Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

 ΝΥΝ ΑΙΙΟΛΥΟΙΣ

Το καλοκαίρι ετούτο φεύγοντας
Πάω κι εγώ μαζί του

Όλα μου τάδωσε το καλοκαίρι ετούτο-
εκείνα που περίμενα ναρθούνε μιά ζωή.
Τη γνώση και την ηδονή της.
Την ηδονή και την απόλαυσή της.
ΙΊαντογνωσία, αυτάρκεια,
κάλλος και δύναμη γεμάτος είμαι.

Γιατί στον δρόμο μου εβρήκα μια νεκταρινιά
και την ετρύγησα ως τ’ ακρόκλαρά της.

Κάθε καρπός της κι ένα λίγωμα στις πέντε μου αισθήσεις.
Κι ό,τι από κείνες ξέφευγε
το πιάνανε τ’ αόρατα της ύπαρξής μου δίχτυα.

Κάθε μπουκιά κι ένα μαχαίρι από μέλι
μες στην πιο κρυφή
την πιο αξεδίψαγη γωνίτσα της ψυχής μου.
Κάθε κατάπιωμα
κι ένα φωτόλουσμα του Είναι μου.
 
Κι όλα μαζί το πλήρωμα του χρέους μου-
η θέωσή μου.

Κάθε καρπός της την ζωγράφιζε κι αυτήν μπροστά μου ολανθισμένη.
Μες στ’ άρωμά του
της μασκαλίτσας της η μυρωδιά ευώδα
όταν ιδριομενούλα
από την κάψα της ημέρας ξαποσταίνει.
Και η δροσιά όπου σκορπάει θροϊζοντας
αύρα μια εξωγήινη λες ήταν.
που είπα να μη την φάω, μόνο να κάθομαι
κι αυτή την αύρα της για πάντα να μυρίζω.

Μα έβαλε η γέψη τις φωνές και ύστερα τα κλάηματα.
Γιατ’ ήτανε η μόνη απ’ τις πέντε αρπάγες
που άδειο έμενε το χάσμα της ακόμα.

Γιατί τα μάτια κιόλας είχαν δει
το άσπρο το λαμπρό-
το εύσαρκο, το φεγγερό,
ως διάφανο λεπίδι.
Φιλντισένιο.

Εν’ άσπρο πράο και σεπτό.
Προηώο.
Εν’ άσπρο που τη λέξη του γυρεύοντας υπάρχει.

Γιατί τα μάτια είχαν κιόλας δει αυτό το άσπρο
και τόβλεπαν γιά ώρες πριν τα χείλη
δέσουν τριγύρα του σφιχτά και απαλά
γιά να σκεπάσουν τον ιερό το γάμο
του Αιώνιου και του Αναρχου του Κάμπου
με τα τριανταδύο προβατάκια.

Γιατί τα μάτια είχαν κιόλας δει αυτό το άσπρο
καθώς κι αυτό με κοίταζε
με τα δυο μαύρα του τα μάτια
τα μεγάλα.

Και στου καρπού τον ουρανό
τα μάτια είδαν ένα ερυθρό-
Ένα ερυθρό πολύστικτο,
ζωηρωπό
που έδειχνε το φρούτο αληθινό
κι όχι της φαντασίας γέννα.

Και σκέφτηκα το χρώμα του τέτοιο θα ήταν
λίγη ντροπίτσα που και που αν είχε.

Και κει,
στο κόκκινο καταμεσίς,
δέναν τα δυο του ημικύκλια, αφήνοντας
μιαν άσπιλη σχισμάδα ανάμεσά τους
σαν μία διάσπαση του στρογγυλού,
σαν μία λοιδωρία της σφαίρας,
σαν ένα νάζι της Ουσίας της,
ή ακόμα,
σα μιαν αναγκαιότητα. γιατί
μέσα εκεί
ενήχονταν αδιάβλητος
και βαθυρρίζωτος ο γκρίζος μίσχος.

Μίσχος πλήρης σπαργής
κι ως τον πυρήνα του λαγνοβυθώντας,
κι αδιάσπαστα ενώνοντας όλο το θάμα,
σαν όπως ένας νεαρός βλαστός
βυθίζει ανάμεσα στους κύκλους και στα στρογγυλέματα και ριζοδένει και ζητάει ένα να γίνει
με το κορμί.

Κι όταν τα δυο μου χέρια σιγοτρέμοντας
ανοίγανε στα δυό την σάρκινη ευωχία,
σφιχτόδετη όπως το κορμί της λες,
και πριν δυό χωρισμένα να κρατήσω
κομμάτια μες στα χέρια μου ακόμα-
με τ’ άγγιγμά μου μόνο-
αρχίζανε να στάζουνε μελάτες στάλες κάτω
που εκύλαγαν στα χέρια μου επάνω
ως ποταμάκια Ανατολίτικα Χίλιων Νυχτών.

Και νιώθανε
και γλύκαιναν
κι αγάλλονταν τα χέρια
κι η γλώσσα έσκυβε κι ακρόγλυφε
όποια σταγόνα έφτανε να τρέξει.

Ω! Το υγρό!
Κυλάει σαν δάκρυ πόνου από το μάτι,
το στόμα όπως σάλιο πλημμυρίζει,
σαν βλογημένο ροβολάει νεράκι
ξεπλένοντας κάθε κακία
και βγαίνει έχοντας τηνε σβησμένη εντός του
για να κρατήσει εμάς αγνούς.

Κυκλοφορεί στις φλέβες όπως αίμα του αίματός-
σαν χορηγός ζωής-αυτής της γέφυρας
που το Μηδέν με το Μηδέν ενώνει.
Στα λεμφοφόρα αγγεία μέσα
κάστρα ψηλά και πολεμίστρες χτίζει
και από κει γενναία και νικηφόρα
τους καταστροφικούς μάχεται εχθρούς!

Ω! ΤΟ υγρό! Η άψευστη
του οργασμού η δόξα!
Το αλάθητο της ηδονής σημάδι!
Θαλή! Δεν ειν’ οι θάλασσες πούχες στο νου σου σαν έλεγες: «Νερό! Νερό ειν’ όλα" .
Μα ήξερες πως με όχημα εκείνο,
ό,τι άπιαστο κι ανείδωτο κι ανήκουστο,
μέσα του βρίσκεται καθώς ψυχή στο σώμα μέσα
και με κείνο μόνον φανερώνεται.

Έτσι και μέσα στο ζεστό που μου ’καιγε τα χέρια αχάλαστη κι αυτή κλεινόταν όλη
καθώς εχώριζα στα δύο τον καρπό της.
Κι ήτανε το υγρό αυτό η απόκριση
στον πόθο μου και στη λιγοθυμιά μου.

Κι ήτανε το υγρό αυτό η απόκριση
όλου του φλογισμένου Είναι της στη γνώση  
πως φτάνει η άγια ώρα-ότι όπου νάναι
τελειωτικά,
οριστικά κι αχάλαστα θα υπάρξει.

Κι αφού απόλαυσα ήρεμα
της κάθε της σταγόνας τη λαχτάρα
με υγρά κάθε φορά δικά μου σμίγοντας τες,
στα δύο τον μελένιο χώρισα καρπό.

Κι αποκαλύφτηκε το πτυχωτό βελούδο,
κι αποκαλύφτηκε ό,τι με τόση
απ’ τους εχθρούς της κρύβει επιμέλεια:
Η σάρκα της!
Κοκκινωπή λες απ’ το αίμα της ψυχής της.

Μιά καταβόθρα ζωντανή-δυο σάρκινα κοιλώματα
που λες κι αιώνες άσιτα είχαν μείνει
κι ασίγαστα πεινούσαν γι άλλη σάρκα.

Κι είδα τα έκπληκτα τα επάρματά του.
κι είδα τα έκθαμβα τα επάρματά του:
ωσάν Βαβέλινοι Πύργοι τελειωμένοι.
Κι είδα τις ροδαλές τις αυλακιές του,
απύθμενες,
ασύνειδες χαράδρες.

Και μέσα κει σε βρήκα αστέρι αειζήτητο.
Και μέσα κει και συ τον Ουρανό Σου βρήκες.

Και όπως τον Προφήτη μιά ορμή
τον σπρώχνει στου Θεού τη Φλόγα,
έτσι και σε τα χέρια μου σε φέρναν
όλο κοντότερα προς το φλογάτο μου το στόμα.
Και γιά να μη κι η ακοή να λείψει
από του τέλους μας την άγιαν ώρα,
μεθυστική ακουγόταν η φωνή Σου
σαν τότε που είπες: "Κοίτα δω τι έκανε η βρωμούσα!"
ή: «Τι κάνεις τώρα εδώ; Γράφεις ποιήματα;"

Μα τώρα όλη από πύρα έπαλλε
κι από απαντοχή εκαιγόταν.

Κι έλεγε: "Φάε με!
Γιά σένα μέλι στάζουν οι χυμοί μου.
Για να σ’ ανάψω όλους τους πόθους σου
τ’ άρωμα και το χρώμα που σ’ αρέσει έδεσα.
Φάε με! Μόνος του κανείς μας να πεθάνει δεν μπορεί.
Ο θάνατός σου είμαι κι ο δικός μου είσαι εσύ.
Φάε με! Στο πεινασμένο κλείσε με το στόμα σου.
Γι αυτό εγώ ρίζωσα εδώ.
Γι αυτό εσύ στο διάβα σου επείνασες.
Φάε με! Σώσε με και σώσου!"

Το καλοκαίρι ετούτο φεύγοντας
Πήγα κι εγώ μαζί του.