Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Σ
ΑΜΕΡΙΚΗ 2

Ζούμε στον πλανήτη του μίσους. Μισύμε ο ένας άνθρωπος τον άλλο και μια ομάδα ανθρώπων την άλλη. Οι μαύροι μισούν τους άσπρους και οι άσπροι τους μαύρους. Οι καθολικοί τους αρθόδοξους και αυτοί εκείνους. Οι μη άραβες τους άραβες και αντίστροφα. Οι εβραίοι όλους και όλοι τους εβραίους. Η Ανατολή τη Δύση και η δύση την Ανατολή, τα κράτη όλα μεταξλύ τους, οι θαλασσικοί τους στεριανούς και αντίστροφα.
Μέσα σε κάθε χώρα ιδοωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, αγρότες και αστοί, κάτοικοι πόλεων, συντεχνίες, εοαγγελματίες, μισούνται αναμεταξύ τους.
Οι κάτοικοι μεγάλων διαμερισμάτων μιας χώρας μισούν τους κατοίκους των άλλων διαμερισμάτων.
Σε επίπεδο γειτονιάς ο ένας γείτινας μισεί τον άλλο, καθένας αυτόν που μένει στο διπλανό του σπίτι.
Και μέσα σε κάθε σπίτι σύζυγοι και παιδιά μισεί ο ένας τους τον άλλο.
Το μίσος κυριαρχεί σε όλες τις πράξεις και γενικά τις δοσοληψίες και τις ελδηλώσεις των ανθρώπων ανάμεσά τους. Μέσα στον άνθρωπο το μίσος υπάρχει από την κοιλιά της μάνας του. Υπάρχει ακόμα πιο πριν μέσα στα σπερματοωάρια του άντρα και στα ωάρια της γυναίκας.
Οι ένοπλοι πόλεμοι είναι η κραυγαλέα απόδειξη του μίσους των ανθρώπων. Το ίδιο κραυγαλέοι είναι και οι πόλεμοι του καιρού της ειρήνης, σε όλα τα που ανάφερα πιο πάνω.
Τα δικαστήρια, τα νεκροτομεία και οι αναφορές των αστυνομικών δελτίων της κάθε ημέρας είναι μία ακόμα απόδειξη. Το πλήθος των νόμων και των αστυνομικών κάθε πόλης ή χώρας επίσης.
Μα όλα γύρω φωνάζουν γι αυτό. Όποια ανθρώπινη δραστηριότητα, είναι ποτισμένη και έχει για κίνητρο και οδηγό της το μίσος.
Φαντάστου τι θα γινόταν αν έπαυε να υπάρχει αστυνομία. Ο φόβος της κάνει τους ανθρώπους να μη σκοτώνει ο ένας τον άλλο. Αλλιώς σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης συνύπαρξης θα είχε μείνει μόνον ένας άνθρωπος. Κι αυτός ώσπου να συναντήσει τον άνθρωπο που έμεινε από μια άλλη ομάδα, όπου κι αυτός με τη σειρά του σκότωσε τους αντίστοιχους πιο αδύναμους μισούμενους απ’ αυτόν. Χιλιάδες σε κάθε χώρα οι σύλλογοι, οι οργανώσεις και κάθε είδους τέτοιες συμπράξεις ανθρώπων, με σκοπό την ειρηνική ζωή των ανθρώπων πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη. Εκατομμύρια σε ολόκληρη τη γη. Ποιο το αποτέλεσμα; Το ξέρεις, το βλέπεις κάθε μέρα. Λες και περισσότερο θεριεύει το μίσος κάτω από την ομπρέλα τους.

Ο άνθρωπος μισεί ότι δεν είναι της αρεσκείας του-τον τρόπο που μιλάει ή χτενίζεται κάποιος, τηη ανυπακοή του μισούμενου στις διαταγές του μισούντος και αντίστροφα, την γνώμη του, τα αγαθά που έχει,  το χρώμα των μαλλιών του άλλου.  
Περισσοτερο μεγάλο και λυσιτελές είναι το μίσος των γειτόνων ή εκείνων που συνοικούν. Γι αυτό το μίσος των συζύγων είναο θανάσινο, το ίδιο και το μίσος μεταξύ αδερφών, γονιών και παιδιών και γενικά μεταξύ όποιων συγγενών, όταν αυτοί μένουν στο ίδιο σπίτι.
Αν υπήρχε αγάπη στη γη μας, θα έλεγα ότι αυτή είναι το αντίθετο του μίσους.
Όμως αγάπη δεν υπάρχει πάνω στη γη. Αν κάποιος δεν σκοτώνει τον συνάνθρωπό του, αυτό συμβαίνει γιατί το συμφέρον τον συγκρατεί. Συμφέρον διάφορο κάθε φορά και για καθέναν. Άλλος για παράδειγμα δεν σκοτώνει τον μισούμενο γιατί εκείνος του παρέχει τα προς το ζην, άλλος γιατί φοβάται να μη τον κλείσουν στη φυλακή.
Κοντά στοέμίσος ερχεται πολύ φυσικά και η υποκρισία, η προσποίηση, στις σχέσεις των ανθρώπων. Σκέπτονται δηλαδή καθένας τους: «Αφού δεν μπορώ να σκοτώσω τον «πλησίον» μου, ας μη μαλώνω όσο μπορώ μαζι του». Και αρχίζουν οι δυνατές υποχωρήσεις.
Στη ζωή μου όλη ποτέ δεν μπόρεσα να αποδεχτώ την κατάσταση αυτή. Όταν συναντώ, μιλώ, συνεργάζομαι με κάποιον, συμπεριφέρομαι σ’ αυτόν σαν να ήταν ένας άνθρωπος που ό,τι λέει είναι εκείνο που σκέφτεται και ό,τι κάνει είναι εκείνο που του υπαγορεύει η καρδιά του. Έχω υποφέρει αμέτρητες φορές από το ξέγνοιαστο αυτό δόσιμό μου σε κάθε μου δραστηριότητα. Έχω σπάσει τα μούτρα μου πάνω στην κρυψίνοια και στην υπουλότητα των συνανθρώπων μου. Και όμως, δεν έχω «βάλει μυαλό». Πάντοτε φέρομαι ίδια, ακόμα και όταν προβλέπω ότι θα με ξεγελάσει ο τάδε ή ο δείνα. Γιατί; Θα ρωτήσεις. Δεν μπορώ να πω σίγουρα. Ίσως από τεμπελιά. Θέλω να πω δηλαδή ότι ίσως σκέφτομαι πως το να καθήσω όταν πρόκειται να δω κάποιον, να συζητήσω από πριν με τον εαυτό μου μελετώντας κάθε πιθανή περίπτωση βδελυρής συμπεριφοράς του απέναντί μου, είναι χρονοβόρο και ως εκ τούτου δύσκολο στις μέρες μας να γίνει. Ίσως επειδή κάθε φορά που πλησιάζω κάποιον, έχω από πριν αποφασίσει να είμαι ξεκάθαρος και σαφής απέναντί του, ώστε να μην του αφήνω περιθώρια δυσκολίας ερμηνείας των προθεσεών μου. Ελάττώνω έτσι τις πιθανοτητες να θελήσει να με εξαπατήσει αφού θα καταλάβει ότι αφού έδωσα είπα με σαφήνεια τη γνώμη μου, το ίδιο θα φιλοτιμηθεί ή θα υποχρεωθεί να κάνει και εκείνος. Εκείνο που οπωσδήποτε συμβαινει όμως τόσα χρόνια και μετά από τόσα άσχημα που έχω πάθει από τη συμπεριφορά απέναντί μου των ανθρώπων, είναι ότι περιμένω-παρόλες μου τις προφυλάξεις πάνω στο θέμα- ότι και πάλι θα υποφέρω.
Κάπως έτσι αντιμετωπίω τα τελευταία χρόνια τα στραπάτσα που παθαίνω από τους ανθρώπους. Και με κάτι ακόμα: λιγοστεύοντας όσο μπορώ τις επαφές μου με αυτούς. Έτσι έχω να πληγώνομαι λιγοτερο από τις συμπεριφορές τους. Όμως… όμως!  
Όμως υπάρχει και κάτι άλλο σε μένα που επιτείνει το γεγονός ότι ενοχλούμαι έως πληγώνομαι από την συναναστροφή μου με τους άλλους ανθρώπους. Και αυτό το άλλο είναι ότι ξέρω τι κρύβεται πίσω από κάθε λόγο που θα μου πει κάποιος, και ότι είμαι ικανός να αντιλαμβάνομαι τι κρύεται πίσω από ένα βλέμμα, από μια κίνηση όσο ανεπαίσθητη, από μια λέξη που θα πει κάποιος. Είναι όπως κάποιος μπορεί να διαβάζει όχι μόνον τις γραμμές ενός κειμενου, αλλά και ανάμεσά τους όπως λέγεται. Είναι ένα χάρισμα ή αν θέλεις μία κατάρα. Γιατί αν με έχει γλιτώσει από μερικές φασαρίες, μου έχει φέρει και ένα σωρό σκοτούρες.
Ίσως αυτό το έχουν κι άλλοι και για να συνεννοούνται με τους ανθρώπους το πραμερίζουν. Εγώ δεν το παραμερίω. Είναι, θέλω δε θέλω, η σημαία μου στη μάχη της συνύπαρξης. Μπορεί αίφνης κάποιος να μου πει χίλια λόγια πίστης, ένα βλέμμα του όμως ή μια κίνησή του ή ένας ανεπαίσθητος μορφασμός του, σβήνει όλα τα λόγια και γράφει ΑΚΥΡΟ στην όποια συναλλαγή μας.
Για να ισορροπήσω αυτή την τραγική κατάσταση, έχω δοθεί, από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου, στην ποίηση. Η ποίηση είναι το πεδίο το καθαρά δικό μου. Είναι η δική μου δημιουργία, είναι ο κόσμος στον οποίο καταφεύγω μετά από κάθε μια ανπόφευκτη συναλλαγή μου με τους ανθρώπους. Είναι η κοινωνία μέσα στην οποία ζω. Είναι ο κόσμος που υπακούει στους δικούς μου νόμους. Είναι η καταφυγή μου, το κρυσφήγετο, ο κρυψώνας, το λημέρι, το άντρο μου.
Επειδή είναι κάτι δικό μου, όσο βρισκόμουν στην Ελλάδα κρατιόταν μυστικό. Χιλιάδες στίχοι μου ήσαν θαμένοι στα
«συρτάρια».  Φανέρωσα πως γράφω στίχους μόνον όταν πήγα στην Αμερική, όπου κανέναν δεν ενδιαφέρει τι κάνει ο άλλος, ούτε και επηρεάζεται θετικά ή αρνητικά στις σχέσεις του από καταστάσεις άλλες από εκείνες που αφορούν το κάθε φορά θέμα των συναλλαγών τους του ενός με τον άλλο.
Με την ποίηση ιαίνω τις πληγές μου. 

Στην Αμερική έζησα δέκα τέσσερα χρόνια. Μαζί μου ζούσε και ένα στοιχειό-γιος. Γιατί μάθε ότι κάποτε είχα δυο στοιχειά-αδερφούς και ένα στοιχειό-γιο.
Καθώς λοπόν  όλοι οι άνθρωποι τρέφουν μίσος ο ένας για τον άλλο, το ίδιο αυτό μίσος έβραζε και μεταξύ των δυο μας-του στοιχειού-γιου και εμένα-εκεί στην Αμερική.
Και όσο βρισκόμουν στην Αμερική, ζούσα όπως σου είπα στο ίδιο σπίτι με το στοιχειό-γιο.  Εκεί, μακριά από τα γνωστά της πατρίδας και απομονωμένοι από εκείνους που θα μοιραζαμε το μίσος μας και σε  κείνους ο καθένας, όλο το μίσος μας έβραζε μόνον ανάμεσά μας. Με τα στοιχειά-αδέρφια η κατάσταση είχε τακτοποιηθεί από παλιά, τόσα χρόνια ζώντας στην ίδια χωρα μ’ αυτούς. Μίσος από μένα γι αυτούς και μίσος από κείνους για μένα ήτανε μία κατάσταση φανερή σε όλους, που η τρίχα που την βαστούσε κρυβόταν κάτω από μια επαίσχυντη και γελοία ανοχή.
Σου μίλησα για τα στοιχειά-αδέρφια και για το στοιχειό-γιο που είχα,  γιατί ίσως αργότερα το φέρει ο λόγος να σου μιλήσω πάλι για τα στοιχειά αυτά. 

Ακόμα να σου πω ότι είχα άλλο ένα παιδί. Πριν αποχτήσω το στοιχειό-παιδί. Ίσως εκείνο να ήταν παιδί και όχι στοιχειό-παιδί. Και ίσως η τιμωρία μου που μαζί με τη θεσσαλονικιά μητέρα του το σκοτώσαμε προτού να γεννηθεί, ήτανε το στοιχειό-παιδί που μου δόθηκε αργότερα. Ήταν τη χρονιά 1965. Πιστεύω ότι εκείνο θα ήταν παιδί. Μου το χρωστούσε η ζωή.
Γιωργία ζεις στην Αμερική και την ξέρεις. Δε θα στην περιγράψω λοιπόν. Θα δώσω μια εικόνα της μόνον, όπως την είδα και την γνώρισα εγώ. Αν η γη λοιπόν είναι ένα εργοστάσιο, η Αμερική είναι ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου, με εργαόμενους σ’ αυτό όλα τα άλλα κράτη της γης. Ή είναι το πλουσιόσπιτο με όλα τα άλλα κράτη υπηρέτες του αφεντικού του σπιτιού.

Κάτι από την Τρίπολη που θυμάμαι τώρα. Θυμάμαι Γιωργία το γραφείο όπου δούλευε ο πατέρας μου στο Δημόσιο Ταμείο. Αυτό φιλοξενούσε κι άλλους δύο υπαλλήλους. Ο ένας απ’ αυτούς λεγόταν Καθάρειος. Ήταν ένας καλοσυνάτος ξανθός ψηλός και όμορφος τριαντάρης. Πήγαινα συχνά στο γραφείο όπου δούλεευε ο πατέρας μου. Τον ευχαριστούσε αυτό,καθώς ευχαριστούσε  και μένα. Μια μέρα ο Καθάρειος, καθώς εγώ τριγύριζα ανάμεσα στα γραφεία των τριών, έβγαλε από την πίσω τσέπη του παντελονιού του ένα πιστόλι και μου το έδειξε. Είδες;, μου είπε. Ξέρεις τι είναι αυτό; Μπιστόλι. Αν θέλεις πάρτο στα χέρια σου. Άδειο είναι. Δεν το πήρα στα χέρια μου, θαύμασα μόνον μέσα μου το γεγονός ότι παρουσίαζε  το μπιστόλι του μπροστά στους άλλους δύο υπαλλήλους. Γιατί δυο μέτρα μακριά του βρίσκονταν οι άλλοι δύο υπάλληλοι, ο πατέρας μου δηλαδή και ο τρίτος που δεν θυμάμαι το όνομά του. Αυτοί ούτε γύρισαν να δούνε. Ήταν κάτι συνηθισμένο να βγάζει και να δείχνει ο κύριος αυτός το πιστόλι του. Δεν ρώτησα τίποτα πιο πέρα τον πατέρα μου γι αυτό. Σκέφτηκα μόνον ότι ο Καθάρειος θα ήταν άνθρωπος της τότε καταστάσεως. Και ότι θα ήταν από εκείνους που νίκησαν τον πατέρα μου και τους ομοϊδεάτες του για να δείχνει έτσι άφοβα το πιστόλι του. Ήταν το έτος 1948. 
Από τη  περόιδο αυτή θυμαμαι ακόμα και τον κύριο Τριανταφυλλάκο, άλλον συνάδελφο του πατέρα μου. Ήταν κοντός, λεπτός, περίπου σαράντα χρόνων τότε. Ήτανε παντρεμένος με μία γυνίκα χοντρή και ψηλή. Θυμάμαι που ερχόταν στο σπίτι μας στις ονομαστικές γιορτές και πήγαιναν και ο γονείς μου στις δικές τους. Ο άνθρωπος αυτός μου έκανε εντύπωση γιατί κάθε τόσο επαναλάβαινε τη φράση «καταλαβαίνεις δηλαδή εκεί πέρα ας πούμε», όπως άλλοι συνηθίζουν να λένε το «έτσι» ή το «που λες», ή κάτι τέτοιο, το οποίο το παρεμβάλλουν ανάμεσα σε δυο προτάσεις ή ανάμεσα στις λέξεις μιας πρότασης χωρίς αυτό να χρειάεται για την κατανόηση της πρότασης. Έτσι, ξεκάρφωτο.  Σαν ένας καταναγκασμός. Έτσι και ο κύριος Τριανταφυλλάκος  το έλεγε αυτό σε κάποιο σημείο της πρότασης καθώς μιλούσε. Και μη νομίσεις ότι το έλεγε μια φορά κάθε δύο ή τρία λεπτά. Το έλεγε πολύ συχνά, απαραίτητα σε κάθε πρόταση ή και δυο φορές σε κάθε πρόταση. Και το έλεγε γρήγορα, η γλώσσα του το είχε τόσο συνειθίσει που πήγαινε σαν πολυβόλο λέγοντάς το. Με αγάπη τον θυμάμαι κι αυτόν και τους άλλους συναδέκφους του πατέρα μου στην Τρίπολη.
Ακόμα θυμάμαι τον κύρο Αποστολάκο. Ψηλός, αδύνατος, με γυαλιά. Είχε δυο όμορφες κόρες. Ο ίδιος είχε μια ανωμαλία στο στόμα του-ήταν κάπως σαν μονίμως στραβό. Ίσιωνε μερικές φορές όταν μιλούσε.
Χάλια εποχές για παιδιά, χειρότερες για τους μεγάλους. 

Θυμάμαι ακόμα: μια φορά που είχα πάει τον Ελεγχο του Δημοτικού Σχολείου στον πατέρα μου να υπογράψει ότι έλαβε γνώση πριν τον επιστρέψω την επομένη στο σχολείο. Θυμάμαι λοιπόν που τον είδα να υπογραμμίζει τη λέξη «ευαίσθητος» στη φράση «είναι ευαίσθητος». Τον ρώτησα γιατί το υπογράμμισε. Μου είπε «για να μη σε χτυπάει ο δάσκαλος». Ο καημένος ο πατέρας μου! Με πρόσεχε. Τότε ήταν οι καιροί που κανείς δεν ενδιαφέρονταν για τα παιδιά. Οι γυναίκες με τις βαριές και χρονοβόρες  δουλειές του σπιτιού, οι άντρες με τη δουλειά τους και με το κεφενείο, δεν είχαν άλλη μέριμνα για τα παιδιά παρά να τα ταγίσουν. Αυτό τότε ήταν αρκετό. Και δεν υπήρχαν τότε τηλέφωνα που να πάρει το παιδί για να πει ότι ο πατέρας ή η μήτέρατου το χτύπησαν, δεν υπήρχαν άλλες υποχρεώσεις για το παιδί παρά να είναι καλός μαθητής, δεν υπήρχαν οργανώσεις και σύλλογοι προστασίας του παιδιού. Και αν γινόταν κάποιο δυστύχημα δεν έλεγε εκείνος που έφερνε το μήνυμα, ας πούμε «πέθαναν τρεις και ανάμεσά τους ήταν και ένα παιδί» παρά «πέθαναν τρεις άνθρωποι».
Αυτό με φέρνει κοντά στην επιθυμία μου να γράψω κάτι για την συμπεριφορά των γονιών και της κοινωνίας προς τα παιδιά σήμερα. Υπάρχει λοιπόν το σλόγκαν: αφήστε τα παιδιά να αποφασίσουν μόνα τους για τη ωή τους.
Μεγαλύτερη βλακεία και κακοήθεια από αυτό δεν υπάρχει. Γιατί ούτε παιδί ούτε μεγάλος αποφασίζει για κάτι «μόνος» του.  Το παιδί θα αποφασίσει όχι μόνο του. Η απόφασή του θα παρθεί ύστερα από επίδραση του περιβάλλοντος του παιδιού: συμμαθητών, φίλων, γνωστών, ανθρώπων τυχαίων συναπαντημάτων, από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τους συγγενείς και από ό,τι το παιδί έρχεται σε επαφή κάθε μέρα. «Μόνο» του λοιπόν το παιδί, χωρίς την συμμετοχή σ’ αυτό των γονιών του, σημαίνει να «αποφασίσει» ό,τι όλοι οι άλλοι του λένε, εκτός από τους γονείς. Δηλαδή να αποφασίσουν όλοι οι άλλοι γι αυτό και όχι οι γονείς του, που λόγω ηλικίας και πραγματικού ενδιαφέροντος αλλά και γνώσης των δυνατοτήτων του παιδιού, θα μπορούσαν να το συμβιυλέψουν με πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να το κάνουν σωστά.
Σημεία των καιρών του εικοστού πρώτου αιώνα στον πλανήτη του χόμο σάπιενς, στον πλανήτη γη!

Στην Ανερική προσπάθησα να βρω δουλειά σαν γιατρός όμως στάθηκε αδύνατο γιατί όλοι ζητούσαν αμερικάνικο πτυχίο.
Έδωσα εξετάσεις για να πάρω το ECFMG, όμως απέτυχα.
Έτσι, αφού βολόδερνα για τέσσερα χρόνια κάνοντας τον εργάτη σε εργοστάσιο υφαντουργίας ή εργαζόμενος σαν μπογιατής κάτω από τον Γκρέγκορυ, ή σαν προμηευτής σπιτικών γλυκών σε ζαχαροπλαστεία, τέλος ο Μπούλης με προσέλαβε στο «Χιου Μάρκετ», σουπερμάρκετ που σε αυτό εκείνος ήτανε ένας από τους μάνατζέρ του. Εκεί έμεινα δέκα χρόνια.

Αμερική! Η χώρα για να ζει κανείς! Μάλιστα! Όλα εκεί δουλεύουν ρολόι. Το Δμόσιο κάνει τη δουλειά του χωρίς  υπεκφυγές, κλεψιές, σλάνδαλα, παρατυπίες. Ο υπάλληλος εξυπηρετεί τον πολίτη χωρις υπεκφυγές. Μάλιστα του υποδεικνύει τα δικαιώματα που έχει από το Δημόσιο όταν εκείνος δεν τα ξέρει.  Μάλιστα. Εκεί ο δημόσιος υπάλληλος είναι ο υπηρέτης του πολίτη.
Αλλά και όλες οι σχέσεις μεταξύ των πολιτών και του Κράτους όπως και μεταξύ τους των πολιτών, είναι ιδανικές.
Βέβαια όπως παντού υπάρχουν οι συγκρούσεις συμφερόντων, οι προτιμήσεις στον ένα ή στον άλλο, υπάρχουν και σκάνδαλα ακόμα. Όμως όλα αυτά πατάσσονται άμα τη εμφανίσει ή τη διαπιστώσει, ώστε στην ουσία δεν αδικείται κανείς.    
Ελείνο που υπ΄ρχει σε μεγάλο βαθμό είναι η διαφορά του πλούτου ανάμεσα στους πολίτες. Μπορεί κνείς να έχει στην κατοχή του δισεκατομμύρια δλάρια και άλλος να έχει όσα του χρειάονται για να ζει, όμως όλοι έχουν εργασία και ζούν με αξιοπρέπεια. Και όσοι δεν βρίσκουν δουλειά, έχουν ανάλογο επίδομα από την Πολιτεία ώσπου να εργαστούν πάλι. 
Δεν εξετάζω εδώ από πού προέρχεται αυτός ο πλούτος. Για να το πω θα έπρεπε να αναφερθώ στην εξωτερική πολιτική του Κράτους και αυτή δεν είναι η πρόθεσή μου τώρα.

Έπηλυς: ο αλλοδαπός, ο ξενόφερτος σε έναν τόπο. 
Αν εξετάσουμε το θέμα σε βάθος χρόνου, όλοι ο σημερινοί κάτοικοι κάθε τόπου, είναι επήλυδες. Πλην εκείνων που, στα πανάρχαια χρόνια, υπήρξαν πρώτοι σε έναν τόπο. Αν ξέραμε σε ποιο μέρος της Αφρικής πρωτοφάνηκε ο άνθρωπος, αυτό μόνο το γένος των ανθρώπων θα ονομάζαμε αυτόχθον, ντόπιο.
Στα νεότερα σχετικά χρόνια έχουμε σωρεία αλλοδαπών, και μεμονωμένων ανθρώπων, και φυλών ή ομάδων ανθρώπων. Με την ανακάλυψη ας πούμε της Αμερικής από τους ευρωπαίους έχουμε μια πλημμύρα αλλοδαπών προς αυτήν. Στη διάρκεια της Ρωμαϊκης και της Βυζαντινής κυριαρχίας, λαοί μετακινούνταν ύστερα από διαταγές άνωθεν. Όσο για την εγκατάσταση του Αβραάμ στη Συχέμ, αυτό είναι μία περίπτωση εγκατάστασης ετεροχθόνων σε μια χώρα, εγκατάσταση που ακόμα ταλαιπωρεί την ανθρωπόητα.
Σήμερα έχουμε τις μεταναστεύσεις λαών ή ατόμων από την Ασία και την Αφρική στην Ευρώπη και στην Αμερική, καθώς και από την Ευρώπη στην Αμερική. Οι μεταναστεύσεις αυτές γίνονται για την κάλυψη εργασιακών αναγκών των χωρών υποδοχής των μεταναστών.
Αυτοί οι τελευταίοι μετανάστες, αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα στην χώρα που πηγαίνουν. Προβλήματα οικονομικά, επαγγελματικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά. Ένα από τα δύο σπουδαιότερα όμως προβλήματά τους που συνήθως τους ακολουθεί ως τον τάφο, είναι το γλωσσικό και συγκεκριμένα η ατελής γνώση και προφορά από αυτούς της γλώσσας της χώρας στην οποία μετανάστευσαν.
Το πρόβλημά τους αυτό έχει να κάνει με την αδυναμία τους να προφέρουν καλά τις λέξεις της νέας γι αυτούς γλώσσας, κάτι που τους κάνει να αντιμετωπίζουν πολλές αντιξοότητες στην καινούργια τους ζωή, επειδή αυτή η αδυναμία τους είναι ένα σημάδι για τους γηγενείς ότι αυτοί είναι ξένοι. Το άλλο από τα δύο σοβαρά τους «προβλήματα», που αυτό μάλιστα τους ακολουθεί σίγουρα μέχρι τον τάφο, είναι η σωματική τους όψη και κατασκευή, όπως τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, το χρώμα του δέρματός τους.
Ας αφήσουμε σήμερα τους δεύτερους. Εδώ θα πω δυο λόγια για το θέμα της γλωσσικής ιδιαιτερότητας των ξένων, των ετεροχθόνων, των ξενόφερτων, των εποίκων.
Αυτοί, σε όποια χώρα, είναι πολύ δύσκολο να μάθουν να μιλάνε σωστά γραμματολογικά και συντακτικά, τη γλώσσα της ξένης γι αυτούς χώρας, όπως τη μιλάνε οι αυτόχθονες. Όσο καλά και να την σπουδάσουν, η ξένη τους γλώσσα θα έχει ένα σύμφωνο ή ένα φωνήεν που αυτοί δεν μπορούν να προφέρουν καλά γιατί δεν υπάρχει σαν τέτοιο στη δική τους γλώσσα, και κάποτε θα δυσκολευτούν να βάλουν τις λέξεις που θέλουν να εκφέρουν στην συντακτικά σωστή τους σειρά. Ακόμα δεν μπορούν να ξέρουν ειδικές εκφράσεις παγκοίνως γνωστές στους γηγενείς, όπως παροιμίες ή αποφθέγματα. Πολλές φορές ακόμα, όταν θα πρέπει να συνομιλήσουν με πρόσωπα μιάς κοινωνικής τάξης, άλλης από εκείνη με την οποία καθημερινά συναλλάσσονται, ο γηγενής συνομιλητής τους θα καταλάβει ότι είναι ξένοι.
Και τότε πολλά συμβαίνουν-τότε μια χορδή μέσα στον εσωτερικό κόσμο του αυτόχθονα ηχεί παράταιρα, μια γνώμη που είχε αρχίσει να σχηματίζεται αλλάζει, το οικοδόμημα της εμπιστοσύνης ραγίζει. Μέσα του ανταριάζουν όλες οι υποσυνείδητες αντιθέσεις για το διαφορετικό, αντιθέσεις που μέχρι τοτε ησύχαζαν ανέμελες. Ένας ξένος! Ποιος ξέρει τι συνήθειες κουβαλάει; Ποιος ξέρει με τι πιστεύω έχει ανατραφεί; Ποιος ξέρει από πού έχει έρθει και με ποιον σκοπό; Και τι καλά που κρύβει την αλλοδοξία του…  Και τώρα ο ντόπιος τι να κάνει; Πώς θα ξεφύγει από την παγίδα που σίγουρα ο έπηλυς του ετοιμάζει; Και κύρια, να του δείξει πως τον κατάλαβε, ή να τον αντιμετωπίσει σαν δικό του και να βρει άλλη αιτία για να διακόψει τις παρτίδες μαζί του;
Ο πάγος έχει δέσει πλέον για τα καλά. Και μόνη σκέψη του αυτόχθονα τώρα, είναι πώς θα μείνει μόνος στα γνωστά, ζεστά δικά του στέκια.
Στους νόμους και στο Σύνταγμα του κράτους του αυτόχθονα βοούν οι παράγραφοι περί της ισότητας όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως καταγωγής, ουρλιάζουν μέσα στις πόλεις πολλές  οργανώσεις για την εξάλειψη του αισθήματος της διαφορετικότητας, τα γραφεία υποδοχής αλλοδαπών συναγωνίζονται σε εκδηλώσεις συμπάθειας για όσους ξένους έχουν υποδεχτεί και φροντίζουν. Τα αυτιά του αυτόχθονα όμως εκείνη την ώρα κλείνουν για όλα αυτά και μεσα τους ακούγεται μόνον η λάθος λέξη του αλλοδαπού να χτυπάει πάνω στους τοίχους του λαβυρίνθου τους, ενώ η ηχώ τους φτάνει ως τα μύχια της ψυχής του ιθαγενούς, θέτοντας σε συναγερμό το ιερότερο σύμπαν του πολιτισμού του: τη γλώσσα. Και μαζί της την ίδια την υπόσταση του κράτους του, της ιστορίας του, του πολιτισμού του, της ίδιας της ύπαρξής του.
Και πλέον ο θεός ας βοηθήσει τον ξένο. Έξω από τις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται αυστηρά με νόμο που δεν γίνεται να παρακαμφθεί, μόνον τότε υπάρχει, και τότε υποκριτικά, ανοχή για τον αλλοδαπό.
Το έχω ζήσει και στην Ελλάδα και στην Αμερική και το ακούω και το διαβάζω για όλες τις χώρες.
Αυτά τραβάει ο αλλοδαπός.
Στην Αμερική οι ελληνοαμερικάνοι όταν είναι μεταξύ τους και θέλουν να πουν ότι ο αλλοδαπός γίνεται φανερός γιατί έχει ξένη ή διαφορετική προφορά από εκείνη των αμερικανών, για συντομία λένε απλά ότι ο τάδε «έχει προφορά», κάτι που δενν αποδίδει βέβαια το ζητούμενο, όμως ξέρει καθένας τους τι εννοείται με αυτό.

Στην Αμερική όπου νόμος ορίζει πως δεν πρέπει να υπάρχει καμία διάκριση ανάμεσα στους μαύρυς και τους λευκούς, θα έλεγε κανείς ότι αυτό και ισχύει.
Δεν είν όμως έτσι. Προβλήματα υφιστάμενα για χιλιετηρίδες δεν έχουν εύκολη λύση.
Λαοί μαύρων που για ελατονταδες χρόνια ήσαν δούλοι των λευκών, δεν γίνεται με ένα νόμο να βλέπουν τους λευκούς σαν φίλους, ούτε οι λευκοί να τους βλέπουν σαν ισότιμους. Αυτό το βλέπει κανείς στις λίγες μόνον περιπτώσεις φιλίας ή γάμων μαύρων-λευκών, στο νόμο ακόμα που υποχρεώνει τις επιχειρήσεις που έχουν υπαλλήλους, το ένα δέκατο των υπαλλήλων τους να είναι μαύροι. Μα φαίνεται καλλίτερα εκεί όπου τομάτι του Νόμου δεν βλέπει. Όταν ας πούμε στο σούπερ μάρκετ που δούλευα ερχόταν να ψωνίσει ένας μαύρος, συνέβαινε το εξής: Όσο ο μαύρος βρισκόταν μπροστά στον ή στην ταμία, η συμπεριφορά του-της ταμία ήταν η ίδια όπως  αν συναλλασσόταν με λευκούς. Όταν όμως γύριζε την πλάτη του φεύγοντας ο μαύρος, ο-η ταμίας γύριζε το πρόσωπο προς το άλλο μέρος με μια γκριμάτσα αηδίας και απωθήσεως. Για να μην αναφέρω τι έλεγε μία θεία μου ελληνοαμερικανίδα που ζούσε για χρόνια στην Αμερική, στην εφτάχρονη εγγονούλα της: «Κακομοίρα μου,  φέρε μου για γαμπρό όποιον θέλεις-τούρκο, κινέζο, ιάπωνα, μόνο μαύρο μη μου φέρεις!» 

Κάποτε στο σούπερ μάρκετ όπου δούλευα ήρθε να ψωνίσει ένας ινδιάνος. Ψηλός, ορθός, μεγαλοπρεπής, γύρω στα τροανταπέντε. Φορούσε ρούχα όπως των άλλων, όμως για κάποιον που θα τον πρόσεχε, όπως εγώ, θα καταλάβαινε αμέσως ότι είναι ινδιάνος. Πρώτη μου φορά έβλεπα ινδιάνο και ζωντανό και όχι στον κινηματογράφο. Σε διαβεβαιώ ότι συγκινήθηκα. Δεν άφησα όμως και την ευκαιρία να τον ρωτήσω πώς αισθάνεται που οι αμερικάνοι θέρισαν τους προγόνους του. Καθώς λοιπόν έβγαινε, τον σταμάτησα και τον ρώτησα σχετικά. Γρήγορα μου απάντησε «ω! τόσα χρόνια πριν… ποιος τα θυμάται…» και έσπευσε να απομακρυνθεί. Είχε μάθει καλά το μάθημά του.
Όμως ποιος ξέρει τι θα φερουν τα γυρίσματα του Χρόνου…