Στο φίλο μου το Γιάννη
(το αλβανάκι του Βιβαριού)
ΕΜΕΙΣ ΟΙ «ΞΕΝΟΙ»...
Γιάννη μου, ξέρεις τάχατες
γιατί σε αγαπάω
κι αν μία μέρα δε σε δω
άκεφος τριγυρνάω;
Είναι γιατί όπως είσαι συ
σ’ αυτό το μέρος «ξένος»,
έτσι κι εγώ είμαι απ’ αλλού-
’πό πιο μακριά φερμένος.
Και αν εσύ ’σαι Αλβανός,
εγώ όχι από χώρα
αλλά απ’ αστέρι μακρινό
εδώ έχω έρθει τώρα.
Κι εδώ-το βλέπεις-όλοι τους
το ’χουνε καταλάβει
κι όλοι με αποφεύγουνε
σαν το νερό το λάδι.
Και ως ποτέ μου δε ζητώ
ούτε ό,τι μου ανήκει,
της μοναξιάς της πρόσκαιρης
θα είναι όλη η νίκη.
Γι αυτό και, Γιάννη, σ’ αγαπώ-
γιατί εμάς των δυο μας
όλοι οι άλλοι απεχθάνονται
το χνώτο το δικό μας,
που και την καλημέρα τους
με ζόρι θα την πούνε
και σα μας βλέπουν θα γυρνούν
ή θα λοξοδρομούνε.
Λες Γιάννη πως το χώμα αυτό
το ’φτιαξε ο θεός για κείνους
κι όχι για όλους-μελαψούς,
μαύρους, λευκούς, κιτρίνους...
Ως και στο μώλο μόνοι μας
μιλούμε όλη την ώρα.
Οι άλλοι κι οι άλλες μακριά
λες μην κολλήσουν ψώρα.
Είμαστε «ξένοι» Γιάννη μου.
Εμείς... για σκέψου... ξένοι...
εμείς που μ’ όλα νιώθουμε
δικοί κι αδερφωμένοι...
Και τα κορίτσια πρόσεξες
πόσο μακριά μας μένουν;
Ούτ’ ένα «γεια σου» δε μας λεν-
κάνουν πως δε μας βλέπουν...
Μα δεν πειράζει φίλε μου.
Την παιδική ψυχή μας
εκείνα δεν την έχουνε.
Κι αυτή ’ναι η τιμή μας.
Και θα ’ναι το εισιτήριο
αυτό, για μας, να μπούμε
στα αιθέρια και στα ιδανικά
που εκείνα δεν μπορούνε.
Την «ομορφιά» τους τη φθαρτή
λοιπόν καλά ας κρατήσουν-
μιας κι έτσι λίγο που κρατεί
θα σβήσει πρι’ να σβήσουν.
Μα εμείς την αιωνία μας
αγνή ψυχή κρατούμε.
Αυτή ολόλευκη θα ζει
κι όταν αυτά χαθούνε.
Και με αυτήν παρέα μας
θα γέψουμε μεις Γιάννη
χαράς κι αγάπες κι ηδονές
που ανθρώπου νους δε φτάνει.
(το αλβανάκι του Βιβαριού)
ΕΜΕΙΣ ΟΙ «ΞΕΝΟΙ»...
Γιάννη μου, ξέρεις τάχατες
γιατί σε αγαπάω
κι αν μία μέρα δε σε δω
άκεφος τριγυρνάω;
Είναι γιατί όπως είσαι συ
σ’ αυτό το μέρος «ξένος»,
έτσι κι εγώ είμαι απ’ αλλού-
’πό πιο μακριά φερμένος.
Και αν εσύ ’σαι Αλβανός,
εγώ όχι από χώρα
αλλά απ’ αστέρι μακρινό
εδώ έχω έρθει τώρα.
Κι εδώ-το βλέπεις-όλοι τους
το ’χουνε καταλάβει
κι όλοι με αποφεύγουνε
σαν το νερό το λάδι.
Και ως ποτέ μου δε ζητώ
ούτε ό,τι μου ανήκει,
της μοναξιάς της πρόσκαιρης
θα είναι όλη η νίκη.
Γι αυτό και, Γιάννη, σ’ αγαπώ-
γιατί εμάς των δυο μας
όλοι οι άλλοι απεχθάνονται
το χνώτο το δικό μας,
που και την καλημέρα τους
με ζόρι θα την πούνε
και σα μας βλέπουν θα γυρνούν
ή θα λοξοδρομούνε.
Λες Γιάννη πως το χώμα αυτό
το ’φτιαξε ο θεός για κείνους
κι όχι για όλους-μελαψούς,
μαύρους, λευκούς, κιτρίνους...
Ως και στο μώλο μόνοι μας
μιλούμε όλη την ώρα.
Οι άλλοι κι οι άλλες μακριά
λες μην κολλήσουν ψώρα.
Είμαστε «ξένοι» Γιάννη μου.
Εμείς... για σκέψου... ξένοι...
εμείς που μ’ όλα νιώθουμε
δικοί κι αδερφωμένοι...
Και τα κορίτσια πρόσεξες
πόσο μακριά μας μένουν;
Ούτ’ ένα «γεια σου» δε μας λεν-
κάνουν πως δε μας βλέπουν...
Μα δεν πειράζει φίλε μου.
Την παιδική ψυχή μας
εκείνα δεν την έχουνε.
Κι αυτή ’ναι η τιμή μας.
Και θα ’ναι το εισιτήριο
αυτό, για μας, να μπούμε
στα αιθέρια και στα ιδανικά
που εκείνα δεν μπορούνε.
Την «ομορφιά» τους τη φθαρτή
λοιπόν καλά ας κρατήσουν-
μιας κι έτσι λίγο που κρατεί
θα σβήσει πρι’ να σβήσουν.
Μα εμείς την αιωνία μας
αγνή ψυχή κρατούμε.
Αυτή ολόλευκη θα ζει
κι όταν αυτά χαθούνε.
Και με αυτήν παρέα μας
θα γέψουμε μεις Γιάννη
χαράς κι αγάπες κι ηδονές
που ανθρώπου νους δε φτάνει.