Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

 Από τα «ΠΑΛΑΙΘΕΤΑ»

Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω

Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω
καμιά στιγμή της νύχτας ή της μέρας.
Όπως τον μαύρο εκατάτρωγε Οθέλλο
της ζήλειας το αδηφάγο,απαίσιο τέρας,

έτσι και μένα θέλω να κατέχει
για πάντα η στιγμή η ευλογημένη
του τέλους' και η σκέψη μου να τρέχει
μόνο σ’ αυτήν' για τ' άλλα να 'ναι ξένη.

Ποτέ δε θα θελήσω ν' αποτρέψω
το νου από του θάνατου την ώρα
κι όταν τη δω μ' αγάπη θα της γνέψω-
έχω καιρό σκοτώσει την Πανδώρα.

Κάθε ημέρα θέλω να μυρίζω
θανάτου ευωδιές εις τον αέρα
κάθε ημέρα θέλω να σαπίζω
και να πεθαίνω θέλω κάθε μέρα.


To πουλάκι

Ξέρω ένα πουλάκι
μες σ’  ένα κλουβί
θέλει να πετάξει
και σε με να ’ρθεί.

Σύρματα μεγάλα
μου το σταματούν
τα μικρά φτεράκια
πάνω τους χτυπούν.

Κάθε σύρμα έχει
όνομα ηχηρό
κι ένα τείχος πλέκει
γύρω του γερό-

ήθη, κοινωνία,
λογική, αιδώς
κι ανοιχτή ούτε μία
δεν υπάρχει οδός.

Κι αν το ράμφος ξένει
τοίχους και σκεπή
άθικτη απομένει
πάντα η φυλακή.

Ξέρω ένα κλουβάκι
κρύο, μεταλλικό
το μικρό πουλάκι
να λαλεί ακώ

βλέπω το κορμί του
νοιωθω την ψυχή
βλέπω την ορμή του
σε τ’  εμέ να ’ρθεί.

Αχ! Γιατί να υπάρχει
τέτοια κατοχή
και το σύρμα να ’χει
δούλη μια ψυχή;

Αχ! Να μεγαλώσει
Αχ! Να μεγαλώ-
δύναμη να πάρει
τ’ απαλό φτερό

δυο χρονάκια ακόμα
κι αχ! να πεταχτεί
το μικρούλι σώμα
έξω απ’ το κλουβί

κι αχ! και κοινωνία
ήθη, λογική,
σα θα βγει με βία,
να τ’ αφήσει εκεί

Και σε με σα θα ’ρθει
και σα ’ρθεί εδώ
για στολίδι να ’χει
μόνο την αιδώ.

Α! Δυο χρόνια ακόμα
κι α! τρελή χαρά
ξέφραγοι όλοι  οι δρόμοι
κι όλα φεγγερά.

Και θα λοιδωρούμε
μ’ έρωτα κραυγές
όσους να χαρούμε
δεν αφήναν χτες.

Και θα ζούμε αιώνια
με γλυκό φιλί
τ’ ανθηρά μου κλώνια
και το αβρό πουλί.

έξω από το σούπερ μάρκετ

Όταν εβγήκε με τα ψώνια
(πυκνά τα ολόξανθα μαλλιά της)
έβαλε κάτω τη σακούλα
(λευκά τα πόδια τα κομψά της)

και γύρισε και με φωνάζει
(απαλοχάϊδευτη η φωνή της):
"έλα να δεις κάτι αστείο..."
(τα μπλε τα μάτια της μαγνήτης).

Πήγα. Κι ανοίγει τη σακούλα
(σαν να την άνοιξε πνοούλα)
"Κοίτα", μου λέει, "μια πεταλούδα"
(μ’  άλλο αυτό ήτανε που ’δα).

Και αστειεύτηκε-μου λέει:
"Πάλι καλά, δε με χρεώσαν…"  
Σηκώθη. Έφυγε. Γι αυτήνε
φεύγοντας όλα ετελειώσαν.

Για μένα ούτε είχε αρχίσει
ούτε και κάτι είχε τελειώσει:  
αδιάκοπο είναι το μεθύσι
ώσπου στο τέλος με σκοτώσει.


To ποτάμι

Κυλάει το ποτάμι. Ακώ τη βουή του.
Τι δέντρα… τι πέτρες θα σέρνει η ορμή του...
Ακώ τη βουή. Τα νερά του βογκάνε
μουγκρίζουν... βουϊζουν... τι άγριο που θα ’ναι...

Οι άνθρωποι γύρω αδιάφοροι πάνε
γελούν, διασκεδάζουν, μισούν, αγαπάνε...
Και φτάνει εκείνο θολό στην οργή του
κι αυτούς όπως όλα να πάρει μαζί του.

To φως ποιας αυγής δε θα λάμψει για κείνους;
To φως ποιας αυγής δε θα δει πάλι κρίνους
καθώς όλα θα ’ναι για πάντα χαμένα;

Ποτάμι, πριν σβήσεις του νου τους φλογίνους
πυρρούς ποταμούς, που γεννήσαν και σένα
τη νέα τους πάλι προφήτεψε γέννα.



Μια δύση

Μια δύση πέραθε αργογέρνει
πάνω απ’ του λόφου με τα πεύκα
την απαλόκυρτη γραμμούλα-
μια δύση πέραθε αργογέρνει.

Πορφυροντύνονται τα ουράνια
από τις αιμάτινες τις φλόγες
που πυρπολούν την Οικουμένη-
πορφυροντύνονται τα ουράνια.

Α!  Μια ακτίνα μία μες στο λάμπος
το ερυθρό κι εγώ να ήμουν-
στο ερυθρό κι εγώ να ήμουν
το λάμπος μέσα μια ακτίνα...

Ή συννεφάκι πυρωμένο
ντυμένο κόκκινο μανδύα
να ’μουν εγώ μέσα στη δύση-
ή συννεφάκι πυρωμένο…

Τώρα μια σκια μικρούλα είμαι
μες στου φωτός την πανδαισία-
μέσα στις λάμψεις των σελάτων
τώρα μια σκια μονάχα είμαι.



Θα γίνω άραγε

Θα γίνω άραγε τόσο μεγάλος
που να πάψω να ονειρεύομαι;
Θα ’ρθει καιρός που τ’ άλογα
θα ’χουνε χάσει τα φτερά
και θα πατούν γερά στη γη;
Που τα ρυάκια
δε θα μουρμουρίζουνε τραγούδια
τρυφερά κι ανείπωτα στο κύλισμά τους
αλλ’ άχρωμα θα τρέχουν τα νερά;
Που τα χωράφια θα ’ναι χρήσιμα
για να μας τρέφουν μόνο
και τ’  αγριολούλουδα εντός τους περιττά;
Κι άραγε θα ’ρθει ο καιρός τα δυο σου χείλη
να ’ναι δυο χείλη μόνο και τα δυο
εξαίσια σου τα μάτια
δυο μάτια να ’ναι μόνο γαλανά;


Εκστατικές

Κάτι παλιές αγάπες μου θυμάμαι.
Μικρές αγάπες τότε κι έπαιζα μαζί τους.   
Σε κάτι νόστιμες μικρές θυμάμαι
λόγια ερωτικά ψιθύριζα κι εκείνες
εκστατικές ακούγαν κι άφωνες μέναν
ανάμεσα σε δυο φιλιά.
Φαινεται πως θα τα ’λεγα καλά
φαίνεται πως θα ήμουν πειστικός.

Τώρα εκείνες οι μικρές μου περιπέτειες
εκείνες οι μικρές αγάπες μου
πώς με τα χρόνια
αντίς να ξεχαστούν θεριεύουν
και πώς γυρεύουν
στης μοναξιάς τις ώρες να γυρνούνε
κι εκδίκηση να παίρνουνε-
να με τυραννούνε...








Φαντάσου τα

Έλα ζωγράφε και ζωγράφισε
τα χείλη της τα ωχρά
σαν φύλλα πεταμένα στο ποτάμι πολυκαιρινά
και τα μικρά της χέρια
που αφημένα στο λευκό σεντόνι πάνω
μοιάζουν κουπιά μικρής χρυσής βαρκούλας κουρασμένα.

Όμως ζωγράφε να μη ζωγραφίσεις
αντίς για χείλια τους τρελούς σωρούς
των μύριων μου φιλιών που τα σκεπάζουν
κι αντίς για το δικό της δέρμα
το χνούδι του δικού μου του κορμιού
που τηνε ντύνει.
Και μέριασε για λίγο
τη λάβα της λατρείας μου
τα μάτια της για να ’βρεις.

Τα στήθη της ζωγράφε
φαντάσου τα μονάχα
και ζωγράφιστα σα ρόδα
σα ρόδα μυρωμένα
σα ρόδα του πρωιού ατίθασα
σα ρόδα του πρωιού μισανοιχτά.


Με ρόδα

Με ρόδα σου στολίζω μυρωμένα
τα μακριά μαλλια τ’ αγαπημένα.
Χάρου! Ευφραίνου! Βέλος η ομορφιά σου
στο τόξο του παμφάγου Χρόνου. Βιάσου!

Ούτε για πάντα θα ’χεις στολισμένα
με ρόδα τα μαλλιά σου, ούτε εμένα.
Γύρνα δεξά σου κοίτα, έρχεται άλλη
το σκήπτρο από τα χέρια σου να πάρει

και στέμμα της το στέμμα σου να βάλει.
Και γύρισε ζερβά και κοίτα πάλι
τον μαύρο λαοβόρο καβαλάρη
που έρχεται και τους δύο μας να πάρει.


Ασφυκτικά

Βλέπω τις μέρες που εμπρός-
εμπρός μου στέκουν κι όχι πίσω.  
Εκείνες είναι ο εχθρός-
αυτές μπροστά μου θ’  απαντήσω.

Για κείνες θρήνος από πριν
αρμόζει-θρήνος από τώρα.  
Σε κείνες ζουν όλα τα "πλην"
και τα θεριά τα χαροβόρα.

Σ’ όλες τις μέρες της ζωής
ήτανε τ’ άγρια μοιρασμένα
μα σα μια μέρα σβήσει, ευθύς
όσα θεριά κρατεί κρυμμένα,

στου μέλλοντος θα στριμωχτούν
τις άφαντες ακόμα μέρες
και τώρα οι μέλλουσες κρατούν
και κείνων όλων τις φοβέρες.

Κι όλο και πιο ασφυκτικά
γεμίζει πόνο κάθε μέρα
κι όλο και πιο αναιμικά
έχουμε μεις φως και αέρα.

Ώσπου τη μέρα τη στερνή
ασήκωτο μολύβι ο Πόνος
λάμα στο στήθος να χωθεί
και να σωθεί για μας ο Χρόνος.

Η κατάκτηση

Γη τόσα χρόνια προσπαθώ δική μου να σε κάνω
μα δεν μπορώ. Μες στο υγρό στοιχείο σου σαν μπαίνω
ή θα ’μαι καρυδότσουφλο στα κύματά σου επάνω
ή κρύο θα ’ναι και απέ αμέσως αρρωσταίνω

Αν στα βουνά σου ν’ ανεβώ ο δόλιος προσπαθήσω
πρέπει καλά να με φυλάει ο φύλαξ άγγελός μου
γιατί έτσι και στα βράχια σου τα μυτερά γλιστρήσω
δε με γλιτώνει απ’ αυτά η τύχη όλου του κόσμου.

Κι όλα το ίδιο: σα βρεθώ μες σ’  έρημο διψάω,
στα χιόνια και στους πάγους σου αμέσως ξεπαγιάζω,
στο φως του ηλιού σου καίγομαι, κι αυτό που ’ναι να φάω
πρέπει από μέσα σου με ιδρώ και μ’ αίμα να το βγάζω.

Απ’ τα δεντράκια θέλησα που πάνω σου φυτρώνουν
ν’ αρχίσω την πολύπαθη για με κατάκτησή σου-
με τις ριζούλες που γερά στα σπλάχνα σου απλώνουν
να στείλω σήματα ζεστά για με μες στην ψυχή σου.

Μα οταν πάνω τους βρεθώ και πάω να τους μιλήσω
φυσάς και ο αέρας σου με στελνει κάτω πάλι
και πάνω σου αναγκάζομαι πάλι να περπατήσω
κάπου αφού πρέπει να πατώ και γη δεν έχω άλλη.

Κι έτσι τα χρόνια φεύγουνε-συ μια κακή ερωμένη
που απρόθυμα με ανέχεσαι κι εγώ ένας άθλιος πλάνης
που πρέπει τα καπρίτσια σου όλα να υπομένει
και από πριν να σου σχωρνά ό,τι κακό κι αν κάνεις.

Κάτι μου λέει όμως πως η μέρα πλησιάζει
που τέλος το αβάσταγο θα πάρει αυτό παιχνίδι   
πως να! σε λίγο η κακιά η μοιρα μου αλλάζει
καθώς το δέρμα το παλιό αλλάζει ένα φίδι.

Κάτι μου λέει πως γρήγορα σε μένα συ θα δώσεις
τη χάρη της κατάκτησης ολόκληρης της Πλάσης:
τα ωχρά και κρύα χέρια σου σε μένα πως θ’ απλώσεις
και το νεκρό μου το κορμί με πάθος θ’ αγκαλιάσεις.


Σβηστά

-Γιατί σε χάδι δεν απλώνεις
χέρι; Γιατί στόμα πικρό
όταν μιλάς μόνο πληγώνεις;
Λόγο γιατί δε λες γλυκό;

Τόσα θερμά η ψυχή που κλείνει
τάχα γιατί να μην τα λέει;
Γιατί χαρά ούτε σ’  άλλους δίνει,
γιατί κι αυτή στο δάκρυ πλέει;

Φωνή γιατί βραχνή να βγαίνεις;
Μάτι γιατί κοιτάς σκληρά
και την ψυχή δεν αλαφραίνεις
και την καρδιά πονάς βαθιά;

-Φόβος μας δένει και μας έχει
σφιχτά, αμίλητα, κλειστά.
Φόβος μεγάλος μας κατέχει
και μας κρατεί κεριά σβηστά.

-Σπάστε το φόβο. Κλείσετέ τον
αυτόν αντίς σας φυλακή   
κι εκεί για πάντα αφήσετέ τον
και σεις εβγείτε από κει.

Και αντηχήστε μες στη ζήση
μιαν απαλόσυρτη φωνή
και αδερφώστε με τη φύση
που λείποντάς της σεις πονεί.

-Σώπασε μη σ’ ακούσει ο φόβος
και μας κλειδώσει πιο βαθιά
και το σκοτάδι γίνει ζόφος
και μας λιανίσουν τα σπαθιά.

Σώπα και κάθισε μαζί μας
ως να ’ρθει η ώρα η στερνή
που τότε μόνο η φυλακή μας
λεύτερος κάμπος θα γενεί.

Τότε-α-τότε ό,τι κλειούμε
στα σωθικά μας-ό,τι κλεις
πλέρια τριγύρω θα σκορπούμε
κι όλα μ’ αγάπη θα φιλείς.

Σώπα! Πολλά ’χουμε μιλήσει.
Τα λόγια ετούτα τα στερνά
ας είναι που έχουμε ψελλίσει.
Σώπα! Ο φόβος κυβερνά!



Η πέτρα και το χορτάρι

Η πέτρα περφανεύονταν
στ’ άγουρο χορταράκι:
"Χρόνια χιλιάδες μ’ έπλασαν.
Σε τούτο το ρυάκι

που τώρα μέσα βρίσκομαι
χιλιάδες πάλι χρόνια
για να χαθώ χρειάζονται.
Σύ μες στην καταφρόνια

της μονοετούς σου ύπαρξης
για λίγο θε να ζήσεις
κι ύστερα θέλεις η δε θες
απ’ τη ζωή θα σβήσεις."

Κι έτσι στην πέτρα απάντησε
το πράσινο χορτάρι:
"Και αν το θέρος φεύγοντας
μαζί του θα με πάρει

όμως η άνθινη Άνοιξη
πάλι θα μ’  αναστήσει
όταν με τ’ άγια μάγια της
τις ρίζες μου ποτίσει.

Κι έτσι ατέλειωτα θα ζω
για πάντα κάθε χρόνο
όταν θα μένει από σε
η ανάμνησή σου μόνο.

Κι ακόμα ετούτο άκουσε-
οκνό εγώ δε μένω
και δεν αντριεύω δέχοντας
στη ράχη μου ό,τι ξένο

θα τύχει ν’ αποθέσουνε
διαβαίνοντας οι άλλοι
όσο κι αν είναι αυτοί μικροί
όσο κι αν ειν’ μεγάλοι.

Εγώ μοχθώ ασταμάτητα
κι ακούραστα δουλεύω
και με του σκότους τα θεριά
ολοζωής παλεύω

κι ό,τι οι αιώνες πάνω σου
σιγά σιγά αποθέτουν
κι άβουλη έτσι κι άτολμη
κι άζωη σε συνθέτουν

τα παίρνω εγώ μονάχο μου,
τα τρίβω, τα μερεύω
τ’  αλέθω μες στις ρίζες μου,
τα σκίζω, τα παιδεύω

τα πελεκώ ν’ ασπρίσουνε
τα λιάζω να ξανθίνουν
τα πλένω με τα δάκρυα μου,  
κι αφού δικά μου γίνουν

με κείνα τ’ ανεμότρεμο
λιανό κορμί μου χτίζω
και μόνο μου ανασκώνομαι
και μόνο μου καρπίζω»






Με πατούνε

Μακριά από τους ανθρώπους δεν τολμάω
τους άσπλαχνους κι αδίσταχτους να ζήσω
μακριά από τους ανθρώπους που αγαπάω
δε γίνεται να φύγω-να χωρίσω.

Κι αφού στην κεφαλή τους δε με θε’ νε
και λεν ότι στη μέση τους στενεύω
κι αφού και στην καρδιά τους όπως λένε
αντί να τη μερεύω την παιδεύω

στο πέλμα τους μονάχα το τριζάτο
εβρήκα να κρυφτώ-κι ως περπατούνε
και φέρνουν τον πλανήτη άνω κάτω
με λιώνουν-με σκοτώνουν-με πατούνε.