Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

 

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ
(L. A.)

Αρίζωτοι στη νέα κι απ' την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη.

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα…"-
όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη,
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.

 DUKAKIS FOR PRESIDENT

«YOUR ATTENTION PLEASE! Ο Κυβερνήτης τα κατυστερήσει. Αντί οκτώ τα έρτει εννιά. Ευκαριστώ.»

Ψευδείς διαχύσεις. Η κυρία Φλόκα προς τη Μαίρη:
«ΗOW ARE YOUOYOYOY?»
«Καλά-πολύ καλά-ποιά είστε;»

Στο πέτο του καθενός το όνομά του.
«Γιατί βάζετε το όνομα στο πέτο σας;»
Έκπληξη.
«Μα πώς θα ξέρουμε με ποιον μιλάμε;..»

Η οδοντίατρος έρχεται κρατώντας τη μηχανή της τη φωτογραφική.
«Να σας πάρω μία φωτογκραφία τους δυό σας;»
«Οχι ευχαριστώ.»
Δυσφορία.

Ο εργοστασιάρχης πλησιάζει.
«Να σας συστήσω… από δω…
κι από 'κει…  Έχασα τη μητέρα μου.
Μου άφησε όμως τρεις έκρες γη… Ο πατέρας μου πέθανε από πολλές μικρές συγκοπές.»
Αμηχανία.
«Έτσι είπαν οι γιατροί…»

Ώρα δέκα. «YOUR ATTENTION PLEASE!  Ο Κυβερνήτης είναι εντώ, στο ξενοντοχείο. Μόλις έφτασε. Σε πέντε λεπτά τα είναι κοντά μας.  Ευκαριστώ.»

Ο γιατρός που χρωστάει τη φήμη του
Στον τρόπο που μιλεί στον άλλο μπροστά σε τρίτους : σκύβει στ’ αυτί του
και του λέει τα πιό ασήμαντα πράγματα με ύφος συνωμοτικό.

Και η κυρία Σάλια, αγνώστου ονόματος και επωνύμου.
στον δικηγόρο της παρέας:
«Ώστε παντρεύτηκες!  Πως δεν μας κάλεσες…»
Στο πρόσωπό του σε κάθε «πι» σάλιου ριπή.

«Αυτός τι είναι με την κονκάρδα στο πέτο;»
«PRESS»
«PRESS»;
«PRESS»!

PRESS
PRESS
PRESS
Για δες!

PRESS
PRESS
PRESS
Τι τα θες…

PRESS.

"Πώς γέρασε έτσι  αυτή;"
"Μην ξεχνάς, έχεις να τη  δεις δέκα τέσσερα χρόνια."
«Ναι, όμως γέρασε."

Κάπου από το βάθος.
"Εγώ το σύζυγό μου τον παρατάω και  βγαίνω!"

Το CHANEL SEVEN  μαζεύει  τα σύνεργα του. «IT IS TOO LATE.»  «BUT WHY?»  «WE HAVE TO BE BACK FOR MIDNIGHT NEWS»

Ώρα δέκα και σαράντα πέντε.
«YOUR ATTENTION PLEASE!  Ο Κυβερνήτης κατεβαίνει από το ντωμάτιό του. Ευκαριστώ».

Ώρα δέκα και πενήντα.  Ο DUKAKIS (FOR PRESIDENT)
μπήκε (χλωμός και) κουτσαίνοντας.


 Ο ΣΚΥΛΟΣ

Μένει εδώ κοντά τελευταία ένας σκύλος
που 'χει την ουρά διπλωμένη στα σκέλια.
Στ' άλλα τα σκυλιά δε μετράει για φίλος
κι είναι η γειτονιά της ζωής του η εμβέλεια.

Άτολμα κοιτά. Σιωπά. Δεν δαγκώνει.
Σαν σκυλί κι αυτό δεν λερώνει τους στύλους.
Τρώει μοναχά -σ' άλλου βιος δεν απλώνει-
ό,τι αφεθεί απ' τους άλλους τους σκύλους.

Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που με θάνατο μοιάζει;
Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που τον τρόμο τρομάζει;

Ή να είναι αυτή μια ζωή υποταγμένη-
μια βαθιά πληγή που ματώνει τα στήθια-
ή να είναι αυτή μια ζωή υποταγμένη-
μιαν ανημποριά που 'χει γίνει συνήθεια;

A! To μυστικό θα το πάρει μαζί του
ο που την ουρά διπλωμένη έχει σκύλος-
ένα μυστικό που για τη φύλαξή του
μέγας κι ιερός αναλώθηκε ζήλος.

 ΝΕΚΡΟΚΕΡΙΝΗ
(L. A.)\

Σ' αυτό τον τάφο που άνοιξαν
οι κάτοικοι οι πρώτοι
μες στα υγρά του σκότη
τι να 'κρυψαν-τι να 'ριξαν;..

Ποτέ μου δεν εζήτησα
να γίνω τυμβωρύχος
μ' αφού το θέλει ο στίχος
τον τάφο τον εσύλησα.

Μέσα η Αγάπη κλείνονταν.
Με βιάση πεταμένο-
με σύρματα δεμένο
τ' αβρό κορμάκι εκείτονταν.

Κι αντίς γι Αγάπη αέρινη
που ήξερα εκεί πέρα
βρήκα σ' αυτή την ξέρα
μια Αγάπη νεκροκέρινη.

Στ' άσαρκο πλάϊ λείψανο
το σώμα μου ξαπλώνω,
μα πάλι μένει μόνο
και πάλι αξεδίψαγο...

 ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ…
(L. A.)

Αγαπημένοι φίλοι μου για με μη βάζετε έγνοια.
Καλά περνώ στην ξενιτιά-πρόβλημα εδώ κανένα.
Εξέφυγα από τα μικρά κι από τα τιποτένια.  
Σας ξαναλέω: μη γνοιάζεστε-μη σκέφτεστε για μένα.

Στο εργοστάσιο του ατσαλιού έχω σαράντα εργάτες.
Ό,τι διατάξω γίνεται. Με λογαριάζουν όλοι.
Έχω τους πλουσιότερους εμπόρους για πελάτες.
Είμαι γνωστός και σεβαστός σ' ολόκληρη την πόλη.

Τρία αυτοκίνητα κρατώ κι ένα έχω παραγγείλει
απ' τα μεγάλα κότερα, για βόλτες στα πελάγη
που καίει δεκάξι τάλιρα σ' ένα μονάχα μίλι,  
για να ξεφεύγω απ' της στυγνής ρουτίνας τα τενάγη.

Μες σε ντουλάπες δρύινες με ασημένια φύλλα
για να ταιριάζουν μ' όλες μου τις ψυχικές διαθέσεις
έχω κοστούμια αμέτρητα με χρώματα ποικίλα.
Ναι! Ζω μια ξέχωρη ζωή με πλούτο και ανέσεις.

Η μέρα σπρωχνεται εύκολα. Τη νύχτα κουρασμένος
κοιμάμαι αμέσως. Αύριο, πρόγραμμα ίδιο πάλι.
Γι αυτό σας λέω, προβλήματα δεν έχω-ορισμένως
εγλίτωσα απ' το άσχημο που 'χα εκεί πέρα χάλι.

Όλα καλά. Μονάχα να… υπάρχουν κάτι βράδια,
καθώς αυτά τα βροχερά βράδια τα ρημαγμένα,
που όπως τα ψάρια σπαρταρούν πιαστά στα παραγάδια
κι ο ταύρος ο δικέρατος πεσμένος στην αρένα,

έτσι εντός τους σπαρταρούν κάτι ψυχές θλιμμένες.
Κάτι βραδιές που τις βαθιές κουτάλες τους αρπάζουν
οι υπηρέτες του Θεού που πίσσα ειν' αλειμμένες,
με φόβο τις γεμίζουνε και μέσα τις αδειάζουν

στις θλιβερές έτσι ψυχές αυτών που ζουν στα ξένα.
Τέτοιες βραδιές που μέσα τους η ελπίδα δεν αντέχει-
τέτοιες βραδιές -πώς να την πει την πεθυμιά η πέννα...
να!.. θα 'θελα να ήμουνα κοντά σας όταν βρέχει…


 Η ΦΙΛΗ
(L. A.)

Είχα μια φίλη που έφυγε απ' την Ελλάδα όταν
η ελπίδα μες στα μάτια της ακόμα αναπαυόταν,
και πήγε στην απόμακρη και πλούσια Αμερική.

To πρόσωπό της έλαμπε από ζωή και φλόγα
Τα βράδια ο ήλιος κούρνιαζε στου στήθους της τη ρόγα
και φως και ζέστα εμάζευεν ολονυχτίς εκεί.

Κι έφυγε. Και μας άφησε να κλαίμε στη φυγή της.
Και παίρνοντας τα όνειρα και τη χαρά μαζί της
ξεδίπλωσε ολόλευκα πανιά στον κρύο αγέρα.

Κι ακόμα όταν έφτανε στην ξένη γη το πλοίο
αυτή γελούσε ολόδροσα σαν ενα ακόμα αστείο
να 'ταν και το ταξίδι της κι η ζήση εκεί πέρα.

Τριάντα χρόνια πέρασαν και το 'φερε η μοίρα
κι όπως αυτή, έτσι κι εγώ, τους ίδιους δρόμους πήρα.
Και ζήτησα όταν έφτασα τη φίλη μου να δω.

Μα αντίς γι αυτή με στείλανε σε άψυχο ένα σώμα
που ας με γνώρισε αυτό, εγώ και τότε ακόμα
ενόμισα πως λάθεψα και πήγα σ' άλλη οδό.

Εγώ θυμόμουν με χαρά και φως να 'ναι γεμάτη.  
Τώρα κενό κι ανέκφραστο με κοίταζε το μάτι
κι άχρωμη μια κι αγνώριστη μου μίλαγε φωνή.

Κι αυτή φαινόταν να 'τανε μ' όλα τα γύρω ξένη
Μηχανικά εβάδιζε και σαν υπνωτισμένη-
και μαραμένο έμοιαζε δεντρού ενού κλωνί.

Χίλιες φορές καλλίτερα να την κατείχε η θλίψη
ή στην ψυχή της άκλειστες πληγές να είχε ανοίξει
του Πόνου το μαχαίρωμα-της Λύπης η κραυγή,

παρά που ήταν σαn σβηστός λύχνος που ακόμα σβήνει
ή σαν κορμί που ακόμα ζει αν και δεν έχει μείνει
τίποτα πλέον ζωντανό εντός του για να βγει.

Και όταν μιαν ανθρώπινη ελπίζοντας να δρέψω
ματιά, το έλος τόλμησα λιγάκι ν’ αναδέψω-
κι όταν τοn λόγο έφερα στην τοτινή χαρά,

ένα τρελό που τράνταζε τα μαραμένα στήθη-
ένα τρελό κι απόκοσμο γέλιο μου αποκρίθη
σαν χίλια όρνια να 'κρουαν τα μαύρα τους φτερά.

 ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ
(L. A.)

Στο σκοτεινό κελί όπου κλεισμένος είσαι
υπάρχει μία πόρτα μυστική
που ανοίγοντας
σε δίνει έξω
στον φωτεινό κόσμο.

Υπάρχει μια πόρτα.

Μπορεί,
σκέφτεσαι,
κάποιο κουμπί να την ανοίγει.
Ή πάλι να προσμένει μία λέξη
ν' ακούσει, και συντρίμμια
στη δόνηση που εκείνη θα της φέρει
να σωριαστεί.

Και σηκώνεσαι
και ψηλαφάς τον τοίχο
και μαγικές λέξεις ζητάς.

Όμως μόνον ακινησία
και σιωπή αν γίνεις
η πόρτα όχι μόνον, μα και οι τοίχοι
θα γκρεμιστούν
και όλα φως τότε και ζωή θα είναι.

 TO ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
(L. A.)

Αχ! Πόσο το ’θελα αυτό τ’ ωραίο δαχτυλίδι!
Ένα κενό τα μέσα μου που γέμιζε, γεμίζει.
Kαι όπως στον παράμεσο τυλίγεται σαν φίδι
η σιγουριά που μου γεννά το νου μου τον ζαλίζει.

Έχω κι εγώ επάνω μου ένα πράγμα που να λάμπει
κάτι που δίχως να 'ξερα το είχα ανάγκη τόσο.
Κάτι που μες στη ζήση μου αδιάσπαστα θε να 'μπει-
κάτι που άφοβα μπορώ δικό μου να το νιώσω.

Τώρα μετά από  από τη δουλειά στο σπίτι μου τραβώντας
από μακριά σα με θωρούν οι νέοι οι ταλαντούχοι
θα λεν απ’ τη μαστούρα τους απότομα ξυπνώντας «μάγκες, ο τύπος έρχεται το δαχτυλίδι που ’χει»

Κάτι ζεστό το χέρι. μου αγγίζει επιτέλους.
Κάτι κοντά μου είναι πολύ-με συντροφεύει κάτι
και μοιάζει αυτή μου η αίσθηση να ’ναι η αρχή του τέλους
των συφορών που ολοζωής μου σκότιζαν το μάτι.

Με το λευκό του δέρματος ταιριάζει ανυπερθέτως
και με το σχήμα του χεριού αδιασπάστως δένει.
Ω! Φίλοι! Μες στη ζήση μου κάτι θ' αλλάξει εφέτος-
κάτι θαρθεί αγαπητό-χαρά με περιμένει...

Τώρα η γυμνότης των χεριών δεν ενοχλει-ωρισμένως
κάτι έπρεπε οπωσδήποτε σ' αυτή τη θέση να 'ναι-
πάντα μού ήταν άφιλα κι εγώ τους ήμουν ξένος'
τώρα η φιλιά κι η γνωριμιά τους δύο μάς μεθάνε.

Ω! Τα χρυσά-τα μαγικά-τα λάγνα δαχτυλίδια!
Πώς τη χαρά την άπιαστη χειροπιαστή μας δίνουν!..
Ω! τα χρυσά-τ'αστραφτερά-τα λαμπερά στολίδια!-
ως και τα ράκη της ψυχής μπορούνε να ομορφήνουν.


 I RECEIVED A LETTER
(L. A.)

Δεν ξέρω ποιος μου το 'στειλε-δε γράφει.
Μα είναι οπωσδήποτε για μένα.
Ζωγραφισμένοι πάνω του δυο τάφοι,
κι άταφα δυο κορμιά τυμπανισμένα.

Λιβάνι αντίς αρώματα μυρίζει
και το 'φερε ψηλός μαυροντυμένος.
To νου μου απορία δεν βασανίζει-
δεν είμαι με το γράμμα ετούτο ξένος.

Χαμένη ήταν η ζήση κι χαρά μου
και σήμερα νεκρές μου τις γυρίσαν.
Αργήσανε να φτάσουνε κοντά μου
και βέβαια τα κορμιά τους εσαπίσαν.

 ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ
 (L. A.)

Στης αγοράς τη χλαλοή
που κάθε μέρα συντυχαίνω
ένα γελάκι ευτυχισμένο
μου ’δωσε σήμερα ζωή.

Μέσα στο κάρο μου εγώ
εξαφνικά της είδα έξω  
κι ως δεν μπορούσα εκεί να τρέξω
κινώ το χέρι και γελώ.

Αυτή με βλέπει και γελά
και μου κινεί κι αυτή το χέρι-
για μια στιγμή γλυκό μου ταίρι
μέσα στη μέρα που κυλά.

Κι ως μες στον κόσμο να χαθεί,
η μαυρομάτα μου γελούσε,
ενώ η χαρά μέσα μου ανθούσε
κι είχε η λαχτάρα απλωθεί.

Και πάλι ακούστηκε η φωνή
που ανοιγοκλείνει την παγίδα:
"Καραγκιοζάκι πήδα! πήδα!
σου ετραβήξαν το σκοινί!"

 
Ο ΜΑΞ
(L. A.)

Ο Ρότζερ ο Κούτζο κι ο Μαξ
καλά μας φυλάγουν εμάς.
Κι ενώ μες στον ύπνο δοσμένοι
κοιμόμαστε εμείς κουρασμένοι
ξυπνάμε καθώς εναλλάξ
γαυγίζουν ο Κούτζο κι ο Μαξ.

Εσχάτως τον δόλιο τον Μαξ
τον χτύπησε μ’ όπλο ένας βλαξ
και παν τα παλιά του τα κλέη
και τώρα τα λοίσθια πνέει.  
Και είναι το τραύμα διαμπάξ
που τώρα σκοτώνει τον Μαξ.

 ΞΕΦΤΑ
(L. A.)

Τα πρωινά, σαν οι φωνές κοπάσουν των πραγμάτων
κι ακόμα πριν καλά καλά η ηχώ τους να σβηστεί
έρχεται η ώρα των πολλών μικρών πικρών θανάτων
την πόρτα της ανίας μας να κρούσει την κλειστή.

Σαν βόμβος από μέλισσες, σαν μούρμουρο ρυακιού
διαβαίνει από μέσα μας και στους ανέμους πάει
και κάποιο ρίγος μας περνά σαν παίξιμο ματιού
μες στις αισθήσεις μας καθώς τυφλά φτεροκοπάει.

Κι ως βγαίνει από μέσα μας κάτι μας έχει πάρει
κι η μέρα μας πιο άχρωμη κι ασήμαντη αρχινά,
όπως η μέρα μιας κλωστής που από το κουβάρι
χρόνια κομμένη, όλο και πιο καθημερνά ξεφτά.


 Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
(L. A.)

Σεπτές ακροβασίες.
Ανυπέρβλητες.

Πουλί εκεί επάνω δεν περνά.  
Η σκιά των αγγέλων πέφτει μόνο
εκεί που ακροβατούν οι αντίστροφοι,
εκεί που οι μετανάστες κροταλίζουν.

Ανάμεσα ελπίδας και φρίκης
γερά δεμένο το γλιστερό σκοινί.
Ανάμεσα γλυκού και φρούτου
ο πικρός λόγος χτυπάει.

Ο κόσμος κάτω αδηφάγος καραδοκεί.
To ακόντιο κοίλο και μέσα του
η σιδερένια μπάλα ελεύθερη
(απ' την κουζίνα μυρίζει τσιγαριστό κρεμμύδι).

Ο ακροβάτης παίρνει στα χέρια του την ψευδή ράβδο.
Μήκη ασύστατα εκτείνονται κάτωθέ του.
To ύψος ζαλίζει.
Μορφές αγαλμάτινες μαρμαρικές αιωρούνται-
φαντάσματα άσπρα και βαριά
μια σαθρήν εντύπωση στερεότητας εγκυμονούντα.
Σε κάθε πόδι του
δυο μαχαίρια εκκωφαντικά γυαλίζουν.
Ανάμεσά τους στάλες αιμάτινης βροχής.

Χτες ήταν η Joyce.
Σήμερα απλά η waitress.

Μα πιο πριν
λουλούδια στα μαλλιά,
η γη στέρια,
κι η ράβδος ήτανε παιχνίδι σιωπηλό.
Μα πιο πριν
τα χέρια αγαπημένα κεφάλια αγγίζανε
και το αίμα ήταν στη θέση του.
Μα πιο πριν
ειρηνικές φέτες ψωμιού τα μαχαίρια χώριζαν
και τα σκοινιά μετρούσαν την αγάπη.
Οι μέρες ράγιζαν σαν ρόδια
που σκάζουν μπρος σε κάποια πόρτα σφαλιστή
πριν μπει το πόδι μέσα για το πρώτο καλωσόρισμα.

Μα τότε ήταν άλλες εποχές.
Τα δέντρα υψώνονταν αγόγγυστα.
Το φως αβίαστα εφύτρωνε κάθε πρωί.
Τo χώμα στην αυλή ασβεστωμένο.
Μήλα στο πανέρι χρυσορόδινα.
Μέσα στις γλάστρες οι βασιλικοί ανέμιζαν αέρα μυρωμένο.
Ο ποδόγυρος του φουστανιού των κοριτσιών
σελήνη εθύμιζε αναίσχυντη και ιλαρή.

Λαχτάριζε τότε το βλέμμα-
όλα βλέπεις ήταν καινούργια...
τότε... τότε...
Κι αυτό που κάνει τώρα
εκστατικά τότε το κοίταζε από κάτω.
Κι ούτε φαντάζονταν ποτέ ότι θα 'ρχόνταν κι η σειρά του-
λες και το στόμα που 'λεγε τους αριθμούς
αυτόνε δε θα τον μετρούσε
ή ο δικός του αριθμός θα είχε κάπου παραπέσει.

Μα η καθυστέρηση άλλο τώρα
δεν ωφελεί.
Πρέπει να πέσει.
Πρέπει να τον λιανίσει του ανέμου το σπαθί
ολοσχερώς.

Λοιπόν,
φίλοι,
καλήν αντάμωση.


 GALINA…
(L. A.)

Αν ήξερες Galina
πώς φέγγει ο ήλιος κάθε πρωί...

Τα ξανθά μαλλιά των μικρών κοριτσιών παίρνει
και μ' αυτά υφαίνει το στεφάνι του.
Τον πόνο παίρνει των ευκάλυπτων
φλόγα τον κάνει και μας πυρπολεί.

Με τις εκτεταμένες αγωνίες μας αχτίδες μάς τοξεύει.
Από τη φλόγα μας καιγόμαστε Galina...

 ΤΑΝΙΑ ΚΑΙ ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ
(L. A.)

«Έτσι, στην πρώτη μανούβρα που έκανα-
στην πρώτη απόπειρα για να παρκάρω
μου έβαλε ξαφνικά τις φωνές:
ηλίθια, βλάκα, ανόητη,
αφού δε νογάς τι ανεβαίνεις στο αμάξι;
Τα είδες Τζωρτζ και συ.
Βέβαια δεν κατάλαβες τι λέει
μα άκουσες τις φωνές και είδες τις χειρονομίες του».

Στην πρώτη απόπειρά της να παρκάρει
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη.
Χωρίς αιτία, βάζοντάς της τις φωνές
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη ο Γκρέγκορυ την Τάνια.
Φωνάζοντας κι αισχρά χειρονομώντας
την έβρισε ηλίθια βλάκα και ανόητη.

«Οι φίλοι μάς περίμεναν, το ξέρεις Τζωρτζ,
στο BOWL-απ' το σπίτι
έτσι είχαμε μαζί τους συνεννοηθεί. Κι αυτός
με πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσω
γιατί δεν ξέρω λέει να οδηγώ-
και μ' έβρισε ταυτόχρονα ηλίθια και ανόητη και βλάκα».

Οι φίλοι τους περίμεναν στο BOWL
(έτσι είχαν απ' το σπίτι συνεννοηθεί)
κι εκείνος σημασία μη δίνοντας σ' αυτό
την πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει όταν εκτίμησε
ότι αυτή καλό δεν έκανε παρκάρισμα.

«Τζωρτζ σου ζητώ συγνώμη για το φέρσιμό του.  
Χάλασες τη βραδιά σου και το ξέρω.  
Λυπάμαι Τζωρτζ γι αυτό μα τι να έκανα,
Έπρεπε να γυρίσω αφού μου είπε.
Αν δεν το έκανα ήταν ικανός να με χτυπήσει».

Την είπε ηλίθια βλάκα και ανόητη ο Γκρέγκορυ την Τάνια
απέξω από το BOWL όπου οι φίλοι τούς περίμεναν
και την επρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει.
Κι αν τον παράκουγε ήταν ικανός να τη χτυπήσει.

 ΑΒΑΝ, ΤΟ ΣΥΜΠΟΝΕΤΙΚΟ
ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
(L. A.)

Παίρνεις πού και που και μας ρωτάς
Τι γινόμαστε, πώς είναι η υγειά μας
Και ημερολόγιο κρατάς
Για γενέθλια και για ονόματά μας.

Στης ηπείρου αυτής την απονιά
Που τρυπάει τις ψυχές και σκι’ τα στήθη
Σαν ζεστή πονετική γωνιά,
Άβαν το ενδιαφέρον σου για μας εστήθη.

Και, Αβαν, μας φυλάει σαν αδερφή
Και καλή σαν μια μας σκέπει κι άγια μάνα
Η αγγελική σου η μορφή
Και το ζείδωρό σου που μας δίνεις μάννα.

Ο θεός που βλέπει από ψηλά
Και σε βλέπει τις πληγές μας να γιατρεύεις
Ας σε ευλογεί κι ας σε φυλά-
Άσκοπα τα ιάματά σου δεν ξοδεύεις.

 ΟΙ ΑΓΕΝΝΗΤΟΙ ΦΙΛΟΙ
(L. A.)

Φίλοι από ανθρώπους που είν’ αγέννητοι
μες στης πικρής καρδιάς μου ζουν τα φύλλα.

Από ανθρώπους λέω που δεν γεννήθηκαν.
Που μες στην ιστορία της γης μας της πολύδωρης
το φως δεν είδανε της μέρας.

Από αναμέσο τους προβαίνουν μύστες,
προβάλουν γίγαντες αδερφοσύνης-
της ανθρωπιάς ορόσημα και της αγάπης.

Από αναμέσο τους προβαίνουν
Άνθρωποι που τη γη δεν την ντροπιάζουν.
Που ένα λαό απ’ όλους πλάθουνε.
Λαό που δεν διψά για δόξα ή πλούτη.
Έναν λαό ανθρώπινο μονάχα
που πλούτος του το ασήμι της Ομόνοιας
και δόξα του το μάλαμα της Γνώσης.

Γεννιούνται άνθρωποι όπου ακλουθάνε
όχι αρχηγούς κρατών ματοβαμμένους
αλλά παγκόσμιας ευτυχίας ταγούς.
Γεννιούνται άνθρωποι διάφοροι απ’ όσους
μέχρι τα τώρα φάνηκαν στο φως.

Με το μυαλό τους με ιδέες πλεγμένο
και την καρδιά τους από γης πηλό.

Που για όλους τους τα δίνει όλα η γη τους
και με σοφία τα δέχονται αυτοί.

Οι φίλοι αυτοί τον νου μου διαφεντεύουν.
Αυτών η απουσία τον τυραννά.
Τέτοιοι άνθρωποι τη σκέψη μου έχουν κάστρο
και λάβαρο τον πόθο μου κρατούν.
Φίλους από ανθρώπους που είν’ αγέννητοι
μες στης καρδιάς μου θάλπω εγώ τα φύλλα.


 ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΓΙΑ ΠΑΡΕΑ
(L. A.)

Με Ελληνίδα για παρέα
Ολα καλά κι όλα ωραία.
Η γλώσσα λύνεται-κι ο νους
Πετάει σ' άλλους ουρανούς.

Και ξαναζούν οι γειτονίτσες
Με τις ανθόσπαρτες αυλίτσες
Και ξαναζούν οι συντροφιές
Με τις κουβέντες τις ζεστές.

Και να οι φίλοι. Να η ταβέρνα.
Και να τα "φέρε" και τα "κέρνα".
Και να το κέφι! Να η χαρά!
Και να τα βράδια τα ιλαρά..

Όλα καλά. Μα η ψυχή μας
Σαν να μη χαίρεται μαζί μας
Και, πρώτη της φορά σκυφτή
Σαν να γυρεύει να κρυφτεί..

Ω! Μνήμη! Μην μας βασανίζεις.
Το μνήμα με άνθη μη στολίζεις.
Φως όσο κι αν λαμπρό κρατείς
Μνήμη ο ζόφος μας βαθύς.

Μνήμη σκληρό έχεις το χάδι.
Λυγμούς γεμίζεις το σκοτάδι.
Φύγε-α-φύγε μακριά-
Μνήμη πικρή ξεχνά μας πια.

…Μ' αν έρθεις άκου μια ευχή: ,
Στόχο μη βάλεις την ψυχή.
Τη φονική σου μαχαιριά
Δόστηνε μνήμη στην καρδιά.


 ΣΤΟ ΧΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΙΜΙ ΒΑΛΛΕΥ
(L. A.)

Ειν’ ένα χτήμα μια απλωσιά.
Λουλούδια προς το βάθος,
Μα δίπλα μας και γύρω μας
Ο,τι χλωρό θελήσεις:
Ντομάτες, φράουλες, αρακάς,
Μπάμιες και φασολάκια,
Βασιλικός και άνηθος,
Πατάτες, κολοκύθια…

Και λάμπουν μες στ' απόγιομα,
Πιότερο από τον ήλιο
Τα γένια τ’ αραποσιτιού
Και οι κιτρινοπράσινες
Κολοκυθοκορφάδες.

Μέσα σ' αυτή την απλωσιά
Μικρές νοικοκυρούλες
Σαν τ' αγριοπερίστερα
Αλέγρα τριγυρνώντας
Μαζεύουνε τα φρέσκα τους
Και τα λαχανικά τους.

Φορές, εκεί, μία φωνή
Έξαφνα κάποια βγάζει
Για να καλέσει το παιδί,
Ή για να την ακούσει
Η φιλενάδα που γερτή
Μαζεύει παραπέρα.

Μέσα στην ήσυχη εξοχή-
Μέσα στου αίθριου χτήματος
Την απεραντοσύνη,
Ερχόντας σαν μια κίνηση
Στου ακίνητου τη χώρα,
Ακούγεται αυτή η φωνή.

Σαν από κόσμο άλλονε
Ή σαν μια υπενθύμιση
Αιωνιότητας, ή σάμπως .
Έξαφνα να ’ρωτεύεται
με  τον εαυτό του ο κάμπος.

Έτσι θ' ακούγεται η φωνή
Του θεού μέσα στο Σύμπαν.


 


ΙΤΑΛΙΔΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ
(L. A.)

Μια ιταλίδα μετανάστις είμαι
στην Καλιφόρνια.
Δουλεύω στο "Ότσι Τσόρνια",
πιτσάδικο απ’ τα καλά.
Μια τραγουδώ σοπράνο
μια παίζω πιάνο
τι να κάνω...
Δεν είχα προκοπή στην Ιταλία
κι ήρθα ’δω.
Με πήρε κάποιος πατριώτης σ' αυτό το μαγαζί-
για μια άρια
πέντε δολλάρια.

Στο κέντρο στέκομαι του μαγαζιού
και τραγουδώ με πόνο και με πάθος.
Μονάχα οι γκαρσόνες μ' ενοχλούν
που με τα πιάτα τους περνούνε από μπροστά μου.
Και θα με ρίχναν αν εγώ
δεν εσυντόνιζα τις απαιτούμενες από την άρια
κινήσεις των χεριών μου έτσι,
που να ταιριάζουνε με την προφύλαξή μου από δαύτες.

Μερικών τραβώ την προσοχή
και με χειροκροτούν τρελά.
Δεν ξέρω αν το χειροκρότημα είναι
για το τραγούδι
ή για την ομορφιά μου
(κρατιέμαι ακόμα).
Μα όπως να ’ναι
τον κόπο αξίζει-
η δουλειά αυτή με ταϊζει.

 ΠΡΟΒΟΛΗ
(L. A.)

Προβολή στον τοίχο-
δίχως ήχο-
τον ασπρίζοντα.
Σλάϊντς σφύζοντα
από Ελλάδα.
Τα 'δα, τα ξανά 'δα-

και δεν ήταν λίγα-
και επήγα
κι επισκέφτηκα
(η το σκέφτηκα;)
κάθε άκρη.
Κι έτρεχε το δάκρυ...

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

 ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι άνθρωποι τρομάζει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο λόγος
όπλο εκηβόλο από τα τελειότερα.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
Και κατοικία μου το Άναρθρο είναι;

Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήσαν
να τραβούν ίσια στον αρχαίον ορίζοντα:
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε πληγώνουν.
Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περφάνια τους οι αετοί.»


 ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τα στόματα κουράστηκαν.
Τα μάτια μάταιες γέμισαν εικόνες.
Τα πόδια
σαν μέσα σε χιονοθύελλες να περπατούν
τα τελευταία βήματα βαριά σέρνουν.

Είναι η ώρα των ψυχών.

Μέχρι τώρα εκείνες σώπαιναν
μέσα στους κρινένιους κήπους τους.
Τώρα δοκιμάζουν τα φτερά τους
όπως πουλιά φυλακισμένα.
Για να θυμηθούν.

Τα σώματα νιώθουν το σάλαγό τους
ακούγοντας το τραγούδι της δροσοπηγής
ή ένα μεθυσμένο από φως πρωινό θυμώντας.

Κι όταν αυτές πετάξουν
εκείνα μένουν άδεια
σαν παιδιά όταν το παραμύθι τελειώνει.

 Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Απλόχερα το σκότος σκορπισμένο
μες στο μικρό το καμαράκι
που μέσα του αποθήκευαν τα ξύλα-
τα πυρομαχικά για την αντίσταση
στον άλλο τους εχθρό: το κρύο.

Μ’ αυτά για σκηνικό
μπροστά στο ανύποπτο παιδί φάνηκε ο Θεατρώνης
βικτωριανά ντυμένος ρούχα.
Παρουσιάστηκε κι ευθύς
άρχισε να μιλάει.
Προλόγισε το έργο
για συγγραφέα μίλησε
για σκηνοθέτη κι ενδυματολόγο
για μουσικούς, για υποβολείς, για ιμπρεσάριους…
Κι έλεγε και σταματημό δεν είχε.

Η ώρα πέρασε και πέρασε.

Τα παιδικά τα βλέφαρα εβάρυναν.
Ώρα για ύπνο.
Κι ως το μικρό το καμαράκι είχε γεμίσει
με σκηνικά του έργου που ούτε η πόρτα
δεν άνοιγε για κάποιον να ’βγει έξω,
έγειρε το παιδί σ’ ένα κρεβάτι
που στη σκηνή βαλμένο ήταν επάνω.

Τα λόγια μπλέκοντας του θεατρώνη
με τις δικές του ιδέες
πριν κοιμηθεί σκεφτόνταν το παιδί:
«Άραγε μη το έργο είναι μονόλογος;
Ή τάχα ο πρόλογος είναι το έργο;
Κι έτσι κι αλλιώς η υπόθεση ποια είναι;
Ποιο το τέλος του;»

Μα ενώ του κλείνανε τα μάτια
και η φωνή του θεατρώνη όλο αλάργευε,
οι σκέψεις του όλο κι έσβηναν και οι αισθήσεις του
τίποτε πια δεν του ζητούνε.

 ΟΙ ΑΠΟΜΑΚΡΟΙ

Στο σπίτι όταν μπουν
αφού διπλά πρώτα κλειδώσουνε την πόρτα
ευθύς μετά στο βάθος κρύβονται του δωματίου τους
κι ανήσυχοι ακόμα
στην καρέκλα κάθονται
ακίνητοι αναμένοντες ωσότου
κι ο τελευταίος απόηχος
του δρόμου και της αγοράς να σβήσει.

Μετά στα χέρια ένα βιβλίο παίρνουν
και διαβάζοντας
τα φύλλα του απαλά γυρίζουν
μη κάποιος ήχος ανεπαίσθητος
ραγίσει την μονάκριβη
κρυστάλλινη ερημία του σύμπαντός τους.

 ΠΡΩΙ

Μέσα από την παγωμένη ομίχλη του κήπου
με το βήμα του παφλασμού της θάλασσας συντονισμένη
η μυρωδάτη ελπίδα του τριαντάφυλλου έρχεται
να ξεπλύνει τα μάτια από το δάκρυ.

Μέσα στην προαιώνια αθωότητα του πρωινού
ο ουρανός ακόμα μαραμένος,
ακόμα κοιμισμένη η φωνή του αηδονιού,
θολές ακόμα από μυστήριο οι ψυχές.

Το νέο πρωινό έφτασε
πίσω του συντρίμμια αφήνοντας το ειδύλλιο
της νύχτας και του θάνατου.
Από το παιδικά άδολο πρόσωπό του
μυριάδες πιθανότητες ευτυχίας εκπηδούν.
Το μέλλον χρωματίζει τις παρειές του
και το χαμόγελό του
ανυστερόβουλο
σε όλα πλήρως χαρίζεται.
Και στο χέρι του το κουβάρι κρατεί
του χαρταετού ήλιου
που κιόλας
χρωματιστός ξεπροβάλλει
πίσω από θάλασσες και όρη.

 ΕΤΣΙ  

Τη βέργα παίζοντας μέσα στο χέρι του
στην πολυθρόνα καθιστός,
άλλοτε ο ρόζος της χτυπάει στο δάχτυλό του
κι άλλοτε άγγιχτο τ’ αφήνει.

Έτσι.
Τυχαία.

Όπως τα σύμπαντα χαλιούνται η φτιάχνονται.

 ΝΕΕΣ ΑΝΑΠΝΟΕΣ
ή
ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ
(Στο εστιατόρια του κύπριου Τζίμη, 28 Μάρτη ’95)

Στης συνοδού του την αδιαφορία πλέκοντας
γελάει το κοριτσάκι. Το γέλιο του
σαν πεταλούδα πετάει μέσα στο βαρύ εστιατόριο,
υφαίνοντας με κύκλους και στροφές περίπλοκες,
ένα δίχτυ αθωότητας-αυτής
που έχει για την ηλικία του καθοριστεί.

Τo πέταγμά του εύκολα
μες από βγαλμένα δοντάκια μπαινοβγαίνει
φέρνοντας νέες αναπνοές κάθε φορά
στα πνευμόνια του πηχτού βραδιού,
που αλλιώς
θα πέθαινε από απελπισία
με τους λιγοστούς πελάτες νεκροθάφτες του.

 ΑΔΟΚΗΤΑ

Βουτηγμένοι στην εφημερίδα τους
κι αυτός κι αυτή
όπως έμποροι στα χρέη τους.
Ανάμεσά τους η σιωπή που δεν φοβάται ομιλίες
σαν χώρου ναού
βαριά χρυσά στολισμένου.

Τίποτα μη διεκδικώντας ο ένας απ’ τον άλλο,
αφημένοι έτσι στην εγκατάλειψη
μηδενικά θυμίζουν περίοπτα
απ’ όποια γωνιά ευφροσύνης
και απ’ όποια πλευρά εγωισμού κι αν κοιταχτούν.

Τους έτσι ακούσια κι απροφύλακτα στερημένους
η αύρα της αγάπης εποπτεύουσα,
την κόκκινη μπέρτα της φορεί, τα φτερά
δοκιμαστικά διάπλατα ανοιγοκλείνει
και στην κοινή τους ετοιμάζεται
να ενσκήψει τη ζωή,
την ώρα που ακριβώς αυτοί
το τελευταίο βήμα θα έχουν κάνει
στον δρόμο της ακμάζουσας ανίας τους.


 Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ

Εξετάζοντας τον εαυτό του κάθε μέρα
Παρατηρώντας κάθε αντίδραση
Κάθε πτυχή
Κάθε ανασασμό του ,
Πρόσεξε
Ότι αμέσως πρέπει ν’ αναιρεί
Αυτό που κάθε τόσο διαπιστώνει
Και άλλην αποτίμηση αυτού που είναι
Απ’ αρχής κάθε φορά να κάνει.

Έτσι μελετώντας για καιρούς
Όλο και πιο βαθιά έμπαινε σε μία σφαίρα μέσα όπου
Η απογραφή όλο και πιο απλή γινόταν
Των συστατικών του
Ώσπου τέλος είδε ότι
Ολόκληρος δεν ήτανε παρά
Ένα καθάριο
Ελεύθερο βλέμμα.

 Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ

Εξετάζοντας τον εαυτό του κάθε μέρα
Παρατηρώντας κάθε αντίδραση
Κάθε πτυχή
Κάθε ανασασμό του ,
Πρόσεξε
Ότι αμέσως πρέπει ν’ αναιρεί
Αυτό που κάθε τόσο διαπιστώνει
Και άλλην αποτίμηση αυτού που είναι
Απ’ αρχής κάθε φορά να κάνει.

Έτσι μελετώντας για καιρούς
Όλο και πιο βαθιά έμπαινε σε μία σφαίρα μέσα όπου
Η απογραφή όλο και πιο απλή γινόταν
Των συστατικών του
Ώσπου τέλος είδε ότι
Ολόκληρος δεν ήτανε παρά
Ένα καθάριο
Ελεύθερο βλέμμα.

 CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό.
Δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ.
Δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο το μουγγό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό, τι ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το  ’φερες εδώ…

   PINK PEACH  TREES
(Van Gogh)

Α!  Ροζ μικρές ροδακινιές!  Η Άνοιξη κυλάει
μες στων κλαδιών σας τους χυμούς,  χορεύει και πηδάει
και αγκαλιάζει ερωτικά το τρυφερό κορμί σας
και παίζει και ακκίζεται και χαίρεται μαζί σας.

Κοντά σας να  'μαστε και μεις.  Με χέρια, μάτια, στόμα,
μ'  αυτιά, με μύτη, με κορμί, και με τη γλώσσα  ακόμα
πασκίζουμε να νιώσουμε λίγη απ'  την Άνοιξή σας
από το γλυκοκάρωμα και την απόλαψή σας.

Κοιτάμε, αφουγκραζόμαστε, μυρίζουμε, δαγκάμε
μα τη γλυκιά τη μέθη σας εμείς δεν τη μεθάμε.
Ζηλότυπα την Άνοιξη εντός σας την κρατείτε
και "όχι" μας φωνάζετε, "όχι-ποτέ όσο ζείτε".



 ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
(ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΓΥΖΗ)

Τι θαμασμό γεμάτα μάτια
που τα παιδιά έχουν ανοίξει!
Τάχατες τι χρυσά παλάτια
το παραμύθι έχει δείξει;

Θα σκοτωθεί ο δράκος ή όχι;
Και η πριγκίπισσα θα ζήσει;
Α! Σ΄ άλλη τέτοια μία κώχη
δεν έχει πόδι περπατήσει.

Καλή γιαγιά, τόσες ψυχούλες
που από το στόμα σου κρεμώνται
τόσες ψυχές που έχεις δούλες
σ΄όσα απ΄τα χείλια σου ακουγώνται,

λυπήσου τες και χάρισέ τους
την ευτυχία που καρτερούνε-
το παραμύθι τέλειωσέ τους
όπως, οι αγνούλες μας, ποθούνε.

Μία ζωή έχουν μπροστά τους
για δυστυχία και για πόνο.
Από τα χείλια της γιαγιάς τους
την ευτυχία ας έχουν μόνο.

Μα όμως όχι! Καμιά λύση
Στην ιστορία σου δε θα δώσεις.
Και το μαγκάλι δε θα σβήσει.
Το γνέσιμο δε θα τελειώσεις.

Όλα αιώνια έτσι θα ΄ναι
καθώς ο Γύζης τα ΄χει πλάσει.
Λαχταριστά θα σε κοιτάνε
Κάθε αγόρι και κοράσι.

Λαχταριστά κι εμείς ζητάμε
Μέσα στον πίνακα να μπούμε
Λίγα απ΄  τα μάγια που μεθάμε
Και που αυτός κρατεί, να βρούμε.

Μα αδύνατο είν’ αυτό να γίνει.
Κι ίσως αυτό της Τέχνης να ΄ναι
Το μυστικό: όσα μας δίνει
Άφταστα πάντα να μετράνε.

 ΣΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα  'χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως πα'  η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ'  τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Κι όπως 'κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α!  γιατί μ'  αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτά κι αυτή.


 ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ

Μετά από κάθε πλύσιμο
Πρέπει να βάλει στη σειρά και πάλι
Τα πράγματα που από το τρέμουλο της πλύσης
Ανακατεύτηκαν επάνω στο πλυντήριο-
Μπουκάλια, καλαθάκια, περιοδικά…

Συνηθισμένος είναι
Γιατί έτσι και μετά από κάθε τράνταγμα
Που τα χτυπήματα της ζωής του φέρνουν
Πρέπει στη θέση τους κάθε φορά να ξαναβάζει
Συνήθειες, πεποιθήσεις, συναισθήματα, ιδέες…

Δε γίνεται αλλιώς.
Κι ας ξέρει,
Κι ας το βλέπει,
Πως πριν καλά καλά την ταχτοποίηση τελειώσει
Έχουν αρχίσει άπλυτα καινούργια να σωρεύονται.

 ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Ένα ψάρι τώρα πολύχρωμο, μία λαμπρίτσα ύστερα,
ένα λουλούδι, απλά, γρήγορα και απαλά,
με μικρές, λεπτές κινήσεις
ζωγραφίζει.  

Να ζωγράφιζε κανείς έτσι
ένα νέον κόσμο
και να μη καμμιά γραμμή αγωνίας χαράξει,
καμμιά γωνία τρόμου,
και κανένα κενό του
με μοναξιά να μην πληρώσει.

Και έτσι να τον αφήσει ζωγραφιστόν.

Και άνθρωπο μέσα του
να μη κανέναν σχηματίσει.

Έτσι.  
Σαν μια αιώνια ομορφιά.

 CAMOENS

Το ναυάγιο όταν διηγόνταν
τόσο ζωντανά τα κύματα ζωγράφιζε
άσπρα μέσα στη νύχτα, το νερό
έτσι μεταμόρφωνε σε υγρόν τάφο
που τον περίμενε, των επιβατών τα ουρλιαχτά
τόσο ταίριαζε με τη βοή του αγέρα,
που όσοι τον άκουγαν,
στην ώρα εκείνη μεταφέρονταν
και κινδυνεύαν να πνιγούν μαζί του.

Μόνο σαν έφτανε να πέσει μες στο κύμα,
στα χέρια του σφιχτά
το μισοτελειωμένο έπος του κρατώντας
και να πνιγεί αφήνοντας τη μαύρη φίλη του,
εκεί
για λίγο
αφήνονταν να ξεχαστεί
κι έβαζε στη διήγηση ανάμεσα, ενός άλλου-
που έγινε πιο πέρα-τον χαμό, πριν συνεχίσει.

Κι όσοι τον άκουγαν δεχόνταν την υπεκφυγή
γιατί στα βάθη μέσα της καρδιάς τους έβραζε
το Λουζιτάνικο αίμα, και γιατί ένιωθαν,
ότι το φέρσιμο του αυτό
κράτησε όρθια την Πορτογαλία,
που αν χάνονταν το έπος του,
αυτή θα βούλιαζε αντίς για τη μιγάδα ερωμένη του
κι όχι στης θάλασσας,
αλλά στης λησμονιάς τα νερά,
τ’ αδιαπέραστα από Μάτι
κι από Μνήμη
κι από Χρόνο.

 ΑΎΤΑΝΔΡΟ

Ό, τι χτίζει
κάποιος
βιαστικός πίσω του έρχεται
και το γκρεμίζει.

Ίσως να είναι ο χρόνος.
Ίσως τα χέρια τ' άλλα του.
Ή κι ίσως η φουσκονεριά από το μεγάλο πλοίο
που  αύτανδρο βυθίζεται κάθε πρωί.

 ΤΟ ΚΕΝΟ

Όλο χωρίζανε
κι όλο ξαναβρισκόνταν.
«Καλή μου δεν μπορώ χωρίς εσένα»,
«άλλη καμιά δεν αγαπώ»,
τέτοια.
Ώσπου εκείνη κάποια μέρα
«αγάπη μου», του είπε,
«καθένας μας ένα μισό κενό είναι,
που ο άλλος
αφότου εβρεθήκαμε,
το συμπληρώνει.»

Όταν συμφώνησε κι αυτός,
αμέσως και οι δύο πέσαν στο κενό τους.

Εκείνο, που αυτό περίμενε,
τους έσβησε
και δυο υπάρξεις άλλες έφτιαξε
ολότελα κενές
να ξαναρχίσει ο κόσμος.

 ΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ

Ένα κουνούπι να! μπροστά του.
Τις δυο παλάμες του παράλληλες απλώνει
και φλάπ! έσβησε-πάει το κουνουπάκι.

Τι θορυβώδεις που είμαστε! Ενώ ο δικός μας
τόσο αθόρυβα έρχεται ο θάνατος
και τόσο εργάζεται διακριτικά
που αν ζει μονάχος του κανείς
τυχαία κάποτε
θ’ ανακαλύψουν ότι πέθανε.

Και ακοή χωρίς καμιά  να ενοχληθεί.

 Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Ό,τι περίμενε ήρθε μια νύχτα  
το τζάμι του παράθυρου χτυπώντας.

Και καθώς η μισή κιόλας ζωή της
είχε ανεόρταστα περάσει,
σκέφτηκε πως της χρωστούσε κάτι και γι αυτό-
μετά από τόσων χρόνων δάκρυα και υπομονή-
η ζωή της το 'στειλε επιτέλους.

To έπιασε στα χέρια της λοιπόν,
το είδε απ' όλες τις μεριές  
ναι, σίγουρα ήταν ό,τι επερίμενε.

Για μια στιγμή αναλογίστηκε
την αλλαγή και τις ευθύνες που αυτό
στην ήσυχη θα ’φερνε στη ζωή της

To τζάκι έκαιγε με μία φλόγα σιγανή.

Πώς έγινε κι αυτό εβρέθηκε να καίγεται
στις φλόγες μέσα του τζακιού
και στο λεφτό έγινε στάχτη,
ακόμα να το πεί δεν το μπορεί.

Και βάλθηκε ξανά να περιμένει.
Κάτι που ήξερε πολύ καλά
κι αλάθητα τόσον καιρό να κάνει.

 Η ΣΙΩΠΗ

Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή που εντός της ειπωμένα
στέκουνε όλα όσα μπορεί στόμα να πει ανθρώπου
μία σιωπή ακριβόθωρη-μια Πόνου κι Ήλιου γέννα
μία σιωπή ανάρχιστη και ατελείωτη όπου,

τα δυο της όλασπρα φτερά σαν χρυσαφένια λάμπουν
και ό, τι σκέπουν το κρατούν απείραχτο απ'  το Χρόνο.
Που στα ιερά τεμένη της μπορούνε μόνο να  'μπουν
όσοι τον άνανθο κρατούν της πεθυμιάς τον κλώνο.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ’  τις λεπίδες
των μαχαιριών που ολημερίς λιανίζουνε τη σκέψη.
Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ' τις ελπίδες
που απέλπιδα κι αγύριστα έχουν καιρό μισέψει.

Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.

 ΒΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΆΝΑΝΤΑ

Ο Βούδας στέκει συλλογισμένος.
Τη διάλεξη έπρεπε να 'χει αρχίσει.  
Μα έλειπε ο Άναντα-δίχως 'κείνον
δεν εγινότανε να προχωρήσει.

Στέλνει τον Μάντζουρσι να τον έβρει
κι όσο πιο γρήγορα να τονε φέρει
γιατ' ήταν φίλος πρώτος του Βούδα
κι ο πιο υπάκουος ακόλουθός του.

Τώρα η Μάντενκα, πόρνη απ' τις πρώτες
μαζί κι η όμορφη κόρη της Ψίτα
τον Άναντα είχανε βάλει στη μέση
και το γλεντούσανε οι τρεις παρέα.

Βέβαια ο Άναντα "άθελά του"
τάχα εβρέθηκε με τις πόρνες
κι είπε στον Μάντζουρσι πως με μάγια
εχθροί τον είχανε κάποιοι μαγέψει.

Τα «μάγια" ο Μάντζουρσι αμέσως λύνει
και πάει τον Άναντα πάλι στο Βούδα.
"Α! Επιτελους!" κάνει ο Βούδας,
«μπορώ τη διάλεξη τώρα ν' αρχίσω!"

 ΦΥΣΑΕΙ ΕΝΑ ΚΡΥΟ

Φυσάει ένα κρύο δροσό αεράκι
της μέρας η κάψα έχει φύγει
και μες στη ψυχή ένα λάλο πουλάκι
σκορπάει ευφρόσυνα ρίγη.

Μια θάλασσα η δύση βαθιά ματωμένη
μαχαίρι πυρρό κάθε αχτίδα.
Α! Να 'ταν ο ήλιος μια γλάστρα ανθισμένη!..
Α! Να 'μουνα λέει στην πατρίδα!...

 ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ

(απόστρατο αξιωματικό, που πέθανε στο LΑ- στην ξενιτιά)

Γιάννη, χρυσές οι θύμησες που φεύγοντας αφήνεις.
Να 'ταν κακές, να 'ταν πικρές, να 'ταν φαρμακεμένες
θα σβηούσαν-μα σταλάγματα μελίρροης είναι κρήνης
κι-έρωτας Κάλλους κι Αρετής τις έχει γεννημένες.

Κι έτσι τρανές κι ως δε βολεί-κι ας θέλουν-να κρυφτούνε
στολίδι του ο κόσμος μας τις έκανε δικό του
και σαν αστέρια λάμπουνε-σαν άνθη ευωδούνε
κι αυτός που νιώθει, απαντοχή τις έχει και σκοπό του:

Ευαισθησία, σεμνότητα, ευγένεια, τιμιότη,
αγνότητα και αρετή και ηθική και κρίση,
κι ανάμεσό τους ρήγισσα και σ' όλες ολοπρώτη
η Ανθρωπιά, που δίχως της τρόμο γεμάτη η ζήση.

Και κάτεχες την αρετή την πιο βαριά του άντρα:
να 'ναι μονάχη ολοζωής έγνοια σου το καθήκον
είτε κει πέρα, στο στρατό,-μες στων αμνών τη
μάντρα-
ή στο εργοστάσιο, εδωδά, μες στη μονιά των λύκων.

Γιάννη, με βιάση έφυγες σαν κάποιος εκεί πέρα
να 'χε από την ακοίμητη έγνοια σου ξάφνω χρεία
Όμως για μας, σα μίσεψες, σκότισε εδώ η μέρα,
και η χαρά είναι πιο πικρή κι η νύχτα είναι πιο κρύα.

Στο δέντρο πάνω του Καλού ανατρίχιασαν τα φύλλα.
ή Λεβεντιά τ' ολόρθο της έσκυψε λίγο σώμα.
Άδειασε η κούπα η αργυρή που Ελπίδα πριν 'ξεχείλα
και η Φιλία δε μετρά πιο πάνω από το χώμα.

Έφυγες Γιάννη. Σύντροφος, παιδιά και συγγενείς σου,
εικόνα σ' έχουν στην ψυχή κι όχι στο μάτι τωρα.
Κι οι φίλοι, που το δάκρυ τους εστέρευε μαζί σου,
κάθε τους θλίψη θάνατος-κάθε βροχούλα μπόρα.


 τι να ’κανε

 

«αντρέα θυμίσου. πρέπει -ακούς; κοίταξε μην

ξεχάσεις

στη νέα υόρκη όταν πας-με το καλό όταν φτάσεις

στο γιώργο τηλεφώνησε και πες του ...ξέρεις

τώρα...

μόνος του, δίχως χρήματα σε μία ξενη χώρα...»

 

« αν θέλω ας κάνω και αλλιώς. έτσι και δεν τον πάρω

ποιος είδε και δε σκιάχτηκε-όταν θα 'ρθώ-το χάρο...

τον ξέρω-ούτε για ψωμί δεν έχει. ένα ψοφίμι

που δεν απόχτησε ποτέ χρήματα, δόξα, φήμη…»

 

πάντα στις γνωριμίες του και στις δημόσιες σχέσεις

ο αντρέας ήτανε καλός. κρατεί τις υποσχέσεις.

kαι μ' ενδιαφέρον φρόντισε να ντύσει τη φωνή του

(καποια σηγμη πλησιασε τα ορια του ευαισθητου).

 

να μου μιλησει του 'πανε-τι να 'κανε και κεινος

τους το 'ταξε και πραττοντας ως παντοτε υπευθυνως

με πηρε. παει κι αυτο λοιπον μεσα στα τελειωμενα

γι αυτους που του το ζητησαν… για κεινονε… για

μενα...

 ΣΩΖΟΥΣΑ

Όταν περνώντας το στενό στόμιο
στην ευρυχωρία βρέθηκαν
απλώθηκαν γύρω. Μερικοί
κάρφωσαν ένα ξύλο, του ’βαλαν χορδές.
Άλλοι εζύμωναν, ψαρεύαν.
Κλωστές άλλοι ταιριάζαν
βότανα βρίσκαν, σπίτια χτίζανε.
Τέλος καθένας κάτι όριζε
και ψηλά το σήκωνε σαν λάβαρο
ή σαν θυρεό
ή σαν θεωρία
ή σαν σώζουσα πίστη.

Κι έτσι προχωρώντας πλατυνόμενοι, ξάφνω
μπροστά σ' ένα στενό στόμιο
πάλι βρέθηκαν.
Και καθώς πίσω
έρχονταν κι άλλοι ανεμίζοντας πανιά
και άτρομα βαδίζοντας,
και καθώς άλλο να διαλέξουν δεν μπορούσαν
χώθηκαν πάλι μες στο στόμιο το στενό
συμπυκνωνόμενοι.




 ΤΟΥ ΚΡΕΒΒΑΤΙΟΥ ΤΟ ΒΗΤΑ

Πάντοτε με διορθώνουν-
οι ανόητοι-
πως το κρεββάτι μ’ ένα βήτα γράφεται.

Δεν είναι βέβαια ποιητές.

Αν ήταν, θα ’ξεραν
πως άδειο το κρεββάτι μ’ ένα βήτα είναι,
όπως με μόνο αυτούς επάνω του.

Το δεύτερο το βήτα ειν’ η γυναίκα.

 ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ

Καθρέφτη μου χρωστάς ένα καθάριο βλέμμα.
Καθρέφτη μου χρωστάς πλούσια ξανθά μαλλιά.
Ένα κορμί λαμπάδα μου χρωστάς
κι αντίς για χέρια δυο φτερά πετάμενα.

Θυμάσαι πώς χαρά όλος ήσουνα
κι ανεμελιά σα με κοιτούσες;
Πώς έλαμπες ολάκερος σα στέκοσουν εμπρός μου,
κι όταν δε μ’ έβλεπες σκοτάδι εγέμιζες λες και δε ζούσες;

Καθρέφτη για φορά μια μόνο
Φέρε μπροστά μου πάλι την εικόνα την παλιά.
Παιδάκι γίνε χαρωπό κι ευτυχισμένο.

Κι αφού δεν το μπορώ εγώ παιδί να μείνω
Σου υπόσχομαι καλέ μου ότι
Τη νιότη τη χρυσή την εδική σου όταν δω
Με αθανασίας πέπλο θα σκεπάσω-
υπόσχομαι καθρέφτη
την ίδια ώρα εκείνη να σε σπάσω.


 ΧΡΟΝΟΣ

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε τ’ ακούραστα φτερά σου
κι αφήνοντας  στη σκοτεινιά ό,τι είναι να χαθεί,
χλίαινε με τη θέρμη σου τα τέκνα του Πηγάσου
που κάρπισε στα πλάτια σου όποια άξια μου γραφή.

Φεύγε και παίρνε αντάμα σου κράτη, λαούς, θρησκείες
κι άλλες ο αθέρας των φτερών σου ολόγυρα ας σκορπά-
εκείνες ρίχνε στις σκιές  του σύμπαντος τις κρύες
δίνε στις νιες να δένουνε σε πλάτια φωτερά.

Κι όπως οι πόρτες τ’ ουρανού κλείνουν προτού οι Μοίρες
προλάβουν να στεριώσουνε κατάρες τους ή ευχές
κλείνε και συ ξοπίσω σου ελπιδοφόρες θύρες
για φιλοσόφων θεωρίες κι αγίων προσευχές.

Όμως στις μέρες της ζωής, τις δυστυχιά γεμάτες
και στις νυχτιές τις άφωτες και του κατατρεγμού
μέσα τους συνταιριάζοντας πόθους, χαρές φευγάτες
κόσμους εχτίζαν οι έλικες  του αισθαντικού μου νου.

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε, τ’ ακούραστα φτερά σου
και φεύγε όλο, στο Χαμό βυθίζοντας το Χτες
Φεύγε και ούτε θύμηση ας μην ανθεί μακριά σου.
Φεύγε του Χάους σχίζοντας τις ζοφερές ερμιές.

Μα στο άσωστο ταξίδι σου κοντά σου Χρόνε παίρνε
Τα όσα λόγια μου εσέ πρώτα έχουν σεβαστεί.
Τα όποια τους νοήματα μαζί σου πάντα φέρνε
και απ’ αυτά κανένα τους, ποτέ μην ξεχαστεί.

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε τ’ ακούραστα φτερά σου
κι αφήνοντας  στη σκοτεινιά ότι είναι να χαθεί,
χλίαινε με τη θέρμη σου τα τέκνα του Πηγάσου
που κάρπισε στα πλάτια σου όποια άξια μου γραφή.

 ΤΟ ΔΕΚΑΝΙΚΙ

Πολλή δουλειά στο μαγαζί εκείνη την ημέρα.
Μέχρι που κλείσανε δε στάθηκαν.

Κλείνοντας,
«σήμερα πήγαμε καλά», της είπε.

Κι αυτό αλήθεια έπρεπε να ειπωθεί,
ώστε το μερτικό της κι η συνήθεια να ’χει,
κι η καθημερινότητα να ευμενιστεί
έτσι,
που ύστερα απ’ το γύρισμα στην πόρτα του κλειδιού
να επιδοθούν ελεύθερα στον έρωτα
που υπομονετικά περίμενε
να μαζευτούνε κάμποσες χιλιάδες πρώτα στο συρτάρι.

Γιατί,
ο σοφός,
καλά γνωρίζει πως το χρήμα
του είναι δεκανίκι απαραίτητο-
έτσι που η κοινωνία τον έχει καταντήσει-
για να πορευτεί.

 Ω ΚΥΡΙΑ..
(Συγκέντρωση γιατρών του Λος Άντελες, 1989)

Πονεμένη μαρκησία
Πούχει έρθει απ' την Ασία
Στην ανάγκη μου θυσία
Σάν Αγία η Οσία.

Τα κολλιέ της διαμαντένια
Στο μυαλό της μία έγνοια
Όλο χάρη κι όλο ευγένεια
Να μου κόψει τ' άσπρα γένια.

Κουβεντιάζει υψηλοφώνως
Κι όταν δει πως είμαι μόνος
Πλησιάζει και ο Χρόνος
Της χαράς μου δολοφόνος

Ω καλή μου σεις κυρία
Των λαθών σας η σωρεία
Κι η μεγάλη σας μωρία
Η δική μου τιμωρία.

Ω κυρία! είναι κι άλλοι
Παραπέρα πιο μεγάλοι
Να τους φέρει λίγη ζάλη
Της γλωσσίτσας σας το χάλι.


 ΝΟΣΤΟΣ

Η θάλασσα είναι αδιάβατη.
    
Νόστε φίδι φαρμακερό
Νόστε τυραννική ερωμένη
Νόστε φράχτη αγκαθερέ
Φως αβάσταχτο στ’ ανθρώπινα μάτια
Νόστε πικρέ
Νόστε απανθράκώνοντα
Νόστε διατρυπώντα.

Η θάλασσα είναι αδιάβατη.

Τρίαινες νεκροστόλιστες τα βλέφαρά της.
Τα σπασμένα δόντια της τρύπες του νερού.
Τα μαλλιά της συνωμοτούντα φίδια.
Οι μηροί της Συμπληγάδες στο Αγύριστο Φαράγγι.
Σπυριά πάνω στο μαλακό δέρμα της τα νησιά.  

Και δεν μπορείς να πάρεις το αυτοκίνητο    
Να πεταχτείς μέχρι τον… ή την..    
Την ανθρωπιά σου να υποθηκέψεις στου Γιάννη...    
Ή να πας να παίξεις τη ζωή σου κορώνα γράμματα στου Σπύρου...

Οι κουβέντες "θα ’ρθω το βράδυ",
"Πάρε με τηλέφωνο",
"θα σε δω το πρωί"
Δεν έχουνε κανένα νόημα.
Αναρωτιέσαι: πού τις βρήκα αυτές τις λέξεις;
τί σημαίνουν;

Φυτρώνει άραγε βασιλικός εδώ;
Όχι, δεν μπορεί.

Πανικός.
Το δωμάτιο είναι στενό.
Δε σε χωράει.
Να φύγεις από κει.
Να βγεις έξω.
Να τρέξεις ώσπου… (να και το τρέξιμο…)
Ώσπου τι;

Θάλασσα μεγάλη
Δεν είναι τα καράβια που χάνονται στα βύθη σου
Δεν είναι οι άνθρωποι που συνθλίβονται στις πλάκες των νερών σου
Η αδιάβατη μεγαλοσύνη σου είναι που σκοτώνει.
Κυκλώνεις τη γη σαν δαχτυλίδι φαρμακερό.
Στου σφραγιδόλιθού σου την κρύπτη
Το φαρμάκι της ξενιτειάς φωλιάζει.
Πάνω σου πλέουν κομμάτια γης
Γι άλλους θεούς καθένα αγαπητά.
Και κάθε θεός το ιερό του
Και κάθε ιερό τους πιστούς του.

Λέγαμε λοιπόν πως η θάλασσα είναι αδιάβατη.

 ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΙΟΥ

Ο δρόμος μου 'στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.
Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της. Με πλοκάμια
κολλώδη μ' έσφιγγαν μνήμες φτηνές.

 ΧΑΜΕΝΟ

Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.

Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος-
καλλίτερα πως πάντα μόνος ήσουν και δεν το 'ξερες.

Και πίσω από την αίσθηση αυτήν ακολουθούσε
η οριστική γνώση της πληρότητας
και της ανυπαρξίας.

Κατάλαβα πια πως ό, τι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου
κι ό, τι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.

 ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ

Οι μαύροι ωκεανοί δε με φοβίζουν
πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν'  απαλύνω;

Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;


 ΤΑ  ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ’ΧΩ

Τα όνειρα που  'χω στη ζωή καμωμένα
περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα
και κλαιν τα ματάκια τους, και θλίβει η μορφή τους
και άκαρποι πέφτουν και παν οι καρποί τους.

"Γιατί" , με ρωτάνε,  "γιατί να μας πλάσεις;
Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης.
Αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε
κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;"

Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω
με όση μ'  απόμεινε θέρμη τα σκέπω
και δίχως μιλιά-τι να πω… τι να πούμε…
μαζί προχωράμε, μαζί περπατούμε.

 ΑΛΛΙΩΣ

Πρωί στη δουλεία με ταχύτητα τριάντα.
Της Owensmouth πράσινη κάθε" της πάντα
Στου πάρκου της Lanark την άδει απλωσιά
Σκιουράκια στης χλόης βουτούν τη δροσιά"

Oi κήποί ανθισμένοι. Η Φύση καινούργια*
Τα "STOPS" της οδύνης να κόβουν τη φούρια
Και πάνε τ'  αμάξια δυό-δυό στη σειρά
Και λάμπουν στου Ηλιου το φως καθαρά.

Πρωΐ στη δουλειά τη δική του έχει χάρη.
Το στήθος της δειχνει η Ζιζή με καμάρι.
Η Λώρα γελάει χωρίς τελειωμό
Θυσία πρωινή στης χαράς το βωμό.

Ο Γκέοργκ γερτός στο παγκάκι του μάρκετ
Σφιχτά τυλιγμένος στο σκούρο του τζάκετ
Βαριά με φτηνό μεθυσμένος ποτό
Ξεσπάει σε χίλιες βρισιές το λεπτό.

Και φως μες στο φως, νυσταγμένη ακόμη,
Πρωί του πρωιού, με λυμένη την κώμη
-Εικόνα λαμπρή στην καρδιά πως σε κλειώ-
Εκείνη βαδίζει να πάει  στο σχολειό.


Πρωί  στη δουλειά πως θάσουνα πόνος
Αν μέσα σου ήμουνα έρημος-μόνος.
Μα αλλιώς έχει η μοίρα του Κόσμου γραφτεί:
Υπάρχει-θεέ μου-υπάρχει κι αυτή.

 ΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ

Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσο να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν.

Δε θα ’τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το ’σβηνε
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.

Και όχι πολυτέλειες. Δεν ήθελε
ξύλο καλό, ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.
Ένα απλό τραπέζι.
Λίγο γυαλιστερό μόνο στην επιφάνεια
και κάπως, όσο γίνονταν
τα πόδια του κομψά
(μπορεί να το ’ντυνε και με χαρτί
έτσι κι η φθήνεια του θα κρύβονταν
και τακτικός θα έλεγαν πως είναι).

Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά
ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει. Πάλι
κάποιος μπορεί να ’ρχόταν
και την κατάντια του να δει δε θ’ ανεχόταν.
Και τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.

 ΟΙ  ΚΛΩΣΤΕΣ

Μ' ένα ρυθμό αργό αργό και ρυθμικό συνάμα
οι πλεκτικές οι μηχανές κινούν τις κεφαλές τους
ενώ εγώ υπηρετώ τροχαίους κι αναπαίστοπυς
μια το μολύβι αδράχνοντας, μια πιάνοντας τη λάμα.

Σε δύο μέτρα απόσταση μ' ακρίβεια μετρημένη
οι κεφαλές των μηχανών πηγαίνουν και γυρίζουν
κι απ' την ευθεία άλλη γραμμή σάμπως να μη γνωρίζουν
η ρότα τους ακλόνητα ευθεία πάντα μένει.

Κι αν δεν εκόβονταν ποτέ οι τρεχαλητές κλωστίτσες-
κι αν δεν εσπάζανε ποτέ οι γυαλιστερές βελόνες
τότε οι καλές μας μηχανές θα πλέκαν για αιώνες
γιακάδες και πουκάμισα, πουλόβερ και φουστίτσες.

Έτσι κι εμείς δεν παύουμε να τρέχουμε ολημέρα
κάθε ημέρα κάνοντας τα πράγματα τα ίδια `
για παρεκκλίσεις χαρωπές και για τρελά παιχνίδια
καιρός δε μένει κι οι χαρές οι ωραίες πάνε πέρα.

Κι αιώνια θα κινούσαμε κι εμείς τις κεφαλές μας
κι άχθος αρούρης θα 'μασταν στ' άλλο της πάνω βάρος
αν κάθε τόσο ο τρομερός κι αλύπητος κουρσάρος
δεν έκοβε τις, άλλωστε, λεπτότατες κλωστές μας.

 Ο ΚΟΛΙΚΟΣ

Σε ξένο τόπο κι άγνωστος σ’ άγνωστους μέσα τρέμω
Μη και μια νύχτα παγερή με πιάσει ο κολικός μου-
Μόνος δωπέρα ως βρίσκομαι στα πέρατα του κόσμου
Σαν ένας απροσπέλαστος σύγχρονος πλοίαρχος Νέμο.

Θα πάρω βέβαια ένα δυό τηλέφωνα που ξέρω
Μα όλοι θ’ αποφύγουνε ναρθούν-χωρίς αιτία
Μόνο γιατί έχουν αύριο να παν στην εργασία
Και μένα θα μ' αφήσουνε μόνον να υποφέρω.

Να ήξερα τουλάχιστον την άτιμη τη γλώσσα-
Νάξερα και το νούμερο της άμεσης της κλήσης
Και να το πάρω… μα ύστερα πως να τους εξηγήσεις
Τι έπαθες, που βρίσκεσαι και χίλια άλλα τόσα…

Μόνη ελπίδα μούμεινε νερά πολλά να πίνω.
Μα ενώ το λέω αποβραδίς ξεχνιέμαι όταν φέξει
Γιατ' η δουλειά δεν καρτερά κι η βρύση για να τρέξει
Πρέπει να πάω μέχρι εκεί και λίγο εκεί να μείνω.

Μα τούτο είν’ αδύνατο και άλλο δε μου μένει
Παρά στο θεό των κολικών να δέομαι επιμόνως
Να μη μου στείλει να με βρεί ο φοβερός του πόνος
Που του αρρώστου το κορμί σαν ξίφος διατιτραίνει.

 ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ

Οι ελληνίδες μετανάστριες
ντύνονται με τ' ακριβά τους ρούχα
στολίζονται με τα χρυσάφια και με τα διαμάντια τους
και στα σαλόνια πάνε
και συζητούν "δια τέχνην υψηλήν"
και παίζουν πιάνο...

Και κάθονται στον καναπέ σαν να λένε:
"Κοιτάξτε με πόσο ντυμένη είμαι-
και φαντασθείτε με γυμνή..."
Και σηκώνουν το ποτήρι της σαμπάνιας
με λεπτές κινήσεις των δακτύλων σαν να λένε:
"δέστε αυτά τα χέρια..
δεν πιάνουν άλλο τίποτε από το ποτήρι.
Και φαντασθείτε…"
Και: "κύριε Μαζαράκις", λένε,
"παρακαλώ μπορώ να έχω…"
ενώ ταυτόχρονα βλέπουν τριγύρω σαν να λεν:
"Ακούτε; λόγια τόσο μόνον ευγενικά
λέει το στόμα μου.
Και φαντασθείτε..."

Ύστερα γυρίζουνε στο σπίτι
αφού προσεκτικά τινάξουνε πριν μπουν
τις νότες που 'χουνε σκαλώσει επάνω τους,
κι η ηδονή γι αυτές είναι η πρώτη
να βγάλουν τόσα ρούχα.

Μετά πατούν στον Πούσκιν για ν' ανέβουν στο κρεβάτι
όπου η δεύτερη τις περιμένει
μακριά 'πό ψεύτικες ευγένειες και μασκαρέματα.

Και όταν αποκοιμηθούν
ο Σαίξπηρ ένα ράκος
ανάμεσα στα πόδια τους.

 
ΤΑ ΑΜΦΙΒΙΑ

Μια στο νερό και πότε στην ξηρά
ζούνε τ' αμφίβια τη μικρή ζωή τους
αλλάζοντας πατρίδα στη σειρά
μιας γεννηθούνε κι ως τη θανή τους.

Ανάπαψη ποτέ τους δε θα βρουν.
Στους θάμνους μια και μια στα φύκια.
Ποτέ τους δε θ' αναπαυτούν
σ' ενός στοιχείου την επιείκεια.

Τα διώχνει σαν προδότες το νερό-
σαν κατασκόπους η ξηρά τα διώχνει
και τα τρυπά κι εκεί κι εδώ
του ανεπιθύμητου η λόγχη.

Και δίχως την αγάπη τη γλυκιά
και δίχως της φιλίας τ' άγιο δώρο
τρέχουν απ' το χώμα στα νερά
κυνηγημένα σε κάθε χώρο.

Να πείσουν δεν μπορούν-κι αλήθεια πώς;-
ότι έχουνε καρδιά έτσι πλασμένη
που έχει ο τρυφερός τους ο παλμός
και για τα δυο αγάπη φυλαγμένη.

 ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ…

-"Dont give up!"
–Τι εννοείς;
-"Dont give up!"
–Μα πώς;..

 FLAMINGOS
(Laughlin, Colorado river)

Κυρίες καλαίσθητες και καλαμένιες
ψηλές, μακρύλαιμες, δίχως έγνοιες
περνάνε τα flamingos τη ζωή τους
χωμένα στην ανία και στη σιωπή τους.

Γεννήσεις γίνονται, βαφτίσια, γάμοι,
και σ' όλα μάρτυρας το ποτάμι
που σέρνει τα ολοκάθαρα νερά του
απ' τ' άσπρο φτέρωμά τους από κάτου.

Ωραίες κυρίες μου ας ήταν να 'χα
μιαν ώρα ανέγνια-μία μονάχα
απ' όσες ο Πανάγιος έχει δώσει
σε σας με τη σοφία του την τόση.


 ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

Πρέπει οι λέξεις να είναι μετρημένες.
Θάρρος να μη δίνουν πολύ στον πλησίον.
Οι εικόνες μέσα τους πρέπει να 'ναι κρυμμένες
καθώς στο απόστημα είναι το πύον.

Αχ! Ό, τι αισθανόμαστε δεν πρέπει να λέμε:
μπορεί ο πλησίον να παρανοήσει.
Και αντί να γελάμε πρέπει να κλαίμε
αν αυτό η παρέα της στιγμής απαιτήσει.

Δεν πρέπει ν' αγκαλιάσουμε την Ιουλία
κι ας έχουμε χρόνια πολλά να τη δούμε.
Να βάλουμε πρόωρα πρέπει τελεία
στην πρόταση που είχαμε σχεδιάσει να πούμε.

Ω! Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε λεπτές συζητήσεις
γιατί ίσως πληγεί ο πλησίον καιρίως.  
Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε τις καρδιές μας επίσης
ούτε όταν τάχα μιλάμε εγκαρδίως.

Ας φεύγει ο πλησίον με γρήγορα βήματα,   
ας κλείνουν επάνω μας σαν τάφοι τα κύματα,
τα λόγια μας πρέπει να κρύβουν τα αισθήματα.  
Πρέπει-α! πρέπει-να τηρηθούν τα προσχήματα.


 Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΕΙ

Ο άντρας πρέπει να ζει-πάει να πει
πρέπει να ’χει μια γυναίκα.

Ο άντρας πρέπει να προσεύχεται-πάει να πει
πρέπει
μια φορά την ημέρα
να οσφραίνεται γυναικείο άρωμα.

Ο άντρας πρέπει να υποψιάζεται την Πρώτη Αιτία-
πάει να πει πρέπει ν’ ακούει
μια γυναικεία φωνή να του λέει: «πού πάς»
ή ας πούμε: «άργησες απόψε!».

Ο άντρας πρέπει από καιρό σε καιρό
να νιώθει πως υπάρχει-πάει να πει
να βλέπει κρεμασμένα γυναικεία ρούχα
στην κρεμάστρα του χωλ.

Ο άντρας πρέπει κάθε τόσο
να ψηλαφάει ένα κορμί
αλλιώτικο από το δικό του-
αλλιώς και τι να το ’κανε το χέρι.



 ΓΡΗΑ ME ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Γριά με την τρεμάμενη μιλιά
και το ξερό και μαραμένο δέρμα
τι θέλεις το λουλούδι στα μαλλιά-
τι θέλει ο Αυγερινός στου ηλιού το γέρμα;

Στο στόμα σου φαντάσματα φιλιά
τα μάτια σου σπηλιές του κάτω κόσμου
γριά τι βάζεις τ' άνθος αγκαλιά
με τ' άχερα του κήπου σου του αόσμου;

Τ’ άγια γριά μη δίνεις στα σκυλιά.  
Το άνθος που αμήχανο σ' αγγίζει
στης μνήμης άφησέ το τη φωλιά-
εκεί και θα ευωδά και θα στολίζει.

 ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗΣ

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος,
την τιμή και την ιστορία των αλβανών,
πάνω από το σαπισμένο,
πολυκαιρινό έπιπλο που βαλμένος είναι
φροντίζει.

Το κεφάλι του-
αντίθετα από της Τεύτας-
στην Ανατολή στραμμένο,
μήπως και πάλι κάποιοι από κει
κινήσουν να 'ρθουν.

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος.
Σε κάθε αλβανικό μέσα σπίτι.

Σαν ενθύμηση ακριβή και σαν καθήκον.

 Η ΤΟΥΡΤΑ

Μία τούρτα ειν' αφημένη
στο τραπέζι το βαρύ.
Μία τούρτα μουχλιασμένη
που αναδίνει άθλια οσμή.

Μαύρο απόσβηστο κεράκι
στέκει πάνω της καθώς
απορφάνευτο παιδάκι
ή σαν ήλιος σκοτεινός.

To δωμάτιο παγωμένο
και το σπίτι αδειανό
σαν καράβι κουρσεμένο
σ' ανοιχτόν ωκεανό.

Δεν ακούγονται τραγούδια
και χαρούμενες φωνές
δεν προσφέρονται λουλούδια
κι ούτε λέει κανείς ευχές.

Μόνο, νύχτα, το φεγγάρι
κάτι σκιες δείχνει θαμπές
που αγκαλιάζονται ομάδι
και φιλιούνται μοναχές.

Μη σταθείτε οδοιπόροι-
μην ταράξτε ούτε στιγμή
τη σιωπή που στεφανώνει
την παράξενη γιορτή.

 TO ΠΑΣΧΑ ΜΑΣ

"To Πάσχα μας..."

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι τ' αρνιά κι η μαγειρίτσα;
Πού είναι τ' αυγοκούλουρα:
Πού το Χριστός ανέστη;

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι η Μεγάλη Τρίτη μας η Κασσιανή;
Πού η αυγοβαφού Μεγάλη Πέμπτη;

Χαθήκανε και πάνε όλα
και θυμώντας τα
την απουσία τους μόνο μεγαλώνουμε.

Πάνε τα Πάσχα μας.
Παρασκευές Μεγάλες έχουμε μονάχα
που και κείνες
τόσο τις συνηθίσαμε
που κι οι σταυροί δεν μας πονάνε πια.

To Πάσχα μας… Πού είναι το
με την Αγάπη και με το φιλί;




 ΣΤΗΝ CHARLEVILLE

Δούλευε βάψιμο στην Charleville.
Σ' ένα παλιό σπιτάκι που ανακαίνιζαν.

Την πρωτη μέρα είδε
στο φρέσκο το τσιμέντο πάνω μια γραφή:
"MARCIA LOVES BILLIE".
Γραφή χαρούμενη και βιαστική.
Κι η διπλανή τριανταφυλλιά την έπαιρνε
και λέγανε τα λουλουδένια χείλη:
"MARCIA LOVES BILLIE…
MARCIA LOVES BILLIE…"

Τη δεύτερη τη μέρα μια αλλαγή-
και μ' επιμέλεια καμωμένη.
Πάνω στο κρύο το τσιμέντο:
"MARCIA LOVED BILLIE" εδιάβαζες.
Και η γραφή έμενε εκεί ασήκωτα πεσμένη
να την πατάν τα πόδια και να λεν
τα πετρωμένα χείλη:
"MARCIA LOVED BILLIE..
MARCIA LOVED BILLIE.."

 TOY ΚΑΡΦΙΟΥ

Σαν τοίχος μοιάζει που ποτέ
πάνω του δεν κρατεί
τίποτε. Όλα φεύγουνε,
γλιστρούνε από κείνον
και πάνω πέφτουν στου απλωτού
πατώματος το χέρι
και κείνο άκοπα κρατεί
όσα από κείνον φεύγουν
χωρίς τον κίνδυνο ποτέ
μακριά του να του πάνε.

Ενώ αν κάτι απ' αυτά
κι αυτός ποθήσει να 'χει
έστω μικρό κι ασήμαντο
με πόνους και με δάκρυα
πρέπει να το αποκτήσει
αφού θα πρέπει του καρφιού
τον πόνο τον αλύπητο
στα σπλάχνα μου να νιώσει.

 ΒΑΣΤΑΤΕ…

Αχου! Βαστάτε ρεματιές-βαστάτε σεις ραχούλες!
Βαστάτε μονοπάτια μου και λυγεροκορφούλες.
Βαστάτε κατσικάκια μου ψηλοσκαρφαλωμένα.
Βαστάτε λίγο κι έρχομαι από τα μαύρα ξένα.

Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε αγαπημένοι!
Βάστα καρδιά μου άτυχη! Βάστα καρδιά καμένη!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε φίλοι φτάνω!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι στον ένα χρόνο επάνω.

Αχ! Και θα έβρω τα γλυκά απογέματα του Απρίλη
αχ! και θα έβρω τα χρυσά κονέματα το δείλι
αχ! και θα βρω τα όμορφα βραδάκια στην ταβέρνα
που οι φίλοι πάλι θα μου λεν: "κέρνα γιατρέ μου, κέρνα..."

Αχ! Θα 'βρω τις αξέχαστες πάλι νυχτιές του Ιούλη
που διπλα από 'να ολάνθιστο γιορτοντυμένο γιούλι
της Αφροδίτης θε ν' ακώ τη γνοιαστική φωνίτσα
που θα μαλώνει τρυφερά τα δυο της τα κορίτσα.

Άχου! Βαστάτε και θα 'ρθω-ένα χρονάκι ακόμα.
Βάστα στυφή πατρίδα μου δροσιά πάνω στο χώμα
γιατί σα 'ρθω, τόσο βαθιά κι άγρια θα το φιλήσω
που αν καφτερό μου το κρατάς-αλλί μου-θ' αρρωστήσω.

Βάστα ουρανέ του τόπου μου-νερό της θάλασσάς μου.  
Χρόνος ακόμα ένας εδώ και κιώνεται ο μπελάς μου.  
Και πια σας έρχομαι-και πια κοντά σας θα 'μαι πάλι
και δε θα φύγω πια ποτέ ως τη ζωή την άλλη.

Βαστάτε ανθομύριστα χωράφια του Μαϊου.  
Βαστάτε αρώματα ακριβά του άοσμού μου βίου.
Βαστάτε και σας έρχομαι-βαστάτε κι είμαι πίσω
βαστάτε και ξεκίνησα-βαστάτε-θα γυρίσω.

Βαστάτε ηλιογέρματα ερυθρά και θεία βράδια!
Βαστάτε και σας έρχονται τα μάτια μου τα ολάδεια.
Βαστάτε και πουλάκια μου τα κελαδήματά σας
μην τα τελειώστε κι έρχομαι-φτάνω κι εγώ κοντά σας.

Κι αχ! Βάστα Χάρε μου κι εσύ-βάστα και μη με παίρνεις
το σκέλεθρό σου το κορμί πάνω μου μην το γέρνεις.
Αχ! Βάστα Χάρε μου καλέ κι εγώ θα σου χαρίσω
χαρούμενο ένα λείψανο λίγο ακόμη αν ζήσω.


 ΚΑΥΚΑΣΟΣ

Ενα λεπταίσθητο είμαστε και φρούδο εργαλείο
που η ανυπόμονη άγνοια επάνω μας ξεσπά
παιδιού, που παίζοντας κολλά τα μέρη μας τα δύο
για λίγο έτσι μας κρατεί-κι απέ μας ξανασπά.

 ΣΤΟ LAUNDRY

Κάτι λιγνές καμιά φορά, στυφές γεροντοκόρες
πηγαίνουν στο πλυντήριο τα ρούχα τους να πλύνουνε.
Mαύρου ψωμιού θυμίζουνε τις ξεραμένες κόρες
που έρμες μετά το φαγητό κι αφάγωτες θα μείνουνε.

Αφού λοιπόν τα ρούχα τους πλυθούν, μετά τα βγάζουν
από τον κάδο το ζεστό, και σοβαρά κι αμίλητα
σ' ένα πανέρι ψάθινο με τάξη τ' αραδιάζουν,
με πείσμα σφίγγοντας κι οργή τα χείλη τους τ' αφίλητα.

Κι όταν καθώς διπλώνουνε τα ρούχα ένα ένα
φτάσουνε και στους άχαρους κι άχρηστους πια
στηθόδεσμους
με όλο μίσος κι εχθρικό γύρω κοιτάζουν βλέμμα
σαν άσπροι που κυκλώθηκαν απ’ άγριους ερυθρόδερμους.

 ΕΚΕΙ

Η ανεψιά μου πήρε προχτές απ' την Αθήνα
και μου 'πε πως μακριά μου ειν' άοσμα τα κρίνα
και ότι δε μεθάνε το ούζο κι η ρακή.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν είμαι εκεί!

Και μου 'γραψ' ο ανηψιός μου πως έχει αδυνατίσει
και δεν μπορεί σε ύπνο το μάτι του να κλείσει
και να ντυθεί και πάλι θα πάει στο χακί.
Ω! Πώς με θέλουν όλοι όταν δεν ειμ' εκεί!

Στους φίλους μου απ' όλους περσότερο όμως λείπω
γιατί καθώς εμένα δεν βρίσκουν άλλον τύπο-
οι άλλοι τους-λεν-οι φίλοι τούς είναι φορτικοί.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν ειμ' εκεί!

Και να με λησμονήσει μια φίλη μην μπορώντας
κι άλλονε σαν εμένα να έβρει αδυνατώντας
έβαλε πλώρη να 'ρθει για την Αμερική.
Με θέλουν πράγματι όλοι όταν δεν είμαι εκεί.

Ως κι οι συνάδελφοί μου αφήσαν τη δουλειά τους
γιατί σε μένα είχαν μονάχα τα μυαλά τους
κι άνεργοι τριγυρίζουν τώρα και νηστικοί
και μαύρη ζουν μια ζήση που εγώ δεν είμαι εκεί.

Κι εγώ, επειδή όλοι να με ζητούνε θέλω
τα χαιρετίσματά μου από μακριά τους στέλλω
αλλά δε θα γυρίσω στη χώρα μου, γιατί
κανείς δε θα με θέλει όταν θα είμαι εκεί.

 ΣΥΧΩΡΕΣΤΕ ME

Αν κάποια μνήμη πέρα από το σκότος και το φως μ' εξουσιάζει

αν κάποια ρίζα ακλόνητη είναι
που μ' έχει μεγαλώσει φύλλο ολότρεμο του κάθε αγέρα
αν κάτι ανυπόκριτο με ξαναχτίζει μακριά του
αν κάτι πέρα απ' το Εκεί κι από το Τότε θάλλει κάπου
ανύποπτον ορίζοντάς με
αν κάτι που μου ανήκει οριστικά κλείνει τον κύκλο του
αν κάτι σίγουρα μου 'χει δοθεί αθάνατο,
μοναδικό,
αγνό,
αν κάτι ασύλληπτο απ’ την ανθρώπινη ουσία με δονεί
αν κάτι βρίσκεται αληθινό
που δικό μου να 'ναι και δικό μου μόνο,

απ' αυτό
απ' αυτό
απ' αυτό ζητώ
να μου δώσει τη δύναμη
να μιλήσω και να πω-"συχωρέστε με-
συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
γιατί υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".

Κι απ' αυτό
απ' αυτό
απ' αυτό-
το πιο βαθύ από το κορμί μου
το πιο κρυφό από την ψυχή μου
το πιο μεγάλο μου από το νου-
απ' αυτό ζητώ, όντα αυτού του κόσμου,
να σας δώσει τη δύναμη να με νιώστε όταν λέω:
"συχωρέστε με-συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
γιατί υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".


 TO ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ' ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ-1996

Ο χώρος ανοιχτός.
Κόσμος πολύς.
Τραγούδια οτη διαπασών.
Βουή χαρούμενη του κόσμου.
Πανηγυριώτικα παιχνίδια.

Ας κάτσω εδώ βλέποντας προς την πίστα.
Μια νεαρή ντυμένη κόκκινα έχει χώσει το κεφάλι της
ανάμεσα στα σκέλια του συντρόφου της
μα-αλίμονο-ξερνάει.
Ένας αρμένης ξελαρυγγίζεται: Λίζαααα..Λίζαααα...
Μια φιλιππίνα φοράει το παπουτσάκι του παιδιού της.
Εκείνο κλαίει.
Πώς σειέται κεινη η μαυρομμάτα...

Μπύρες, σουβλάκια, σόδες, κοτόπουλα..
Καλά πήγε η μέρα.
Ουρές στα ταμεία.
Ο παπάς θα πάρει καινούργιο αυτοκίνητο.
Να και ο χορός που οι γυναίκες αυνανίζονται όρθιες και
ντυμένες.

Ακόμα η κόκκινη ξερνάει ένα καφέ υγρό.
Ανάμεσα σε δύο εκτοξεύσεις της ψελλίζει: It's from the ouzzzo...
Δυο παιδάκια χαμένα μέσα στο μαλλί της γριάς.
Μια ποθογεννημένη με σταμπαρισμένον στο μπλουζάκι
της έναν αρχαίο ναό.
Η δεξιά η ρόγα της διαρκώς γκρεμίζει ένα του κιονόκρανο.
Μα κουφή είναι αυτή η Λίζα; Κλείνω τ' αυτιά μου.
Ο θόρυβος γίνεται ονείρου.
(Πώς με μια κίνησή μου αλλάζουν όλα!..)
Ξάφνω απ' το μεγάφωνο: "Hercules to the office please.."
…έχει γούστο..
αλλά όχι-ένα γεροντάκι σηκώνεται
και με δυσκολία τρεκλίζει προς το γραφείο.
Η Λίζα τέλος άκουσε και γύρισε.
Ο πατέρας της την ενημερώνει: "εδώ είμαστε!"

Ανοίγω τ' αυτιά μου. Κι εγώ εδώ είμαι πάλι.
"Πρόσεχε το ζουμί!" φωνάζει μια κυρά στον άντρα της που προπορεύεται
κρατώντας ένα πιάτο λουκουμάδες.
Δίπλα μου περνάει η ξανθούλα που κάποιος θα μπορούσε να ερωτεύεται τις κνήμες της αιωνίως και αυτοτελώς.
Η κόκκινη συσπάται χωρίς να βγάζει τίποτα πια.
Τριάντα χρόνια ύστερα θα λέει σε κάποιονε: "θυμάμαι
στο ελληνικό πανηγύρι το ενενήντα έξη
ξέρναγα συνέχεια".
Κι όταν το λέει αυτό
η μαυρομάτα μπορεί να ’ναι και γιαγιά.
To κάρο του παπά θα είναι παλιοσίδερα
κι ο ίδιος ο παπάς μια χούφτα βρώμιο χώμα.
Η Λίζα θα φωνάζει η ίδια τώρα στο παιδί της
σε κάποιο πανηγύρι ελληνικό
για να του πει:"εδώ είμαστε!".

"εδώ"..
"είμαστε"..
Ψεύτικες λέξεις ψεύτικων ανθρώπων-
η μόνη αλήθεια τους..


 ΣΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ

Σαν κάποιος που διαβάζει ολοένα
και μέσα στα βιβλία του πάντοτε κάτι βρίσκει,
έτσι και το χέρι που στα σκουπίδια μέσα ψάχνει  
κάτι βρίσκει-έναν αναπτήρα, μιαν αξιοπρέπεια,  
πτώματα ελπίδων, ξέφτιους θυμούς, μια
ηθικότητα.

Περισσότερο βαραίνουν λόγια
που αγαπητά χείλη είπαν.
Σαν αγάλματα οι λέξεις τους.
Κρυσταλλωμένες.

Ακόμα βρίσκει μικρές καθημερινές χαρές, παλιωμένους έρωτες
που ακόμα λίγη μυρωδιά κρατάνε,
σκελετούς πουλιών,
χείμαρρους πόθων με γύρω τους υψωμένες
όχθες αδιαπέραστες,
συντρίμμια ιδανικών,
και που και που έναν χρυσοκόκκινο ήλιο
κάποιας δύσης περασμένης.

 ΟΥΤΕ ΑΓΚΑΛΙΑ

Αγάπες και φιλιά και αγκαλιές
Χαμένα μέσα στ' όνειρο του χτες
και στεναγμοί και λόγια λιγωμένα
μες στ' όνειρο του αύριο χαμένα.

Κι ακόμα ενώ τρυγάει φιλιά και χάδια
Κοιτάει την αγκαλιά του κι είναι άδεια.
Κι ακόμα ενώ η γλυκιά τον ντύνει πάχνη
Βλέπει ξανά, κι ούτε αγκαλιά υπάρχει.

Και μόνο μένουνε απ' όλα τούτα
Παιδιά, που ως ωριμάζουνε τα φρούτα
έτσι κι αυτά γεννιούνται, αντριεύουν
και χάδια και φιλιά κι αυτά γυρεύουν.

 ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΕΣ

Δεν έχει σάρκα να δέσει τα κόκαλά του,
ρούχα τηβεννικά να ενδυθεί,
μουσικές τα λόγια του να στολίσει,
περικοκλάδες ιντερνετικές .

Φύλλα ωραιόχρωμα
άνθη ελκυστικά  
από κείνον λείπουν
η σκέψη του
γλώσσες που γλύφουν γρατζουνάει.

Όμως καρποί του
σε προϊστορικούς τάφους ακόμα  ελπιδοφορούνε
και τα οστά του  
άγγιχτα από τις λόγχες του Καιρού.
Βεγγαλικά δεν έπλεξε
που ανάβουν, λαμπαδιάζουνε και σβηούν.
Τον λύχνο  έχει αυτός ανάψει του αεί
που λάδι του το δάκρυ-ζωής συντρόφι-
και φτίλι του η ανάσα της ψυχής.
Κι όποιον από το φως του ζεσταθεί
κι όποιον κάτω απ’ το λύχνο του γιορτάσει-
αυτόνε θα τον θυμηθεί
όταν έλθει εν τη βασιλεία του.

 ΧΡΌΝΟΣ

Την ύστατη ώρα του ας στείλει απόψε ο Χρόνος
που γι αυτόνε φυλαγμένη έχει. Αυτός
το μολύβι του καλά το έχει
και ωραία τοποθετήσει
στην κώχη δίπλα του κλειστού βιβλίου-
η μύτη του ν’ αγγίζει
στην κάτω ακριβώς γωνία του πίσω εξώφυλλου-
και το ποτήρι του καφέ
στου τραπεζιού την δεξιά πάνω γωνία
με το χερούλι του προς το παράθυρο.
Ας στείλει ο Χρόνος τη στιγμή του.
Έτσι που έχει ετοιμαστεί  
από κει κι ύστερα
Χρόνος μαζί του θα ’ναι.

 ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Πίσω να πάω ήθελα πάντοτε στο χωριό μου
Και να! η ώρα έφτασε. Ταξίδι ξεκινώ.
Άλλα σημάδια ήξερα όμως εγώ του δρόμου
Και το ταξίδι ήτανε, μου εφάνη, μακρινό.

Πλησιάζοντας, τ’ αρώματα περίμενα να νοιώσω
Που του χωριού μου οι πλαγιές την Άνοιξη σκορπάν.
Μα λιβανιού τη μυρωδιά μυρίζω τώρα-α! πόσο
Αλλιώς ειν’ όλα!  Κι άνθρωποι στον ώμο τους με παν.

Αρνιών τα κουδουνίσματα περίμενα στη στάνη
Και θυμιατήρια αντίς γι αυτά στ’ αυτιά μου αντηχούν.
Μιλήματα παλιόφιλων σε ξερικό μποστάνι,
Τώρα τροπάρια ακώ να ηχούν-παπάδες να μιλούν.

Βγάλτε με! Βγάλτε με από δω! Εγώ δε θέλω χάρο
Εμέ δεν πρέπει χώσιμο βαθιά στην κρύα γη
Απ’ τη ζωή ακόμα εγώ έχω πολλά να πάρω
Τις νύχτες πήρα όλες της-δεν πήρα μιαν αυγή.

Αν με το μέτρο της χαράς τη ζήση εσείς μετράτε
Ιδέτε το δισάκι μου κενό από χαρές.
Δεν έζησα. Να θάψετε πέστε λοιπόν ποιον πάτε
Φτιάχνοντας πίσω του μακριές αργόσυρτες ουρές;

Αν πάλι οπωσδήποτε σεις πρέπει να με θάψτε
Βλέπετε κείνα τα μωρά που κλαίνε για βυζί;
Ειν’ οι χαρές μου οι ορφανές. Τρίδιπλο τώρα σκάψτε
Λάκκο βαθύ και βάλτε μας κι αυτές και με μαζί.

Και κει, στου τάφου την ερμιά, στο τρίσβαθο σκοτάδι
Ίσως εκεί ένα άλλο φως να έβρω μυστικό
Και την αυγή που έψαχνα να τήνε βρω στον Άδη
Και οι χαρές μου πιόμα εκεί να βρουν μεθυστικό.

 ΑΔΗΜΟΝΙΑΣ

Οταν μια Γιαπωνέζα μιλάει αμερικάνικα είναι σαν
Ενα αηδονάκι να εκβάλει φωνή κόρακα.
Το στόμα σφίγγεται,
πιέζεται
για ν' αποδώσει τον βάρβαρο ήχο.
Η έκφραση είναι αδημονίας.

 ΕΙΣ ΚΥΡΙΑΝ ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗΝ

Δεν ξέρετε τι να κάνετε τα ποιήματά μου;

Ω! Κυρία μου!
να σας βοηθήσω.
Γίνονται εξαίσια τσιγαριστά
με λίγο σκόρδο και λεμονάκι.
Μπορείτε επίσης να τα κάνετε ψητά στο φούρνο-
κι έτσι καλά ειν’ επίσης-
μόνο να τα κοιτάζετε συχνά
γιατί αρπάζουν εύκολα.

Για γαρνίρα, πατάτες ή αρακάς.
Λεπτομέρειες να μη σας πω-
τις ξέρετε-διάβολε!
κάτι θα ξέρετε κι εσείς.

Λοιπόν καλή σας όρεξη κυρία μου.
Αν και πολύ γι αυτήν δεν αμφιβάλλω.
Εκείνο που όμως οπωσδήποτε
θα πρέπει όμως να σας ευχηθώ
είναι καλή σας χώνεψη κυρία μου.

 ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

Μετά απο ένταση, διαξιφισμούς και αγωνίες
είκοσι μηνών
Εδώσανε το πρώτο φίλημα τους.
Και τότε όλα γαληνέψανε
Σαν πρωινό μετά από νύχτα καταιγίδας.

Κάθισαν ήσυχοι-σίγουροι πια
Και συζητήσανε για πράγματα κοινά.
Εκείνη μάλιστα έβγαλε και, σαν οικεία,
Κρέμασε την ζακέτα της μες στη ντουλάπα.

Και ήταν προς το βράδυ όταν-
Όχι γι ανάγκη έρωτα αλλά από νύστα-
Πέφτοντας σε κοινό τώρα κρεβάτι
Βύθισαν μες στης περασμένης της χρονιάς τα χιόνια
Δίνοντας έτσι μιαν απάντηση
Στου Φρανσουά Βιγιόν τη λυρική απορία.

 ΕΜΠΡΟΣ!..

Εμπρός!
Στα κουπιά!
Να φύγουμε!
Να ξανοιχτούμε!
Ν’ αρμενίσουμε!
Πάντα υπάρχει ελπίδα
να μας εβρεί μια τρικυμία που θα σπάσει
του καραβιού τα ξάρτια και θα σκίσει τα πανιά.

Που το τιμόνι μας θα κομματιάσει
και το καράβι θα τσακίσει
πάνω σε κάποιους βράχους άγνωστους.
Κι αν θα γλιτώσουμε ίσως να βρούμε εκεί
τις μέρες που δεν είχαμε ποτέ μας
και τη ζωή που μέχρι τώρα μόνον εποθούσαμε
χωρίς και να τη ζήσουμε ποτέ.

 ΑΝΤΑΡΣΙΑ

Ε! Σεις παντούφλες μου!
Χωρίς τα πόδια μου οδηγό πως περπατάτε;..
Ε! Πανωφόρι μου! Εντός σου αφού δεν είμαι

Πως στο δρόμο ανεμίζεις τα μανίκια σου σφυρίζοντας;
Και συ πως παντελόνι μου χορεύοντας στο δρόμο πας;
Ε! Σεις! Γυρίστε πίσω-με ξεχάσατε…

 ΣΕ ΖΗΤΩ

Πρώτη Αιτία! Αρχή Κινούσα! Το Οντως Ον!
Μέσα στο πνεύμα μου κάθε λιγάκι δίνεις παρόν.
Με συναρπάζεις με κουρελιάζεις με βασανίζεις
Σε βάθη άμετρα μ’ ανυψώνεις και με βυθίζεις.
Με σε αφέντη με σε μαστίγιο με σε οδηγ£ μου
Τα μήκη τ' άμετρα διασχίζω του Άδικου και του Τρόμου.
Μέσα μου σ' έχω μέσα σου μ' έχεις μαζί σου ζω
Και δε σε ξέρω-δε σε γνωρίζω-και σε ζητώ.

 ΒΡΑΔΙΑ ΧΟΡΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΙΑΤΡΩΝ
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Λος Αντζελες. Νοέμβριος. Χορός επιστημόνων
Ωρα επτά. Η είσοδος είναι με σμόκιν μόνον.
Έλληνες που εφύγανε απ’ τη φτωχή πατρίδα
μια πλούσια κουκουλώθηκαν γρηά αμερικανίδα
και τώρα ζούνε κάνοντας χορούς κάθε λιγάκι-
της ζωής εκούσιοι, ναυαγοί-της κοινωνίας ράκη.
Οπως απόψε κάνανε  κι εφώναξαν κι εμένα
που άλλου είδους ναυαγός εβρέθηκα στα ξένα.

Ο ένας απ’ τον άλλονε τελείως ξεκομμένοι
και μόνο γέλιο άχαρο ένα τους απομένει
ψυχρό κι αυτό κι απόμακρο σαν κάποιο ξεχασμένο
φάντασμα γέλιου αλλοτινού-σαν κάτι πεθαμένο.

Δυο πολυέλαιοι κρέμονται τεράστιοι απ’ το ταβάνι
μια ορχήστρα νέων ομογενών κάποια γωνία πιάνει
και πάνω στο τραπέζι μας άνθη ωραία ευώδη
που την καρδιά θα μέρευαν ακόμα και Ηρώδη.

Ψυχρή  ατμόσφαιρα-ψυχρά μιλήματα κι  αστεία
και μ’ ύφος που εταίριαζε στην αίθουσα την κρύα
σηκώθηκε αφού φάγαμε ένα αναιδές παιδάριο
και  μία  διάλεξη  έκανε θερμή  για  το  δολάριο.

Τι  κι   αν  εβγήκε  απ’  τη   μικρή  ορχήστρα η  Γερακίνα
τι  κι  αν  νεράκι   ολόδροσο  να πα’   να φέρει εκίνα
μα γύρισε αξεδίψαστη  στο  παγερό  το βράδυ
γιατί   όσο και αν έψαξε  δε  βρήκε ένα πηγάδι .

Κ ι  απ’   όλης  τούτης  της  βραδιάς  τον  νυσταγμένο  σάλο
τα λουλουδάκια αξίζανε μονάχα  δίχως  άλλο-
υάκινθοι, γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα, ορχιδέες
που  με  λεξούλες   μας  μιλούν  που  είναι  πάντα νέες.

Έτσι περνούν οι ομογενείς στης ξενητιάς τα μέρη:
με το κενό για σύντροφο-με την ανία για  ταίρι.
Κι όποιος κατάρα θα ’θελε σε κάποιονε να δώσει
ας του ευχηθεί της ξενητιάς το σκότος να τον ζώσει.

Λος Αντζελες, 7 Μάρτη 1987

 Η Αμερική M.A.G.A. (Μάγκα)
Η Ευρώπη M.U.G.A. (Μούγγα)

 Η ΣΦΑΙΡΑ
(ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ)


Τοπος: επαρχιακή πόλη της Αγγλίας.
Χρόνος: 1948
Πρόσωπα: Ντέιβ Μπάρινγκτον
Αμέλια (σύζυγός του)
Κρις (γιος τους)
Νικ Πρεστον-φίλος της οικογένειας
Έλβις (ο θεληματάρης του χωριού)
Γιατρός-φίλος του κυρίου Μπάρινγκτον
Νοσοκόμα
Φωνή νοσοκόμων στο τηλέφωνο.



Η σκηνή στο σπίτι των Μπάρινγκτον


ΑΜΕΛΙΑ (ΑΜΕ)
(Καθισμένη στην αναπηρική της πολυθρόνα, χαρούμενα)
Ο γιος μας μπαμπάς!
(στον Ντέιβ)
Θυμάμαι εσένα όταν γεννήθηκε ο Κρις-πετούσες από τη χαρά σου.

ΝΤΕΙΒ (ΝΤΕ)
Ήταν ο ίδιος μήνας. Τριάντα χρόνια πριν…

ΝΙΚ
Αλήθεια, ήτανε χαζομπαμπάς ο Ντέιβ;

ΑΜΕ
Δεν μπορώ να το πω. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως τώρα δεν είναι. Έχει αφήσει το γιο μας μόνον του στην κλινική.
(στον Ντέιβ)
Ίσως προλάβεις να είσαι εκεί πριν τη γέννα. Δε θα πάθω τίποτα μόνη καλέ μου. Ύστερα είναι και ο Νικ εδώ.

ΝΤΕ
Αγάπη μου δεν μπορώ να σε αφήσω μόνη. Ύστερα ο Κρις έχει παρέα. Αμφιβάλλεις ότι όλο το σόι της Κλάρας είναι εκεί;
Όμως να, θα πάρω πάλι τηλέφωνο να ρωτήσω πού βρίσκεται ο εγγονός ή η εγγονή σου-ήρθε ή ακόμα;

ΑΜΕ
Δεν είπαν πως θα μας πάρουν αμέσως αυτοί;

ΝΤΕ
Μέσα στη χαρά τους δεν ξέρεις…

ΝΙΚ
Αν δεν ήρθε ακόμα, εγγονή θα είναι-θα βάφεται!


ΝΤΕ
(σχηματίζει έναν αριθμό στο τηλέφωνο)
Εμπρός! Είμαι ο Ντέιβ Μπάρινγκτον

ΦΩΝΗ ΝΟΣΟΚΟΜΑΣ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ (ΦΩΝ. ΝΟΣ.)
Ο κύριος Μπάρινγκτον-ο φίλος του γιατρού μας;

ΝΤΕ
Μάλιστα. Μήπως ξέρετε, ο τοκετός άρχισε; Ή είχαμε κιόλας το ευτυχές γεγονός;

ΦΩΝ. ΝΟΣ.
Ο γιατρός είναι μέσα στην αίθουσα των τοκετών κύριε Μπάρινγκτον. Απ’ ό,τι ξέρω από στιγμή σε στιγμή θα υπάρξει το ευτυχές γεγονός κύριε Μπάρινγκτον. Ο γιατρός μού είπε αν πάρετε να σας πω ότι θα σας ενημερώσει αμέσως όταν τεκλειώσει ο τοκετός κύριε Μπάρινγκτον.

ΝΤΕ
Ευχαριστώ πολύ.
(κλείνει το τηλέφωνο. Στην Αμέλια)
Όπου να ’ναι έρχεται! Ο γιατρός είναι στην αίθουσα των τοκετών.  Θα μας τηλεφωνήσει ο ίδιος όταν τελειώσει.

ΑΜΕ
Να είναι γερό παιδί και ας είναι είτε αγόρι είτε κορίτσι.

ΝΙΚ
Στο σόι σου Ντέηβ όλο αγόρια γεννιούνται. ΔεΝ θα παρασπονδήσει ο Κρις.

ΝΤΕ
(στην Αμέλια)
Αγάπη μου να σου ρίξω τη μπέρτα σου; Κάνει ψύχρα εδώ μέσα.

ΑΜΕ
Νομίζω πως τη χρειάζομαι. Και το ποτήρι του Νικ άδειασε.

( Ο Ντέιβ ρίχνει τη μπέρτα στην πλάτη της Αμέλιας)
Ευχαριστώ

ΝΤΕ
(βάζοντας ποτό στο ποτήρι του Νικ)
Καλό δεν είναι;

ΝΙΚ
Και βέβαια είναι. Αυτό έλειπε να μην άνοιγες καλό πιοτό τέτοια μέρα.

ΝΤΕ
Απόψε πράγματι αξίζει και να πιούμε ένα καλό ποτό και να πιούμε κάπως παραπάνω. Ένας άνθρωπος ακόμα στο σπίτι… ένα νέο μέλος στην οικογένεια…

(Διστακτικοί χτύποι στην πόρτα. Ο Ντέιβ ανοίγει. Στην πόρτα στέκει ο Έλβις)

ΕΛΒΙΣ (ΕΛΒ)
(Υποταχτικά)
Αφεντικό είδα φως στο παράθυρο σας, κρύο κάνει, ξύλα δεν έχετε πάρει ακόμα, να σας κουβαλήσω μια ζαλιά γι απόψε;

(στην Αμέλια και στο Νικ)

Καλησπέρα σας…

ΑΜΕ
Γεια σου Έλβις. Αλήθεια κάνει κρύο έξω-ναι;

ΕΛΒ
Πολύ κυρία Μπάρινγκτον. Γι αυτό είπα στο αφεντικό…
(χτυπάει το τηλέφωνο)


ΝΤΕ
Συγνώμην Έλβις.
(στο τηλέφωνο)
Εμπρός!

ΦΩΝΗ. ΝΟΣΟΚΟΜΑΣ.
Ο κύριος Μπάρινγκτον;

ΝΤΕ
Ο ίδιος. Είστε η δεσποινίς-σε σας τηλεφώνησα πριν λίγο;


ΦΩΝ. ΝΟΣ.
Μάλιστα κύριε Μπάρινγκτον.

ΝΤΕ
Λοιπόν, έχουμε νέα;

ΦΩΝ. ΝΟΣ.
Μάλιστα κύριε Μπάρινγκτον. Ο γιατρός μου είπε να σας πάρω. Έρχεται να σας μιλήσει ο ίδιος κύριε Μπάρινγκτον.

ΝΤΕ
(σκεπάζει το ακουστικό με το χέρι του)
Τελείωσε. Έρχεται στο τηλέφωνο ο γιατρός…

ΓΙΑΤΡΟΣ (ΓΙΑ)
(φωνή του στο τηλέφωνο)
Ντέιβ…

ΝΤΕ
Ναι Ντέιβ… Εντάξει;

ΓΙΑ
(φωνή του στο τηλέφωνο-διστακτική)
Τελείωσε…

ΝΤΕ
Όλα καλά;

ΓΙΑ
(φωνή του στο τηλέφωνο)
Ναι Ντέηβ…Έρχομαι από κει…


ΝΤΕ
Αγόρι ή κορίτσι γιατρέ;

ΓΙΑ
(φωνή του στο τηλέφωνο. Βιαστικά)
Έρχομαι Ντέιβ…

ΝΤΕ
Η Κλάρα είναι καλά;

ΓΙΑ
(φωνή του στο τηλέφωνο)
Υπέροχα. Έρχομαι.
(Ήχος κλεισίματος του τηλεφώνου)

ΝΤΕ
(κατεβάζει το ακουστικό)
Όλα καλά λέει, η Κλάρα είναι υπέροχα…

ΑΜΕ
(με αδημονία)
Αγόρι ή κορίτσι Ντέιβ;

ΝΤΕ
(σιγά)
Δεν είπε.

ΑΜΕ
Μα τον ρώτησες δυο φορές-τι απάντησε;

ΝΤΕ
Τίποτα. Έρχεται λέει από δω..

ΝΙΚ
Ντέιβ, δε σου είπε αν είναι αγόρι ή κορίτσι;

ΝΤΕ
(εκνευρισμένος)
Δεν μου είπε…

ΑΜΕ
Δε θα άκουσες καλέ μου.
(στον Νικ)
Νικ πάρε σε παρακαλώ την κλινική. Να το νούμερο! Ζήτησε τον Κρις.
(Ο Νικ σχηματίζει τον αριθμό)

ΦΩΝ. ΝΟΣ.
Μάλιστα.

ΝΙΚ
Τηλεφωνώ εκ μέρους του κυρίου Ντέιβ Μπάρινγκτον. Σας τηλεφώνησε ο ίδιος πριν λίγο…

ΦΩΝ. ΝΟΣ.
Η Τζέην είναι με το γιατρό. Εγώ ανέλαβα μόλις τώρα. Πέστε μου σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω παρακαλώ.

ΝΙΚ
Μπορώ να μιλήσω στον κύριο Κρις Μπάρινγκτον; Η σύζυγός του γέννησε πριν λίγο…

ΦΩΝ. ΝΟΣ.
Μια στιγμή παρακαλώ… Ο κύριος Κρις Μπάρινγκτον πηγαίνει με το γιατρό στο σπίτι του πατέρα του, μου λένε.

ΝΙΚ
Μπορούμε να μάθουμε από κάποιον τι διάβολο-ζητώ συγνώμη, θα είχατε την καλοσύνη να με πληροφορήσετε ποιο είναι το φύλο του παιδιού που γέννησε η κυρία Κλάρα Μπάρινγκτον;

ΦΩΝ. ΝΟΣ.
Δεν είμαι ενήμερη. Δώστε μου δυο λεπτά παρακαλώ. Θα μάθω και θα σας πάρω αμέσως. Από το σπίτι του κυρίου Μπάρινγκτον τηλεφωνείτε;

ΝΙΚ
Ναι, ευχαριστώ.
(κλείνει το τηλέφωνο. Στην Αμέλια)
Τα ζώα! Κάποια χαζή έχει αναλάβει. Η Τζέην είναι λέει με το γιατρό. Όμως το σίγουρο είναι ότι ο γιατρός έρχεται εδώ με τον Κρις.

ΑΜΕ
Είναι εξωφρενικό! Να μην μπορούμε να μάθουμε τι παιδί έκανε ο γιος μας!
(κοιτάζει προς τον Έλβις που ακόμα στέκει μπρος στην εξώπορτα.  Στον Ντέιβ, δείχνοντάς του με μια κίνηση του κεφαλιού τον Έλβις) Ντέιβ!... κάνε κάτι…

ΝΤΕ
(στον Έλβις)
Με συγχωρείς Έλβις. Έλα μέσα, ακόμα εκεί στέκεις καημενούλη μου; Όπως άκουσες έχουμε γεννητούρια απόψε. Μέρα γιορτής για την οικογένεια. Πέρασε και κάτσε να πάρεις ένα ποτό μαζί μας και να μας ευχηθείς.

ΕΛΒ
(διστακτικά)
Δεν ξέρω αφεντικό… εγώ να πιω ποτό στο σπίτι σας…

ΝΤΕ
Έλα Έλβις, σήμερα είπαμε, είναι μέρα γιορταστική.
(ο Έλβις μπαίνει, ο Ντέηβ κλείνει την πόρτα και κερνάει ένα ποτό τον Έλβις. Ο Έλβις το παίρνει, φέρνει το ποτήρι ως τα χείλη του χωρίς να πιει. Ο Ντέιβ του δείχνει μια καρέκλα)
Κάθισε Έλβις.
(Ο Έλβις κάθεται στην άκρη της. Στην Αμέλια)
Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί έρχεται από δω ο ίδιος ο γιατρός.

ΝΙΚ
Φίλος σου παιδικός είναι, έρχεται να σε συγχαρεί και από κοντά. Τι το παράξενο;
(στον Έλβις)
Καλά δε λέω Έλβις;

ΕΛΒ
Εμένα δε μου πέφτει λόγος αφεντικό, όμως μπορεί και να είναι έτσι.

ΝΙΚ
Πώς πάνε οι δουλειές σου Έλβις;

ΕΛΒ
Πού δουλειές αφεντικό…τίποτα. Αν θελήσετε όμως να σας κόψω πάλι τα χόρτα του κήπου σας να μου το πείτε. Και δε θέλω λεφτά από σας αφεντικό, που δείχνετε τόσο ενδιαφέρον για τις δουλειές μου και για μένα…

ΑΜΕ
Έλβις, αν πεινάς έχω μέσα φασολάκια έτοιμα.

ΕΛΒ
Όχι, ευχαριστώ κυρία Μπάρινγκτον, εμένα μου αρέσει να κάθομαι εδώ και να σας βλέπω όλους σας…

(σιωπή)

ΑΜΕ
(σκεπτική και ανήσυχη)
Ας είναι καλά η Κλάρα και είτε αγόρι είτε κορίτσι δεν με νοιάζει. Μόνο που ο Κρις ήθελε αγόρι…

ΝΤΕ
Θα δούμε αγάπη μου.

ΝΙΚ
(στον Ντέιβ)
Όταν έρθει να ρωτήσεις το γιατρό και για έναν καλό ωτορινιλαρυγγολόγο να πας να σε δει. Και στη δεύτερη γέννα της Κλάρας θ’ ακούσεις το γιατρό όταν σου πει το φύλο του παιδιού.

ΝΤΕ
(νευριασμένος)
Νικ, σου είπα, δεν μου είπε!
(ακούγεται θόρυβος αυτοκινήτου)

ΑΜΕ
Ήρθαν!

ΝΤΕ
(ανοίγει την πόρτα)
Αυτοί είναι!
(στο γιατρό που πλησιάζει)
Έλα γιατρέ!
(μπαίνουν ο γιατρός και πίσω του ο Κρις αμίλητος)

ΓΙΑ
Γεια σας.

ΝΤΕ
Καλώς τους. Κρις, αγόρι;.. Γιατρέ…

ΚΡΙΣ
Ο γιατρός θα σας πει.

ΝΤΕ
Τι συμβαίνει Έρνι; Τι φέρσιμο είναι αυτό και από τους δυο σας; Μιλήστε!

ΓΙΑ
Ντέιβ, κυρία Μπάρινγκτον, συμβαίνει κάτι παράξενο πράγματι, γι αυτό και ήρθα ο ίδιος εδώ να σας το ανακοινώσω.

ΝΤΕ
Η Κλάρα είναι καλά;

ΚΡΙ
Καλά είναι πατέρα.

ΑΜΕ
Το παιδί…τι συμβαίνει γιατρέ;

ΓΙΑ
(στην Αμέλια)
Κυρία Μπάρινγκτον…
(προς όλους)
Πολλές φορές οι γιατροί βλέπουμε παράξενα, αφύσικα πράγματα στη δουλειά μας. Όμως στην περίπτωση της Κλάρας… τι να πω…

ΑΜΕ
(φέρνοντας τις παλάμες στο στόμα)
Θεέ μου! Ένα τέρας;..

ΝΤΕ
Προχώρα γιατρέ!

ΓΙΑ
Ντέιβ, η Κλάρα γέννησε, όμως δε γέννησε παιδί…

ΑΜΕ
Δε γέννησε παιδί;..

ΝΤΕ
Δε γέννησε παιδί;..

ΓΙΑ
Η Κλάρα Ντέιβ γέννησε…γέννησε…μία σφαίρα!

ΑΜΕ
(στον εαυτό της)
Μία σφαίρα;

ΝΤΕ
(τονίζοντας τις συλλαβές)
Μία σφαίρα;..

ΝΙΚ
(στο γιατρό)
Τι παραμύθια είναι αυτά γιατρέ; Τι θα πει η Κλάρα γέννησε μία σφαίρα;

ΚΡΙ
Σωστά τα λέει ο γιατρός κύριε Νικ, η Κλάρα έκανε μία σφαίρα. Μια ολοστρόγγυλη σφαίρα.

ΑΜΕ
Θεέ μου! Δεν αισθάνομαι καλά.

ΝΤΕ
(παίρνει από ένα μπουκαλάκι ένα χάπι και το δίνει στην Αμέλια)
Πιες και το δεύτερο χάπι σου αγάπη μου.
(Η Αμέλια το παίρνει)
Να ξαπλώσεις. Να σε πάω μέσα;

ΑΜΕ
(κάνει προσπάθεια να συνέλθει)
Όχι, θα μείνω.
(πίνει το χάπι. Στον γιατρό)
Γιατρέ, πείτε πάλι αυτό που μόλις είπατε.

ΓΙΑ
Είπα κυρία Μπάρινγκτον, ότι η νύφη σας γέννησε… όπως σας το είπα: μια σφαίρα.

ΝΤΕ
Μια σφαίρα-τι εννοείς γιατρέ;

ΓΙΑ
Αυτό ακριβώς που άκουσες Ντέιβ. Μια σφαίρα χρώματος σταχτί, σύστασης μαλθακής, που καλύπτεται από έναν, δερμάτινο θα έλεγα, υμένα.

ΝΙΚ
Δηλαδή γιατρέ εννοείτε…

ΓΙΑ
Δεν εννοώ άλλο από αυτό που είπα κύριε Πρέστον-μια σφαίρα. Ολοστρόγγυλη όπως όλες οι σφαίρες.

ΑΜΕ
(στον Κρις, ερωτηματικά)
Κρις…

ΚΡΙΣ
Κι εγώ δεν το πίστευα μητέρα ώσπου μου το-μου την έδειξαν...

ΑΜΕ
Θεέ μου!

ΝΤΕ
Αυτό είναι τελείως γελοίο.

ΝΙΚ
Ακατανόητο.

(σιωπή)

ΝΤΕ
Και πού είναι τώρα αυτό το… αυτή η σφαίρα;

ΓΙΑ
Στο αυτοκίνητο, με μια νοσοκόμα να την προσέχει. Αν το θέλετε μπορείτε να τη δείτε. Ήθελα να σας προετοιμάσω πρώτα.

ΝΙΚ
Μπορούμε να πάμε εγώ κι εσείς μέχρι το αυτοκίνητο γιατρέ;

ΓΙΑ
Βεβαίως, κάποτε έπρεπε να γίνει αυτό.
(βγαίνουν ο γιατρός με τον Νικ)

ΚΡΙΣ
Έτσι όπως σας το λέει είναι μητέρα. Δεν ξέρω τι να πω.

ΝΤΕ
Είπες το είδες;


ΚΡΙ
Ναι πατέρα.

ΝΤΕ
Δεν πρόκειται λοιπόν για μια κακόγουστη φάρσα, για ένα άσχημο αστείο. Μια σφαίρα λοιπόν.

ΚΡΙ
Μια σφαίρα.

ΑΜΕ
(σιγά, στον εαυτό της)
Θεέ μου…
(στον Κρις)
Η Κλάρα το ξέρει;

ΚΡΙ
Όχι, της είπαν πως δεν μπορεί να δει το παιδί ακόμα.
(μπαίνουν ο γιατρός με τον Νικ)

ΝΙΚ
(στέκει ορθός κοιτάζοντας για λίγο αμίλητος τους γύρω. Κατόπιν)
Πράγματι. Μία σφαίρα.

ΝΤΕ
Πώς… πώς είναι;

ΝΙΚ
Όπως όλες οι σφαίρες. Στρογγυλή. Και μεγάλη σχεδόν όσο μια μπάλα ποδοσφαίρου..
(στο γιατρό)
Φέρτο μέσα γιατρέ να το δουν.

ΓΙΑ
Νομίζετε πως θα πρέπει να είναι εδώ όλοι; Μήπως η κυρία Μπάρινγκτον θα έπρεπε ν’ αποσυρθεί πρώτα;

ΑΜΕ
Ευχαριστώ γιατρέ. είμαι καλλίτερα. Εξάλλου θέλω να το δω κι εγώ. Παρακαλώ φέρτε το.

(Ο γιατρός ανοίγει την πόρτα και κάνει νόημα στη νοσοκόμα να φέρει μέσα τη σφαίρα. Μέσα σε γενική σιγή η νοσοκόμα μπαίνει βιαστικά και αδημονώντας αφήνει στο πάτωμα την σφαίρα, πάνω σε ένα άσπρο πανί που απλώνει ο γιατρός. Κατόπιν στέκει παράμερα, φανερά ανακουφισμένη. Όλοι κοιτάζουν από μακριά τη σφαίρα. Ο Ντέιβ πλησιάζει, σκύβει και ακουμπάει πάνω της το δάχτυλό του. Σηκώνεται αναστατωμένος)

ΝΤΕ
Κύριοι νομίζω πως είμαστε όλοι θύματα μιας ομαδικής παράκρουσης. Πως ζούμε μια παραίσθηση-ένα κακό όνειρο.

ΓΙΑ
Εγώ έχω ξεπεράσει αυτό το στάδιο Ντέιβ. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια σφαίρα την οποία γέννησε η νύφη σας. Και το ερώτημα, αφού πρώτα χωνέψουμε ότι αυτό είναι αληθινό, είναι τι θα κάνουμε μ’ αυτήν. Το ξέρει μόνον η Λίζα (δείχνει τη νοσοκόμα) από όλους στο νοσοκομείο.
Το θέμα είναι δικό σας.

ΚΡΙΣ
…και ο πατέρας της Κλάρας.

ΝΙΚ
(στον Ντέιβ)
Το θέμα είναι νομικό. Αυτό το πράγμα βγήκε από την κοιλιά της Κλάρας, άραγε είναι παιδί της-παιδί σας.

ΑΜΕ
Μη λες ανοησίες Νικ-είναι παιδί αυτό;

ΝΙΚ
(αγγίζει τη σφαίρα από παντού)
Ένα κρύο σαν πλαστικό δέρμα πράγμα. Αν είχε μαύρα και άσπρα τετράγωνα θα την έλεγα μπάλα ποδοσφαίρου.

ΓΙΑ
Αν προσέξετε θα δείτε μια μικρή τρυπούλα πάνω της. Είναι το σημείο στο οποίο ενώνονταν με τον πλακούντα.

ΝΤΕ
Ένας πραγματικός τοκετός δηλαδή.

ΑΜΕ
Γιατρέ, υπάρχει περίπτωση να πρόκειται για κάποιο ανθρώπινο πλάσμα, που για κάποιο λόγο πήρε τη μορφή αυτή; Σας έχει τύχει ποτέ κάτι παρόμοιο;

ΓΙΑ
Έχω δει παιδιά χωρίς πόδια, χέρια, έχω δει και έχετε ακούσει για παιδιά σιαμαία, έχω δει τερατογενέσεις, ετούτο όμως ποτέ.

ΝΙΚ
Με λίγη φαντασία μπορεί κανείς να πει ότι αυτή η σφαίρα δημιουργήθηκε από ένα έμβρυο που δεν είχε χέρια και πόδια και που όλα τα άλλα μέρη του πιέστηκαν από κάποια δύναμη ώσπου να πάρουν τέλος τη μορφή αυτή. Και ας μην ξεχνάμε ότι το σφαιρικό είναι το τέλειο σχήμα. Είμαστε τέλειοι εμείς με όλα αυτά τα παρακλάδια που πετάμε πάνω, κάτω, δεξιά αριστερά;

ΑΜΕ
Νικ δεν είναι ώρα για φιλοσοφίες…


ΝΙΚ
Τι να πω Αμέλια;..

(Σιωπή)

ΝΤΕ
Γιατρέ, είναι δυνατόν μέσα σ’ αυτή τη σφαίρα να υπάρχουν τα όργανα που έχουν και οι άλλοι άνθρωποι;

ΓΙΑ
Τα όργανα και να υπήρχαν, θα έπρεπε να ήσαν σε μια λειτουργική σχέση μεταξύ τους. Τώρα πώς αυτό το σώμα θα τρέφονταν, ας πούμε, πώς θα ανάπνεε, πώς θα μετακινούνταν;

ΚΡΙ
Τι θα κάνουμε πατέρα; Τι θα έκανες στη θέση μου;

ΝΤΕ
Γιατρέ, η απάντηση είναι δική σας. Πάρτε αυτό το πράγμα από εδώ και κάντε το ό,τι θέλετε.
(στον Κρις)
Φυσικά και δεν πρόκειται να κρατήσεις αυτό το αντικείμενο παιδί μου.

ΑΜΕ
Τι θα πούμε στον κόσμο;

ΝΙΚ
Το παιδί πέθανε στη γέννα, να τι θα πείτε. Και το φύλο του, κορίτσι-έχει που έχει και μιαν εσοχή…

ΝΤΕ
(επιτιμητικά στον Νικ)
Νικ!

ΝΙΚ
Καλά…καλά… Μα τι άλλο μπορείτε να πείτε εκτός από αυτό;

ΚΡΙ
Έτσι όλα βρίσκουν μια λύση. Τι λέτε γιατρέ;

ΓΙΑ
Θα συνεννοηθώ πρώτα με το διευθυντή της κλινικής και θα σας πω ύστερα. Πριν δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα. Βλέπετε υπάρχει και το επιστημονικό ενδιαφέρον για ένα τέτοιο θέμα. Πρόκειται για σπάνιο-τι λέω σπάνιο, για ένα μοναδικό στα διεθνή ιατρικά χρονικά περιστατικό.

ΚΡΙ
Σαν πατέρας που είμαι, έχετε την άδειά μου προκαταβολικά να κάνετε ό,τι θέλετε μ’ αυτό γιατρέ. Αρκεί να το πάρετε από δω.
 
ΝΤΕ
Τι λες Αμέλια;

ΑΜΕ
Ό,τι είπε ο Κρις είναι καλά ειπωμένο. Και τώρα καλέ μου θα μπορούσες να με πας στο δωμάτιό μου; Νιώθω πολύ κουρασμένη με όλα αυτά απόψε. Και ξέρω πως θα κάνετε το καλλίτερο.

ΓΙΑ
Μπορεί η Λίζα να αντικαταστήσει τον Ντέιβ σ’ αυτή τη μικρή δουλειά απόψε και να σας συνοδέψει αυτή στο δωμάτιό σας κυρία.

ΝΤΕ
Αν δεν έχει αντίρρηση…

ΝΟΣ
Με μεγάλη μου ευχαρίστηση κυρία Μπάρινγκτον.
(πηγαίνει προς την κυρία Μπάρινγκτον)

ΑΜΕ
(στη νοσοκόμα)
Ευχαριστώ παιδί μου.
(βγαίνοντας)

Με συγχωρείτε κύριοι.
(βγαίνουν Αμέλια και νοσοκόμα)

ΕΛΒ
Εμένα μού αρέσει αυτό το πράμα.

(όλοι γυρίζουν και κοιτάζουν τον Έλβις, ενώ η σφαίρα την ίδια στιγμή παίρνει ένα έντονο ροζ χρώμα).

ΝΤΕ
Τι είπες Έλβις; Σε είχα ξεχάσει καημενούλη μου εκεί μακριά που κάθεσαι.

ΕΛΒ
Είπα αφεντικό και να με συμπαθάτε, πως αυτό το πράμα μού αρέσει.

ΝΙΚ
Ωραία, βρέθηκε γαμπρός για το παιδί σου Κρις.

ΝΤΕ
Έλβις, μπορώ να σου ζητήσω να μην πεις τίποτε σε κανέναν για ό,τι είδες και άκουσες εδώ μέσα απόψε;

ΕΛΒ
Τίποτα αφεντικό. Σε κανέναν.

ΝΤΕ
Ευχαριστώ Έλβις.

ΝΙΚ
Τι εννοείς Έλβις όταν λες ότι σου αρέσει αυτό το πράγμα;


ΕΛΒ
Να, λέω αφεντικό μοιάζουμε σε πολλά εγώ κι αυτό.

ΓΙΑ
Ποιος είναι ο κύριος, Ντέηβ;

ΝΤΕ
Είναι ένα καλό παιδί για όλες μας τις δουλειές. Όλοι στη γειτονιά αυτόν φωνάζουμε για θελήματα. Και όλοι τον αγαπάμε-ε Έλβις;

ΕΛΒ
Μάλιστα αφεντικό.

ΝΙΚ
Και σε τι σου μοιάζει Έλβις;

ΕΛΒ
Να αφεντικό, και μένα και κείνη δεν τη θέλει κανείς. Όπως και μένα, έτσι και κείνη δεν έχει πού να πάει. Οι γονέοι της την απαρνιούνται-με το συμπάθιο κύριε Κρις-,σπίτι δεν έχει… και ακόμα και μένα πολλοί μού λένε πως δεν έχω μυαλό και ότι δεν είμαι άνθρωπος αφεντικό.

ΝΤΕ
Όχι Έλβις, ποιος λέει τέτοια πράγματα για σένα;


ΕΛΒ
Όχι εσείς αφεντικό, φωτιά θα πέσει να με κάψει αν πω κακό λόγο για σας. Εσείς όλοι με αγαπάτε. Και η κυρά σας και ο κύριος Κρις και ο κύριος Πρέστον…

ΝΤΕ
Αυτή η σφαίρα όμως δεν έχει ούτε πόδια, ούτε χέρια, ούτε κεφάλι, ούτε τίποτε. Σε αυτά δε σου μοιάζει καθόλου.

ΕΛΒ
Αυτά αφεντικό και να με συμπαθάτε, δεν είναι που σας πάω κόντρα, όμως αυτά είναι κομμάτια κρέας αφεντικό.

ΓΙΑ
(δείχνοντας τη σφαίρα)
Κύριοι είναι η ιδέα μου ή αυτή η σφαίρα άλλαξε χρώμα;
(όλοι βλέπουν τη σφαίρα)

ΚΡΙ
Είναι οι ανταύγειες του ηλεκτρικού. Το ίδιο νόμισα κι εγώ στο νοσοκομείο όταν την πρωτόδα.

ΝΤΕ
Τι εννοείς κομμάτια κρέας Έλβις;

ΕΛΒ
Να, εργαλεία για να πιάνουμε και να περπατάμε. Αυτό!

ΝΙΚ
Γιατρέ μιας κι έχουμε εδώ τον Έλβις, δεν του δίνουμε αυτή τη σφαίρα να πάει να την πετάξει και να τα ξεχάσουμε όλα σαν να μην είχαν συμβεί;

ΕΛΒΙΣ
Δεν θα την πετάξω αφεντικό…

ΓΙΑ
Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα κύριε Πρέστον

(Σιωπή)

ΕΛΒ
Τη σφαίρα αυτή την αγαπάω αφεντικό.

ΝΙΚ
Να ’τα μας… ειδύλλιο…
(στον Έλβις)
Να ζητήσω το χέρι της για σένα από τον Κρις Έλβις; Μα ούτε χέρι δεν έχει. Θεέ μου, τι κουταμάρες!

ΚΡΙ
(με ξαφνικήν ελπίδα)
Έλβις, μήπως θέλεις να την πάρεις στο σπίτι σου;

ΕΛΒ
Ναι αφεντικό. Αν δεν έχετε αντίρρηση αφεντικό…
(δείχνει τον Ντέηβ με το κεφάλι)
Και συμφωνεί και το αφεντικό… και όλοι….
(στον Ντέηβ)
Μπορώ να την πλησιάσω αφεντικό;

ΝΤΕ
Μα ναι Έλβις.

ΕΛΒ
(πλησιάζει στη σφαίρα)
Φέγγει ολόκληρη!
(σκύβει και τηνε βλέπει από κοντά. Τήνε σκέπει με τις παλάμες του. Κοιτάζει όλους και τέλος απευθυνόμενος προς τον Ντέηβ)
Και είναι ζεστή αφεντικό.
(διστακτικά)
Μπορώ…

ΝΤΕ
(ενθαρρυντικά)
Ναι Έλβις…

ΕΛΒ
…μπορώ να την σηκώσω αφεντικό;

ΝΤΕ
Με προσοχή όμως Έλβις.

ΕΛΒ
(σηκώνει τη σφαίρα. Τηνε χαϊδεύει, τη βλέπει με προσοχή και με αγάπη)
Είναι όμορφη και ζεστή.

ΓΙΑ
(βάζει το χέρι του πάνω στη σφαίρα)
Αυτό το παγωμένο πράγμα το βρίσκεις ζεστό;
(Μορφασμός συμπάθειας για τον Έλβις προς τους άλλους)

ΕΛΒ
(φέρνει τη σφαίρα στο αυτί του)
Και χτυπάει όπως η καρδιά μας! Άκου την αφεντικό
(πλησιάζει τη σφαίρα στο αυτί του Ντέηβ)
Ε;

ΝΤΕ
Δεν ακούω τίποτα Έλβις…
(ματιά με σημασία στους άλλους)

ΕΛΒ
Εγώ την ακούω. Είναι χτύπος που έρχεται από πολύ μακριά. Σαν από τα αστέρια να πούμε. Ίδια όπως η καρδιά μας.

ΝΤΕ
Έλα τώρα Έλβις, άφησέ την τώρα κάτω ήσυχα ήσυχα.
(Ο Έλβις αφήνει κάτω τη σφαίρα και πηγαίνει στη θέση του)

ΝΤΕ
Γιατρέ, μπορεί-μπορεί λέω, μια ερώτηση κάνω, μπορεί αυτή η σφαίρα να έχει αισθήματα;

ΓΙΑ
Ντέηβ, δεν είμαι σοφός ούτε μάγος. Είμαι γιατρός και μ’ αυτή μου την ιδιότητα δεν μπορώ να δώσω ανθρώπινες ιδιότητες σε μια σφαίρα, που μάλιστα ακόμα δεν έχει αποφανθεί η επιστήμη γι αυτήν… Ούτε μπορώ να ξέρω αν υπάρχει πιθανότητα από αυτό το... αντικείμενο να δημιουργηθούν αύριο-μεθαύριο συνθήκες που θα δικαιολογούσαν την από άνθρωπο προέλευσή του.

ΕΛΒ
(δυνατά)
Δεν είναι άνθρωπος!

ΝΙΚ
Το ξέρουμε ότι δεν είναι άνθρωπος Έλβις. Τι είναι όμως δεν ξέρουμε.

ΕΛΒ
Πράμα αφεντικό! Πράμα!

ΝΙΚ
Να και κάτι σωστό από τον Έλβις.
(μπαίνει η νοσοκόμα)

ΝΟΣ
Η κυρία Μπάρινγκτον ξάπλωσε κύριε Μπάρινγκτον.
(κάθεται κοιτάζοντας τη σφαίρα)

ΝΤΕ
Ευχαριστώ Λίζα.

ΓΙΑ
Λίζα, βλέπεις κάτι διαφορετικό στη σφαίρα από ό,τι πριν;

ΝΟΣ
(βλέποντας τη σφαίρα προσεκτικά)
Ναι, έχει αλλάξει θέση.

ΝΤΕ
(αποφασιστικά)
Γιατρέ πρέπει να τελειώνουμε κάποτε μ’ αυτό το θέμα. Είπες ότι θα συνεννοηθείς με τον διευθυντή σου πρώτα.
(δείχνει τη σφαίρα)
Τι θα γίνει ως τότε αυτό;

ΚΡΙΣ
Να το κρατήσουμε μέσα στο βαρέλι στον κήπο;..

ΝΤΕ
Δεν νομίζω ότι πρέπει. Γιατρέ θα μπορούσε να το αναλάβει η Κλινική ως την τελική απόφαση, που όλοι θα θέλαμε να είναι ότι θα ξεφορτωθούμε οριστικά αυτό το πράγμα χωρίς σκάνδαλα και ψιθύρους;

ΓΙΑ
Πώς θα δικαιολογούσα την παρουσία του εκεί, αν πρώτα δεν το ξέρει ο κύριος Διευθυντής, την ώρα μάλιστα που απόλυτη μυστικότητα πρέπει να καλύπτει την όλη υπόθεση; Ως τώρα το ξέρουμε εσείς και δυο έμπιστοί μου άνθρωποι. Μα αν…

ΝΤΕ
(στον Κρις)
Ο πατέρας της Κλάρας δε θα μιλήσει βέβαια;

ΚΡΙ
Όχι μόνο δε θα μιλήσει σχετικά, αλλά είναι ο πρώτος που μου ζήτησε να ξεφορτωθώ αυτό το πράγμα όσο γίνεται πιο γρήγορα και πιο αθόρυβα.

ΝΤΕ
(στο γιατρό)
Καλά Έρνι, θα το αναλάβουμε εμείς για απόψε και για όσον καιρό χρειαστεί να πάρετε μία απόφαση. Αν ο Διευθυντής σου θέλει να μιλήσει μαζί μου κι εγώ θα το ήθελα. Και πραγματικά Έρνι σ’ ευχαριστώ για όσα κάνεις για μένα. Δε θα το ξεχάσω.

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΦΑΙΡΑ
Έλβις…

ΕΛΒΙΣ
(Κοιτάζοντας με αγάπη τη σφαίρα)
Ναι…
(όλοι γυρίζουν και βλέπουν με απορία προς το μέρος του Έλβις)

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΦΑΙΡΑ
Δεν θέλω να μείνω σ’ αυτό το σπίτι.

ΕΛΒ
Το ξέρω.
(στρέφει στον Ντέηβ)
Αφεντικό άκουσες, το είπε και η ίδια, δεν θέλει να μείνει άλλο εδώ.

ΝΤΕ
(κοιτάζει με νόημα τους άλλους)
Δεν άκουσα τίποτα Έλβις…
(Μετά από μικρό δισταγμό)
…όμως λίγο πριν μιλήσεις, σκέφτηκα αυτό που είπες
(στους γύρω)
Τι θα λέγατε κύριοι αν γι απόψε έπαιρνε αυτή τη σφαίρα ο Έλβις στο σπίτι του;

ΕΛΒ
Όχι γι απόψε μόνον αφεντικό-για πάντα
(πηγαίνει κοντά στη σφαίρα και στέκει εκεί περιμένοντας )

ΓΙΑ
Είναι μια λύση. Και για αύριο βλέπουμε.

ΕΛΒ
(στον γιατρό)
Δε θα δείτε τίποτα αφεντικό. Δε θα σας αφήσω να μου πάρετε τη σφαίρα μου.
(ταπεινά, στον Ντέηβ)
Με όλον το σεβασμό που σας έχω αφεντικό…

ΚΡΙ
Πάρτην Έλβις. Όμως θα την κρατήσεις στην καλύβα σου και κανείς δε θα μάθει τίποτα γι αυτό, έτσι Έλβις;

ΕΛΒΙΣ
Βέβαια αφεντικό. Κανείς.  
(παίρνει τη σφαίρα στα χέρια του)

ΚΡΙ
Νομίζω πως θα βρίσκεται σε καλά χέρια.
(ερωτηματικά στον Ντέηβ)
Ε, πατέρα;

ΝΤΕ
Ναι. Σίγουρα θα είναι σε καλά χέρια, ώσπου να δούμε τι θα κάνουμε μ’ αυτήν. Έτσι Έλβις;

ΕΛΒ
Σε πολύ καλά χέρια αφεντικό.

ΓΙΑ
Ντέηβ, είσαι σίγουρος ότι η σφαίρα θα είναι ασφαλής με τον Έλβις;

ΝΤΕ
(Καθησυχαστικά στο γιατρό)
Ναι γιατρέ, ο Έλβις είναι άνθρωπος που μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη.
(στον Έλβις)
Και προπαντός κουβέντα σε κανέναν, Έλβις!

ΕΛΒ
Τάφος αφεντικό!
.(Βγαίνει υποκλινόμενος)

ΝΤΕ
Είναι μια καλή προσωρινή λύση. Και μπορεί να είναι και σαν μόνιμη η καλλίτερη…

ΝΙΚ
Νομίζω ότι όλα κανονίστηκαν γι απόψε.

ΚΡΙ
Κι εγώ έτσι νομίζω κύριε Νικ.
(στο γιατρό)
Πάμε γιατρέ; Η Κλάρα θα ανησυχεί.

ΓΙΑ
Πάμε. Θα τα πούμε αύριο Ντέηβ αφού μιλήσω με τον διευθυντή της Κλινικής. Γεια σου.

ΝΙΚ
(στον Ντέηβ)
Να πηγαίνω κι εγώ. Φίλησέ μου την Αμέλια. Καληνύχτα Ντέηβ. Μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά.

ΚΡΙ
Γεια σου μπαμπά
(τον φιλάει)

ΝΤΕ
Γεια σας. Σας ευχαριστώ όλους. Κρις φίλησέ μου την Κλάρα. Αύριο πρωί θα έρθω να τη δω.
(Βγαίνουν όλοι πλην του Ντέηβ. Κάθεται. Μένει για λίγο σκεπτικός. Κοιτάζει προς το μέρος όπου πριν ήταν απιθωμένη η σφαίρα. Βλέπει το άδειο δωμάτιο εναγύρω. Τείνει μπροστά τα χέρια σε μια κίνηση απορίας και μιλώντας στον εαυτό του)
Μια σφαίρα!;..
(Σηκώνεται, κλείνει το φως και με βαριά βήματα πηγαίνει προς την κρεβατοκάμαρα)

ΑΥΛΑΙΑ