ΔΙΠΛΟ
(Λος Άντζελες, 1987, Ντόρα)
Την που για σένα κράταγα ιδέα στο μυαλό μου
Πως είσαι κάτι τέλειο ν’ αποποιηθώ
Και για να βρω τη λύτρωση απ’ το μαρτύριό μου,
Προσπάθησα κι επέτυχα κοντά σου να βρεθώ.
Χίλιες φορές καλλίτερα να μην ερχόμουν όμως.
Ας έσπαζα το πόδι μου κοντά σου πριν βρεθώ.
Ας είχε αξεπέραστα εμπόδια στρώσει ο δρόμος
Τη γνώμη πούχα την παλιά για σένα να κρατώ.
Γιατ’ είδα πως τα πόδια σου δεν ειν’ φωτός δυό στήλες,
Οτι δεν ειν’ τα χέρια σου φτεράκια αγγελικά,
Οτι δεν ειν’ τα μάτια σου του Παραδείσου οι πύλες
ούτε τα δύο χείλη σου γλυκά ζαχαρωτά.
Οχι-δεν είσαι από φως. Δε σ’ έλουζαν αστέρια
Δεν είσαι ιδέα ουτ’ άγγελος. Εισαι ένα θηλυκό.
Ειν’ από σάρκα τα μικρά πλασμένα σου τα χέρια
Και τίποτα δε βρίσκεται σε σένα αγγελικό.
Είσαι από σάρκα που διψά για έρωτα και χάδι.
Είσαι από σάρκα ζωντανή, σπαργώσα και κρουστή
Κι όλο της τ’ αξεπέραστο, τυραννικό μαγνάδι
Είναι που από λάγγεμα και πόθο έχει πλαστεί.
Καλλίτερα να νόμιζα πως είσαι κάτι αιθέριο
Ακτίνα μια πως ήσουνα φωτός θριαμβική
Παρά που ένα ολόδροσο κορμί χτισμένα στέριο
Σε σένα βρήκα κι όμορφο ερχόμενος εκεί.
Τώρα φουρτούνα αληθινή ταρακουνάει τη βάρκα
Και όχι μοσκομύριστο αεράκι γιορτινό.
Ν’ αντιπαλαίψω τώρα εγώ τη ζώσα σου έχω σάρκα
Και είναι το μαρτύριο διπλό το τωρινό.