ΑΓΑΠΩ.
(Λος Άντζελες, 1987, Ντόρα)
Τι απ’ αυτήν με ρωτάτε αγαπώ
Και ξοπίσω της τρέχω
Ε λοιπόν να σας πω
Τούτα έχω
Αγαπώ τα φτερά που φυτρώνουν
Απ’ τους δυό αλαβάστρινους ώμους
Και το άσπρο κορμί ανυψώνουν
Στου Ωραίου τους κόσμους’
Αγαπώ τα σφεντάμια
Στα δυό χέρια που κλείνει
Που ορθώνονται όταν
Τις παλάμες στο άπειρο απλώνει
Καί το σύμπαν γεμίζουν
με γλυκιά μοσχοβόλια.
Αγαπώ τους αγγέλους
Που αγρύπνως φυλάνε
Την αθωότη του ρούχου
Το κορμί της που σκέπει.
Αγαπώ τις εξάδες
Στρατιωτών αγερώχων
Που τις λόγχες τους τείνουν
Στων ερώτων την κλήση.
Αγαπώ τους ελαιώνες
Που στο χώμα φυτρώνουν
Που εκείνη πατάει
Και τα άνθη τους πέφτουν
Μες στα δώματα του Αδη
Και τους πόνους γλυκαίνουν
Των φτωχών κολασμένων
Αγαπώ το αστέρι
Γιου στα χείλη της λάμπει.
Αγαπώ την ελπίδα
Που το βλέμμα της ντύνει.
Αγαπώ των αιμάτων
Τους κρουνούς που ποτίζοιυν
Των παρειών της τις ρίζες
Κι αυτές άλικα θάλλουν.
Αγαπώ τις σταγόνες ελέους
Που κυλούν απ’ τα μαύρα μαλλιά της.
Αγαπώ τα ποτάμια του δέους
Γιου απειλούν όποιον πάει κοντά της.