Η ΓΑΤΑ ΜΟΥ
Οι γάτες δεν πρέπει να πεθαίνουν απόγευμα
την ώρα που η μέρα μεθάει την πλάση.
Οι γάτες-ο νόμος της ζήσης τους έτσι έπρεπε νάναι-
προτού απ' τον κύρη τους να φεύγουν δεν πρέπει.
Οι γάτες, την τέχνη, τη χάρη, τα χάδια τους,
και ό,τι στην άδολη κλείνουνε μέσα ψυχή τους
θα έπρεπε όλα στο φως να τα δώσουν
στρ χώμα προτού για τον αιώνιο τους ύπνο ξαπλώσουν.
Και πού να την κ-λάψω; Σ' αυτής την αγκάλη
που μήνες προτού μου την είχε δοσμένη;
Θα είναι σαν πάνω σε πέτρα να κλαίω.
Σ' εκείνης το χέρι ακουμπώντας που εμπρός της
Η γάτα μου έσβησε; Αυτή θα γελάει.
Κλεισμένος μονάχα στα ίδια μου μέσα τα χέρια
Σαν άλλου να ήσαν
πικρά να την κλάψω μπορώ.
Μα πέθανε ;.
Και τότε τι είναι το άσπρο εκείνο
που κάτω από τ' άστρα της νύχτας της μαύρης
στου δρόμου το γκρίζο διαβαίνει;
Και τι ειν' εκείνο που κάποια πρωινά
στον κήπο να τρέχει το βλέπω,
να σταματά,
σε κάτι το μάτι στηλά να καρφώνει,
να ορμάει μετά
και μ’ ένα σε λίγο στο στόμα πουλί να το βλέπω μπροστά μου;
Και τι το απαλό κείνο είναι που πάνω
στα πόδια μου τ' άσπλαχνα τρίβεται
και οκνά, ή με νάζι, ή σπρωγμένο από πείνα
γλυκά νιαουρίζει;
Τη γάτα μου την αγαπάω.