Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

 ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ




ΠΡΟΣΩΠΑ
Παπάς,
Λαϊκός,
Λέσλυ, ανεψιά του παπά
Κρις φίλος του
ΤΟΠΟΣ
Λος Άντζελες. Σπίτι του παπά.
ΧΡΟΝΟΣ
1995

(Ο Παπάς και ο Λαϊκός κουβεντιάζουν έχοντας έρθει στο κέφι από το ποτό, που όμως εξακολουθούν να πίνουν.)


ΛΑΪΚΟΣ
(συνεχίζοντας συζήτηση)
Εσείς δε λέτε πως ο Θεός είναι πανταχού παρών; Γιατί τότε να έρθω στην εκκλησία αφού μπορώ να προσευχηθώ και στο σπίτι μου;

ΠΑΠΑΣ
Και τότε γιατί υπάρχουνε οι εκκλησίες; Για ομορφιά;

ΛΑΪΚΟΣ
Εσύ να μου απαντήσεις.

ΠΑΠΑΣ
Για να προσευχηθείς στο θεό μέσα στον οίκο του. Κερί, λιβάνι, ψαλμωδίες, υποβλητικό περιβάλλον, δεν έχουνε μια ιερή μεγαλοπρέπεια που να σε τραβάνε να την απολαύσεις;

ΛΑΪΚΟΣ
Καθόλου.
(κερνάει)

ΠΑΠΑΣ
Ας αλλάξουμε θέμα συζήτησης. Πες κάτι άλλο. Και μη μου ξαναβάλεις να πιω- κοντεύω να μεθύσω.
(πίνει και βάζει ποτό στο ποτήρι του)

ΛΑΪΚΟΣ
Τι κάνει η αδερφή σου:

ΠΑΠΑΣ
Δεν έλεγες κάτι πιο ευχάριστο αγαπητέ μου; Όλο γκρινιάζει. Ευτυχώς που γυρίζει από δω και από κει με τις φιλανθρωπικές της οργανώσεις και ησυχάζω.

ΛΑΪΚΟΣ
Και η Λέσλυ; Καλά είναι;

ΠΑΠΑΣ
Καλά. Πριν έρθεις έφυγε. Πάει σε μια φίλη της.

ΛΑΪΚΟΣ
(Πίνει)
Δουλεύει ακόμα γραμματέας σε κείνη την εταιρεία;

ΠΑΠΑΣ
Ναι. Κι απ’ ό,τι φαίνεται της αρέσει αυτή η δουλειά. Μη μου ξαναγεμίσεις.

ΛΑΪΚΟΣ
Μέθυσες λιγάκι ή έτσι μου φαίνεται;


ΠΑΠΑΣ
Όχι! Μόνο στο κέφι ήρθα. Να, κοίτα!
(Σηκώνεται και περπατάει τρεκλίζοντας)
Θες να βάλω και το δάχτυλο στη μύτη μου;

ΛΑΪΚΟΣ
Όχι. Θα βγάλεις το μάτι σου και πώς θα διαβάζεις το ευαγγέλιο;

ΠΑΠΑΣ
Τι είπες;

ΛΑΪΚΟΣ
Είπα πως σε πιστεύω. Δεν μέθυσες. Ήρθες μόνο στο κέφι.

ΠΑΠΑΣ
(τραυλίζοντας)
Στο κέφι ήρθα. Ναι. Ένας παπάς δε λέει ποτέ ψέματα.

ΛΑΪΚΟΣ
Όχι. Μόνο που μπορεί από άγνοια να λέει ανακρίβειες.

ΠΑΠΑΣ
Tο Άγιο Πνεύμα φωτίζει το μυαλό μου και μιλάω πάντοτε σωστά. Μόνο που τώρα παλεύουν μέσα μου δυο Πνεύματα: το Άγιο Πνεύμα και το Πνεύμα του κρασιού. Όταν επικρατήσει το ένα ή το άλλο θα μπορέσω να μιλήσω. Μίλα εσύ εν τω μεταξύ.

ΛΑΪΚΟΣ
Εκείνο που ξέρω εγώ είναι πως οι εκκλησίες δεν χρειάζονται. Τρώνε μόνο τα λεφτά του κόσμου. Μπορεί κανείς να προσευχηθεί οπουδήποτε.

ΠΑΠΑΣ
Άκου φίλε μου. Οι εκκλησίες χρειάζονται για πολλούς λόγους. Δύο ποτηράκια ακόμα και θα σου τους πω.
(Γεμίζει τα ποτήρια. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει έξαλλη η Λέσλυ)

ΛΕΣΛΥ
Τον παλιάνθρωπο! Τον αλήτη! Τον αχρείο! Τον πρόστυχο!

ΠΑΠΑΣ
Ε! Τι συμβαίνει κούκλα μου; Ποιόνε βρίζεις;

ΛΕΣΛΥ
Μήπως ξέρω;.. Καλησπέρα κύριε Λαϊκέ.
(Στον παπά)
Θείε, πάλι πίνεις!

ΛΑΪΚΟΣ
Kαλησπέρα Λέσλυ. Μα τι συμβαίνει; Γιατί τόσο εκνευρισμένη;

ΛΕΣΛΥ
Τον παλιάνθρωπο! Το κτήνος! Εκνευρισμένη μόνο; Πληγωμένη! Εξευτελισμένη!

ΠΑΠΑΣ
Καλά. Μη μας λες αφού δε θέλεις.

ΛΕΣΛΥ
Θα σας πω αλλά δε θα το πιστέψετε. Πρώτα όμως κοιτάξτε με καλά. Και σεις
κύριε Λαϊκέ και συ θείε.
(Την κοιτάζουν)
Κοιτάξτε με πολύ καλά.

ΠΑΠΑΣ
Έλα λοιπόν, σε κοιτάξαμε, τι συμβαίνει;

ΛΕΣΛΥ
Κύριε Λαϊκέ μοιάζω για...

ΛΑΪΚΟΣ
Για;.. Για τι;..

ΛΕΣΛΥ
Για…

ΠΑΠΑΣ
Για τι παιδί μου;

ΛΕΣΛΥ
Να! Μοιάζω για πόρνη;

ΠΑΠΑΣ
Με τι να μοιάζεις είπες;
(πίνει και ξαναγεμίζει το ποτήρι του)

ΛΕΣΛΥ
Μην πίνεις άλλο θείε.

ΠΑΠΑΣ
(πίνει)
Άσε το πιοτό. Με τι να μοιάζεις είπες;

ΛΕΣΛΥ
Με πόρνη θείε.

ΠΑΠΑΣ
Άλλο και τούτο. Πού σου 'ρθε;

ΛΕΣΛΥ
Κύριε Λαϊκέ;...

ΛΑΪΚΟΣ

Μα τι λες τώρα Λέσλυ... τι ερώτηση... μα και βέβαια όχι. Πρέπει να στο πούμε; Μα γιατί ρωτάς;

ΛΕΣΛΥ
Είχα πάει στο σπίτι της Έϊμυ-μιας καλής μου φίλης-ο θείος την ξέρει. Φεύγοντας με πήγε ως πιο κάτω. Ξέχασε να μου δώσει ένα βιβλίο όμως και γύρισε πίσω να μου το φέρει. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Κι όπως περίμενα, να 'σου και με πλησιάζει ένας. Και τι μου λέει;

ΛΑΪΚΟΣ
Τι σου λέει;

ΛΕΣΛΥ
Τι ρωτάνε οι άντρες μια πόρνη κύριε Λαϊκέ όταν θέλουν να πάνε μαζί της;

ΠΑΠΑΣ
Ανηψιά μου...
(στον Λαϊκό)
Αλήθεια τι λένε αγαπητέ μου;

ΛΑΪΚΟΣ
Θες να πεις ότι σε πέρασε για πόρνη;

ΛΕΣΛΥ
Ακριβώς."Πόσο μωρό μου;" μου λέει. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει. Νόμισα πως με ρωτάει για την ώρα."Έξη και δέκα" του λέω."Το ξέρω αυτό μωρό μου", μου λέει, "για την ταρίφα ρωτάω" . Έτσι το λένε κύριε Λαϊκέ;

ΛΑΪΚΟΣ
Έτσι. Λοιπόν;

ΛΕΣΛΥ
Τότε κι εγώ κατάλαβα τι εννοούσε."Χάσου από μπροστά μου παλιάνθρωπε!" του λέω. Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω ξαφνιασμένος. Σήκωσα την τσάντα μου να τον χτυπήσω, μου ξέφυγε. Στο μεταξύ ήρθε η Έϊμυ. Εκείνος απομακρύνθηκε. Ακούτε εκεί; Να μου συμβεί αυτό εμένα…

ΠΑΠΑΣ
Ήτανε όμορφος;

ΛΕΣΛΥ
Θείε, τι σημασία έχει αυτό και το ρωτάς; Καλοφτιαγμένος φαινότανε.

ΛΑΪΚΟΣ
Φαινότανε πλούσιος;

ΛΕΣΛΥ
Μισοσκόταδο ήτανε. Ήτανε καλοντυμένος. Μα γιατί ρωτάτε; Τι σημασία έχει αν ήτανε όμορφος ή πλούσιος;

ΠΑΠΑΣ
Έχεις δίκιο. Μα να σου γίνει παράδειγμα-ο κόσμος έχει χαλάσει.

ΛΑΪΚΟΣ
Πάτερ, αυτό γίνεται εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Ο κόσμος λοιπόν ήτανε χαλασμένος πάντοτε. Άλλο θέλω να ρωτήσω όμως εγώ τη Λέσλυ. Σου άρεσε σαν
άντρας;

ΠΑΠΑΣ
Μας είπε, δε θέλει τέτοιες ερωτήσεις.

ΛΕΣΛΥ
Όχι, αφήστε τον θείε. Γιατί ρωτάτε κύριε Λαϊκέ;

ΛΑΪΚΟΣ
Γιατί αν σου άρεσε... να, σήμερα όλα είναι ελεύθερα. Καθένας ζει τη ζωή του, ευκαιρίες δεν πρέπει να χάνονται.

ΛΕΣΛΥ
προσβλημένη)
Κύριε Λαϊκέ, θέλετε να πείτε πως θα μπορούσα...Α! Μα αυτό πάει πολύ. Έχετε πιει κι οι δυο σας πολύ. Και συ θείε συμφωνείς με τον κύριο Λαϊκό; Και μήπως θα 'θελες να 'φερνα και τα λεφτά στο σπίτι; .. Πάω στο δωμάτιό μου! Το βράδυ θα βγω!

ΠΑΠΑΣ
Πού θα πας;

ΛΕΣΛΥ
Ύστερα απ' αυτά νιώθω την ανάγκη να συζητήσω μ' έναν σοβαρό νέο. Θα πάω στου Νικ.
(Βγαίνει στο δωμάτιό της)

ΠΑΠΑΣ
Εδώ που τα λέμε δε θα 'τανε άσχημη ιδέα να φέρει τα λεφτά στο σπίτι. Πόσα λες να της έδινε;

ΛΑ:ΙΚΟΣ
Πενήντα δολάρια στο νερό.
ΠΑΠΑΣ
Δεν είναι άσχημα.

ΛΑΪΚΟΣ
Είναι πολύ στενοχωρημένη η Λέσλυ.

ΠΑΠΑΣ
Ουφ! Αύριο ούτε που θα το θυμάται.

ΛΑΙΚΟΣ
Είδες; Αυτός είναι ο κόσμος του χριστιανισμού κι ας έχει τόσες εκκλησίες. Βλέπε τα.

ΠΑΠΑΣ
Στάσου. Τώρα νιώθω να μιλάει μέσα μου το πνεύμα του κρασιού. Άκου λοιπόν γιατί πρέπει να πηγαίνεις στην εκκλησία και μη μου κάνεις εμένα τον έξυπνο επειδή είμαι παπάς και δεν μπορώ να μιλάω ελεύθερα. Άσε το θεό και τις προσευχές στην πάντα. Άν δεν ερχόταν όμως ο κόσμος στην εκκλησία πώς θα έβγαζα εγώ το ψωμί μου; Πώς θα 'βγαζαν το ψωμί τους όσοι χτίζουν, διακοσμούν, συντηρούν και προσέχουν τις εκκλησίες; Και αν δεν υπήρχε γενικότερα η βιομηχανία της θρησκείας πού θα έβρισκαν απασχόληση τόσοι άνθρωποι; Και πώς θα δημιουργούνταν αλλιώς προβλήμτα πίστης, δόγματος, ερμηνείας των Γραφών και τόσα άλλα παρόμοια ώστε να μιλούν γι αυτά οι άνθρωποι και να προσπαθούν να τα λύσουν οι φιλόσοφοι; Χωρίς αυτά με τι θα γέμιζε, εκτός από το πορτοφόλι, και ο χρόνος της ζωής του ανθρώπου; Πάρε παράδειγμα εμάς. Τι θα λέγαμε τώρα αν δεν υπήρχε η θρησκεία; Λοιπόν, θα έρχεσαι από δω και πέρα στην εκκλησία;

ΛΑΪΚΟΣ
Και βέβαια όχι.

ΠΑΠΑΣ
Εγώ όμως θα πηγαίνω γιατί εκεί βγάζω το ψωμί μου.

ΛΑΪΚΟΣ
Και το κρασί σου. Κάθε Κυριακή, πες μου, δεν πίνεις κανένα ποτηράκι από τη μετάληψη;

ΠΑΠΑΣ
Ασεβέστατε! Εκείνο δεν είναι κρασί. Είναι το αίμα του Κυρίου!
(Ξαφνικά αρχίζει να γελάει τρανταχτά. Τον ακολουθεί ο Λαϊκός. Χτύποι στην πόρτα. Ο παπάς σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια του)
Εμπρός!
(Μπαίνει ο Κρις)

ΚΡΙΣ
(Διστακτικά)
Καλησπέρα σας.

ΠΑΠΑΣ
Καλησπέρα

ΛΑΪΚΟΣ
Καλησπέρα.

ΚΡΙΣ
Ζητώ συγνώμη... δε με γνωρίζετε... μια ανάγκη με έκανε να χτυπήσω την πόρτα σας…

ΠΑΠΑΣ
Κάτσε μαζί μας άνθρωπέ μου να πιεις ένα ποτηράκι και να μας πεις ποια είναι η ανάγκη σου. Χρήματα να θέλεις δεν δείχνει κάτι τέτοιο το ντύσιμό σου. Ο,τι και να θέλεις όμως είσαι τυχερός-μπήκες σε παπά σπίτι.

ΚΡΙΣ
(Οπισθοχωρεί)
Ω! Με συγχωρείτε, δεν το 'ξερα..

ΠΑΠΑΣ
Δεν πειράζει παιδί μου, κάθισε.

ΛΑΪΚΟΣ
(Ενθαρρυντικά)
Κάθισε κύριε, κάθισε…

ΚΡΙΣ
( Κάθεται)
Ευχαριστώ.

ΛΑΪΚΟΣ
Όπως θα έχεις καταλάβει κιόλας, εμείς τα έχουμε πιει τα ποτηράκια μας. Θα πιεις μαζί μας;

ΚΡΙΣ
Ευχαριστώ, δεν πίνω.

ΠΑΠΑΣ
Λοιπόν πες μας τέκνον μου, τι σε φέρνει στο σπίτι μου;

ΛΑΪΚΟΣ
Μίλησε ελεύθερα παιδί μου. Και ό,τι πεις είναι σίγουρο ότι θα το ακούσουμε με καλή διάθεση.

ΚΡΙΣ
Σήμερα το απόγεμα έκανα κάτι που δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου γι αυτό και που δε θα το ξεχάσω όσο ζω. Ντρέπομαι και που μιλάω μόνο γι αυτό. Δεν σας κρύβω πως αν δεν ήσασταν μεθυσμ...-θέλω να πω αν δεν είχατε έρθει σε λίγο κέφι, θα είχα φύγει κιόλας.

ΠΑΠΑΣ
Εδώ έχουμε λοιπόν εξομολόγηση. Έπεσες στον ειδικό. Μίλα τέκνον μου

ΚΡΙΣ
Να...απόψε, περνώντας από την οδό Ουρανίου Τόξου είδα μια κοπέλα να βολτάρει στο πεζοδρόμιο. Νόμισα πως ήταν... νόμισα πως ήταν... συγχωρείστε με πάτερ... νόμισα πως ήταν κοινή, την πλησίασα και της πρότεινα…

ΠΑΠΑΣ
Εσύ ήσουνα λοιπόν; Αυτή ήτανε η ανεψιά μου…

ΚΡΙΣ
Ω!

ΛΑΪΚΟΣ
Για κοίτα!.. Καλά και γιατί ήρθες εδώ; Και πώς μας βρήκες;

ΚΡΙΣ
Όταν κατάλαβα το λάθος μου, ότι δηλαδή η κοπέλα αυτή δεν ήταν εκείνο που νόμισα αλλά μια καθώς πρέπει κοπέλα, ένιωσα τόσο άσχημα όσο ποτέ στη ζωή μου. Ευχόμουν ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί.

ΠΑΠΑΣ
Κολοκύθια. Αυτά συμβαίνουν αγαπητέ μου. Συχωρεμένος.

ΚΡΙΣ
Όμως η γη δε με κατάπιε και παρόλη τη φοβερή κατάστασή μου παρακολούθησα την. ..ανεψιά σας από μακριά, χωρίς καλά καλά να ξέρω γιατί το κάνω αυτό. Την είδα που μπήκε εδώ μέσα. Τότε κατάλαβα γιατί την πήρα από πίσω. Γιατί θέλω να της ζητήσω να με συγχωρήσει. Χωρίς τη συγνώμη της θα ζήσω δυστυχισμένος.

ΠΑΠΑΣ
(στον Λαϊκό)
Αυτός έκανε για παπάς. Όχι εγώ. Δεν πίνει κιόλας. Αγαπητέ μου είσαι συχωρεμένος.

ΛΑΪΚΟΣ
Φίλε μου. έπρεπε να το 'χεις ξεχάσει την ίδια στιγμή το πράγμα.
(Στον παπά)
Νεανικές υπερβολές..

ΚΡΙΣ
Δε θα ησυχάσω αν δε ζητήσω συγνώμη από την ίδια την ανεψιά σας. Αν δεχτεί να με ακούσει..

ΠΑΠΑΣ
Θα δεχτεί, θα δεχτεί.

ΚΡΙΣ
Παρακαλώ μπορείτε να την φωνάξετε;

ΠΑΠΑΣ
(δυνατά)
Λέσλυ!
(Μπαίνει η Λέσλυ)
Ο κύριος θέλει να σου ζητήσει συγνώμη.

ΛΕΣΛΥ
(μένει έκπληκτη στην αρχή, αμέσως ύστερα δυνατά και χειρονομώντας )
Εσείς; Πώς τολμήσατε; Βγείτε αμέσως από αυτό το σπίτι!

ΛΑΪΚΟΣ
Στάσου Λέσλυ. Ο άνθρωπος ήρθε να σου ζητήσει συγνώμη. Τίποτε άλλο. Υποφέρει και βασανίζεται για την προσβολή που σου έκανε και θέλει να επανορθώσει. Θα ησυχάσει μόνο αν τον συγχωρήσεις.

ΚΡΙΣ
(Σκύβει το κεφάλι. Στη Λέσλυ)
Σας παρακαλώ… δεν τολμώ ούτε να σας αντικρύσω... ήτανε μια φοβερή εμπειρία για μένα. Ήτανε σκοτάδι. Αν σας διέκρινα καλλίτερα δε θα τολμούσα να κάνω αυτό που έκανα. Θα 'βλεπα αμέσως πως έχω να κάνω με μια καθώς πρέπει δεσποινίδα. Συγχωρείστε με, σας παρακαλώ…

ΠΑΠΑΣ
Συχώρα τον κούκλα μου που να πάρει ο διάολος..

ΛΕΣΛΥ
Θείε!..

ΠΑΠΑΣ
Συγνώμη… Συχώρα τον παιδί μου να πάει στην ευχή του Θεού ο άνθρωπος.

ΚΡΙΣ
(Σηκώνει το κεφάλι)
Δε σας κρύβω πως αν ήσασταν μια οποιαδήποτε κοπέλα, δεν θα αισθανόμουν τόσο άσχημα. Ούτε ίσως να ένιωθα την ανάγκη να σας ζητήσω μα με συγχωρήσετε. Όταν όμως σας είδα καλλίτερα, όταν σας πλησίασα και αφού είχα πει κιόλας ό,τι είχα πει, τότε μόνο είδα. Ένα πρωτοφανέρωτο όραμα παρουσιάστηκε μπροστά μου. Τα μάτια σας, μ' όλη την προσβολή που τους είχα κάνει, και όταν ακόμα με κοίταζαν με οργή και μίσος, πάλι μέσα τους είχανε μιαν απέραντη γλύκα και πάλι ακτινοβολούσαν αθωότητα. Η έκπληξή σας όταν καταλάβατε τι γύρευα από σας, ω! δεν ξέρετε πόσο σας έδειξε σεμνή! Και ποιος μπορεί ατιμώρητα να θίξει τη σεμνότητα; Γι αυτό και τιμωρούμαι τώρα. Σας παρακαλώ πέστε μου ότι με συγχωρείτε και θα φύγω αμέσως ύστερα.

ΠΑΠΑΣ
Κόρη μου, μόνο που άκουσες τέτοια λόγια, αξίζει ο ευγενικός αυτός νέος τρεις συγνώμες.

ΛΑΪΚΟΣ
Συγχωρείστε τον τον καημένο.

ΠΑΠΑΣ
(σιγά, στον Λαϊκο)
Θέλει ν΄ ακούσει κι άλλα…

ΚΡΙΣ
Έχω δει πολλές γυναίκες. Έχω πλησιάσει πολλές. Μάλλον εκείνες με έχουν πλησιάσει. Το χρήμα βλέπετε έλκει τις ασήμαντες γυναίκες. Όμως τέτοιαν (χαμηλώνει τα μάτια του) …τέτοιαν αγγελική ομορφιά σε γυναίκα δεν έχω ξαναδεί.

ΠΑΠΑΣ
Είναι ανεψιά μου τέκνον μου…

ΚΡΙΣ
Ω! Αν δεν είχατε αυτό το αγγελικό πάνω σας τότε δε θα ερχόμουν να σας ζητήσω συγνώμη. Κι ούτε θα περίμενα  να μου δίνατε. Τώρα όμως έχω ελπίδες. Σας υπόσχομαι πως αμέσως μετά θα φύγω και δε θα με ξαναδείτε ποτέ πια. Μια λέξη σας μόνο. Χωρίς αυτήν δε θα μπορέσω να ζήσω.

ΠΑΠΑΣ
(Στο Λαϊκό)
Αυτός το 'χει πάρει πολύ στα σοβαρά το ζήτημα μου φαίνεται.
(Στον Κρις)
Ένα λάθος έκανες παιδί μου, δεν είναι και για θάνατο.

ΛΑΪΚΟΣ
(Στη Λέσλυ)
Εγώ βέβαια δεν είμαι θείος σου, όμως έχω κι εγώ ένα λόγο σαν φίλος εδώ μέσα. Κι έχω κι εγώ την ίδια γνώμη με το θείο σου. Έχεις μπροστά σου έναν άνθρωπο που σπαράζει από τον πόνο-πόνο που μόνο συ μπορείς να του ανακουφίσεις. Λάθη που συμβαίνουν. Όσο κι αν πληγώθηκες, πρέπει να γιατρευτείς όταν βλέπεις έναν άντρα να σε παρακαλεί θερμά.

ΠΑΠΑΣ
Μάλιστα έναν άντρα νέον, όμορφο και πλούσιο...

ΛΕΣΛΥ
Θείε!..
(Στον Κρις, ήρεμη)
Σας παρακαλώ, δεν θέλω να σας βλέπω έτσι. Σηκώστε το κεφάλι σας. Με πληγώσατε έτσι κι αλλιώς. Όμως καταλαβαίνω τα ελαφρυντικά σας. Δεν ζω στον Άρη. Ξέρω πως όλα μπορούν να συμβούν. Έγινε πράγματι ένα λάθος... Σας συγχωρώ.

ΚΡΙΣ
Ω! Σας ευχαριστώ!
(Πετιέται από την καρέκλα του και κάνει ν' αγκαλιάσει τη Λέσλυ. Τέλος της φιλεί το χέρι)
Σας ευχαριστώ. Είστε πραγματικά ένας άγγελος.
(Φιλάει τον παπά και το Λαϊκό)
Σας ευχαριστώ και σας. Σας ευχαριστώ.

ΠΑΠΑΣ
Που να φανταζόσουν πως αντί να φιλήσεις τη Λέσλυ θα φίλαγες την ίδια μέρα το θείο της..

ΚΡΙΣ
Πάτερ με κάνετε και ντρέπομαι.

ΠΑΠΑΣ
Έλα τώρα… όταν ρώταγες την ταρίφα δεν ντρεπόσουν;

ΚΡΙΣ
Πάτερ, ντρέπεται κανείς όταν κάνει κάτι ανάρμοστο. Δεν είναι ανάρμοστο να μιλάει έτσι κανείς σε μια κοινή γυναίκα. Όμως είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να γίνει να μιλήσει κανείς άπρεπα σε μια καθώς πρέπει γυναίκα.
(Σηκώνεται)
Όμως να φεύγω… και πάλι σας ευχαριστώ δεσποινίς.

ΛΕΣΛΥ
Κι εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα. Γίναν όλα τόσο γρήγορα… Ο άνθρωπος που τόσο με πρόσβαλε να μιλάει φιλικά μαζί μου μετά από λίγη ώρα… Κι ούτε θα περίμενα να πω ποτέ σε σας αυτό που θα σας πω τώρα. Όμως δεν θα θέλατε ένα αναψυκτικό μιας και μπήκατε στο σπίτι μας και πια δεν είστε εχθρός μου;
ΚΡΙΣ
Ένα αναψυκτικό ευχαρίστως θα το πάρω.
(Βγαίνει η Λέσλυ)

ΛΑΙΚΟΣ
Κάθισε κύριε... δεν ξέρουμε και τ' όνομά σας…

ΚΡΙΣ
Έχετε δίκιο. Μα δεν μπορούσα να σας πω τ' όνομά μου όταν ήρθα. Το είχα ντροπιάσει τόσο… Κρις. Κρις Φόλγκερ.

ΠΑΠΑΣ
Καμιά σχέση με τον ιδιοκτήτη των πολυκαταστημάτων Φόλγκερ;

ΚΡΙΣ
Πατέρας μου. Και από πέρυσι είμαι συνιδιοκτήτης.

ΠΑΠΑΣ
Ω!
(Μπαίνει η Λέσλυ με το ποτό)

ΛΕΣΛΥ
Ορίστε!
ΚΡΙΣ
Ευχαριστώ. Στην υγειά σας.
(Πίνει, Στη Λέσλυ)
Τώρα, αφού με συχωρέσατε, θα σας πω κι εγώ κάτι που δε θα τολμούσα να το ξεστομίσω πριν από λίγα λεφτά. Αν δεν έχετε να κάνετε τίποτε καλλίτερο απόψε, τι θα λέγατε αν βγαίναμε να γιορτάσουμε την που τόσο παράξενα έγινε γνωριμία μας;

ΛΕΣΛΥ
Δεν έχω τίποτε το ιδιαίτερο να κάνω. Δεν ξέρω όμως αν πραγματικά θέλω να βγω έξω μαζί σας.
(Γελώντας, με νόημα)
Θα το σκεφτώ όσο θα ντύνομαι.
(Βγαίνει στο δωμάτιό της)

ΛΑΪΚΟΣ
Τι χαζός που ήμουνα όταν ήμουν νέος! Τώρα ξέρω τι έπρεπε να κάνω για ν' αποκτήσω φιλενάδα. Να της μιλήσω σαν να ήταν πόρνη και μετά να της ζητήσω
συγνώμη.

ΚΡΙΣ
Δεν έγινε ακόμα φιλενάδα μου.

ΠΑΠΑΣ
Θα γίνει αγαπητέ μου. Την ξέρω την ανεψιά μου όταν της αρέσει κάποιος.
(συνομωτικά)
Μην της πεις ότι σου είπα κάτι τέτοιο γιατί δε θα μου μιλάει για εβδομάδες.

ΛΑΪΚΟΣ
Σκέφτομαι πόσο παράξενοι είναι οι άνθρωποι. Πόσο περιπλέκουν τα πράγματα. Θα μπορούσε η Λέσλυ να σου έλεγε ναι την ίδια εκείνη στιγμή και να μη χρειαζόνταν να παιχτεί όλη αυτή η κωμωδία για να καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα.

ΠΑΠΑΣ
Αγαπητέ μου πόσο δεν ξέρεις τον κόσμο! Ο κόσμος ζητάει να έβρει κάτι για να περάσει τον καιρό του ώσπου να έρθει η ώρα να πάει εκεί που δεν υπάρχει καιρός. Στο είπα και πριν για την εκκλησία. Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ, το ίδιο παντού. Σκέψου. Αν τα πράγματα ήταν έτσι όπως τα θέλεις, τότε μια ερώτηση και μια απάντηση θα έφτανε για να γίνει η σεξουαλική πράξη. Μα τώρα κοίτα: προσβολή, μετάνοια, συγνώμη, τερτίπια, ραντεβού, ξανά ραντεβού, εστιατόρια, μοτέλς, ώρες, εβδομάδες, μήνες ολόκληροι για την απόκτηση και τη συντήρηση του θηλυκού. Χωρίς αυτά με τι θα γέμιζε η ζωή του ανθρώπου;

ΚΡΙΣ
Έχετε δίκιο. Σας είπα ποια είναι η δουλειά μου. Ξέρετε με ποιους δουλεύω; Με τις γυναίκες. Αυτές ντύνονται και στολίζονται στα μαγαζιά μου. Αυτές αγοράζουν ασταμάτητα πούδρες, αρώματα, κοσμήματα, ρούχα, παπούτσια, τσάντες και ό,τι άλλο φανταστείτε.
Αλλά και οι άντρες όταν ντύνονται και αγοράζουν κι αυτοί με τη σειρά τους ένα σωρό πράγματα γιατί το κάνουν; Για να τους προσέξουν οι γυναίκες. Η γυναίκα είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομίας μας.

ΠΑΠΑΣ
Η γυναίκα… φορές φορές νομίζω ότι μας την έδωσε ο θεός μόνον για να γεμίζουμε τις ώρες της ζωής μας μ' αυτήν.

ΛΑΪΚΟΣ
(μονολογώντας)
Άραγε θα καταλάβουν ποτέ οι άνθρωποι ότι ο σκοπός της ζωής τους δεν είναι να γεμίζουν τον χρόνο τους;

ΠΑΠΑΣ
(Αγνοώντας τον Λαϊκό, στον Κρις)
Μπράβο παιδί μου που με συμπλήρωσες. Για σκέψου Λαϊκέ! Αν ήτανε τα πράγματα όπως τα 'θελες, τότε όλο κι όλο το νταραβέρι θα 'τανε τριάντα δολάρια ν' αλλάξουν χέρια. Ενώ τώρα έχουμε μια ανθούσα οικονομία χάρη στο σεξ.

ΛΑΪΚΟΣ
Και χάρη στη θρησκεία.

ΠΑΠΑΣ
Και χάρη στη θρησκεία.

ΚΡΙΣ
Και χάρη στη θρησκεία είπατε;

ΠΑΠΑΣ και ΛΑΪΚΟΣ
(ταυτόχρονα)
Και χάρη στη θρησκεία.

ΚΡΙΣ
Και χάρη στη θρησκεία!

ΛΑΪΚΟΣ
Μεγάλος καταφερτζής είσαι όμως Κρις. Ωραία το 'παιξες το παιχνίδι σου. Όμορφα λόγια.

ΠΑΠΑΣ
Γι αυτό και την έριξε. Τα λόγια είναι το παν στη ζωή.

ΚΡΙΣ
Όχι κύριοι. Ό,τι και να 'λεγα θα 'πεφτε. Δεν είναι τα λόγια μα ο παράς που μετράει. Τον έχεις; Μετά λέγε ό,τι θέλεις.

ΛΑΪΚΟΣ
Δε μου λες παιδί μου, πόσο πάει σήμερα η ταρίφα; Τριάντα δολάρια;

ΚΡΙΣ
Όχι κύριε...

ΛΑΪΚΟΣ
..Λαϊκός

ΚΡΙΣ
Όχι κύριε Λαϊκέ. Τριάντα μπορεί να ήτανε στον καιρό σας. Τώρα έχουν ακριβήνει όλα. Μιλάμε για ογδόντα δολάρια το λιγότερο. Και οι καλές φτάνουν τα διακόσα.

ΠΑΠΑΣ
Δηλαδή πόσα βγάζει μια κοινή γυναίκα το μήνα;

ΚΡΙΣ
Μια καλή με μέτρια απασχόληση φτάνει τα είκοσι χιλιάρικα.
ΠΑΠΑΣ
Τι μου λες! Κι εγώ βγάζω χίλια διακόσα το μήνα με το ζόρι. Και ευχαριστιούνται κιόλας…

ΛΑΪΚΟΣ
Μπα. Μια στατιστική έδειξε πως μόνο το τρία τοις εκατό των κοινών γυναικών συμμετέχουν στην ευχαρίστηση που δίνουν.

ΚΡΙΣ
Και οι άλλες γυναίκες που δεν είναι του είδους τους, δεν διαφέρουν και πολύ σ' αυτό. Η συμμετοχή τους είναι είκοσι τοις εκατό. Αλλά ας μη συγκρίνουμε κυρίες με πόρνες.

ΠΑΠΑΣ
Άκου να σου πω παιδί μου. Ή είσαι μικρός και δεν ξέρεις, ή ξέρεις και δεν το λες από σεβασμό. Δεν υπάρχουν κυρίες και πόρνες. Όλες οι γυναίκες είναι πόρνες.

ΚΡΙΣ
Ω!

ΛΑΪΚΟΣ
Πάτερ μου ήπιες και δεν ξέρεις τι λες.
ΠΑΠΑΣ
Ξέρω και παραξέρω. Θα 'ρχότανε μαζί σου η ανεψιά μου νομίζεις αν δεν είχες λεφτά; Απλά, άλλες είναι μικρές και άλλες μεγάλες πόρνες. Άλλες πουλιούνται για πενήντα δολάρια, άλλες για πενήντα εκατομμύρια δολάρια.
ΛΑΪΚΟΣ
Δεν μιλάει ο παπάς τώρα, μιλάει το κρασί.
(Μπαίνει η Λέσλυ έτοιμη για έξω)

ΠΑΠΑΣ
Λοιπόν αγαπητέ μου όπως σου είπα. Η ανεψιά μου είναι μια μοναδική κοπέλα. Φέρσου της λοιπόν όπως της αξίζει.

ΛΕΣΛΥ
Ο θείος μου αν και πιωμένος δεν ξεχνάει τα παινέματα.
(Στον Κρις)
Πηγαίνουμε;

ΚΡΙΣ
(σηκώνεται)
Πάμε!

ΛΕΣΛΥ
Γεια σου θείε μου.
(Τον φιλάει)
Γεια σας κύριε Λαϊκέ.

ΚΡΙΣ
Γεια σας πάτερ, γεια σας κύριε Λαϊκέ.
(Χειραψίες)

ΠΑΠΑΣ
Στο καλό παιδιά μου. Την ευλογία μου να 'χετε.

ΛΑΪΚΟΣ
Γεια σας. Χάρηκα πολύ κύριε Κρις.
(Βγαίνουν η Λέσλυ και ο Κρις)

ΠΑΠΑΣ
Δεν τον ρώτησα αν πηγαίνει στην εκκλησία. Βάλε ένα ποτηράκι.


ΑΥΛΑΙΑ

 Η ευχή μου κάθε πρωτοχρονιά τα τελευταία χρόνια, ήταν να γίνει η χειρουργική επιστήμη για τους ανθρώπους ό,τι το κομπιούτερ είναι σήμερα γι αυτούς.
Δηλαδή με αυτήν να ενημερώνεται ή να διασκεδάζει ο άνθρωπος, με αυτήν να επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους, αυτή να είναι η αγαπημένη του ασχολία, και χωρίς αυτήν να μην μπορεί να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους και να είναι αποκομμένος από αυτούς, όπως λεπρός.
Τότε τα σαδιστικά ανταποδοτικά μου ένστικτα θα έβρισκαν ένα ευρύ πεδίο εκπλήρωσης.
Θα με ρωτούσαν ας πούμε οι τότε αδαείς, που θα ήταν ανύπαρκτοι για την κοινωνία χωρίς τις, λίγες έστω, γνώσεις χειρουργικής, π.χ.:  
«Μου λέτε παρακαλώ πως γίνεται μία εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας;»
Και εγώ, από εκεί ψηλά που θα ήμουν όντας αυτοί τόσο χαμηλά, να τους απαντούσα, πολύ γρήγορα γιατί θα με περίμεναν τα βαριά χειρουργεία της ημέρας:
«Σκωληκοειδίτιδα;.. Τι ακριβώς;»
«Ξέρετε, δεν ξέρω πολλά από εγχειρήσεις…»
«Μην αγχώνεστε» (κι αυτό θα ήθελα να το πω σε όσους με έχουν πρήξει με δαύτο…), «είναι απλό: Τομή στο δέρμα, διαχωρισμός των μυών, περιτόναιο, και πια εκτομή της σκωληκοειδούς. Μετά φυσικά, κλείσιμο του δέρματος»
Και θα γυρίζω στη δουλειά μου σίγουρος ότι τάχα διαφώτισα τον ερωτήσαντα.
Και άστον αυτόν να παιδεύεται για μέρες: να επιχειρεί-αγνοώντας λεπτομέρειες άκρως απαραίτητες-να αντιμετωπίσει αιματώματα, ανατομικές ιδιαιτερότητες, φλεγμονές, αποστήματα, και καμιά φορά να χαλάει τον κομπιούτερ του.
Μάλιστα. Έτσι με αντιμετωπίζουν όλοι όταν ρωτώ κάτι απλό γι αυτούς, σχετικό με τον κομπιούτερ μου.
Γιατί αν μου εξηγούσε κάποιος από αυτούς ό,τι για χρόνια τώρα προσπαθώ να μάθω, σήμερα θα ήξερα να φτιάχνω μια ιστοσελίδα, θα μπορούσα να επικοινωνήσω με το «σκάιπ» ή τηλεφωνικά μέσω κομπιούτερ με κάποιον, θα ήξερα τι να κάνω όταν, πατώντας ένα πλήκτρο του κομπιούτερ μου όλα γίνονται άνω κάτω στην οθόνη του, θα είχα βάλει να δέχομαι σχόλια στο μοναδικό σάιτ που μου άνοιξε κάποιος κάπου κάποτε, θα ήξερα να χρησιμοποιώ τον εκτυπωτή, θα… θα… θα.
Αυτή την ευχή κάνω για χρόνια τώρα κάθε πρωτοχρονιά.
Και, μεταξύ μας, έχω αρχίσει να υποψιάζομαι ότι Αγιοβασίλης δεν υπάρχει.

 ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ

Kαράβι περίμενε, μη φεύγεις ακόμα.
Μη σ’ κώνεις τη γέφυρα που δένει στο χώμα.
Για ξένα λιμάνια πανιά μην ανοίγεις.
Καράβι μου έμορφο στάσου-μη φύγεις.

Μαζί σου ένας μάγος που όλα μαγεύει
μαζί σου ένας μάγος ωριός ταξιδεύει.
Μακριά για να πάει-μακριά για να φύγει
πανιά μέσα στ’ άσπρα πανιά σου ανοίγει.

Μαγεύει ανθρώπους και κείνοι αρρωσταίνουν.
Μαγεύει τα δέντρα και κείνα ξεραίνουν.
Μαγεύει καράβια και κείνα βουλιάζουν.
Μαγεύει κορίτσια και κείνα πλαντάζουν.

Tον μάγο που μέσα μου φλόγες ανάβει
μαζί σου μην παίρνεις καλό μου καράβι.
Kοντά μου άφησέ τον και όρκο σου δένω,
σαν θα ’ρθεις να έβρεις αυτόν μαγεμένον!

 ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ

Σα σβήσει ο λύχνος τότε τον θυμούνται
αυτοί που τώρα είναι στο σκοτάδι.
Με νόστο τη ζωή τη συλλογούνται
αγύριστα όσοι βρίσκονται στον Άδη.

Το δέντρο σαν κοπεί κι ο ίσκιος πάψει
του ήλιου να μετριάζει το λιοπύρι
τότε κι η νοσταλγία θε’ ν’ ανάψει
για τ’ άμοιρο το δέντρο που  έχει γείρει.

Και λέει κι αυτός αφού όταν πεθάνουν
τα βρίσκει όλα ο έπαινος κι ο ,
οι στίχοι του εντύπωση θα κάνουν
καλλίτερη σα θα ’ναι πεθαμένος.

 ΕΝΩΠΙΟΝ

Ο γάμος μας έγινε ενώπιον
ζωυφίων και χλόης
(νυφικό τ’ άσπρο σου δέρμα).

Μυρμηγκάκια και λαμπρίτσες
περπατούσαν στο κορμί σου,
ένας σκύλος εκουνούσε
την ουρά πασιχαρής,
και μια σαύρα λαθροβιώσα
μας εκοίταζε αδρανής.

Χλόη πάνω στ’ άσπρο δέρμα-
άσπρο δέρμα πα’ στη χλόη
(νυφικό τ’ άσπρο σου δέρμα)
ο γάμος μας έγινε ενώπιον
ζωυφίων και χλόης.

 



ΕΜΠΡΟΣ  ΠΑΙΔΙΑ  ΓΕΝΝΑΙΑ  ΜΟΥ

Θα υφώσω τη σημαία μου!
Εμπρός παιδιά γενναία μου!
Νευρά και αρτηρίες μου!
Και μυ’ς μου και μυαλό μου

δωστε ένα χέρι βοηθερό
να σ’κώσω από χάμου
το λάβαρό μου-έφτασε  
κι ας άργησε η σειρά μου.

Σ’ αυτόν τον τόπο πό’ γειρα
ποτάμια αίμα ολόγυρα
σαπίζουν άλλα πτώματα
κι άλλα ζεστά είν’ ακόμα.

Το πρωινό έτσι άρχισε
κι έτσι τραβάει το γιόμα.
Σφαίρες, βροντές, καπνοί παντού-
πήρε φωτιά το χώμα.

Μα πάνω από τα πτώματα
που σμίγουν με τα χώματα
σημαίες ανεμίζουνε  
και πλέουν στον αέρα.

Τα χρώματά τους τα λαμπρά
στο μαύρο είναι φοβέρα
ανθός το καταχείμωνο  
δροσό νερό στην ξέρα.

Ως τώρα εφοβόμουνα
και χάμου εσερνόμουνα.
Κι ωχρό ένα παλιοκούφαρο
σε λίγο θε να γίνω.

Μα τη σημαία μου στη γη
πεσμένη δεν αφήνω!
βοηθάτε με παιδάκια μου
γιατί όπου να  ’ναι σβήνω!

Βοηθάτε με γενναία μου-
θα υψώσω τη σημαία μου!
Τον τόσο χρόνο που ’χασα
βοηθάτε να κερδίσω.

Πριν στου πολέμου τη βοή-
στη μάχη πριν να σβήσω,
ένα πανί τουλάχιστο
καθώς κι οι άλλοι ας στήσω

 ΓΥΜΝΟΣ

Ωραία λοιπόν...
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να  ’ρθεί
(έξω βρέχει).

Και τι μπορεί να ’ναι καινούργιο
για όποιον έχει δει λουλούδια μαραμένα…
για όποιον έχει δει  το στόμα ενός μικρού παιδιού
γεμάτο αρρώστια έτσι που η γλώσσα του
να μη χωρά στο στόμα του και να προβάλει-
και τον πατέρα να ’ναι όλος ένα βλέμμα πετρωμένο
στον ίλιγγο της απορίας και του χάους...

Και τι μπορεί να ’ναι καινούργιο
για όποιον βρέθηκε γυμνός κι ανίσχυρος-
ίδιος εν’ άδειο ηχείο-
ανάμεσα σε αέρηδες που ερίζουνε ποιος θα τον πρωταρπάξει...
για όποιον είδε κοριτσόπουλα να προκαλούν
χαϊδεύοντας τη φούστα τους για λίγο ανεπαίσθητα...
γι αυτόν που ξέρει πως οι συνδυασμοί των λέξεων έχουν υπάρξει όλοι...

Και τι μπορεί να ’ναι καινούργιο
για όποιον έχει δει τον ήλιο να ζυγιάζεται
στου τόξου την χορδή προτού
στοχεύοντας το κέντρο κάθε ακτίνας του εκτοξευτεί...
γι αυτόν που ο βαρύτερος χειμώνας ειν’ της Άνοιξης...
γι αυτόνε που ο θάνατος έχει ερθεί πολλές φορές και δεν τον βρήκε...

Και τι μπορεί να ’ναι καινούργιο για όποιον ξέρει  
πως είμαστε όντα ψεύτικα
είδωλα σκοτεινά μελλόντων όντων
που κάποτε ύστερα θα ζήσουν και που κάποιο
αντίστροφο προβολικό μηχάνημα
τ’ αντιγράφει
και τα προβάλλει και τα εντυπώνει
στο φως που εβαρέθηκε να ταξιδεύει…

Ωραία λοιπόν…
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να ’ρθεί
(έξω βρέχει).

 ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ   ΚΑΙ  ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

-Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα πλουμιστή
έλα δίπλα μου και στάσου-
σε ποθώ-σε θέλω-βιάσου.

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικα βρωμιάρη-φτου-
πώς μπορεί μια πεταλούδα
να φιλεί σου τη μουσούδα;

-Και τι έχω το στραβό
όπου τόσο σ’ απωθώ;
-Είσαι γκρίζος εγώ λάμπω
και στολίδι είμαι στον κάμπο.

-Κι εγώ πάντα τραγουδώ
το βιολί μου έχω εδώ
και τον κόσμο ξετρελαίνω
στα μεράκια όταν μπαίνω.

-Όλο τρέχω και πετώ
και δε στέκω ούτε λεφτό
συ συνέχεια τεμπελιάζεις-
δε σου μοιάζω-δε μου μοιάζεις.

-Είμ’ εγώ τραγουδιστής
είσ’ εσύ ο χορευτής-
απ’ των δυο μας την παρέα
τι θα ταίριαζε πιο ωραία;

-Ω!  Αταίριαστοι πολύ
’μεις οι δυο-εγώ έχω βγει
από άσπρο ένα κουκούλι
συ θα το ’χεις για κιβούρι.

-Όμοια ειν’ τα δυο αυτά
η ζωή όταν τελευτά
ή δεν έχει ακόμ’ αρχίσει
πράγμα ίδιο για τη φύση.

-Μία φλόγα εγώ ζητώ
για να πέσω να καώ-

τζιτζικάκι μου καημένο
μόνο αυτό σε κάνει ξένο.

-Μια φορά εσύ αν καείς
η φωτιά μου συνεχής-
αχ!  με καίει κάθε ματιά σου
πιο πολύ από τη φωτιά σου.

Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα μου ακριβή
έλα σβήσε το καμίνι
που από σε μονάχα σβήνει.

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικά μου έρχομ’ εφτού-
αχ!  με σένα είμαι ίδια
σα μου βγάλεις τα στολίδια      

 




ΑΡΧΑΙΟΠΤΕΡΥΞ

Η Πλάση φωτίστηκε όταν άφησες το χώμα
και ξεδίπλωσες τα πρώτα φτερά στον αμόλυντον αέρα.
Η Πλάση φωτίστηκε
όταν άφησες το χώμα και ανυψώθηκες-
γιατί το φως δεν ήταν η απουσία του σκότους
επειδή εσένα, ούτε ένας τυφλός δε θα μπορουσε πια
να σε αγγίξει.

Μέσα απ’ όλα τα πεσμένα ωρθώθηκες
τραβώντας με τις άκρες των φτερών και σπάζοντας
την άρνησή τους
που όταν έφτασε η κρίσιμη ώρα έλιωσε
σαν πάγος μες σε λάβα-
που όταν έφτασε η κρίσημη ώρα εσκόρπισε
σαν χνούδι σε αέρα δυνατό.

Και υψώθηκες. Και πήγες
να σελαγίσεις τη μοίρα του κόσμου
πάνω απ’ τον κόσμο και απ’ ό, τι
ως τότε υψώνονταν με άλλων χέρια.

Στάθηκες λίγο να ισιώσεις το γερτό σώμα
με μάτια εμέτρησες μήκος και ύψος
με νου καθόρισες την πορεία
τον άνεμο υπολόγισες,
και με φωνή βραχνή ακόμα είπες: "τώρα! ".

Και ώρθωσες
τον ήλιο μες στο φως του ήλιου. Και πέταξες
όχι έτσι σαν έρωτας
που οριζόντια διαπλέει επίπεδα, όχι έτσι
σαν ρόδο που υψώνεται στον κλάδο δεμένο, όχι έτσι
σαν άθυρμα στον πόθο του απείρου-
αλλά σαν πεποίθηση και σάρκινη ελπίδα.

Με μίσος σε βλέπαν
οι σκότιες οι ρίζες της πρώτης εκτίναξης
που στ’ άφωτα μάκρη τους μέσα
σχεδιάζαν το σώμα της ύστερα εξέλιξης-
κορμό, κλάδους, φύλλα,
δεμένο στα μάγια που εκείνες ορίσανε
χωρίς να προβλέπουν καμία εκτίναξη, καμιά νέα γέννα.

Μα συ
με σπόρους του Πριν και του Σκότους
το Φως και το Ύστερα εγέννησες.
Και πήρες τη θάλασσα  
και πήρες την τρέμουσα πίστη, και πήρες
το θάρρος της πρώτης ζωής, και πήρες
την τραγικότητα των αμφιβίων, και πήρες
των κωνοφόρων το πρώιμο θρόισμα, και πήρες
τ’ αχνά παιχνιδίσματα της χλόης στο ημίφως
και σ’ άφταστα εσύ τα λειτούργησες ύψη.

Και κει όλα τούτα κρατώντας σαν φύλαγμα ατίμητο
με μία φωνή που εξάφνισε τ’ άστρα
εσάλπισες κι είπες; "ιδού!
ξεπλένω τ’ όνειδος του  Κάτω! "

Και προς το μέρος σου όλα τότε γύρισαν
και βλέπαν να πετάν κι αυτά μαζί σου
ψηλά ’π’ το χώμα-ψηλά!
Και βλέπαν τα γερά και σίγουρα φτερά σου
ψηλά ’π’ το χώμα-ψηλά!
Κι οι στεναγμοί κι οι βόγγοι τους
βγαίνανε τώρα απ’ το λαρύγγι σου
μετουσιωμένοι σε κελάδημα γλυκό κι αχτιδοβόλο
που σίγουρο απλωνότανε παντού
σπρωγμένο από τα νικηφόρα σου φτερά.

 Η  ΑΘΛΊΑ

Πληγές στο πρησμένο της σώμα
που σύρμα το δένει γερό.
Ριγμένη στο άνυδρο χώμα
με δίχως τροφή και νερό.

Θ’ αντέξει περίπου τρεις μέρες.
Περνάει απ’ αυτό το στρατί  
περνάει από τούτες τις ξέρες
και του ’τυχε κι άλλες να δει.

Να! Τώρα, κι αυτή ξεψυχώντας
με βλέφαρα μισοκλειστά
θα δει να  φτύνει περνώντας
απ’ τ’ άθλιο κορμί της μπροστά.

 ΘΑ   ΚΑΤΑΛΥΣΕΙ

Αφήστε τον τον κόσμο μου να πλάσει.
Σε λίγο φεύγει. Να ’χει μία σκέπη
εκεί που άϋλος κι αγνός θα φτάσει
και μια γωνιά να τον προσμένει πρέπει.

Αφήστε τον. Στον κόσμο κατοικείτε
τούτον εσείς και όλα σας τα μίση
και κάθε ομορφάδα που μπορείτε
σ’ αυτόνε μέσα έχετε σκορπίσει.

Αφήστε τον. Η ζήση του είναι τούτη
πρώτη και μοναχή για κείνον ύλη
της άλλης για να πλάσει τ’ άγια πλούτη
που είν’ η αγαπημένη μου και φίλη.

Αφήστε τον. Γιατί κι η φαντασία,
μα κι η καρδιά και η ψυχή και το αίμα
σφάγια να γίνουν πρέπει στη θυσία
το που της γης θα καταλύσει ψέμα.

 ΔΕΝ  ΕΠΡΕΠΕ

Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις  Καρυωτάκη.
Λαγοκοιμόνταν μέσα μας οι σαρκοβόροι δράκοι-
η Απελπισιά, το Αδειανό, κι ο Φόβος ο Μεγάλος-
νανούρισμα λες ήτανε ο εντός μας μέγας σάλος  

Και ησυχάζανε-κι εμείς ξεκλέβαμε τα χρόνια.
Οι κάργιες όμως ήρθανε στων δέντρων μας τα κλώνια
κι ο σοβαρός ο δάσκαλος με την εφημερίδα
σκότωσε την που πρόβαλε απ’ τα βιβλία ελπίδα.

Της Ανοχής και της Μικρής Ανάγκης το κουβάρι
αργά εξετυλίγονταν πριν ο άνεμος το πάρει
της "ΠΡΕΒΕΖΑΣ"" και άκλωνο στην άκρη το πετάξει-
στη θεωρία περιττό κι ανώφελο στην πράξη.

Μα τίποτα δεν έμεινε μέσα μας να ’ναι φίλιο
όταν στη δεύτερη στροφή θανάτωσες τον ήλιο.
Ξυπνήσαν τότε τα θεριά, ορθώσαν το κεφάλι
και τη νικήτρα ενάντια μας ορέχτηκαν την πάλη.

Κι όταν του όπλου σου η κραυγή μάτωσε τον αέρα
επήγε και το πρόσχημα το τελευταίο πέρα-
οι δράκοι μας εσπάραξαν κι αφήσαν μόνον ράκη.
Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις  Καρυωτάκη…

 ΝΑ  ΠΙΩ

Ολάνθιστος ήμουν και μ’ έχεις ξεράνει.
Μου έχεις χτυπήματα δώσει σωρό
που αν ήθελ’ αρχίσει εδώ να ιστορώ
μεγάλου βιβλίου ο χώρος δε φτάνει.

Μετά τάχα πού από δω θα με στείλεις;
Θα πάω όπου να ’ναι-θα κάνω ό, τι πεις
τα σύνορα εγώ θα διαβώ της Ντροπής
το ρόπτρο θα κρούσω της Άθλιας Πύλης.

Αλλά δε θ’ ακούσεις ποτέ παρακάλιο
να βγάλω απ’ τα χείλια ή λόγον πικρό.
Φαρμάκι ή μεγάλο να πιω ή μικρό
μου δώσεις, θα τό ’πιω  με ύφος νηφάλιο.

Και όταν στο τέλος θα βγω νικητής
σε όσα μου έχεις γραφτό να τραβήξω
λιθάρι αναθέματος ζωή θα σου ρίξω
κι εγώ θα ’μαι τότε δικός σου κριτής.

 ΜΕ  ΤΗΝ  ΠΟΙΗΣΗ

Δεν είναι για να δρέψω δάφνης φύλλα
που ατέλειωτα μαυρίζω άσπρα φύλλα.
Για να ’χω λίγο φως μέσα στον Άδη
τρυπίτσες μόνο ανοίγω στο σκοτάδι.

Αν λίγο με την ποίηση ασχολούμαι
δεν είναι ποιητή για να με πούνε.
Μ’ αυτά τα ποιηματάκια όπου γράφω
αλλάζω μόνο θέση μες στον τάφο.

 

ΠΑΙΔΟΥΛΑ

Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
τη φούστα σου μάσε γιατί
καθώς σε θωρεί νοστιμούλα
αγόρι μεστό την πατεί

κι αν τρέξεις η φούστα θα πέσει
και τότε-πω πω τι ντροπή!-
γυμνούλια  ’πο κατω απ’ τη μέση
κοιλίτσες, μπουτάκια, ποποί...

Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
την άγουρη τότε αρετή
που φέγγει αχνά σαν αυγούλα
με τι θα την κρύψεις-με τι;..

  ΓΙΑ  ΟΣΑ  ΕΘΑΨΕ

Στοχαστικοί κι ασπαίροντες
όταν κοντά στο τζάκι
οι άλλοι θα στέκουν γέροντες
κι απ'  το πηχτό φαρμάκι

τις τελευταίες θα πίνουνε
και πιο πικρές γουλιές του,
ενώ απαλά θα κλείνουνε
ενός βίου καταμέστου

από χαράς πλανέματα
την κουρασμένη αυλαία,
τα γηραλέα τους βλέμματα
έστω και νυσταλέα

πάνω θα ξεκουράζονται
σε κάτι μαραμένα
λουλούδια, ή θ' αναπαύονται
πάνω σ'  αγαπημένα

κιτρινισμένα γράμματα
που γράφτηκαν πριν χρόνια-
στα χρόνια που τα θάματα
μοιάζαν πως θαν'  αιώνια.

Ενώ λοιπόν θα νήχονται
οι άλλοι μες στις μνήμες
πλάι σ΄ αυτόν θα βρίσκονται
μονάχα κάτι ρίμες

να λεν για όσα έθαψε
στα μαύρα τους κατώγια
γράμματα που δεν έγραψε
και που δεν είπε λόγια.

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

 ΟΥΤΕ  ΔΩΡΟ

Τόσο ανάξιος έμπορος ήμουν εγώ λοιπόν
που δεν επάτησε ποτέ κανείς στο μαγαζί μου
και το μεγάλο απόθεμα των τόσων υλικών
ακόμα ακέριο κι άθικτο μένει στην κατοχή μου.

Τόσο αδέξια ήτανε η δική μου τακτική
και τόσο διέφερε πολύ από αυτήν των άλλων
που όλοι προτιμούσανε και πήγαιναν εκεί
και αδιστάκτως μάλιστα και αυθορμήτως μάλλον.

Τόσο δεν ήθελε λοιπόν κοντά κανείς να ’ρθει
στο χώρο που είχα όλη μου απλώσει την πραμάτεια

κι όταν την άπλωσα ήμουνα σαν λούλουδο που ανθεί
και τώρα βάζο αλάβαστρο που κείτεται κομμάτια.

Και τώρα που αποφάσισα να δώσω δωρεάν
τα πλούτη που αδιάθετα μου πιάνουνε το χώρο
στο κάλεσμά μου οι άνθρωποι φεύγουνε ως εάν
από εμέ δεν θέλουνε να πάρουν ούτε δώρο.

 ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ

Οι μαύροι ωκεανοί δεν με φοβίζουν.
Πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν’ απαλύνω;

Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;

 ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ

Θερμόμετρα- κουβέρτες-σκωραμίδες
θλιμμένα απογεύματα-ανία
φαϊ με ζυγισμένες τις μερίδες
αέρας πνιγηρός-νοσοκομεία...

Νυχτιές μοναχικές-ξενυχτισμένες
χλωμούλες αδελφές-μονοτονία
φιλίες αλλοπρόσαλλες σαν ξένες
ενέσεις-σεταβλόν-νοσοκομεία...

 
Ο  ΑΝΤΡΑΣ  ΠΡΕΠΕΙ  ΝΑ  ΖΕΙ

Ο άντρας πρέπει να ζει-πάει να πει
πρέπει να ’χει μια γυναίκα.

Ο άντρας πρέπει να προσεύχεται-πάει να πει
πρέπει
μια φορά την ημέρα
να οσφραίνεται γυναικείο άρωμα.

Ο άντρας πρέπει να υποψιάζεται την Πρώτη Αιτία-
πάει να πει πρέπει ν’ ακούει
μια γυναικεία φωνή να του λέει:
"πού πας;"
ή, ας πούμε: "άργησες απόψε".

Ο άντρας πρέπει από καιρό σε καιρό
να νιώθει πως υπάρχει-πάει να πει
να βλέπει κρεμασμένα γυναικεία ρούχα
στην κρεμάστρα του χολ.

Ο άντρας πρέπει κάθε τόσο
να ψηλαφάει ένα κορμί
αλλιώτικο από  το δικό του
αλλιώς και τι να το ’κανε το χέρι.

 ΑΔΕΙΑ

Όπως διψώντας έρωτα τα νιόγεννα μωράκια
τα ροδαλά χεράκια τους τείνουν λαχταρισμένα
έτσι και τα κλαδάκια τους έχουνε απλωμένα
σε αγκαλιά ορθάνοιχτη τα τρυφερά δεντράκια.

Μα τίποτε-μα τίποτε δεν πιάνουν. Τον αέρα
σπαθίζουνε τα φύλλα τους-ακούσιοι δον  Κιχώτες
ή που όλη νύχτα μάχονται απέλπιδα στρατιώτες
και μάθουν για την ήττα τους μόνο σαν φέξει η μέρα.

Μα τίποτε-μα τίποτε. Ολάδεια πάντα μένουν
τα φουντωτά κλαδάκια τους κι η πράσινη αγκαλιά τους.
Ό, τι τριγύρω τους θωρούν νομίζοντας δικά τους
τα προσπερνούν και τρέχοντας σ’ άλλη αγκαλιά πηγαίνουν.

Τίποτε. Και διαβαίνουνε-και φεύγουνε τα χρόνια.  
Και όσο μεγαλώνουνε οι τρυφεροί τους κλώνοι,
αντί να σβει κι η πεθυμιά μαζί τους μεγαλώνει.
και φεύγουνε... και φεύγουνε... και φεύγουνε τα χρόνια.

Και φεύγουνε... και φεύγουνε... και πίσω τους ρημάδια
ζωούλες που ανάρχιστα τελειώνουνε αφήνουν.
Κι αφήνουν δέντρα γέρικα που τα κλαδιά τους τείνουν
άχρωμα, άψυχα, ξερά, και άδεια... άδεια... άδεια...

 ΘΑ  ΤΗ  ΜΑΘΕΙ

Σαν άνθος το πρωί πρωτανοιγμένο
θωρεί το κοριτσάκι σαστισμένο-
μυστήριο ειν’ ο κόσμος, και μαζί του
κι η ύπαρξη μυστήριο η δική του.

Με μάτι γερακιού και λύκου στόμα
οι γύρω θεωρούν τ’ άγουρο σώμα
και μ’ αθωότητας θωριά οπλίζουν
τη δράκινη μορφή που μονο ορίζουν.

...Με άγνοια φορτωμένη και με ήθος
η ρόδινη μορφή μέσα στο πλήθος
δεν ξέρει τι να κάνει τόσο κάλλος  
και, βέβαια, θα τη μάθει κάποιος άλλος.

 
ΤΑ   ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ

Πάντοτε αναρωτιόμουνα γιατί τα κυπαρίσσια
τα ορθά και τα περήφανα και τα στητά και τα ίσια-
γιατί κοντά να στέκουνε-δίπλα στους πεθαμένους
συνέχεια ψιθυρίζοντας μονόλογους θλιμμένους.

Κι απόκριση δεν έβρισκα ίσα μ’ αυτό το δείλι
που μαγεμένος κοίταζα του θείου βραδιού τη σμίλη
του ήλιου χρυσοπόρφυρη μια δύση να χαλκεύει
το δρόμο ετοιμάζοντας στης νύχτας τα ερέβη.

Κι ως οι ακτίνες βιάζονταν να λάμψουν πριν τη δύση
κι η γη τα μάτια έκλεινε απ’ το φωτομεθύσι
τις βελουδένιες έβλεπα κυπαρισσοκορφάδες
φωτιά να παίρνουν και να καιν σαν φλόγες σε λαμπάδες.

Και τότε μόνον ένιωσα γιατί στους τάφους πλάι
μία σειρά κυπαρισσιών σαν τον φρουρό φυλάει:
ίσως οι άλλοι τους νεκρούς να τους ξεχνούν, μα η φύση
χωρίς κεράκια δεν μπορεί τα τέκνα της ν’ αφήσει.

 




Η  ΝΥΧΤΑ

Και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
αφού κανείς ποτέ δε μ’ έχει αγαπήσει;..
και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
έτσι πνιγμένος στις κατάρες και στα μίση;..

Και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που δεν απόχτησα ποτέ μου ένα φίλο;..
και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
έτσι σαν έρμο μες στη θύελλα ένα φύλλο;..

Και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που ουτ’ ένα θάμα μες στη ζήση μου δεν είδα;..  
και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που ’χω ασυλλόγιστα σκοτώσει καθε ελπίδα;..

Και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που θα ειμ’ εν’ άθυρμα στα νύχια της αστείο…
και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που θα με λιώσει μες στο χέρι της το κρύο…

 "ΣΩΠΑ"

Τη νύχτα προς τις δυόμισι με τρεις
σαν μεθυσμένος μ’ αϋπνία μπεκρής
στον ουρανό κοιτάζω κι αντικρίζω
το φεγγαράκι το αργυρό και γκρίζο.

Μόνο καθώς εμένα περπατεί
στον ουρανό τον έρμο και πλατύ
χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι
και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι.

Και λέω: "τι να κάναμε κι οι δυο
και μια ζωή περνάμε ρημαδιό…"
και λέω: "ποιος τους δρόμους μας χαράζει
και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει…"

Και λέω: "όποιος κι αν είναι, όσο ζει
χαρούμενη μια μέρα να μη δει-
του πόνου η φωτιά να τονε καίει
και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει..."

Και πριν ο λόγος μου κιωθεί ο φριχτός
"Σώπα! " μου λέει του φεγγαριού το φως,
"έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι
τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι".

 
ΑΝΥΠΟΠΤΗ

Το απόγευμα πέφτει κάπως βαρύ στους λεπτούς ώμους σου
και το σχήμα τους παίρνει.
Οι κλείδες δύο σκιερές αιχμές της επερχομένης εσπέρας
(οι αστυνόμοι περιπολούν άτεγκτοι και αδηφάγοι εδώ).

Γιορτινά σε κρατώ από το σφύζον χέρι σου.
Η βασιλική φλέβα σου
πορφύραν αιδούς περιβαλλομένη
πάλλει φαιδρά στο αδρό κράτημά μου.

Ενύπνια τρόμου εποφθαλμιούν τους κοιμωμένους.

Διάσπαρτοι ευτυχείς βόμβοι μελισσών
γεμίζουν τη θλίψη της ώρας με αδιάπτωτο παράπονο.

Το μονοπάτι με τις πέτρες, τις επιγραφές, τις πεταλούδες
και με τα πουλιά κατιόντα πάνω στα στίλβοντα βατόμουρα
δικαιώνει την ύπαρξή μας
και επιτείνει την απόφαση βαδίσματος.

Σαν τόξο πάνω μου γέρνεις.
Βέλη ευφρόσυνα εκτοξεύεις κάθε τόσο
που τις αυστηρές μορφές απαλύνουν.
Σε κάθε λουλούδι που βλέπεις πηγαίνεις και έρχεσαι.
Γερτός σε δέχεται και σε προπέμπω.

Οι ασθενείς άνεμοι του μετεωρολογικού δελτίου
δεν θα ταράξουν το κάλλος του απογεύματος
που με σένα απούσα μέσα του περιδιαβαίνω.

 

ΕΝ’ ΑΨΥΧΟ   ΚΟΥΦΑΡΙ

-Ποιος εισ’ εσύ που’ ρθες εδώ
 στο σπίτι μου απόξω
 και περκαλείς γονατιστός
 την πόρτα να σ’ ανοίξω;

-Είμαι αυτός που ως τα χτες
 αγάπη σου ζητούσα
 κι εσύ δεν καταδέχοσουν
 ούτε να με κοιτάξεις.

-Εσύ ’χες μάτια σκοτεινά
 πώς λάμπουν έτσι τώρα;
 εσύ ’χες άσχημη θωριά
 και τώρα είσαι ωραίος.

 Πρώτα τα χείλια σου ήτανε
 στεγνά και μαραμένα
 κι ως χτες που σ’ ήξερα ήσουνα
 γέρος κοκκινοτρίχης.

-Χτες βράδυ στην απόκρυφη
 την αγορά επήγα
 και την ψυχή μου έδωσα
 για ομορφιά και νιάτα.

 Τρεις μέρες θα ’μαι όμορφος
 τρεις μέρες θα ’μαι νέος
 τρεις μέρες-και την τέταρτη
 άσχημος πάλι-γέρος.

-Βάγια Βαγιώ Βαγιούλα μου
 κλείσε τα παραθύρια
 την πόρτα διπλασφάλισε
 κι άμα ρωτούν για μένα

 να λες πως είμαι άρρωστη
 με πυρετό μεγάλο
 κι ότι τρεις μέρες μοναχή
 πρέπει να μείνω τάχα.

 Τρεις μέρες-και την τέταρτη
 έλα να με βοηθήσεις
 να διώξουμ’ ένα γέρικο
 εν’ άψυχο κουφάρι.

 


ΟΙ  ΣΟΒΑΡΟΙ

Τα βλοσυρά τα πρόσωπα, τα συνοφρυωμένα
μη σας γελάνε φίλοι μου-δεν είναι αληθινά.
Τα βλοσυρά τα πρόσωπα-ρωτήσετε εμένα
γιρλάντες κρύβουν μέσα τους απ’ άνθη εαρινά.

Κατ’ απ’ την άγρια όψη τους χίλια τρελά παιχνίδια
ριζώνουνε αφύτρωτα κι ανάνθιστα σπαργούν.
Μύρια κρυφά  αφανέρωτα στριμώχνονται στολίδια
που αζήτητα κι αχάριστα σκουριάζουνε και σπουν.

Μες στ’ αυστηρά κι αγέλαστα, σφιχτοκλεισμένα χείλη,
αειπάρθενες ατρύγητες μαραίνονται ηδονές
κι ας μην ακούτε σεις ποτέ απ’ αυτά καλοί μου φίλοι
τις που πλαντάαζουν μέσα τους χαρούμενες φωνές.

Κι όσα δεν τρέχουν δάκρυα από τα σκληρά τα μάτια
στις μυστικές του έρωτα κυλούνε τις βραγιές
και της αγάπης τα στενά νοτίζουν μονοπάτια
που σκοτεινά φαντάσματα γεμίζουν τις βραδιές.

Τα χρόνια φεύγουν άφωτα κι οι άφωτοι κερδίζουν
τον τίτλο που ανείπωτα μισούνε: "σοβαροί".
Μα την ψυχή ματώνουνε και την καρδιά ξεσχίζουν
όλα εκείνα που αυτοί δεν έχουνε χαρεί.

 
ΤΑ  ΔΡΥΙΝΑ

Απίθωσαν τον δρύινο κάδο
πάνω στο παλιό δρύινο βαρέλι
το γλυκό κρασί γεμάτο
και κοιμήθηκαν.

Το πρωί
στο μέρος όπου ήταν αφημένα
είχε φυτρώσει μια μικρή
περήφανη και πεταχτούλα-
μια μικρή βαλανιδιά γαλανομάτα.

 ΖΕΝΤΑ

Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί μες στη νύχτα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί μες στη ζούγκλα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί λυπημένα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε τ’ απόβραδο.
Τραμπ!  Τραμπ!  τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε με ρόδα στα χείλη.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε καλώντας εσένα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!

 
ΣΑΣ  ΞΕΡΩ

Για σάς ξέρω πριν έρθετε
γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω.

Ξέρω για σάς πριν τα καλέσματα μου στείλουν
οι ανάπηροι αντάρτες
πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός
ηχήσει άπνους
πάνω απ’ τη στάχτη των ιδανικών μας.

Για σας που πολεμήσατε
τον ίδιο εχθρό πριν από μένα
ξέρω πολλά.
Ήμουν το βάρος στο σφυρί
κι η κόψη στο δρεπάνι.

 ΜΑΖΙ  ΤΟΥΣ

Μαζί με το σώμα
ο θάνατος παρασύρει
όλες τις λέξεις τις επιούσιες και επικλινείς
και όλες τις λέξεις
τις μη επιούσιες και μη επικλινείς.

Ύστερα, ούτε ο αέρας
που πριν αυτές γέμιζαν δεν μένει
ούτε η ηχηρή προφορά
ούτε η αίσθηση του νοήματός τους.

Μαζί τους παίρνουν όλες τις πηγές τους
και βυθίζονται
αφήνοντας λευκή την επιφάνεια
για καινούργιες ψευδαισθήσεις.

 ΔΕΝ  ΕΙΜΑΙ  ΞΕΝΟ
             ή
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ  ΤΟΥ  
 ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ

Το σπίτι παγωμένο…
το δώμα αδειανό…
Δέτε… δεν είμαι ξένο…
δεν είμαι μακρινό…

Κι αν έπρεπε να φύγω
σε τόπου αλλουνού
τα νύχια, έστω για λίγο,
εσάς είχα στο νου.

Εσάς είχα στη σκέψη
στο χτύπο της καρδιάς
’σάς στου φιλιού τη γέψη
στο ξένο φως εσάς.

Για σάς για να μιλούνε
τα χείλη είν’ ζωντανά
για σας θα ορκιστούνε
ποτέ-ποτέ ξανά.

Εσάς υμνολογούσε
το αίμα της καρδιάς
όταν βαρύ κυλούσε
σ’ αυλάκι ξενιτιάς.

Κι αν είχα αφήσει αχνάρια
βαθιά σε κάθε οδό
ήτανε τα σημάδια
για να  ’ρθω πάλι εδώ.

Εσάς είχα συντρόφους
στην ξένη πικρογή
εσάς στους έρμους τόπους
παρηγοριάς πηγή.

Γι αυτό σας λέω-μη θέτε
να βρέξει ο ουρανός
αίμα οργισμένο-δέτε:
μπροστά σας στέκω αγνός.

Μη σπίτι παγωμένο…
μη δώμα αδειανό
στέκεις-δεν είμαι ξένο…
δεν είμαι μακρινό…

 







ΠΕΡΙΠΟΥ  ΣΤΙΣ  ΕΞΗ

Περίφροντις ασθμαίνεις αμυνομένη.
Ανάκλασις κατόπτρων ερυθρών αι ζέουσαι εναντιώσεις σου.
Κάθε πρωί η ημέρα σε ένα εμβρόντητο πανέρι σε αποθέτει
και σε περιφέρει ανέκφραστον και ηδείαν.
Θάμβος και ίλιγγος σε διαπερνούν δι ολίγον
όταν με τα γυμνά ξίφη μας διασταυρούσαι.
Τα όρη ανατείνονται τανύοντα τα υπόγεια πόδια των
και σε φιλούν διερχομένην. Εσύ τότε γελάς.

Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχεις.
Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα σε ραίνουν
εξ ου η δρόσος της φωνής σου
εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους

που από τ’ ακροδάχτυλα των κάτω άκρων σου αναβλύζοντα
ξεδιψούν την απελπισία μας.

Ανάρμοστη κίνησις δεν υπάρχει στο πλησίασμά σου.
Αρμονικά όλα τα ιστία σου δένουν.

Η θάλασσα τη γαλήνη σου εκφράζει κοπάζουσα.
Δεν είσαι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος, μα και το στήριγμά της.

Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων
τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα,
το άνοιγμα των χεριών σου μιμούνται όταν
το μέγεθος του αλιεύματός σου ελαστική περιγράφεις
(πάραυτα τα αλιεύματα μεγεθύνονται
υπερβάλλοντα την κατάδειξιν).
Και αυτό το γνωρίζεις
όμως προσποιείσαι εσωστρεφή απορίαν.

Η συντροφιά διαλύεται περίπου στις έξη.
Στις εφτά όλοι σχεδόν έχουν κοιμηθεί.
Ιδίως όσοι αύριο έχουν δουλειά.

Αγρυπνώσα τους παραστέκεις.

 ΜΌΝΑ

Στις τρεις Αυγούστου πέθανες Άγγελε Τερζάκη.
Στις τρεις Αυγούστου έσβησε το μεγάλο τζάκι
που γύρω του μας μάζευε τις νύχτες του χειμώνα
σαν τα παιδιά που, αδύναμα, φοβούνται να ’ναι μόνα.

Μες στο βιβλίο των  Καιρών καινούργια μια σελίδα
θ’ ανοίξει. Και ολόλαμπρη επάνω της μι’ αχτίδα-
της μούσας σου συντρόφισσα κι αδέρφι του Πηγάσου-
στοχαστική διαβαίνοντας θα γράψει τ’ όνομά σου.

 ΣΤΟ  ΜΟΥΣΕΙΟ

Τα κίτρινα τα πρόσωπα αυτού του κάδρου
όπου φιλούν τα πόδια του Ισαύρου
λες κι έχουν μέσα τους κάποιαν αρρώστια-
χτικιό σαν να τους τρώει τα εντόσθια.

Η επιφάνεια του τζαμιού η λεία
η σιγανή που πάνω του σπάζει ομιλία
τα πρόσωπά τους καθρεφτίζει τα ωραία
καθώς οι δυο κοιτάζουνε παρέα.

Ολύμπια ηρεμία στο Μουσείο.
Στου φύλακα το μέτωπο το θείο
μονάχα μία μύγα περπατάει
τριγύρω όταν βαριέται να πετάει.

 
Η  ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ

Στην αυλή του φτωχικού μας
όπου παίζαμε παιδιά
έχει μόνη απομείνει
μια γριά βαλανιδιά.

Και θυμάται λυπημένη
τη ζωή της την παλιά
στη δροσιά της τα παιδάκια
στα κλωνιά της τα πουλιά.

Στις ζημιές μας καταφύγιο
του σπιτιού μας φυλαχτό
και τα φύλαγε και κείνη
όταν παίζαμε κρυφτό.

Χτες επήγα και την είδα.
Όταν μ’ είδε τι χαρά!
Και πώς γέμισαν με δάκρυα
τα κλωνιά της τα ξερά!

Κι όταν κίνησα να φύγω
με θλιμμένη την καρδιά
κι ως για τελευταία τώρα
την εκοίταξα φορά

είδα πάνω της ν’ ανθίζει
ένα πράσινο κλαδί:
είχε γίνει πάλι νέα
κι εγώ ήμουνα παιδί.

 




ΨΥΧΡΗ

Του χρόνου σκέφτομαι
τέτοιον καιρό πού θα  ’μαι...
σε ποιας μικρής την αγκαλιά
θα κοιμάμαι...
Θα είναι όμορφη; θα  ’ναι θερμή;
Κοκέτα; και θα ξέρει
το άρωμα να βάζει που της πάει;

Μεγάλα λόγια όμως δε λέω.
Προβλέψεις δε θα κάνω πια.
Ό, τι μου τύχει.
Γιατί τα ίδια έλεγα και πέρσι
κι ενώ εδιάλεγα ένα χρόνο
μου έτυχε για φέτος η Μαρία:
κι άσχημη και στον έρωτα ψυχρή.
Ό, τι μου τύχει.

 ΤΙ  ΜΑΣ  ΛΕΣ

Κι αν περνώντας απ’ το πλάϊ
καλημέρα δε μας λες
τι μας λες
τι μας λες

κι αν ξεχνάς κάτι κουβέντες
που ελέγαμε τρελές
τι μας λες
τι μας λες

κι αν εσύ γελάς σαν κλαίω
κι αν γελάω εγώ σαν κλαις
τι μας λες
τι μας λες

αν εσύ με διώχνεις μία
με γυρεύουνε πολλές
τι μας λες
τι μας λες.

 ΧΙΛΙΟΚΟΥΡΣΕΥΤΑ

Α!  Ζωή ξεγελάστρα!
Πώς τους νιους ξεγελάς μη σ’ αφήσουν
αν κακιά και σκληρή σε νομίσουν!
Ουρανούς τάζεις κι άστρα

και ιδέες τους δίνεις
για να βρουν κάποιο λόγο να ζήσουν
το σκοτάδι σου φως να γεμίσουν
μαύρη νύχτα μη μείνεις.

Α!  Ζωή ξεγελάστρα!
Ειν’ αργά όταν πια εννοήσουν
κι όλοι μοιάζουν τα μάτια πριν κλείσουν
χιλιοκούρσευτα κάστρα.

 ΔΙΑ  ΤΗΝ  ΑΘΩΟΤΗΤΑ  ΤΗΣ

Εβαδίζαμεν σιωπηλοί.

Ξάφνω ήρχισε να ομιλεί.
Ηρέμως εις την αρχήν
θερμώς κατόπιν.
Προς το τέλος
είχεν ερεθισθεί τόσον ώστε εκραύγαζε και εχειρονόμει
διστάζουσα πολλάκις
τας καταλλήλους λέξεις αναζητούσα.
Τέλος εκόπασε-σχεδόν και ο δρόμος μας είχε τελειώσει.

Πολύ πειστικά είχεν ομιλήσει
και δίχως άλλο θα με είχε πείσει
δια την αθωότητά της
αν
εις τα μάτια όταν την είδα
δεν διέκρινα μίαν μικράν σκιάν
συμπεπυκνωμένην
και πολλαπλώς πιεσμένην υπό το βάρος
τόσων επιχειρημάτων.

 ΝΑ  ’ΜΟΥΝΑ

Θα ’θελα ένας να ’μουνα απ’ αυτούς τους μικρεμπόρους
που στις γιορτές πηγαίνουνε-που παν στα πανηγύρια
και τις σκηνές τους στήνουνε στους ακαλύπτους χώρους.

Που έξη στο δεκάρικο πουλάνε τα ποτήρια
που λουλουδιών παράξενων πουλάνε κάτι σπόρους
και μύρια όσα κρύβουνε τα ράφια τους μυστήρια.

Που λαμπερές κι αστράφτουσες λάμπες ασετυλίνης
κάνουν να φέγγουν πιο πολύ τα χαρωπά τους μάτια.
Που τ’ αη-Γιανιού και τ’ αη-Λια και της αγια-Ειρήνης

την τιποτένια διαλαλούν φτηνή τους την πραμάτεια
ενώ με χέρια τα φτερά μιας τέτοιας πλάνας δίνης
στη μνήμη όλων χτίζουνε μαγευτικά παλάτια.

Και θα ’θελα σα λείψουνε και οι στερνοί διαβάτες
και μετρηθεί και η στερνή δραχμούλα στο κανάτι
δίπλα εκεί, πίσω απ’ τις δυο τις κρεμαστές φλοκάτες

με τη βοηθό μου τη μικρή και μαυροτσινοράτη-
που τόσους μαγνητίσανε τα μάτια της πελάτες-
γλυκό να στήσουμε χορό απάνου στο κρεβάτι.


 ΜΕΛΙ
                  
Περνάν οι τουρκογύφτισσες να παν στο πανηγύρι.
Οι φούστες ανεμίζουνε. Οι μπούστοι αφροφουσκώνουν.
Ανάλαφρο περπάτημα τα ποδαράκια απλώνουν
και μια δροσιά ξεχύνεται στο καυτερό λιοπύρι.

Περνάν οι τουρκογύφτισσες κι όπου το μάτι γείρει
βλέπει χεράκια μελαψά σαν πλόκαμοι ν’ απλώνουν
και κόρφους ασημόχρυσους που πόθους ξεσηκώνουν-
πόθους που μοιάζανε νεκροί και που φαντάζαν στείροι.

Πετράδια ψεύτικα τ’ αυτιά και το λαιμό στολίζουν
κι έρωτες στα μαλλάκια τους τα μαύρα παιχνιδίζουν
κι όταν το λάστιχο κορμί ξεδιάντροπα λυγάνε
μοιάζουν θεές της ηδονής και της χαράς αγγέλοι
που αν τα δροσάτα χείλια τους δαγκώσεις στάζουν μέλι
και ζαχαρένιες σαϊτιές τα μάτια τους πετάνε.

 ΤΟ  ΦΥΤΟ

Ένα μικρούτσικο φυτό
κορόϊδευε τη γλάστρα
που το  ’θρεφε. Της έλεγε
πως τάχα θα μπορούσε
δίχως εκείνη, τη μικρή,
μεγάλο αυτό, να ζήσει.

Η γλάστρα δεν εθύμωνε.
Κυρία μυαλωμένη
χαμογελούσε μοναχά
και του  ’λεγε θλιμμένη:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".
Μα το φυτό δεν πίστευε
τις τέτιες εξηγήσεις.

Κι έτσι περνούσεν ο καιρός
ως που  ’ρθε κάποια μέρα
κι έσπασε η γλάστρα η μικρή.
Το χώμα της εχύθη
και το μοκρούτσικο φυτό
επρόλαβε μονάχα

να θυμηθεί πριν μαραθεί
τη γλάστρα να του λέει:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".

Κι αλήθεια τούτη τη φορά
δεν είχε αντιρρήσεις.

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

 




ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Ψιλή μου δεντρολιβανιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος
Εκκλησά με τ’ άγιο Θρόνος.

Γεια σου Κυριάκο που αυτό
Το σοβαρό σου ύφος  
Για όσους σε γνωρίζουνε
Δεν είναι παρά τζίφος,

Κι οι ευρωπαίοι κι οι αμερκανοί
Σ’ έχουν για φασουλή τους
Αμήχανος και κορδωτός
Σα βρίσκεσαι μαζί τους,

Ενώ στους κάφρους έλληνες
Μέγας πολύ φαντάζεις
όταν απ’ το τραπέζι σου
Ψίχουλα τους μοιράζεις.

Γεια σου και σένα κουτεντέ
Νικόλαε Αντρουλάκη
Να ζωντανέψεις που ζητάς
Ένα άθλιο Κομματάκι,

Που ήρθε κι ίσους έκανε
Με τα διατάγματά του
Τους έλληνες, τραβώντας τους
Αλί!  Όλους προς τα κάτου!   

Που δεν σε νοιάζει αν και ποιοι
Σε παρακολουθούνε,
Αρκεί που στο τραπέζι τους
Σύν-τροφο σε κρατούνε…

Αρχιμηνιά και στου «πλαν μπι»
Και στου «νταουλιού» συ, Κόμμα.
Τέτοιος λαός τέτοια ήθελε
Και τέτοια θέλει ακόμα.

Και Κόσμε καλημέρα σου
Που τώρα τελευταία
Αντίς Ειρήνη Πόλεμο
Διάλεξες για παρέα,

Και σ’ Ουκρανία, σε Ισραήλ,
Και σε Συρία προσφάτως,
Την κακομοίρα ενίκησες
Ειρήνη… κατά κράτος.

Καληνημέρα σου άρχοντα
Πούτιν, που αντί για μέρες
Τρία χρονάκια πολεμάς,
Κι ενώ είσ’ όλο φοβέρες,

Και λες για όπλα ατομικά,
Και φουντουκιές μας τάζεις,
Ακόμα όμως πολεμάς
Και πλάνο δεν αλλάζεις.

Καληνημέρα σου και Τραμπ
Που όλοι ν’ αλλάξουν τρέχουν
Τη ρότα τους, γυρεύοντας
Προστάτη τους να σ’ έχουν.

Τη Γερμανία που έκανες
Να τρέμει στο άκουσμά σου,
Και τον Μακρόν πολύ μικρόν
Να φαίνεται κοντά σου.

Και την Ευρώπη ολόκληρη
Την έκανες να τρέμει
Και να μην έχει πού να πάει
και να σταθεί η έρμη,

και τι να κάνει απορεί:
«ναι» να σου πει ή «όχι»;
Μα το παιχνίδι, ό,τι να πει,
χαμένο η δόλια τόχει…

Γεια σου ωρέ Τραμπ! Που έπρεπε
Να ρθείς εσύ στα πράματα
Ώστε να μάθουν μερικοί
Και τα ψιλά τα γράμματα,

Και πια, με Πούτιν να τα πεις,
Να συνεννοηθείτε,
Κι αντίο πια σε πόλεμους
Αιμοχαρείς να πείτε.

Τον Ουκρανό ηθοποιό
Στον ναζισμό που κλίνει,
Κι όπου με ξένο ρόπαλο
Θέλει Ηρακλής να γίνει,

Να τόνε μάθεις τι θα πει
Δημοκρατία, και πλέον
Να μην βρυχάται αφού  λαγός
Είναι και όχι λέων.

Και φέρτου για παράδειγμα
Εν ανάγκη τον Κυριάκο
Που τρέμει εμπρός στον Ερντογκάν
Όπως η ελιά στον δάκο,

Και όλα μας στους Γιάνκηδες-
Σε σας- δοσμένα τάχει,
Κι αφού δεν κάνει πόλεμο
….Δε χάνει καμιά μάχη.

Άντε ρε Τραμπ! Τον κόσμο μας
Τον άθλιο φίλε μου άλλαξε,
Κι απ΄την αθλιότητα της γης
Όλα τα έθνη απάλλαξε!

Ένας πιο ίσος χρειάζονταν  
Που να ’ναι  απ’ την ευθεία,
Κι απ’ την οσμή του γιασεμιού  
Πιο εύοσμος την θεία,

Ώστε να δει πού έγινε
Το λάθος, και να δώσει
τη δύναμή του όληνε,
ώστε να το διορθώσει.

Κάνε  να έχουν δύναμη
Αντίς για τα γεράκια,
Τα ήσυχα κι αγαπητά
Μετάξυ τους πουλάκια.

Διόρθωσε Τραμπ μου τα στραβά
Του άθλιού μας κόσμου
Και σκόρπα γύρω ευωδιά
Βασιλικού και δυόσμου,

Και θα σε υμνούν αιώνια
Οι άνθρωποι της γης μας!
Γίνε ω! Τραμπ το ζείδωρο
Νερό κάθε πηγής μας!

Γίνε ο ήρως που χαλά
Κάθε κακό  και φαύλο!
Γίνε η φωνή που έκανε
Πιστό τον άθεο Παύλο!

Μα αν ίσως ούτε από σε
Καλό δεν θα ιδούμε,
Α! δεν πειράζει: Γιατί  πια,
Εμείς δίχως ν’ αργούμε,

Με τον Κυριάκο αρχηγό
Τον νέο κόσμο φτιάχνουμε,
Ήγουν πασχάλια και αυγά  
….Σούμπιτοι ούλοι χάνουμε!...

 ΠΑΙΔΙΚΑ  ΧΡΟΝΙΑ

 Παιδικά ωραία χρόνια!
Τι αξέχαστες χαρές!
Τι αγνοί αλήθεια πόθοι!
Τι ελπίδες καθαρές!

Τι τρελά που μας μεθούσε
κάθε ρόδου ευωδιά
και πώς χτύπαγε να σπάσει
στη χαρά της η καρδιά!

Μα περάσανε τα χρόνια.
Παν οι όμορφοι καιροί.
Εβρωμίσαν οι ελπίδες  
κι ειν’ οι πόθοι νοσηροί.

Όσα ρόδα κι αν μυρίσω
τώρα πια δεν ωφελεί
της τρελής εκείνης μέθης
δεν θα νιώσω το φιλί.

Κι απ’ τα χρόνια που ’χουν φύγει
και ποτέ δε θα ’ρθουν πια
έχει μόνη απομείνει
μία θύμηση γλυκιά.

Μία θύμηση πλεγμένη
με χιλιάδες μυστικά-
χρόνια όμορφα, ωραία,
χρόνια πλάνα, παιδικά…



 
ΤΗΣ  ΑΓΑΠΗΣ

Αγάπη, μυστηριώδικο πουλί
ενός χαμένου ή άβρετου παράδεισου-
Αγάπη τα παιδιά σου ο πόνος κι η χαρά
πώς παίζουνε μαζί μου κάθε μέρα…

Ας ήτανε Αγάπη να μπορώ
τις χάρες σου να γεύομαι μονάχα
οι πόνοι σου αβάσταχτοι μου μοιάζουν
και με λιώνουνε κάθε φορά.

Κυρά-Θεά-Βασίλισσα-Μοίρα Καλή
τις πιο γλυκές στιγμές σου όταν μου δίνεις
και τότε ακόμα-δεν μπορώ αλλιώς-
θεριό σε λέμε Αγάπη και Φωτιά.

 
ΔΙΑΦΥΓΗ

Μ’ ευθύνη και με φόβο φορτωμένοι
μες στης ζωής βαδίζουμε το δρόμο.
Τετράγωνο-κοφτό το μαύρο γένι
και η ψυχή μας γεμάτη τρόμο.

Η γη στο γύρισμά της μας ζαλίζει.
Ωχροί πολύ ξερνάμε κάθε τόσο
κι ύστερα πιάνουμε το μετερίζι
και κάνουμε και πάλι τον καμπόσο.

Για όλα έχουμε τρόπο. Και μονάχα
για τη φρικτή όταν ακούμε ώρα
πως δεν προσέχουμε κάνουμε τάχα
ή γράφουμε ποιήματα-όπως τώρα.

 ΟΙ  ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ

Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας
δεν είναι παρ’ αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί
λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας
τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή.

Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές
και διαλαλούν τις χάρες τους σαν να  ’τανε γυναίκες
από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές
που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες.

Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική
στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους ισογείων
και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική
μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων.

Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλα
με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή
και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη βδέλλα
κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί.

 ΠΛΑΝΗ

Πολλές φορές γυρίζοντας απ’ τον περίπατό μου
κι ο νους ενώ σ’ απόκρυφους έρωτες μ’ οδηγάει
κι απ’ αγκαλιά σε αγκαλιά και σε φιλί με πάει
μία μικρούλα συναντώ εις τα μισά του δρόμου.

Μ’ αντιπερνά νωχελικά με λικνιστό ένα βήμα
και μου λιγώνει την καρδιά καθώς γεμάτη νάζι
τα μάτια μισοκλείνοντας στα μάτια με κοιτάζει
και κάποιας σπάνιας ευωδιάς μου στέλνει ένα κύμα.

Από τον πόθο φλέγεται όπως εγώ κι εκείνη
(μιλά το πράγμα μόνο του) να πάρει τα φιλιά μου
στην, ως την πλάθει, τρυφερή να γείρει αγκαλιά μου
και κει κλεισμένη ερωτικά για πάντοτε να μείνει.

Αυτό μαντεύοντας κι εγώ, έχω καιρόν αρχίσει
τα πονηρά μισόλογα, τις μικροϋποκλίσεις
τις σιγοκαλησπέρες μου, αλλ’ οι ανταποκρίσεις
από την άλλη τη μεριά σαν να  ’χουνε αργήσει.

Σε κάποιον φίλο τα  ’λεγα χτες στο λεωφορείο
και -σύμπτωση- την ήξερε "αυτή την κακομοίρα":
γέροι και άρρωστοι γονείς, δύο παιδιά και χήρα
και για να ζήσει εργάζεται σ’ ένα βυρσοδεψείο.

Τα μάτια τα μισόκλεινε λοιπόν γιατί νυστάζει.
Νωχελικά δε βάδιζε, μα βαριοκουρασμένα.
Κι η μυρωδιά που εξωτική μου φαίνονταν εμένα
από κανένα θα ’ναι υγρό στα δέρματα που βάζει.

 ΤΑ  ΦΙΝΑ

Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
μία παρέα χαρτοπαίζει.
Μικρά πολύχρωμα πουλάκια
τ’ αθώα της τράπουλας χαρτάκια.

Παίζουν οι παίχτες ζαλισμένοι
κι ούτε στο νου τους που πηγαίνει
πως τα χαρτιά παίζουν και κείνα
τα παιχνιδάκια τους τα φίνα.

Με χέρια τρέμοντα οι καημένοι
παίρνουν το επόμενο χαρτί
την ντάμα ψάχουν αλλ’ αυτή
πισω  απ’ το δύο είναι κρυμμένη.

 Ο  ΧΡΟΝΟΣ

Ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.

Εμείς παιζογελούμε σαν παιδάκια
και για τα μέλλοντα φροντίζουμε πολύ.
Σε σκοτεινά πλανιόμαστε σοκάκια
και παραδέρνουμε γυρεύοντας φιλί.

Κι ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.

 
ΜΠΟΡΕΙ

Μπορεί να ’ρθουν καθώς κοιμάμαι
ονειρικοί εφιάλτες με άμφια τρόμου
ντυμένοι, κι έτσι ανίδεος όπως θα ’μαι
πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρό μου,
να με τρομάξουν-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Πάλι μπορεί ανθρώπινοι ήχοι
αρπαχτικά τριγύρω να στείλουν όρνια
να με τρυπήσει το κρύο τους το νύχι
να με σκεπάσουν βροχές και χιόνια
και να τρομάξω-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Φέρτε θεοί τον ύπνο εκείνο
που τελειωμό δεν έχει-όπου λειμώνες
φρικώδεις δεν υπάρχουν και να μείνω
κάνετ’ εκεί στων αιώνων τους αιώνες-
να μην τρομάξω και ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης-να μην ξυπνήσω.

 ΤΟ  ΛΕΙΟ

Κάθε  Σαββάτο το πρωί μες στο λεωφορείο
σπερνά και γριές μαυρόντυτες βλέπει παντού η ματιά
και λυπημένοι ψίθυροι μου σκίζουνε τ’ αυτιά
καθώς σιγά πηγαίνουμε προς το νεκροταφείο.

Όταν κατέβουμε, οι γριές, που τρέμουν μες στο κρύο
μπροστά στους τάφους στέκονται και με βαριά καρδιά
(ενώ τον ήλιο σύννεφα σκεπάζουν μολυβιά)
προσεκτικά ευπρεπίζουνε το μάρμαρο το λείο.

Ύστερα τ’ άνθη τα παλιά με τα καινούργια αλλάζουν
και με λογάκια τρυφερά στη λύπη βουτηγμένα
σαν οι νεκροί να ζούσανε μαζί τους κουβεντιάζουν.

Κι εκείνοι, αργά τα κρύα τους που δάκρυ στάζουν κι αίμα
στον όρθρο μισανοίγοντας μάτια τα σαπισμένα
μ’ ένα πικρό τις άχρωμες γριές κοιτάζουν βλέμμα.

 ΝΑ  ΦΑΝΤΑΣΘΩ

Με έντασιν πολλήν
κάποτε προσεπάθουν
τη μοναξιάν να φαντασθώ
και να την τραγουδήσω-
τι ποιητής θα ήμουν αν δεν έγραφα
και κάτι περί μοναξιάς…

Τώρα
στη μοναξιάν τελείως βουτηγμένος
δεν την τραγουδώ.
Αυτή για μένα τώρα ωραία γράφει
αυτή ωραία με τραγουδά
και με χορεύει.

Κι ούτε κοπιάζει να με φαντασθεί.
Εντάσεις και προσπάθειαι δεν της χρειάζονται-
καταδικόν της μ’ έχει.

 
ΤΟ  ΜΑΡΑΖΙ

Καράβι μαύρο αρμένιζε
με μαύρα τα πανιά του.
Μαύρα φορούν οι ναύτες του
κι ειν’ η καρδιά τους μαύρη.

Την κόρη πα’ να θάψουνε
του έρμου καπετάνιου
που πέθανε απ’ τον έρωτα
κι απ’ το πικρό μαράζι.

Μαζί τους την επαίρνανε
την πήγαιναν μαζί τους
μαζί τη σεργιανίζανε
σ’ Ανατολή και Δύση.

Και σ’ ενα  απ’ τα ταξίδια τους
κει κάτου στη Βομβάη
ένα ωραίο παιδόπουλο
την κόρη ξεπλανεύει.

Για μια βραδιά τη γνώρισε
για μια βραδιά τη  ’χάρη
και το πρωί σηκώνεται
και κάνει για να φύγει.

"Πού πας παλληκαράκι μου
και πού μ’ αφήνεις μόνη;
Με μάγεψες-με πλάνεψες
και τώρα πας και φεύγεις;"

"Άλλο καράβι έρχεται
απόψε στο λιμάνι
και μέσα έχει όμορφες
ωσάν τον ήλιο κόρες."

"Ήλιος αυτές-φεγγάρι εγώ
βροχή κι εγώ δροσούλα
κι άμα με κάνεις ταίρι σου
καράβι θα σου δώσω."

"Εγώ γαμπρός δε γίνομαι
σε γάμο δε στεριώνω
κι έχει καράβια ο κύρης μου
σαράντα μετρημένα."

Βαρκούλα παίρνει ολόχρυση
παίρνει κουπιά ασημένια
στη θάλασσα ξανοίγεται
και πέφτει στα νερά της.

 
ΜΕΙΝΕ

Της γης το κουφάρι πατώ
και μέσα του χώνω
σαν ξίφος το πόδι μου
σημαία ξεδιπλώνω
στητός χαιρετώ
καλό ξεπροβόδι μου.

Καλό μου ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που πάω μοναχός
λευκό έχω φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό μου
για να ’βγω στο φως.

Και μεσοστρατίς
(ποια χείλια την είπανε)
στριγγιά ακούω: "Μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."

 
ΤΟ  ΑΛΟΓΟ

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
ποιανού;

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
δεν έχεις νου;

 ΘΕΟΣ  ΜΑΚΕΛΛΕΥΤΗΣ

Ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται ’δώ πέρα
που να κρατεί στο χέρι του
μεγάλη μια μαχαίρα.

Να πελεκάει ζερβόδεξα
το θεϊκό του χέρι
κι όλα του κόσμου τ’ άσχημα
να κόψει σάπια μέρη.

Και γύρω γύρω κόβοντας
την πλάση του, ν’ αφήσει
μονάχα τον πυρήνα της
κι αυτός να ξανανθίσει.

Και τέτοια να ’ναι  η ευλογιά
που στ’ άνθισμα θα δώσει
που ένα κλαδί μόνο να βγει
κι άλλο να μη φυτρώσει.

Του Πόθου να  ’ναι το κλαδί
τα φύλλα της Αγάπης
κι ηδονικούς γλυκούς καρπούς
να χαίρετ’ ο διαβάτης.

Και όλα να ’ναι ηδονικά  
κι Έρωτας όλα να  ’ναι
καθώς οι κύκλοι της ζωής
αέναα θα κυλάνε.

Ένας θεός που σ’ όλα του
να μοιάζει του Θανάτου-
ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται  ’δώ κάτου.

 Ο  ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Χαρταετός είναι ψηλός
και πλέει στους αιθέρες
ξένιαστες νύχτες κι όμορφες
χαρούμενες ημέρες.

Μ’ αστέρια κάνει συντροφιά
τις νύχτες, και τη μέρα
στον ήλιο του το βασιλιά
λέει πρώτος καλημέρα.

Πετάει, βουτά, λικνίζεται
χάνεται, ξαναβγαίνει
με τα πουλιά στο πέταγμα-
στη χάρη παραβγαίνει.

Κι η φουντωτή του η ουρά
στολίδι και χαρά του
αυτή και πόδια και καρδιά
και χρυσωπά φτερά του.

Η μοναχή σκοτούρα του
ο σπάγκος που τον δένει
σαν αφαλός του με τη γη
και διόλου δε σωπαίνει

μόνο συνέχεια μουρμουρά
στ’ αυτί του: "δίχως  ’μενα
όλα όσα πριν αράδιασες
θα  ’ταν για σένα ξένα".


 

ΧΩΡΙΣ  ΣΚΟΠΟ

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μι’ αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.


Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
η ζήση πόνος-μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.

Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
Προς δύο μέτρα χώμα νωπό
Κι ολ’ η πορεία μας μια οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.

 ΜΟΝΗ ΤΗΣ

Τ'  άσπρα ροδοπέταλα
πέταξε  η νυφούλα
και μονάχη κλείστηκε
μες στην καμαρούλα.

Βγάζει τα νυφιάτικα
μόνη της ξαπλώνει
μόνη της σκεπάζεται
στο διπλό σεντόνι.

Ο καλός της σύννεφο-
σκάλα του νερού-
σύννεφο κι απόβροχο
του μεσημεριού.

Ο καλός της γέρακας
και ψηλά πετάει`
μ'  άλλους συνταιριάζεται
γέρακες και πάει.

Γάμος με το σύννεφο
και με το γεράκι
γάμος με το πέλαγο
και το αεράκι-

με το βαριοσύννεφο
γάμος δε στεριώνει
κι η ροδονυφούλα μας
μόνη της ξαπλώνει.

 ΝΑ  ΖΗΣΟΥΜΕ

Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε

ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη

μία νέα αλέγρα ζήση
μακριά να μας κρατήσει
απ’ τα χώματα
ν’ απλωθούμε-ν’ ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα…

να φουσκώσουνε τα στήθια
φλόγα όλο κι όλο αλήθεια  
ν’ αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένια
πια να ζήσουμε.

 ΝΑ  ΖΗΣΟΥΜΕ

Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε

ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη

μία νέα αλέγρα ζήση
μακριά να μας κρατήσει
απ’ τα χώματα
ν’ απλωθούμε-ν’ ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα…

να φουσκώσουνε τα στήθια
φλόγα όλο κι όλο αλήθεια  
ν’ αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένια
πια να ζήσουμε.

 ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Τα κρύα μας θυμώνουνε
μας τυραννούν τα χιόνια
οι νύχτες άγριες έρχονται
και λες κρατούν αιώνια.

Γλιστρίματα, σπασίματα
κι αρρώστιες χίλιες δύο
κάθε χειμώνα κάνουνε
το σπίτι φαρμακείο.

Χρήματα για τα κάρβουνα
για ρούχα, για ομπρέλες
α!  το χειμώνα χίλιες δυο
βυζαίνουν μας αβδέλλες.

Και όλοι ενώ πασκίζοντας
λίγο να ζεσταθούμε
το καλοκαίρι το ζεστό
με λύσσα νοσταλγούμε,

όταν θα  ’ρθει ανάποδον
αρχίζουμε αγώνα:
Άχου!  Τι ζέστη φοβερή!
ζητούμε το χειμώνα.




 ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ

Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα.
Τον κόπο μας καρπώνονται, το μόχθο μας τρυγάνε
και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμα
νόμους εφτιάξαν και σαν ζα μ’ αυτούς μας κυβερνάνε.

Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους
κατ’ από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων,
στολίδια και αρώματα γεμίζουν το κορμί τους
κι oρθοί να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον.

Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει
να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ’ τους ανθρώπους
γιατί εκτός απ’ το λαιμό, το πόδι και το χέρι
και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά
τους τρόπους.

Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν:
προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια-
οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα  ’χουν
αιώνες κι αν περάσουνε τα μάτια γουρουνίσια.

 ΜΑΡΙΑ

Οι μέρες φύγαν όμορφες κι απλές.
Κανείς δε ρώτησε για τη Μαρία.
Αυτές οι νύχτες για διαχύσεις τολμηρές
μόνο και γι αγκαλιές ειν’ ευκαιρία.

Σαν όλοι να  ’ξεραν που έχει πάει
σαν να μην έφυγε ποτέ ακόμα
και σαν το χώμα να μη σφαλάει
το λουλουδένιο της το στόμα.

Χάρμα οι μέρες στο καταφύγιο.
Κεφάτη κι εύθυμη η παρέα.
Τα βράδια ένα κηροπήγιο
δημιουργεί ατμόσφαιρα ωραία.

Κι αν κάποιος ρώταγε: "Τι έγινε η Μαρία;"
θα τιναζόμασταν ξαφνιασμένοι
και μετά για την αυριανή πεζοπορία
θα κουβεντιάζαμε μουδιασμένοι.

 
ΣΙΣΥΦΩΝ

Μη και δεν είμαστε Ταντάλων
και των Σισύφων μεις οι γόνοι;
Μη και μια μοίρα σαν και κείνων
πάνω μας μαύρη δεν απλώνει;

Βράχους πελώριους δεν κινάμε
για ν’ ανεβάσουμε ψηλά
και ο καθένας τους μ’ αντάρα
και πάλι κάτω δεν κυλά;                

Και να γλιτώσουμε όταν θέμε
από της δίψας την πληγή
μη δε στερεύει κάθε μία
που λαχταρίζουμε πηγή;

Ή μήπως άσαρκες φιγούρες
και μεις δε ζούμε σ’ έναν Άδη
και σαν και κείνους δεν τυλίγει
κι εμάς το τρίσβαθο σκοτάδι;

 
ΘΑ  ΜΑΣ  ΠΑΙΔΕΥΕ

Κι αν το  ’βλεπα που στην ουσία ήταν κλοπή
μα ν’ αντιδράσω δεν μπορούσα.
Στα τέτοια το Συμβούλιον ήτο ανένδοτον.

"Η μάνα μου η άρρωστη...
τα φάρμακα... οι γιατροί..."
όλο αυτά αράδιαζε.

Αυτά είναι υποθέσεις καθαρά ιδιωτικές.
Εμάς το ανεξόφλητο γραμμάτιο μας πονά.
Όσοι δεν έχουν να πληρώσουν τέτοια λένε.   
Κι αν τους ακούγαμε τώρα κι εμάς
κάποιο ανεξόφλητο γραμμάτιο θα μας παίδευε.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

 ΟΙ  ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Επικινδύνως έκυπτεν απ’ το παράθυρον
(μόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος).

Κι είχε το λόγον του για ν’ ανυπομονεί-
απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν.

Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως.
Όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει.

Πολύ δεν εμιλούσε.
Το κάπνισμα είχε παύσει.
Να διακρίνει είχε μάθει
ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον
της άρεσε κι αυτής
ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική
μετά την κάθε αναζήτησιν χαράς
και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει την σιωπήν
κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει
καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως
κι οι δυο εις το κρεβάτι εξάπλωναν.

ΚΙ ΟΤΑΝ ΣΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΩΡΕΣ ΕΜΙΛΟΥΣΑΝ
ΕΓΙΝΟΝΤΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟΣΟ ΣΙΓΑ ΚΙ ΩΡΑΙΑ
ΠΟΥ ΑΝΤΙ ΝΑ ΔΙΑΛΥΕΙ ΕΜΕΓΑΛΩΝΕ
ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΕΚΣΤΑΣΕΩΣ ΣΙΩΠΗΝ-Α!   
ΝΙΩΘΟΝΤΑΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ!

Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε.

Θα του  ’λεγε να μη την περιμένει.
Πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί-
να μη μιλά!..  πού ακούστηκε!
να μη καπνίζει!..  φοβερόν!
Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει
και να βλέπει ζωγραφιές.

Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου.
Πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις.

 ΣΑΝ  ΨΙΘΥΡΟΣ

Δε θέλω μέσα στη βοή να ζω του αθλίου κόσμου.
Δε θέλω κύμβαλα κενά ν’ ακούω να χτυπάν.
Άλλος μου έχει οριστεί ο κόσμος ο δικός μου.
Άλλοι ουρανοί με παίρνουνε κι άλλοι καιροί με παν.

Σκιές δεν θέλω δολερές να μου κρατούν το φως μου
στις λίμνες των ονείρων μου φαύλοι να κολυμπάν.
Τις υψηλές βουνοκορφές όπου φυλάω εντός μου
δεν θέλω αλλοπρόσαλλα βέβηλοι να πατάν.

Θέλω να φτάνει ως σ’ εμέ σαν ψίθυρος σβησμένος
σαν μακρινός αντίλαλος του κόσμου ο αχός
κι εγώ με όλα μακρινός κι απ’ όλα ξεχασμένος

σ’έναν καινούργιο θάνατο να δίνεται καθώς
πάνω σε κίτρινα χαρτιά ολημερίς σκυμμένος
θα συνταιριάζει τους σβηστούς τους ήχους μοναχός.

 ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ’ ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης

κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.

Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του
θέλω να το αφήσει

όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο
μα με μια κίνηση στοργής
σαν κάτι αγαπημένο.

 ΤΟ  ΡΟΔΟ

«Καιρόν αγαπούσα
μ`  αγάπη μεγάλη
αγόρι με μύριες
τις χάρες, τα κάλλη.

Του το  ’κρυβα όμως
του το  ’πε τ’ αστέρι
και να  ’το  που φτάνει
τ’ αγνό μου το ταίρι.

Πηδάει το φράχτη
στον κήπο μου μπαίνει
σφιχτά μ’ αγκαλιάζει    
μαζί του με παίρνει.

Στο δρόμο αποσταίνει
μ’ αφήνει απαλά
μου πιάνει το χέρι
γλυκά μου μιλά:

Καλή μου τι θέλεις
κι εγώ θα το κάνω! -
του δείχνω η έρμη
στο βράχο επάνω:

Εκείνο το ρόδο
να πας να μου φέρεις-
κι αμέσως τον χάνω
τι τάχος δεν ξέρεις.

Ανέβηκε, κόβει
τ’ ολόδροσο ρόδο
τρελλός στη χαρά του
μου γνέφει να το  ’δω.

Κατάρα στη γνέψη
στο ρόδο κατάρα
κατάρα στην τόση
που μου  ’χε λαχτάρα

μια πέτρα κυλάει
το πόδι γλυστρά
και πέφτει ο καλός μου
στο ρέμα βαθιά.


Τον φτάνω. Στο χέρι
το ρόδο κρατούσε
και στ’ άλικα χείλη
χαμόγελο ανθούσε.

Φιλώ του το στόμα
σφαλίζω τα μάτια
και παίρνω τα ίδια
κι εγώ μονοπάτια.»

 


ΜΟΝΑΧΟΙ  ΤΟΥΣ
(Κομοτηνή, '74, ομιλία Τρυπάνη με θέμα:Παλαμάς)

Ας παμε. Θα γελάσουμε πολύ.
Θα  `ναι και κείνος ο ψηλός
που του διπλώνει ο αφαλός
καθώς σε κάποιονε μιλεί
και την κοιλιά του σκύβει.

Θα ομιλήσει ο υπουργός
με θέμα  "Παλαμάς"
θα  `ναι καλά για μας
της Τέχνης ήταν λεπτουργός
νοήματα μεγάλα κρύβει.

Φουστάνια καλά θα φορέσουν
μετά την μπουγάδα οι κυρίες
(δε χάνουνε ευκαιρίες)
από τη βέρα θα πονέσουν
τα πρησμένα τους χέρια.

Οι ορισμένοι αξιωματικοί
τελευταίοι θα φτάσουν
και μπροστά θα κάτσουν
γίγαντες μικρονοϊκοί
με τα χοντρά τους ταίρια.

Μα πολύ θα κάνουμε χάζι
όσους μονάχοι τους πάνε
και τριγύρω κοιτάνε
με ντροπή και με νάζι
κάποιον γνωστό να χαιρετίσουν.

Όμως άγνωστοι καθώς είναι
γιατί αυτά δεν τ’ αντέχουν
και οι καημένοι δεν έχουν
πού την κεφαλήν κλίναι
μοναχοί τους κι εδώ θα καθήσουν.

 ΛΙΛΙΑΝ

Σπανίας τέχνης ήσαν οι Ερινύες του.
Την φοβεράν μορφήν των
την εκδικητικήν των μανίαν
το διατιτραίνον βλέμμα των-
όλα θαυμάσια τα είχεν αποδώσει.
Τόσον που ο αστυνόμος
πρόσθεσε στο καρνέ του όταν τις είδε:
"Δεύτερον: Ερινύες".
Στο  "πρώτον"  έγραφε: "Λίλιαν"
και πιο πάνω: "Στοιχεία ενοχής ζωγράφου
δολοφονία γυναίκας του".
(Η Λίλιαν ήταν μια μικρή απ’τις συνηθισμένες
ένα πορνίδιο).

 Ν' ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ


Πεύκων δάση, αγριοπούλια,
ψηλοκόρυφα βουνά,
λαμπροήλιε, αστέρια, πούλια,
χίλια θάματ' αυγινά,

λάλο ρυάκι, θεία δύση
άνοιξή μου γιορτινή,
φθινοπώρου εσύ μεθύσι,
καταγάλανοι ουρανοί,

τι κι αν είστε ωραία τόσο
είστε τόσο αλαργινά..
Α! Να γίνονταν ν' απλώσω
τα δυο χέρια τα ορφανά

και πιο τέλεια-και πιο πλέρια
να σας νιώσω-πιο βαθιά..
Α! Ν' αγκάλιαζαν τα χέρια
όσα χαίρεται η ματιά..

 
ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Το φως του λαμπτήρα,ξάφνου,
την εξουσία του χάνει.
Φέγγει ακόμα, μα νιώθει
ο βασιλιάς έρχεται, και θαμπωμένο
μπρος του, αναπότρεπτα θα υποκλιθεί.

Θορυβώδη ποδοβολητά στρατιών ακτίνων
που από μακριά, γρήγορα φτάνουν, κάνουν να τρέμει
και πελιδνό να γίνεται κάθε αναμμένο.
Από το μέτωπο της φωτιάς, το στέμμα,
κατρακυλάει, ψυχρό κιόλας.

Λίγο ακόμα, και όλα θα νήχωνται
μέσα στην πηχτή, απρόσμενη
αστραφτερή θάλασσα, μέχρις ότου
η ξαφνική, παράλογη, κατοχή, πάψει,
και τ΄ αστέρια, το τρεμοφέγγισμα
και την ωχρότητά τους πάλι φανερώσουν.

 Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Όταν του μιλούν απ' το παράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι'
και σε αρρώστους ακόμα, αλλιώς
τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.
Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.

Εκείνος
θαρρετά τους κοιτάζει
και ό,τι αυτοί θα 'θελαν
μ' εν' άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.

Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.

 ΟΤΑΝ


Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι
για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ' αφήνουνε να μένεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη'
τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές
τι εύκολα θθυμώνουν.

 

ΝΑ ΧΩΡΙΖΟΥΝ

Του χωρισμού των έφθασεν η μέρα.
Αδύνατον να πάνε παραπέρα'
το ένιωθαν καλά-το τέλος είχε φθάσει.

Χωρίσανε το βράδυ με αοριστίες
για τη συνάντησιν την επομένην
"τηλέφωνο θα πάρω κάποια μέρα..."
"θα περιμένω-ναι-εξάπαντος..."

Μα ήξεραν πως έλεγαν κενά-
ούτε αυτός θα έπαιρνε, ουτ' εκείνη
στ΄ ακουστικό θ' ανέμενε όπως πρώτα.

Είναι μια μέθοδος καλή κι αυτή
γι ανθρώπους ευαισθήτους
να χωρίζουν.

 


ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ' ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ' ατσάλινά του γένια'
Τ' όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το 'δε ο γίγας τ' ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσ' η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ' του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.


 

Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ

Όταν το σούρουπο μεστώνει
και πριν ακόμα γίνει βράδυ
τις θείες νότες της απλώνει
μια μουσική γλυκιά σα χάδι.

Πέφτει απαλά σαν τη δροσούλα
μες στη σιωπή της γειτονιάς μου
όπως ανέγγιχτη νυφούλα
σε γιορτινό κρεβάτι γάμου.

Και με τρυπά σα νοσταλγία
και με πονεί σαν ερωμένη
η μαγική της μελωδία
που στον αέρα είναι χυμένη.

Μήπως του Πάνα η φλογέρα
και του Απόλλωνα η λύρα
ξεπροβοδίζουν την ημέρα
χαρίζοντάς της τέτοια μύρα;

Μήπως σε με που δε με ξέρει
τη θαλπωρή από το θέρο
και τη γαλήνη από τ' αστέρι
στέλν' η καλή που δεν την ξέρω;

Ή μην ο αγέρας απ' τα μάκρη
σοφός ως έρχεται του κόσμου
του ταξιδέματος το δάκρυ
και τη χαρά σταλάζει εντός μου;

Α! Του σπανίου τους του κάλλους
γνώστες δεν ειν' αυτοί οι ήχοι-
από ποιητές φύγαν μεγάλους
κι ήρθαν σε με να γίνουν στίχοι

 ΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ


Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσο να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν'

Δε θα 'τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το 'σβηνε
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.

Και όχι πολυτέλειες.
Δεν ήθελε
ξύλο καλό, ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.
Ένα απλό τραπέζι'
λίγο γυαλιστερό μόνο στην επιφάνεια
και κάπως, όσο γίνονταν
τα πόδια του κομψά
(μπορεί να το 'ντυνε και με χαρτί'
έτσι κι η φθήνεια του θα κρύβονταν
και τακτικός θα έλεγαν πως είναι).

Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά-
ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει. Πάλι
κάποιος μπορεί να ’ρχόταν
και την κατάντια του να δει δε θ' ανεχόταν.
Και τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.

 

ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ


Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού-
πρέπει να 'ναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.

 


ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ

Αρίζωτοι στη νέα κι απ' την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη'

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα…"-
όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.

 
ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ


-Σύννεφο συννεφάκι μικρούλι, λευκωπό
πώς βρέθηκες μονάχο στον γαλανό ουρανό
και πας με τ' αγεράκι που πνέει απαλό
και μια φτερά αγγέλου θυμίζεις, μια σταυρό;
Γωνιά καμιά δεν έχεις-σκιά για να σταθείς
ο ήλιος θα σε κάψει-θα σβήσεις-θα χαθείς.

-Αφού εν' αδέρφι βρήκα στης γης την απλωσιά
χαρά δε θέλω άλλη-δε θέλω άλλη δροσιά.
Και τόπο αν κανένα δε θα 'βρω να σταθώ
κι αν σβύσω κι αν διαλύσω, ποτέ δε θα χαθώ:
η έγνοια στη φωνή σου κι η ζέστα στη ματιά
παντοτινή μου ασπίδα στου χρόνου τα σπαθιά.

 ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΤΕ


Όταν δειτ' ένα κομμένο
άνθος κάτω πεταμένο
μη καλοί μου το πατήστε
κι ούτε κάτω να τ' αφήστε.

Και τα δυο τα χέρι' απλώστε
στοργικά να το σηκώστε
και να το 'χετε μαζί σας
σα χαρά και σα γιορτή σας.

Κι αν σας βρουν κακές ημέρες
κι αν η βάρκα βγει σε ξέρες
κι αν σας θλίβουν όλοι οι τόποι
κι αν σας διώχνουν οι ανθρώποι

τότε βγάλτε και μυρίστε
το λουλούδι-θ' απορήστε
πώς λησμόνια και γαλήνη
εν' ανθάκι τόση δίνει.

Και οι πόνοι σας θα γιάνουν
και οι θλίψες θα μαράνουν
και θα γίνουν ευωχία
τ' άσημά σας τα ψιχία.

Σημασία λίγη δώστε
κι ό,τι λέω φίλοι νιώστε:
τ’ άνθη μη-μην τα πετάτε-
στην ψυχή να τα φυλάτε.

 

ΕΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ


Εγνώρισα το θάνατο μέσα
στο ποδοβολητό των σπίνων του Ιουνίου.
Εγνώρισα το θάνατο
στις κρύες νύχτες του χειμώνα
στις ζεστές μέσα νύχτες του καλοκαιριού.
Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στα πράσινα φύτρα των πρώτων σκίνων
μέσα στα μάτια πληγωμένου ελαφιού
μέσα σε καλοκαίρια ολόκληρα βουτηγμένα σε άσκοπον ιδρώτα'
μέσα σε νερά γαλήνια, νύχτα ανάστερη
το σοβαρό και αμέτοχο πρόσωπό του μου γελούσε.

Εγνώρισα το θάνατο
στα επιφωνήματα των άστρων όταν πέφτουν
στο κρυφομίλημα παρθένων
στο γέλιο των πορνών΄
κατω από λέξεις χωματένιες
βαριές ακόμα από σίδερο και ιλύν
εγνώρισα το θάνατο.

Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στου πέπλου της σιωπής τις παχιές δίπλες'
μέσα στην άτολμην οργή και την αμηχανία'
μέσα στην πλήρη επάρσεως άρνηση'
στην τυφλή μέσα κατάφαση και την υπακοή.

Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στων αηδονιών το γλυκολάλημα
μες στην καρδιά και μέσα μέσα
στις έλικες τις ευφυείς του εγκεφάλου.
Μέσα κι ανάμεσα σε δυο κορμιά αγκαλιασμένα
εγνώρισα το θάνατο.

Εγνώρισα το θάνατο μέσα στο μέγα άδειο
της ώρας που ο ύπνος του μεσημεριού χωρίζει από το σώμα.

Μες στων παιδιών το βύζαγμα-στο δέσιμο χειλιών και ρόγας
εγνώρισα το θάνατο.

 ΤΟ ΚΕΡΙ

Θα πήγαινε ν' ανάψει ένα κερί.
Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον
με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά
και με σκυφτό κεφάλι.
Θα έκανε μια κίνησιν φιλήματος
προς την εικόνα-
όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-
μετά δυο τρία βήματα οπίσω
κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.

Ύστερα ήταν το κερί' για να τ' ανάψει
σήκωμα του κεφαλιού (να μην καούμε κιόλας),
στερέωσις του κεριού στο μανουάλι
κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.
Σ' αυτή τη στάση πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα
με το σιαγόνι ν' ακουμπά στο στέρνον
κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει-
αθορύβως.

Μα το κυριότερο είναι το πρόσωπο να κρύβονταν.
Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα
που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο
ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα'
στο μισοσκόταδο
το πρόσωπο
σχεδόν καθόλου δε θα φαίνονταν.

 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν..

Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".

 
ΟΙ ΦΙΛΟΙ

"Τους φίλους τους μικρούς θα παραιτήσω
και συντροφιές μεγάλες θα 'βρω-
στο νουν και στην ευγένειαν και στα ήθη-
κι εις το εξής μ' ομοίους μου και μόνο θα μιλώ"-
έτσι σκεπτόταν, έτσι επάσκιζε
έτσι του 'πρεπε πραγματικά.
Μα όταν έφθανε της μοναξιάς το χάος
εις φίλους έτρεχε μικρούς να το πληρώσουν'
και τα κοινότατα άρχιζαν-
οι γυναίκες
τα χαρτιά.

Αυτούς τους φίλους τότε τους ευγνωμονούσε'
καλά που βρίσκονταν κι αυτοί-
στις τέτοιες του στιγμές
ποιος θα τον δέχονταν
μεγάλος..

 ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ


Και πια δεν ξέρουν τι να κάνουν
και τι τεχνάσματα να επινοήσουν
και κάνουνε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα
λιγάκι μόνο αλλάζοντας κάθε φορά
τις λέξεις, τις κινήσεις, τις εκφράσεις.

Οι άλλοι πάλι χειροκροτούν
σαν να 'τανε το θέαμα κάτι νέο'
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
και γράφουν κριτικές επωφελείς,
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
κι εκφράζουν "ανυπόκριτον χαράν"
και λεν: "αυτή
ήτο μια νέα ερμηνεία τω όντι"
και το επαινούν και το αινούν και το θαυμάζουν
γιατί τι άλλο να 'καναν
και πώς να πούνε
πως όλ' αυτά είναι μιαν άρνηση κι ένα κενό
που τότε το κενό θα ’παιρν' εκδίκηση
αποκαλύπτοντας αυτοστιγμεί
πως ούτε η τέχνη είναι καταφύγιο.

 
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα ’δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά
μέσα τ' αηδόνι ας άδει.

Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει'
μ’ ας’ τα παράθυρ’ ανοιχτά
κανείς δε μας κοιτάζει.

Οι άνθρωπ’ είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.

Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
Το σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών'
ας λάμνουν μέσα γλάροι'

έργα έχουν άλλα, σοβαρά
οι άνθρωποι να πράξουν-
’σύχασε' ούτε μια φορά
εδώ δε θα κοιτάξουν.

Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει
κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά
πως δεν θα εννοήσει.

 
ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ

Ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια
που έβγαλε σωρό από την τσάντα.

Άσπρη ανάμεσα στις κόκκινες καρέκλες και σοβαρή
ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια.

Το BREAKFAST διπλωμένο πάνω στο τραπέζι
κι αυτή έβαζε σε τάξη τα χαρτιά.

Όταν τελείωσε ήρθ' ένας εξηντάρης
κοκκινοπρόσωπος, μ' ένα καφέ ριγέ κουστούμι
κρατώντας στο 'να χέρι τον καφέ
και τ' άλλο έχοντάς το μες στην τσέπη
και την πήρε.

 ΟΛΟΛΥΖΕΙΝ

"Άχου! Οι χαμένες μας πατρίδες!
“Άχου! Οι χαμένες μας ζωές!"

Λες και τις πατρίδες τις είχαμε αποθέσει
σαν κύπελλα
πάνω σε γυμνές κοιλιές γυναικών
που γελώντας τα χύνουν..
ή πως τις παίρναμε στο κρεβάτι μας όταν κοιμόμασταν-
μα μήπως και τότε θα 'ταν δικές μας;

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

 Ποια κίτρινη περγαμηνή να περιγράψω

Ποια κίτρινη περγαμηνή να περιγράψω
και πώς-ο ανίδεος εγώ-ο πεπτωκός;
Πότε είδα χρώματα εγώ εκτός από το μαύρο
και, ενδεχομένως, το μαβί...

Ποια κίτρινη περγαμηνή να περιγράψω
και τις γωνίες της πώς ν’ ασπαστώ
πώς να ιάνω τα πληγωμένα γόνατά της-
τ’ αρχαία νοήματά της πώς να εξαντλήσω;

Πως να περιγράψω κύκλους εγώ
ο άβουλος
που σ’ ένα τετράγωνο κείμαι ολοζωής
σ’ ένα τετράγωνο αδέκαστο και αυστηρό...
Και πάλι αυτά τα γράμματα ο αγράμματος εγώ

αυτά τα σήματα του νου
αυτά τα επιδόρπια νάματα
αυτά τα ανήκουστα σπαθιά τα αιχμηρά
αυτά τα αιώνια φύλλα
αυτά τα συμπαντικά νήματα
αυτά τα αεί υπάρχοντα
αυτά
αυτά
αυτά
πώς εγώ ν’ αγγίξω παίζοντας;

Αυτή την κίτρινη περγαμηνή
αυτή τη φλέγουσα εικόνα
διώξτε την από κοντά μου-
από μένα πάρτε την μακριά.

Άλλα σταθμά θα τη μετρήσουν
κι άλλα στολίδια θα να μπουν προμετωπίδα
στην καρδιά της
την ατελέσφορη.



 Bowbird

Πήρα μικρά γεροδεμένα ξυλαράκια
κι έφτιαξα μία πρόσοψη φωλιάς
έτσι που ο ήλιος πάνω της να ισκιάζεται.
Ύστερα μάζεψα τις πιο πολύχρωμες μικρές
γυαλιστερές και στρογγυλές πετρούλες που εβρήκα
και μπρος τις έβαλα στο χώρο της φωλιάς
μ' αυτό τον τρόπο φτιάχνοντας ένα πολύχρωμο
λαμπρό, ωραίο ψηφιδωτό.
Έχουμε τώρα μια σκηνή θεάτρου
με δάπεδο καθώς σας είπα
και τη φωλιά από πίσω της για σκηνικό.

Τι μένει τώρα;
Oι χορευτές κι οι θεατές
(δε συνηθίζω να επαίρομαι αλλά
τι ομορφιά που έχει αυτή η σκηνή!.
Αρκεί μονάχα να σας έλεγα ότι φορές
θα ’θελα να ’μουν θηλυκό
για να μπορώ να χαίρομαι τέτοιες εικόνες
συχνότερα και, βέβαια
με κάποιαν ποικιλία…)

Ο χορευτής λοιπόν εδώ θα ειμ’ εγώ.
Με μια ετικέτα που κατέχω άριστα
κι εγώ δεν ξέρω πώς
θ’ αρχίσω να λυγώ, να σκύβω, να υποκλίνομαι,
να τρέχω δεξιά κι αριστερά με χάρη
με νόημα να γέρνω μπρος και πίσω
ν’ ανοίγω τα φτερά σαν τάχα να ίπταμαι
απότομα να στρέφω, να τεντώνομαι,
κι ένα σωρό να κάνω ακόμα ανόητες τέτοιες φιγούρες.
Και ολ’ αυτά για να μπορεί το θηλυκό-που τώρα
που σας μιλώ στέκει απέναντι και βλέπει-
για να μπορεί το θηλυκό
να μαγευτεί απ’ τ’ ωραίο θέαμα
και να ’ρθει στη φωλιά μου επιτέλους.

Λοιπόν θαυμάστε με και σείς-η επίδειξη αρχίζει.