GIPSY
(Η σκύλα της Τζέσυ.
Hughes Μάρκετ της Shoup Ave
1995)
Ψυχρά τα πρόσωπα και κρύα.
Ματιά ευφρόσυνη καμία.
Αραδιασμένα είδη στα ράφια
Σαν λέσια ανθρώπων σε χωράφια.
Ειν’ οι γυναίκες με τα ψώνια
Σκυθρωποπρόσωπα τελώνια.
Χωρίς αιτία συγκεκριμένη
Οι τσέκερς είναι θυμωμένοι.
Αλλά την τόση δυστυχία
Να τήνε διώχνει μια ευτυχία
Πρν από λίγο έχει αρχίσει:
Η Gipsy! Η Gipsy θα γεννήσει!
Δεν έχω δύναμη και κότσια.
Δύσκολα σέρνω τα καρότσια.
Το δάνειο έχει μεγαλώσει.
Η θλίψη όλον μ’ έχει αλώσει.
Μια θάλασσα μακριά η Αθήνα.
Σύντροφος μου ’γινε η πείνα.
Όπου τη σκέψη μου θ΄ απλώσω
Την περηφάνια θα πληγώσω.
Μα η ξαφνική είδηση ετούτη
Πόσα σκορπάει εντός μου πλούτη!
Πώς η ελπίδα πάει ν΄ανθίσει…
Η Gipsy! Η Gipsy θα γεννήσει!
Όλα τριγύρω μου ομορφήναν.
Καλοί ως κι οι άνθρωποι εγίναν.
Και λόγια ανόητα κι αν λένε
Αχ-δεν το θέλουνε-δε φταίνε…
Κι η μέρα αν άσχημα έχει αρχίσει
Μα έτσι δεν θα συνεχίσει.
Οι ώρες που έρχονται κρατάνε
Λύρα χαράς και τραγουδάνε.
Της ύπαρξής μας η αθλιότης
Ξάφνω εγίνη μεγαλειότης
Και με χρυσάφι μ΄ έχει ντύσει:
Η Gipsy! Η Gipsy θα γεννήσει!
-----