TΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
(Λος Άντζελες, 1987, Ντόρα)
Αν σε διέτασσε ο Θεός να δώσεις ευτυχία
Στη Γη που τώρα τριγυρνά στα χαη δυστυχισμένη
Αδυναμία εσύ δε θάνοιωθες καμία:
Γιά κάτι τέτοιο με γερά είσαι όπλα οπλισμένη.
Το χάδι και το βλέμμα σου με τόση πούχουν γλύκα
Την ευτυχία θα χάριζαν σ’ όλα τα πλάσματά σου.
Μα τι θα έκανες μ’ εμέ που θεωρώ για προίκα
Της ευτυχίας πως δε μετρά παρά η αγκαλιά σου;
Το ποθητό θα χάριζες σε μένα το κορμί σου;
Τι θάχες πια έτσι βαθιά και πλέρια να σε θέλει-
Να καίγεται στο γέλιο σου, να σβήνει στη φωνή σου
Και να ρουφάει τα λόγια σου σαν Θείο νάταν μελι.
Τη γνώση πως σε κάποιονε τόσο πολύ αρέσεις,
Τη γνώση που τη δύναμη σου είχε όλη δώσει
Για να μπορέσεις τη θεϊκή Βουλή να εκτελέσεις
Το χέρι σου θα έστεργε τώρα να εξοντώσει;
Αν όχι θα παράκουγες την εντολή που πήρες:
Την ευτυχία σ’ όλα σου τα γύρω να χαρίσεις;
Από τις δυό που ανοιχτές θα στέκαν μπρος σου θύρες
Ποιαν θα τολμούσες άραγε εσύ να δρασκελίσεις;