ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ
Ένα πουλί ήρθε καθώς
στο δρόμο περπατούσα
και άφοβο εστάθηκε
στο ρόδο που κρατούσα.
Και λάλησε και βόγκησε :
κι έσκουξε και μιλάει
και μεσα μου ο λόγος του
λάβα καυτή κυλάει.
«Όπως τη μέρα τη γλυκειά
μαύρο σκουτί τη ντύνει
και κάθε όμορφη στιγμή
και κάθ’ ελπίδα σβήνει
έτσι θα σβήσει κι ο άνθρωπος
όταν ο γίγας όπου
τον ανθρωπο ονειρεύεται
στο νύχτιο τ’ όνειρό του,
ξυπνήσει. Κι αν εξύπναγε
καθώς εγώ μιλούσα
το ρόδο θα ’πεφτε στη γη
κι εγώ θε να πετούσα.
Γιατί δε θα ’ταν τίποτα
πλέον να σας κρατούσε
όταν ξυπνούσε ο γίγαντας
και τ’ ονειρό του σβηούσε.
Κι όπως στα στα βάθη του ωκεανού
βυθίζεται τ’ ατσάλι
έτσι θα πέσουν στο μηδέν
χωρίς ν’ ανθίσουν πάλι
όλα τ’ ανθρώπινα και πια
καθάριο θε ν’ ανθίσει
ό,τι ο ανθρώπινος ο νους
έχει στη Γη βρωμίσει.
Άνθρωποι ήρθε η ώρα σας
αυτό ήτανε και πάει.
Άνθρωποι ηρθ’ η ώρα σας
ο γίγαντας ξυπνάει».
Ένα πουλί ήρθε καθώς
στο δρόμο περπατούσα
και άφοβο εστάθηκε
στο ρόδο που κρατούσα.
Και λάλησε και βόγκησε :
κι έσκουξε και μιλάει
και μεσα μου ο λόγος του
λάβα καυτή κυλάει.
«Όπως τη μέρα τη γλυκειά
μαύρο σκουτί τη ντύνει
και κάθε όμορφη στιγμή
και κάθ’ ελπίδα σβήνει
έτσι θα σβήσει κι ο άνθρωπος
όταν ο γίγας όπου
τον ανθρωπο ονειρεύεται
στο νύχτιο τ’ όνειρό του,
ξυπνήσει. Κι αν εξύπναγε
καθώς εγώ μιλούσα
το ρόδο θα ’πεφτε στη γη
κι εγώ θε να πετούσα.
Γιατί δε θα ’ταν τίποτα
πλέον να σας κρατούσε
όταν ξυπνούσε ο γίγαντας
και τ’ ονειρό του σβηούσε.
Κι όπως στα στα βάθη του ωκεανού
βυθίζεται τ’ ατσάλι
έτσι θα πέσουν στο μηδέν
χωρίς ν’ ανθίσουν πάλι
όλα τ’ ανθρώπινα και πια
καθάριο θε ν’ ανθίσει
ό,τι ο ανθρώπινος ο νους
έχει στη Γη βρωμίσει.
Άνθρωποι ήρθε η ώρα σας
αυτό ήτανε και πάει.
Άνθρωποι ηρθ’ η ώρα σας
ο γίγαντας ξυπνάει».