Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

 Το σύμπαν μας (που μέχρι τώρα αυτό μόνον ξέρουμε ότι υπάρχει) έχει 33.000.000.000 Γαλαξίες (τόσους ξέρουμε μέχρι τώρα ότι έχει).
Οι Γαλαξίες του αυτοί έχουν 396.000.000.000.000.000.000 αστέρια (ήλιους).
Οι Γαλαξίες αυτοί έχουν επίσης γύρω από τους ήλιους τους 3.960.000.000.000.000.000.000 δορυφόρους.
Σε κάποιον από αυτούς τους δορυφόρους που ονομάζεται Γη, η οποία έχει εμβαδόν 510.100.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, υπάρχει ένας άνθρωπος που λέει: «Αυτό το οικόπεδο των διακοσίων τετραγωνικών μέτρων είναι δικό μου!»

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

                                            ΧΩΡΟΣ
 

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Χρόνος: οποιοσδήποτε.
Πρόσωπα: ΑΝΤΡΑΣ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΧΩΡΙΚΟΙ
Τόπος: καλύβα σε πλαγιά βουνού, χωρισμένη σε δύο μικρότερους χώρους με μέσα τους τα απολύτως απαραίτητα. Στο βάθος κάθε δωματίου πόρτα που δίνει προς τα έξω. Ψηλά, στον κοινό τοίχο, ένας φεγγίτης. Σε κάθε δωμάτιο τζάκι αναμμένο. Στο δωμάτιο του ΑΝΤΡΑ, τραπεζάκι με παλιά σύνεργα μαγειρικής και καρέκλες. Στο δωμάτιο της ΓΥΝΑΙΚΑΣ ένα μικρότερο τραπεζάκι με φέτες ψωμιού επάνω. Σε μια γωνιά σύνεργα για σκι. Σε κάθε δωμάτιο αναμμένη λάμπα πετρελαίου.



ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Ο ΑΝΤΡΑΣ στο δωμάτιό του βράζει νερό σε ένα καμινέτο με αργές και αθόρυβες κινήσεις, δείχνοντας σαν κάτι να έχει στο νου του.
Στο δικό της δωμάτιο η ΓΥΝΑΙΚΑ ξαπλωμένη και μισοκοιμισμένη. Ησυχία.


ΓΥΝΑΙΚΑ
(Ξυπνάει. Σηκώνεται απορημένη και τρομαγμένη. Δείχνει ταλαιπωρημένη. Είναι ντυμένη με ρούχα σκιέρ. Στέκει για λίγο. Προσπάθεια κάτι να θυμηθεί. Βλέπει γύρω της. Ξάφνου  πηγαίνει προς την πόρτα, την ανοίγει. Ριπές χιονιού και παγωμένου αέρα ορμούν στο δωμάτιο. Κλείνει γρήγορα την πόρτα, τρίβει τα χέρια της το ’να στ’ άλλο. Μορφασμός πόνου. Πιάνει την αριστερή της ωμοπλάτη με το χέρι της. Ψάχνει για άλλη διέξοδο από το δωμάτιο. Βλέπει τον φεγγίτη. Προσπαθεί πηδώντας προς τα πάνω να δει πίσω απ’ αυτόν. Δεν τον φτάνει. Αφουγκράζεται. Δεν ακούει τίποτα έξω από το φύσημα του αέρα. (Φωναχτά)
Μ’ ακούτε; Μ’ ακούει κανείς; Έεεεεεε!
(ο άντρας δεν απαντάει. Η γυναίκα πηγαίνει πάλι στην πόρτα. Την ανοίγει και φωνάζει προς τα έξω με όση δύναμη έχει)
Έεεεεεεεε!
(ξανακλείνει γρήγορα την πόρτα και στέκει από πίσω της περιμένοντας. Δεν ακούγεται τίποτα.)
(Κάθεται κάτω απογοητευμένη)
Θεέ μου… Πού είμαι;..Τι έγινε;..
(Πιάνει το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Προσπαθώντας να θυμηθεί, στον εαυτό της)
Χιόνι, κρύο, νύχτα… κι εγώ πονεμένη και κρυώνοντας να μην ξέρω ούτε πώς βρέθηκα εδώ… Φοβάμαι!.. Μα έκανα σκι…ναι, έκανα σκι… και ήταν εκείνο το έλατο… και μετά; Πώς βρέθηκα εδώ; Ποιος με έφερε εδώ; Και θα με βρει κάποιος ή εδώ θα πεθάνω; Αυτή η νύχτα θα έχει τελειωμό;.. Ποιος… τι με έφερε εδώ… και τι είναι εδώ; Φοβάμαι… κι όμως, νερό… ψωμί… η λάμπα… κάποιος ζει εδώ… Θεέ μου… ποιος-τι είναι που με έφερε εδώ;
(σηκώνεται απότομα και με μανία αρχίζει να χτυπάει με τα χέρια της τους τοίχους του δωματίου φωνάζοντας ταυτόχρονα πανικόβλητη)
Είναι κανείς εδώ; Ποιος με έφερε εδώ; Εμπρός! Ας ακούσω κάποιον… Είναι κανείς εδώ; Εμπρός…

ΑΝΤΡΑΣ
(σιγά, στον εαυτό του)
Άργησε αλλά να την η γυναίκα.
(δυνατά, περιπαιχτικά)
Καλώς τηνε.
 (η γυναίκα στριμώχνεται φοβισμένη σε μια γωνία. Σιωπή.)

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ποιος είναι;.. Ποιος μιλάει;..

ΑΝΤΡΑΣ
Μήπως θέλεις να σου συστηθώ κιόλας;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ποιος είσαι;.. Πού είμαι;..Τι έγινε;..

ΑΝΤΡΑΣ
Τι πολλές ερωτήσεις!

ΓΥΝΑΙΚΑ
Σας παρακαλώ… πέστε μου…

ΑΝΤΡΑΣ
Ω! Έχουμε και παρακάλια! Λοιπόν είμαι αυτός που δεν σε θέλει, είσαι εκεί που δεν πρέπει να είσαι και έγινε ότι σε βρήκα ετοιμοθάνατη μέσα στο χιόνι. Και τώρα φύγε. Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως είδες. Και φύγε γρήγορα.

ΓΥΝΑΙΚΑ
…Να φύγω;..

ΑΝΤΡΑΣ
Ναι-δεν το άκουσες; Να φύγεις όπως ήρθες!

ΓΥΝΑΙΚΑ
Μα δεν βλέπετε τι γίνεται έξω;.. πώς να φύγω;..

ΑΝΤΡΑΣ
Όπως ήρθες! Όπως ήρθες να φύγεις! Έτσι ξαφνικά και γρήγορα. Πάρε πάλι αυτά τα βρωμοσύνεργά σου και φύγε.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν γίνεται να φύγω τώρα. Μ’ αυτή τη χιονοθύελλα ούτε πενήντα μέτρα δε θα προλάβω να κάνω. Θα πέσω πάλι. Θα χαθώ. Ύστερα νιώθω πολύ αδύναμη. Και πονάει η πλάτη μου.
(σιωπή)
Σας ευχαριστώ που με σώσατε… Μα… πού είστε;.. Ποιος είστε;..
(σιωπή)
Με ακούτε;..
ΑΝΤΡΑΣ
(στον εαυτό του)
Καταραμένη χιονοθύελλα! Κι εσύ εναντίον μου δουλεύεις…
(Δυνατά)
Να έχεις το νου σου-όταν καλυτερέψει ο καιρός να φύγεις. Ετοιμάσου από τώρα.
(Η γυναίκα ξεσπάει σε κλάματα. Ο άντρας μουγκρίζει ενοχλημένα. Σε λίγο, δυνατά)
Σταμάτα!
(τα κλάματα σταματούν. Σιωπή)

ΓΥΝΑΙΚΑ
(Μέσα σε αναφυλλητά)
Πώς να φύγω;.. Και κοντεύει να νυχτώσει… Εσείς με φέρατε εδώ;.. Εσείς με σώσατε;.. Και τότε γιατί με διώχνετε αφού πάλι έτσι θα με σκοτώσετε;.. Και με ποιον μιλάω;.. Γιατί κρύβεστε;.. Τι είναι εδώ;.. Γιατί μου φέρεστε έτσι;..
(σιωπή. Ήρεμα και αποφασιστικά)
Πρωί πρωί θα φύγω… Ότι καιρό και να κάνει… Μα μη με διώχνετε τώρα… Φοβάμαι εδώ που με φέρατε… εσείς ή όποιος άλλος… μα αν φύγω τώρα, το κρύο και η νύχτα θα είναι σίγουρος θάνατος για μένα…
(σιγά)
Όποιος κι αν είστε… σας παρακαλώ…

ΑΝΤΡΑΣ
(ήρεμα, καθησυχαστικά)
Καλά.
(δυνατά, απειλητικά)
Μα κλείσε το στόμα σου. Και μην κάνεις θόρυβο. Ώσπου να φύγεις να είναι σαν να μην υπάρχεις. Κατάλαβες;..
(σιωπή)
Κατάλαβες;

ΓΥΝΑΙΚΑ
(φοβισμένη)
Κατάλαβα.
(αθόρυβα σηκώνεται, πηγαίνει κοντά στο τζάκι, απλώνει τα χέρια της να ζεσταθεί. Ψάχνει με τα μάτια τριγύρω. Περπατάει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Τέλος ακουμπάει τις παλάμες της στον τοίχο που χωρίζει το δωμάτιό της από το δωμάτιο του άντρα και πλησιάζοντας τα χείλη της στον τοίχο)
Μ’ ακούτε;

ΑΝΤΡΑΣ
(δυνατά)
Τι πάλι καταραμένο πλάσμα;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Το τζάκι σβήνει… και διψάω…

ΑΝΤΡΑΣ
Βγαίνοντας αμέσως δεξιά είναι ένα υπόστεγο. Θα βρεις στοιβαγμένα κούτσουρα.
(η γυναίκα βγαίνει. Στο μεταξύ  άντρας γεμίζει με νερό ένα κύπελλο, βγαίνει από το δωμάτιό του και μπαίνει στο άλλο. Αφήνει το νερό στο πάτωμα. Βλέπει γύρω με δέος και με λαχτάρα. Μυρίζει στον αέρα. Για μια στιγμή κλείνει τα μάτια απολαμβάνοντας. Συνεπαρμένος)
Γυναίκα!
(Συνέρχεται, βλέπει προς την πόρτα, βγαίνει γρήγορα κλείνοντάς τηνε πίσω του. Μπαίνει στο δωμάτιό του)
Καταραμένη!...
(μπαίνει η ΓΥΝΑΙΚΑ στο δωμάτιό της φέρνοντας ξύλα. Κλείνει την πόρτα. Στέκεται για λίγο βλέποντας το νερό. Βάζει τα ξύλα στη φωτιά, πίνει μια γουλιά νερό.)

ΓΥΝΑΙΚΑ
(Προς τον φεγγίτη με ευγνωμοσύνη)
Όποιος κι αν είσαι, σ’ ευχαριστώ.
(ακούγεται ένα μούγκρισμα από το δίπλα δωμάτιο. Σιωπή. Η γυναίκα βολεύεται όπως όπως σε μια γωνιά κοντά στο τζάκι. Σιωπή. Τα φώτα σβήνουν.)

ΤΈΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΏΤΗΣ ΣΚΗΝΉΣ



                        ΣΚΗΝΉ ΔΕΎΤΕΡΗ

(Ίδιος τόπος δυο ώρες αργότερα. Η ΓΥΝΑΙΚΑ βηματίζει. Ένας θόρυβος απέξω από την πόρτα την τρομάζει. Στρέφει προς τον φεγγίτη.)

ΓΥΝΑΙΚΑ
 Με ακούτε;
(δυνατότερα)
Με ακούτε;

ΑΝΤΡΑΣ
Είναι η τρίτη φορά που με ξυπνάς… Τι πάλι;

ΓΥΝΑΙΚΑ
(δυνατά)
Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Φοβάμαι. Επιτέλους κάνετε κάτι.

ΑΝΤΡΑΣ
Τι φταίω εγώ καταραμένη αν εσύ φοβάσαι; Και δεν είμαι εγώ που χάθηκα μέσα στα χιόνια παίζοντας…

ΓΥΝΑΙΚΑ
Εσείς όμως με σώσατε. Θα είχα πεθάνει εκεί έξω.

ΑΝΤΡΑΣ
Και πάψε να μου μιλάς με το σεις-δε σε φτάνουν τόσες άλλες ψευτιές στη ζωή σου;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Πώς το λέτε αυτό; Πώς το ξέρετε; Με ξέρετε;

ΑΝΤΡΑΣ
Όλες οι καταραμένες οι γυναίκες ίδιες είσαστε.

ΓΥΝΑΙΚΑ
(στον εαυτό της)
Μισογύνης!..
(δυνατά)
Τι είσαι;.. Αν είσαι κάτι… Μόνο μια φωνή ακούω!..
(σιωπή)

ΑΝΤΡΑΣ.
Δε θα με αφήσεις να ησυχάσω απόψε λοιπόν;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Η λάμπα σβήνει, είναι νύχτα και εγώ έχω να μείνω ολομόναχη φυλακισμένη μέσα σε τούτη τη φυλακή. Δε θέλω να σας ενοχλώ μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς… Φοβάμαι…

ΑΝΤΡΑΣ
Μα είμαι εδώ, δίπλα σου καταραμένη. Και σ’ έσωσα. Τι φοβάσαι; Και σταμάτα αυτό το «σας».
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ότι είμαι μ’ έναν άγνωστό μου άντρα δίπλα μου στην μαύρη ερημιά δεν με ησυχάζει καθόλου.

ΑΝΤΡΑΣ
Και τι θέλεις να γίνει; Να φύγω εγώ βγαίνοντας στο κρύο και στο χιόνι για να ησυχάσεις εσύ; Ησύχασε επιτέλους. Αν φοβάσαι εμένα κλείσε την πόρτα σου. Κλειδώνει από μέσα.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν καταλαβαίνεις. Η κατάσταση, αυτή η ίδια στην οποία βρισκόμαστε, αυτή είναι που περισσότερο απ’ όλα με φοβίζει. Γιατί δεν εμφανίζεσαι; Γιατί μένεις μακριά μου; Με έσωσες από το θάνατο όπως λες. Που θα πει με έφερες στη ζωή από την ανυπαρξία που με περίμενε…

ΑΝΤΡΑΣ
Ανυπαρξία… φιλοσοφημένα πράγματα βλέπω… Λοιπόν τι; Μήπως να σε προικίσω κιόλας; Μα τι διάβολο; Δε σε φτάνει που γλίτωσες το θάνατο εξαιτίας μου, που σου έδωσα ένα μέρος προστατευμένο από τη χιονοθύελλα για να κοιμηθείς… φαί… νερό;.. Πρέπει να με βασανίζεις κι από πάνω γυναίκα με τις αηδίες σου; Θεέ μου, δεν γλιτώνει λοιπόν ποτέ κανείς από σας; Τι θέλεις από μένα τέλος πάντων;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Θέλω να σε δω μόνο για λίγο. Ίσα για να δω ότι είσαι άνθρωπος. Και μάλιστα χωρίς να έρθεις εδώ-να υπήρχε τρόπος μόνο να ανέβω κάπου και να σε δω για μια στιγμή από τον φεγγίτη. Να δω για μια στιγμή το πρόσωπό σου. Και μετά ας είμαστε πάλι όπως τώρα. Όμως αυτό που τώρα συμβαίνει είναι ακατανόητο. Και κάθε τι που δεν καταλαβαίνω με φοβίζει.

ΑΝΤΡΑΣ
Κουταμάρες. Αν δεν ήμουν άνθρωπος πώς θα σε κουβαλούσα ως εδώ; Πώς θα σου έφερνα νερό; Μήπως με νομίζεις πνεύμα;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Και που το ανάφερες μόνο τρέμω. Γι αυτό σε παρακαλώ άσε με να σε δω.

ΑΝΤΡΑΣ
Άκουσε γυναίκα, στρώσου κοντά στο τζάκι και κλείσε τα μάτια σου ώσπου να σε πάρει ο ύπνος. Αν εσύ θέλεις να με δεις εγώ δε θέλω να δω ούτε εσένα ούτε καμία άλλη. Κατάλαβες;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Αυτό το έχω καταλάβει, όμως θέλω να σε δω. Μόνο τότε θα ησυχάσω.

ΑΝΤΡΑΣ
( Ο άντρας αποφασιστικά σηκώνεται, φοράει γρήγορα ένα παντελόνι και ρίχνει μια κάπα στους ώμους του.  Σιγά.)
Που να σε πάρουνε δώδεκα διαβόλοι νυχτιάτικα!..
(Δυνατά)
Έρχομαι.
(Βγαίνει από το δωμάτιό του και μπαίνει στο δωμάτιο της γυναίκας. Κλείνει την πόρτα και στέκεται στο μέρος που αφήνει σκιερό η λάμπα )

ΑΝΤΡΑΣ
Με βλέπεις τώρα;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Βλέπω το σχήμα του κορμιού σου. Δε βλέπω πρόσωπο και μάτια.
(ο άντρας μετακινείται)

ΑΝΤΡΑΣ
Ησύχασες τώρα;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Και ναι και όχι.

ΑΝΤΡΑΣ (δυνατά)
Που να σε πάρει και να σε σηκώσει, αύριο έχω δρόμο να κάνω. Δε θα με κρατήσεις ξάγρυπνο όλη νύχτα…

ΓΥΝΑΙΚΑ
Αν δεν ησυχάσω, πάλι θα φοβάμαι. Και θα ησυχάσω αν δω το πρόσωπό σου. Μπορεί να είσαι…

ΑΝΤΡΑΣ
(διακόπτοντας)
Τι να είμαι;  

ΓΥΝΑΙΚΑ
Μπορεί να είσαι ένας παλιάνθρωπος.

ΑΝΤΡΑΣ
Μα σε έσωσα καταραμένη…

ΓΥΝΑΙΚΑ
Αυτό δε θα πει πως είσαι καλός άνθρωπος. Ύστερα ούτε ένας καλός λόγος δε βγήκε από το στόμα σου από τότε που μου μίλησες. Κάθε ένας θα έσωζε κάποιον που κινδυνεύει. Εγώ θέλω να ξέρω πώς φέρεσαι όταν δεν είμαι σε κίνδυνο.

ΑΝΤΡΑΣ
Θα με τρελάνει ετούτη. Αφού σου λέω να κοιμηθείς-τι άλλο θέλεις; Δεν το βλέπεις; Αν ήθελα να σε σκοτώσω δε θα το είχα κάνει;
(Θόρυβος απέξω)

ΓΥΝΑΙΚΑ
(τρομαγμένη)
Αυτό! Τι είναι;

ΑΝΤΡΑΣ
Ο σκύλος έριξε έναν τέντζερη δίπλα στην καλύβα-αυτό είναι. Βούλωσε τ’ αυτιά σου να μην ακούς. Ξάπλωσε. Κοιμήσου κι άσε κι εμένα να κοιμηθώ.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Έχω χτυπήσει τον ώμο μου…

ΑΝΤΡΑΣ
Και λοιπόν;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Πονάει.

ΑΝΤΡΑΣ
Δεν έχω παυσίπονα. Τρίψ’ το να περάσει.
(πηγαίνει προς την πόρτα)

ΓΥΝΑΙΚΑ
Μη φεύγεις… Φοβάμαι…

ΑΝΤΡΑΣ
(απαυδισμένος)
Αν συμβεί κάτι δίπλα είμαι-φώναξέ με. Μα μόνο όταν συμβεί κάτι.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Εσένα φοβάμαι!

ΑΝΤΡΑΣ
Τι; Και τώρα που με είδες ακόμα φοβάσαι;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι. Δεν είδα το πρόσωπό σου.

ΑΝΤΡΑΣ
Τι φοβάσαι που να σε πάρει και να σε σηκώσει;

ΓYΝ
Δεν ξέρω, όμως φοβάμαι.

ΑΝΤΡΑΣ
Άντε να χαθείς παλιόπραμα… Μένω εδώ για να είμαι μακριά σας. Μακριά από σας, τις καταραμένες τις γυναίκες-και συ μου ζητάς να μείνω κοντά σου; Δεν θέλω να τους κάνω ούτε καλό ούτε κακό-μόνο να μην τις βλέπω μπροστά μου… και συ θέλεις να με δεις…

ΓΥΝΑΙΚΑ
Μισογύνης! Καλά το είπα!

ΑΝΤΡΑΣ
Καλά το είπες. Κοιμήσου τώρα.
(Βγαίνει κλείνοντας την πόρτα. Η γυναίκα προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο, την ξανανοίγει αμέσως και βγαίνει πίσω του. Η πόρτα του δωματίου του άντρα ανοίγει, ο άντρας μπαίνει και αμέσως πίσω του, πριν αυτός να προλάβει να την εμποδίσει, μπαίνει και η γυναίκα)

ΓΥΝΑΙΚΑ
(αποφασιστικά)
Θέλω να δω το πρόσωπό σου!
(Ο άντρας για λίγο στέκει ακίνητος, ύστερα γυρίζει έτσι ώστε να φαίνεται το πρόσωπό του στο λιγοστό φως της καλύβας)

ΑΝΤΡΑΣ
Με είδες;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι. Είσαι καλός άνθρωπος, δεν κινδυνεύω από σένα.

ΑΝΤΡΑΣ
Επιτέλους. Είδες το πρόσωπό μου και ησύχασες; Είχες δεν είχες τα κατάφερες. Τράβα τώρα.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι.  Τώρα ξέρω πως δεν κινδυνεύω από σένα. Και ακόμα είδα ένα δυναμικό και όμορφο πρόσωπο κι ένα καλοκαμωμένο αντρικό κορμί.

ΑΝΤΡΑΣ
(ειρωνικά)
Μπράβο σου! Τράβα κοιμήσου λοιπόν!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν θέλεις να μάθεις πώς μπορώ να διαβάζω τις σκέψεις ενός ανθρώπου βλέποντας το πρόσωπό του;.
ΑΝΤΡΑΣ
Δεν μου είναι απαραίτητο.
(δυνατά)
Φύγε!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Γιατί όλο με διώχνεις; Μου έσωσες τη ζωή, ας σου μάθω κάτι σαν αντάλλαγμα.
ΑΝΤΡΑΣ
Ωραία,  μάθε το μου, αλλά μιλώντας μου από το διπλανό δωμάτιο. Πήγαινε.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Θα έφευγα αν ήσουν ένας παλιάνθρωπος που θα ήθελες το κακό μου. Τώρα νομίζω ότι μπορούμε να κουβεντιάσουμε σαν άνθρωποι.
ΑΝΤΡΑΣ.
Μπήκες φοβισμένη και ακάλεστη εδώ μέσα, είδες ότι ήθελες να δεις, και τώρα μου λες ότι δεν θα φύγεις;.. Εσύ που έτρεμες πριν λίγο τώρα γυρεύεις κουβεντούλα;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Τώρα δεν τρέμω. Σου είπα το γιατί. Γιατί δεν είσαι κακός. Είσαι φωνακλάς, αλλά καλός άνθρωπος.
ΑΝΤΡΑΣ
Φύγε παλιόπραμα. Εγώ ξέρω τι είμαι. Οπυτε περίμενα εσένα να μου το πεις. Τίποτα δεν ξέρεις για μένα όσο καλά και να με δεις.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Έμαθα εκείνο που ήθελα. Για τα υπόλοιπα δεν χρειάζεται να ξέρω τίποτα.
ΑΝΤΡΑΣ
(δυνατά)
Τότε φύγε διαολόπραμα!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μου λες ότι έχεις έρθει εδώ για να μην βλέπεις τις γυναίκες. Δεν ξέρω τι σου έχουν κάνει οι γυναίκες, μα όλες δεν είμαστε ίδιες. Και εγώ δεν θέλω να σου κάνω κάτι κακό. Μου έσωσες την ζωή-το ξέρεις.
ΑΝΤΡΑΣ
Λοιπόν; Πρέπει να με πιλατεύεις κι από πάνω;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Λέω μιας και γνωριστήκαμε… και δεν σε φοβάμαι πια… λέω πως θα μπορούσαμε να περάσουμε μαζί όση νύχτα απομένει… να γνωριστούμε καλλίτερα, να κουβεντιάσουμε…
ΑΝΤΡΑΣ
Δεν έχω όρεξη για κουβέντες. Φύγε!
ΓΥΝΑΙΚΑ
(αποφασιστικά)
Θα φύγω όταν θέλω εγώ…
ΑΝΤΡΑΣ
(Την βλέπει. Της δείχνει ένα σκαμνί)
Κάτσε λοιπόν!
(η γυναίκα κάθεται.)

ΑΝΤΡΑΣ
Κάτσε να σου πω αυτά που δεν είδες.
 (Ο άντρας μιλώντας περπατάει αργά τα λίγα μέτρα από τη μια άκρη της καλύβας ως την άλλη περνώντας  μπροστά από τη γυναίκα κάθε φορά.)

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ακούω.

ΑΝΤΡΑΣ
Μισογύνης λοιπόν… μα όταν κάτι το θέλεις πολύ και δεν το έχεις τι μένει άλλο από το να το μισείς;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Γιατί να μην το έχεις; Τόσες γυναίκες τριγύρω!

ΑΝΤΡΑΣ
Ναι. Τόσες γυναίκες. Γυναίκες με φούστες μόλις λίγο πιο κάτω από το γοφό. Γυναίκες με παντελόνια που τονίζουν αντί να κρύβουν τις καμπύλες τους. Γυναίκες με τα στήθη έξω μέχρι τη θηλή. Γυναίκες που περπατώντας κουνιόσαστε πέρα δώθε σα χέλια αρπαγμένα στα δίχτυα. Γυναίκες που διαλαλείτε το εμπόρευμά σας με όλα τα μέσα που μπορείτε να εφεύρετε-αρώματα, βαψίματα, μυρωδικά, στολίδια, ρούχα μικροσκοπικά… Ναι! Γυναίκες! Σας ξέρω καλά. Για χρόνια σας έβλεπα…
Μα όταν κανείς απλώσει το χέρι του στους θησαυρούς που παρελαύνουν μπροστά του, παίρνει ένα «όχι» που είναι όλο δικό του. Και όταν μόνο σας απευθύνει τον λόγο κάποιος, η περιφρόνηση είναι η πληρωμή για το «θράσος» του να σας απευθύνει τον λόγο. Γιατί θράσος θεωρείτε να ζητήσει κανείς να μιλήσει έστω για λίγο μαζί σας. Και για να σας κοιτάξει ακόμα κανείς πρέπει να μηχανευτεί χίλια δυο τεχνάσματα.
Και όταν κάποτε, αποφασίστε να κάνετε έρωτα με κάποιον, αρχίζουν οι τσιριμόνιες σας, σαν να πρόκειται να δώστε σε έναν επαίτη λίγο ψωμί για να ζήσει, ή σαν να πρόκειται να μοιράσετε τον κόσμο ολόκληρο -τόσες προϋποθέσεις και τόσους όρους βάζετε.
Και ενώ κρύβεστε πίσω από τέσσερις τοίχους για να κάνετε εκείνο για το οποίο τόσο έχετε ετοιμαστεί και το οποίο τόσο επιθυμείτε, όταν μένετε έγκυες τριγυρνάτε δείχνοντας περήφανα την φουσκωμένη σας κοιλιά. Τότε όσοι σας βλέπουν δεν ξέρουνε τι κάνατε για να μείνετε έγκυες;  Ή υποθέτουν ότι γκαστρωθήκατε με ένα λουλούδι;
Μα και τότε πάλι-όταν κάποια από σας πέσει με κάποιον στο κρεβάτι, τότε είναι που αρχίζει η δυστυχία για τον ταλαίπωρο τον άντρα: η γυναίκα τον θέλει δικόν της για πάντα-σκλάβο της. Γιατί; Ποιος ξέρει… Παραβίασε κανένα ιερό και πρέπει ο άντρας να πληρώσει; Έκανε κάτι χωρίς τη θέληση της γυναίκας και πρέπει να δικαστεί; Επειδή έκανε ότι κάνουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί πάνω στη γη πρέπει να υποφέρει σε όλη του τη ζωή; Και όμως, έτσι είναι! Τιμωρία! Μα πού είναι το έγκλημα παλιοβρώμα;
(Η γυναίκα κάνει να μιλήσει μα δεν μιλά)
Μίλα… πες, τι θέλεις να πεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ
(θαρρεμένη)
Να! Λες ότι γυμνωνόμαστε και φκιασιδωνόμαστε και ύστερα δε θέλουμε να μας αγγίξετε. Είναι γιατί θέλουμε να τραβήξουμε τον άντρα-γι αυτό το κάνουμε. Γιατί  θέλουμε τον ικανότερο και αυτόν περιμένουμε. Και η κοινωνία μας έχει αντικαταστήσει τη σωματική δύναμη με την οικονομική. Θέλουμε ο άντρας να μας εξασφαλίζει καλοπέραση και να ικανοποιεί τα πιο παράξενα γούστα μας. Και πώς αλλιώς θα κάναμε για να τραβήξουμε τον πλούσιο άντρα εκτός από το να προσπαθούμε να του γίνουμε επιθυμητές με όλα αυτά που κάνουμε;

ΑΝΤΡΑΣ
Και δε σκεφτόσαστε ότι έτσι που γδυνόσαστε θα τραβήξετε και την όρεξη αντρών που δεν είναι πλούσιοι όπως είπες-δηλαδή που δεν μπορούν να σας αγοράσουν; Δε σκεφτόσαστε πως αυτοί θα υποφέρουν όταν σας θέλουν και δεν μπορούν να σας έχουν;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Εμείς τα δικά μας προβλήματα κοιτάμε να λύσουμε.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ή μήπως νομίζεις πως αγαπάμε τους άντρες τους οποίους διαλέγουμε; Η ανάγκη μας σπρώχνει κοντά τους. Από ανάγκη είναι που παλεύουμε να σας κερδίσουμε. Είναι που δεν έχουμε ούτε την σωματική ούτε την ψυχική δύναμη να ζήσουμε μόνες μας.
Εσείς θέλετε να σας εκτιμούν, να σας δέχονται και να σας εμπιστεύονται.
Εμείς πάλι, οι γυναίκες, έχουμε ανάγκη να μας αγαπούν, να μας φροντίζουν, να μας σέβονται και να μας καταλαβαίνουν.
Θέλουμε να μας αγαπάτε.
Και αν για τη δική μας αγάπη για σας, το κριτήριό είναι τα συναισθήματά μας, για τη δική σας αγάπη βεβαιωνόμαστε από τον τρόπο που μας φέρεστε, εφόσον δεν μπορούμε να ξέρουμε τι κάθε στιγμή τι νιώθετε για μας.
Και νιώθουμε ότι αξίζουμε κάτι μόνον όταν εσείς μας αγαπάτε.
Και τότε είμαστε ικανές να θυσιαστούμε για σας.
Απαιτούμε όμως τον σεβασμό σας.  Προσφέρουμε τον εαυτό μας σε σας, όσο εσείς σέβεστε τις ανάγκες, τα συναισθήματα, τα δικαιώματά μας. Τότε γινόμαστε παιχνίδι στα χέρια σας.  Αν δεν μας σέβεστε, τότε παύουμε να σας αγαπάμε για να ξαναβρούμε τον εαυτό μας.
Μα αυτό δεν σας πειράζει. Λέτε: τι θα κάνει; Όταν θέλει σιγουριά και δύναμη θα ξανάρθει κοντά μας πάλι  παρακαλεστικά.

ΑΝΤΡΑΣ
(ειρωνικά)
Έχεις να πεις κι άλλα;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Απαντώ στις κατηγορίες σου.
Και σου λέω τι ζητάμε από σας για να έρθουμε κοντά σας. Ζητάμε τουλάχιστον κατανόηση, δηλαδή να μοιραζόσαστε την άποψή μας, να έχετε την διάθεση να δείτε την πραγματικότητα με τον τρόπο που εμείς την βλέπουμε χωρίς να μας επιβάλετε τον δικό σας.
Μα τίποτα τέτοιο από σας. Μας επιβάλλετε τις δικές σας απόψεις για το κάθε τι. Και όταν εμείς συμπεριφερόμαστε σαν όντα αυτόβουλα, τότε είμαστε για σας ανυπάκουες και χαζές.
Έχουμε διαίσθηση, έχετε λογική. Αλλά εσείς καθόλου δεν υπολογίζετε την διαίσθησή μας σαν ισάξια της λογικής σας ικανότητας. Και μας ειρωνεύεστε γι αυτήν.
Και ακόμα μάθε, για τη γυναίκα, τα μικρά πράγματα που ο άντρας μπορεί να της δώσει, μετράνε περισσότερο. Όπως να περνά χρόνο μαζί της, να θυμάται τις επετείους της, να ντύνεται ωραία μόνο γι αυτήν, να τη φιλάει καμιά  φορά έτσι, χωρίς λόγο, να χορέψει μαζί της…
Έτσι κερδίζονται οι γυναίκες. Μα εσείς θυμόσαστε μόνο πότε βγάλατε το πρώτο σας δοντάκι και ποιο ήτανε το ομορφότερο παιχνίδι που σας χάρισαν όταν ήσασταν μικροί.

ΑΝΤΡΑΣ
Γυναίκες…
Ώστε λοιπόν πρέπει να έχουμε πάει στο Πανεπιστήμιο, να μάθουμε πρώτα εκεί πώς να σας φερόμαστε, και ύστερα να σας πλησιάζουμε…
Ξέρετε όλα αυτά, μα ξεχνάτε να ταγίσετε το κορμί. Βλέπετε κείνα που φτιάχνει ο άνθρωπος και τυφλωνόσαστε σαν είναι να δείτε τι διατάζει η φύση του ανθρώπου.

(Σκύβει κάτω από το κρεβάτι του και βγάζει ένα ζευγάρι παπούτσια, άσπρα από τη σκόνη που έχει κάτσει επάνω τους, και τα τείνει προς την Γυναίκα έτσι που αυτή να βλέπει τις σόλες τους.)
Τι γράφει εδώ; Διάβασε!

ΓΥΝΑΙΚΑ
(Κοιτάζοντάς τον με απορία και φόβο)
Τι κάνεις εκεί άνθρωπέ μου; Και τι μου λες;..

ΑΝΤΡΑΣ
Σου ζητάω να διαβάσεις τι είναι γραμμένο εδώ!

ΓΥΝΑΙΚΑ
(απορώντας)
Τι αστείο είναι πάλι αυτό;

ΑΝΤΡΑΣ
(Πετάει τα παπούτσια κάτω από το κρεβάτι.)
Δεν μπορείς βέβαια να διαβάσεις. Ως εκεί δεν φτάνει η μόρφωσή σου. Δεν σας τα έμαθαν καλά τα σχολεία σας.
Εκεί πάνω κυρά μου είναι γραμμένα όσα τόσην ώρα μου τσαμπουνάς για λεπτότητες, για χορούς και για επετείους….
Εγώ όμως ξέρω μόνον ότι μας βασανίζετε εσείς, οι γυναίκες: έρχεστε μπροστά μας δείχνοντάς μας ένα ωραίο  φαγητό, και το παίρνετε πίσω όταν, πεινασμένοι, απλώσουμε το χέρι μας. Κατάλαβες τώρα; Κι αυτά που είπες κράτα τα για τα γυναικεία περιοδικά σας.
Πήγαινε γυναίκα δίπλα τώρα και μην κουράζεσαι να λες άσκοπα λόγια. Θέλεις να με κάνεις να σας καταλάβω, αλλά ευκολότερα καταλαβαίνω μια πέτρα παρά μια γυναίκα!
Και ναι, αν μπορούσα να σκοτώσω όλες τις γυναίκες της γης με μια μου κίνηση, θα το έκανα. Φοβήθηκες μη σε βιάσω. Η βία δεν είναι μέσα στο σακούλι με τα ερωτικά μου φαντάσματα. Ό,τι ανάμεσα σ’ έναν άντρα και σε μια γυναίκα γίνεται με τη βία, με απωθεί όπως ο θάνατος .
Να μη σ’ έβλεπα θα ’τανε το καλλίτερο για μένα. Γι αυτό και είμαι εδώ, μακριά από όλα εσάς τα καταραμένα, βρωμερά πλάσματα. Για να μην βλέπω καμία από εσάς.
Μα τώρα που επέμεινες να με δεις και που σε είδα, το καλλίτερο είναι να φύγεις από μπροστά μου το γρηγορότερο.
Κι άλλη φορά όταν κάνεις σκι, να παίρνεις πρώτα όλα τα μέτρα για την περίπτωση που θα πάθεις κάποιο ατύχημα, ή τουλάχιστον να φροντίσεις να είσαι πάντοτε με κάποιον μαζί σου να σε βοηθήσει. Γιατί πολλά μπορούν να συμβούν. Πώς θα το θέλατε εσείς οι σκιέρ το χιόνι; Να πέφτει παντού εξόν από επάνω σας; Και τον αέρα να φυσάει μόνο για να σας δροσίζει;

ΓΥΝΑΙΚΑ
(επιθετικά)
Έχεις κοντά σου μια γυναίκα ύστερα από καιρό που βρίσκεσαι εδώ πάνω μόνος σου και τη διώχνεις μάλιστα;
Ξέρεις τι θα πει να διώχνεις μια γυναίκα;
(Αλλάζοντας τόνο)
Όμως εγώ όχι μόνο δεν θα φύγω μα θα σου δείξω πως οι γυναίκες δεν είμαστε τα εγωιστικά και όλο απαιτήσεις όντα που εσύ νομίζεις.
Όχι όλες τουλάχιστον.
Γιατί να! Εγώ, θεληματικά και χωρίς να περιμένω άλλο κάτι από σένα-εγώ, θα κάνω έρωτα μαζί σου.

ΑΝΤΡΑΣ
Έρωτα; Μαζί μου; Μπα! Τι τρόπος αλήθεια! Δεν πρέπει να θέλω κι εγώ; Ή μήπως σκέπτεσαι να βιάσεις εσύ εμένα;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν θα μπορούσα. Είσαι ο πιο δυνατός.

ΑΝΤΡΑΣ
(ήρεμα)
Αν ήμουν ο δυνατός, θα καθόμουνα εκεί, κοντά σας. Και θα είχα όσες ήθελα από εσάς. Μα είμαι ο αδύναμος απέναντί σας. Και ό,τι ο δυνατός δίνει στον αδύναμο είναι ελεημοσύνη.
Ευχαριστώ, θα μείνω άνθρωπος.
Φύγε κυρά μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ
(τον κοιτάζει παραξενεμένη από τα λόγια του. Μετά, σαν αυτό που είπε να ήτανε αστείο)
Έλα, άσε τα λόγια και γείρε μαζί μου στο κρεβάτι.
(τον πιάνει από το χέρι)
 Εμπρός! Έλα…
(ξαπλώνει στο κρεβάτι)

ΑΝΤΡΑΣ
(σιγά και ήρεμα)
Αν κυρά μου δεν κάνω έρωτα με σας, με τις γυναίκες, είναι που πια σας έχω σιχαθεί. Γιατί σας θέλω, όμως όχι όπως με θέλεις εσύ-σας θέλω σαν άντρας και σαν άνθρωπος. Σήκω λοιπόν από κει και φύγε. Είσαστε ίδια απωθητικές και για τα κόλπα που κάνετε για να μας τραβήξετε, και για το πώς συνεχίζετε όταν μας κερδίσετε. Όπως απωθητική είσαι τώρα εσύ για μένα. Απωθητική και αηδιαστική. Σε σιχαίνομαι. Χάσου από μπροστά μου.
(της ανοίγει την πόρτα περιμένοντάς την να βγει. Η γυναίκα σηκώνεται γρήγορα και την κλείνει. Αρπάζει τη μασιά από το τζάκι και στέκεται ξαφνικά άγρια και απειλητικά απέναντί του)

ΓΥΝΑΙΚΑ
Εσύ σιχαίνεσαι εμένα-και τολμάς να μου το λες; Και αρνείσαι τον έρωτά μου και μου το λες; Εμένα που οι άντρες με κοιτάζουν μόνον και λιποθυμάνε;  Μόνο να κατηγορείς τις γυναίκες ξέρεις; Άνθρωποι σαν και σένα ευχής έργο θα ήτανε να λείψουν από τη γη. Αν σε μάχη είναι πάντοτε ο άντρας και η γυναίκα-στη δουλειά, στο σπίτι, στο κρεβάτι, σε κάθε τους αντάμωμα-, μα εκείνες είναι μάχες με λόγια, με αναστεναγμούς, με κανόνες που η κοινωνία έχει βάλει στο παιχνίδι. Εδώ όμως θα παλέψουμε με όπλα. Θηλυκό ενάντια σε αρσενικό-να πόλεμος μια φορά! Με λύσσα θα σε πολεμήσω όπως λέαινα λιοντάρι που θέλει να της φάει τα λιονταρόπουλα. Εδώ θα παιχτεί το πραγματικό δράμα, το χωρίς θεατές. Συγγραφέας και ηθοποιοί και σκηνοθέτες δεν χρειάζονται. Όλα είμαστε εμείς. Ο άντρας και η γυναίκα. Άντρας να περιφρονεί τον έρωτά μου! Για σκέψου! Κι αν σε σκοτώσω, μετά δε θα με νοιάξει να πεθάνω από το κρύο είτε πέφτοντας σε καμιά χαράδρα ή χτυπημένη από κάποια χιονοθύελλα. Κι αν με σκοτώσεις, μα θα έχω υπερασπίσει το φύλο μου όπως θα έκανε κάθε πραγματική γυναίκα. Εμπρός λοιπόν! Έλα, πάρε κανένα χοντρόξυλο, βγάλε κανένα μαχαίρι- υπερασπίσου τον εαυτό σου, άντρα! Περιμένω!

ΑΝΤΡΑΣ
(μη παίρνοντας στα σοβαρά την απειλή)
Αν εσείς οι γυναίκες δεν μου είχατε πάρει και το γέλιο, θα έσκαζα στα γέλια με όσα μου λες.
Γιατί βλέπω ότι δεν ξέρεις πως η γυναίκα υπάρχει στο μυαλό του άντρα κάθε στιγμή, έτσι που αυτή θα πεθάνει μόνον όταν και ο τελευταίος άντρας στη γη επάνω πάψει να υπάρχει.
(την βλέπει στα μάτια)
Τα μάτια σου λάμπουν από τις φωτιές της Κόλασης που μέσα σου κουβαλάς.
Όμως εμένα αυτό μόνο εμετό μου φέρνει. Βάλε τη μασιά στη θέση της και τράβα να κοιμηθείς διαολόπραμα. Φύγε. Πήγαινε να συνεχίσεις τη ζωή σου. Φύγε.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ώστε με διώχνεις; Και μου το λες έτσι κατάμουτρα;..
(Σηκώνει την μασιά και τον χτυπάει με όλη της τη δύναμη. Η μασιά βρίσκει τον άντρα στη ράχη του. Ένα δεύτερο χτύπημα τον βρίσκει στο κεφάλι. Ο άντρας πέφτει κάτω με το πρόσωπό του γεμάτο αίματα και μένει ακίνητος)

ΓΥΝΑΙΚΑ
(Η Γυναίκα στέκει από πάνω του, νομίζοντας πως είναι νεκρός. Τον φτύνει)
Αντρικό γουρούνι!...

ΑΝΤΡΑΣ
( ανοίγει αργά τα μάτια του και κάνει μια προσπάθεια σαν να θέλει να σηκωθεί. Τέλος, αδύναμα και όσο μπορεί με αηδία)
Πόρνη…
(Μένει ακίνητος, Η γυναίκα στέκοντας από πάνω του, σηκώνει τη μασιά, σημαδεύει και με δύναμη τον χτυπάει πάλι στο κεφάλι. Βεβαιώνεται πως είναι νεκρός. Πετάει τη μασιά δίπλα του.)
 
ΓΥΝΑΙΚΑ
Έτσι. Δικαιοσύνη. Και η γυναίκα πάντοτε ο δικαστής.
Σου άξιζαν και χειρότερα. Η περιφρόνηση της γυναίκας πληρώνεται ακριβά!
(με ικανοποίηση)
Τώρα μάλιστα, να φύγω!
(Απ’ έξω ακούγεται θόρυβος. Η γυναίκα μισανοίγει την πόρτα  και βλέπει μακριά πυρσούς να πλησιάζουν μέσα στο σκοτάδι)

ΦΩΝΗ ΧΩΡΙΚΟΥ
(από μακριά)
Κυρία Έρηηηηη….  Κυρία Έρηηηηηη…
(Η Γυναίκα στέκει για λίγο ακίνητη. Κατόπιν ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο. Ξεσχίζει την μπλούζα της και με ένα τράβηγμα στο παντελόνι της σπάζει όλα του τα κουμπιά. Ανοίγει την πόρτα και ξαπλώνει στο άνοιγμά της πάνω στα χιόνια, σαν σε λιποθυμία. Οι δαυλοί πλησιάζουν. Κάποιος χωρικός τρέχει κοντά της και σκύβει επάνω της)

ΧΩΡΙΚΟΣ
Κυρία Έρη… είσαστε καλά;.. Κυρία Έρη!..
(Εκείνη δεν απαντάει. Ο χωρικός στρέφοντας το κεφάλι πίσω, δυνατά και γρήγορα)
Ελάτε! Την βρήκα! … Ελάτε!...
(χτυπάει την Γυναίκα στις παρειές. Η Γυναίκα ανοίγει αργά τα μάτια της)
Κυρία Έρη, είστε καλά;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι. Τώρα, είμαι καλά.
(πλησιάζουν άλλοι δυο χωρικοί, σηκώνουν στα χέρια τη γυναίκα και την αποθέτουν στο κρεβάτι. Βλέπουν τον άντρα. Βεβαιώνονται πως είναι νεκρός. Στρέφουν ερωτηματικά προς την γυναίκα)  

ΓΥΝΑΙΚΑ
(μισανοίγει τα μάτια της προσπαθώντας να δείξει ταραγμένη. Αδύναμα)
Μου επιτέθηκε για να με βιάσει!

                              ΑΥΛΑΙΑ

 «Free memberships-free houses-free rentals
free tickets for a visit to Las Vegas…»
Μα, αν είναι, λες, αλήθεια όλα αυτά
πού διάολο πηγαίνουν τα λεφτά...

Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

 Η γάτα μου δεν υπάρχει.
To μαρτυρεί η ράχις της όταν κυρτούται-
ίδιο ανάστροφο ύψιλον.

              ΤΑ ΚΙΝΕΖΑΚΙΑ

Eίναι κάτι κινεζά-κάτι κινεζάκια
σαν τα πορσελάνινα τεχνικά βαζάκια
που προσμένουνε θαρρείς τ' άνοιγμα της βρύσης-
που προσμένουνε θαρρείς-αχ-να τα γεμίσεις.

Μην τ’ αφήσεις να χαθούν, Μούσα, μην τ' αφήσεις.
Μες σε τούτες τις γραμμές πρόφτασε να κλείσεις
λίγο από το λάγγεμα που ’χουν στα ματάκια
κάτι ζέκια… κάτι να... κάτι κινεζάκια…

 Η ΜΙΚΡΗ ΤΣΙΓΓΑΝΑ

-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα
ορίζει;
-Ο αγέρας που απ' ολούθεν έρχεται κι
ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιχτά
ποιος σου τ’ ανοίγει;
-To νερό του ποταμιού που απ' το βουνό
στον κάμπο πάει.
-Και ποιος είν’ ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου
μικρή;
-Τo ρόδο με μιαν άνοιξη σε κάθε πέταλό του.

 ΕΙΣ ΚΥΡΙΑΝ ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗΝ
 
Δεν ξέρετε τι να κάνετε τα ποιήματά μου;
 
Ω! Κυρία μου!
Να σας βοηθήσω.
Γίνονται εξαίσια τσιγαριστά
με λίγο σκόρδο και λεμονάκι.
Μπορείτε επίσης να τα κάνετε ψητά στον φούρνο-
κι έτσι καλά ειν’ επίσης-
μόνο να τα κοιτάζετε συχνά
γιατί αρπάζουν εύκολα.
 
Για γαρνίρα, πατάτες ή αρακάς.
Λεπτομέρειες να μη σας πω-
τις ξέρετε-διάβολε!
κάτι θα ξέρετε και σείς.
 
Λοιπόν καλή σας όρεξη κυρία μου.
Αν και πολύ γι αυτήν δεν αμφιβάλλω.
Εκείνο που οπωσδήποτε
θα πρέπει όμως να σας ευχηθώ
είναι: καλή σας χώνεψη κυρία μου.
                   
                        -----

 Η ΔΡΟΣΙΑ

Η δροσούλα την αυγή-
η καλή δροσιά
μες στη γειτονιά
στάλα στάλα πέφτει.

Μη της παίρνεις τη ζωή
όταν περπατάς-
μη τήνε πατάς
κόσμε δροσοκλέφτη.
         
             -----

 ΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Παράλογος δεν είμαι Θε μου
(θυμάσαι; εικόνα Σου κι ομοίωσή Σου!)
Γι αυτό κι η προσευχή μου λογική θα είναι.

Δεν Σου ζητώ καλούς να κάνεις τους ανθρώπους.
Να μη φοράνε μόνο μάσκες καλοσύνης.
Δεν Σου ζητώ να μη πατούν τα πόδια τ’ άνθη.
Τ’ άνθη όμως Θε μου να μη νιώθουν πόνο.
Κι ούτε οι πόλεμοι να σταματήσουν.
Μόνο τα όπλα ας έχουν πάνω τους ζωγραφισμένο
εν' άστρο.
μια λαμπρίτσα, ή, Θεέ μου-
που ’ναι ίδιο-
τη μορφή Σου.
      
                                  -----

 ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ

-Πόσο οι φράουλές σου παν μικρή μου φραουλίτσα;
-Δεν τις πουλώ-τις έχω να τις βλέπεις να πονείς.
-Ένα λευκό σου πεταλάκι
σαν το φτερό φωτόλουστο της πεταλούδας
άσε να κλείσω μες στο χέρι μου.
-Όχι η ψυχή και η καρδιά μου λένε.
-Θεό εσύ δεν έχεις φραουλίτσα μου μικρή;
-Η Απονιά Θεός μου κι η Σκληρότη.
-Άδοτη αν απομείνεις φραουλίτσα μου
τότε γιατί γεννήθηκες στον κόσμο μέσα;
-Τον Πόνο να σου δίνω, που σκοπός
και μέτρο είναι της γήινης ζωής σου.   
                        -----

 ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Όταν ήσουνα Χριστούλη
σαν και με παιδί μικρό
ζήταγες απ’ τον μπαμπά σου
να σου πάρει παγωτό;

Ζήταγες απ’ τη μαμά σου
να σου πάρει καραμέλες;
Σ' άρεσε και Σε να παίζεις;
Σαν και μένα έκανες τρέλες;

Από κει ψηλά που είσαι
"ναι" Σ' ακούω να μου λες,
γιατί αφού Θεούλης ήσουν
δε γινότανε να κλαις.

Μα εμένα-δες Χριστέ μου,
τα ματάκια μου όλο κλαίνε
γιατί σ' ό,τι τους ζητήσω
"ναι" ποτέ τους δεν μου λένε.

Αχ! Χριστούλη! Μίλησέ τους!
"Τα παιδάκια", να τους πεις,
"άλλες έχουν προτιμήσεις
απ' αυτές που 'χετε σεις.

Μη λοιπόν τα τυραννάτε,
κι όταν κάτι σας ζητούν
κάνετέ το-έτσι αθώα
δεν λυπάστε να πονούν;"

Κι από τότε οι γονείς μας
σαν και Σε να σκέφτονται ίδια
κι η ζωή μας να κυλάει
με γλυκά και με παιχνίδια.
             
                 -----

 Ο ΝΑΥΑΓΟΣ

Είναι ναυαγός.

Γεννήθηκε ναυαγός.

Κι ολοζωής στέλνει μηνύματα
σε μπουκάλια μέσα:
«Μην πλησιάζετε!».

 ΤΟΥ ΚΡΕΒΒΑΤΙΟΥ ΤΟ ΒΗΤΑ

Πάντοτε με διορθώνουν-
οι ανόητοι-
πως το κρεββάτι μ’ ένα βήτα γράφεται.

Δεν είναι βέβαια ποιητές.

Αν ήταν, θα ’ξεραν
πως άδειο το κρεββάτι μ’ ένα βήτα είναι,
όπως με μόνο αυτούς επάνω του.

Το δεύτερο το βήτα ειν’ η γυναίκα.

 Ο ΓΑΜΟΣ
 
Παντρεύεται ο λόφος
και παίρνει την κυρα-Άνοιξη.
Οι μυγδαλιές κοιτάζουν
το θέαμα με κατάνυξη.
 
Μαργαριτούλες πλέκουν
στεφάνι νυφικό
των μυρμηγκιών με χάρη
καλπάζει το ιππικό.
 
Κρατούν οι πεταλούδες
την άκρη του φορέματος
πλαντούν οι παπαρούνες
στο χρώμα του αίματος.
 
Κι ως φεύγει ο κυρ-Χειμώνας
γυρνά την κεφαλή
και στέλνει στο ζευγάρι
χαρούμενο φιλί.

           -----

 ΤΑ  ΔΡΥΙΝΑ

Απίθωσαν την δρύινη γαβάθα
πάνω στο παλιό δρύινο βαρέλι
το γλυκό κρασί γεμάτο
και κοιμήθηκαν.

Το πρωί
στο μέρος όπου ήταν αφημένα
είχε φυτρώσει μια μικρή
περήφανη και πεταχτούλα-
μια μικρή βαλανιδιά γαλανομάτα.
                        -----

Τρίτη 22 Απριλίου 2025

 Η Ανθρωπότητα είναι ένας ζωντανός οργανισμός.
Η αναπνοή της διαρκεί διακόσα χρόνια.
Για εκατό χρόνια εισπνέει Ψευδοδημοκρατία και Ψευδοειρήνη,
και για τα επόμενα εκατό εκπνέει διοξείδιο του Φασισμού
και αλλοτροπική μορφή Πολέμου.
Ζούμε την έναρξη της εκπνοής της.

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

 ΓΙΑ ΨΑΞΤΕ

Για ψάξτε στα τεφτέρια σας
και για ξαναδιαβάστε
κι ανοίξτε πάλι τις Γραφές
να τις ξαναταιριάστε.

Κοιτάξετε προσεκτικά
και εμβριθώς ιδείτε
και την αλήθεια ύστερα
σ’ όλο τον κόσμο πείτε:

Αλήθεια εκυλίστηκε
του τάφου Του ο λίθος
ή είναι η Ανάσταση
ένας μεγάλος μύθος;

Μήπως Αυτός που ανάστησε
άλλους δεν αναστήθη;
Μη δε δοξάζουνε θεό
αλλ’ άνθρωπο τα πλήθη;

Αν πράγματι αναστήθηκε
κι ανάμεσά μας μένει
γιατί στα τόσα τα στραβά
ποτέ δεν επεμβαίνει;

Γιατί πολέμους φονικούς
στον κόσμο επιτρέπει;
Γιατί αφήνει πράγματα
να γίνουν που δεν πρέπει;

Γιατί αν υπάρχει κάθεται
και τ’ Άδικο κοιτάζει
μ’ αδιαφορία τραγική-
γιατί δεν το κολάζει;

Κι ας λένε ίσως οι πιστοί
ότι δι’ αυτού του τρόπου
μόνο, μπορεί να δοξαστεί
ο Υιός του Ανθρώπου-

δοξολογίες θα ’κουγε
πιο ζωηρές ακόμα
κι όχι από λίγους μοναχά
αλλ’ από κάθε στόμα,

αν κάθε αρχικατέργαρο
στον πάγκο τον εκάθιζε
κι αν άλλαζε όλους τους κακούς
ή όλους τους εξόριζε.

Γι αυτό σας λέω-μη τυχόν
δεν ξέρετε καλά;
Στο κάτω κάτω είδατε
την πέτρα να κυλά;

Μην οι πιστοί οι Μαθητές
χωρίς να ερευνήσουν
έτρεξαν την Ανάσταση
παντού να διαλαλήσουν;

Και μήπως κάτι ήξερε
ο άπιστος Θωμάς
που όμως, ίσως σκόπιμα,
δεν έφτασε ως εμάς;

Δεν ξέρω. Κι ούτε έχω σκοπό
αυτά να τ’ αναδέψω
όμως κι εγώ δεν ξέρω τι
αλήθεια να πιστέψω:

Μπουρλότο η Ανατολή
φωτιά η Παλαιστίνη
«Ειρήνη υμίν» αλλά, θεέ,
πού είναι η ειρήνη;

Γι αυτό λοιπόν κοιτάξετε
και πέστε την αλήθεια-
έγινε η Ανάσταση
ή είναι παραμύθια;


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ...

Χριστός ανέστη. Όλα καλά.
Όλα στον κόσμο φως και χαρά.
Χριστός ανέστη. Ο Άδης ’νικήθη
και των αγγέλων χαίρουν τα πλήθη.

Όλα ωραία. Όμως λεφτά
μονάχα βλέπουμε στα κλεφτά
κι η αδικία πηγαίνει γόνα
στου μεροκάματου τον αγώνα.

Λίγοι κατέχουνε τον παρά
κι εμείς βαράμε τον ταμπουρά
και μες στη ζήση καλοπερνάνε
σε πτώματα όσοι πάνω πατάνε.

Πρωί ως βράδυ δουλειά σκληρή.
Βουνό ο κόπος-κέρδος σπυρί.
Αλλού οι όρνιθες κακαρίζουν
κι αλλού τ’ αυγά τους παν και χαρίζουν.

Χριστός ανέστη. Μα η κοιλιά
ειν' άδεια πάλι όπως παλιά.
Κι αν αναστήθηκε ο Σωτήρας
εμείς στα δίχτυα της ίδιας μοίρας.

Και περιμένουμε γιατρειά
για την που δέρνει μας δυστυχία
όταν θα πάψουμε πια να ζούμε-
όταν στο μνήμα μέσα θα μπούμε.

Χριστός ανέστη. Μέρα χρυσή.
Σε θλίψεων πόντους χαράς νησί.
Χριστός ανέστη. Μα ο πλησίον
«όχι» και «μείον» για τον πλησίον.

…Χριστέ αναστήθης αληθινά.
Κάθε τι γύρω μάς το μηνά:
πανηγυρίζοντας τα λουλούδια
δοξολογώντας Σε τ' αγγελούδια.

Κι επειδή όταν πα’ στο Σταυρό
Σε δούμε, χάνουμε το μυαλό,
γι αυτό τη χάρη που προσδοκούμε
από τα τώρα Σ’ τήνε ζητούμε-

και μη Χριστέ μου μας αρνηθείς:
του χρόνου, όταν θ’ αναστηθείς-
το θάνατο όταν γερά χτυπώντας
βγεις απ’ τον τάφο ’στραφτοκοπώντας-

 σήκωσ’ το χέρι και δυνατά
δώσε και μία κατραπακιά
στη χαροκλέφτρα Χριστέ μου φτώχεια
και ξέσχισέ της τ’ άτιμα βρόχια.

                        -----

Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

 ΜΕΓΆΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ
ΣΤΆΣΙΣ ΠΡΏΤΗ
ΉΧΟΣ  ΠΛΆΓΙΟΣ ΠΡΏΤΟΣ-ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ…
(απόσπασμα)

Η ζωή εν τάφω κατετέθης Ελλάς
κι ευρωπαίων στρατιές κατετρόμαξας
να σε βλέπουν προς τα κάτω να τραβάς.

Πώς ζωή γεμάτη σαν σκυλί έχεις πάει;
Το σαθρό εσύ το κράτος σου καταλείς
και νεκρή ’σαι πιο πολύ κι απ’ τους νεκρούς.

Η χλιδάτη ζωούλα που εζούσες πάει πια.
Και τιμάμε την ταφή και τα πάθη σου
κι ας χαντάκωσες με ολ’ αυτά κι εμάς.

Συ που λεν τα φώτα είχες δώσει στη γη,
Δε σε φέγγει ούτε καντήλι τώρα μικρό:
σ’ έχει φάει ως κι ο Διογένης στη στροφή!

Αχ βασίλισσά μας-αχ Ελλάδα μου εσύ
τι ’θελες στον μαύρο Κάτω Κόσμο να πας
αφού σκότος και στον Πάνω είχες βαθύ;

Η ζωή εν τάφω κατετέθης Ελλάς
και που σ’ είδε ως κι η Κόλαση εσκιάχτηκε
μην αντίπραξη της κάνεις και χαθεί.

Μετά των κακούργων ως κακούργος Ελλάς
δίκιο έδωσες σε όσους ελέγανε
το Μνημόνιο πως στον τάφο θα σε πάει.

Ω! Ελλάς γλυκιά μας και σωτήριο μας φως,
πώς σε τάφο σκοτεινό σε μαντρώσανε;
Και πώς άντεξες ξεφτίλα τέτοια μια;

Θαύμα έχει γίνει! Νέο είναι αυτό!
Ότι μου ’δινε ζωή πάει: τα τέζαρε
και την σβήσαν Βενιζέλος και ΠΑΣΟΚ!

Και, Ελλάδα, εθάφτης! Κι από κει όμως συ
το παλιό σου το ζακόνι δεν ξέχασες
Πίκρα πάλι και φαρμάκι μας κερνάς.

Συ του Χίτλερ που είχες μοναχή αντισταθεί
απ’ της Μέρκελ μια μπλόφα εχάθηκες-
συ! η άξια του πόκερ λειτουργός!

Παπανδρέου Γιωργάκης και Αντουάν Σαμαράς
το κουφάρι σου με κλάμα το θάψανε
και θρηνεί χωρίς πατρίδα η Διαφθορά.

Και Υγεία, Παιδεία, και ΕΟΤ και ΟΤΕ
πώς θα μείνουνε χωρίς να ’σαι δίπλα τους
για να κλέβουνε αντάμα το λαό;

Η Βουλή σε κλαίει. Δάκρια χύνει καυτά:
Θα ληστεύει τώρα πώς τους πολίτες σου
που κανείς δεν έχει πια στην τσέπη ευρώ;

Ω! Ελλάς και Λόγε! Η χαρά η εμή!
Πώς θ’ αντέξω που σε θάψαν για πάντοτε
συ που τρεις χιλιάδες χρόνια είχες ζωή;

Ούτε για κεράκι δεν κρατάω ευρώ
για να άναβα κανένα στον τάφο σου
που σε βάλανε Λαγκράντ και Μερ-κοζί.

Γεια σου Ελλαδίτσα που στον Άδη είσαι πια.
και να μην αναστηθείς γιατί σούμπιτη
ο λαός σου θα σε στείλει πάλι εκεί.

 ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ – ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ – ΕΓΚΩΜΙΑ ΣΤΑΣΗ Γ´
(αλλοιόστροφος)

Οι γενεές όλες της γης
ύμνο Χριστέ μου ψάλλουν
για Σε, πάνω στον τάφο Σου.

Ο Αριμαθαίας απ' το Σταυρό
Αφού Σε κατεβάζει
Σε τάφο μέσα Σ' έβαλε.

Νικόδημος και Ιωσήφ
νεκρός σα να 'ταν, ’Κείνον
κηδεύουν που όλα έχτισε.

Η Πλάση μας ολόκληρη
ας πούμε μοιρολόγια-
Στου μέγα Κτίστη την ταφή.

Γιε του Θεού, όλων βασιλιά,
Θε’ μου Εσύ και Πλάστη
τα πάθη πώς τα έστερξες;

Αυτοί που με το μάννα Εσύ
τους έθρεψες, χτυπήσαν
Εσέ, τον ευεργέτη τους.

Αυτοί που με το μάννα Εσύ
τους έθρεψες, Σωτήρα,
χολή και ξύδι Σου 'δωσαν.

Πικρή Σου δώσανε χολή
Ελεήμονα, και ξύδι.
Και Συ την πίκρα εγλύκανες.

Σε ’βάλαν πάνω στο Σταυρό
’Σένα πoυ το λαό Σου
στο τίποτα τον στήριξες.

Ναι Θε’ μου, οι άμυαλοι αυτοί!
Αυτοί οι Χριστοφονιάδες
που τους προφήτες σκότωσαν!

Σαν υπηρέτης να ήτανε,
έδωσε ο παντογνώστης
την τόση τη σοφία Του.

Μα αιχμάλωτος επιάστηκε
ο πονηρός Ιούδας
τον Λυτρωτή που πούλησε.

Και οι Δυνάμεις τ' Ουρανού
από τον φόβο ετρέμαν
όταν νεκρό Σε είδανε.

Κι όταν σ' αντίκρισε νεκρόν
Πάνσοφε, η που Σ' εγέννα,
θρήνο κι Αυτή αρχίνησε,

και, η Παρθένος, που σπαθιά
τα σπλάχνα Της τρυπούσαν
δάκρυα μαύρα έχυνε.

«Ώ! Συ! Γλυκιά μου ΆνοιξηΙ
Μωρό Εσύ γλυκό μου!
Πού είναι η ομορφάδα Σου;

Ω! Των ματιών μου φως Εσύ!
Γλυκό μου αγοράκι!
Σε τάφο Συ πώς βρέθηκες;»

«Μην κλαις Μητέρα. Τον Αδάμ
να σώσω και την Εύα:
γι αυτό ετούτα τα τραβώ.»

«Την τόση καλοσύνη σου
Παιδάκι μου, θαυμάζω
που υποφέρεις από αυτήν!»

Με δάκρυα να της τρέχουνε
ν' αναστηθείς η μάννα
ζητάει που Σε γέννησε.

Ν' αναστηθείς, ναι! μην αργείς.
Πάψε τη θλίψη Θε’ μου
Αυτής που, αγνή, Σε γέννησε.

Κι εμάς από τα βάραθρα-
με την ανάστασή Σου-
του Άδη, βγάλε μας στο φως.

Και λύτρωσε όλους 'κείνους που
μ' ελπίδα και με φόβο
τ' άγια τα πάθη Σου τιμούν.

Οι Μυροφόρες ήρθανε
στον τάφο Σου Σωτήρα
και μύρα Σου προσφέρανε.

Kαι μύρωσαν τον τάφο Σου
με μύρα οι Μυροφόρες
πρωί πρωί έχοντας ερθεί. (τρεις φορές)

Και μύρα και αρώματα
γυναίκες άξιες σ' αυτά
στον τάφο Σου προσφέρανε.

Κι ήταν γι αυτές το "Χαίρετε"
που άκουσαν αμέσως,
η αμοιβή των δώρων τους.

Σωτήρα κάνε με άξιον
σαν μύρα στην ταφή Σου
να Σου προσφέρω δάκρυα.

Στην Εκκλησία και στον λαό
με την Ανάστασή Σου
ειρήνη φέρε και σωσμό.

Κι ας θυμηθείς Σωτήρα μου
εμάς πoυ ανυμνούμε
τα Τίμια τα Πάθη Σου.

Kαι κείνους που πεθάνανε
Σωτήρα μην ξεχάσεις
όταν στη δόξα Σου θα ’ρθείς.

Καλόγνωμο το μάτι Σου
ας τους κοιτάξει όλους
στην Κρίση Σου πoυ έρχεται.

Και το κοπάδι φύλαγε
μαζί και τον βοσκό του
Χριστέ μου Παντελέημονα.

Θε’ μου την πλάση ελέησε
Εσύ που 'σαι Πατέρας
Πνεύμα και Γιος-κι ένας και τρεις.

Να δούμε την Ανάσταση
Παρθένε, του Παιδιού Σου
αξίωσε τoυς δούλους Σου.

Οι άνθρωποι όλοι όπου γης
ύμνο Χριστέ μου ψάλλουν
για Σε, πάνω στον τάφο Σου.
                   -----

 ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ – Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ – ΕΓΚΩΜΙΑ ΣΤΑΣΗ Α´

Τη Ζωή, σε τάφο,
Σ’ έχουν βάλει Χριστέ,
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου
την ταπείνωσή Σου αυτή δοξολογούν

Η Ζωή πεθαίνει;
Πώς σε τάφο έχεις μπει;
και τον θάνατο απ' το θρόνο του έριξες
και ανάστησες του Άδη τους νεκρούς;

Σε δοξολογούμε
και τιμούμε Ιησού
βασιλιά μας, την ταφή και τα πάθη Σου
που μ' αυτά μας έχεις σώσει απ' το Χαμό.

Συ τη γη έχεις φτιάξει,
τώρα όμως Εσέ
βασιλιά, σ' έναν μικρό τάφο σ' έβαλαν
κι απ' τα μνήματα ανασταίνεις τους νεκρούς.

Ο άρχοντας των πάντων
-δέστε!-κείται νεκρός.
Και Αυτός που πεθαμένους ανάστησε
σ' αναπάντεχο έναν τάφο έχει μπει.

Από τους ανθρώπους
ο πιο απ’ όλους καλός
πεθαμένος λες, Αυτός! ότι κείτεται,
που σε όλα έχει δώσει ομορφιά.

Θάνατος και Ζήση
κουβεντιάζουν οι δυο-
Πώς με θάνατο ακυρώνεται ο θάνατος
και πηγή γίνεται Ζωής ένας νεκρός;

Πνεύματα βοηθάνε
τον Ιωσήφ, και  μαζί
το Νικόδημο, Εσέ, τον αχώρητο
μες σε μνήμα να χωρέσουνε μικρό.

Ο Αδάμ με χώμα
από Σε έχει πλαστεί
και για κείνον έχεις Συ γίνει άνθρωπος,
κι έχεις, θέλοντας, ανέβει στο Σταυρό.

Του Αδάμ σωτήρας
Έχεις έρθει ως εδώ
και στη γη μη βρίσκοντάς τονε Δέσποτα
μες στον Άδη έχεις κατέβει να τον βρεις.

Από φθόνο ήταν
Πεθαμένος ο Αδάμ
και στη ζωή τον ξαναδίνεις πεθαίνοντας
σαν να είσαι νέος ένας Συ Αδάμ.


'Σένα που δικάζεις
να δικάσουν ζητούν
κι από δίκη όλους Εσύ μας απάλλαξες
και αθάνατους μας έκανες κι εμάς.

Για να γίνειη η Εύα
Μια πλευρά πήρες Συ
και πλευρά μία σε Σένα τρυπήσανε
κι έχει τρέξει Σωτηρία απ' την πληγή.


Τέσσερες ημέρες
φίλον Σου νεκρό
αναστήσει έχεις Χριστέ μου: Tον Λάζαρο.
Τώρα Συ πώς μέρες τρεις μένεις νεκρός;

Σάββατο είναι που είχες
στον νεκρό δώσει ζωή.
Πώς το Σάββατο Εσύ, τώρα Αθάνατε,
το γιορτάζεις σαν νεκρός μες στους νεκρούς;

Σαν θνητός, Σωτήρα,
μες σε τάφο Εσύ πας.
σαν Θεός όμως νεκρούς Συ ανάστησες
από τάφους αμαρτίας βαθιάς πολύ.

Άτρωτος Εσύ ’σαι-
ο Ένας Συ απ’ τους Τρεις
μα υπόφερες σαν έγινες άνθρωπος
για να κάνεις έτσι άτρωτους εμάς.

Και σε τάφο μπήκες
και, απ’ το πλάι Χριστέ
του Πατέρα Σου καθόλου δεν έφυγες'
πράγμα αλλόκοτο κι απίστευτο μαζί.

Σαν νεκρός στον τάφο,
με Πατέρα Θεός,
και στον Άδη σαν κυρίαρχος Δέσποτας
τους ανθρώπους έχεις σώσει απ' τη φθορά.

Κάτω από το χώμα
πήγες θέλοντας, Συ,
και στα ουράνια από τη γη ξανανέβασες
όσους κάποτε είχαν πέσει από κει.

Σε καινούργιον τάφο
Συ Χριστέ μου έχεις μπει
και του ανθρώπου την ουσία καινούργιωσες
όταν είχες σαν Θεός αναστηθεί.

Ουρανό έχεις θρόνο.
Πάτωμα έχεις τη γη.
Και τον τάφο Σου πώς να τον ελέγαμε;
Μάλλον: τόπο Αναστάσεως Χριστού.

Δακρυοθρηνώντας
η Μητέρα η αγνή
φώναζε καθώς με μύρα Σε ράντιζε:
«Πώς θα Σε κηδέψω εγώ παιδί μου-πώς;

Φώς Εσύ του Κόσμου,
των ματιών μου Εσύ φως,
Ιησού-παιδί μου Εσύ, πολυαγάπητο!»
η Παρθένος κλαίοντας έκραζε πικρά.

«Θεϊκέ Συ Λόγε!
Μόνη Εσύ μου χαρά!
Πώς θ' αντέξω την ταφή Σου την τριήμερη;
Αχ! τα σπλάχνα μου σπαράζουνε βαριά!

Πού νερό θα έβρω;
Πού δακρύων πηγές;»
η Παρθένα η Θεοπάντρευτη φώναζε,
«για να κλάψω το γλυκό μου τον Ιησού;

Σεις βουνά, φαράγγια,
πλήθη ανθρώπων εσείς,
κι όσα έφτιαξε ο Θεός μας, θρηνήστε Τον
σαν που η μάνα Του-εγώ-Τόνε θρηνώ.

To σπαθί-αλί μου!-
της πικρής σου σφαγής
την καρδιά μου διαπερνά, ω! αιώνιε!
ω! Μυστήριο ακατανόητο! Γιε μου Εσύ!

Πότε το αιώνιο
εγώ Σωτήρα μου φως,»
η Παρθένος μες στους θρήνους Της έλεγε,
«την τρανή εγώ χαρά πότε θα δω;

Με το άγιο Σου αίμα
για μελάνι, όλα Εσύ
έχεις σβήσει σε μας τ' αμαρτήματα,
κι απ' τον τάφο Συ βραβεύεις τη ζωή.

Προσκυνώ τα Πάθη,
την ταφή Σου υμνώ,
και υμνώ τη δύναμή Σου φιλάνθρωπε,
γιατί αυτά μ' έχουν γλιτώσει απ' το Χαμό.

Κι όπως εθυμήθης
τον Ληστή στον Σταυρό,
κι εμάς έτσι που υμνούμε θυμήσου μας-
την ψυχή Σου λύτρα που έδωσες για μας.

Κι όσους επεθάναν
ευσεβείς Σου πιστούς
δίκια ανάπαυση Σωτήρα μου δώσε τους
και στο βασίλειό Σου βάλε τους να ζουν.»

Τον Πατέρα υμνούμε
και μαζί Εσένα,
Θεέ των πάντων και το Άγιο το Πνεύμα Σου
και τη Θεια Σου ανυμνούμε την ταφή.

Σε καλοτυχίζου-
με Θεοτόκε Αγνή
και τιμούμε την ταφή την τριήμερη
του Παιδιού Σου που Θεός είναι για μας.

Τη ζωή, σε τάφο
Σ’ έχουν βάλει Χριστέ
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου
την ταπείνωσή Σου αυτή δοξολογούν.

                     -----

Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

 Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ' όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Και επαγγέλεται;
-Ποιητής.
-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε. Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια...
με τα όπλα...
με τις μηχανές μας...
Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε. Δε θέλουμε ποιητές.
Έχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν' αγαπάει ένας τον άλλο.
Πώς θ' αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο);
Ακόμα λέτε...για να δω...
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ-
συνήθως ξέρετε είμαστ' ευγενέστατοι εδώ..
Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.. Δε θέλουμε ποιητές.
Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας-
σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.
Πηγαίνετε.
Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετ' ένα τηλεφώνημα.

Δε θέλουμε ποιητές.




Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ

"…Εγώ!
Η πέτρα!
Η ταφόπετρα!
Φωτιάς δισέγγονο!
Βουνού αγγόνι!
Εργατιάς παιδί!

Εγώ!
Η αειπαγής!
Η δύσρηκτος!
Τ' ήταν αυτό που μου ’γινε;..

Εγώ
που ως κι ο σεισμός τρεις μέρες πριν ούτε που μ' έσεισε...
Εγώ που ως και το θάνατο τον φυλακίζω...
Εγώ!
Το σύνορο φωτός και σκότους!
Εγώ!
Που δέκα ρωμαλέοι ρωμαίοι στρατιώτες
για να με σείσουν συνερρύουν...
ξάφνω
κι ενώ φρουρούσα ένα Ναζωραίο
έτσι,
χωρίς να το θελήσω,
δίχως ν’ αφεθώ,
βρέθηκα απ’ το ’να μέρος στ' άλλο στη στιγμή
αφήνοντας ολάνοιχτο τον τάφο.
Σα να ’μουν πούπουλο σου λέω...
ή σαν αέρας...
κι ούτε..."

 ΑΠΟΡΗΜΑ

Το Πάσχα όταν έρχεται και μες στην εκκλησία
Του Λυτρωτή μας ξαναζώ τη Σταυρική θυσία,
Υπάρχει κάτι που όσο κι αν με πείσμα προσπαθήσω,
Δε με βοηθάει τ' όσο μυαλό έχω, να εξηγήσω:

Πώς ένα δέντρο δέχτηκε το ξύλο του να δώσει
Που το Χριστό επάνω του ο εβραίος να σταύρωσει;
Πώς όταν το επλάνιζαν μακριά δεν ετινάχτη-
Πώς δεν εσάπισε μεμιάς-πώς δεν εγίνη στάχτη;

Δε σκέφτηκε-όποιο ήτανε-, ποιός έφτιαξε το χώμα
Που οι ρίζες του βυζαίνουνε με τ’ άπληστό τους στόμα;
Δε σκέφτηκε το σύννεφο ποιός τάχα το διατάζει
Και κείνο τη ζωφόρα του βροχή στη γη σταλάζει;

Δε σκέφτηκε τον αέρα ποιός στέλνει κι αυτός φυσάει
Και ως της γης τα πέρατα τους σπόρους του σκορπάει-
Και ποιος το σπόρο του αυτό, τον έχει έτσι πλάσει
Ωστε απ' το ’να το δεντρί γίνονται τόσα δάση;

Δε 'σκέφτη πως τον γήϊνο του Ιησού πατέρα
Ανάμεσα τον έβρισκε σε ξύλα η κάθε μέρα
Να πλάθει με τη σάρκα τους όχι Σταυρούς και λόγχες,
Παρά σαμάρια και σκαμνιά, πιάτα και σιτοδόχες;

Ούτε στον κύκλο του ήλιου ποιός, ζέστα και φως χαρίζει,
Που δίχως τους ούτε ζωή ούτε κλαδί ανθίζει;  
Δε συλλογίστη του ήλιου αυτού, με μια του μόνο λέξη,
Ποιος, με τη γη, αχώριστα δεσμά του έχει πλέξει;

Δε ’σκέφτη εκτός από ζωή, ποιός κι ομορφιά του δίνει,
Όταν το χνώτο πάνω του της Ανοιξης ξεχύνει,
Και κείνη του Χειμώνα λυ’ τα κρουσταλλένια μάγια,
Και λάμπουν τα κλαδάκια του σαν θεϊκά-σαν άγια;

Πώς Κάποιου που την Υπαρξη την ίδια σου ’χει δώσει,
Δέχεσαι αυτή σου η ύπαρξη πόνο σ' Αυτόν να δώσει;
Πώς δέχτηκες θανάτου εσύ να γίνεις εργαλείο
Που της Αληθινής Ζωής να σβει το μεγαλείο;  

Αυτά είναι που δε μπορώ καθόλου να εξηγήσω
Όσο κι αν με το λίγο μου μυαλό θα προσπαθήσω.
Κι αφού δασκάλοι και γιατροί πρωτεύυν στη μωρία,
Την ίδια θα ’χω πάλι εγώ του χρόνου απορία.


Λος Άντελες 1992

 ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


1. «ΠΑΣΧΑ ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΠΑΣΧΑ»

Αλήθεια πώς θα ήτανε το Πάσχα μας
αν ήτανε Σωτήριο;

Ας δούμε.
Σ’ ένα Σωτήριο Πάσχα θ’ ανασταίνονταν
όχι ο Χριστός μα ο Λαός.
Θα σφίγγαμε τα χέρια όχι,
μα τους λαιμούς των υπουργών.
Θα σπάζαμε όχι αυγά
παρά των πλούσιων τα κεφάλια.
Στων εκμεταλλευτών μας το κερί
θα το ανάβαμε τον τάφο,
κι αντίς γι αρνί
τους βουλευτές θα εσουβλίζαμε.
Ως για τ’ αυγά
με το αίμα των κλεφτών πολιτικών
θα τα εβάφαμε.

Και πια θ’ αλληλοχαιρετιόμασταν
«Ελλάδα ανέστη εκ νεκρών».

Αν ήτανε το Πάσχα μας Σωτήριο.


 

2. ΠΑΣΧΑ 2014 


Όταν έβγαινα το Πάσχα στο μπαλκόνι
κάθε χρόνο-είναι τώρα δέκα χρόνοι,
στις αυλές τριγύρω έψηναν αρνιά.
Κάθε Πάσχα! Μα το ναι- κάθε χρονιά!

Και μονάχος καθώς είμαι μες στο σπίτι-
σας το λέω και δε λέω ψέματα μπίτι-
με καθένανε χαιρόμουν απ’ αυτούς
καλεσμένος ήμουν λες απ’ ολουνούς.

Φέτος όμως-α! ρε συ-άτιμη Κρίση!
απ’ αυτούς δεν έχει ουτ’ ένας τους τσικνίσει
Κι ειν’ η πρώτη μου χρονιά-πάλι ευτυχώς-
που επέρασα το Πάσχα μοναχός!



3. ΕΥΧΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ

Ευχές των υπουργών στον ελληνικό συρφετό για το Πάσχα: «Χαρά, ειρήνη, ευτυχία!»
Όπως η γάτα θα ευχόταν στα ποντίκια: "χρόνια πολλά".

 ΧΡΙΣΤΟΣ
ή
Η ΜΕΓΑΛΗ ΝΥΧΤΑ

To σπίτι της Μαρίας της Μαγδαληνής. Η Μαρία γνέθει στο φως του λυχναριού. Είναι σκεφτική. Μέσα σε ένα ανθοδοχείο κόκκινα τριαντάφυλλα. Μακρινά αλυχτίσματα σκύλων. Βήματα στην αυλή. Η Μαρία κοιτάζει προς την πόρτα. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Χριστός. Ξαναμμένος, τα μάτια του λάμπουν. Κάθεται σ’ ένα σκαμνί ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο.

ΧΡΙΣΤΟΣ
Δώσε μου λίγο γερό...ήτανε μια δύσκολη μέρα...

(Η Μαρία του φέρνει ένα κύπελλο με νερό. Εκείνος
πίνει. Σηκώνεται. Δίνει το κύπελλο στη
Μαρία. Βλέπει για λίγο έξω από το παράθυρο στο
σκοτάδι. Κάθεται. Η Μαρία στέκει όρθια κρατώντας το
κύπελλο στα χέρια της ενώ ο Χριστός μιλάει)

Ήρθανε να με πιάσουν.
Τους ξέφυγα.

Ήμουνα στο δάσος με τις ελιές-ξέρεις...
Κι ήμουνα μόνος.
Ο Πέτρος και οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί πιο πέρα.
Δεν τους ξύπνησα-τι να τους έκανα.-η απόφαση
ήτανε δική μου.

Απόψε τα φύλλα της ελιάς μοιάζανε λόγχες.
Ένα δροσερό αγεράκι ρίπιζε την ψυχή.
Τ’ αστέρια είχαν πυκνώσει στον ουρανό κι εκείνος
έμοιαζε στην ποδιά σου, εκείνην που σου χάρισα πέρσι το Πάσχα-αλήθεια, καιρό έχω να σε δω να τη
φοράς.
Ήταν όλα ήσυχα.
Τίποτα δεν ακουγόταν.
Ξάφνω κάτι έλιωσε κάτω από τα πόδια μου
βγάζοντας μια μικρή ξέψυχη κραυγή.
Πάλι μπορεί να μην ήτανε και κραυγή, μπορεί
κάποιο κλαδί να έσπασε.
Τρόμαξα.

Και κείνη η ελιά η τρίκορμη, θυμάσαι; μια οικογένεια ξύλινη: άντρας, γυναίκα, παιδί.
Και το φεγγάρι στον ουρανό σαν αρραβωνιαστικός
της γης, ζητώντας κάθε βράδυ τη συντροφιά της.
Και ακόμα εκείνη η μικρή κραυγή να τρυπάει
τ' αυτιά μου...
Δεν ξέρω γιατί, στο μυαλό μου ήρθε μια κότα που
είχαμε όταν ήμουνα μικρός. Δεν είχε καθόλου
πούπουλα στο λαιμό της και αυτός έμοιαζε με ένα
κόκκινο σκουλήκι που άρχιζε από ένα κορμί και
τελείωνε σ’ ένα κεφάλι.
Κάθε βράδυ η μητέρα την έπιανε και κρατώντας
την ακίνητη πάνω στον κόρφο της την έψαχνε για
να δει αν θα γεννούσε την επόμενη μέρα.
Κάθε φορά που η μητέρα την έψαχνε, εκείνη έβγαζε μια μικρή κραυγή.
Εκείνη την κραυγή μου θύμισε αυτός ο ήχος κάτω
από τα πόδια μου.
Ύστερα, όπως οι εικόνες έρχονται στο μυαλό σαν
κρίκοι μιας αλυσίδας που παίζοντάς τηνε στο χέρι
σταματάς κάθε τόσο και τήνε κοιτάζεις, έτσι ήρθε
και η εικόνα του δείπνου, όταν τρώγαμε αυτή την
κότα.
Την έσφαξε ο πατέρας όταν δεν γεννούσε πια.
Διάλεξα να φάω το λαιμό της.
Ήθελα να τον νιώσω να σπάζει ανάμεσα στα δόντια
μου.
Ήθελα να μπω μέσα στην ουσία του, να βρω την
πηγή όλων εκείνων των κραυγών που είχαν
σημαδέψει τόσες παιδικές βραδιές μου.
Μέθυσα τη μέρα εκείνη.
Δεν ξέρω αν ήτανε από το κρασί που για πρώτη
φορά εκείνη την ημέρα ήπια ή αν ήτανε από τη
ζάλη που μου έφερε η σκέψη ότι μαζί με τον λαιμό εκείνον
έκανα δικό μου και το μυστικό που έκλεινε μέσα του.

Κάτω στον κάμπο, μακριά, φάνηκαν οι πυρσοί του
ρωμαϊκού αποσπάσματος.
Ήξερα πως θα ’ρχονταν.
Ένιωσα την ανάγκη να προσευχηθώ.
Προχώρησα προς την πέτρα.
Η ψύχρα του βραδιού με περόνιασε.
Ο νους μου πέταξε στα χρόνια που μαθήτεψα
κοντά στους δασκάλους.
Χρόνια και χρόνια μελέτης ώσπου να 'ρθει ο καιρός να κατέβω και να διδάξω-γι αυτό μ' ετοιμάζανε...
Ύστερα η γνωριμία μας. Στα Μάγδαλα. Στη λίμνη.
Τα μάτια σου ήτανε μεγαλύτερά της.
Θυμήθηκα την Αίγυπτο. Όλα τα θυμάμαι. Τον
πηγαιμό μας εκεί με τη μητέρα και μένα πάνω σ'
ένα γαϊδουράκι που ο πατέρας τραβούσε μ' ένα
σκοινί.
Περιστατικά από τη ζωή μας στην Αίγυπτο.
Ο πατέρας λέει πως δεν είναι δυνατό να θυμάμαι
τόσο μικρός που ήμουνα.

Όμως εγώ τα θυμάμαι όλα σα να τα βλέπω τώρα. Η Αίγυπτος! To καταφύγι της φυλής μας σε κάθε μας δυσκολία!
Παιδί σαν ήμουν, έβλεπα κι άκουγα ανθρώπους να κουβεντιάζουνε με τον πατέρα.
Όλοι είχαν κάπως να κάνουν με την Αίγυπτο.
Άλλοι περαστικοί από κει, άλλοι πηγαιμένοι εκεί για να κρυφτούν, άλλοι έχοντας εκεί συγγενείς...

Όταν δεν κινδυνεύαμε πια, μετά από χρόνια, ξαναγυρίσαμε στη Ναζαρέτ.
Στο ξυλουργείο του πατέρα μπαινόβγαιναν
άνθρωποι που θέλανε να διώξουνε τους ρωμαίους.
"Να λευτερωθούμε!", μου ’λεγε ο πατέρας κοιτάζοντάς με μέ τα σοβαρά του μάτια.
"Να μάθεις να πετάς γρήγορα το τόξο και το
κοντάρι", μου ’λεγε. «Να πολεμήσεις και συ για τη
λευτεριά μας! Λευτεριά-αυτό είναι η σωτηρία του ανθρώπου-λευτεριά!"
Πήγαινα μαζί του στο λιβάδι κάθε που πήγαινε να
συναντήσει κάποιον.
Καθόμασταν πολλές φορές και τρώγαμε κάτω από
τα δέντρα, ανάμεσα σε χόρτα ευωδιαστά και
λουλούδια πολύχρωμα.
Μαζί του γνώρισα τον κόσμο. Μαζί του γνώρισα το
χρέος μου: λευτεριά!-που τόσο αλήθεια άργησα να εννοήσω.

Όταν ο πατέρας μιλούσε με τους άλλους δεν μ'
άφηνε να βρίσκομαι κοντά τους.
Τότε έβγαινα από τη σκηνή και περιδιάβαζα στους γύρω λόφους.
Κοίταζα τα δέντρα.
Έπαιρνα να βλέπω με επιμονή ένα σημείο του κορμού τους.

Το κοίταζα για ώρα.
Σιγά σιγά εκείνο γινότανε μια πόρτα που από κείνην μπαίνοντας η ματιά μου μέσα στο δέντρο, το γνώριζε oλόκληρο από τις ρίζες ως τ’ ακρόφυλλά του.
Άλλες φορές από το μίσχο μιας πόας έμπαινα μέσα στη γη και αντάμωνα τις φλέβες του νερού και του σίδερου.

To βράδυ που πιάσανε τον πατέρα εγώ κοιμόμουν στον διπλανό λόφο.
Θυμάμαι το όνειρο που είδα εκείνη τη νύχτα.
Βρέθηκα μέσα σ’ ένα σύννεφο.
Και το σύννεφο λέει ήτανε ο θεός.
Και δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω μέσα του.
Και πάσκιζα να ξεφύγω.
Έκανα δεξιά, τίποτα.
Έκανα προς τ’ αριστερά, τίποτα.
Ό,τι και να έκανα βρισκόμουν πάντοτε μέσα στην καρδιά του σύννεφου.
Και θα εχανόμoυνα γιατί δεν είχα τι άλλο να κάνω για να γλιτώσω.
Και όταν νόμιζα πως ανάπνεα για τελευταία φορά, είπα: "Σύννεφο δεν υπάρχει". Και τo σύννεφο διαλύθηκε.

Κοίταξα πίσω μου. Τα φώτα πλησίαζαν.
Περπατώντας είχα φτάσει στην πέτρα, προσευχητήριό μου και ερωτική μας κλίνη.
Με έβλεπε ακίνητη, αμίλητη, ανέκφραστη, απαθής, σίγουρη για όλα.
Σε λίγο οι στρατιώτες θα ήταν εκεί.
Ο Ιούδας θα τους οδηγούσε και θα μ’ έπιαναν.
Και θάνατος με περίμενε ύστερα απ’αυτό.
Χωρίς αμφιβολία.
Έβλεπα κιόλας τον εαυτό μου πάνω στο σταυρό.
Να προσευχηθώ! Να προσευχηθώ και να ζητήσω από το θεό να διώξει τους στρατιώτες! Να μη με πιάσουν! Να μη με σταυρώσουν! Να μην πεθάνω!..

Κάποιο πουλί ξεπετάχτηκε αλαφιασμένο και χύμηξε μες από ένα φύλλωμα έξω.
To τρόμαξα εγώ ή είχε δει κάποιον εφιάλτη;
Χτύπησε πάνω στον κορμό της διπλανής ελιάς-έπεσε.
Πλήρωσε για την αμυαλιά του να πετάξει τη νύχτα.
Κι εγώ, είπα, ένα τέτοιο ανόητο πουλί είμαι που ποιος ξέρει τι βήματα ακούει κι αλαφιάζεται και πετάει μέσα στη νύχτα.
Και θα πληρώσω γιατί χαλάω την τάξη του κόσμου.

Άφηνα τους στρατιώτες να πλησιάζουν.
 Ήμουν ακόμα αναποφάσιστος: έπρεπε να μείνω και να πιαστώ ή να φύγω για να γλιτώσω;
Μια φωνή μέσα μου έλεγε: "μείνε!" και μιαν άλλη μου ’λεγε: «φύγε!» Η δεύτερη ήταν η δική σου.
Α! Η ιδέα από το φως όταν έμπαινε από τον ανοιχτό φεγγίτη της πόρτας, στο σπίτι, στη Ναζαρέτ, πριν ακόμα ο ήλιος φορέσει το λαμπρό του πρόσωπο!
Ένα φως ερυθρό βάζοντας φωτιά παντού… και κάπου εκεί, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα υπήρχες εσύ!
Και το ίδιο εκείνο φως πίνοντας μεγάλωνες...
Πάλι χύμηξαν οι σκέψεις, γοργές τώρα όπως ένα βέλος προς το στόχο του.
Δεκαοχτώ χρόνια, τρεις μήνες και οχτώ μέρες έμεινα στο βουνό.
Κάθε πρωί πριν βγει ο ήλιος έβγαινα από την καλύβα μου.
Ήθελα να τον αντικρύσω πρώτος εγώ απ’ όλους.
Γιατί το ένιωθα ότι ο ήλιος είναι ο πατέρας μας ο αγαθός που όλα μας δίνει.
Και κάθε μέρα μάζευα όσες ακτίνες του μπορούσα για να γίνω κάποτε κι εγώ ένας μικρός ήλιος.
Και όταν θάρρεψα πως τα κατάφερα θέλησα να φωτίσω κι εγώ τον κόσμο.
Και κατέβηκα. Και άρχισα να λέω, να κηρύττω.

Έλεγα... έλεγα... ξόδευα το φως μου... σπαταλούσα τις αχτίδες μου...
Και, ο μωρός εγώ, έλεγα: αγάπη.
Και πώς εκείνος που κρυώνει θ’ αγαπήσει κάποιον
που του παίρνει τη ζεστασιά;
Πώς θ’ αγαπήσει εκείνος που πεινάει αυτόν που του κρατεί το ψωμί;
Πώς θ’ αγαπήσει εκείνος που θέλει γυναίκα εκείνον που του την παίρνει;
Αγάπη!..
Ήρθα στον κόσμο του μίσους για να μιλήσω γι αγάπη...είμαι λοιπόν ένας ανόητος;
Κι έλεγα: "Στον ουρανό θα βρείτε όλα όσα δεν έχετε πάνω στη γη. Και θα δείτε εκεί όσους εδώ τα είχαν όλα, να υποφέρουν".
Ο άθλιος εγώ!
Μου λέγαν: «Εμείς εδώ πεινάμε. Δεν πεινάμε στην άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ διψάμε. Δε διψάμε στην άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ πονάμε, κρυώνουμε, θέλουμε γυναίκα, ματώνουμε. Αυτή είναι η ζωή μας. Δώσε μας φαγητό και ζεστασιά κι ύστερα ξέρουμε εμείς ν’ αγαπήσουμε όλο τον κόσμο. Μπορείς;-δώσε μας τώρα με έργα τα αγαθά που με λόγια μας υπόσχεσαι για όταν θα πεθάνουμε. Εμείς ξέρουμε να υποσχόμαστε περισσότερα και καλλίτερα.
Εμπρός, δώσε μας, αλλιώς είσαι ένας τσαρλατάνος. Αυτή είναι η ζωή μας".
Τους άφηνα να λένε-μα δεν τους ένιωθα.
Όταν οι άνθρωποι είδανε πως τους εγκατέλειψα χρησιμοποίησα όλα τα μαγικά που έμαθα στη διάρκεια της μαθητείας μου.

Μάταιος κόπος.

Δυο χρόνια περίμεναν να κάνω κάτι για να τους
βοηθήσω.
Μετά έχασαν την υπομονή τους.
Έφυγαν όλοι.
Δώδεκα μου έμειναν-έντεκα-ο ένας είναι ο
Ιούδας.
Κι αυτοί οι έντεκα όταν είδανε πως πλησιάζει ο θάνατός μου, τσακώνονται ποιος θα πάρει τη θέση μου όταν εγώ θα λείψω.

Ακούμπησα στην πέτρα.
Για μια στιγμή αιστάνθηκα σίγουρος για τον εαυτό μου όπως όταν αγγίζω το κορμί σου.
Παραλογίστηκα.
Θάρρεψα πως ήσουνα εκεί.
Κοίταξα στα ριζά της, έκανα το γύρο της για να σε βρω και όταν δε σε βρήκα ξανάπεσα στο φόβο και στη μοναξιά μου.
Έπεσα πάνω στην πέτρα μας άπελπος.
Και τότε την άκουσα να μου μιλάει.
Και ήτανε η φωνή της η φωνή σου: «Ώς πότε θα σε ανέχομαι ψευτοφιλόσοφε; Ως πότε αγύρτη θα σε ψυχώνω; Ύπαρξη κι ενώ αυτού του κόσμου, για τον κόσμο ετούτον γνοιάζομαι. 'Ο,τι πονάει στη γη επάνω, πόνος δικός μου γίνεται ο πόνος του. Όταν ένας άνθρωπος πεινάει πάνω στη γη, ένα στομάχι γίνομαι ολόκληρη που σπαράζει αδειανό. Κι όταν κανένας μουγκανιέται ολομόναχος στο στρώμα του επάνω, φτερά λαχταράω να φυτρώσω και να γίνω γυναίκα να τόνε συντροφέψω. Ετούτος ο κόσμος μας είναι ο κόσμος ο μοναδικός. Αυτή η ζωή είναι η μόνη ανεμοπαρμένε. Κράτα για τον εαυτό σου τα παχιά σου λόγια και σπείρε όχι υποσχέσεις αλλά σπόρους σταριού για να ταϊσεις τους πεινασμένους.
Σύμμαχους προστάτες και βοηθούς τους έχουνε τον πλούτο τους οι πλούσιοι.
Δε θέλουνε και σένα. Κι όσοι σε βάλανε τέτοια να κάνεις και να λες, εχθροί κι εκείνοι των φτωχών. Μπροστάρης τους γίνε και οδήγα τους στο ξεπάστρεμα του πλούτου. Μπορείς; Κάποτε, που ποιος ξέρει τι κρύο σε είχε κόψει, είπες εκείνος που έχει δύο πανωφόρια να δώσει το ένα σε κείνον που δεν έχει κανένα. Το μόνο που βγήκε από το στόμα σου σωστό. Μα και μ' αυτό τι έγινε; Ποιος έδωσε το δεύτερο πανωφόρι του; To είδες και συ-κανείς. Ήτανε κι αυτό μια πονηρία σου για να μαζέψεις πιο πολλούς. Και να τους κάνεις τι; Για να τους κάνεις να σκύβουνε το κεφάλι τους στον δυνατό. Πήρες το πανωφόρι από κείνονε που το ’χει διπλό και το ’δωσες σε κείνονε που δεν έχει; Όχι! Μοίρασες δίκια τ’ αγαθά στον κόσμο; Λευτέρωσες τους
δούλους; Όχι! Όχι! Όχι!
Πήγαινε χάσου λοιπόν.
Μη μ’ αγγίζεις και λερώνομαι.
Αρκετά σ’ ανέχτηκα.
Φύγε!"

Μέσα μου ξάφνω άστραψε το αληθινό φως και είδα.
Είδα τη ζωή μου.
Μια ζωή χαμένη άσκοπα σε λόγια μάταια και ψεύτικα.
Και την ίδια ώρα έγινε μέσα μου μια πάλη πρωτόγνωρη.
Μια πάλη που άφησε πίσω της όχι νεκρούς και τραυματίες μα στάχτες και συντρίμμια.
Στάχτες και συντρίμμια έγινε η ζωή που μέχρι τότε είχα
ζήσει.
Και νίκησε στη μάχη αυτή όχι οι σοφοί δασκάλοι μου με τα λόγια τους, αλλά η πέτρα και ο λαός με τα δικά τους.
Ο λαός  είναι που έμαθε εμένα πώς να ζω και όχι εγώ εκείνον.
Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου βλέποντάς τον να στέκεται καταμεσίς ενός πεινασμένου πλήθους και να το λοιδορεί βραβεύοντας την πείνα του, ενώ εκείνοι είχαν το στόμα τους ανοιχτό όχι γιατί τους είχε καταπλήξει η σοφία μου αλλά γιατί περίμεναν να τους ταγίσω.
Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου θεραπεύοντας έναν τυφλό, ενώ είχα ν’ ανοίξω σε μυριάδες πρόσωπα τα μάτια για να δούνε την αλήθεια.
Αηδία για τον εαυτό μου ένιωσα μπαίνοντας στα
Ιεροσόλυμα να με υμνούν οι άνθρωποι κρατώντας
βάγια και να μη με καρτερούν κραδαίνοντας λόγχες και κοντάρια για να τους οδηγήσω ενάντια στον πραγματικό τους εχθρό.
Νιώθω γελοίος και αηδιάζω με τον εαυτό μου
λέγοντας σε κείνους που τους έκλεβαν και που
τους σκότωναν, αυτοί να κάθονται να κλέβονται
και να σκοτώνονται.
Ντροπή και πόνος με κυρίεψε για τη χαμένη μου
ζωή.
Πήγα εκεί για να προσευχηθώ.
Και τώρα;
Όπως εγωιστής και παράλογος ήμουν ως τα τώρα, το ίδιο εγωιστής και παράλογος δεν θα ήμουν αν προσευχόμουν;
Δε θα ήτανε παράλογο και κουτό από μένα να
ζητήσω κάτι από το θεό λες και θα μπορούσα ν'
αλλάξω εγώ τη βουλή του;
Άραγε σε κείνη την ομιλία μου στο Όρος, πόσα πλήθη ανθρώπων να κατάστρεψα;
Πόσον σπόρο κακίας και απανθρωπιάς δεν έσπειρα.-πόσους δυνατούς δεν έκανα δυνατότερους... από πόσους δούλους δε στέρησα τον πόθο να αντιταχτούν…
 
Σηκώθηκα.
Τώρα άκουγα κοντά μου τις φωνές των στρατιωτών.
Κοίταξα το χέρι μου: άοπλο.
Καλλίτερα έτσι.
Αν είχα ένα μαχαίρι θα είχα πέσει απάνω τους έτσι
που με είχε τώρα ψυχώσει η νέα μου απόφαση και
θα είχα χαθεί από το πλήθος των στρατιωτών καθώς
δεν είχα βοηθό κανένανε μαζί μου.

(Ο Χριστός σηκώνεται)

Φέρε μου το μαχαίρι που σου είχε δώσει
εκείνος ο Αμοραίος πληρωμή για μιας νύχτας
χάδια σου.
Είναι γερό και κοφτερό.
Θα φύγω.
Θα πάω στα βουνά όχι για να σπουδάσω λόγια μα
για να κάμω έργα.
Θα μαζέψω συντρόφους που θα τους οπλίσω όχι
με κούφιες υποσχέσεις, με θολή πίστη και με
ψεύτικη αγάπη, μα με αλήθειες που όλες τους θα
καταλήγουν στην άκρη του μαχαιριού τους.
Θα πάψω να δουλώνω το λαό-θα τον λευτερώσω.
Όσους προλάβω.
Όσους μπορέσω.
Κι όχι μόνο τους ιουδαίους από τους ρωμαίους.
Υπάρχουνε πολλοί δούλοι με πολλούς δυνάστες
πάνω από το κεφάλι τους.
Και υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα.
Όσους προλάβουμε.

Όσους μπορέσουμε.
Και ύστερα θα ’ρθουν κι άλλοι σαν και μας.
Που δε θα αναλωθούν σε ψεύτικες αλήθειες.
Που θα καταλάβουν από την αρχή χωρίς χάσιμο χρόνου ποια είναι η αποστολή του ανθρώπου και θα βοηθήσουνε να εκπληρωθεί.
Και κάποτε θα πάψει ο άνθρωπος να υποφέρει από τη βία των αφεντάδων του...
 
Α! Ο Βαραββάς! Ο Βαραββάς! Εκείνος διάλεξε τον σωστό δρόμο!

Κι αν θέλεις… σε παρακαλώ Μαρία-σού ζητάω ίσως
πολλά, μα όμως- σε παρακαλώ, έλα μαζί μου.
Χωρίς εσένα δεν μπορώ να κάνω τίποτα απ’ όσα έχω στο μυαλό μου.
Έλα μαζί μου.
Κι όταν θα με λυγίζει το βάρος των δυνατών το φιλί σου θα με δυναμώνει.
Κι όταν ο φόβος με πεθαίνει, τα γόνα σου ανοίγοντας θα μ’ ανασταίνεις.
Έλα μαζί μου.
Μαζί μπορούμε να κάνουμε πολλά.
Χωρισμένοι τίποτα.
Έλα μαζί μου.

(Η Μαρία έβαλε σε μια πετσέτα ψωμί και τυρί, τη δίπλωσε και κρατώντας την στο ένα της χέρι άπλωσε το άλλο στο Χριστό.
Εκείνος το ταίριασε με το δικό του.
Και βγήκαν στη νύχτα και στον κόσμο.)

Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

  ΤΟ ΘΑΥΜΑ
(Μαρκ 9,14-Μαρκ 9,32)

"Κύριε πιστεύω. Βοήθησε την απιστία μου",
Του είπα.

Το βλέμμα Του συνάντησε το βλέμμα μου.

Για μια στιγμή τυφλώθηκα, καθώς
Η ματιά μου, απωθημένη από την δική Του
Έφτασε στου ματιού μου το επίπεδο,
Το διαπέρασε
Κι από εκεί ξεχύθηκε
Και φώτισε ότι ως τότε
Ήτανε κρυμμένο.

Έκτοτε βλέπω με το φως Του.
Τ' αστέρια φαίνονται μόνο όταν σκύψω προς τη γη.
Από τις αστραπές φτάνει ο ήχος πρώτα.

Το παιδί μου το άλαλο τώρα μιλάει.
Και όλοι θαυμάζουν.
Δεν θα προσπαθήσω να τους δείξω πως έχουν λάθος.
Δεν θα είμαι εγώ που θα τους σβήσω τις ελπίδες-
πώς να τους ειπώ
πως θαύμα θα ήτανε αν δεν γιατρεύονταν ο γιός μου;

Ύστερα έφυγε μαζί με τους μαθητές Του.
Ο γιός μου μού είπε συνωμοτικά:
"Αποφεύγουνε την Γαλιλαία!".
Μου το είπε σαν να έπρεπε να ξέρω το γιατί.

Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.

Οι άλλοι φύγανε δοξάζοντας τον Θεραπευτή.
Ο γιός μου δοξάζοντας τη νέα του ζωή.

Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.

Κι έβλεπα.

Σε λίγο οι μαθητές Του άνοιξαν το βήμα.
Τον προσπέρασαν.
Αυτός κάθισε αποσταμένος.

Στο βάθος
Μέσα στον καταγάλανο ουρανό
Σαν πουλιά που στέγνωναν στον ήλιο τις φτερούγες τους
Φανήκανε οι δώδεκα Σταυροί.

 ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΩΡΑ
ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ
ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ

Αφού εγώ πρώτα λίγο το μυρίσω
στον Πάγκαλο θα στείλω ένα αρνί
να τον ακούω πριν λιμοκτονήσω
να λέει πως το φάγαμε μαζί.

Ένα ωραίο «ΠΡΈΠΕΙ» κεντημένο
θα στείλω στον Παπούλια μας να πάει
να το κρατεί ως πανό ξεδιπλωμένο
και χρεία πια να μην έχει να μιλάει.

Στη Ντόρα, της Νινί Ζαχά το δίσκο
θα δώσω, που να της ταιριάζει βρίσκω:
«Να ζεις δίχως σύντροφο μόνη
στο άδειο μικρό σου σαλόνι…»

Στον Παπανδρέου ένα λεξικάκι
ελληνικά να μάθαινε λιγάκι
ώστε για κάτι να περφανευόμαστε
όταν σωστά θα πει: «Μνημονιονόμαστε!»

Και μη ξεχνώντας τον πιστό μου φίλο
και χρόνια ευχόμενος πολλά να ζήσει
άσπρο ένα-στην Αλέκα- αυγό θα στείλω
μιας κι όταν πάει εκεί, θα κοκκινίσει.

Έναν Σταυρό παίρνει για δώρο  ο Σαμαράς
να κάνει ολημέρα το σταυρό του
μη κι εκλογές δει έστω στ’ όνειρό του
και βγει πρωθυπουργός ο φουκαράς…

Μια σούβλα δίνω στον Καρατζαφέρη
μακριά από Κρήτη ως Μακεδονία
τους μετανάστες για να καταφέρει
να τους σουβλίσει όλους με τη μία.

Αυτόματον ο Παπαθανασίου
θα έχει έναν ωραίο συνταξιοκόπτη
συντάξεις για να κόβει Δημοσίου
κούραση δίχως απ’ αυτό να νοιώθει.

Ως για την υπουργό μας της Παιδείας,
που νίκη απ’ τα Λύκεια πήρε πύρρεια
θα στείλω ένα λουκέτο ασφαλείας
για τα που πια θα κλείσουν φροντιστήρια…

Στον Άκη ένα κουλούρι θα δωρίσω
κάνοντας ένα τεστ: αν θα το φάει
ότι δεν έκλεψε θ’ αποφασίσω,
αφού -ως καθ’ έλληνας- κι αυτός πεινάει.

Για τη Βουλή ένα λαμπρό φυτίλι
με τι-εν-τι στην άλλη του την άκρη
στον Άδη σούμπιτη για να τη στείλει
χωρίς γι αυτήν να στάξει ένα δάκρυ.

Στον Όλι Ρεν δωράκι μία βίτσα
που απ’ του Μαξίμου ως το Νιου Γιορκ να φτάνει
την Παπανδρέου να δέρνει τη Γιωργίτσα
στο μάθημά της λάθος όταν κάνει.

Σε κάθε βουλευτή δώρο θα κάνω
αόρατος να είναι όπου πάει
και πλέον αυγά στα μούτρα του επάνω
κανείς να μην μπορεί να του πετάει.

Στον Αβραμόπουλο, αποκρουστήρα
αυγών και γιαουρτιού έναν του πήρα:
τα ρούχα του λερά να μην ιδεί-
τι το χειρότερο για έναν δανδή!;..

Στους πολίτες της Ελλάδας θα χαρίσω
χάπια ύπνου ώστε πλήρως ν’ ασφαλίσω
πως για πάντα όπως τώρα θα κοιμούνται
του χαμού τους τα λιοντάρια κι ας βρυχιούνται.

Σε τιμίους βουλευτές μας θα μοιράσω
ευρώ χίλια που στην Τράπεζα έχω βάλει.
Μα για δες, μετά, όταν πάλι τα μετρήσω,
…τα καημένα… θα τα έβρω χίλια πάλι…

Και τη σπάλα του αρνιού
στον μπεμπέ Πεταλωτή θα τήνε δώσω
να μη λέει κουτουρού
όσα ψέματα μας λέει κάθε τόσο.

Κι ό,τι άλλο ωραίο δώρο σκαρφιστώ
στέλνοντάς το θα το γράφω κι εδώ μέσα
για να βλέπετε πως είμαι όλος μπέσα
και διαφάνεια διέπει ό,τι κάνω εγώ…

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

 ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
ΝΈΑ ΚΌΜΜΑΤΑ

Νέο κόμμα! Νέο κόμμα! Να τι θέλει η Ελλάδα!
Την πολλή που είχε ως τώρα εβαρέθηκε λιακάδα
κι απ’ το μπλε το χρώμα έχει τόσο πλέον βαριεστήσει
που νουδού πασόκ και λάος απ’ το χάρτη θα τα σβήσει.

Νέο κόμμα της Ελλάδος τώρα η όρεξη τραβάει
κι υλικό ως νέο δεν έχει βολικό που να μετράει,
τα παλιά υλικά ζυμώνει, κόμματα δυο νέα χτίζει
και ΝΟΥΣΟΚ λέει το ένα και ΠΑΔΟΥ τ’ άλλο βαφτίζει.

 ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
ΘΈΑΤΡΟ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΣΕΛΊΔΑΣ
ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ
(Όταν ο Καραμανλής ζητούσε συναίνεση-λίγο πριν τις εκλογές

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
(μόνος στο γραφείο του, βαδίζοντας νευρικά πάνω κάτω)
Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε συναινείτε συνενούνε. (το ίδιο δυο φορές ακόμα πιο γρήγορα κάθε φορά) Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε συναινείτε συνενούνε. Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε συναινείτε συνενούνε. Ορίστε! Όλοι ξέρουνε γραμματική. Τα ρήματα! Όλοι τα ξέρουνε. Πού η δυσκολία για συναίνεση; Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε, συναινείτε…
(Μπαίνει ο Παπανδρέου)
ΚΑΡ
Συναινείτε;
ΠΑΠ
Συναινείτε.
ΚΑΡ
Εσείς, συναινείτε;
ΠΑΠ
Συναινείτε.
ΚΑΡ
(επεξηγώντας τα λόγια του με μιμική)
Εσείς…ΕΣΕΙΣ…συναινείτε;
ΠΑΠ
Εσείς…συναινείτε!
ΚΑΡ
Εσείς…εσείς…
(στον εαυτό του)
Δεν ξέρει τη γλώσσα καλά ο κακομοίρης…
(απελπισμένος)
Πρόσεξε. Πες μαζί μου…μαζί μου! Συναινώ…
ΠΑΠ
Συναινώ…
ΚΑΡ
Συναινείς…
ΠΑΠ
Συναινείς…
ΚΑΡ
Έτσι μπράβο!..Συναινεί!
ΠΑΠ
Συναινεί.
ΚΑΡ
Συναινούμε…
ΠΑΠ
Συναινείτε…
ΚΑΡ
Συν-αιν-ού-με… Συν-…
ΠΑΠ
Συν…
ΚΑΡ
…αιν…
ΠΑΠ
…αιν…
ΚΑΡ
…ου…
ΠΑΠ
…είτε!
ΚΑΡ
(έξαλλος)
Όχι –είτε! Ούμε!..ούμε!…ούμε!…
ΠΑΠ
…Ούμε…ούμε…ούμε…
ΚΑΡ
(με ελπίδα)
Μπράβο! Όλο μαζί;...
ΠΑΠ
ουμεουμεούμε!
ΚΑΡ
Όχι αυτό! Το προηγούμενο! Συν και αιν και ούμε;…
ΠΑΠ
Συναινείτε!
ΚΑΡ
(ουρλιάζοντας προς την πόρτα)
Σπηλιωτόπουλε!
(μπαίνει ο Σπηλιωτόπουλος)
Δε μου λες, η ονομαστική πληθυντικού δεν διδάσκεται;
ΣΠΗΛΙΩΤΌΠΟΥΛΟΣ
Πώς το λέτε αυτό κύριε πρωθυπουργέ; Κλέβουμε, τρώμε, σουφρώνουμε, ληστεύουμε, πίνουμε αίμα, κάνουμε σκάνδαλα, είμαστε διεφθαρμένοι , κατέχουμε…τόσες ονομαστικές πληθυντικού...
ΚΑΡ
(αγριοκοιτάζοντάς τον )
Καλά καλά, πήγαινε…
(Ο Σπηλιωτόπουλος βγαίνει. Στον Παπανδρέου, με μια τελευταία αμυδρή ελπίδα, εξουθενωμένος)
Συναινούμε.
ΠΑΠ
(ήρεμα)
Συναινείτε.
ΚΑΡ
Καλά Γιώργο. Βγαίνοντας πες του Αλαβάνου να έρθει.
(Βγαίνει ο Παπανδρέου και μπαίνει ο Αλαβάνος. Με όλη την προσοχή του στα χείλη του Αλαβάνου)
Συναινείτε;
ΑΛΑΒΑΝΟΣ
Όχι. Εμείς μόνο ΣΥΝ-
ΚΑΡ
Εντάξει Αλέκο. Βγαίνοντας στείλε τον Καρατζαφέρη.
(Βγαίνει ο Αλαβάνος μπαίνει ο Καρατζαφέρης)
ΚΑΡ
Εσύ Γιώργο από γραμματική τα πας καλά. Πες μου, συναινείτε;
ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ
Εμείς μόνο αινούμε Πρόεδρε. Την πατρίδα.
ΚΑΡ
(Κάνει μια κίνηση να του επιτεθεί. Συγκρατείται)
Κι εσύ και η πατρίδα σου… Τσακίσου από δω και πες της Αλέκας να ‘ρθει.
(Βγαίνει ο Καρατζαφέρης. Ο Καραμανλής στον εαυτό του)
«συν» ο Αλαβάνος, «αινούμε» ο Καρατζαφέρης, αν τους βάλω μαζί τους δύο, θα έχω το συναινούμε!
(το ξανασκέφτεται)
Αν όμως το μίγμα εκραγεί;-άστο καλλίτερα, δε μου χρειάζονται τώρα κι άλλες εκρήξεις…
(Μπαίνει η Αλέκα)
ΚΑΡ
Συναινείτε;
ΑΛΕΚΑ
Με τι;
ΚΑΡ
Καλά, πήγαινε.
(βγαίνει η Αλέκα. Στέκει μπροστά στον καθρέφτη. Βλέποντας μέσα στο είδωλό του)
Συναινείτε;
ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΉ ΑΠΌ ΤΟΝ ΚΑΘΡΈΦΤΗ
(νυσταγμένο)
Δεν πάμε για ύπνο; Νύσταξα.
ΚΑΡ
(με παράπονο)
Μα γιατί δεν συναινούνε;
ΤΟ ΕΪΔΩΛΟ
Δεν έχουν πάρει όλοι στέρεα Παιδεία όπως εσύ…Πάμε.
ΚΑΡ
Πάμε.
(μαζεύει τα χαρτιά του και βγαίνει)

ΑΥΛΑΙΑ

 ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
28 ΟΧΤΩΒΡΗ
ή
ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΙ


Η επέτειος του ΟΧΙ. Που μεγάλο λέμε ότ' ήταν.
Που μας είχεν οδηγήσει στη μεγάλη μας την ήτταν
και απόδειξε σε όλους η φυλή η ελληνική
πόσο είναι χαζοβιόλα και καθόλου λογική.

Μα ως γνωστόν εκτός απ' τ' ΟΧΙ-
γνώσεις είν' αυταί κοιναί-
κάθε γλώσσας μοίρα το 'χει
να 'χει μέσα της και ΝΑΙ.

Και στων ΝΑΙ του άθλιου πλήθους
θα σας φέρω τη ζαλάδα,
φαινομένου πλέον συνήθους
για τη δόλια την Ελλάδα.

Γιατί ΝΑΙ για χρόνια τώρα
λέμε σ' όλα τα στραβά
και γι αυτό συνέχεια η χώρα
τον κατήφορο τραβά
.
Και πλατιά σφραγίδα βάζουν
στην καινούργια αυτή ορμή της
οι υπουργοί που τή ρημάζουν
κι ο ελαιόφυτος Σημίτης.

ΝΑΙ λοιπόν το γκόβερνό μας
έβαλε βουλή να λέει
σ' ό,τι ενάντιο στα όνειρά μας
και στα πάτρια είναι κλέη.

ΝΑΙ στο όργιο των σκανδάλων,
ΝΑΙ στο σκύψιμο της μέσης,
ΝΑΙ στην ειρωνεία των Γάλλων,
ΝΑΙ σε ψεύτικες εκθέσεις.

ΝΑΙ στο δράμα της Παιδείας
ΝΑΙ σ' Αγγλία και σ' ΕΟΚ
ΝΑΙ στο χάος της ανεργίας
ΝΑΙ στων εκδοτών τα μπλοκ.

ΝΑΙ στων δημοσίων πόρων
την αλόγιστη σπατάλη,
ΝΑΙ στων δημοσίων χώρων
την κατάντια και το χάλι.

ΝΑΙ στην έλλειψη σχολείων
ΝΑΙ στις βίλλες υπουργών
ΝΑΙ στους διορισμούς φιλίων-
σ' απολύσεις ΝΑΙ απεργών.

ΝΑΙ στης άσφαλτου το αίμα
ΝΑΙ στο ξάφρισμα, στη ζούλα,
ΝΑΙ στη διαφθορά, στο ψέμα
στην κλεψιά και στη ρεμούλα.

ΝΑΙ σε κάθε σαλτιμπάγκο,
ΝΑΙ σε κάθε μασκαρά
που του έλληνα τον πάγκο
τον 'ρημώνει από χαρά.

ΝΑΙ σε Tούρκων απαιτήσεις
και στις τόσες τους φοβέρες-
στων σκαφών τους τις προκλήσεις,
στις Αιγαίες τους κρουαζιέρες.

ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
πως ανεύθυνοι μετράμε,
ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
μακριά πως δεν κοιτάμε…

Και μας πέφτουνε στην πλάτη
βουρδουλιές τα τόσα ΝΑΙ
βρίσκοντάς μας σε ραχάτι
μες σε κάποιον καφενέ.

Και σα βλάκες μεις γελάμε
και κανένας δεν κοιτάει
πως οι έλληνες μετράμε
της Ευρώπης το προσφάϊ.

Τέτοιοι είμαστε. Ωραία. Δεν πειράζει. Τι να γίνει...
Αλλ' ας μη γινόμαστε όμως σαλτιμπάγκοι κι αρλεκίνοι
να θαρρούμε ότι κάποια και για μας στη γη αυτή
θέση έχει στην πορεία της προόδου φυλαχτεί.

Κακομοίρηδες για πάντα θ' απομένουμε κι αχρείοι
κι ένα ΟΧΙ κάθε χρόνο θα ψελλίζουμε -οι γελοίοι!-
λες κι αυτό μας δίνει κλέος-μάλιστα έχοντας τη λόξα
ότι τάχα των ελλήνων μονοπώλιο είν' η δόξα...

Ω! Αστεία καραγκιοζάκια που ποζάρετε γι ανθρώποι!
Στου πολέμου την ανάγκη δόξα παίρνουν όλοι οι τόποι.
Δάφνες πρέπουν στους πολίτες της πατρίδας μόνο εκείνης
που τη δόξα την κερδίζουν στους αγώνες της ειρήνης.

 ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
ΩΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΏΡΑ ΒΟΥΛΉΣ!

«Για μία ώρα η Βουλή θα μείνει στο σκοτάδι.»
Ε τι; Για νέο μας το λεν; Διακόσα χρόνια τώρα
μέσα στο σκότος ζει αυτή και πλέκει μες στο βράδυ
αντάμα σκοτεινιάζοντας κι ολόκληρη τη χώρα.

Απ’ τη στιγμή που φτιάχτηκε, στο Μαύρο είναι κρυμμένη.
Ψυχή ολόμαυρη έχουνε οι βουλευτές της όλοι,
μαύρο μυαλό, μαύρα όνειρα, στα μαύρα είναι ντυμένοι
και χρήμα μαύρο κουβαλούν στο μαύρο πορτοφόλι.

Άκου θα κλείσει η Βουλή βράδυ οχτώ τα φώτα!
Μα κλειώντας φώτα ολοζωής εκείνη διασκεδάζει:
φώτα Παιδείας…Πνεύματος…και σαν του Κουίκ μια κότα
όταν βαριέται να τα κλει…ε τότε…μας τ’ αλλάζει…

 ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Δευτέρα, 4 Μαΐου 2009
Ψηφοφορία Βουλής 4-5-09
ή
ΒΟΔΙ ΛΑΟΣ

…Ε, Βόδι λαέ;.. Ωραία ψηφοφορία!..
Μη!.. Όχι!.. μη σηκώνεις τη μουσούδα.
Αιτία για επανάσταση καμία.
Όλα καλά τραβούν-δόξα τω Βούδα.

Κοιμήσου ήσυχα καλό μου Βόδι.
Όλα καλά στο μαγαζί δουλεύουν.
Ως πάντα οι θύτες σου πατάνε πόδι
κι έθος ως είναι, οι κλέφτες θριαμβεύουν.

Κι αν Βόδι μου η βουκέντρα σε πληγιάζει
κι αν στ’ όργωμα η ζωή σου αναλώθη
ησύχασε-η Βουλή για σε δικάζει-
και, ιδού: δικαιοσύνη «απεδόθη».

 ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
ΕΚΛΟΓΈΣ ΕΦΤΆ ΙΟΎΝΗ

Τι ο καψερός να κάνω στου Ιούνη τις εφτά;
Για την παραλία να πάω δεν υπάρχουνε λεφτά.
Με τη γκόμενα να βγω; Γκόμενα πού να βρεθεί
που λεφτά θέλει να φάει, να βολτάρει, να ντυθεί…
Να ψαρέψω θα ‘ν’ καλά. Μα πού βάρκα ν’ ανοιχτώ;
Και με τι λεφτά να πάω σε ξενύχτι να ριχτώ;
Να μου είχανε αφήσει λίγα οι άθλιοι ευρώ
κάτι πιο φτηνό να κάνω θα βρισκότανε θαρρώ.
Τηλεόραση; Στραβώνει. Να βολτάρω; Τρε μπανάλ.
Και δεν άρχισαν ακόμα ούτε και τα φεστιβάλ.
Πού να πάω στου Ιούνη τις εφτά; Να κάνω τι;
Να το ρίξω στο τσιγάρο-να το ρίξω στο πιοτί;
Κάτι θα ‘βρω για να κάνω και την Κυριακή αυτή
στης Ελλάδας τα κιτάπια που αποφράδα θα γραφτεί.
Ένα μόνο δε θα κάνω-να βρεθώ στην κάλπη εμπρός-
στο χαμό μου δε θα πάω-ας ερθεί να μ’ έβρει αυτός.

 

ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΚΑΖΑΜΊΑΣ 2010

Γενάρης
Ο Παπαντρέου φορολογεί τους φόρους.
Ο Καρατζαφέρης με ομιλία του για το Σκοπιανό αναδεικνύει και το Αμερικανικό θέμα, εξηγώντας ότι η λέξη United στο όνομα του κράτος αυτού είναι ελληνική.
Ο Σαμαράς χάνει το σφουγγάρι του.
Ο Τσίπρας αναφωνεί: «Ποιος κυβερνάει αυτό το κόμμα;»
Η Παπαρήγα ηγείται δρεπανηφόρας πορείας με σύνθημα: «Θέλουμε στάχυα».

Φλεβάρης
Οι τούρκοι παίρνουν τη δυτική Θράκη. Οι θρακοέλληνες συνωστίζονται στην προκυμαία της Αλεξανδρούπολης. Ο Πάγκαλος αρχίζει να ξανα-βρίζει. Ο Παπαντρέου κάνει αυτοκριτική. Ο Τσίπρας δηλώνει: «Άκρη είναι, δεν πειράζει.» Η Παπαρήγα ζητάει να οχυρωθεί η Λέσβος. Ο Άδωνις βγαίνει από τα ρούχα του και εμφανίζεται γυμνός στην τηλεόραση.
Ο Παπανδρέου κόβει τέσσερες συντάξεις από τους συνταξιούχους.

Μάρτης
Ο Παπαντρέου καταργεί την εθνική γιορτή. Μέσα στην αναμπουμπούλα που δημιουργείται, ο Σαμαράς καταργεί τη Ντόρα, ο Καρατζαφέρης καταργεί το Σαμαρά, ο Τσίπρας καταργεί Καρατζαφέρη και Παπαντρέου και η Παπαρήγα καταργεί τον Τσίπρα.
Ο Χρυσοχοίδης τους προσάγει όλους.
Το «Πρώτο Θέμα» κάνει δώρο μια φρυγανιέρα σε κάθε βουλευτή. Ο Κυριάκος μόνο δεν τη δέχεται: «έχω από τη Ζήμενς» λέει.

Απρίλης
Οι τούρκοι παίρνουν τη Μακεδονία.
Ο Παπαντρέου δηλώνει: «Είναι άδικο. Του χρόνου θα το διορθώσουμε.»
Ο Βενιζέλος μονολογεί: «Βενιζέλος μεγάλωσε την Ελλάδα, Βενιζέλος τη μικραίνει. Κισμέτ.»
Ο Καρατζαφέρης δηλώνει στον Ελεύθερο Τύπο: «Τουλάχιστο λύθηκε το Μακεδονικό!»
Ο Άδωνις ξαναβγαίνει από τα ρούχα του.
Η Παπαρήγα ζητάει από τον Παπαντρέου να δεσμευτεί για το αξιόμαχο της Λέσβου.
Ο Καραμανλής γίνεται τούρκος.

Μάης
Ο Σαμαράς πηγαίνει στην Αμερική. Προς τιμήν του ο Ομπάμα αναβιώνει την «Κου Κλουξ Κλαν».
Ο Παπαντρέου ζητάει εκλογές.
Η Ξενογιαννακοπούλου τον σκουντάει: «Πρόεδρε, εμείς κυβερνάμε!..»
Ο Βενιζέλος: «Μην πάτε κόντρα στον Πρόεδρο-ό,τι είπε καλά ειπωμένο.»
Ο Καρατζαφέρης κάνοντας το σταυρό του: «Τι θ’ ακούσουμε ακόμα απ’ αυτόν… Σας τα ’λεγα εγώ…»
Ο Χρυσοχοίδης κάνει πενήντα προσαγωγές.
Ο Παπαντρέου κόβει όλες τις συντάξεις. Ο Άγιος Πέτρος παθαίνει υπερκόπωση

Ιούνης
Προσαράζει το Καπετάν Μιχάλης. Οι επιβάτες εγκαταλείπουν το πλοίο χωρίς ούτε ένας να τραυματιστεί. Ο Παπουτσής: «Πρωτάρηδες…ούτε ένας πνιγμένος…Ενώ εγώ με το Σαμίνα... Τουλάχιστον ο Πρόεδρος μού το αναγνωρίζει-μ’ έκανε Γραμματέα της ΚΟ… Μια Σαμίνα ακόμα και γίνομαι πρωθυπουργός!...»
Οι τούρκοι παίρνουν τη Θεσσαλία. Ο Άδωνις φοράει τα ρούχα του: «Για να ’χω να βγάλω κάτι όταν μπούνε στην Αθήνα…»
Ο Παπαντρέου σε διάγγελμα προς τον εναπομείναντα ελληνικό λαό: «Βαδίζουμε βάσει σχεδίου-τους αφήνουμε για να γίνει η κρίση πρόβλημα δικό τους. Όταν η κρίση περάσει θα ανακαταλάβουμε τα εδάφη που μας πήραν. Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι…»
Ο Καρατζαφέρης με δάκρυα στα μάτια: «Πρώτη φορά ακούω τον αξιότιμο κύριο Πρωθυπουργό να μιλάει εθνικά! Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου!»
Ο Χρυσοχοίδης κάνει τριακόσες προσαγωγές-«όσοι και οι τρακόσοι του Λεωνίδα!» δηλώνει. Ο Καρατζαφέρης κλαίει σαν μικρό παιδί: «Θαύμα! Οι σοσιαλιστές ανένηψαν!..» ψιθυρίζοντας μέσα στα αναφυλλητά του.

Ιούλης
Οι τούρκοι μπαίνουν στην Αθήνα. Η Κυβέρνηση εγκαθίσταται στο Καλέντζι: «Επιτέλους! Αυτή είναι η Ελλάδα! Οι πελοποννήσιοι είναι οι μόνοι έλληνες», λέει ο Παπαντρέου και οργανώνει την άμυνα του Ισθμού.
Ο Καργάκος δολοφονεί τον Παπαντρέου και αναλαμβάνει πρωθυπουργός. Συσταίνει Ιερό Λόχο από πολίτες που τα επώνυμά τους τελειώνουν σε –έας και –ακος και ηγείται επανάστασης εναντίον των τούρκων.
Ο Έβερτ δηλώνει υποταγή στους τούρκους: «Τι εγγλέζοι, τι τούρκοι-εκείνο που μετράει είναι να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον κατακτητή. Έτσι έχω σίγουρη την πρωθυπουργία κι εγώ και τα παιδιά μου.»
Ο Άδωνις δεν γδύνεται: «Ντύσου-γδύσου στο τέλος θα πουντιάσω-αυτοί έχουν βάλει βουλή να φάνε όλη την Ελλάδα. Ας κάτσω στα ρούχα μου…»
Ο Γλέζος: «Άμα βάλουνε τούρκικη σημαία στην Ακρόπολη ειδοποιείστε με.»
Ο Χρυσοχοίδης κάνει χίλιες οχτακόσες είκοσι μία προσαγωγές. Ο Καρατζαφέρης δεν έχει άλλα δάκρυα.
Ο Σαμαράς μετακομίζει στην Καλαμάτα, ξαναβρίσκει το σφουγγάρι του και διαγράφει την Ελλάδα πλην Πελοποννήσου.
Η Ντόρα παραγγέλνει στον Ερντογκάν: «Δώστε μου τον Σαμαρά και σας δίνω την Κρήτη».
Ο Ερντογκάν παίρνει πίσω τα κλεμμένα από τους βουλευτές και μ’ αυτά βγάζει και την Ελλάδα και την Τουρκία από την κρίση.


Αύγουστος
Ο Καργάκος κατατροπώνεται. Οι αμερικανοί θυμώνουν που οι τούρκοι δεν αγόρασαν από αυτούς αεροπλάνα και τους διώχνουν από την Ελλάδα στις δεκαπέντε του μήνα. Ο Καργάκος αναφωνεί: «Η επανάσταση πέτυχε-διώξαμε τους τούρκους!» Και ορίζει την δεκαπέντε Αυγούστου ως ημέρα εθνικής εορτής. Ο Αρχιεπίσκοπος, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή του στο υπουργικό συμβούλιο, ανασταίνει τον Παπανδρέου. Οι βουλευτές ξαναρχίζουν να τρώνε, η κρίση που οι τούρκοι είχαν διώξει ξαναγυρίζει, οι τρομοκράτες ξαναχτυπάνε και ο Καρατζαφέρης δηλώνει: «Όλα είναι πάλι στη θέση τους. Και πάλι έχουμε δύο εθνικές γιορτές. Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Αλλάχ.»


Σεπτέμβριος
Ο Καργάκος κάνει εκλογές.
Η Παπαρήγα ανακοινώνει μετεκλογική συνεργασία με τη ΝΔ. To σφυρί πέφτει πάνω στο κεφάλι της. Στον τόπο όπου χύθηκε το αίμα της φυτρώνει ένα Χρηματιστήριο. «Θαύμα!» αναφωνεί ο Καρατζαφέρης.
Τα νερά της έγκυας κάλπης σπάνε. Γεννιούνται πεντάδυμα. Η Ντόρα γελάει στα πεντάδυμα και κείνα ξαναμπαίνουν στην κάλπη.
Ο Άκης αγοράζει ένα μενταγιόν στη γυναίκα του, που στοιχίζει εφτά δισεκατομμύρια ευρώ. Ο Αχιλλέας μουρμουρίζει: «Κι εγώ έκλεψα μόνο δύο δισεκατομμύρια... Όταν ξαναβγεί ο μικρός θα του πω να με βάλει στο Εθνικής Άμυνας».

Οκτώβριος
Τα Σκόπια ονομάζονται Μακεδονία.
Η Βόρεια Ελλάδα αυτοανακηρύσσεται αυτόνομο κράτος με το όνομα Πρώην Ελληνική Περιφέρεια Μακεδονίας.
Ο Καραμανλής γίνεται πρωθυπουργός του νέου κράτους και προκηρύσσει αμέσως εκλογές.
Ο Παπανδρέου δηλώνει πως δεν αναμιγνύεται στις
εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών.
Οι Πυρήνες της Φωτιάς απαγάγουν τον Χρυσοχοίδη και ζητάνε λύτρα.

Νοέμβριος
Δημοσιογράφος ρωτάει τον Παπαντρέου πότε θ’ ανοίξουν τα Τέμπη. Απάντηση: «Ποια Τέμπη;»
Οι δημοσιογράφοι αρρωσταίνουν για πέντε μέρες. Οι πολιτικοί χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Η Ελλάδα γίνεται δημοκρατική για πέντε μέρες.
Ο Άδωνις αποκαλύπτει ότι οι αρχαίοι έλληνες είχαν πάει στο φεγγάρι.
Ο Αρχιεπίσκοπος δηλώνει ότι λόγω της κρίσης που όσο πάει και μεγαλώνει, φέτος δε θα γεννηθεί ο Χριστός.
Η Παπαρήγα προτείνει σαν εναλλακτική λύση να γεννηθεί ο Λένιν.
Οι Πυρήνες της Φωτιάς ελευθερώνουν τον Χρυσοχοίδη: «Κάθε μέρα κι από δύο δεκανικούς-δεν τον αντέχουμε άλλο.»



Δεκέμβριος
31 του μηνός.
Ο Καρατζαφέρης εύχεται ευτυχισμένο το 2010. Το 2011 έρχεται, τον διορθώνουν. Και κείνος: το ξέρω.
Ο Παπαντρέου εφαρμόζει το πόθεν έσχες στον Αγιοβασίλη. Ο Αγιοβασίλης αναγκάζεται να αποκαλύψει ότι έχει συστήσει off-planet εταιρεία.
Ο Σαμαράς στηλιτεύει την επέκταση της διαφθοράς επί κυβερνήσεως Παπαντρέου.
Ο Τσίπρας ζητάει από τον Αγιοβασίλη μια δυνατή κόλλα.
Η Παπαρήγα ακούγοντας αυτά, ψιθυρίζει: «αποκουτάθηκαν όλοι τους» και κρούοντας το σφυρί στο δρεπάνι σιγοψέλνει το «Πατερούλη ημών».

 ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
2009

ΣΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΈΣ ΠΟΥ ΤΌΣΟ ΔΟΥΛΙΚΑ ΔΙΑΔΗΛΩΣΑΝ ΦΈΤΟΣ ΤΟ ΔΕΚΈΜΒΡΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΟ ΙΔΙΟ ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΜΙΛΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΎΞΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ.


Μόνο που δεν επέσατε
στα γόνατα ρε φίλοι-
και μόνο που δε φάγατε
σαν πρόβατα τριφύλλι…

Μόνο που δε φιλήσατε
ποδιές κατουρημένες
καθώς δειλά προφέρατε
λέξεις υποταγμένες...

Η Ελλάδα κατακλέβεται
απ’ τους πολιτικούς σας,
και σας να δείξτε ευγένεια
στους φαύλους είναι ο νους σας.

Βγαίνετε και κλαιγόσαστε
ότι δε σας ταϊζουν
και κείνοι από μέσα τους
χλευάζουν κι ονειδίζουν.

Με πιάτου ένα φαγητό-
πού θε’ μου έχετε φτάσει!..-
μπορεί ένας κλέφτης υπουργός
όλους σας ν’ αγοράσει....

Λες και δικό σας το φαϊ
δεν είν’ που χλαπακιάζουν,
και πρέπει να επαιτήσετε
για να σας το μοιράζουν.

Τέτοια ετούτο τον καιρό
κατάντια έχετε δείξει.
που ουτ’ έναν οι κουβέντες σας
δεν έχουνε αγγίξει.

Τα ίδια σας βλέπετε να τρων
αυτοί τα κρέατά σας,
και τους εκλιπαρείτε σεις
για εν’ απ’ τα κόκαλά σας...

«Σοσιαλιστή» έναν υπουργό
βρήκατε, και χαιρό ’στε!!!
Μπράβο σας! Κι εις ανώτερα!
Αετοί μου!..Δεν πιανό ’στε!!!...

Και πια,σας φταίνε οι βουλευτές-
δε σας ακούνε λέτε...
Μα όμως εξεχάσατε:
πρέπει και να τους κλαίτε...

Κι ότι τραβάτε είπατε
ένα σωρό μαρτύρια
(Κρίμα...πώς έγινε αυτό;
Βρε πράματα μυστήρια!...

Σεις τόσες τα ’χετε φορές
αυτά όλα ειπωμένα-
Πώς και οι υπηρέτες σας
Δεν τα ’χουν καμωμένα;)

Και τα λεφτά που δόθηκαν
στην κάθε μια Σχολή σας
δεν ξέρετε πού πήγανε...
Γκαρντάσια μου, άφερίμ σας!..

Μα μη σας γνοιάζει. Μία δυο
συνέντευξες ακόμα
και στο δικό σας τα λεφτά
θα έρθουνε το στρώμα...

Μον’ λείψατε να έχετε
μαζί σας και λιβάνι.
Και θυμιατό. Και άμφια.
Για δοκιμάστε...πιάνει!..

Όσο για ύφος...(δεν μπορεί
να πει το στόμα ψέμα),
κλαψούρικο ήταν αρκετά!
Και νερωμένο το αίμα!

Και θέλετε, αν καλάκουσα,
πολλές πορείες να κάντε.
Βλέπω ψηλά στοχεύετε,
δεν είστε άντε άντε...

Μία πορεία το λοιπόν
ακόμα ετοιμάστε
και θα σας σεργιανούν αυτοί
ενώ εσείς θα κοιμάστε...

Σφραγίδα κράτους θέλετε
δυο λόγια για να πείτε!...
Στους δρόμους θα σας έκοφτε,
ψοφοδεείς!, να βγείτε,

και φοβερά ν’ αστράψετε-
τα νιάτα όπως μπορούνε-
που ως και τ’ αστέρια όταν σας δουν
κι εκείνα να κρυφτούνε;...

Μα μια σταγόνα είστε και σεις
στο έλος που λεν Ελλάδα.
Μαύρη καπνιά από της σβηστής
της λευτεριάς τη δάδα.

Της τύχης σας είστε άξιοι-
της ατυχιάς σας ήτοι:
μην ξεσηκώνεστε-μπορεί
ν’ ανοίξει καμιά μύτη...

Και ο …σεμνός σας πρύτανης
ωραίο σάς ήταν ταίρι!
Μα μπρος! η φιέστα τέλειωσε-
φιλήστε του το χέρι,

και πέστε του τού αναρχισμού
θα βγάλτε τη σημαία
και θα ’ναι πάλι στο εξής
όλα όμορφα κι ωραία.

Και πια καθείς στο σπίτι σας
ωραία ωραία καθίστε,
τα χέρια σας σταυρώσετε
κι απ’ το θεό ζητήστε.

Έτσι θα πάρτε πιο εύκολα
εκείνα που ζητάτε
πόρτες ατσάλινες παρά
με άνθη να χτυπάτε.

Πιο, έτσι, θα΄ναι πιθανό
να σας ακούσει κάποιος,
απ’ όσο είναι ένας νεκρός
να ζωντανέψει, σάπιος.

Μα φίλοι μου, ή λαθέψατε
ή έχετε κακομάθει-
αυγά κανένας με πορδές-
πασίγνωστο- δε βάφει.

Στεφάνια αν θέλετε χρυσά
το Δίκιο να σας πλέξει,
δεν είναι «ζητιανέψετε»,
«αρπάξτε!» είναι η λέξη!

Για να φλογίσει, φίλοι μου,
ο ήλιος της Πατρίδας
θέλει-αλίμονο!-κορμιά
στη ρίζα κάθε αχτίδας.

Δε θέλει ζητιανέματα
και σαχλοκαταλήψεις.
Δε θέλει κανακέματα
και γλύψιμο όπου φτύσεις.

Δε θέλει μέσα χώσιμο
του κεφαλιού στην άμμο΄
δε θέλει με κακομοιριά
και με ραστώνη γάμο.

Δε θέλει «σας παρακαλώ»,
δε θέλει «ελεήστε!..»
Θέλει έργα. Θέλει πόλεμο.
Θέλει ζωές να σβήστε.

Θέλει στα μάτια φλόγισμα.
Θέλει στο χέρι αξιότη.
Θέλει την άκρατην ορμή
της νεολαίας την πρώτη.

Δε θέλει με τους άδικους
κουβέντα πουλημένη.
Δε θέλει λόγια όμορφα
κι έκφραση μια θλιμμένη.

Ελευθερία φέρετε!
Αυτός ειν’ ο αγώνας!
Αν όχι, σκλάβους θα σας βρει
κι ο άλλος ο αιώνας.

Αλλιώς σας μυκτηρίζουνε
και σας οικτίρουν όλοι-
και οι φτωχοί κι όσοι έχουνε
γεμάτο πορτοφόλι.

Όλων το ντρόπιασμα είσαστε
σεις τότε των ελλήνων
μιας και μιλάτε στ’ όνομα
μα και στη θέση εκείνων.

Κανόνες δημοκρατικούς
μη θέτε να τηρείτε
όταν με ανύπαρκτους μιστούς
και με υποτέλεια ζείτε;

Αν ναι, να τη χαιρόσαστε
τέτοια δημοκρατία.
Μα ό,τ’ είναι Ανθρώπινο,
σχέση μ’ εσάς καμία.

Κανόνες που εθέσπισαν
οι φαύλοι αν ακλουθάτε,
μες στο τσουβάλι τους δετοί
σε λίγο θα μετράτε.

Μα φαίνεται πως το ’χετε
Φίλοι μου αποφασίσει
τα μάτια σας στη λογική
καθείς σας να τα κλείσει.


Μπάτε στο Σύστημα λοιπόν
κι εσείς , καλοί μου φίλοι:
η που σ’ αυτό σας οδηγεί
ορθάνοιχτη ειν’ η Πύλη.

Δε σώζεται αδέρφια μου
η χώρα με τα λόγια
ούτε με μια που θα ’ρχονταν
από ψηλά ευλόγια.

Λοιπόν τραβάτε στο καλό
και στην καλή σας ώρα.
Με νέους ως σας-όχι, δε ζει
μα θάβεται μια χώρα.

Ξίφος εδώ χρειάζεται
και όχι δεκανίκι.
Με νέους άπραγους κι ωμούς
ποτέ δε θα ’ρθει η νίκη.

Ίσως φιλόσοφοι πολύ
μια μέρα εσείς να γίνετε,
μα του Αγώνα τη φωτιά
φίλοι μου, έτσι τη σβήνετε.

Κι αν σ’ όλες μέρος λάβατε
τις που ’γιναν πορείες.
γι αγρίους είναι μόνο αυτό
καλοί μου ιστορίες.

Τους πλούσιους και τους ισχυρούς
αν δεν ταρακουνήστε,
ούτε ο αγώνας, ούτε σεις
τίποτα θα κερδίστε.

Το κράτος τους συθέμελα
να τρέμει αν δεν το κάνετε
ζήτουλες όλοι έζήσατε,
ζήτουλες θα πεθάνετε.

Αγκάθι αν πολύαλγο
δεν είστε στο πλευρό τους
τότε νερό είστε γάργαρο
για τον νερόμυλό τους.

Στην άκρια η πέτρα αν δε βαλθεί
άβατος μένει ο δρόμος.
Αν δεν σκοτώσεις το θεριό
δε σταματάει ο τρόμος.

Και με πορείες σαν αυτήν
που έκανες τις προάλλες,
των φοιτητών το κίνημα
κατρακυλάει τις σκάλες.

Τον λιόντα , μον’ του κυνηγού
η σφαίρα θα τον χάσει.
Τα ξόανα τώρα ειν’ άχρηστα΄
ένας ο Θεός: Η ΔΡΑΣΗ!

Νέε, κάτσε στην καρέκλα σου
και γράφε στον κομπιούτερ.
Και για να μην κουράζεσαι
κάνε πορείες με σκούτερ…

Μ’ από τα νιάτα δε ζητά
ο λαός μακάριον ύπνο΄
ζητάει γεύμα γιορτινό
κι ίδιο για όλους δείπνο.

Δε θέλει να κρυβόσαστε
πίσω από τα βιβλία.
Θέλει ακράτηγη ορμή.
Κι η βία θέλει βια.

Αλλιώς και σάς εμπαίζετε
τους ίδιους, και το λαό σας,
που έχει κάνει δίκιο του
το δίκιο το δικό σας.

Μα τέλος. Έγραψα εγώ
λόγια εδώ φλογάτα,
μετά τα «γράψατε» κι εσείς,
κι ούτε ζημιά ούτε γάτα.

Λοιπόν αντέστε κάνετε
κι άλλη καμιά πορεία,
κι αφήστε όσους μάχονται
να γράφουν Ιστορία.