ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΣΚΑΛΑ
(Βιβάρι 2006)
Εικοσιτρεις Αυγούστου. Ώρα μία και δέκα. Λιοπύρι. Γυρίζω απέξω με το αυτοκίνητο. Παρκάρω τρία μέτρα μακριά από τη σκάλα του σπιτιού μου. Στη διαδικασία του παρκαρίσματος όντας ακόμα, βλέπω μιαν αγγελική μορφή καθιστή στη σκάλα. Το σχοινί τραβιέται. Και ακούω πάλι τη φωνή: «Καραγκιοζάκι πήδα-πήδα-σου ετραβήξαν το σκοινί.».
Και αρχίζει η βασανιστική διαδικασία.
Πρώτη φορά τη βλέπω. Κάθεται ίσως στο ίδιο σπίτι με μένα; Πολύ πιθανό. Μήπως είναι επισκέπτρια σε κάποιον εδώ; Ίσως πάλι.
Μα αυτά δε μετράνε καθόλου. Το αγκαθοπούλι έχει κιόλας τρυπηθεί.
Και αρχίζει με όλες τις αισθήσεις και τις διανοητικές του δυνάμεις το τραγούδι του.
Η οπτασία δεν μετακινείται διόλου όσο εγώ ανοίγω το πορτ- μπαγκάζ για να βγάλω τα ψώνια. Άλλες, γυναίκες της σειράς, θα τραβιόνταν σε μια γωνιά της σκάλας αφήνοντας ελεύθερο τον υπόλοιπο χώρο να περάσει κάποιος ανεβαίνοντας, έτσι που ούτε ο αέρας που θα δημιουργούσε το πέρασμά του να τις αγγίσει.
Ένας άγγελος λοιπόν πράγματι; Που δεν έχει μάθει να θεωρεί ανήθικο το άδολο ανθρώπινο; Και πότε έχει λοιπόν έρθει; Και από πού;
Αναπάντητες μα και άσκοπες την ίδια στιγμή ερωτήσεις.
Στο κάτω κάτω ρωτάει κανείς όταν του ανοίγονται μπροστά του οι ουρανοί, ή αντίθετα πλαντάζει να κλείσει όσο μεγαλείο μπορέσει μέσα στην ψυχή του από την Αναπάντεχη Στιγμή;
Τα μάτια έχουν κιόλας φυλακίσει το Υπέροχο του θεάματος. Η όσφρηση και η ακοή ετοιμάζονται να συλλάβουν ό,τι ξεφύγει, θελημένα ή άθελα από την οπτασία.
Οι κνήμες είναι λυγισμένες πλήρως προς τους μηρούς και οι μηροί προς το στήθος. Ένα καπέλο στο χέρι, που κρατιέται ανάμεσα στο στήθος και τα γόνατα, καθώς αυτά έχουν έρθει τόσο κοντά το ένα στο άλλο, από τη στάση της ιδανικής μορφής.
Ωραία, μπήκε μέσα μου η θεσπέσια εικόνα, αυτό το νιώθει κανείς πολύ καλά.
Πώς να την αποβάλω όμως; Γιατί τέτοιες εικόνες συνθλίβουν με το βάρος τους, αν δεν καταβροχθιστούν από τον Έρωτα-το Παμφάγο Ερπετό. Και αφού αυτός δεν τριγυρίζει εναγύρω, κάπως αλλιώς πρέπει να λυτρωθώ.
Μια πρώτη φαεινή ιδέα, που βρίσκει το θράσος να φανεί μέσα σε τόσο φως, είναι να σταματήσω μπροστά της, να της ζητήσω την άδεια να της μιλήσω, και να της έλεγα: «Όταν σας είδα σκέφτηκα πόσο θα ήταν χαρούμενος ο Ρέμπραντ αν σας έβλεπε τώρα κι αυτός. Θα του αρκούσε να σας δει έτσι καθισμένη εδώ, για να φτιάξει το μεγαλύτερο από τα αριστουργήματά του-τον πίνακα «Γυναίκα στη σκάλα».
Μα έφυγε η σκέψη αυτή κυνηγημένη από τις κοινωνικές επιταγές που θέλουν το αρσενικό να μην πλησιάζει το θηλυκό ούτε για να του μιλήσει. Σε κλάσματα του δευτερόλεπτου ήρθαν οι συνέπειες να με αποτρέψουν από την ενέργεια αυτή που όταν θα μαθαινόταν θα έριχνε τόσο βαριές σκιες στη ζωή μου εδώ, που το λιγότερο που θα είχα να κάνω θα ήτανε να εγκαταλείψω το χωριό αυτό.(π.χ. «Ακούς εκεί να πειράζει τις γυναίκες του κόσμου...»,ή: «μα τι κατάσταση είναι αυτή, ούτε στο σπίτι της δεν είναι ήσυχη σήμερα μια γυναίκα»,ή: «Καλέ να ήτανε τουλάχιστο και όμορφος, ένα τέρας της φύσης-και να θέλει έρωτες... ο παλιόγερος... τι άλλο θα δούμε ακόμα;..» και λοιπά).
Κάποιον περίμενε; Κάτι περίμενε; Ναι, τι άλλο θα έκανε τη Γυναίκα να κάτσει εκεί μέσα στο μεσημέρι μιας τέτοιας καυτής ημέρας;
Πάει λοιπόν και η ιδέα να της μιλήσω. Χάθηκε πριν καλά καλά εμφανιστεί.
Τι έμενε;
Μια ελπίδα μόνο.
Να χαλάσει η Γυναίκα όλην αυτή την ψυχική ευφροσύνη που μου είχε το όραμά της δημιουργήσει, με μιαν άστοχη κουβέντα της, με ένα αταίριαστο βλέμμα, με μιαν ένειξη δυσφορίας, με κάτι που θα συνέβαινε στο διάστημα που, φορτωμένος με τα ψώνια θα περνούσα πλάϊ της.
Μία ελπίδα.
Τίποτα όμως.
Όλα της ήτανε τέλεια ως την τελευταία στιγμή για κείνην-την πρώτη πρώτη για μένα.
Τράβηξα προς τη σκάλα.
Εμπρός λοιπόν! Μετακινήσου! Εμπρός λοιπόν! Δώσε μιαν έκφραση περιφρόνησης στο προσωπάκι σου! Γύρισε αλλού το κεφάλι! Ή σήκω ξαφνικά γυρίζοντάς μου την πλάτη! Δος μου μιαν αφορμή να σε μισήσω! Δος μου την άκρη να ξετυλίξω το κουβάρι σου που έτσι βάναυσα κι απότομα τυλίχτηκε γύρω μου και με πνίγει!
Μα τίποτα.
Καθήμενη εκεί ακίνητη και φωτεινή και λάμπουσα, τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε γύρισε το παραμυθένιο κεφάλι της προς εμένα, το στόμα έγινε ένα θεσπέσιο χαμόγελο, και τα μάτια με κοιτούσαν ώσπου ανέβηκα και το δεύτερο σκαλί πάνω από εκείνο που το θεσπέσιο σώμα βαστούσε.
Μια τελευταία ματιά πριν τη χάσω οριστικά από τη ζωή μου-μια ανεπαίσθητη στροφή του κεφαλιού μου προς αυτήν. Θαύμα! Το ίδιο είχε κάνει κι αυτή την ίδια στιγμή με εμένα.
Γυρίσαμε μαζί τα κεφάλια μας καθένας μπροστά του.
Τέλος.
Και τώρα ας κάνω τη συνηθισμένη αυτοθεραπεία μου-ας γράψω στίχους.
Οι στίχοι με ζήσαν ως εδώ. Αυτοί οι Σίμωνες με βοηθούσαν να απορρίψω το βάρος του Ωραίου που κουβαλώ για χατήρι όλης της ανθρωπότητας στον Γολγοθά μου. Γιατί να με προδώσουν τώρα;
Ας γράψω κάτι λοιπόν. Έστω βιαστικό και στριμωγμένο ανάμεσα στις άλλες μου υποχρεώσεις.
Γυναίκα στη σκάλα
Πώς δεν πετάς έτσι αιθέρια που είσαι;
Ακίνητη πώς μένεις κι ως οι άλλες
Κι εσύ δεν ταξιδεύεις ηλιαχτίδες;
Πώς, καθιστή εσύ, εμέ ανεβάζεις
Σε ουρανών αγνώστων μου τα ύψη;
Τι μεταμόρφωση κι αυτή του Ήλιου!
Τι ενανθρώπιση κι αυτή του Θείου!
Πώς έτσι με κοιτάζεις σαν ευδία
Και σαν ελπίδα μέσα στο Χαμό;
Με τι το πρόσωπο να παρομοιάσω;
Με τι τα μάτια μοιάζουνε να πω;
Το στόμα, που του ροζ είναι ο αθέρας;
Τις ροδοπόρφυρες με τί παρειές;
Ω! Με τη διάφανη μορφή Γυναίκα!
Ω! Πλάσμα όπου μετέωρον αφήνεις
Τον άτυχον όπου ήθελε σε δει!
Ω! Νοημάτων συ μεστών Ιδέα!
Ω! Βεατρίκη! Απαντοχή ενός Δάντη-
Τι, πες μου, από μένα εσύ ζητάς;
Γραμμές ποιες σύσμιξαν και περιγράψαν
Σύνολο τέτοιο μες στο φως πνιγμένο;
Σκιάσεις ποιες το βάθος έχουν δώσει
Στου ονείρου το κορμί που βλέπω εμπρός μου;
Σοφό ένα βλέμμα ποιος έχει έτσι πλάσει
Που μέσα του το Άπειρο να κλει;
Με κίνδυνο για πάντα να τον χάσω
Το νου μου βάζω τώρα κατά μέρος
Και την ψυχή καλώ για να σε νιώσει
Και τη λαχτάρα την ποιητική.
Μα δες-αδύναμες κι οι δυο μού είναι
Να σε αδράξουνε και να σε πουν...
Ω! Ποιητή μου! κάτι πιο μεγάλο,
Μια Φαντασία απ’ τη δική σου άλλη,
Έχει ανάλγητα πλάσει εκεί!
Μα κι αν θεωρείς πως έτσι όλα θα μείνουν
Και δεν θα σμίξουμε οι δυο ποτέ,
Τόσο όμως δέσιμο και τόσο ταίρι
Δικό σου με δικό μου απά’ στη γη,
Όχι, δε γίνεται-θα ιερουργήσει.
Σε Τόπους άλλους-σ’ άλλες Εποχές.
Κάπου, σε κάποιο άλλο ίσως Σύμπαν,
Σε άλλου ενός τα πλάτη ουρανού,
Εκεί ο Έρωτας για μάς θ’ ανάψει
την πιο μεγάλη που κρατεί φωτιά
Κι άσβεστη από τότε αυτή θα μείνει
Όσο υπάρχει κάτι να καεί.
Ίσως να είσαι τότε συ μια Δύση
Μενεξελιά και φούξια κι αργυρή
Κι εγώ στην αγκαλιά σου συννεφάκι
Ροδόχρωμο απ’ την πύρα την πολλή.
Ίσως λουλούδι να ’σαι μυρωμένο
Κι η μέλισσά η μόνη να ειμ’ εγώ
Κι όλο το νέκταρ σου το φλογισμένο
Με όλο μου το είναι να τρυγώ.
Κι αν άστρο γίνεις μες σ’ ουράνια χάη
Τα χάη ίσως εκείνα να ’μαι εγώ.
Και αν βουνού γενείς εσύ κορφούλα
Χιόνι να σε σκεπάζω εγώ λευκό.
Κι αν στόμα, το γλυκό φιλί σου να ’μαι
Κι αν χρυσορόδι, ο μπρούσκος σου χυμός.
Ό,τι ύπαρξη κι ουσία θα ’χει τότε
Εσύ θα είσαι μοναχά κι εγώ.
Εμείς η Πλάση, εμείς αστέρια κι ήλιος
Εμείς κι ο Έρως ο μοναδικός.
Και πάντοτε θα μάνουμε ενωμένοι
Σα δυο παιδιά όπου στα σκοτεινά
Φοβούνται, κι αγκαλιάζονται σφιχτά,
και να! το φόβο ούτε πια θυμούνται.
Κι η τωρινή χαρά θα μοιάζει λύπη
μπρος στη μεγάλη εκείνη τη Χαρά.
Γυναίκα ζάχαρη, γυναίκα μέλι,
Γυναίκα ροδαυγούλα εσύ γλυκιά
Ποιο να σε χαίρεται άραγε στόμα;
Τραπέζι ποιο λαμπρύνεις πρωινό
Να πάω πετσετάκι του να γίνω
τα θεία σου χείλια να το ακουμπούν;
Γλυκιά γυναίκα, Χάρης πεμπτουσία,
Γλυκιά γυναίκα στο λιοπύρι σκιά,
Γλυκιά γυναίκα ονειρομαγεία,
Γλυκιά γυναίκα Ίμερου τροφή,
Πήγαινε κρύψου σε ανήλιον πύργο
Πήγαινε μείνε σ’ έρημου μονιά.
Ώστε κανένας πια να μη σε βλέπει
Και κανενός το νου να μην πλανάς
Και κανενός ζωή να μην παιδεύεις
Και πια κανένανε να μην πονάς.
Έτσι ίσως εξιλέωση να έβρεις
Για όποιαν, σ’ όσους, φέρνεις δυστυχιά.
...Μα πάλι, όσοι άλλοι κι αν σωθούνε,
ποια τάχα θα εβρισκόνταν ζυγαριά
που μ’ έναν ποιητή να τους μετρήσει;..
Αχ! ποιητή ενού η δυστυχία,
σκοτώνει όλης της Πλάσης τη χαρά!