Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

 ΑΠΟ ΤΑ "ΠΑΛΑΙΘΕΤΑ"

Καίγονταν

Δωμάτιο αγαπημένο
του έρωτά μου κόνεμα και καταφύγιο
του έρωτά μου του θερμού φωλιά
φωλιά του έρωτά μου του άγριου και του γλυκού
και του πικρού και του στιφού έρωτά μου…   
δωμάτιο του έρωτά μου
με το μικρό κρεβάτι στη γωνιά
το κομοδίνο και τη σταχτοθήκη
το τραπεζάκι με το ράδιο
και την καρέκλα όπου έβαζε
και την καρέκλα όπου απίθωνε
και την καρέκλα όπου έβγαζε
τα ρούχα της η αγαπημένη
και κάθε μέρα έπρεπε άλληνε καρέκλα
στη θέση της παλιάς να βάζω
γιατί εκείνη ή καίγονταν στην επαφή
ή πέταγε μαζί τους στα ουράνια.



Απ’ το Πλατύ

Μια μαυρομάτα απ’  το Πλατύ
γεμάτη νάζι περπατεί.
Με το νου χαδολογιέται
και κουνιέται και λυγιέται.

Ας την έφερνε κοντά μου
ως εφύσα θε μου ο μπάτης
κι ας γινόνταν και δικά μου
τα γλυκοκουνήματά της.

Μια μαυρομάτα απ’  το Πλατύ
ρόδα σκορπά όπου πατεί.
Με το μύρο τους πλανιέται
κάποιος νιος κι αποκοιμιέται.




Χιόνι στον Ισημερινό

Πρωτόειδωτες μέρες ξανοίγουν μπροστά μου.
Οι παλιές σε σκότος βαθύ βυθισμένες.
Hμέρες λαμπρές μου σμιλεύουνε τώρα οι αιθέρες-
ημέρες που σ’ άσβηστα φώτα λουσμένες
με μύρα χαράς κι ευτυχίας με πνίγουν.

Εγώ είμ’  εκείνος που ακόμα
ως χτες στο χαμό ήμουν δοσμένος;
που μες στο ζεστό καλοκαίρι
τον κρύο χειμώνα είχα ταίρι;

Εγώ ειμ’ αυτός που ως τα χτες ήμουν ξένος
σε κάθε ανθηρό και χαρούμενο γιόμα;
Ας λείψει λοιπόν από μπρος μου
ας φύγει για πάντα από μένα

η λύπη. Η κρήνη ας στερέψει
του Πόνου-η Χαρά ας με στέψει  
και όσα έχω δάκρυα ως τώρα χυμένα
ζωή τόσες μέρες ευφρόσυνες δος μου.


To κάτεργο

Όσο περσότερο με αγνοεί
τόσο μ’ανάβει το μεράκι
να τήνε δω ένα πρωί
για με να λιώνει σαν κεράκι.

Μα είμαι σίγουρος σα γίνει αυτό
πως τότε εγώ εκείνος θα ’μαι
που την καλή μου θ’ αγνοώ-
ναι, έτσι σίγουρα θε’ να ’ναι.

Λοιπόν μου φαίνεται πως μια
σκλαβιά ειν’ η αγάπη-τίποτ’ άλλο  
και πως δεν ειν’ ο έρωτας παρά
μόνο ένα κάτεργο μεγάλο.


Απ’  το χώμα

Τι θες το γέλιο άνθρωπε
αφού δεν ξέρεις πότε
και πόσο πρέπει να γελάς…
τη λύπη άφησέ την
αφού λυπάσαι πράγματα
που λύπη δεν αξίζουν...

Χαρά, θυμό, αφοσίωση,
έκπληξη, αδιαφορία,
πέταξ’  τα αφού δεν έμαθες
σε ποιόνε να τα δείξεις.

Ύστερα τα ίδια πρόσωπα
που τώρα αξιζουν τούτο
αύριο τ’ άλλο απαιτούν
και πάει πια χαμένο

κι άπρεπο μοιάζει όποιο πριν
αίσθημα είχες νιώσει.
Κάθισε μόνος στη γωνιά
του δωματίου σου κι άσε

ό,τι αισθάνεσαι, εκεί,
στους τοίχους να χτυπάει-
στο πάτωμα να σέρνεται
να πίνεται απ’ το χώμα.



Η πρώτη αγνότητα

Υπέροχο βράδυ.
To βιβλίο γυρισμένο στην πρώτη του σελίδα
τo φεγγάρι στην πρώτη του λάμψη
η θάλασσα στην πρώτη της μαγεία
και συ κλεισμένη στην πρώτη σου αγνότητα.


Με ζώα

Παλιά για να ’βρεις αγκαλιά
παλιά για να ’χεις δυο φιλιά
με την ντροπή είχες να παλέψεις
και τα φιλάκια να τα κλέψεις.

Πριν απ’  τη φλόγα των μελών
είχες τη φλόγα των παρειών
την απαλή πρώτα να σβήσεις
προτού την άλλη να τρυγήσεις.

Μα τη δική της πεθυμιά
’μένα δεν έστερξε καμιά
με τη δική της να ταιριάξει-
ερωτικά να με κοιτάξει.

Τώρα οι κοπέλες η ντροπή
ούτε που ξέρουν τι θα πει
και σαν τα ζώα ζευγαρώνουν
αμέσως μόλις ανταμώνουν.

Έξαψη μόνο την παρειά
την κοκκινίζει τώρα πια
και αγριάδα και βιασύνη
σεμνότη και ντροπή έχουν γίνει.

Έτσι γυναίκειο χάδι εγώ
ούτε και τώρα δεν τρυγώ.  
Κι ούτε καμιά προσπάθεια βάνω:
με ζώα τι έρωτα να κάνω.



Τo κομμάτιασμα του Ορφέα

"Παρ’ το μαχαίρι!
Κόψ’ του το κεφάλι!
Χώρισ’ το από το σώμα
που καμιά γυναίκα
να το χαρεί δεν είχε αφήσει
αφότου έχασε την Ευρυδίκη.
Κόψ’  το!
Βαθιά του χώσε το μαχαίρι!
Και μες στην κίνησή σου όλη βάλε
την πίκρα που μας είχε ποτισμένες:
να τον ποθούμε μεις κι αυτός να φεύγει,  
κι ανέραστος να μένει,
λες κι από μας καμιά γυναίκα η Κύπρι
με ωραίο δεν επροίκισε ένα σώμα
και δεν της έχει δώσει
τέχνες και νάζια της γλυκιάς αγάπης.
Βάλε στο χέρι την εκδίκησή μας
γιατί απρόσεχτες μας είχε αφήσει.

Απρόσεχτη να μένει η γυναίκα...
και πώς ο κόσμος μας θα προχωρήσει;
πώς τ’  άλλο το πρωί θα έβγει ο ήλιος;
πώς θα λαλήσει στο κλαρί τ’ αηδόνι;
Χτύπα λοιπόν! Του πιάνω τα μαλλιά του
και τούτη βάνω τη μεγάλη πέτρα
κάτω απ’ τον ασπροκέρινο λαιμό του.  
Α! Έτσι! Να λοιπόν η κεφαλή σου
που τέτοια σου  λεγε να πράττεις έργα.
Χείλη αφίλητα... μαλλιά και στήθη
αχάϊδευτα απ’  του έρωτα το χάδι...
Τι να σας πω;..
Να πάτε να χαθείτε;
Χαμένα ήσασταν και πριν και τώρα.
Χαμένο ό,τι δε βρίσκει την αγάπη.

Δος το μαχαίρι.
Βγάλ’ του το μανδύα-
όσα κομμάτια του  χουν απομείνει από το ξέσχισμα
που με τα νύχια του εκάμαμε
όσο ακόμα εκείνος ζούσε.
Γύμνωσ’ το στήθος του που σαν μια πέτρα
έχει αναίσθητο πια τώρα μείνει.
Γύμνωσ’ το να το δούμε τώρα κάνε
γιατί τις πλάτες του ξέραμε μόνο.
Γύμνωσ’  το στήθος του να το ξεσκίσω
και να του ξεριζώσω την καρδιά του...  
Καρδιά κι αυτή... κρυότερη απ’  το χιόνι...
Βράχος αν ήτανε θα με κοιτούσε
όταν γυμνή εφάνηκα μπροστά του
τάχα τα ρούχα μου πως είχα χάσει.
Τρίχες πυκνές... κατάμαυρες... λες θέλουν
και πεθαμένον να μας τόνε κρύψουν...
Πάρε το χέρι σου…
Να! Πάρ’  την πρώτη!
Να και τη δεύτερη!
Να και την τρίτη!
Μία για κάθε όχι σου σε μένα.

Ζεστό κι αχνίζει το κορμί του ακόμα…  
Ζέστα κι αχνός που όσο κι αν ποθούσα
δεν μπόρεσα ποτέ μου να τα νιώσω.
Πάρε και τούτη! Αντίσταση πια τώρα
δε θα μου φέρεις. Ότι θέλω κάνω
απάνω στο δικό μου πια κορμί σου.
Να η καρδιά...
φέρε και το κεφάλι...
Ας γίνουνε ψαριών τροφή τα δυο τους  
στη θάλασσα-στο κύμα τα πετάω..."



Έρως κεραυνοβόλος

Μια τέτοιου είδους ταραχή
πρώτη φορά τη νιώθω...
Τι χτύποι εκείνοι της καρδιάς!
Τι χλώμιασμα! Τι μέθη!
Πώς γίναν κρύα τ’  άκρα μου!
Πώς μ’ άδραξεν η ζάλη!..

Και τέλος όταν μπόρεσα
πάλι να κυριαρχήσω
στον εαυτό μου-τι αλλαγή
μέσα μου είχε γίνει-
πώς μ’ είχε κάνει ο έρωτας
παντοτινό του σκλάβο!



Μη γεράσεις ποτέ

Μη γεράσεις ποτέ.
Μην αφήσεις το χρόνο ν’ ασπρίσει τα μαύρα μαλλιά σου.
Μη γεράσεις ποτέ.
Και ποτέ μια γυναίκα πως δε βρήκε ζεστή τη θερμή αγκαλιά σου
μην αφήσεις να πει.

Μη γεράσεις ποτέ.
Η παιδιάστικη φλόγα των ματιών σου ποτέ ας μη σβήσει
κι ότι όλες τις χάρες της ζωής έχεις ζήσει
ποτέ μην το πεις.

Όταν σκύβεις ποτέ
μη σε σπρώχνει το βάρος κάποιας άθλιας καμπούρας
και τα δυο σου τα χέρια
μη γνωρίσουν ποτέ
τη λαβή της μαγκούρας.

Σκύβε μόνο σα θέλεις
λουλουδάκια να κόψεις σε κοπέλα να πας
και μαγκούρα να παίρνεις
μοναχά όταν θέλεις μαγκουριές να σκορπάς.

Αλλ’ απ’ όλα πιο πάνω
μια να είναι η ελπίδα-μια να είναι η ευχή σου-
να μη δεις μια ρυτίδα
να χαράζει κρυφά την ψυχή σου.

Κι αν θα δεις κάποια μέρα
πως αμφίβολες γνώμες σου ζαλίζουν τη σκέψη
κι ότι άλλα πιστεύει η ψυχή
απ’  αυτά που  χε πρώτα πιστέψει-
κι αν θα δεις κάποια μέρα
πως αδύνατο είναι όλα τούτα να κάνεις
μη διστάσεις ποτέ-
το καλλίτερο είναι στη στιγμή να πεθάνεις.



Τώρα
(στη Βάσω του Ελ Εϊ)

Ας πέθαινα τώρα
που ο ήλιος σκορπά τόσο λάμπος.
Ας πέθαινα τώρα
που άνθη γεμάτος ο κάμπος.

Ας χάνομουν τώρα
στο κύμα βαθιά το ζεστό κι απαλό
που έτσι με πνίγει
καθώς το γλυκό σου το στόμα φιλώ.

Ας έσβηνα τώρα
στου έρωτα μέσα την θεία ορμή
που όταν τ’ αγγίζω
με βια ξεχειλίζει τ’ ωραίο σου κορμί.

Ας έλιωνα τώρα
μες σ’  ό,τι απρόσμενα έτσι ποθώ-
πριν τ’ όνειρο σβήσει
βαθιά στον αιώνιο τον ύπνο ας δοθώ.

Ας πέθαινα τώρα
που τρόμος τον λόγο δεν κόβει.
Ας πέθαινα τώρα
που έχουν πεθάνει όλοι οι φόβοι.


Αυτή που αγαπάω

Αυτή που αγαπάω
μαζί μου περπατάει
αυτή που αγαπάω
μ’  αγγίζει-με φιλάει.

Αυτή που αγαπάω
με γλύκα μου μιλάει
αυτή που αγαπάω
στ’  αστεία μου γελάει.

Αυτή που αγαπάω
στα μάτια με κοιτάει  
μα, αυτή που αγαπάω,
αλί-δε μ’  αγαπάει.


To κάτεργο

Όσο περσότερο με αγνοεί
τόσο μ’ανάβει το μεράκι
να τήνε δω ένα πρωί
για με να λιώνει σαν κεράκι.

Μα είμαι σίγουρος σα γίνει αυτό
πως τότε εγώ εκείνος θα ’μαι
που την καλή μου θ’ αγνοώ-
ναι, έτσι σίγουρα θε’ να ’ναι.

Λοιπόν μου φαίνεται πως μια
σκλαβιά ειν’ η αγάπη-τίποτ’ άλλο  
και πως δεν ειν’ ο έρωτας παρά
μόνο ένα κάτεργο μεγάλο.

Ο βωμός

Σαν τους αρχαίους έλληνες έχω κι εγώ υψώσει
ένα βωμό στη μέγιστη την άγνοια μου την τόση   
ένα βωμό που τον κρατώ μες στην ψυχή βαθιά μου-
ένα βωμό στο Άγνωστο και Μέγα ποίημά μου.

Υπάρχει ο άγνωστος θεός-όλα μου το φωνάζουν
και όλοι οι άλλοι μου θεοί το δρόμο του ’τοιμάζουν
ξέρω, σε κάποιο γύρισμα του βίου μου του φαύλου
θα  γροικηθεί λυτρωτική η φωνή του Θείου Σαύλου.


Όπου μας πάνε

Χωρίς ν’ ανήκουμε σε μια ομάδα
χωρίς κουρτίνες στα μάτια εμπρός
της σκέψης άσβηστη πάντοτε η δάδα
το δόγμα αιώνιος για μας εχθρός.

Χωρίς δεσμεύσεις και παραζάλη
το δρόμο παίρνουμε τον καθαρό
κι αν λάθος κάνουμε πάλι και πάλι
δρόμο αλλάζουμε με τον καιρό.

Πολλές προτάσεις να ενταχτούμε
σε κάποια φόρμα ελκυστική
στραβά τα ίσια για να δεχτούμε
και να ’ν’ για μας η ζήση φιλική.

Όμως ελεύθερο το πνεύμα να ’ναι
άλλη ωραιότερη δεν ειν’ χαρά.
Ζητιάνοι να  μαστε κι όπου μας πάνε
τα όνειρά μας τα καθαρά.


Όλα φθορά

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μια αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.

Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
ο βίος είναι μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.

Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία,
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
προς δύο μέτρα χώμα νωπό
κι όλη η ζωή μας μία οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.


Στη Γαλήνη

Από κει όπου ήρθα θα πάω
ως ποτέ να μην είχα
εις τη γη πάνω υπάρξει.-
την ψυχή της ταράξει.

Όλα είναι στην τρίχα
και γι αυτό δε ρωτάω.
Θα βρεθώ σ’ ένα τόπον οικείο
σα βρεθώ στη Γαλήνη

και στο κρύο του Τίποτα
και θα πίνω ηδύποτα
από της Λήθης την κρήνη
σ’  ένα κύπελλο λείο.


Τουλάχιστο

Αν είσαι πάνω και μας κοιτάζεις
λαών τις μοίρες και αν χαράζεις
τότε αλίθωρος πρέπει να ’σαι
μεγαλοδύναμε, ή να κοιμάσαι.

Αν είσαι πάνω και μας κοιτάζεις
ζωές ολόκληρες κι αν ρημάζεις
τότε φιλεύσπλαχνος διόλου δεν είσαι
μεγαλοδύναμε κι ας θεωρείσαι.

Αν είσαι πάνω και μας κοιτάζεις
κι αν έχεις δύναμη να διατάζεις
κι είσαι καλός, πάψε να παίζεις
και τους πιστούς σου να περιπαίζεις.

Μεγάλωσέ μας-δυνάμωσέ μας
δώσε ν’  αντέξουμε στα φοβερά
τ’ άγρια αστραπόβροντα που πανωθέ μας
εξαπολύεις τα φοβερά.

Μ’ απ’ όλα πιότερο αν είσαι αλήθεια
κι αν έχεις άντρα καρδιά στα στήθια,
σε μας τους άντρες δώσε καρδιά
τα χρέη να σ’ κώσουμε τα φοβερά

που συ μας έταξες να βαστούμε.
Μ’ ακόμα αν ίσως-άκου κι αυτό-
μες στη ζωή μας να κουραστούμε
ή να κιοτέψουμε το ’χεις γραφτό,

χωρίς καθόλου να στο ζητήσει,
σε τέτοιον άντρα-δεν είναι δίκιο;-
που συ του στέρησες μια αντρίκια ζήση
δώστου τουλάχιστο θάνατο αντρίκιο.


Τα δυο φιλιά

Περίμενε και θα ’ρθουν δυο φιλιά
θα  ρθούν από μακριά για σένα
στην καυτερή τους την αγκαλιά
να σε τυλίξουν λαχταρισμένα.

To ’να της άγριας αγάπης θα ’ναι
τ’ άλλο του θάνατου το κρύο φιλί
κι έτσι τα δυο καθώς θα σε πονάνε
πες αν μπορείς ποιο καίει πιο πολύ.


Γυρισμός

Του γυρισμού η ευτυχία το βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της δουλειάς
του θάνατου η λύτρωση ένα βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της ζωής.


ΔΙΕΞΟΔΟΣ

Σαν με τραβά η στενοχώρια
και με κατέχει ο θυμός
της φαντασιάς στενεύουν τα όρια
της λογικής φράζει ο ηθμός.

Με βιάση μια τότε ξεχύνω
πα’ στο χαρτί το καθαρό
ποτάμια γράμματα, να πλύνω
τον νου με κάτι δροσερό.

To δροσερό εδώ οι λέξεις
που σαν παιδιά χοροπηδούν
και που μαζί σου όσο τ’ αντέξεις
δε σώνουν να παιζογελούν.

Σιγά οι ιδέες ξανανιώνουν
και αποδιώχνονται οι καημοί
και πάλι οι σκέψεις ξεδιπλώνουν
πάλι καπνίζουν οι βωμοί.

Κι από τον πόνο απομένει
κι εκείνη μόλις αισθητή
μικρή μια θλίψη προορισμένη
κι αυτή γοργά να ξεχαστεί.


Τα μακρινά

Σαν να πετώ σε ουρανού
καινούργιου τους αιθέρες
σαν πια να μην υπάρχουνε
οι νύχτες και οι μέρες.

Σαν να σταμάτησε η ροή
του χαροκλέφτη χρόνου
και σαν η αίσθηση η καυτή
να χάθηκε του πόνου.

Σαν των κρυφών των λογισμών
να στέρεψε η πηγή
κι οι μαχαιριές στα σώματα
δεν κάνουνε πληγή.

Σαν σ’ άνθρωπων παράξενων
τη γη να ’χω βρεθεί
που πάνω της μιαν άφατη
γαλήνη έχει χυθεί.

Σαν να μη ζω πια στων στιγμών
τα δίχτυα που τρομάζουν-
πόσο-α πόσο μακρινά
τα χτεσινά μου μοιάζουν.


Τo καπέλο

Τραβάει το κατσίκι της
μ’ αυτό πισωγυρίζει
χόρτο μοσκομυρίζει
και ξελιγώνεται.

Τα βάζει με την τύχη της
που αντί κυρία να ’ναι
γι αυτήνε να πονάνε,
πρωί σηκώνεται,

και τρέχει να βοσκήσει
στον κάμπο ξένα γίδια,
άγρια να τρώει απίδια
γυμνούλα να γυρνά.

Όχι-άλλο δεν αντέχει
θα κατεβεί στην πόλη
και τη ζωή της όλη
ωραία θα περνά.

Θα ζει με μόδες τότε,
με κρέμες και κραγιόν
κολιέ και μενταγιόν
θα  χει φανταχτερά,

και κάτι που μεθάει
καθώς το σκέφτεται
(γι αυτό προσεύχεται)
καπέλο με φτερά.