Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

 Από τους «ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ»
Της Αμερικής

ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΓΙΑΝΝΗ

Φίλε Γιάννη! Φίλε Γιάννη!
πού το ρέμα τάχα βγάνει;
πού μας πάει η ζωή
με την τόση της ορμή;

Ή με ήλιο η με αέρα
τρέχουμε όλη την ημέρα-
όλη μέρα στη δουλειά
και τα βάσανα ζαλιά.

Τo πρωί όταν ξυπνούμε
πρέπει κιόλας να βιαστούμε-
σηκωθήκαμε αργά
και η ώρα προχωρά.

Ξούρα, ντους, ντύσιμο, μάσα
δίχως ρέγουλο κι ανάσα.
Και ορμάμε βιαστικοί
και σκορπάμε εδώ κι εκεί.

Και σπαρίλας του θανάτου
πάει καθένας στη δουλειά του.
και τ’ ωράριο αρχινά
να τελειώσει που ξεχνά.

Ο πελάτης να γκρινιάζει
ν’ απαιτεί και να φωνάζει
και πιο κει σα μυστικός
χωροφύλακας ο boss.

Ο καθένας το δικό του
το μακρύ και το κοντό του
και μιλάν όλοι μαζί
και βοά το μαγαζί.

Κι όλο κάτι πάντα βγαίνει
και στη μύτη μας μάς μπαίνει-
μια εκείνο και μια αυτό
δε στεκόμαστε λεφτό.

Κι αν γεμάτη θέμε τσέπη
Σ’ όλους "yes" να λέμε πρέπει
κι είδος σπάνιο το κοινό
εκατάντησε το "no".

Κι αποσταίνει το δολάριο
και τελειώνει το ωράριο
και το κάρο καβαλάς
και στο σπίτι πλέον πας.

Κι όπως συ κανείς αν λάχει
λογική γυναίκα να ’χει,
τότε θα ξεκουραστεί
σα στο σπίτι του βρεθεί.

Μα οι κακόμοιροι οι άλλοι
και στο σπίτι το ίδιο χάλι:
ο αιώνιος πελάτης-
η γυναίκα- το χαβά της.

Μα και γκρίνια να μην έχεις,
και στο σπίτι πάλι τρέχεις.
Είναι του σπιτιού οι δουλειές
κι αναγκαίες και πολλές.

Να! εχάλασε η βρύση,
Να! το τζάμι έχει ραϊσει,
Να! εγδάρθηκε ο σοβάς
και καιρός ούτε να φας.

Και με το ’να και με τ’ άλλο
ή μικρό είτε μεγάλο
κάθε μέρα ξεψυχά
σα δελφίνι στα ρηχά.

Και απ’ όλες τις ημέρες-
κάθε μια και δυο φοβέρες-
σαν εικόνα ελκυστική
μένει μόνο η Κυριακή.

Οι νεκροί έξω απ' την κάσσα!
Επιτέλους! Μία ανάσα!
Δεν μπορεί, όσο να πεις
κάπως θα ξεκουραστείς.

Μα κανείς προτού να κάτσει
πρέπει κάτι να κοιτάξει...
δύο μοναχά λεφτά...
έτσι...να...στα πεταχτά...

Να! Θα πρέπει να κουρέψει
το γρασίδι που 'χει αγριέψει
και τα δέντρα εκειδά
να κλαδέψει χαμηλά.

Την κουζίνα ν' ασβεστώσει
που οι καπνοί έχουν λερώσει
τη λαβή του καναπέ
να γυαλίσει και απέ...

Απέ χάραγμα το κλήμα.
Και τα λάχανα-τι κρίμα-
δεν εκάναν προκοπή,
λίγο θέλουνε φουσκί.

Και την πόρτα να στεριώσει
που ’χει εσχάτως χαλαρώσει
(βλέπεις αν δεν προσεχτεί
το τσαρδί θα ρημαχτεί...)

Ε! Αφού αυτά θα κάμει
κι έχει πλέον αποκάμει
όση μέρα μένει πια
του ανήκει οριστικά.

Α! Δουλειές και φασαρίες...
Μήπως στέκουμε κι αργίες;
Σα στη λεμονιά οι ανθοί
όλο κάτι θα βρεθεί.

Από το πρωί ως το βράδυ
ακλουθάμε το κοπάδι.
Κι απ' το βράδυ ως την αυγή
εφιάλτης η σφαγή.

Μακριά από την πατρίδα
(δέκα χρόνια δεν την είδα)
μακριά απ’ τα ιερά
βράχια, χώματα, νερά.

Φίλε Γιάννη! Φίλε Γιάννη!
Πού το ρέμα τάχα βγάνει;
πού μας πάει η ζωή
με την τόση της ορμή;



SARAH ANN
(Στην Τζούντυ, τσέκερ στο Χιουζ Μάρκετ, για τη νιογέννητη κορούλα της Σάρα-Αν)

Όταν κάνεις σε μια μάχη συνεχείς υποχωρήσεις
τι καλά είναι να βλέπεις ότι έρχονται ενισχύσεις...
Kαι τι κέρδος στον αγώνα των ανθρώπων με τα κτήνη
κατά μιαν έστω μονάδα η ανθρωπιά τους ν' αβγατήνει...

Έτσι τώρα όπου ανθρώποι και ψυχές όπου ανθίζουν
τη Sarah Ann όλες κοιτάζουν κι όλοι αυτήν καλωσορίζουν.
Κι είσαι συ που έχεις Τζούντυ τον στρατιώτη αυτόν χαρίσει
στους ανθρώπους-συ την έχεις λίγες μέρες πριν γεννήσει..

Και αφού απ' το δεντρί σου η Sarah Ann είναι κλωνάρι
φυσικό είναι τους χυμούς σου και τα δώρα σου να πάρει.
Και τι όμορφο που είναι! Τι γλυκούλι στρατιωτάκι!
Πρώτη της φορά η Φύση τέτοιο έφτιαξε μωράκι.

Τι χειλάκια τρυφερούλια-σαν ανθένια πεταλάκια
τι ματάκια λαμπερούλια-σαν μικρά δυο αστεράκια.
Τι ροδοπλασμένα αυτάκια! τι μυτούλα ζαχαρένια!
τι χεράκια! τι λαιμάκια! Και στην όψη τι ευγένεια!

Και τι έκφραση εξυπνούλα και τι γλύκα που μεθάει
το μικρούλι προσωπάκι σ' όσους το θωρούν σκορπάει..
Α! Και όταν το μωρό σου λίγο Τζούντυ μεγαλώσει
τι καρδούλες που θα κάψει τι καρδούλες που θα λιώσει..

Μα κι αχτίδες καλοσύνης κι ανθρωπιάς και ήθους μύρα
όπου πάει κι όπου γυρίζει θα σκορπάει εναγύρα.
Αλλά Τζούντυ, μέχρι τότε φρόντιζε και πρόσεχέ το
κι όπως κάνεις μέχρι τώρα σαν το φως σου φύλαγέ το.

Α! Και κάτι άλλο ακόμα: τις ωραίες όταν μέρες
για βολτούλα τηνε βγάζεις σαν' τις άλλες τις μητέρες
κάθε μια σας τ' όνομά της (έτσι μου 'ρθε μια σκέψη)
να 'χει πάνω της γραμμένο μη κανείς και σας μπερδέψει…



ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑΤΑ
(Στον καινούργιο ιερέα της Αγίας
Σοφίας του Λος Άντζελες,
όπου κάθε Πέμπτη απόγεμα
ερμήνευα τη Γραφή στους πιστούς)

Καλώς ήρθατε καινούργιε μας ιερέα
Στου Λος Αντζελες την πρώτη εκκλησά.
Να περάστε σας ευχόμαστε ωραία-
Πάντα πρίμος ο αέρας να φυσά.

Στο Χριστό που λίγες μέρες πριν ανέστη
Προσευχόμαστε καλά να σάς κρατά.
Απ’ το κρύο να σάς φυλάει κι απ’ τη ζέστη
Κι όλα υπέρ για σάς τα κάνει τα κατά.

Από σάς προσμένουμε όμως και μεις κάτι:
Η ιδέα που το ράσο πυρπολεί
Στων πιστών να λάμψει τ’ άφωτο το μάτι
Και ν’ αγνίσει την ψυχή τους τη θολή.

Και η σύναξη της Πέμπτης μας ετούτη,
Το Σκολειό μάλλον ετούτο το Κρυφό,
Μ’ όσα μέσα Του μεγάλα κλείνει πλούτη
"Καλώς ήρθατε" σάς εύχεται κι  αυτό.   
                               -----