Σάββατο 5 Απριλίου 2025

 ΠΟΥΛΙ ΛΑΛΕΙΣ   

-Πουλί λαλείς και κελαδείς
για της αγάπης πάθη
μα έλα, ξέρεις να μου πεις
τι είναι η αγάπη;

-Ειν’ ένα απότομο, βαθύ
αγύριστο φαράγγι-
μέσα όποιος έμπει θα χαθεί-
μαύρο τον τρώει γεράκι.




ΣΤΥΛΙΑΝΉ ΑΝΤΩΝΊΟΥ

-Στυλιανή Αντωνίου.
Τι είναι αυτή η Στυλιανή Αντωνίου;
-Χριστός με Όπλο.
Πρόεδρος με Τσίπα.
Λαός Υπεύθυνος.
Τίμιος Πρωθυπουργός.
Ο Καθρέφτης του Μέλλοντός σου.

-Και, η Αντωνίου η Στυλιανή τι κάνει;
-Ξεπλένει την Ντροπή σου.
Μαθαίνει στα Παιδιά της Ανθρωπιάς το Δρόμο.
Ναρκοθετεί την Ύλη με Ιδέες.
Γράφει την Ιστορία όπως της πρέπει να γραφτεί.

-Ε και να κάνω τώρα τι
μ’ αυτή την Αντωνίου τη Στυλιανή;
-Να την υψώσεις Σημαία της Αξιοπρέπειάς σου.
Με Πανιά σου το Παράδειγμά της ν’ αρμενίσεις.
Ν’ ανάψεις στην Αγιοσύνη της Κερί τη Βουλή
και να της κάψεις Λιβάνι-Τσίκνα από του Πλούτου το Κορμί.

Κι αν πάλι δεν θα σηκωθείς Δούλε Λαέ,
τουλάχιστο σκυφτός έτσι όπως είσαι
στρέψε σ’ αυτή και ζήτα της συγνώμη
που πάλι τ’ Όνειδος διαλέγεις.




ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Αν ήμουνα ζωγράφος θα ζωγράφιζα
την πέτρα με φτερά
τη Λέξη στο θρονί του όντως Όντος
και τον Θεό υποπόδιο των ποδών μας.

Τη γη μία κηλίδα σε φωτός πελάγη,
το δέντρο σαν καρπό, και την ελπίδα
σαν βρώμικη κι αισχρή γριά μια πόρνη.

Θα ιχνογραφούσα με γραμμές περίοπτες
το βέλασμα του αρνιού το τελευταίο
πριν τη σφαγή,
στη θέση της ψυχής θα έβαζα ένα σώμα,
και θ’ απεικόνιζα μ’ εν’ άγραφο χαρτί-
και θα ’τανε πολύ και το χαρτί-
την αγάπη.




ΤΗ ΓΑΤΑ

Χάιδευες με το πόδι σου τη γάτα.
Το πόδι σου γυμνό. Η γάτα ύπτια.
Τα δάχτυλά σου ανάβαν τα κροκάτα
στου ζώου τα γοργά τα καρδιοχτύπια.

Με τ' όλασπρο, αβρό, γυμνό σου πόδι
εχάιδευες το τρίχωμα της γάτας
Το γόνυ σου λαμπύριζε σαν ρόδι
κι έτρεμε το κορμί της χρυσομάτας.

Μ' αθώες, τάχα αδιάφορες κινήσεις
εχάιδευες τη γάτα σου τη μαύρη.
Απόψε κι αν ανάπαψη ζητήσεις
ούτε κι εσύ ούτε κείνη θα 'βρει.

Βελούδι σε φιλί με το βελούδι
και πες ποιο εφιλιόνταν-ποιο εφίλα;
Το χνούδι αγκαλιασμένο με το χνούδι-
ποιανού η πιο μεγάλη ανατριχίλα;

Εχάιδευες τη γάτα. Η ματιά σου
θολή από τη θύελλα που νιώθεις.
Και τρέμουνε τα χείλη τ' ανοιχτά σου.
Ματαία η προσοχή σου: επροδόθης.