχο που ορθώθηκε μπροστά μου αδιαπέραστος. Και πίσω του, μαζί με τ’ αλλα χάθηκες και συ, ένα απ' όλα, ούτε καλλίτερο ούτε χειρότερο από όλα τ' άλλα. Γιατί μέχρι τότε δεν σε έβλεπα παρά σαν κάτι από κείνα τα παιχνίδια μου που όπως τα κούρντιζα πήγαιναν. Ήταν τότε που εσύ είχες βαλθεί να με κάνεις άνθρωπο όπως λες. Μα πώς θα γινόταν άνθρωπος ένα παιδί διαχυμένο σε όλα; Και ο τοίχος στεκόταν εκεί ολοένα κρύβοντάς μου κάθε τι. Είχαν τελειώσει λοιπόν όλα; Αυτό ήτανε η ζωή, αυτό ήτανε ό,τι μπορούσα να χαρώ με το κορμί μου; Ένα παιχνίδι με τα παιχνίδια, μια χαρά με τη χαρά και πάει; Εχτύπησα τον τοίχο με τα χέρια μου. Τον έγδαρα. Τον κλώτσησα. Τον πάλεψα για να τον γκρεμίσω. Εφώναζα:-Πάρτε αυτό τον τοίχο από μπροστά μου. Όποιος τον έχτισε εδώ ας τον γκρεμίσει. Ή ας με ξαναπάει στο άλλο του το μέρος. Εγώ ανήκω στην από κει μεριά του. Ακούστε με. Γκρεμίστε τον τοίχο μου. Και κάθε φορά, μετά από κάθε τέτοια πάλη, αποκαμωμένη, δαρμένη, άϋπνη, απογοητευμένη, έπεφτα στο χώμα.
Πόσος χρόνος πέρασε έτσι; Δε μετριέται με ανθρώπινα μέτρα. Και είχα αποφασίσει πως αυτή θα ήταν η ζωή μου από κει και πέρα. Ένας τοίχος και μια μοναξιά.
Τριγύριζα μέσα στο πλήθος των γύρω μου ανθρώπων σαν υπνωτισμένη από την επιρροή τους επάνω μου. Και ν' αντιδράσω δεν μπορούσα στη δύναμη που με έκανε ένα μ' αυτούς. Για χρόνια πολλοί φίλοι των αδερφών μου και αργότερα πολλοί συμμαθητές μου από το σχολείο έρχονταν στο σπίτι μου. Πολλά αγόρια με πλησίαζαν. Μα κανένα ποτέ δε μου είπε πόσο όμορφη ήμουν. Κανένας τους δεν πρόσεξε ποτέ κάτι καινούργιο επάνω μου. Το μόνο που κάνανε που και που, ήταν να μου προσφέρουν σφίγγοντάς την μέσα στη γροθιά τους και προτείνοντάς την μου κατάμουτρα σαν να θέλαν να με απειλήσουν, μια πορτοκαλάδα ή μια κόκα κόλα. Και θαρρούσαν ότι έπρεπε εγώ να την πάρω ευχαριστώντας τους επειδή είχαν χαλάσει για μένα λεφτά για να αγοράσουν την πορτοκαλάδα. Και το μόνο περιστατικό μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια
που μου θύμισε πως είμαι γυναίκα ήταν όταν ένας από αυτούς πλησίασε το πρόσωπό του μια μέρα κοντά στο δικό μου διατάζοντάς με: φίλησέ με!.. Μα τι γυναίκα θα ήμουν αν φιλιόμουν με κάποιον ύστερα από μια διαταγή;
Δεν ένιωθα τίποτε από όλα αυτά. Καμιά ζέστα δε με τύλιξε. Καμιά γλύκα δε με γλύκανε, κανένα κουδούνισμα δεν ήχησε όμορφα στα αυτιά μου.
Και τότε ήρθες εσύ. Δηλαδή ήρθες εσύ για μένα-γιατί πάντοτε ήσουν κοντά μου αλλά εγώ, τυφλωμένη από τη βαναυσότητα των συναναστροφών μου δε σ' έβλεπα. Ίσως γιατί όπως λες κι εγώ ήμουν ένα ρομπότ μέσα στα άλλα. Και τι άλλο μπορούσε να μου κρύβει για χρόνια κάτι τόσο φανερό και τόσο ωραίο;
Και ήρθες εσύ και γκρέμισες τον απαίσιο τοίχο που μου είχε στερήσει κάθε χαρά. και μου έδειξες τον καινούργιο μου κόσμο, γεμάτον με ανυποψίαστες, πρωτόφαντες για μένα χαρές. Και όλα άλλαξαν από τότε μέσα μου και γύρω μου. Και πάλι όλη η γη έγινε δική μου. Απέραντοι κάμποι καταπράσινοι απλώνονταν μπροστά στα κατάπληκτα μάτια μου. Ήτανε σαν να ήμουνα πάλι παιδί. Μα τώρα ένα παιδί με μάτια και χέρια και πόδια και κορμί δικά του, που ζητούσαν να τον δικό τους ρόλο μέσα στον καινούργιο κόσμο που ανοίχτηκε μπροστά τους. Και αυτή η δεύτερη αλλαγή που έγινε σε μένα ήταν υπέροχη.
Ξανάγινα ένα παιδί-ναι. Μα ένα παιδί που μόνο μέσα από ένα μαγικό γυαλί θεωρώντας την μπορούσε να ζει και να αιστάνεται τη νέα του γλυκιά πραγματικότητα. Και το μαγικό αυτό γυαλί ήσουν εσύ.
Εσύ που γκρέμισες τον τοίχο που μου έκρυβε τη χαρά, εσύ που έγινες το κρύσταλλο που μόνο κοιτάζοντας μέσα από αυτό φαίνονταν όλα ωραία.
Γρήγορα κατάλαβα πως μακριά από σένα όλα ξαναγίνονταν μαύρα και ο τοίχος άρχιζε να υψώνεται και πάλι απειλητικός.
Μα κοντά σου και μέσα από σένα όλα ήταν απρόσμενα επιθυμητά και ωραία.
Όταν έβλεπα τα γλυκά κι ευγενικά σου μάτια να με κοιτάζουν γεμάτα θαυμασμό που δεν προσπαθούσες καθόλου να κρύψεις, τότε κάθε τι καινούργιο μέσα μου ξυπνούσε και με αγωνία περίμενε κάποιον σου λόγο για να ευωχηθεί.
Όταν μου 'λεγες τα ωραία σου λόγια, ολόκληρη συνεπαιρνόμουν από τη μουσική τους.
Δεν μπορούσα να δείξω τίποτε μπροστά σου. Κάτι πιο δυνατό από τη θέλησή μου με κρατούσε να μην δείξω πόσο με ευχαριστούσαν όλα αυτά.
Πολλές φορές στη διάρκεια των συζητήσεών μας θα πρόσεξες πως με κάποια πρόφαση ζητούσα συγνώμη κι έφευγα γρήγορα. Πήγαινα στο δωμάτιό μου, έκλεινα την πόρτα, και άφηνα τον εαυτό μου να ξεσπάσει σε μιαν άφωνη χαρά για να μην ακουστώ.
Ύψωνα τα χέρια μου κι ευχαριστούσα το θεό και τον παρακαλούσα να μην τελειώσει ποτέ αυτή η χαρά. Μετά ερχόμουν όσο μπορούσα πιο γρήγορα στο μέρος όπου καθόσουν εσύ. Πόσο φοβόμουν μην πάρεις για αγένεια την απουσία μου! Ναι, εγώ που προτύτερα έφευγα από το δωμάτιο σαν να μην υπήρχε άλλος μέσα σ' αυτό, σαν να μην υπήρχε κάποια κουβέντα που έτσι την άφηνα μετέωρη, εγώ, τώρα κρεμόμουν από τα χείλη σου.
Από την άλλη άρχισα να σε ντρέπομαι. Έπαψα να φορώ τα κοντά παντελόνια που έδειχναν τους μηρούς μου ως επάνω και φορούσα ρούχα φαρδιά που δεν εφάρμοζαν πάνω μου. Μα τίποτα δεν άλλαξε στη στάση σου απέναντί μου. Και κατάλαβα σιγά σιγά ότι δεν ήταν το ντύσιμό μου που σε έκανε να με προσέχεις και να να θέλεις μου μιλάς, αλλά κάτι άλλο, κάτι πιο βαθύ που σε ενδιέφερε σε μένα. Σαν το βλέμμα σου να τρυπούσε και τα ρούχα μου και το κορμί μου, και να στόχευε κάπου βαθύτερα μέσα μου.
Ήταν σαν η ματιά σου να τρυπούσε τα ρούχα μου και να με έβλεπες γυμνή. Και αυτή η σκέψη μού άρεσε και βάθαινε τη σημασία των λόγων σου κάθε φορά που αυτά λυτρωτικά ραίναν το μύρο τους επάνω μου.
«Πού θα σταματήσει;», «Ως πού θα φτάσει;», «Ως πότε,» αναρωτιόμουνα. Και ένας τρόμος με τύλιγε και μια δυστυχία μ' έζωνε στη σκέψη πως κάποτε θα 'παυες να μου λες πόσο όμορφη είμαι. Μα κάθε ανησυχία μου διαλύονταν όταν έφτανε το πρωί. Μια καινούργια μέρα άρχιζε, μια μέρα που κάποια από τις ώρες της θα σε έφερνε κοντά μου πάλι-στο σπίτι μας. Και με την πρώτη ευκαιρία, που τώρα βοηθούσα κι εγώ να δημιουργηθεί, θα άκουγα πάλι τον γλυκό λόγο σου, θα ένιωθα πάλι να ηλεκτρίζομαι από τον θαυμασμό που ξεχύνονταν από όλο το είναι σου για την ομορφιά μου και για ό,τι καλλίτερο, ό,τι διαφορετικό είχα γίνει ύστερα από τόσον καιρό κοντά σου.
Και ξαφνικά όλα αυτά σταμάτησαν.
Απότομα.
Έπαψες να έρχεσαι στο σπίτι.
Έπαψες να μου μιλάς.
Έπαψες να με χαιρετάς όταν με έβλεπες έξω.
Άλλαζες δρόμο όταν συναντιόμασταν.
και πια για μένα μετά από την μεγάλη χαρά ήρθε η μεγάλη λύπη. Σιγά σιγά μα χωρίς οπισθοχώρηση, ένα αδιαπέραστο πέπλο έπεσε και σκέπασε όλα γύρω.
Ήρθες κοντά μου, μού 'δειξες το φως και μ' έριξες στο σκοτάδι.
Ήρθες, μου έφερες το πιο λαμπρό φόρεμα, κι όταν ντύθηκα μ' αυτό μου το ξέσχισες και με άφησες γυμνή.
Μου έδειξες την ευτυχία και την πήρες αμέσως από κοντά μου.
Μέσα στη γύρω ξερασιά νεράκι σε είχα δροσερό και στέρεψες.
Έτσι, χωρίς εξήγηση, χωρίς λόγο κανένα.
Αν ήξερα το γιατί, η λογική θα έντυνε, έστω επιφανειακά, λίγο από το χάος που άνοιξε η απουσία σου.
Ούτε αυτήν δε με αφήνεις να χρησιμοποιήσω. Γιατί; Και τι θα γίνω πια; Η τύχη μου ποια θα 'ναι;

ΑΝΤΡΕ
Ο προορισμός μου τελείωσε εδώ. Έπρεπε να σε βγάλω από αυτό τον συρφετό των ρομπότ. Έπρεπε να σου δώσω την αίσθηση. Έπρεπε να σε κάνω άνθρωπο. Έπρεπε μέσα σ' αυτή τη χώρα να σπείρω τον δικό μου μικρό σπόρο ανθρώπινης ουσίας. Το κατάφερα. Αυτό είναι το τέλος της αποστολής μου. Δεν με χρειάζεσαι πια. Δεν πρέπει να είμαι κοντά σου πια. Αλλού είναι η θέση μου τώρα. Θυμάσαι τη μέρα που ήμασταν μέσα στον κήπο σου και βλέπαμε κατάπληκτοι τα άνθη της πορτοκαλιάς μετά από την βροχή; Και τα μυρίζαμε, και ο αέρας, υγρός και νοτισμένος βαριά με το άρωμά τους μας ζάλιζε καθώς τον αναπνέαμε;

ΚΟΡΙΝΝΑ
Πώς να μην θυμάμαι; Ήταν η τελευταία φορά που ήρθες στο σπίτι. Ήταν η τελευταία φορά που μου μίλησες.

ΑΝΤΡΕ
Εκστατική κοίταζες τα καθαροπλυμένα ανθάκια και μου είπες:"Ένα τέτοιο ανθάκι είναι η ψυχή μου".
Δεν είχα να σου μάθω τίποτε άλλο πια. Ούτε περίμενα ν' ακούσω τίποτε άλλο από αυτό. Ο προορισμός μου είχε τελειώσει πια.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Αυτό ήτανε λοιπόν; Για να μου κάνεις ένα μαρτύριο τη ζωή μου με πλησίασες; Μου λείπουν τα λόγια που μου έλεγες. Τώρα οι μέρες μου περνάνε άχαρες, κρύες. Οι νύχτες μου είναι φριχτές καθώς ξέρω πως κανείς δε βρίσκεται κοντά μου να νοιώσει τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής μου, να τη ντύσει με όμορφα φορέματα και να τηνε φέρει μπροστά μου ωραία όπως εσύ μόνο την έκανες κάποτε να είναι.
Ναι, θα αλλάξουν όλα απόψε. Θα με ξανακάνεις ευτυχισμένη. Δεν είναι η περιέργεια που με σπρώχνει να μάθω γιατί με απαρνήθηκες. Είναι η ελπίδα πως όλα θα ξαναγίνουν όπως πρώτα. Είναι η ελπίδα πως όσες μέρες πέρασα μακριά σου θα γίνουν από σήμερα ένας περασμένος εφιάλτης που θα τον ξεχάσω τελείως όταν θ' ακούσω από το στόμα σου και πάλι λόγια θαυμασμού για ό,τι δικό μου, που η ζεστή και σίγουρη φωνή σου θα βυθίσει μέσα μου για να με κυριέψει πάλι το νόημά της. Έλα να συνεχίσουμε τη ζωή μας από κει που την αφήσαμε. Έλα να νιώσουμε ό,τι ο κάθε άνθρωπος ποθεί να νιώθει. Έλα συ μοναδική μου μέσα στον κόσμο χαρά. Έλα και δώσε μου την ευτυχία που κανείς άλλος δεν μπορεί-δεν ξέρει να μου δώσει. Έλα. Έτσι μόνη μου μέσα σε τόσα άψυχα δεν το αντέχω.
Έλα πάλι στο σπίτι μας. Τα δέντρα είναι πάλι ανθισμένα. Τα πορτοκάλια κάνουν πάλι την παράξενη συντροφιά τους με τα σταφύλια-εκείνα, προς το μέρος της κουζίνας-και σε περιμένουν κι αυτά να τα γέψεις.
Έλα πες μου πάλι εκείνα τα λόγια που με καίνε γλυκά. Ας γίνει η νύχτα η αποψινή μια καινούργια αρχή για την παλιά μας συντροφιά που όσο δεν εκτιμούσα τότε τους θησαυρούς της τόσο τώρα τους αναζητώ.
Είναι άχαρα όλα γύρω αν κανένας δεν με θαυμάζει. Αν δε με προσέχει κανείς. Αν δεν με χαϊδεύει κανένα μάτι με τα χάδια της αφοσίωσης, του θαυμασμού…
(χαμηλώνει τη φωνή της)
της αγάπης…της λατρείας...του πόθου…
(δυνατά και αποφασιστικά)
Ναι! Γιατί να μη το πω; Το ξέρω. Μ' αγαπάς. Με ποθείς. Με λατρεύεις. Κι εγώ θέλω να αρέσω. Να μ' αγαπάνε. Να με ποθούν. Δώσε μου τη χαρά που εσύ με έμαθες να χαίρομαι...

ΑΝΤΡΕ
Αν σε έμαθα την χαρά δεν στην έμαθα για να χαρείς μα για να σου λείψει. Αν σου γνώρισα της ευτυχίας τα ρίγη ήταν για να τα στερηθείς. Αν σου έφερα την ελπίδα ήταν για να σε παραδώσω στην απελπισία και στον φόβο.

ΚΟΡΙΝΝΑ
(έντρομη)
Θεέ μου όχι!

ΑΝΤΡΕ
Όλα της ζωής σου πρέπει να είναι δύστυχα. Πρέπει να ζητάς και να μην βρίσκεις. Πρέπει να νοιώθεις και να μη σε νοιώθουν. Πρέπει το μέλλον σου να είναι ζοφερό. Πρέπει ολόκληρη να είσαι μια επιθυμία και να βρίσκεις την αδιαφορία. Σου έδωσα την αίσθηση για να αισθάνεσαι πόνο. Σου έδωσα τη γνώση για να ξέρεις πως δεν θα έβρεις εκείνο που ζητάς. Σου έδωσα ψυχή για να υποφέρεις. Σου έσπειρα τον πόθο για να σε σπαράζει απλήρωτος.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Γιατί δεν με άφησες όπως ήμουν-ένα ρομπότ; Γιατί αν ήτανε να με αφήσεις βουτηγμένη στον πόνο-γιατί να μου δώσεις την ανθρωπιά; Πώς θα ζήσω σε τέτοια μια κόλαση σ' όλη μου τη ζωή από τις φλόγες της τυλιγμένη; Πώς χωρίς σταγόνα νερού για να σβήσω λίγη από τη δίψα που εσύ... εσύ μου άναψες;

ΑΝΤΡΕ
Είσαι άνθρωπος.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Νόμιζα πως μ’ αγαπάς. Δεν μ’ αγαπάς λοιπόν καθόλου;

ΑΝΤΡΕ
Σ' αγαπώ. Είσαι το δημιούργημά μου.

ΚΟΡΙΝΝΑ
(θυμωμένα και ειρωνικά)
Το δημιούργημά σου; Είσαι θεός λοιπόν;

ΑΝΤΡΕ
Ναι. Είμαι θεός.

ΚΟΡΙΝΝΑ
(έξαφνα σηκώνεται και φωνάζοντας όλο και δυνατότερα, υστερικά)
Ναι; Ναι; Λοιπόν είσαι θεός; Θα σου πω εγώ τι είσαι.
(κάνοντας εξαγριωμένη βόλτες μπροστά του)
Είσαι ένας γερο-σάτυρος. Αυτό είσαι! Ένας γερο-παραλυμένος. Με βρήκες μικρή και βάλθηκες να με τυλίξεις στα δίχτυα σου. Μπόρεσες να με κοροϊδέψεις και θα κατάφερνες ό,τι είχες στο νου σου αν δε σε σταματούσε ο φόβος για τις συνέπειες. Αυτό είσαι. Με βρήκες μικρή και νόστιμη και βάλθηκες με γλυκόλογα να με κάνεις να σ' αγαπήσω. Τα κατάφερες. Μα για κάποιαν αιτία την τελευταία στιγμή έκανες πίσω.
Ένας γερο-σάτυρος είσαι! Ένας γερο-βρωμιάρης! Αυτό είσαι! Ένας ξεκούτης γέρος που του αρέσουν τα μικρά κοριτσάκια -ένας διεστραμμένος γέρος.
(ο Αντρέ μένει ακίνητος κοιτάζοντας κάτω. Η Κορίννα ορμάει πάνω του, τον πιάνει από τα ρούχα του, τον ταρακουνάει, τον χτυπάει, τέλος τον ξαπλώνει κάτω)
Μ’ ακούς ελεεινέ; Αυτό είσαι. Ένας παλιάνθρωπος. Ένας ετοιμόρροπος γέρος που μπορεί να σε κάνει καλά μια γυναίκα σαν και μένα. Μια οχιά είσαι! να τι είσαι...
(Τα τελευταία λόγια τα προφέρει όντας έτοιμη να του πατήσει με το πόδι της το κεφάλι. Κατεβάζει σιγά σιγά το πόδι της δίπλα στο κεφάλι του)
Ναι...μια οχιά είσαι. Είσαι το φίδι. Όχι ο θεός. Μα την αλήθεια, έτσι σερνάμενος χάμου ίδιος μοιάζεις. Και σε σιχαίνομαι...Σε σιχαίνομαι όσο μπορεί άνθρωπος να σιχαθεί. Ένα σιχαμερό φίδι. Ένα γλοιώδες ερπετό είσαι!...
(λέγοντας αυτά κάθεται στη γωνιά της πάλι. Σιωπή. Ο Αντρέ σηκώνεται και σιγά παίρνει πάλι τη θέση του)

ΑΝΤΡΕ
(σιγά)
Ναι. Είμαι το φίδι. Αυτό είναι ο θεός.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Όχι. Είσαι το φίδι μα ο θεός είναι άλλος. Και θα με πάρει από την κόλαση που εσύ με έριξες και θα με πάει στον παράδεισο. Και συ θα μείνεις εκεί, σερνάμενος στο χώμα και γλοιώδης.

ΑΝΤΡΕ
(ήρεμα)
Παράδεισος ήταν η ρομποτική σου ζωή. Δεν χαίρεσαι που τώρα έχεις ψυχή-που έγινες άνθρωπος;

ΚΟΡΙΝΝΑ
(αλλάζοντας απόφαση, προκλητικά μέχρι χυδαία)
Κι αν έχω ψυχή όμως έχω και σάρκα.
(σηκώνεται και γονατίζει δίπλα του)
Και αυτή η σάρκα έχει το σχήμα που σου αρέσει. Τόσες φορές μου το 'δειξες. Τόσες φορές μου το είπες. Τη σάρκα αυτή την ποθείς. Θέλεις να την χαρείς. Γιατί κι εσύ, θεός ή φίδι, είσαι κι εσύ από σάρκα που διψάει έρωτα.
(τον αγγίζει, σκύβει προσπαθώντας να τον δει στα μάτια )
Θυμήσου πόσες φορές με πόθησες, πόσες φορές ευχήθηκες να ήμουν δική σου. Πόσες φορές μ' έγδυσες με τα μάτια σου. Τώρα ήρθε η ώρα να γίνουν αλήθεια όλα όσα φανταζόσουν στην πιο τρελή σου φαντασία. Γύρνα τα μάτια σου και δες με έτσι φλεγόμενη. Άπλωσε τα χέρια σου και πιάσε με! Άγγιξέ με! Μίλα μου πάλι… Και πες μου πόσο είμαι ωραία. Και μη μιλήσεις για τα πόδια, το στήθος, το κορμί μου, όπως φανταζόσουν πως είναι.
(αρχίζει να γδύνεται)
Δικά σου όλα τώρα είναι ζωντανά. Και ούτε που χρειάζεται να με ξεντύσεις. Όλα μου τα ρούχα τα αποθέτω μπροστά στα πόδια σου. Και πάνω τους γυμνό θα ξαπλώσω το κορμί μου. Δικό σου.
(βγάζει και το τελευταίο της ρούχο και το απιθώνει μπροστά του. Ύστερα ξαπλώνει πάνω στα ρούχα που έβγαλε ,τον πιάνει από το χέρι και προσπαθεί να τον φέρει κοντά της )
Έλα. Να μου πεις μονάχα έστω πως είμαι ωραία. Πες το μου. Δες με. Αγκάλιασέ με. Νοιώσε με και ύστερα πες μου πως αυτό που ένοιωσες ήτανε ωραίο.

ΑΝΤΡΕ
(σηκώνεται και αποφασιστικός και ήρεμος αρχίζει να τήνε ντύνει. Η Κορίννα δεν αντιδρά.) Χίλιες στιγμές κι αν ζήσεις σαν και τούτη, πάλι την άρνηση θε ν' αντικρίσεις. Κανείς ποτέ δε θα σου δώσει ό,τι σου 'δωσα. Δυστυχισμένη θα κυλά η ζωή σου και ποτέ ικανοποίηση δε θα 'βρεις. Κι όταν στο τέλος φτάσεις του μακρινού σου ταξιδιού, μέσα στο σκεβρωμένο το κορμί σου η ίδια φωτιά θα λαμπαδιάζει άσβηστη κι ακοίμητη στον αιώνα. Είναι η φωτιά που εγώ μέσα σου έχω ανάψει. Για να μη χαθεί. Για να υπάρχει δίνοντας τη ζέστα της στον κόσμο να κινείται. Για να γεννοβολάει αστέρια και ήλιους και φεγγάρια και σύμπαντα. Για να πλάθει φίδια θεούς κι ανθρώπους. Κι ακόμα-μην τρομάζεις-για να φτιάχνει ρομπότ. Για να φτιάχνει κήπους, εργοστάσια και ασανσέρ που σταματάνε κρατώντας μέσα τους φυλακισμένους πλάστη και πλάσμα, δυο δυστυχισμένα όντα χαμένα μέσα στου σύμπαντος μιαν άκρη
(λέγοντας αυτά την έχει ντύσει και την καθίζει στο σκαμνί της. Ύστερα κάθεται κι αυτός στη γωνιά του)
Ας κάτσουμε πάλι όπως ήμασταν πρώτα. Είπαμε πολλά. Τώρα ξέρεις.
Χώθηκες πιο βαθιά στη δυστυχία. Λίγο ακόμα και θα υποταχτείς τέλεια. Ας ησυχάσουμε πια. Όλα είναι περιττά όπως και όλα είναι απαραίτητα. Τα υπηρετήσαμε και τα δυο. Κανένας δεν μπορεί να μας ψέξει για ανεπάρκεια. Και ας ακολουθήσει καθένας το δρόμο του. Εγώ τρέχοντας προς το τέλος κι εσύ περπατώντας δυστυχισμένη και λιγότερο ελπίζοντας σε κάθε καινούργια σου μέρα.
(μεγάλη σιωπή)

ΚΟΡΙΝΝΑ
(βγάζει από την τσέπη της ένα κλειδί. Άψυχη, παραδομένη)
Πάμε να βγούμε από δω μέσα. Εγώ σταμάτησα το ασανσέρ.
(Ο Αντρέ δεν ξαφνιάζεται. Σηκώνεται και ετοιμάζεται να βγει ενώ η Κορίννα ανοίγει την πόρτα του ασανσέρ. Ο Αντρέ βγαίνει και τραβάει προς την έξοδο του κτιρίου. Η Κορίννα βγαίνει πίσω του. Με όση δύναμη μπορεί να συγκεντρώσει του φωνάζει)
Στάσου!
(ο Αντρέ κοντοστέκεται. Στρέφει προς αυτήν. Ικετευτικά)
Πες μου κάτι... κι ας μην το πιστεύεις…

(ο Αντρέ ξαναστρέφει εμπρός και συνεχίζει να περπατά ώσπου να πάψουν να ακούγονται τα βήματά του. Η Κορίννα απλώνει το χέρι προς αυτόν σαν για να κρατηθεί από κάτι. Κάνει κάτι να πει, δεν το λέει. Κατεβάζει το χέρι απελπισμένη. Γονατίζει και σκύβει το κεφάλι ώσπου αυτό ν’ ακουμπήσει στο πάτωμα)



Α Υ Λ Α Ι Α
 


 Φώτη  ήρθε και με βρήκε η Έλενα. Τη θυμάσαι; Την είδες μια δυο φορές. Θέλει λέει να της βρω έναν καλό δικηγόρο, γιατί την βιάσανε πέρσι το καλοκαίρι. Εσύ που ασχολείσαι με αυτά θα ξέρεις κάποιον.  Πάρε με και πες μου σχετικά. 

Τι ήθελες και την έστελνες κάτω; Εδώ δεν είναι Αμερική.
Μου είπε τι έγινε και σου το μεταφέρω με όσα λιγότερα λόγια μπορώ.
Θέλοντας να μαυρίσει βγήκε και πήγε στο κοντινό της άλσος. Διάλεξε ένα μέρος με πρασινάδα, δίπλα σε μια παρέα νεαρών που έπαιζε αυτοσχέδιο βόλεϊ και γδύθηκε. Έβγαλε τη μπλούζα της, έβγαλε το σορτσάκι της, έβγαλε το σουτιέν της και το κάτω της εσώρουχο και ξάπλωσε πάνω στο γρασίδι.
Τη διέκοψα.
Καλά, της λέω, γιατί πήγες δίπλα στα παιδιά να γδυθείς;  
Δεν είμαι ελεύθερη να ντύνομαι και να γδύνομαι όπου και όπως  θέλω; μου λέει. Έχουμε ή δεν έχουμε δημοκρατία; Στον εικοστό πρώτο αιώνα ζούμε!
Τι να της έλεγα; Ότι δεν είναι ελεύθερη;  Ή ότι δεν έχουμε δημοκρατία;
Και λοιπόν τι έγινε; της λέω.
Αφού γδύθηκα λοιπόν, μου λέει, ξάπλωσα ανάσκελα και άνοιξα τα πόδια μου. Τότε λοιπόν ένα κτήνος, ένας παλιάνθρωπος, ένας αλήτης, άφησε το βόλεϊ, ήρθε, έπεσε πάνω μου και με βίασε.
Καλά, της λέω, ύστερα από αυτό που έκανες-να ξαπλώσεις και να ανοίξεις τα πόδια σου ενώ ήσουν γυμνή, δεν περίμενες ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο; Είσαι με τα καλά σου;
Ποιος σου είπε είπε πως ήμουνα γυμνή,  μου λέει.  Για ποια με πέρασες;  Στις θηλές των μαστών είχα από ένα αστεράκι και στη θέση του φύλου μου έναν αστερία. Θέλω να μου βρεις δικηγόρο. Έχω και βίντεο που δείχνει ξεκάθαρα .ότι λέω την αλήθεια. Με βιντεοσκόπησαν και τους ζήτησα αντίγραφο.
Τους  ζήτησες αντίγραφο; Και γιατί; της λέω .
Για να τη βρίσκω όταν είμαι μόνη μου, η απάντησή της.  Τώρα θα ρωτάς ή θα μου βρεις έναν καλό δικηγόρο να πάω μαζί του να κάνω την καταγγελία;
Λοιπόν Φώτη στείλε μου όνομα και διεύθυνσή του.
Αν δεν μπορέσεις να μου απαντήσεις από εδώ, πάρε με στο τηλέφωνο. Στο μικρό τηλέφωνο.

 ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να Την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω, άνθρωπε νέε, να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω το ταξίδι το δικό μου.

  Ο ΠΡΩΗΝ ΜΟΥ
(μονόπρακτο)

ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΑΝΕΣΤΗΣ
ΘΑΝΑΣΗΣ (φίλος του)
ΜΑΡΙΝΑ (κοριτσάκι εννέα χρονών)
ΑΝΘΗ (σύντροφος του Θανάση)
ΒΙΒΗ (σύζυγος του Ανέστη)
ΦΩΝΕΣ γυναικών και αντρών

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Το σπίτι του Ανέστη.
Δωμάτιο με πόρτα που οδηγεί στο χολ και άλλη που οδηγεί στο υπόλοιπο σπίτι.
Ο Ανέστης τρώει στο τραπέζι. Χτύποι στην πόρτα.
Σηκώνεται και ανοίγει. Μπαίνει ο Θανάσης.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Καλώς τον. Έλα να φάμε. Κολατσίζω.
ΘΑΝΑΣΗΣ
Έχω φάει. Καλή σου όρεξη.
(κάθεται σε μια καρέκλα)
ΑΝΕΣΤΗΣ
Σχεδόν τελείωσα κι εγώ.  Τι να φάω… Φαί κι αυτό… και άμα τρως μόνος σου δεν έχεις και μεγάλη όρεξη…
(Βάζει την καρέκλα του απέναντι από του Θανάση)
ΘΑΝΑΣΗΣ
Δεν γύρισε ακόμα η Βιβή;
ΑΝΕΣΤΗΣ
Μπα! Όταν πηγαίνει στη μητέρα της ξεχνιέται…
(Με ενδιαφέρον)
Τι έγινε;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Τι να γίνει…
ΑΝΕΣΤΗΣ
Της μίλησες;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Ναι.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Λοιπόν;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Τα ίδια.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Δηλαδή;..
ΘΑΝΑΣΗΣ
Τι δηλαδή; Τίποτα. Δεν είναι ευχαριστημένη από τη ζωή της λέει.
(Σιωπή)
ΑΝΕΣΤΗΣ
Τη ρώτησες γιατί; Τι είπε;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Δε με θέλει άλλο λέει. Δεν έχω λεφτά λέει, δεν της αγοράζω μηχανάκι που θέλει λέει, τελειώσαμε λέει.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Και έτσι πετάει ενός χρόνου σχέση-«τελειώσαμε»;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Δεν μου το είπε, αλλά έμαθα ότι γνώρισε κάποιον άλλον, που έχει ένα μαγαζί που πουλάει ρούχα.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Ώστε ζήτημα χρημάτων;…
ΘΑΝΑΣΗΣ
Δεν ξέρω ρε Ανέστη. Δεν ξέρω τι να πω. Έχει και μια καινούργια φιλενάδα που ήρθε εδώ κι ένα μήνα στην πολυκατοικία. Μήπως κι αυτή της βάζει  ιδέες… Της είπα μήπως θέλει να ζήσει κοντά στη μητέρα της να μετακομίσουμε, ούτε αυτό δεν της άρεσε. Τη μια μου λέει ότι δεν την ενδιαφέρει το χρήμα, την άλλη ότι θέλει να ζήσει τη ζωή της. Και μαζί μου δεν ζεις; της λέω. Δεν πηγαίνουμε σε ταβερνάκια; Δεν σε έχω πάει στην Θεσσαλονίκη; Δεν σου αγοράζω όποιο άρωμα μου ζητάς; Τι άλλο θέλεις, πες το μου και θα το κάνω. Θα δουλέψω διπλή βάρδια και θα το κάνω-ότι  και να μου ζητήσεις.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Και τι λέει;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Ώσπου να γίνουν όλα αυτά η ζωή της θα έχει φύγει, τέτοια. Άλλα λέγαμε όμως ρε Ανέστη τότε, όταν γνωριστήκαμε. Η αγάπη μας ήτανε μεγάλη και σταθερή για δέκα ολόκληρους μήνες.
Ξέρεις πόσο ταιριαστοί ήμασταν. Μαζί σας βρεθήκαμε πολλές φορές και έβλεπες και συ ότι όλα ήτανε καλά ανάμεσά μας. Και όταν βγαίναμε οι τέσσεροί μας, έδειξε ποτέ να μην της αρέσει κάτι;
Σου λέω Ανέστη, δεν χωρίζαμε παρά μόνον όταν πήγαινα στη δουλειά.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Θυμάμαι πόσο αλήθεια ήσασταν ταιριαστοί. Όταν της αγόρασες εκείνο το δαχτυλίδι ήταν πραγματικά ευτυχισμένη…
ΘΑΝΑΣΗΣ
Και την αγαπώ ρε Ανέστη. Όταν κάναμε όρκους αγάπης εγώ τους εννοούσα ρε Ανέστη. Αυτή ήταν και είναι η ζωή μου και η ευτυχία μου. Κι ήταν κι αυτή ευτυχισμένη. Το έδειχνε με όλους τους τρόπους. Και τώρα…
ΑΝΕΣΤΗΣ
Κι εγώ έβλεπα ότι κι αυτή σε αγαπάει. Το έδειχνε ακόμα και όταν ήμασταν οι τρεις μας-εγώ με την Βιβή κι εκείνη. Μα πες μου, είναι τόσο ρηχή που να πετάει μια αγάπη για τι-για λίγα λεφτά πάρα πάνω όπως μου λες;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Δεν ξέρω τι να πω κι εγώ ρε Ανέστη. Τι έχει μέσα στο μυαλό της πού να ξέρω…
ΑΝΕΣΤΗΣ
…Σου έχει κάνει λόγο για γάμο; Μήπως αυτό θέλει;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Δεν έχει δείξει κάτι τέτοιο. Ούτε μου έχει πει κάτι σχετικά, που να δείχνει ότι το θέλει. Και όταν εγώ της μίλησα για γάμο μια φορά, δεν ενθουσιάστηκε. Αν θα το ήθελε, την άλλη Κυριακή θα πηγαίναμε στην εκκλησία … Μια τέτοια σχέση ποιος δεν θα ήθελε να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή… Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν ρε Ανέστη…  Στο λέω.  Από τότε που την γνώρισα, μόνον κοντά της υπάρχω. Τις άλλες ώρες λες ότι δεν ζω…
ΑΝΕΣΤΗΣ
..Πού είναι τώρα; Στο σπίτι;
ΘΑΝΑΣΗΣ
Εκεί την άφησα. Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί της. Κάποιες φορές μου έρχονται τρελές ιδέες στο μυαλό. Την αγαπώ ρε Ανέστη! Το καταλαβαίνεις;
ΑΝΕΣΤΗΣ
Το ξέρω-δεν το ξέρω;
(Χτύποι στην πόρτα)
ΘΑΝΑΣΗΣ
(Ανοίγει. Πίσω της στέκει η Μαρίνα)
ΜΑΡΙΝΑ
Γεια σας.
(στον Ανέστη)
Πάω στην αγορά κύριε Ανέστη-θέλετε τίποτα από κει;
ΑΝΕΣΤΗΣ
Όχι κοριτσάκι μου, σήμερα έχω απ’ όλα, ευχαριστώ.
ΜΑΡΙΝΑ
(κοιτάζοντας προς τον Θανάση)
Για τον κύριο Θανάση δε ρωτάω, η κυρία Ανθή δεν λείπει… Γεια σας…
(φεύγει τρέχοντας)
ΑΝΕΣΤΗΣ
Τρελοκόριτσο αλλά πάντα εξυπηρετικό το Μαρινάκι.. Καλλίτερη κι από ορντινάντσα στο στρατό…
ΘΑΝΑΣΗΣ
(επαναφέροντας τον Ανέστη στην προηγούμενη συζήτησή τους)
Μίλησέ της κι εσύ ρε Ανέστη. Καλά έχω καταλάβει ότι έχει βάλει στο μάτι άλλον, ή κάτι άλλο είναι που θέλει να τα χαλάσουμε; Εσύ τα ξέρεις όλα τα δικά μας.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Θα της μιλήσω.
ΘΑΝΑΣΗΣ
Τώρα. Σήμερα. Πάρτην στο τηλέφωνο, στο σπίτι την άφησα. Πες της να έρθει, βρες μια πρόφαση, ότι θέλεις παρέα ξέρω γω, και ρε Ανέστη, να είμαι στο διπλανό δωμάτιο εγώ, να ακούσω τι θα σου πει;
ΑΝΕΣΤΗΣ
Δεν είναι σωστό...
ΘΑΝΑΣΗΣ
Γιατί; Να ακούσω τι θα πει κι αν θα πει τα ίδια και σε σένα. Εδώ παίζεται η ζωή μου Ανέστη…
ΑΝΕΣΤΗΣ
Εξάλλου αν το καταλάβει θα χαλάσει τελείως η δουλειά και δεν θα εμπιστεύεται πια ούτε εμένα.
ΘΑΝΑΣΗΣ
Πού θα το καταλάβει; Αν καταλάβω πως υποψιάστηκε τίποτα, θα βγω γρήγορα από την πίσω πόρτα και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Καλά. Κάτσε να την πάρω.
(σχηματίζει έναν αριθμό στο τηλέφωνο)
Γεια σου Ανθή. Τι κάνεις;
ΑΝΘΗ
(φωνή της στο τηλέφωνο)
Γεια σου Ανέστη. Καλά είμαι, εσύ;
ΑΝΕΣΤΗΣ
Τα ίδια όπως τα ξέρεις.
ΑΝΘΗ
Η Βιβή εκεί είναι;
ΑΝΕΣΤΗΣ
Όχι, έχει πάει στη μάνα της και όταν πηγαίνει εκεί ξεχνάει να γυρίσει.
(βλέποντας συνωμοτικά τον Θανάση)
Ο Θανάσης εκεί είναι;
ΑΝΘΗ
Όχι. Βγήκε.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Δεν έρχεσαι από δω να πιούμε ένα καφεδάκι; Έχω μοναξιές. Ή  έχεις να κάνεις κάτι;
ΑΝΘΗ
Να κατεβάσω το φαϊ από τη φωτιά και θα πεταχτώ. Έχω κάτι δουλίτσες σήμερα αλλά θα τις αφήσω για αργότερα ή για αύριο. Έρχομαι.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Άσε ένα σημείωμα στον Θανάση πού είσαι, ώστε αν το δει να έρθει εδώ κι αυτός.
ΑΝΘΗ.
Εντάξει.
(Ο Ανέστης αφήνει το ακουστικό. Στον Θανάση)
Έρχεται λέει.
ΘΑΝΑΣΗΣ
Ωραία. Κι εγώ θα είμαι δίπλα. Να μάθω ρε Ανέστη, τι κεντρί την τσίμπησε....
ΑΝΕΣΤΗΣ
Μήπως όλα αυτά είναι της φαντασίας σου Θανάση; Μάλλον θα έλεγα, μήπως υπερβάλλεις κάπως; Στο κάτω κάτω είσαστε μαζί ένα χρόνο τώρα, αλλάζουν οι άνθρωποι με τον καιρό… Βέβαια κι εγώ έχω δει μιαν αλλαγή στη μεταξύ σας συμπεριφορά τελευταία…
ΘΑΝΑΣΗΣ
Τι φαντασίες Ανέστη…Ο καθένας θα έβλεπε τη διαφορά στα λόγια της και περισσότερο στην συμπεριφορά της.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Καμιά φορά, οι άνθρωποι είναι  φυσιολογικό να αλλάζουν κάπως τρόπους αντίδρασης στις ίδιες καταστάσεις που αντιμετωπίζουν,..
ΘΑΝΑΣΗΣ
Δεν φτάνουν όμως στο σημείο να παύουν να ενδιαφέρονται για τον σύντροφό τους, να του συμπεριφέρονται άπρεπα, να κάνουν σαν να έχουν φορέσει μια μάσκα πάνω από το μέχρι τώρα πρόσωπό τους… Μακάρι να κάνω λάθος φίλε μου.  Μακάρι. Θα το ήθελα πολύ αυτό…
(Χτύποι στην πόρτα)
ΑΝΕΣΤΗΣ
Αυτή θα είναι…
(Ο Θανάσης βγαίνει στο διπλανό δωμάτιο. Ο Ανέστης ανοίγει την εξώπορτα και μπαίνει η Ανθή.)
ΑΝΘΗ
Γεια σου Ανέστη.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Καλώς τηνε. .
(αστειευόμενος)
Το κατέβασες το φαγητό-εντάξει;
ΑΝΘΗ
Ναι, όλα καλά. Η Βιβή πάλι στη μαμά της;
ΑΝΕΣΤΗΣ
Πάλι και πάλι…
Κάθισε Ανθούλα.
(Η Ανθή και ο ΣΑνέστης κάθονται,)
…Την χάνω κάθε τόσο. Ας πηγαίνει. Μόνον να μην αργεί να γυρίσει. Γιατί καμιά φορά έρχεται αργά το βράδυ.
ΑΝΘΗ
Η Βιβή έχει τη μαμά της κοντά της.  Καλό είναι αυτό, σπάζει λίγο την καθημερινή ρουτίνα.
ΑΝΕΣΤΗΣ
(Δήθεν θιγμένος)
Ώστε ρουτίνα είναι η συντροφιά μου για την γυναίκα μου;..
ΑΝΘΗ
Έλα τώρα! Δεν ήθελα να πω αυτό. Κι εγώ αν είχα κοντά μου τη μητέρα μου θα πήγαινα κάθε μέρα να την βλέπω…Όλο τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα, χρειάζεται κανείς και μια αλλαγή. Και ο Θανάσης καλός είναι, όμως ρουτίνα θα έλεγα και την δική μας  παρέα με ίδια τη μια μέρα με την άλλη.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Τώρα που το λες, τελευταία βλέπω ότι έχετε μια τάση να μαλώνετε για ασήμαντα πράγματα. Όπως ας πούμε προχτές που εσύ ήθελες να φύγετε από την ταβέρνα ενώ ο Θανάσης ήθελε να μείνετε λίγο ακόμη.
ΑΝΘΗ
Αυτό ήταν άλλο. Δεν ήταν για το αν θα μέναμε λίγο πάρα πάνω ή όχι, αλλά τίνος η γνώμη θα γινόταν. Γιατί δηλαδή έπρεπε εγώ να συμφωνήσω με τη γνώμη του Θανάση και όχι αυτός με την δική μου…
Μήπως επειδή αυτός δουλεύει; Κι εγώ μπορώ να δουλέψω. Και τις προάλλες δεν με άφησε να πάω στο Τυπογραφείο που είχα βρει θέση.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Από ό,τι ξέρω δεν έχει αντίρρηση ο Θανάσης να δουλέψεις. Όμως για το Τυπογραφείο, έτυχε να ξέρει ότι το αφεντικό εκεί ρίχνεται σε κάθε θηλυκό που εργάζεται στην εταιρεία του. Γι αυτό είχε αντιρρήσεις.
ΑΝΘΗ
Όμως η δουλειά είναι και μια διέξοδος από τη ρουτίνα του σπιτιού. Στο κάτω κάτω ούτε παντρεμένοι είμαστε, ώστε να μην μου επιτρέπει να έχω κι εγώ τις δικές μου φιλίες. Και αυτός πριν γνωρίσει εμένα είχε δυο φιλενάδες αλλάξει. Και αν φοβάται ότι θέλω να γνωρίσω κάποιον άλλον άντρα, γιατί όχι; Την αποκλειστικότητα σ’ αυτό την έχουν οι άντρες; Ούτε παντρεμένοι είμαστε αλλά και ούτε σκοπεύουμε να παντρευτούμε. Όταν του τα λέω αυτά ούτε να τ’ ακούσει δεν θέλει. Δε λέω, καλά περνάμε, όμως η ζωή έχει τις δικές της ανάγκες και επιταγές; Η ζωή Ανέστη προχωρεί. Δεν είναι όπως στα χωριά μας παλιότερα, που τα ζευγάρια ζούσαν μια ζωή υποχρεωτικά κολλημένοι ο ένας στον άλλο. Η ζωή φεύγει Ανέστη!
ΑΝΕΣΤΗΣ
Οι γυναίκες έχουν πολλά χρόνια που  αγωνίζονται για να πετύχουν την ισότητά τους με τους άντρες. Δεν είναι αυτό τωρινή κατάσταση. Όμως πάντοτε βρίσκεται ένα κοινό σημείο αποδεκτό και από τους δύο-άντρα και γυναίκα- ώστε να προκύπτει μία ανεκτή συμβίωση μεταξύ τους.
ΑΝΘΗ
Δεν είμαι ειδική στο φεμινιστικό κίνημα, όμως ξέρω ότι σήμερα η γυναίκα έχει τα ίδια δικαιώματα με τον άντρα. Ούτε είμαστε ρομπότ να κάνουμε τα ίδια και τα ίδια για μια ολόκληρη ζωή, Και βέβαια ούτε με το ίδιο πρόσωπο. Το θέμα δηλαδή αφήνεται στον καθένα να αποφασίζει.
 ΑΝΕΣΤΗΣ
Και την αγάπη Ανθή πού την βάζεις;
ΑΝΘΗ
Αγάπη όσο υπάρχει-ναι. Διάβασα κάπου ότι μόνο οι άστατοι γνωρίζουν τις χαρές της αγάπης. Οι σταθεροί γεύονται την τραγωδία της. Αυτό λέει  ακριβώς εκείνο που υποστηρίζω κι εγώ. Κι εγώ θέλω να γευτώ τη χαρά της αγάπης. Ο κόσμος μας μεγάλωσε . Χωράει όλα τα ωραία νέα μέσα του. Χτες ήμουν με μια φίλη. Δυο βδομάδες είναι που την γνώρισα-δεν την ξέρεις. Και μιλάει συχνά για τον πρώην της. Πρώην! Μια μικρή παράξενη λεξούλα. Πρώην! Ωραίο δεν ακούγεται; «Ο πρώην μου»! Ωραίο δεν ηχεί; Πρώην! Που σημαίνει το όχι τώρα. Και που υπονοεί ότι υπάρχει κάτι καινούργιο- το νυν. Μέσα στις δύο αυτές λεξούλες πρώην και νυν  κρύβεται όλη η ευτυχία που μπορεί να νιώσει μια γυναίκα. Όταν ο νυν γίνεται πρώην-τι απόλαυση! Κάτι νέο! Κάτι άγνωρο, που ποιος ξέρει τι καινούργιο κουβαλάει μέσα του… Πρώην… Πόσα δεν κρύβουν αλλά και πόσα δεν υπόσχονται αυτά τα πέντε γραμματάκια…
ΑΝΕΣΤΗΣ
Μα εσείς-εσύ και ο Θανάσης, από ό,τι ξέρω είστε πολύ αγαπημένοι-τουλάχιστον έτσι δείχνετε σε όποιον σας γνωρίζει.
ΑΝΘΗ
Είμαστε αγαπημένοι, ναι. Όχι όμως δούλοι και υποτακτικοί ο ένας στον άλλο. Βρισκόμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα Ανέστη! Εξερευνούμε το σύμπαν και δεν επιτρέπεται να εξερευνήσουμε τα τριγύρω μας; Ξέρω, η Βιβή δεν έχει τέτοιες ιδέες. Ταιριάξατε. Είστε μαζί τέσσερα χρόνια και δεν αποκλείεται να ζήσετε μαζί και άλλα πενήντα ακόμα. Μα εμένα άλλα με καλούν. Αγαπώ τον Θανάση. Μα όχι όσο για να θυσιάσω την ευτυχία μου και όλη τη ζωή μου γι αυτόν. Και δεν σου το κρύβω, τον τελευταίο καιρό γνώρισα κάποιον…
ΑΝΕΣΤΗΣ
Προοδευμένες ιδέες πράγματι. Αν όμως Ανθή ο άλλος ή η άλλη του ζευγαριού έχει άλλην άποψη για την αγάπη και για τη ζωή-αν η λέξη «πρώην» κάποιους τους πληγώνει βαθιά;
ΑΝΘΗ
Ας λύσουν το πρόβλημά τους. Έχουν την ελευθερία να ψάξουν καθένας για καινούργιο ταίρι αν το επιθυμεί.
ΑΝΕΣΤΗΣ
Είναι σκληρό για μερικούς να γίνονται πρώην ξέρεις.
ΑΝΘΗ
Τότε τι; Να υπομένει λοιπόν ο άλλος ….
(χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας)
ΑΝΕΣΤΗΣ
Ποιος να είναι; Συγνώμη…
(σηκώνεται και βγαίνει στο χολ. Ακούγεται το άνοιγμα της πόρτας και αμέσως ύστερα η έκπληκτη φωνή του Ανέστη)
Εσύ αγάπη μου; Πώς έτσι νωρίς;
ΒΙΒΗ
(η φωνή της)
Εγώ! Θα σου τα πω… Εσύ όλα καλά;
ΑΝΕΣΤΗΣ
Καλά. Έλα. Είναι μέσα και η Ανθή.
(Μπαίνουν ο Ανέστης και η Βιβή)
ΒΙΒΗ
(Χαρούμενα έκπληκτη)
Ανθούλα!
ΑΝΘΗ
(σηκώνεται)
Βιβή μου!..
(αγκαλιές και φιλιά. Από το μέσα δωμάτιο ακούγεται δυνατά το κλείσιμο πόρτας)
ΒΙΒΗ
(τρομαγμένη, κοιτάζοντας τον Ανέστη)
Τι  έγινε;..
(Ο Ανέστης βγαίνει στο πίσω δωμάτιο και αμέσως ξαναγυρίζει)
ΑΝΕΣΤΗΣ
Ο αέρας ήτανε…
ΒΙΒΗ
Και σου το είπα πολλές φορές-θέλει φτιάξιμο ο σύρτης…
ΑΝΕΣΤΗΣ
Έχεις δίκιο αγάπη μου. Αύριο το πρωί κιόλας θα τον φτιάξω. Μα πες μου, γιατί  γύρισες τόσο γρήγορα;
ΒΙΒΗ
Θα σου τα πω, τα γνωστά της μάνας μου… όχι τώρα όμως…
(Στην Ανθή που έχει μείνει όρθια)
Πώς από δω Ανθούλα μου; Κάθισε. Συμβαίνει τίποτα με τον Θανάση;
ΑΝΕΣΤΗΣ
Εγώ της τηλεφώνησα να μου κάνει παρέα. Πού να ήξερα ότι θα ερχόσουν τόσο γρήγορα.
ΑΝΘΗ
Να μην καθίσω καλλίτερα Βιβή μου. Ήρθα γιατί ξέρω πως δεν μπορεί χωρίς παρέα ο άντρας σου ούτε για μισή ώρα. Καλά που ήρθες όμως για να φύγω.. Σήμερα πληρώνω τους λογαριασμούς του σπιτιού-να μην αλλάξω το πρόγραμμά μου αφού πια δεν υπάρχει λόγος. Θα τα πούμε εμείς οι δύο το απογευματάκι, όταν ο Ανέστης πάει στη δουλειά. Θα με πάρεις-ναι;
ΒΙΒΗ
Θέλει και ρώτημα;. Έχουμε τρεις μέρες να ιδωθούμε-έχουμε να πούμε πολλά. Τι να σου πω, αφού έχεις δουλειά…
ΑΝΘΗ
Δουλειές… Λοιπόν γεια σας! Γεια σου Βιβή μου. Γεια σου Ανέστη.
(βγαίνει)
ΑΝΕΣΤΗΣ
Για πες τι έγινε; Σε βαρέθηκε η μάνα σου ή βρήκε άλλη παρέα;
ΒΙΒΗ
Τίποτα απ’ αυτά. Μόνο ο φυσιοθεραπευτής της τής τηλεφώνησε ότι αντί το μεσημέρι θα τον εξυπηρετούσε αν πήγαινε το απόγευμα. Και για να μην του χαλάσει το χατίρι η μητέρα μου του είπε ναι.  Γι αυτό την άφησα-να μην καθίσω εκεί όλο το μεσημέρι και εσύ είσαι μόνος σου. Θα πάω αύριο το απόγευμα πάλι μια βόλτα.  
(απ’ έξω ακούγονται δύο πυροβολισμοί)
ΒΙΒΗ
(τρομαγμένη)
Θεέ μου! Τι ήταν αυτό;
ΑΝΕΣΤΗΣ
(ανήσυχος)
Δεν ξέρω… Έμοιαζε με πυροβολισμούς. Και ήτανε κοντά μας…
(απ’ έξω ακούγονται φωνές τρομαγμένες και βιαστικές)
ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ ΑΠΕΞΩ
Τη σκότωσε! Πιάστε τον…
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΑΠΕΞΩ
Την αστυνομία! Την αστυνομία!
ΑΝΕΣΤΗΣ
(θορυβημένος)
Θα πάω να δω…
ΒΙΒΗ
Στάσου! Τι να δεις; Μην ανακατεύεσαι. Κάτσε να δω από το παράθυρο…
(ανοίγει το παράθυρο και βλέπει έξω. Δυνατά)
Μαρίνα! Πού τρέχεις; Τι έγινε;
ΜΑΡΙΝΑ
(η φωνή της)
Την σκότωσε…
ΒΙΒΗ
Ποιος; Τι…
ΜΑΡΙΝΑ
(η φωνή της)
Ένας άντρας λέει σκότωσε μία γυναίκα. Πάω να δω…
(τρέχει)
ΒΙΒΗ
(Κλείνει το παράθυρο)
Τα άκουσες; Ένας άντρας σκότωσε μία γυναίκα.
(κίνηση αγανάκτησης)
Πάλι!...
ΑΝΕΣΤΗΣ
Στάσου, επειδή το είπε η Μαρίνα, θα πει ότι είναι αλήθεια; Πώς το έμαθε κιόλας… Θα βγω έξω να δω…
(σηκώνεται)
ΜΑΡΙΝΑ
(Η φωνή της απέξω)
Κυρία Βιβή! Κυρία Βιβή!
ΒΙΒΗ
(Πηγαίνει στο το παράθυρο και κοιτάζει έξω. Ερωτηματικά)
Ναιαιαι….
Την κυρία Ανθή σκοτώσανε!
ΑΝΕΣΤΗΣ
(αφήνεται να πέσει σε μια καρέκλα αποσβολωμένος)
Θεέ μου!
ΒΙΒΗ
Την Ανθή! Όχι! Δεν είναι  δυνατό… Μα γιατί;… Ποιος;.. Θεέ μου…
(κλείνει το παράθυρο.)
Άλλη μια γυναικοκτονία!
(στον Ανέστη, απορημένη)
Μα τι σας έχει πιάσει τελευταία εσάς τους άντρες;..

ΑΥΛΑΙΑ

 Με Τραμπ η Αμερική M.A.G.A. (μάγκα-ς)
Με Σολτς και Μακρόν η Ευρώπη M.U.G.A. (μούγκα)

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

 ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ

Σα σβήσει ο λύχνος τότε τον θυμούνται
αυτοί που τώρα είναι στο σκοτάδι.
Με νόστο τη ζωή τη συλλογούνται
αγύριστα όσοι βρίσκονται στον Άδη.

Το δέντρο σαν κοπεί κι ο ίσκιος πάψει
του ήλιου να μετριάζει το λιοπύρι
τότε κι η νοσταλγία θε’ ν’ ανάψει
για τ’ άμοιρο το δέντρο που  έχει γείρει.

Και λέω κι εγώ αφού όταν πεθάνουν
τα βρίσκει όλα ο έπαινος κι ο αίνος
οι στίχοι μου εντύπωση θα κάνουν
καλλίτερη σα θα ’μαι πεθαμένος.



ΜΕ  ΣΚΟΤΑΔΙ

Η ζωή μου κυλά με σκοτάδι
και μ’ αρχέγονα ζώα παρέα.
Αδιατάραχτη, δίχως ψεγάδι
η ζωή μου περνάει ωραία.

Κατοικώ σ’ ένα έρημο σπίτι
πριν από άμετρα χρόνια χτισμένο-
κατοικώ σ’ ενα απέραντο σπίτι
μες σε βάλτων νερά ριζωμένο.

Υγρασία τους τοίχους του σκέπει
και λειχήνες τη σκέπη του ντύνουν
παραθύρια και πόρτες δεν έχει
λίγο αέρα και φως να του δίνουν.

Ερπετών στρατιές το γεμίζουν
πάτωμα, έπιπλα, τοίχους σκεπάζουν
ανενόχλητα εκεί τριγυρίζουν
και συνέχεια βοούν και κοάζουν.

Α!  Τα ωραία τυφλά ερπετά μου!
Τόσο είναι μαζί μου δεμένα
που αν βρεθούν μια στιγμή μακριά μου
με μανία με ζητούν τα καημένα.

Και τι εύρωστα όλα τους που ’ναι!
δυνατά πώς φυσούν περπατώντας!
σαν θυμώνουν το κτίσμα πώς σειούνε
τις ουρές τους σιγά μόνο σειώντας!

Α!  Ωραία που κυλά η ζωή μου
στου μεγάλου σπιτιού μου τον χώρο!
Σε μια γη που θα ήταν δική μου
τον μικρό της ας φύτευα σπόρο!

…Μακριά κάπου ακούγονται θρήνοι
κάτι που είναι για με τέλεια ξένο.
Θα θρηνούν οπωσδήποτε ’κείνοι
που  ’χουν σπίτι στα φώτα λουσμένο.




Α!  ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ!..

Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν τη ζωή μου
και πληγωμένη μέσα στον κόσμο σέρνεται εκείνη.
Όψιμο βέλος στη σάρκα χώθηκε καρπού πρωίμου
και το αδούλωτο πνεύμα αιμάσσει κι η σάρκα φθίνει.

Α!  Χωροφύλακες! Για μένα είσαστε τρόμος μονάχα
κι όχι όπως γι άλλους η περιφρούρηση κι η προστασία.
Α!  Χωροφύλακες!  Τούτο του άξιζε να πάθω τάχα
γιατί ζητούσα ειρήνη δίκαιο κι ελευθερία;

Α!  Χωροφύλακες!  Με ηθέλατε σκλαβωμένο
στην κάννη του όπλου σας-στα σιρίτια σας-στα δεσμά σας
κάλλιο το είχατε να με βλέπατε να πεθαίνω
παρά που ήμουνα εν’ αγκάθι στο σύστημά σας.

Α!  Χωροφύλακες! Α!  Τα όπλα σας δε σκοτώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Γεια σας!  τα όπλα σας δε φτουράνε.
Α!  Χωροφύλακες!  Φίδια τα όπλα σας και σας ζώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Τα ίδια τα όπλα σας σάς πολεμάνε.






CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό
δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ
δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο τον βουβό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό,τι ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το ’φερες εδώ.



ΤΑ  ΠΟΥΛΙΑ

«Θα βλέπω την τι-βι πίνοντας μπύρες.
Το σκύλο θα κρατάω αγκαλιά
και θα τον ξύνω που τον τρων οι ψείρες.

Εσύ να μη βιαστείς και ας αργήσεις.
Ξέρω πως παίρνει ώρα  αυτή  η δουλειά.
Μόνο τις μπύρες έξω να μου αφήσεις.

Και κοίτα, όταν περνάς απ’ τις φιλύρες
πρόσεξε μην τρομάξεις  τα πουλιά.
Το σκύλο εγώ κρατώντας αγκαλιά
θα βλέπω την τι βι πίνοντας μπύρες.»




ΟΙ  ΣΟΛΙΣΤ

Εκείνες οι σολίστ- ή όπως τις λένε...
πώς κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε...
Μικρόσωμες, ευκίνητες, μυώδεις
αλλά παρ’ όλα ταύτα ονειρώδεις...

Ένα βιολί κρατούν ή παίζουν πιάνο
και παίζοντας γλυκά, μας παίρνουν πάνω
στης μουσικής τον κόσμο τον ωραίο
τον πάντα μαγικό και πάντα νέο.

Του έρωτα η φλόγα δεν τις καίει
αλλά τις στεφανώνουν άλλα κλέη
στην όψη τους θαμπώνει κάτι θείο-
περίεργο, που δεν είναι γυναικείο.

Και μεις με τους σπανίους αμεθύστους
μεθούμε της ωραίας μουσικής τους
και κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε
εκείνες οι σολίστ-ή όπως τις λένε..


ΜΑΣ  ΕΙΠΕ

Μας είπε πως η κόρη της σκοτώθηκε
σε αυτοκινητικό δυστύχημα.

Η φωνή της χωρίς πνοή και χρώμα ηχούσε
σαν κάτω από τη γη να ’ρχόνταν. Και σαν
τα εικοσιτρία χρόνια της σκοτωμένης κόρης της
να προστεθήκαν στα δικά της,
έτσι τα πόδια έσερνε ως περπατούσε
λες ξάφνου έγινε πολύ γριά.

Και καφέ μας έφτιαξε με άλλα χέρια.

Μ’ ας πάει να λέει και να κάνει.
Την κόρη αυτήνε δεν την είχαμε ποτέ μας δει.
Άραγε κόρη δεν υπήρξε.
Ας πάει να λέει και να κάνει.




Η  ΕΥΤΥΧΙΑ

Η ευτυχία είναι άπιαστο πουλί
πεζό
τρικάταρτο δε.

Ίχνη απροσδιόριστα αφήνει όπου αδιάβατα διαβαίνει.
Περιπολεί σε όρη αστείρευτα
σε θαλασσινά άνθη ανθεί
σε κόκκινες κορδέλες μαλλιών ατροφικών δένει
πρόσωπα παιδικά αγκαλιάζει
με χέρια ολάσπρα και αξεδιάλυτα.

Ιππεύει καλοκαιρινές φεγγαραχτίδες
και πόρπες χρυσών λυμένων ζωνών.
Διαστέλλει φανταστικές ονειροπολήσεις
και κόρες γαλανών ματιών ιριδίζουσες.

Προκαλούσα, συμπτύσσει και εκπτύσσει
σκέλη άτριχα.
Καμιά φορά πετιέται με το κομμένο νύχι.

Η ευτυχία είναι μία σαρκαστική αντιλόπη
ασπαίρουσα κάτω από  το ανοιχτό
πλησιάζον στόμα πεινώντος λέοντος.

Η ευτυχία είναι κώδων ηχών κάτω από
εκατόν πενηντατρία βαμβακερά
στιλπνά στρώματα.

Στο πάτωμα έρπει
ανεβαίνει στα μισάνοιχτα συρτάρια
και χώνεται μέσα στα κρύα εσώρουχα.
Φεύγει λίγο πριν  αυτά φορεθούν.

Σε αδιάφθορα πελάγη  
αδιάφθορη και κενή  ταξιδεύει
ανάμεσίς αφρού και πρώτου κύματος.

Στου ευκαλύπτου τη ρίζα γαντζώνεται
και προχωρεί μαζί της
μέχρι το υπόγειο νάμα.

Στι χι της χαράς σταυρώνεται
εξιλαστήριο θύμα απρόθυμο.

Τις ανταύγειες των πρωτομαγιάτικων ρόδων
έλκουσα
πλαταίνει τα όρια του ιλαρού σύμπαντος
και μέσα του ανέμελα τριγυρνά.

Η ευτυχία
ερημική εκκλησιά που αιωρείται
πάνω από βωμούς αταίριαστους
και ασύδοτα ιερά.

Η ευτυχία
ατέρμων κοχλίας παραπλανητικός.



ΣΕ  ΤΑΦΟΠΕΤΡΕΣ

Σε ταφόπετρες να γράφουν τ’ όνομά τους τους είδα.

Έξω από την πόρτα του χελιδονιού
τα φτερουγίσματα πάνε χαμένα.
Στην καρδιά το αίμα περισσεύει
και στην αγάπη το μίσος δεν φελά.

Ο πιο ελαφρύς των θανάτων στο ήπιο χαμομήλι ταιριάζει.
Στη ροδιά ο θάνατος ο αντίστροφος
και στον απήγανο ο θάνατος ο τελευταίος.

Με σταγόνες ανεπαίσθητου ροζ
τα ονόματά τους να γράφουν σε ταφόπετρες είδα.

Αδιάκοπα μέσα και  πάνω τους σωρευόταν ο χρόνος
σε επάλληλα στρώματα
ώσπου κάτω του χάθηκαν.

Γη αταίριαστη με τη γη
αέρας αταίριαστος μα τον αέρα,
νερό αταίριαστο με το νερό
το κορμί τους έγινε.

Κι εγώ ατάραχους τους έβλεπα τ’ όνομά τους
σε ταφόπετρες βαριές αλαφρά να γράφουν.




ΜΑΣΣΑ

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το άνθος κόπηκε
η πηγή στέρεψε
το πουλί δίπλωσε τα φτερά
το τραγούδι σταμάτησε.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το μαχαίρι άστραψε στον αέρα
το μαχαίρι χτύπησε στην καρδιά
το μαχαίρι δίπλα της πεσμένο.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Η Μάσσα επρόδωσε
η Μάσσα επλήρωσε.

Η Μάσσα κείται δίκαια στο ψυχρό χώμα.



Η  ΓΡΑΦΗ

Θα γράψω απόψε μια γραφή
μαύρη στο μαύρο μέσα
απ’ την καρδιά μου ν’ αρχινά
να μπαίνει στη δική σου.

Να γράφει του έρωτα γραφτά
και της αγάπης λόγια.
Γραφτά και λόγια να χτυπούν
θανατερά φτεράκια.

Να θανατώνουν τις καρδιές
όπου  ήθελ’ ακουμπήσουν
και τη δική της την καρδιά
να διπλοθανατώσουν.

Κι απέ ταφόπετρα βαριά
επάνω της θα βάλω
μη σηκωθεί κι όπως πριχού
με κοροϊδεύει μάτα.



ΦΤΗΝΕΣ

Ο δρόμος μου ’στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.

Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της. Με πλοκάμια
κολλώδη μ’ έσφιγγαν
μνήμες φτηνές.




ΣΤΕΝΟΤΗΣ

Στενότης χώρου και χρημάτων
αμείλικτα τον περιζώνει.
Η θέα ανάρμοστων πραγμάτων
την περηφάνια του πληγώνει.

Δεν έχει χώρο για το μπάνιο…
κι έχει σκουριάσει το κρεβάτι…
...θα πάρει ένα δάνειο!
μ’ αυτό θα κάνει κάτι.

Των φαγωμένων του ενδυμάτων
δύσκολα πια μετριούνται οι χρόνοι.
Η ζήση του εκατό θανάτων
την ευτυχία λες ξεπληρώνει.

Όμως με ύφος αρειμάνιο
βλέπει τριγύρω του το μάτι-
θα πάρει ένα δάνειο!
μ’ αυτό θα κάνει κάτι.





ΠΑΝΤΑ

Πάντα έρχεται ο θάνατος
κι αφού κανείς αθάνατος
όλοι την πίκρα πίνουν.
Γυρνά του Χρόνου ο τροχός
κι ή πλούσιος είναι ή φτωχός
όλοι μια μέρα αφήνουν
την τελευταία τους πνοή.
Μια δροσερή αναπνοή
σκορπούσαν κι ένα μύρο.
Τώρα κλειστά τα στόματα
και τυμπανιαία πτώματα
βρωμιές σκορπούνε γύρω.



Η  ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΣ

Όπως ταξιδεύει ο ίσκιος των πραγμάτων
και όπως αλλάζουν χέρια τα τραπουλόχαρτα
έτσι κι αυτή κυκλικά
από την ευαισθησία της φεύγει.

Αιδώ και ταπεινοφροσύνη αποχωρίζεται
την προσποίηση απωθεί
και σαν από ευρύχωρον ηθμό περνούν έξω της
όλες οι δυνατότητες των λεπτών διακρίσεων.

Η αντίστασή της στην κατάκρισι μεγαλώνει
και μικραίνει στην πρόκληση των εδεσμάτων.

Έτσι η παχύσαρκος
η γεμάτη στα μάτια όλων
άδεια τω όντι μένει από κάθε τι
εκτός από τη σιγουριά
(που κάτω από τα ρούχα της ασφυκτιά
μονήρης και συρρικνωμένη και παρηγορήτρα)
πως όλα τα διωγμένα θα την πλημμυρίσουν πάλι
όταν κάποτε…
στο μέλλον…
όποτε θελήσει!
αδυνατίσει.




ΠΟΣΟ…

Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι μου φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει
πόσο, χαρά, δε σ’ έχω δει…

Σα στην ομπρέλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι από με πέρναγε πλάϊ
και κάθε μου έφευγε εποχή.

Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά
πικρό για μένα καταπότι-
και τώρα και τα γερατειά.

Χαμένα όλα. Και χαμένος
μέσα σ’ αυτά πρώτος εγώ
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος να ζω.

Χωρίς ν’ ανάψει έχει σβήσει
της ύπαρξής μου το κερί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει
πόσο, χαρά δε σ’ έχω βρει…

Κι ούτε τη χάρη λες για να ’χω
πως είναι όλα μου νεκρά,
σαν από μια πηγή σε βράχο
τρέχουν τα δάκρια μου πικρά.



ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Ήταν ένα βαθύ χωματένιο πηγάδι
με τα χείλη σκληρά, ξεραμένα.
Σαν την πύλη μου έμοιαζε του Άδη
και θανάτου ιδέες και σκέψεις μου εγέννα.

Μας ελέγαν πως όποιον εκεί μέσα κοιτούσε
θε’ να έβγαινε μέγα ένα χέρι
που εντός του σφιχτά θα τον κλειούσε
και σε κάποια φριχτά θα τον πήγαινε μέρη.

Την ημέρα δειλά το πλησίαζα λίγο
μα το βράδυ κοντά του αν βρισκόμουν
εβιαζόμουν μακριά του να φύγω
κι από φόβο κοντά στους μεγάλους κρυβόμουν.

Ένα κρύο πρωί με μανία που φυσούσε
την "τρελή" βρήκαν μέσα πνιγμένη-
από μπρος δε θα ξαναπερνούσε
απ’ το σπίτι μας πάλι στα μαύρα ντυμένη.

Το πηγάδι αυτό κάθε πρωί που ξυπνάω
αντικρίζω να χάσκει εμπρός μου.
Και χιλιάδες τα χέρια του κόσμου
κι ως για με, τώρα πια για μεγάλος μετράω.



Η ΣΟΔΕΙΑ

"Τριάντα χρόνια με ιδρώ
 και μ’ αίμα την ποτίζω
 τριάντα χρόνια με τ’ αδρό
 χέρι μου την ορίζω.

 Για να την πάρεις θα διαβείς
 απ’ το νεκρό κορμί μου.`
 όλοι το ξέρουν:ειν’ η γης
 αυτή μόνο δική μου."

"Έχω ατράνταχτα χαρτιά
 που όσα λες τα ρίχνουν
 και που ετούτη την οχτιά
 δική μου αποδείχνουν.

 Από γενιά σ’ άλλη γενιά
 ήρθε στην κατοχή μου.
 Το λέει ο νόμος καθαρά-
 ετούτη η γη ειν’ δική μου".

"Παράλογα μαλώνετε
 κι ανέλογα μιλάτε `
 ανάποδα σελλώνετε
 κι ενάντια καβαλάτε.

 Ω!  Σεις αράθυμα παιδιά!
 Ω!  Άγουροι καρποί μου!
 Ω!  Ξεχασιάρηδες!  Σοδειά
 κι οι δυο είστε δικοί μου".




ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ

Μάθαμε πια να βλέπουμε
τα πλοία να σηκώνουν
τα δειλινά τις άγκυρες
και τα πανιά ν’ απλώνουν
σ’ άλλες στεριές για να βρεθούν
σ’ άλλα να πάνε μέρη,
που ταξιδεύουμε νοερά
χειμώνα καλοκαίρι
μαζί τους. Κι όταν κάποτε
ακούμε στις ειδήσεις
πως κάποιο πλοίο χάθηκε
παύουν οι συζητήσεις
σαν κάποιοι να μας έκοψαν
ξάφνου μια αγαπημένη
γέφυρα που μας ένωνε
μ’ όλη την οικουμένη.





ΚΑΙ  ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα

δε βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τονε θάψει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.

Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί, στου δρόμου τη γωνιά
μες στο πηχτό σκοτάδι
 
Γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.

Μόνο που σκέπτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να θάψει
όταν και μένανε θα βρουν
πεσμένον-ποιος θα κλάψει

το ξυλιασμένο μου κορμί.
Δε σκέφτομαι κανέναν.
Γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.



ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ

Γεράσανε
σαν σιδερένιες πόρτες που σκουριάσανε.

Κι ούτε προσέξανε
πότε άρχισε το χρώμα να τους ντύνει το κεραμιδί
κι ούτε θυμούνται
πότε ακούσανε το πρώτο τρίξιμο
ή την ημέρα που οι αρμοί τους
στη συνηθισμένην ώθηση δυστρόπησαν.

Όλα ήσυχα και σαν διακριτικά εγίναν.

Σκουριάσανε.

Και το κλειδί κάθε πρωί
με πιότερη όλο δυσκολία τους ανοίγει.





Ο ΜΟΝΟΣ

Όχι που πίστευε ότι το σύμπαν ήταν ακατοίκητο-
δεν είχε τέτοια ιδέα.

Όχι ότι δεν έβλεπε μεγάλους και παιδιά να χορεύουνε
με τις χρωματιστές τις φορεσιές και τα στολίδια τους
αρμονικά πιασμένοι χέρι χέρι.

Όμως ήξερε
πως όλοι εκείνοι με τα πόδια του χορεύουν.

Και όχι ότι δεν άκουγε τη μουσική ή τον ήχο
που τα ποτήρια εκάνανε τσουγκρίζοντας
μα όλα γίνονταν πολύ μακριά του και ο ήχος τους
ήταν μια ανάγκη για την ακοή
όπως για το μυαλό του η σκέψη.

Αυτόν
μια θάλασσα τον πήγαινε μες στα νερά της.
Και κείνο το ακρωτήρι πέρα εκεί
το τόσο μακρινό σαν φαντασία
έτσι που κύρτωνε
με του αγκώνα του το δρέπανο έμοιαζε
που μες στη σάρκινη φωτιά του έκλεινε
χορό και χορευτές  
ήλιους και σύμπαντα
και που ήταν πάντα έτοιμο
με μια του κίνηση κυκλωτική
να τα θερίσει όλα.





ΤΟΥΣ ΘΟΡΥΒΩΔΕΙΣ

Κι άλλη μια στάσις.
Πόσο τάχα θα κρατήσει;
Πόσο θα τριγυρίζει άσκοπα κι επώδυνα
σ’ ενός ανάμεσα σταθμού
που δεν είναι ο προορισμός του
τους θορυβώδεις μικροπωλητές;

Ως πότε μ’ άγνωστους ανθρώπους
άγνωστες κουβέντες θ’ ανταλλάσσει;
Πότε ο σταθμάρχης
θα πει απ’ το μεγάφωνο πως φεύγουνε;
Πότε το τράνταγμα θα νιώσει
της εκκινήσεως;





ΝΑ ΔΙΝΕΙ

Ξέρει οπωσδήποτε πως τον γελάνε.
Ότι χολή αντίς νερό
θα του προσφέρουν κι όξος
και θα πεθάνει αδόξως
δεμένος πάνω στο σταυρό
που πυρωμένοι κεραυνοί χτυπάνε.

Ξέρει οπωσδήποτε. Αλλά για κείνον
αυτή ’ναι η μόνη εκλογή
όξος-χολή να δίνει
δεν ξέρει. Να τα πίνει
μόνο μπορεί σ’ αυτή τη γη
που όλα της του είναι μακρινά και ξένα.




ΜΙΑ ΤΥΧΗ ΦΘΟΝΕΡΗ

Μια τύχη φθονερή με κυνηγά
και τις χαρές που ’ναι για μένα αυτή τρυγά.

Με το μαγικό το ραβδί της
την όμορφη μέρα μου αγγίζει
κι εκείνη πηγαίνει μαζί της
και πια η νυχτιά με ορίζει.

Στεφάνι με ρόδα πλεγμένο
εκείνη αγκαθένιο το κάνει
κι ενώ τη χαρά  περιμένω
με πόνους αυτή θα με ράνει.

Και ό,τι να σπείρω
καλό και φυτρώσει
την ώρα του θέρου
το χέρι θ’ απλώσει

και κείνη θα δρέψει
καρπούς που δικά μου
ποτάμια ποτίζανε
δάκρυα καυτά.

Μια τύχη φθονερή με κυνηγά
και τις χαρές που ‘ναι για μένα αυτή τρυγά.




ΔΙΑΤΑΖΟΥΝ
(στον καλό συνάδελφο Μαριάτο)

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας;
Που άνετα κάθονται στο πίσω
κάθισμα του αυτοκινήτου και
"Ritz Hotel!  " διατάζουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας
και μας φθείρουν
και μας διαφθείρουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι πάντοτε χαρούμενοι
γελαστοί κύριοι
που πάντοτε έχουν δίπλα τους
κομψές κυρίες και δεσποινίδες;

Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι
που ζουν με τη ζωή μας;




ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ:ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ
ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
ΜΠΟΤΣΑΡΗ


Δεν είν’ αυτή μετάληψη. Αυτή ’ναι ίδια η μάχη.
Μια τέτοια κίνηση…ο πίνακας
σύγκορμος τραντάζεται.
Το λάβαρο λες ματωμένο κιόλας.
Πρόσωπα, βλέμματα
αεικίνητα,αδημονούντα…

Αριστερά του Μπότσαρη η Ελλάδα.
Το πρόσωπό της μόνο φαίνεται
γεμάτο αγωνία κι αίσθηση και ταραχή
λες ότι γνοιάζεται κι αυτή το τι θα κάνει ο Μάρκος
(για την οικονομία του πίνακα μονάχα
γιατί την ώρα εκείνη
ο Μάρκος ήταν η Ελλάδα).




ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ

"Στον ίδιο παρονομαστή".
Ποτέ δεν είχε νοιώσει τι εσήμαινε
η έκφραση αυτή. Σήμερα μόνο
και μόλις σήμερα ένιωσε τον πόνο
που στη φωνή εξεχώριζεν εκείνων
όταν τη φράσιν εξεστόμιζαν αυτήν.

«στον ίδιο παρονομαστή!»
κατάλαβε τουλάχιστον
μια φράση παραπάνω τι σημαίνει.
Είναι και τούτο κάτι
για όσους βρίσκονται ανελέητα
στον ίδιο πάντα παρονομαστή.






ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ

"ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ"
ήτο η αφιέρωσις.
Και πάντοτε δι αυτόν αναπάντητον το ερώτημα θα παραμένει :
το "ΝΕΟΝ" ή το "ΓΕΡΟΝΤΑ"
είναι το ουσιαστικόν;

Τινές υποστηρίζουν ότι ανάξιον λόγου το θέμα είναι.
Θαυμάζει την αξιολύπητον πεποίθησίν των.
Τουλάχιστον δεν αγωνιούν.

Όμως αυτός να διερωτώμαι δεν θα παύσει
διότι όσον και να ειπείς
και αι δύο εκδοχαί είναι πιθαναί:
και νεαρούς, την ψυχήν γέροντας,
ευρίσκεις,
και νεαρούς την ψυχήν, γέροντας,
ομοίως.



ΣΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Οι εύφορες ώρες στης λήθης πετούν τα φτερά
και μέσα τους όλα γαλήνη και φως και χαρά.
Μαζί τους πετά η ψυχή στα ουράνια
και λούζεται ο νους σ' υψηλών ηδονών συντριβάνια.

Στις εύφορες ώρες πώς όλα ωραία και καλά!
Πώς ήρεμα έτσι ο πλάνος ο χρόνος κυλά!
Πώς έτσι μας δένει γλυκά η αυταπάτη
που λες "γιατί ψάχνω να βρω ευτυχία αφού να τη!"

Πώς θάρρος οπλίζονται οι σκέψεις οι πρώτα δειλές!
Πώς όλες ακέρια ξοφλούνται οι παλιές οφειλές!
Πώς κάθε μας πρόβλημα βρίσκει μια λύση
χωρίς περιττές διαφωνίες κι ανώφελα μίση!

Και μέσα σε τέτοιας μιας μέθης το λάγνο φιλί
κανείς δεν προσέχει-και βέβαια τι ωφελεί-
το μαύρο κοράκι του μαύρου θανάτου
που ωραία φωλιάζει στης Λήθης το λαμδα αποκάτου.





ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Στο θέατρο πηγαίνουμε να βρούμε
τον κόσμο που θα έπρεπε να ζούμε-
τον κόσμο το σωστό, δίχως ψέματα,
γυμνόν και βουτηγμένον στα αίματα.

Η εικόνα η ζωντανή μας συναρπάζει
κι εντός μας λεωφόρους νέες χαράζει-
για μια ζωή με δίχως προσχήματα
το θέατρο μας δίνει μαθήματα.

Μα τίποτα με τούτο δεν αλλάζει.
Ανέκκλητα η μοίρα μας αρπάζει
τα όποια του θεάτρου ωφελήματα
καθώς ναυαγισμένους τα κύματα.

Και πριν από την αίθουσα να βγούμε
το όποιο μάθημά μας ξεχνούμε-
στα ένοχά μας λάμπουν τα βλέμματα
τα ίδια θλιβερά προμαντέματα.



ΕΚΕΙΝΗ

Στον κρύο βοριά που παγώνει τα χνώτα
το τραίνο ακούει που αργά πλησιάζει.
θεριό αγριεμένο στη νύχτα φαντάζει
-αστράφτοντα μάτια τα δυο του τα φώτα.

Σταμάτησε. Πάνω του μία κοκότα
με μάτια μεγάλα σκληρά τον κοιτάζει-
με κάποιαν που γνώρισε κάποτε μοιάζει
που πήρε από κείνον τα χάδια τα πρώτα.

Το τραίνο ξεκίνησε. Μα ξύπνια του αφήνει
μια μνήμη που έμοιαζε για πάντα νεκρή.
Και νιώθει στο στόμα μια γεύση πικρή

καθώς σαν σε όνειρο βλέπει εκείνη
μ' αδιάντροπο ύφος να του μιλά
το μάτι να κλείνει-να του γελά.





ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ

Υπάρχουνε πανέμορφοι κάτι ανθολειμώνες
που ριζωμένοι σε ψηλά κι απέραντα οροπέδια
ανθούνε ασταμάτητα κι άνοιξες και χειμώνες
χωρίς, καθώς στα θέατρα να 'χουνε ιντερμέδια.

Σε τέτοιον ένα θα 'θελε λειμώνα αυτό να ζήσει
τόσο όσο κάνει μια πνοή αγέρα να φυσήσει,
και τις χαρές του θα 'θελε για τόσο να τρυγήσει
όσο ένα γέρικο κορμί κάνει να ξεψυχήσει.





ΤΗ ΜΑΤΩΝΟΥΝ

Μια γυναίκα μεθυσμένη
πα' στο δρόμο ξαπλωμένη.
Ξερατά στο φόρεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.

Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα της να φέρνω.
Τέτοιες μνήμες με πληγώνουν-
με δονούν, μ' αναστατώνουν.

Απ' το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που, πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: σήκω μάνα!"

Τέτοιες μνήμες-α-δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω
είμαι γέρος-με πληγώνουν
την καρδιά μου τη ματώνουν.



Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

 
ΕΜΠΡΟΣ  ΠΑΙΔΙΑ  ΓΕΝΝΑΙΑ  ΜΟΥ

Θα υφώσω τη σημαία μου!
Εμπρός παιδιά γενναία μου
νευρά και αρτηρίες μου
και μυ’ς μου και μυαλά μου

δωστε ένα χέρι βοηθερό
να σ’κώσω από χάμου
το λάβαρό μου-έφτασε  
κι ας άργησε η σειρά μου.

Σ’ αυτόν τον τόπο πό’ γειρα
ποτάμια αίμα ολόγυρα
σαπίζουν άλλα πτώματα
κι άλλα ζεστά είν’ ακόμα.

Το πρωινό έτσι άρχισε
κι έτσι τραβάει το γιόμα.
Σφαίρες, βροντές, καπνοί παντού-
πήρε φωτιά το χώμα.

Μα πάνω από τα πτώματα
που σμίγουν με τα χώματα
σημαίες ανεμίζουνε  
και πλέουν στον αέρα.

Τα χρώματά τους τα λαμπρά
στο μαύρο είναι φοβέρα
ανθός το καταχείμωνο  
δροσό νερό στην ξέρα.

Ως τώρα εφοβόμουνα
και χάμου εσερνόμουνα
κι ωχρό ένα παλιοκούφαρο
σε λίγο θε να γίνω.

Μα τη σημαία μου στη γη
πεσμένη δεν αφήνω
βοηθάτε με παιδάκια μου
γιατί όπου να  ’ναι σβήνω.

Βοηθάτε με γενναία μου-
θα υψώσω τη σημαία μου.
Τον τόσο χρόνο που ’χασα
βοηθάτε να κερδίσω.

Πριν στου πολέμου τη βοή-
στη μάχη πριν να σβήσω
ένα πανί τουλάχιστο
καθώς κι οι άλλοι ας στήσω.

 Η  ΑΘΛΊΑ

Πληγές στο πρησμένο της σώμα
που σύρμα το δένει γερό.
Ριγμένη στο άνυδρο χώμα
με δίχως τροφή και νερό.

Θ’ αντέξει περίπου τρεις μέρες
περνάω απ’ αυτό το στρατί  
περνάω από τούτες τις ξέρες
και μου ’τυχε κι άλλες να δω.

Να!  Τώρα κι αυτή ξεψυχώντας
με βλέφαρα μισοκλειστά
θα δει να  φτύνω περνώντας
απ’ τ’ άθλιο κορμί της μπροστά.

 ΘΑ   ΚΑΤΑΛΥΣΕΙ

Αφήστε με τον κόσμο μου να πλάσω.
Σε λίγο φεύγω. Να ’χω μία σκέπη
εκεί που άυλος κι αγνός θα φτάσω
και μια γωνιά να με προσμένει πρέπει.

Αφήστε με. Στον κόσμο κατοικείτε
τούτον εσείς, και όλα σας τα μίση
και κάθε ομορφάδα που μπορείτε
σ’ αυτόνε μέσα έχετε σκορπίσει.

Αφήστε με. Η ζήση μου είναι τούτη
πρώτη και μοναχή για μένα ύλη
της άλλης για να πλάσω τ’ άγια πλούτη
που είν’ η αγαπημένη μου και φίλη.

Αφήστε με. Γιατί κι η φαντασία,
μα κι η καρδιά, και η ψυχή, και το αίμα,
σφάγια να γίνουν έχουν στη θυσία
το που της γης θα καταλύσει ψέμα.

 

ΝΑ  ΠΙΩ

Ολάνθιστος ήμουν και μ’ έχεις ξεράνει.
Μου έχεις χτυπήματα δώσει σωρό
που αν ήθελ’ αρχίσει εδώ να ιστορώ
μεγάλου βιβλίου ο χώρος δε φτάνει.

Μετά τάχα πού από δω θα με στείλεις;
Θα πάω όπου να ’ναι-θα κάνω ό, τι πεις
τα σύνορα εγώ θα διαβώ της Ντροπής
το ρόπτρο θα κρούσω της Άθλιας Πύλης.

Αλλά δε θ’ ακούσεις ποτέ παρακάλιο
να βγάλω απ’ τα χείλια ή λόγον πικρό.
Φαρμάκι ή μεγάλο να πιω ή μικρό
μου δώσεις, θα τό ’πιω  με ύφος νηφάλιο.

Και όταν στο τέλος θα βγω νικητής
σε όσα μου έχεις γραφτό να τραβήξω
λιθάρι αναθέματος ζωή θα σου ρίξω
κι εγώ θα ’μαι τότε δικός σου κριτής.

 ΓΙΑ  ΟΣΑ  ΕΘΑΨΕ

Στοχαστικοί κι ασπαίροντες
όταν κοντά στο τζάκι
οι άλλοι θα στέκουν γέροντες
κι απ’ το πηχτό φαρμάκι

τις τελευταίες θα πίνουνε
και πιο πικρές γουλιές του,
ενώ απαλά θα κλείνουνε
ενός βίου καταμέστου

από χαράς πλανέματα
την κουρασμένη αυλαία,
τα γηραλέα τους βλέμματα
έστω και νυσταλέα

πάνω θα ξεκουράζονται
σε κάτι μαραμένα
λουλούδια, ή θ’ αναπαύονται
πάνω σ’ αγαπημένα

κιτρινισμένα γράμματα
που γράφτηκαν πριν χρόνια-
στα χρόνια που τα θάματα
μοιάζαν πως θαν’ αιώνια.

Ενώ λοιπόν θα νήχονται
οι άλλοι μες στις μνήμες
πλάι σ’ αυτόν θα βρίσκονται
μονάχα κάτι ρίμες

να λεν για όσα έθαψε
στα μαύρα τους κατώγια
γράμματα που δεν έγραψε
και που δεν είπα λόγια.

 



ΣΑΣ  ΞΕΡΩ

Για σάς ξέρω πριν έρθετε
γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω.

Ξέρω για σάς πριν τα καλέσματα μου στείλουν
οι ανάπηροι αντάρτες,
πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός
ηχήσει άπνους
πάνω απ’ τη στάχτη των ιδανικών μας.

Για σας που πολεμήσατε
τον ίδιο εχθρό πριν από μένα
ξέρω πολλά.

Ήμουν το βάρος στο σφυρί
κι η κόψη στο δρεπάνι.

 




ΠΕΡΙΠΟΥ  ΣΤΙΣ  ΕΞΗ

Περίφροντις ασθμαίνεις αμυνομένη.
Ανάκλασις κατόπτρων ερυθρών αι ζέουσαι εναντιώσεις σου.
Κάθε πρωί η ημέρα σε ένα εμβρόντητο πανέρι σε αποθέτει
και σε περιφέρει ανέκφραστον και ηδείαν.
Θάμβος και ίλιγγος σε διαπερνούν δι ολίγον
όταν με τα γυμνά ξίφη μας διασταυρούσαι.
Τα όρη ανατείνονται τανύοντα τα υπόγεια πόδια των
και σε φιλούν διερχομένην. Εσύ τότε γελάς.

Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχεις.
Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα σε ραίνουν
εξ ου η δρόσος της φωνής σου
εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους
που από τ’ ακροδάχτυλα των κάτω άκρων σου αναβλύζοντα
ξεδιψούν την απελπισία μας.

Ανάρμοστη κίνησις δεν υπάρχει στο πλησίασμά σου.
Αρμονικά όλα τα ιστία σου δένουν.

Η θάλασσα τη γαλήνη σου εκφράζει κοπάζουσα.
Δεν είσαι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος, μα και το στήριγμά της.

Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων
τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα,
το άνοιγμα των χεριών σου μιμούνται όταν
το μέγεθος του αλιεύματός σου ελαστική περιγράφεις
(πάραυτα τα αλιεύματα μεγεθύνονται
υπερβάλλοντα την κατάδειξιν).
Και αυτό το γνωρίζεις
όμως προσποιείσαι εσωστρεφή απορίαν.

Η συντροφιά διαλύεται περίπου στις έξη.
Στις εφτά όλοι σχεδόν έχουν κοιμηθεί.
Ιδίως όσοι αύριο έχουν δουλειά.

Αγρυπνώσα τους παραστέκεις.

 






ΣΤΟ  ΜΟΥΣΕΙΟ

Τα κίτρινα τα πρόσωπα αυτού του κάδρου
όπου φιλούν τα πόδια του Ισαύρου
λες κι έχουν μέσα τους κάποιαν αρρώστια-
χτικιό σαν να τους τρώει τα εντόσθια.

Η επιφάνεια του τζαμιού η λεία
η σιγανή που πάνω του σπάζει ομιλία
τα πρόσωπά μας καθρεφτίζει τα ωραία
καθώς οι δυο κοιτάζουμε παρέα.

Ολύμπια ηρεμία στο Μουσείο.
Στου φύλακα το μέτωπο το θείο
μονάχα μία μύγα περπατάει
τριγύρω όταν βαριέται να πετάει.

 ΤΟ  ΦΥΤΟ

Ένα μικρούτσικο φυτό
κορόϊδευε τη γλάστρα
που το  ’θρεφε. Της έλεγε
πως τάχα θα μπορούσε
δίχως εκείνη, τη μικρή,
μεγάλο αυτό, να ζήσει.

Η γλάστρα δεν εθύμωνε.
Κυρία μυαλωμένη
χαμογελούσε μοναχά
και του  ’λεγε θλιμμένη:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".
Μα το φυτό δεν πίστευε
τις τέτοιες εξηγήσεις.

Κι έτσι περνούσεν ο καιρός
ως που  ’ρθε κάποια μέρα
κι έσπασε η γλάστρα η μικρή.
Το χώμα της εχύθη
και το μοκρούτσικο φυτό
επρόλαβε μονάχα

να θυμηθεί πριν μαραθεί
τη γλάστρα να του λέει:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".

Κι αλήθεια τούτη τη φορά
δεν είχε αντιρρήσεις.

 ΤΗΣ  ΑΓΑΠΗΣ

Αγάπη, μυστηριώδικο πουλί
ενός χαμένου ή άβρετου παράδεισου-
Αγάπη τα παιδιά σου ο πόνος κι η χαρά
πώς παίζουνε μαζί μου κάθε μέρα…

Ας ήτανε Αγάπη να μπορώ
τις χάρες σου να γεύομαι μονάχα
οι πόνοι σου αβάσταχτοι μου μοιάζουν
και με λιώνουνε κάθε φορά.

Κυρά-Θεά-Βασίλισσα-Μοίρα Καλή
τις πιο γλυκές στιγμές σου όταν μου δίνεις
και τότε ακόμα-δεν μπορώ αλλιώς-
θεριό σε λέμε Αγάπη και Φωτιά.

 




ΟΙ  ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ

Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας
δεν είναι παρ’ αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί
λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας
τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή.

Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές
και διαλαλούν τις χάρες τους σαν να  ’τανε γυναίκες
από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές
που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες.

Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική
στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους ισογείων
και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική
μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων.

Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλα
με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή
και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη βδέλλα
κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί.

 








Ο  ΧΡΟΝΟΣ

Ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.

Εμείς παιζογελούμε σαν παιδάκια
και για τα μέλλοντα φροντίζουμε πολύ.
Σε σκοτεινά πλανιόμαστε σοκάκια
και παραδέρνουμε γυρεύοντας φιλί.

Κι ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.

 
ΜΠΟΡΕΙ

Μπορεί να ’ρθουν καθώς κοιμάμαι
ονειρικοί εφιάλτες με άμφια τρόμου
ντυμένοι, κι έτσι ανίδεος όπως θα ’μαι
πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρό μου,
να με τρομάξουν-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Πάλι μπορεί ανθρώπινοι ήχοι
αρπαχτικά τριγύρω να στείλουν όρνια
να με τρυπήσει το κρύο τους το νύχι
να με σκεπάσουν βροχές και χιόνια
και να τρομάξω-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Φέρτε θεοί τον ύπνο εκείνο
που τελειωμό δεν έχει-όπου λειμώνες
φρικώδεις δεν υπάρχουν και να μείνω
κάνετ’ εκεί στων αιώνων τους αιώνες-
να μην τρομάξω και ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης-να μην ξυπνήσω.

 




ΝΑ  ΦΑΝΤΑΣΘΩ

Με έντασιν πολλήν
κάποτε προσεπάθει
τη μοναξιάν να φαντασθεί
και να την τραγουδήσει-
τι ποιητής θα ήταν αν δεν έγραφε
και κάτι περί μοναξιάς…

Τώρα
στη μοναξιάν τελείως βουτηγμένος
δεν την τραγουδά.
Αυτή για κείνον τώρα ωραία γράφει
αυτή ωραία τον τραγουδά
και τον χορεύει.

Κι ούτε κοπιάζει να τον φαντασθεί.
Εντάσεις και προσπάθειαι δεν της χρειάζονται-
καταδικός της είναι.

 





ΤΟ  ΑΛΟΓΟ

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
ποιανού;

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
δεν έχεις νου;

 



ΝΑ  ΖΗΣΟΥΜΕ

Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε

ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη

μία νέα αλέγρα ζήση
μακριά να μας κρατήσει
απ’ τα χώματα
ν’ απλωθούμε-ν’ ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα…

να φουσκώσουνε τα στήθια
φλόγα όλο κι όλο αλήθεια  
ν’ αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένια
πια να ζήσουμε.

 


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Τα κρύα μας θυμώνουνε
μας τυραννούν τα χιόνια
οι νύχτες άγριες έρχονται
και λες κρατούν αιώνια.

Γλιστρίματα, σπασίματα
κι αρρώστιες χίλιες δύο
κάθε χειμώνα κάνουνε
το σπίτι φαρμακείο.

Χρήματα για τα κάρβουνα
για ρούχα, για ομπρέλες
α!  το χειμώνα χίλιες δυο
βυζαίνουν μας αβδέλλες.

Και όλοι ενώ πασκίζοντας
λίγο να ζεσταθούμε
το καλοκαίρι το ζεστό
με λύσσα νοσταλγούμε,

όταν θα  ’ρθει ανάποδον
αρχίζουμε αγώνα:
Άχου!  Τι ζέστη φοβερή!
ζητούμε τον χειμώνα.

 




ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ

Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα.
Τον κόπο μας καρπώνονται, τον μόχθο μας τρυγάνε
και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμα
νόμους εφτιάξαν και σαν ζα μ’ αυτούς μας κυβερνάνε.

Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους
κατ’ από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων,
στολίδια και αρώματα γεμίζουν το κορμί τους
κι oρθοί να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον.

Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει
να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ’ τους ανθρώπους
γιατί εκτός απ’ το λαιμό, το πόδι και το χέρι
και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά
τους τρόπους.

Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν:
προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια:
οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα  ’χουν
αιώνες κι αν περάσουνε, τα μάτια γουρουνίσια.

 












Ο  ΜΟΝΑΧΟΣ

Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας.
Ανίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν.
Κι αντί του οίνου της Θείας  Κοινωνίας
θα  ’θελε το ποτήριον να  ’ναι πλήρες ηδονής.

Μα δεν τον έστειλε κανείς
μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας-
και εμόνασε.

Φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν
μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι
τας αμαρτίας.