ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΚΑΙ ΑΔΗΣ
Σαν ρόδι άνοιξεν η γη κι εν’ άρμα εβγήκε
με τέχνην έξοχη φτιαγμένο απ’ τους τεχνίτες
που χρόνια διάθεσαν δουλειάς
αφού άλλο τίποτα εκεί δεν έχουνε να κάνουν.
Στη γη ακούμπησαν οι ρόδες οι χρυσές
και τ’ αργυροπεταλωμένα τ’ άλογά του, τόσο μόνον
όσο χρειάστηκε ο ηνίοχος, απ’ τον καρπό
του δεξιού της του χεριού να την αδράξει,
και δίπλα του στο άρμα πάνω να την βάλει.
Αυτή, σαν είδε πάνω τους να κλείνει η γη
και στο απόλυτο σκοτάδι μέσα όταν βρέθηκε,
φόβο ένιωσε μεγάλον τόσο, που την έσπρωξε
στου μόνου δυνατού που ήξερε εκεί κάτω
τη θέληση και την αγκάλη
καταφύγιο να ’βρει.