ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ
Όταν, περνώντας το στενό στόμιο
στην ευρυχωρία βρέθηκαν
γύρω απλώθηκαν. Μερικοί
ένα ξύλο κάρφωσαν, χορδές του ’βάλαν.
Άλλοι εζύμωναν, ψαρεύαν.
Κλωστές άλλοι ταιριάζανε
βότανα εδιάλεγαν, σπίτια έχτιζαν...
Τέλος καθένας κάτι όριζε
και ψηλά, σαν λάβαρο το σήκωνε
ή σαν θυρεό
ή σα θεωρία
ή σαν σώζουσα πίστη.
Κι έτσι όλο προχωρώντας
ευωχούμενοι και πλατυνόμενοι,
μπροστά στο στενό στόμιο πάλι βρέθηκαν.
Και καθώς πίσω
έρχονταν άλλοι ανεμίζοντας πανιά
και άτρομα βαδίζοντας,
και καθώς πίσω να γυρίσουν δεν μπορούσαν,
χώθηκαν πάλι μες στο στόμιο το στενό
συμπυκνωνόμενοι.