Κυριακή 6 Απριλίου 2025

 MIKPA

Δίχως τον ήλιο το ρολόγι μας θα ήτανε
μια παράξενη συσκευή
άγνωστο σε τι χρησιμεύουσα
πέραν της απόδειξης της ικανότητας του κατασκευαστή
να τοξεύει.

*

Χρωματιστά γονίδια αναπτερώνουν το ηθικό.
Προσβλέπουμε σ' αυτά
και ευελπιστούμε
για χρωματιστές θύελλες το ολιγότερο.

*

Είμαι στο αυτοκίνητο στη θέση του οδηγού
με μια κυρία συνοδηγό.
Φορώ το μουστάκι μου, γίνομαι κουνέλι
και χειρονομώ.
Ύστερα βγάζω το μουστάκι.

*

Κρούμιο κρανίο το κύπελλο πάνω στο τραπέζι.
To χαρτί κιτρίνισε άγραφο.

*

Η γάτα μου δεν υπάρχει.
To μαρτυρεί η ράχις της όταν κυρτούται-
ίδιο ανάστροφο ύψιλον.

*

Ένα λεπταίσθητο είμαστε και φρούδο εργαλείο
που η ανυπόμονη άγνοια επάνω του ξεσπά
παιδιού, που παίζοντας, κολλά τα μέρη μας τα δύο
για λίγο έτσι μας κρατεί-κι απέ μας ξανασπά.

*

Τα όνειρά μας ψάχνουμε που χάθηκαν να βρούμε.
Βαδίζοντας ακούγονται κάτω απ' τα πέλματά μας
Ήχοι που κάνουν σπάζοντας εκεί τα όνειρά μας.
Κι εμείς συνέχεια ψάχνουμε.-.συνέχεια προχωρούμε…

*

Μετά την αγάπη
πρέπει να διαφυλάξουμε τις μάσκες
για την επόμενη φορά.

*

Και τώρα ας γυρίσω το χαρτί
στην άγραφη πλευρά του.
Και τώρα ας γυρίσω τη ζωή
στην όψη του θανάτου.

*

Κι αν ακόμα Προμηθέας Δεσμώτης ήμουν
τα σπλάχνα μου δε θα επαρκούσαν
για τόσες μεταπτώσεις.

*

To σούρουπο έρπον καταφθάνει.
Ανύποπτα
αμετάτρεπτα
κυκλώνει τα δάχτυλα του απομεσήμερου.

*

Βάλτε με μέσα σ' ένα βαθύ
πουκάμισο κίτρινο
και δώστε μου μια ζώνη χορταρένια:
αμέσως γίνομαι Πρόδρομος Ιωάννης
και γυρίζω τον κόσμο δυο χιλιάδες χρόνια πίσω.

*

Κάθε Κυριακή πρωί οι άντρες ανεβάζουν τα παντελόνια τους,
οι γυναίκες αφήνουνε τη φούστα τους να πέσει στη θέση της
και παν στην εκκλησιά όπου μ' ευλάβεια
ευχαριστούνε και δοξάζουνε τον Κύριο.

*

Μετά από τόσα ηδύποτα
τους έδειξε ξετσίπωτα
τα κάλλη της τ' ανείπωτα.
Εγώ δεν είδα τίποτα.

*

Καμιά φορά δεν ειν' νερό οι χοντρές σταγόνες
που μανιασμένα μαστιγώνουνε τη γη
αλλά τα δάκρυα των φτωχών που από αιώνες
συνάζονται και πέφτουνε απάνου μας με οργή.

*

Οι σκέψεις που στριμώχνονται εντός μου
σαν ρόγες σταφυλιών ωριμάζουν.
Και σκούρκοι απάνου τους διψασμένοι βόσκουν.

*

Όσο κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή κι είναι θολό τo βράδυ
κι όσο κι αν μαύρες καταιγίδες τη χτυπούν και μαύρες μπόρες
κάποιες απρόσμενες στιγμές μιαν αστραπή θα σχίσει το σκοτάδι:
όσο κι αν είμαστε μικροί υπάρχουν και για μας μεγάλες ώρες.

*

Σα δεις να λιγοστεύει το σκοτάδι
Που ζώνει το άπελπό σου το κοπάδι
Πως δεν κατάλαβες Άδη καμώσου:
Μπήκε ένας δάσκαλος στο βασίλειό σου.

*

Η γάτα μου πρωί πρωί ψόφησαν τα γατιά της
Και, νύχτα, την μαστόρευε γάτος αλαφροπάτης.

*

Ο χάρτης είναι συνοπτικός.
Στην πόλη δεν δείχνει τη συνοικία μου.
Στη συνοικία δεν δείχνει το σπίτι μου.
Στο σπίτι δεν δείχνει εμένα.
Σε μένα δεν δείχνει τα χέρια μου.
Στα χέρια μου δεν δείχνει αυτόν το χάρτη.

*

Αμφιβολία δεν στέκει μια-τέκνα είμαστε δικά σου.
Κοίτα! Δεν βλέπεις μέσα μας, Αδάμ, τη μοναξιά σου;

*

Δηλαδή αν δεν υπήρχε η βαρύτης
ο ελέφας θα πετούσε σαν σπουργίτης.
Και φτερά δε θα φυτρώναν-για φαντάσου-
στους αλόγινους τους ώμους του Πηγάσου…

*

Με ψέγεις ότι μοναξιά και πόνο
Απ’ της ζωής τον χώρο κλέβω τον μεγάλο
Και πως με κείνα ποιήματα σκαρώνω-
Μα σκέψου λίγο, υπάρχει τίποτ’ άλλο;

*

Πέστε μου πως η νύχτα δεν είναι αιώνια.
Πέστε μου πως τα φτερά του πουλιού δεν πληγώνουν.
Πέστε μου πως υπάρχει αγάπη.
Πέστε μου τα γλυκά ψέματα που δίχως τους να ζήσω δεν μπορώ.

*

Α!.  Μύρα που της ζήσης μας το ρόδο θα σκορπούσε
Αν κάτι μες στον κόσμο αυτό λίγο μας αγαπούσε!..

*

Θέλετε να δείτε έναν πεθαμένο να περπατεί;
Ελάτε στις οχτώ το βράδυ στο Lanark Park.
Εκεί καθημερινά κάνω τον περίπατό μου.

*

Νεκρολούλουδο είσαι;
Πώς την φαντασία μου κοσμείς;

*

«Λυπούμαι κύριε, δεν γίνεται να σας δεχθώ.
Τοιαύτην ώραν καθεύδω».

*

«Free memberships-free houses-free rentals
free tickets for a visit to Las Vegas…»
Μα, αν είναι, λες, αλήθεια όλα αυτά,
πού διάολο πηγαίνουν τα λεφτά...

*

Βρέφος βυζαίνει ο άνθρωπος τον τροφαντό μαστό.
Άντρας βυζαίνει του έρωτα τη γλύκα ούθε προκάμει.
Και γέροντας, το τσάι του-ντροπή πως σε βαστώ-
το πίνει αργοβυζαίνοντας ένα κυρτό καλάμι.

*

Εν’ άδειο μπουκάλι κρασί. Δυο ποτήρια.  
Ακίνητα τέσσερα πόδια γυμνά.
Η ήρεμη άμπωτη που οκνά τριγυρνά
στο χώμα τα’ ογρό μετά την παλίρροια.

*

Α! Και να πέταγε το ελάφι!
Α! Και φτερά να είχε το ελάφι!
Α! Κι η ζωή λίγη χαρά να είχε!

*

Don’t give up!
Τι εννοείς;
Don’t give up!
Μα πώς;




 ΜΙΚΡΑ ΓΙΑ…. ΜΙΚΡΕΣ

Αγαπώ κάθε τι που ειν’ δικό μου:
Το παλτό, το σκυλί, το στυλό μου.
Μα εσένα… και πώς να το πω…..
Να! Εσένα γιατί σ’ αγαπώ;

*

Μόνο τα χείλη ενώ κρατάνε
Το θείο δώρο να μιλούν
Όλα τα άλλα σου μιλάνε  
Κι όταν ακόμα αυτά σιωπούν.

*

Την όποια του αξία καθορίζουν
Σ’ έναν ηθμό οι τρύπες.
Με καίνε, με πονούν, με βασανίζουν
Τα λόγια που δεν είπες.

*

Σούρπωσε. Λάμπουν οι μηροί
Άσπροι ως ψηλά και τρυφεροί.
Κι ανάμεσά τους ένας ζόφος
παραφωνία στο λυκόφως.

*

Σήμερα που όλα ισορροπούν και που έτσι λες ταιριάζουν-
η αγάπη μου, οι κουβέντες σου, οι θύμησες που σφάζουν-  σκέφτηκα πως θα έχανα μοναδική ευκαιρία
αν δεν κατέγραφα εδώ αυτν τη συγκυρία.

*

Όταν κοντά σου ήμουνα έλιωνα από τον πόνο
Που δεν δυνόμουνα παρά να σε κοιτάζω μόνο.
Μακριά σου έφυγα. Μα να! πάλι δεν ησυχάζω-
Τώρα πονώ που δεν μπορώ ούτε να σε κοιτάζω.

*

Τόσο κοντά σου να μαι και να μην μπορώ
Λίγο ν’ αγγίσω μια σου τρίχα, ένα ρούχο…
Τόσο κοντά σου να μια και να μην μπορώ
Λίγο να δείξω από τον έρωτα που σου ’χω

*

Έτσι που κάθε μέρα με σκοτώνεις
με το φιλί σου απαγορευμένο,
του θάνατου ένα βάσανο γλιτώνεις-
όταν θα ρθεί, θα μ’ έβρει πεθαμένον.


*

Ωραία. Με βαρέθηκες. Είναι δικαίωμά σου
Και σ’ άλλους την πολύδοτη να δώσεις την καρδιά σου.
Όμως να φύγεις ξέρε το, ποτέ δε θα σ’ αφήσω  
αν τα φιλιά που σου ’δωσα δεν μου τα δώσεις πίσω.

*

Αν μ’ αγαπήσεις αφού πεθάνω
στον τάφο μου έλα, γυμνώσου,
και πάνω στον τάφο ξαπλώσου.  
Τα υπόλοιπα εγώ θα τα κάνω.

*

Πες μου πού βρήκες το κορμί, το πρόσωπο, τα μέλη,
που τόση γλύκα γύρω τους σκορπάνε κι ευωδιά.  
Πες μου να πάω κι εγώ εκεί για να φορτώσω μέλι
και θα σου πω σ’ αντάλλαγμα πού θα ’βρεις και καρδιά.  

*

Και να σκεφτείς ότι αν διέθετα λεφτά
Γυναίκες θα ’χα σαν και σένα δεκαεφτά.
Και να σκεφτείς ότι αν διέθετα δολάρια
Χιλιάδες θα ’χα σαν τα δύο σου τα ποδάρια…

*

Απ’ το νερό έκανε ο Χριστός κρασί.
Καλά. Αλλά εσύ-
κάτι μας έκανε κι Αυτός-
συ με μεθάς χωρίς κρασί.  

*

Στα πιο θανατερά σου καμώματα
Αχ! ο φτωχός εγώ δίνω ονόματα.
«Σκληρούλα μου», «απονούλα» μου, σου λέω.
Και συ αμέριμνα «ωραίο ωραίο…»

*

Πήγα στον ύπνο μου να σε φιλήσω
Κι εσύ το στόμα σου τόκανες πίσω
Μεγαλοπιάστρα και πεισματούσα
Όνειρο ήτανε κι ας σε φιλούσα…

*

Από συνήθεια σα σε δω λέω καλημέρα
Μα που η μέρα; Πού η καλοσύνη;
Νύχτα τριγύρω και γεμίζουν τον αέρα
Τέρατα που η κάκια σου ξεχύνει.

*

Κάθε επαφή μαζί σου κι ένας χαμός.
Ικέτης σου έρχομαι και φεύγω πίσω
Πιο ρημαγμένος, πιο φτωχός.
Τίποτα πάλι δεν θα σου ζητήσω.

*

Η αγάπη ένας κάκτος με αγκάθια
Που φυτρώνει πάνω σ’ έρημα κρεβάτια.
Όλα ίδια με μια μόνο διαφορά-
Πως τ’ αγκάθια της δεν είναι φανερά.

*

Απορία γεννάει στους άλλους
Το γεγονός πως πάντοτε
Σε ζωγραφίζω με τα πόδια ψηλά.
Δεν μπορούν να καταλάβουν
πως μόνον έτσι φαίνεσαι.

*

Μια θάλασσα ακύμαντη. Ένας φάρος.
Μια ασάλευτη βαρκούλα. Ένα κοχύλι.
Κι εγώ ν’ αργοζυγιάζομαι σαν γλάρος
Επάνω απ’ τα μελένια σου τα χείλη.

*

Μπροστά μου όπως καθόσουνα με τα μαλλιά λυμένα
έβλεπα τους εβένινους που εκείνα στρώναν δρόμους
και η ψυχή μου εγέμιζε χίλιες χιλιάδες τρόμους:
καμία από τις στράτες τους δεν ήτανε για μένα.

*

Με το λίγο κρασί σ’ αγαπάω
Με πολύ σε ξεχνώ.
Μα όταν πιω, γιατί πίνω ξεχνάω,  
Και ξανά σ’ αγαπώ…

*

Παρέλαση φιλιών.
To δικό της πρώτο-σημαιοφόρος.

*

Αδιάσπαστη ενότητα συνθέτουν
η άρνησή σου και η υποταγή μου.
Κανένα από τα δύο δεν γίνεται να ήταν αλλιώς.
Τη σωστή μόνο δόση να συντηρήσουμε.    

*

Όταν χωρίσουμε ας είναι αυγή
προτού ο ήλιος να έχει βγει.
Έτσι και πάλι θα καρτερώ
κάτι ωραίο και φλογερό.

*

Γερή από έιτζ να 'ναι σα μαθαίνω
ο ανήσυχός μου ησυχάζει ο νους.
Όχι απ' αγάπη πως γι αυτήν πεθαίνω
μα πέρσι ανταλλάξαμε ιούς.

*

Αδιάφθορη κυλάς μέσα στον φάρυγγά μου.
Με καίς περιστροφικά.

*

Πόσο απούσα είσαι
μόνο κάποιος που δε σ’ έχει γνωρίσει μπορεί να το ξέρει.
Γιατί κάτι από σένα θα ήταν παρόν αν σε ήξερε.  
Επειδή όλα τα έχεις.


*

Έρωτα τώρα που αρρώστησες
ήρθες σε μένα που μ’ αρρώστησες.
Γιαρός κι αν είμαι κι είσαι άρρωστος,  
Τι να σου κάνω, είμαι άρρωστος.  


*

Έτσι περίσσια λουλουδένια
πώς δε σε ρήμαξαν οι μέλισσες;
Από ντροπή τα μεταξένια
τα πεταλάκια σου μην έκλεισες;


*

Χιονονιφάδα η αίσθηση είναι της ομορφιάς.
Δεν ξέρεις πως είσαι όμορφη ώσπου να την αγγίσεις.
Μα σαν τη ’γγίσεις πια νερό στα χέρια σου κρατάς.  
Α! Μια στιγμή θα ’σαι όμορφη στη διάρκεια όλης της ζήσης.