ΝΤΑΒΊΝΤ
(Γεωργιανός, φίλος)
Καθισμένοι στη φτωχική αυλή του βλέπουμε στον κομπιούτερ την πατρίδα του, τη Γεωργία, ενώ έτρωγε τα γλυκά που του πήγα για τα γενέθλιά του, απολαμβάνοντάς τα.
«Μπορώ μη τρώω…αλλά γκλυκά όλο τρώω όσα έχω…»
Τετραγωνισμένο πρόσωπο, αδρά χαρακτηριστικά, ψηλός και δυνατός. Μου θυμίζει τον Στάλιν στην πασίγνωστη φωτογραφία του. Δεν δείχνει να έχει ούτε περηφάνια ούτε ντροπή για την κοινή του καταγωγή με αυτόν.
Μορφωμένος. Χορογράφος και χορευτής στην πατρίδα του, ήρθε να δουλεύει για δεκαπέντε ευρώ όλη την ημέρα στους έλληνες.
Δεν παραπονείται.
Μου βρίσκει και μου δείχνει στον κομπιούτερ του χορούς γεωργιανούς και ρώσικους.
Θαύμασα. Αυτή είναι Ομορφιά, και, όσο μπορώ να εκτιμήσω, τελειότητα!
Υπέροχο θέαμα. Όλο χάρη. Όμορφο, σεμνό και θεμιτό νάζι από τις κοπέλες, αντρίκια δύναμη, ομορφιά και χορευτικά υπαινισσόμενη αγωνιστικότητα από τους άντρες.
Μια μύγα κάθεται μια επάνω στα πρόσωπά μας μια επάνω στο στήθος της χορεύτριας-τα έντομα, που μας υπενθυμίζουν πάντοτε ότι υπήρχαν πριν από εμάς και ότι θα υπάρχουν και μετά.
Ο Νταβίντ μου δείχνει την εκκλησία της Κολχίδας. «Εκατό μέτρα ύψος, πέντε χιλιάδες άντρωποι μέσα μόνο!»
Σκέφτηκα, αν είναι έτσι, κι εμείς περηφανευόμαστε για το μέγεθος του Άγιου Παντελέημονα.
Μου δείχνει τα ποτάμια της Γεωργίας με τα αλλόκοτα ονόματά τους. «Όλα πάει Μαύρη θάλσσα και ένα Κασπί… Μεγάλα ποτάμι και πολύ πολύ γρήγορο…»
Βλέπω τα ποτάμια στον χάρτη και τα νιώθω να κινούνται, να τρέχουν ορμητικά μέσα μου και να με δροσίζουν στο καυτό απόβραδο.
Οι χορεύτριες ντυμένες τα πολύχρωμα ρούχα της πατρίδας τους και ανεμίζοντας πανέμορφα μαντήλια. «Μαντήλι!», του λέω, δείχνοντάς του ένα μέσα στη μικρή οθόνη.
Γεμάτος άδολο ενθουσιασμό: «Μαντήλι! Και Γεωργία μαντήλι λέμε!...»
Θαυμάζω το ανυπόκριτο, το ανυστερόβουλο των λόγων και της συμπεριφοράς του.
«Γιατί άραγε λέμε και οι δύο το μαντήλι μαντήλι;» τον ρωτάω. Αφού καταλάβει τι εννοώ, με απόφαση και σιγουριά αρχίζει να μου μιλάει για την Αργοναυτική Εκστρατεία. Μου μιλάει για την Κολχίδα και το Βένι, συνοικία της Κολχίδας όπου, χωρίς καμία αμφισβήτηση γι αυτόν, εκεί πήγαν και στάθηκαν και έδρασαν οι Αργοναύτες.
Από κει ίσως το «μαντήλι», συμπεραίνει.
Μπορεί, έτσι κι αλλιώς όμως πολύ μου αρέσει η ιδέα της γεφύρωσης μιας τέτοιας χρονικής και εδαφικής απόστασης με μια λέξη…
(Και θυμάμαι μια Γεωργιανή μητέρα που μου είπε: «Στα Γεωργιανά «καλιγκραφί» σημαίνει
«καλά γράμματα»-εδώ πώς λέτε το «καλά γράμματα»!!
Και ξέρω ότι ο «πανικός», ίδια ονομάζεται και στην Γεωργία.
Δεν έχω μελετήσει σχετικά, όμως είμαι σίγουρος ότι Γεωργιανοί και Έλληνες κάπως συγγενεύουν).
Και ο Νταβίντ συνεχίζει: «…Ιάσων…ήρθε πάρει το χρυσόμα… το golden… πώς λένε…το golden… Βένι… Βένι… Βένι…» (Ψάχνει υπομονετικά στον χάρτη, το βρίσκει) Εδώ ήρθαν! Πήραν γυναίκα Μεντέα… Χίλια εννιακόσα ογδοντα δύο ήρθαν έλληνες Κολχίδα με ίδιο καράβι…»
Δέκα παρά είκοσι. Σηκώνομαι και με αλαφριά αλλά και βαριά καρδιά τον αφήνω. «Είναι ώρα να πας να πάρεις και την Άννα», του λέω.
Κοιτάζει το ρολόι του.
«Ναι, αλήθεια, δεν θυμήθηκα…»
Σηκώνεται.
Χαιρετιόμαστε.
Του εύχομαι πάλι χρόνια πολλά και βγαίνω στην κάψα και στην σκοπιμότητα.