Να 'ταν χαρτί ο Αντίλαλος και η πηγή μελάνι
να βγαζε, που στο βάθος του ξεχύνει τα νερά της,
λίγο κι αυτό θα ήτανε-γιατί ουτ' αυτό δε φτάνει
σε όποια πέννα για να πει τα κάλλη τ' ακριβά της.
Νύχτα μην έρχεσαι ως εδώ. Άσε το φως να σκέπει
μονάχο ετούτη την κορφή. Εδώ μη γείρεις πάλι.
Για να 'ρχονται άνθρωποι, καθείς την ομορφιά να βλέπει
που στο τσουπί επάνω αυτό με δίχως οίκτο θάλλει.
Να βλέπει χέρι αέρινο, να βλέπει μάτια μέλι
ν' ακούει φωνή που έρωτα γεννάει κάθε της λέξη,
και γλύκα φεύγοντας μαζί να παίρνει όσηνε θέλει
και ομορφιά πρωτόφαντη όσην μπορεί ν' αντέξει.
Νύχτα μην έρθεις πια εδώ... Δε βλέπεις την πλημμύρα
των δώρων που επάνω της εσώρεψεν η φύση
και ότι τόσην εμορφιά και τόσα σπάνια μύρα
ο Αντίλαλος δεν το μπορεί-κι ας θέλει-να κρατήσει;
να βγαζε, που στο βάθος του ξεχύνει τα νερά της,
λίγο κι αυτό θα ήτανε-γιατί ουτ' αυτό δε φτάνει
σε όποια πέννα για να πει τα κάλλη τ' ακριβά της.
Νύχτα μην έρχεσαι ως εδώ. Άσε το φως να σκέπει
μονάχο ετούτη την κορφή. Εδώ μη γείρεις πάλι.
Για να 'ρχονται άνθρωποι, καθείς την ομορφιά να βλέπει
που στο τσουπί επάνω αυτό με δίχως οίκτο θάλλει.
Να βλέπει χέρι αέρινο, να βλέπει μάτια μέλι
ν' ακούει φωνή που έρωτα γεννάει κάθε της λέξη,
και γλύκα φεύγοντας μαζί να παίρνει όσηνε θέλει
και ομορφιά πρωτόφαντη όσην μπορεί ν' αντέξει.
Νύχτα μην έρθεις πια εδώ... Δε βλέπεις την πλημμύρα
των δώρων που επάνω της εσώρεψεν η φύση
και ότι τόσην εμορφιά και τόσα σπάνια μύρα
ο Αντίλαλος δεν το μπορεί-κι ας θέλει-να κρατήσει;