Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Τρία χρόνια πριν εξέδωσα είκοσι τρία τομίδια με περιεχόμενο παρμένο από τα εν ελλάδι ευρισκόμενα έργα μου-κυρίως ποίηση και θεατρικά.
Εναμισυ χρόνο πριν εξέδωσα έργα μου που είχα γράψει όταν ήμουν στην Αμερική, τα οποία έφερα στην Ελλάδα ώστε να τα εκδώσω. Τα έργα μου αυτά είναι τα εξής: μεταφράσεις των τραγωδιών του Αισχύλου (Πέρσες, Αγαμέμνων, Επτά επί Θήβας, Ικέτιδες, Προμηθέας Δεσμώτης), «Καραϊσκάκης», «Άρης Βελουχιώτης», «Πόρνη ή Η κατά Χολιαστόν Δημιουργία».
Ένα χρόνο πριν εξέδωσα τέσσερις τόμους με στίχους  που κατά το πλείστον είχαν ήδη εκδοθεί-τόμους άλλου σχήματος και μορφής τώρα, πιο εύχρηστους. Οι τίτλοι τους:ΣΕΙΡΑ ΠΟΙΗΣΗ (ΤΟΜΟΙ 1,2,3 και 4).
Προ διμήνου εξέδωσα τον τόμο «MISCELLANEOUS» με πρόσφατα και παλαιότερα πεζά, καθώς και τους τόμους «ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΕΝΑ» και «ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΔΥΟ», με στίχους που δεν είχαν μέχρι τώρα εκδοθεί.  
Τον καιρό αυτό άρχισα να εκδίδω τη σειρά «ΠΛΙΝΘΟΙ ΤΕ…»: πεζά και στίχους με περιεχόμενο ποικίλο. Η σειρά αυτή θα συνεχιστεί μέχρις εξαντλήσεως των γραφτών μου ή μέχρις εξαντλήσεώς μου.  
ΟΛΗ Η (ΤΕΧΝΙΚΗ) ΔΟΥΛΕΙΑ που απαιτήθηκε για τις εκδόσεις αυτές έγινε από μένα που δεν έχω ιδέα από αυτά.

Γιώργης Χολιαστός
28-10-20




































































ΟΤΑΝ

Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς στ’ αυτιά σου να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές  
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή,
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι.
Για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ' αφήνουνε να μένεις.

Για δίκαιον μη μιλήσεις
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στην μάχην.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν
που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.










ΤΑ ΑΓΙΑ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ

Ελάτε μαζί μου
στης Άγιας Ρωσίας
να πάμε τα χώματα.

Τον αέρα τον κρύο
που πνέει καθάρια
βαθιά ν’ αναπνεύσουμε.

Ελάτε μαζί μου
μακριά από του πλούτου
τη βρώμικη έρημο.

Μακριά από τη χώρα
που είναι για όλους
μια απάνθρωπη Κόλαση.

Μακριά απ’ των πολλώνε
την άτιμη φτώχεια
που αξαίνει απολέμητη.

Μακριά απ’ την οδύνη
τη λύπη, το φθόνο
και την εκμετάλλευση.

Ας πάμε στη χώρα
που ανθίζει η ελπίδα-
ας πάμε στα ολάνθιστα

χωράφια του Ωραίου:
στης Άγιας Ρωσίας
ας πάμε τα χώματα.

Να ειν’ η δουλειά μας
τραγούδι της Φύσης
και του Άνεμου κύλισμα

να λάμψουν εντός μας
του Δίκιου τα φώτα
που τόσο μας λείψανε.

Μαζί να κινούμε
το κάθε πρωί μας
μαζί να δουλεύουμε

μαζί να μοχτούμε
και όλοι να τρώμε
στον ήλιο ομοτράπεζα.

Να πάψουν οι πόνοι
να λείψουν διακρίσεις
και άγρια εκμετάλλευση.

Κοινός ο σκοπός μας
κοινή μας η πίστη
κοινά τα ωφελήματα-

η φτώχεια κι ο πλούτος
να πάψουν να υπάρχουν
και όλοι να ζήσουμε

σε μια κοινωνία
που θα ‘ναι φτιαγμένη
για όλους αδιάκριτα,

χωρίς αδικίες
κατώτερα πάθη
και μίσους ξεσπάσματα.

Στην Άγια τη  χώρα
που λάμπουν πληθώρα
τ’ αγνά τα αισθήματα-

στης Άγιας Ρωσίας
ελάτε μαζί μου
να πάμε τα χώματα!

(Λος Άντζελες 1988)











ΓΙΩΡΓΙΑ ΕΖΗΣΑΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
(Στη Γιωργία, παιδική φίλη)

Γιωργία εζήσαμε κι εμείς.
Ο θάνατος πριν έρθει
της ζήσης εγνωρίσαμε
την άσκοπη τη μέθη.

Γιωργία εζήσαμε κι εμείς.
Στον κόσμο αφού μας φέρανε
ανθίσαμε, ώσπου ο βοριάς
της χειμωνιάς μας ξέρανε.

Εζήσαμε. Στον κόσμο μας.
Τότε. Προτού η βιάση
κι η πρόοδος η ανάποδη
όλη τη γη ρημάξει.

Τον προορισμό μας φίλη μου
τον φέραμε σε τέλος:
όπου και να ’ναι μπήχνεται
στο στόχο του το βέλος.

Προτού των πάντων η φθορά
κι εμάς αφήσει ράκη
επικραθήκαμε πολύ…
χαρήκαμε λιγάκι…

Μα όμως μέσα πέφτοντας
στον τάφο του καθείς μας
θα πάρουμε αχάλαστη
τη θύμηση μαζί μας

κάποιας μικρούλας γειτονιάς
με τα μικρά σπιτάκια,
με το ψωμί και την ελιά,
με τα στενά δρομάκια.

Τότε που χώμα βλέπαμε
κι όχι τσιμέντο γύρω.
Τότε που τ’ άνθη ανάδιναν
δροσιά ομορφιά και μύρο.

Που ήταν οι γειτόνοι μας
όχι ρομπότ κρεατένια
αλλ’ άνθρωποι που είχε καθείς
και του αλλουνού την έγνοια.

Που ένα ας φώτιζε κερί
μικρούλι τις βραδιές μας
όμως χτυπούσαν χαρωπά
οι παιδικές καρδιές μας.

Που κύπελλο ήταν η ζωή,
κρασί ήτανε η Φύση
και όλα γύρω έλαμναν
σ’ ένα γλυκό μεθύσι.

Τότε… που ήμασταν παιδιά…
Παιδιά! Όταν ακόμα
το «αχ» ούτε σαν έμβρυο
δε φώλιαζε στο στόμα…

Γιωργία υπηρετήσαμε
και με ανθρώπου σχήμα
τους ρόλους που ορίζει μας
το Σύμπαν βήμα βήμα.

Κι ας μας ειπούν κάποιοι καλούς
κακούς κάποιοι ίσως άλλοι-
μα ίδια ειν’ Καλό ή Κακό
στης Πλάσης μας τη ζάλη.

Ίδια καθώς Ζερβά Δεξά,
καθώς Επάνω Κάτω,
καθώς ίδια και Σύμφωνο
της Βαρσοβίας και ΝΑΤΟ.

Και λέω ακόμα κι η Ζωή
ένα είναι με το Θάνατο
κι ότι ένα είναι το Θνητό
το ον με το Αθάνατο.

Και λέω πως όταν ζούσαμε
ήμασταν πεθαμένοι
και λέω όταν πεθάνουμε
ζωή μας περιμένει.

Γιωργία εζήσαμε κι εμείς.
Ο θάνατος πριν έρθει
της ζήσης εγνωρίσαμε
την μάταια τη μέθη.






«ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ»

Πρώτοι σε ό,τι Υπομονή,
Κόπο κι Ευθύνη δε ζητά-
πρώτοι σε ό,τι κι αν βρεθεί
που δεν πληγώνει, δεν πονά.

Πρώτοι σε Κλείσιμο Ματιού
ή σ’ ένα Κλείσιμο Κουμπιού,
σε μια Φωνή, σ’ ένα Λυγμό,
σ’ ένα στους Γιάνκηδες «θενκ γιου»…

Κι ύστατοι πάντα στην Τιμή,
σ’ Αξιοπρέπεια, σε Ντροπή,
στις Τέχνες, στον Πολιτισμό,
στην που Χρυσός είναι Σιωπή.

Στην «Ώρα» πρώτοι εμείς «της Γης»
γιατί Φανφάρες μόνο θέλει,
έναν Φτηνό Ενθουσιασμό
κι Άστοχα-κι όπου πάνε Βέλη.

Πρώτοι!..Κι οι Ξένοι μας θωρούν
και απομέσα τους γελούν-
πρώτοι σε αρίθμητες Βλακείες
για ν’ ακουστούν δυο τρεις «κυρίες»!

Αλλά στης Χώρας μας την Ώρα
ύστατοι ως πάντοτε και τώρα:
δεν μας πειράζει κι αν χαθούμε
μον’ έξω! έξω! ν’ ακουστούμε…











ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΠΟΔΙ ΚΑΙ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΑΥΡΗΛΙΟΥ
(οι εφημερίδες της 27-8-08)

Στη «βάρβαρη» τη χώρα-την Τουρκία-
κάτω απ’ το φως του ζωοδότη ηλίου
σ’ ανασκαφές που γίνονται στη χώρα
βρέθηκε το κεφάλι του Αυρηλίου.

Εμπρός λοιπόν Καραμανλή Κωστάκη
εμπρός και ανοικονόμητη συ Ντόρα
κάντε διαβήματα να μας δοθούνε
όσα η σκαπάνη έχει ανασκάψει δώρα.

Κι ας ήτανε αυτοκράτορας ρωμαίος
μα ελληνικά αφού έγραφε κι ωμίλει
έλληνας ήταν΄ κι αν μας αρνηθούνε
τουλάχιστο ας μας δώσουνε τα χείλη…

Τόσους που ελληνικά έχουνε γράψει
(Σαμοσατείς κι ας ήσαν ή και Σύροι… )
έλληνες όλους τους εμείς τους λέμε-
το ’χουμε πάρει πλέον ψωμοτύρι.

(Κι εγώ λοιπόν δυο τόμους ποιημάτων
στην αγγλική που έχω εκδώσει γλώσσα,
κι εγώ γι αμερκανάκι θα μοστράρω
μετά ’πό χρόνια τόσα κι άλλα τόσα;)

Σ’ άπταιστα ελληνικά κι ο αυτοκράτωρ
τα «Εις Εαυτόν» λεν είχε αυτός γραμμένα.
Ψέμα! Δεν τα ‘γραψε του Εαυτού του:
στους έλληνες τα είχε αυτός ταμένα!

Λοιπόν με τ’ άλλα μάρμαρα-του Έλγιν-
ζητάτε τώρα και του Αυρηλίου
να ’χετε να το λέτε στους κρετίνους
στις εκλογές του Σιούφα-του Απριλίου.








ΑΠΟΨΕ

Απόψε η καρδιά μου είναι βαριά.
Γιατί δεν ξέρω.

Μήπως γιατί η Άννα
είχε έναν τόνο αδιαφορίας όταν μου μιλούσε;
Μήπως γιατί απόψε,
Συλλογίζομαι το θάνατο;
Ή μήπως γιατί ο θάνατος
σκέφτεται απόψε εμένα;
Όχι, δεν είναι αυτά η αιτία.

Μήπως γιατί ένιωσα πως «σκέπτομαι»
σίγουρα δεν σημαίνει πως «υπάρχω»;
Όχι, ούτ’ αυτό.
Μήπως γιατί ο θεός δε μου ’δωσε και μένα
αδερφό έναν ή μιαν αδερφή;
Α παπα! Όχι!
Μήπως γιατί, έτσι γελοία μηδαμινός καθώς ξεκίνησα
ίδια γελοία μηδαμινός και θα τελειώσω;
Όχι όχι.

Απόψε η καρδιά μου είναι βαριά.
Γιατί, δεν ξέρω.









«ΑΝΗΚΟΜΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΣΙΝ»

Καθώς στην Κόλαση που βρίσκομαι τριγυρνώ ανάμεσα σε πεθαμένους, συναντώ διάφορους γνωστούς. Γιατί οι πεθαμένοι, μη έχοντας σπίτι και μέρος να μείνουν, τριγυρίζουν ολοένα. Και βρίσκει κανείς έναν έναν ή πολλούς μαζί να βολτάρουνε ή να έχουν ανοίξει πηγαδάκια και να αναμασάνε τα ίδια και τα ίδια τους. Μια νύχτα λοιπόν είδα μια παρεούλα που είχε για θέμα της τον Καραμανλή-το θείο. Ανάμεσα στους ίσκιους η μητέρα και ένας από τους δασκάλους του Kαραμανλή.
Πλησίασα και αφού μπήκα στη συζήτηση, ρώτησα τη μητέρα του:
-Κυρα Φωτεινούλα για πες μου, τι θυμάσαι πιο πολύ από τον Κώστα;
-Πιο πολύ θυμάμαι παιδάκι μου την ημέρα που τόνε γέννησα, γιατί η γέννα του πολύ με παίδεψε.
-Γιατί σε παίδεψε κυρα-Φωτεινή;
-Παιδάκι μου δεν έβγαινε το παιδί. Δεν έβγαινε με τίποτα. Και δεν έβγαινε γιατί ο σατανάς με είχε καβαλημένηνε-γι αυτό! Και αυτό το είπε και η μαμή που ήρθε να με ξεγεννήσει.
-Μπορείς να μου πεις τα πράγματα με πιο λεπτομέρειες σε παρακαλώ κυρα-Φωτεινή;
-Να στα πω παιδάκι μου. Εμείς εμέναμε δίπλα στην εκκλησία του χωριού. Και εγώ απάνου στο κρεβάτι μου εκοιμόμουνα με το κεφάλι μου κατά το ιερό της εκκλησίας, για να με φυλάει ο Κύριος που έτσι θα τον είχα πιο κοντά μου. Αμ δε μου λες, που να το ’ξερα εγώ η κακομοίρα πως δεν έπρεπε να κοιμάμαι με το κεφάλι κατά κει και πως γι αυτό δεν έβγαινε το παιδί… αγράμματη γυναίκα ήμουνα, έλεγα πως ήτανε καλλίτερα να έχω το ιερό της εκκλησίας κοντά μου να σκέπει την κεφαλή μου. Ε, ήρθε η ώρα να γεννήσω κι έπεσα στο κρεβάτι να γεννήσω μόνη μου, γιατί η μαμή ξεγένναγε αλλού και θ’ αργούσε να ’ρθει. Τότες μαθές δεν είχαμε κλινικές και νοσοκομεία. Εσφίχτηκα λοιπόν, είχα και τα πανιά κοντά μου να σκουπιστώ κι εγώ και να ντύσω και το παιδί, πού παιδί… εκείνο όχι δεν έβγαινε, αλλά ανέβαινε αντί να κατεβαίνει, λες και ήθελε να βγει από το στόμα μου-κοίτα, ανατριχιάζω που το λέω… Χριστός και Παναγιά, κάνω. Ξανασφίγγομαι, ξεφούσκωσε πάλι η κοιλιά μου και φούσκωσε το στήθος μου, γιατί το παιδί επήγαινε πάλι προς τα πάνω, προς το λαιμό μου. Τρόμαξα αλλά δεν τα ’χασα. Ζούπηξα το στήθος μου, ξαναγέμισε η κοιλιά μου και ξεφούσκωσε το στήθος μου, γιατί δεν μπορούσα ούτε αναπνοή να πάρω και η καρδιά μου επήγαινε να σταματήσει από το παιδί που δεν την άφηνε να δουλέψει. Βάζω τις φωνές έρχεται μια γειτόνισσα της λέω πήγαινε να φωνάξεις το Γιώργη από το μαγαζί γιατί το και το, το παιδί πάει να βγει από το στόμα. Ώσπου να ’ρθει ο Γιώργης ο άντρας μου-Γιώργη τονε λένε, εγώ όλο και εσφιγγόμουνα. Αλλά όχι και δυνατά για να μη με πνίξει το παιδί. Όμως όταν έβλεπα σε κάθε σφίξιμο να τραβάει προς τα πάνω, σταμάταγα. Το τι τράβηξα εκείνη την ημέρα δε λέγεται.
Έρχονται και οι γειτόνισσες, βλέπουνε τι εγινότανε κι άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Και κει απάνου ευτυχώς μπήκε η μαμή, θάνατο να ’χει, και με λεφτέρωσε.
-Πώς;
-Μπαίνει κι όταν έμαθε τι έγινε, άρχισε να φωνάζει: Μωρή ζουρλές τι σταυροκοπιούσαστε; Τη γυναίκα την έχει καβαλικέψει ο σατανάς και ο τρισκατάρατος δε φεύγει με σταυροκοπήματα. Την έχει καβαλλικέψει γιατί εξάπλωσε με το κεφάλι κατά το ιερό, κατά τη Δύση! Οι Καραμανλούδες γεννάνε πάντοτε με το κεφάλι κατά την Ανατολή-ζουρλές είσαστε; Γύρνα μωρή Φώτω, μού κάνει. Και με πιάνει παιδάκι μου και με γυρίζει ανάποδα, με το κεφάλι στο μέρος που είχα τα πόδια μου και με τα πόδια εκεί που ήτανε πρώτα το κεφάλι μου. Ε παιδάκι μου, αυτό ήτανε. Ο τρισκαταραμένος εβγήκε αμέσως από μέσα μου και από κοντά εβγήκε και το παιδί από τον κανονικό δρόμο του. «Είσαι πρωτάρα», μου λέει η μαμή, «στις άλλες τις γέννες σου να ξέρεις να ξαπλώνεις με το κεφάλι κατά την Ανατολή, έτσι που το παιδί να μπορεί να βγει γιατί θα τραβάει κατά τη Δύση. Αφού ο τρισκατάρατος έχει βάλει βουλή να χαλάσει τους ανθρώπους, εμείς, φτωχές γυναίκες θα τόνε σταματήσουμε;»
Και παιδάκι μου όλα μου τα κατοπινά παιδιά τα εγέννησα με ευκολία γιατί έκανα εκείνο που είπε η μαμή. Και τον Αχιλλέα μου έτσι τόνε γέννησα.
Γιατί εγώ πού να ήξερα τότες από Ανατολή και από Δύση, αργότερα τα ’μαθα, όταν ο Κώστας μου έγινε πρωθυπουργός. Τότε όλο αυτή τη λέξη έλεγε. Όλο Δύση και Δύση το πήγαινε. Και το μυαλό του γεμάτο από αυτή τη λέξη ήτανε μόνο. Αφού όταν ερχότανε καμιά φορά να με δει στο χωριό, όταν τον αφήνανε οι δουλειές του, «γεια σου μάννα» δε μου ’πε ποτές. «Ανήκομεν εις την Δύσιν», έτσι με χαιρέταγε. Και μου είχε μάθει να του απαντάω «αληθώς ανήκομεν», όπως καλή ώρα λέγαμε «αληθώς ανέστη» για τον Κύριο που αναστήθηκε.
Και τόσο την αγάπαγε αυτή τη λέξη παιδάκι μου, που και μέσα στο δωμάτιό του την είχε. Και μάλιστα την είχε γραμμένη όπως τη λένε στα αμερικάνικα. Είχε ένα μεγάλο πανί με ’φασμένα πάνω του τέσσερα γράμματα. Το πρώτο ήτανε ένα ανάποδο μου. Τα άλλα τρία ήτανε ελληνικά-τα ήξερα κι εγώ. Ήτανε ένα Ε, μετά ένα σου που το βάνουνε στο τέλος και ύστερα το του. Και μού έλεγε να τη μάθω κι εγώ αυτή τη λέξη την ξένη, γιατί μ’ αυτήν, έλεγε, λύνεις όλα σου τα προβλήματα σαν να ήτανε μαγική. Μου ’λεγε «πες το και συ μάννα-Γοέστ! Γοέστ!» Και τον άκουγε ο Αχιλλέας μου και του ’λεγε: «Γουέστ μωρέ Κώστα, Γουέστ…» και του απάνταγε ο Κώστας μου «Ε, κι εγώ τι λέω; Γοέστ…»
Αλλά εγώ παιδάκι μου δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω αυτή τη λέξη όσο ζούσα. Εδώ την έμαθα, γιατί αυτό είναι το Γουέστ, εδώ που είμαστε τώρα.
Δεν είχε τελειώσει καλά καλά τα λόγια της η κυρα-Φωτεινή, πετιέται η Κλωθώ.
-Εμείς να ’βλεπες τι τραβήξαμε ώσπου να βρούμε πού ήτανε το παιδί για να το μοιράνουμε… Περιμέναμε να το βρούμε στην κούνια του όπως όλα τα μωράκια, αλλά πού… Αυτό είχε πάρει δρόμο δυτικά και το προφτάσαμε στις στήλες του Ηρακλή-στο Γιβλαρτάρ αν έχεις το Δία σου…
Ύστερα το λόγο πήρε ο δάσκαλος που είχε τον Καραμανλή μαθητή στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.
-Αγαπητέ μοι, θα επεθύμουν να είπω καγώ λέξεις τινάς σχετικάς προς την δυτικοφιλίαν του μεγάλου αυτού τέκνου της Αμερικής…
-Της Ελλάδας δάσκαλε, του λέω.
-Συγχωρήσατε την παραδρομήν της γλώσσης μου, της Ελλάδος ήθελον να είπω. Μοι δίδετε την άδειαν προς τούτο;
-Πες κάτι κι εσύ δάσκαλε, όμως στα γρήγορα.
-Εγώ θα τα είπω εις υμάς και ουχί εις τα γρήγορα. Και σας υπισχνούμαι ότι δεν θα μακρηγορήσω. Ενθυμούμαι ουκούν τας περιπτώσεις καθ’ ας ηναγκαζόμεθα, ελλείψει δευτέρου διδασκάλου εις την Πρώτην, να απασχολούμεν τα παιδία και κατά τας εσπερινάς ώρας της ημέρας. Κατά τας ημέρας ταύτας και ότε, ενώ ο ήλιος έδυεν, ευρισκόμεθα εντός της αιθούσης διδασκαλίας, ο Γκας ηγείρετο του αναλογίου του…
-Ο Κώστας δάσκαλε, τον διόρθωσα.
-Μάλιστα, ο Κώστας. Συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ο Κώστας ουκούν εγκατέλειπεν το αναλόγιόν του και κατηθύνετο προς το παράθυρον το προς Εσπερίαν, εκεί δε ίστατο ακίνητος, προσβλέπων περιδεής την δύσιν του ηλίου, ήτις επλήρωνε τον ουρανόν της Πρώτης πέπλων ερυθρών ως αιματοβάπτων και ήτις υπέβαλεν εις τον νουν του ανθρώπου την ιδέαν των τελευταίων στιγμών της Δημιουργίας, την εν μέσω φλογών, αίτινες κατά τας Γραφάς θα την καταφάγωσιν ώσπερ άχυρον φλοξ πυρκαϊάς αγροτικής καλύβης. Και ήτο τόσον απορροφημένος εκ του θεάματος εκείνου, ώστε δεν ηδύνατο να ακούσει τας προτροπάς μου περί επανόδου του εις το αναλόγιόν του. Ήτο ως να μη υπήρχεν τας στιγμάς εκείνας.
Ίνα δώσω εν πέρας εις την απαράδεκτον δια σχολείον κατάστασιν ταύτην, απεφάσισα να μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Γκας…
-Του Κώστα δάσκαλε.
-Του Κώστα, συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ηναγκάσθην ουκούν να μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Κώστα. Το ετοποθέτησα παραπλεύρως του παραθύρου, ώστε μα μη απαιτείται η εγκατάλειψις του αναλογίου του υπ’ αυτού κατά τας ώρας εκείνας. Τοιουτοτρόπως τουλάχιστον δεν ίστατο αλλά εκάθητο. Εκεί ήτο μονίμως πλέον «εις τα νερά του», καθώς λέγει ο χύδην όχλος.
-Δάσκαλε, δεν προσπάθησες να του κόψεις τη συνήθειά του αυτή;
-Να σας είπω… Ενθυμούμαι ότι άπαξ ηγέρθην της έδρας μου και τον επέπληξα δριμέως. Πριν ή δυνηθώ όμως να αρθρώσω τας πρώτας λέξεις της επιπλήξεως, ούτος, οργίλως προσβλέπων με, μοι αντέλεξε με σταντορείαν φωνήν: «Κάτσε κάτου ρε!». Ήτο τόσον επιτακτική η εντολή του ώστε εκάθησα και έκτοτε δεν απετόλμησα πλέον να τον παρατηρήσω πάλιν δια την συνήθειάν του αυτήν. Και εκ των υστέρων απεδείχθη ότι καλώς εποίησα. Καθόσον απώλεσε μεν ο Γκας ολίγας…
-Ο Κώστας δάσκαλε
-Ο Κώστας, μάλιστα. Συγχωρήσατέ μοι και την νέαν ταύτην παραδρομήν. Απώλεσεν μεν ο Κώστας ολίγας ώρας παραδόσεως, όμως η Αμερική εκέρδισε ένα μεγάλον άνδρα.
Δεν τον διόρθωσα πάλι. Γιατί να μας πειράζει η αλήθεια;









ΘΟΔΩΡΟΣ

Γνωριμία ενός βραδιού.
Θόδωρος.
Σφηνάκι από ποτά οχτώ.
(Μαύρη θάλασσα, σταγόνα ολάσπρη)

Στρίβει το τσιγάρο του.
Ο καπνός σαν τον καιρό καίγεται.

Καφενείο σχεδόν άδειο από πελάτες.
Χαμηλωμένα φώτα.
Έξω ερημία και βοριάς.
Η παγωνιά τρύπες ανοίγει στις καρδιές.
Η εκκλησιά η απέναντι πιο κρύα.

Κλείσε το στόμα σου Ζωή-
τώρα μιλάει ο γιος σου.
(Μαύρη θάλασσα, σταγόνα ολάσπρη).

Η δύσκολη νιότη
oι γέροι οι αναξιοπρεπείς
οι συνεταίροι που κλέβουνε
τα ταξίδια με τα καράβια
οι αρρώστιες
οι κυρίες που άλλα λένε άλλα θέλουνε
η κοινωνία που όλο θέλει
και θέλει και θέλει και θέλει.

Κι ο ανάποδος ο δάσκαλος, η πείρα
που εξετάζει πρώτα κι ύστερα διδάσκει.

Ντόμπρα καρδιά, ψυχή μεγάλη,
λόγια αντρίκια.
Και μ’ ένα τόνο ούτε πικρόν ούτε θλιμμένο,
σαν μια πέτρα
που από σεισμό έχει κυλήσει
«ο άνθρωπος μόνος», λέει, «γεννιέται,
μόνος ζει και μόνος του πεθαίνει.»

Κερνάει καφέ.
Ξαναστρίβει τσιγάρο.
Μαζί του ας ήταν να τελειώσει κι n παλιά ζωή του.

Στις έντεκα φωνάζει την κοπέλα:
Τι χρωστάμε;
Κι αφού σιγουρευτεί πως όλα ειν’ εντάξει
παίρνει κλειδιά, καπνό και το τηλέφωνο
κι απ' την καρέκλα του
(Μαύρη θάλασσα, σταγόνα ολάσπρη)
γύρω του  χαιρετάει και βγαίνει.

Η μπάρα του γνέφει φιλικά. «Αύριο πάλι».

Καληνύχτα λιονταράκι πληγωμένο
σε μαλώματα με ύαινες και τίγρεις.

Αλλ’ αρκετά με τα παλέματα.
Oι τόσες σου οι ουλές
φτάνουν για να σε δείχνουν νικητή.
Πληγές όχι άλλες.
Άσε τους άλλους τώρα-
σειρά τους είναι
ν' αποδείξουνε πως ξέρουν να παλεύουν.
Η ζωή σου η άλλη σε προσμένει
(Μαύρη θάλασσα, σταγόνα ολάσπρη).

(Τρίπολη 2002)









Ο  ΗΝΙΟΧΟΣ  ΤΩΝ  ΔΕΛΦΩΝ

Πάει ο Πολύζαλος και τ’  άλογο.
Πάει και τ’  άρμα.
Οι Φαιδριάδες τ'  αφανίσανε.

Μας έμεινε ο ονειρικός Ηνίοχος
με τα σκεπτόμενα μάτια
μεσόκληρος δυο εποχών
γαλήνια ακίνητος μετά από τον αγώνα
θριαμβευτής
να οδηγεί αόρατο ένα άρμα.

Ίσως την Τέχνη παραπέρα.










TO ΜΑΓΑΖΙ ΤΗΣ KYΡΊΑΣ ΒΙΒΉΣ
(το αγιασμένο από τα βήματα, τη φωνή,
τα αγγίγματα της κυρίας Ρωρερκάρ)

Μες στην ωραία μας τη γειτονιά
ένα κατάστημα-στολίδι ανθίζει
που δεν πουλάει λες παρά χαρίζει-
μία ολόφωτη ζεστή γωνιά:

Δήμητρος. Αριθμός; Δεν έχω δει.
Τι να τον κάνω; Ας ειπούμε τρία:
Ποιότητα, Ομορφιά, Ευαισθησία,
κι όλα μαζί του Ρέμπραντ μια σπουδή.

Ή αν το θέλετε ας ειπούμε δύο:
άριστη Ποιότητα και Ομορφάδα.
Ή θέλετ’ ένα; ιδού: μόνο Ομορφάδα,
στοιχείο του πίνακά μας σταθερό.

Ένα μεγάλο είναι μαγαζί
με μέσα του ολόλευκα δυο κρίνα
με ονόματα Βιβή και Κατερίνα.
Kι o τυχερός Aπόστολος μαζί.

Και πάν για ψώνια οι νοικοκυρές
και φεύγουν από κει χαρά γεμάτες
γιατί μαζί με τις φτηνές ντομάτες
και δυο κυρίες βρίσκουν ακριβές.

Και παίρνουν oι άντρες κάτι για να πιουν,
μα πριν να φύγουν έχουνε μεθύσει
με όσα δώρα εχάρισε η Φύση
στα δυο τα κρίνα που όλο ευωδούν.

Και να ψωνίσω κάτι πάω κι εγώ
και φεύγοντας, κρυφά τους έχω πάρει
την άφατή τους γλύκα και τη χάρη
που βλέποντας κι ακούγοντας τρυγώ.

Φορτώνω μέλι από τη Βιβή
κουρσεύω άνθη από την Κατερίνα
και την ημέρα μου περνώ με κείνα
γεμάτη πια ομορφιά κι όχι θαμπή.

Κατάστημα ένα ωραίο, καθαρό,
που ό,τι ζητάς στα σίγουρα το έχει
και δε χρειάζεται κανείς να τρέχει
αλλού, μ' όποιον κι αν έκανε καιρό.

Και προθυμία και καλή καρδιά,
γρήγορη εξυπηρέτηση, ευγένεια,
και στους πελάτες όλη τους η ένια
ή είναι γυναίκες ή άντρες ή παιδιά.

Και πάντα μία λέξη ευγενική
έχει η Βιβή για κάθε της πελάτη.
Κι απ’ τον Απόστολο, πίσω απ’ την πλάτη
ευχές ακούν οι άνθρωποι εκεί.

Ως για την Κατερίνα τη γλυκιά
τι να ’λεγα που αυτή τα λέει όλα
με μια σεμνή ματιά της φεγγοβόλα
που χίλια ζάχαρης πλέξαν σακιά.

Τι άλλο αλήθεια να ειπώ γι αυτό
της γειτονιάς μας τ’ όμορφο το στέκι
που όποιο κι αν κανείς έχει σεκλέτι
εκεί όταν μπει του φεύγει στο λεφτό,

ή γιατί βρίσκει εκείνο που ζητά,
ή απ’ της Βιβής το αβίαστο το γέλιο,
ή της γυναίκας νιώθοντας το τέλειο
την Κατερίνα μόνο σαν κοιτά;

Πηγαίνετε λοιπόν φίλοι καλοί
στο μαγαζί αυτό το ευλογημένο.
Μέσα εκεί θα έβρετε κρυμμένο
της ανθρωπιάς το σπάνιο το φιλί.

Τρυγήστε το. Θα ξαναβρείτε πού,
τέτοια να σας ζεσταίνει καλοσύνη,
που κάθε τι μέσα σ' αυτό ξεχύνει
ψυχή ’μερεύοντας, καρδιά και νου;

Μέσα στην έρημο τη σημερνή
όαση μια πού ολάνθιστη θα βρείτε;
Δροσό νεράκι πού αλλού θα πιείτε
στην Κόλασή μας την καθημερνή;

Κι αν δε σας ενδιαφέρει η ομορφιά
πηγαίνετε σ’ αυτό για τις τιμές του
που είναι χαμηλές σα μανιφέστου
πιστά τηρούμενη γραμμή καμιά.

Κι ας λεν η φτήνεια τρώει τον παρά.
Ψέματα! Τρίδιπλον μας τον γυρίζει
το μαγαζί αυτό, που ξεχωρίζει
μέσα στης Τρίπολης την αγορά.

Γεια σου κυρία Βιβή. Να ’σαι καλά,
να περιχείς με καλοσύνη πάντα
τα ψώνια που μας έβαλες στην τσάντα:
υποφερτά έτσι η ζωή κυλά.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Όταν ήσουνα Χριστούλη
σαν και με παιδί μικρό
ζήταγες απ’ τον μπαμπά σου
να σου πάρει παγωτό;

Ζήταγες απ’ τη μαμά σου
να σου πάρει καραμέλες;
Σ' άρεσε και Σε να παίζεις;
Σαν και μένα έκανες τρέλες;

Από κει ψηλά που είσαι
"ναι" Σ' ακούω να μου λες,
γιατί αφού Θεούλης ήσουν
δε γινότανε να κλαις.

Μα εμένα-δες Χριστέ μου,
τα ματάκια μου όλο κλαίνε
γιατί σ’ ό,τι τους ζητήσω
"ναι" ποτέ τους δε μου λένε.

Αχ! Χριστούλη! Μίλησέ τους!
"Τα παιδάκια", να τους πεις,
"άλλες έχουν προτιμήσεις
απ' αυτές που 'χετε σεις.

Μη λοιπόν τα τυραννάτε
κι όταν κάτι σας ζητούν
κάνετέ το-έτσι αθώα
δε λυπάστε να πονούν;"

Κι από τότε οι γονείς μας
σαν και Σε να σκέφτονται ίδια
κι η ζωή μας να κυλάει
με γλυκά και με παιχνίδια.





ΡΕ  ΘΟΔΩΡΕ…
(στο Θόδωρο, οδοντίατρο, που τον είχα δόκιμο στη Μονάδα μου, στο στρατό, πριν σαράντα χρόνια)

Ρε Θόδωρε παλιόφιλε μη έτσι σε μένα φέρεσαι.
Να έρχομαι στο στέκι σου, έστω σπανίως, δε χαίρεσαι;
Μη το βιολί που άρχισες λοιπόν το συνεχίσεις
γιατί έτσι του ιατρείου σου την πόρτα θα μου κλείσεις.

Μη όταν σου 'ρχομαι, μετά μου λες "δεν κάνει τίποτα".
Αφού οι δυο δε βγαίνουμε για τίποτα ηδύποτα,
μονάχα για τα δόντια μου ας είναι να βλεπόμαστε
και τα παλιά μας πού και πού τα χρόνια να θυμόμαστε.

Εσένα έχω φίλο μου, εσένα έχω αδέρφι.
Μονάχον έχω ουρανό εσένα δίχως νέφη.
Θες σε αγύρτες τίποτα να πάω να με κλέβουνε
και μάλιστα-οι άθλιοι!-χωρίς να με γιατρεύουνε;

Κάθε λοιπόν που έρχομαι λέγε μου να πληρώνω.
Μπόλικο η πελατεία σου δε σου αφήνει χρόνο.
Κι αν για δεκάδες κλείνεσαι χρόνια στο ιατρείο σου
εκτός απ' τους αρρώστους σου, κοίτα και το ταμείο σου.

Βέβαια ξέρω-εμένανε σαν άλλους δε με βλέπεις
κι ούτε το πάχος συ μετράς, του φίλου σου, της τσέπης.
Και ξέρω, από μένανε θα πληρωθείς λιγότερο
γιατί ούτε σπίτι ή Μερσεντές δεν έχω, ούτε κότερο.

Μα ξέρω ακόμα: όπως εγώ, μες στην καρδιά σε κλείνω
και σαν να σ' είχα γιο, για σε και τη ζωή μου δίνω,
έτσι και συ με αγαπάς μες στη ζωή ετούτη,
που, η πόρνη, αισθήματα έδωσε στους δύο μας για πλούτη.

Έτσι, ας μην πρόκειται ούτε συ από με να θησαυρίσεις,
όμως απλήρωτα ξανά να φύγω μη μ' αφήσεις.
Και για να μη σ' απασχολώ ή κι ίσως σε κουράζω,
το πράγμα αυτό δε στο ζητώ, αλλά... σου το διατάζω!..

Γεια σου ρε Θόδωρε!






ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ
(Φίλο. Στην Αμερική)

Φίλε Γιάννη! Φίλε Γιάννη!
πού το ρέμα τάχα βγάνει;
πού μας πάει η ζωή
με την τόση της ορμή;

Ή με ήλιο η με αέρα
τρέχουμε όλη την ημέρα-
όλη μέρα στη δουλειά
και τα βάσανα ζαλιά.

Τo πρωί όταν ξυπνούμε
πρέπει κιόλας να βιαστούμε-
σηκωθήκαμε αργά
και η ώρα προχωρά.

Ξούρα, ντους, ντύσιμο, μάσα
δίχως ρέγουλο κι ανάσα.
Και ορμάμε βιαστικοί
και σκορπάμε εδώ κι εκεί.

Και σπαρίλας του θανάτου
πάει καθένας στη δουλειά του.
και τ’ ωράριο αρχινά
να τελειώσει που ξεχνά.

Ο πελάτης να γκρινιάζει
ν’ απαιτεί και να φωνάζει
και πιο κει σα μυστικός
χωροφύλακας ο boss.

Ο καθένας το δικό του
το μακρύ και το κοντό του
και μιλάν όλοι μαζί
και βοά το μαγαζί.

Κι όλο κάτι πάντα βγαίνει
και στη μύτη μας μας μπαίνει
μια εκείνο και μια αυτό
δε στεκόμαστε λεφτό.

Κι αν γεμάτη θέμε τσέπη
Σ’ όλους "yes" να λέμε πρέπει
κι είδος σπάνιο το κοινό
εκατάντησε το "no".

Κι αποσταίνει το δολάριο
και τελειώνει το ωράριο
και το κάρο καβαλάς
και στο σπίτι πλέον πας.


Κι ‘οπως συ κανείς αν λάχει
λογική γυναίκα να ’χει
τότε θα ξεκουραστεί
σα στο σπίτι του βρεθεί.

Μα οι κακόμοιροι οι άλλοι
και στο σπίτι το ίδιο χάλι:
ο αιώνιος πελάτης-
η γυναίκα- το χαβά της.

Μα και γκρίνια να μην έχεις,
και στο σπίτι πάλι τρέχεις.
Είναι του σπιτιού οι δουλειές
κι αναγκαίες και πολλές.

Να εχάλασε η βρύση,
να το τζάμι έχει ραϊσει,
να εγδάρθηκε ο σοβάς
και καιρός ούτε να φας.

Και με το ’να και με τ’ άλλο
ή μικρό είτε μεγάλο
κάθε μέρα ξεψυχά
σα δελφίνι στα ρηχά.

Και απ’ όλες τις ημέρες-
κάθε μια και δυο φοβέρες-
σαν εικόνα ελκυστική
μένει μόνο η Κυριακή.

Οι νεκροί έξω απ' την κάσσα!
Επιτέλους! Μι’α ανάσα!
Δεν μπορεί, όσο να πεις
κάπως θα ξεκουραστείς.

Μα κανείς προτού να κάτσει
πρέπει κάτι να κοιτάξει...
δύο μοναχά λεφτά...
έτσι...να...στα πεταχτά...

Να! Θα πρέπει να κουρέψει
το γρασίδι που 'χει αγριέψει
και τα δέντρα εκειδά
να κλαδέψει χαμηλά.

Την κουζίνα ν' ασβεστώσει
που οι καπνοί έχουν λερώσει
τη λαβή του καναπέ
να γυαλίσει και απέ...

Απέ χάραγμα το κλήμα.
Και τα λάχανα-τι κρίμα-
δεν εκάναν προκοπή,
λίγο θέλουνε φουσκί.

Και την πόρτα να στεριώσει
που ’χει εσχάτως χαλαρώσει
(βλέπεις αν δεν προσεχτεί
το τσαρδί θα ρημαχτεί...)

Ε! Αφού αυτά θα κάμει
κι έχει πλέον αποκάμει
όση μέρα μένει πια
του ανήκει οριστικά.

Α! Δουλειές και φασαρίες...
Μήπως στέκουμε κι αργίες;
Σα στη λεμονιά οι ανθοί
όλο κάτι θα βρεθεί.

Από το πρωί ως το βράδυ
ακλουθάμε το κοπάδι.
Κι απ' το βράδυ ως την αυγή
εφιάλτης η σφαγή.

Μακριά από την πατρίδα
(δέκα χρόνια δεν την είδα)
μακριά απ’ τα ιερά
βράχια, χώματα, νερά.

Φίλε Γιάννη! Φίλε Γιάννη!
Πού το ρέμα τάχα βγάνει;
πού μας πάει η ζωή
με την τόση της ορμή;










ΤΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΜΟΥ

Τα κοστούμια μου όταν φεύγω
απ' το σπίτι κάθε μέρα
βγαίνουν έξω απ' τη ντουλάπα
για να πάρουνε αέρα.

Κάλτσες βάζουν και παπούτσια
τα πουκάμισα περνάνε
τις γραβάτες στο λαιμό τους
τις πολύχρωμες φοράνε

και αρχίζουνε να ζούνε
την αλλιώτικη ζωή τους
τη μακριά από τους ανθρώπους
τη σωστή κι αληθινή τους.

Δίχως φόβο, δίχως σκέψη
το τηλέφωνο σηκώνουν
προσκαλούνε κι άλλα ρούχα
και γελούν-και ξεφαντώνουν.

Και το σπίτι όλο αλλάζει
σε παράδεισο ενδυμάτων
και φωτίζονται όλα γύρω
με τη λάμψη των χρωμάτων.

Ζακετάκια, ταγιεράκια,
φουστανάκια και φουστίτσες
κι απαλά εσωρουχάκια
κι αραχνόφαντες καλτσίτσες

με κοστούμια και πουλόβερ
ταιριασμένα περπατούνε
αγκαλιάζονται, φιλιούνται
και ’λαφρώνουν… και πετούνε...

Και χαρά θωρείς να λάμπει
στα ωραία πρόσωπά τους
που για λίγο μόνον έστω
δεν ειν' άνθρωποι κοντά τους.

Μια στιγμή μόνο πριν έρθω
τα κοστούμια μου γυρίζουν
και σα διόλου να μη λείψαν
στις κρεμάστρες τους καθίζουν.

Δε γνωρίζουν ότι ξέρω
κι έτσι όπως τα κοιτάζω
με τους άλλους τους ανθρώπους
θα νομίζουν ότι μοιάζω.

Α! Να γίνω ας μπορούσα
ένα ρούχο ευτυχισμένο
ένα ρούχο όπως εκείνα
στην ντουλάπα κρεμασμένο!

Και οι άνθρωποι όταν φεύγουν
α! να ζω-κι αυτά μαζί μου-
τη ζωή κι εγώ την άλλη
τη σωστή κι αληθινή μου…










Μ' ΑΣΠΡΟ ΜΑΝΔΥΑ ΚΑΙ ΣΑΡΙΚΙ
(Για τον ιρανό Νεντ. Στην Αμερική)

Μ’ άσπρο μανδύα και σαρίκι
και με χρυσό ένα σκουλαρίκι
ο Μεντ σερβίρει τους πελάτες
χάμπουργκερ τσίλι και πατάτες.

Τόσο μακριά από τη πατρίδα
χωρίς χαρά χωρίς ελπίδα
α! ποια ζωή περνά θλιμμένη
και ποια θυμάται περασμένη…

Άραγε πόση πίκρα κρύβει
μες στις μερίδες που σερβίρει
ποιον ξεγελά πόνο κρυφό του
το ευγενικό χαμόγελό του...

Ποιος ήλιος τάχατε του λείπει
κι είναι χαμένος μες στη λύπη
και ποιο αργυρό κρατεί φεγγάρι
το γέλιο του όλο και τη χάρη;

Σοφέ θεέ όση κακία
κρύβεται μες στην ακακία
τόσο εντός σου κλείνεις μένος
για το ανθρώπινο το γένος.

Πόσο μισείς τα πλάσματά σου!
Σαν να μην ήτανε δικά σου
το θείο χέρι σου απλώνεις
και κάθε μέρα τα σκοτώνεις…





ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Σε μια στιγμή μονάχα εγώ
τον κόσμο έπλασα όλο
και τώρα πια τόνε τρυγώ
γλυκόν και φεγγοβόλο.

Εγώ ο μέγας ο Ποιητής
Εγώ ο μέγας Χτίστης
Εγώ ο μέγας Ασκητής
Εγώ ο μέγας Μύστης.

Εγώ που όταν όλα αυτά
τα είδα τελειωμένα
με ικανοποίηση βαθιά
κοίταξα το καθένα

κι αυτά χωρίς να μου το πουν
τα ’βαλα στο πλευρό μου
και τους επέτρεψα να ζουν
στον κόσμο τον δικό μου.






ΠΟΥΛΙ ΛΑΛΕΙΣ   

-Πουλί λαλείς και κελαδείς
για της αγάπης πάθη
μα έλα, ξέρεις να μου πεις
τι είναι η αγάπη;

-Ειν’ ένα απότομο, βαθύ
αγύριστο φαράγγι-
μέσα όποιος έμπει θα χαθεί-
μαύρο τον τρώει γεράκι.

                    








Η ΑΠΟΙΚΙΑ  
 
Τίποτε απ’ όσα έπλασες Θεέ δεν έχει αλλάξει.
Με τ’ άγιο Μίσος σου οδηγό βαδίζει η ανθρωπότης
που το πλαισιώνουν όσα Συ έχεις σοφά διατάξει:
κακία, έχθρα, διαφθορά, υποκρισία, δολιότης.

Μισώντας πάντα εαυτούς αλλά κυρίως αλλήλους
οι άνθρωποι τρέχουν στης μικρής ζωής τον Μαραθώνιο
που έχει και ποιότητα και διάρκεια αδήλους
αλλά και μία σιγουριά-το Μίσος το Αιώνιο.

Με «αγάπης» ρούχα ντύνοντας το μίσος που κοχλάζει
ένας στον άλλο ρίχνονται με ζηλευτή μανία
κι ένας τον άλλο με τυφλή μανία κατασπαράζει:
είμαστε Θε μου μια πιστή του Μίσους Σου αποικία.









REUNION 2014
(Της τάξης του ’58 της ΣΙΣ, στη Θεσσαλονίκη)

Λέτε φίλοι κάθε χρόνο πως βρισκόσαστε
και παλιά θυμάστε και καινούργια λέτε
κι έτσι όπως στη συζήτηση αφηνόσαστε
η ψυχή σας πως πολύ ευχαριστιέται.

Να βρεθούμε το λοιπόν φίλοι αξέχαστοι
στων κλαυθμών και στων βασάνων μας την πόλη-
στη γωνιά της γης που όρισε, αδέκαστη,
ένα βάσανο η ζωή μας να ’ναι όλη.

Να βρεθούμε ανυπερθέτως-είναι χρέος μας
προς τα πτώματα των τόσων ταλαιπώρων
που πατώντας τα, εχτίσαμε το κλέος μας
και μετράμε πια στην κλίκα των ευπόρων.

Να βρεθούμε φίλοι-κι άλλωστε τι χάνουμε...
έτσι κι έτσι είμαστε που ’μαστε χαμένοι-
και αν όχι τι καλλίτερο θα κάνουμε
μόνοι έτσι που περνάμε και θλιμμένοι…

Να βρεθούμε! Να μιλήσουμε πώς κλέβοντας
των φτωχών την ιδρωτόβρεχτη πεντάρα
φορτωμένους θα μας πάρει ο Πολυδέγμονας-
για την κάθε μας κλοπή και μια κατάρα.

Να μετρήσουμε παιδιά πόσα σκοτώσαμε
για να ζήσουνε ανέτως τα δικά μας
και να δούμε σπίτια πόσα ισοπεδώσαμε
ώστε εκεί να υψωθούν τ’ αρχοντικά μας.

Και να δούμε κόσμο ποιον θα παραδώσουμε
στα παιδιά μας που στα μάτια μας κοιτάνε
και να δούμε πού το χέρι τους θ’ απλώσουνε
δίχως δίποδα πιράνχας να το φάνε.

Για τις νόμιμες να πούμε τις κυρίες μας
που τους πόθους μας σε βόγγους μέσα σβήνουν
και ανάστροφα να πούμε τις βλακείες μας
ώστε οι άλλοι για εξυπνάδες να τις κρίνουν.

Για τους γόνους μας να πούμε που περήφανοι
πως γι αυτούς μόνο δηλώνουμε πως ζούμε
και γελοία να στεκόμαστε κι αμήχανα
πιότερα αν για τους δικούς τους οι άλλοι πούνε.
 
Την παλιά να θυμηθούμε την κατάντια μας
που ντυμένοι την παράξενη στολή μας
την ανύπαρκτη εφημίζαμε πραμάτεια μας-
την κενότητα του νου και της ψυχής μας.


Τις αριές να θυμηθούμε τις εξόδους μας-
σα ’νοιγόκλεισμα ματιού στο φως της πλάσης-
που δεν πρόφταιναν να σβήνουνε τους τρόμους μας
στα κανάλια της Αμέριμνης Θαλάσσης.

Τα θλιβά να θυμηθούμε αναγνωστήρια
τους θαλάμους που μας δέχονταν σαν ξένοι,
την πλατεία την κλεισμένη από κτίρια
με το μαύρο πάντα πάνω της να δένει.

Να θρηνήσουμε για ζήση που δε ζήσαμε
για χαρά που ούτε σα δείγμα δε μας ήρθε
για τη φρίκη της μετάθεσης που φύσαγε
και μας πέταγε σκουπίδια δώθε-κείθε.

Την οργή να θυμηθούμε και τα μίση μας
και τις ζήλειες και τις άθλιες ειρωνείες
που τονίζαν την ανθρώπινη τη φύση μας
και που νιες μας φέρναν όλο δυσστονίες.

Μοναχοί μας να σκεφτούμε πόσο νιώθαμε
και ας ήμασταν πολλοί πάντοτε αντάμα
και πως ήτανε το μόνο που μας βόηθαγε-
συντροφιά να λέμε ότι έχουμε- το κλάμα.

Να βρεθούμε-το καλούν τα νέα ήθη μας
και πολύ το πράγμα αυτό φοριέται εσχάτως
κι αν ούτε έτσι αλαφρύνουνε τα στήθη μας
ο περίγυρος θα είναι όμως κεφάτος.

Τη μικρή τώρα μετρώντας συνταξούλα μας
στα στενά ενός κλεισμένοι αδιεξόδου
τους γυλιούς θ’ αναπολούμε, τα μπαούλα μας
τις στολές της αγγαρείας και της εξόδου.

Τον ανέλπιδο και βρώμικο και άχαρο
και τον δύσκολό μας βίο να θυμηθούμε
που ένα μόνο είχε διαυγές και πεντακάθαρο:
την πικρία που μας κέρναγε να πιούμε.

Μπρος λοιπόν! Ας μαζευτούμε στην ανάλγητη αποφράδα πολιτεία-τη Σαλονίκη
που από γλύκα κι από αγάπη όντας αμάθητη
σε φρικτή μας είχε ρίξει καταδίκη.

Και θερμά ας χαιρετηθούμε ανταλλάσσοντας
Ιησουίτικα φιλιά-φιλιά του Ιούδα-
το μονάχο αληθινό, αποσκεπάζοντας
όλα τ’ άλλα μας τα ψεύτικα και φρούδα.

Μπρος λοιπόν! Ας μαζευτούμε στου εγκλήματος-
τη ζωή που μας εστέρησε, τον τόπο,
ώστε δείγμα γης να δώσουμε και ύδατος
στη βλακεία και στο μίσος των ανθρώπων.

Μπρος λοιπόν! Και κουβαλώντας τον αφύτρωτο
της δικαίωσης της ύπαρξής μας σπόρο
άβλαβο όλον, κι ως τα πάθη μας αλύτρωτο,
να τον κάνουμε του κηπουρού μας δώρο.
                             -----









ΑΓΑΠΗΤΕ ΣΥΜΜΑΘΗΤΗ…

Πριν από δεκάδες χρόνια, στη Σχολή, ήμασταν πρώτοι φίλοι. Σήμερα πήρα ένα τυπικό γράμμα από αυτόν, που άρχιζε: "Αγαπητέ συμμαθητή"... Ούτε "φίλε Γιώργη", ούτε "Γιώργη": "Αγαπητέ συμμαθητή"...
Έχει προχωρήσει τόσο αυτός;
Έχω μείνει εγώ τόσο πίσω;  

Πώς μας επήρε ο Άνεμος! Πώς ο Καιρός μας πάει!
Εχθροί μας πώς οι Φίλοι μας οι παλαιοί έχουν γίνει!
Πώς όλο Αγάπη μια Ζωή, Μίσος γεμάτη κλείνει-
Ο Φίλος πώς "αγαπητός συμμαθητής" μετράει!..

Κι αντίς ως πριν, ελπίζοντας η Ζήση να κυλάει,  
στης Μοναξιάς και στου Χαμού τώρα χυμάει τη Δίνη. Στα γκρέμια του Ονόματος κενές εκφράσεις στήνει-  
μπροστά μας Τείχη αδιάβατα-Κάσας  σανίδες πλάι.

"Αγαπητέ συμμαθητή»!.. Πώς νύχτωσε τριγύρω...
Α! Μύρα που της Ζήσης μας το Δέντρο θα σκορπούσε
αν λίγο μες στον Κόσμο Αυτόν Κάτι μας αγαπούσε...
Μα κάθε Φως τώρα σβηστό και κάθε Πάθος στείρο
κι όχι της Γης μία Στροφή μα η Νύχτα η Αιώνια
θαμμένους μέσα στ’ Άσπρα της και Κρύα μας έχει Χιόνια.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΟΡΝΗΣ

Κάποτε, παλιά, έπεσα.
Χτύπησα.
Μάτωσα.
Πόνεσα.
Φώναξα-κανένας δε μ’ απάντησε.
Σκιές περνούσαν δίπλα μου.
Με σπρώχναν.
Έπεφτα πάλι και πάλι.
Οι Καιροί σπέρνουν, οι Πόνοι θερίζουν.
Έτσι ήταν ο κόσμος τους.

Δε γεννήθηκα.
Κατάρα και Οργή με πλάσανε
κι όταν η ώρα ήρθε
με φανέρωσαν.

Περπατώ σαν πράγμα.
Είδωλα με αγγίζουν.
Η Νύχτα με παίρνει και με πάει.
Η μέρα με ξερνάει κάθε πρωί
στα παλιά της εμέσματα πάνω.

Ξέρω.
Βαθιά μου ξέρω.
Τα μυστικά όλα γνωρίζω.
Περιβάλλω το Θείο όπως η φλούδα του το βαλανίδι.
Το Ανώτατο
χαλίκι κάτω από τα πόδια μου.
Βλέπω όπου κανείς δέν υποψιάζεται.
Είμαι μπροστά.
Πρώτη.
Εγώ-η τελευταία.

Στην κορυφή όπου στέκω φαίνονται όλα: το Χάος,
η Απελπισία, η Ντροπή, ο Φόβος.
Στέλνω το Φως και φωτίζω κάθε φορά κάτι.
Αυτό
Τότε, υπάρχει.

Κάποτε, παλιά, έπεσα.
Και ρίζωσα
και υψώθηκα θεόρατη πάνω απ’ Όλα.



ΤΟ ΠΡΑΟ

Χαμένες στου νου τα βαθιά τα υπόγεια
χαμένες μακριά απά’ στην άπλα της γης
κι αυτές κι όσα δε μου ψιθύρισαν λόγια
κι αυτές κι οι κενές τους ματιές οι αναιδείς.

Πώς μάκρυναν έτσι οι σκιές των Πραγμάτων…
οι άνθρωποι, οι τόποι, το Τώρα, το Εδώ...
πώς έχει θαμπώσει η υφή κι η έννοια των
κι εγίνη η θωριά τους θολή, αναιμική…

Να είναι που τάχα όσο πάω γερνάω
και λιώνει το σώμα και μένει η ψυχή
και τώρα αρχινάν τα δικά της τα μάτια
να βλέπουν; Τα μάτια!.. Φαιδρά που αντηχεί!...
Γιατί στου τρανού Μηδενός τ’ άγια πλάτια
το Τίποτα βρίσκεται μόνο το πράο.











ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
(στη μνήμη του Γουσταύου Φλωμπέρ)

Μια γυναίκα μεθυσμένη
μες στο δρόμο ξαπλωμένη
εμετοί στο φορεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.

Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα αυτή να φέρνω
τέτοιες μνήμες με ταράζουν
την ψυχή μου τη σπαράζουν.

Απ’ το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: "σήκω μάνα!.."

Τέτοιες μνήμες α! δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω
είμαι γέρος-με πληγώνουν
με δονούν-με αναστατώνουν.
                          -----






ΑΚΟΜΑ…

Σκυφτός ως περπατεί
καμιά φορά
τα μάτια του σηκώνει
και κοιτάζει τους ανθρώπους.

Δεν παραιτήθηκε ακόμα.







ΑΤΙΤΛΟ

Επειδή
τα χείλη του αιδοίου

τρίβονται
κατά τη βάδιση
τόνα με τάλλο
θα πάω αύριο στη συγκέντρωση.







ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

Πήγα για μια βόλτα.
 
Όλα ίδια όπως πάντα.

Οι άντρες ανικανοποίητοι,
με τις εμμονές τους,
οι νεαροί
αλλόκοσμοι,
με την παχυδερμία τους,
οι ψυχοπαθείς κυρίες με τα σκυλάκια τους.  

Όλα ίδια όπως πάντα.










ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ

Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνω βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
Δυσραγής, έμμαλος, επικράζω,
επανθέω, αεροκόρακες, ευθάλαττος
άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως
αυτολυρίζω.

Επειδή η ζωή εδώ είναι μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύω κάθε μέρα
με λέξεις οπως:
Ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ
αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον
κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον
νεαροηχής.

Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνω τις πληγές μου
ψιθυρίζοντας:
Καταβόησις, ηχή
κλεψίχωλος, τετιγγώδης, δρύπτω
αύχημα, άτυμβος, βραχυβλαβής
συνοχμάζω.



ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ

Κι αφού
οι ευρωπαίοι
εδιώξανε τους τούρκους απ’ τον τόπο
κι έλληνες μας βαφτίσαν από κάποιους
που παλαιά ζούσαν εδώ,
μετά, έτσι έτοιμους, μας δώσαν μια κλωτσιά
και από τότε πια εμείς περήφανοι γυρνάμε.

Εκείνοι μας λαδώνουν κάθε τόσο,
τα σύνορά μας καθορίζουν,
τους ολυμπιακούς κάνουν αγώνες μας,
μας δίνουν όπλα και πηλίκια και στολές
και λέμε μεις "οι ένοπλες δυνάμεις μας",
λεφτά μας δίνουνε και λέμε μεις "η οικονομία μας".

Όμως κι εμείς από την άλλη τους δουλεύουμε πιστά:
τις κυβερνήσεις έχουμε που αυτοί μας λένε
οι εφημερίδες κι οι τηλεοράσεις μας
γράφουν και λένε ό,τι αυτοί διατάξουνε
κι ως για μπογιά, βάζουμε μπόλικη,
όταν σκυμμένοι τα παπούτσια τούς γυαλίζουμε.
Και τελευταία τους διασκεδάζουμε πολύ
με έργα όπως «Ο Καραγκιόζης Πρωθυπουργός»,
 «Ετσι είναι αν έτσι νομίζουμε»,
«Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν».








ΝΙΚΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ

Ποιος τον είδε ντυμένον στα άσπρα,
έμφροντιν και αγγελικά ευφρόσυνον
να διαβαίνει καταμεσήμερο
ανάμεσα στ’ άνθη του κήπου της Δικαιοσύνης;

Οι ξαγρυπνισμένες νύχτες που άϋπνες,
πάνω στο ξύλινο κρεβάτι τους πλαγιάζουν,
τον ζητούν σύντροφό τους.
Όμως εκείνος
τη συντροφιά σ’ όλους μια μέρα θα φέρει
και τη γαλήνη
και το πρωί.

Οι δρόμοι ανοίγονται μπροστά του
όπως μπουμπούκια στην Άνοιξή τους.

Ποιος τον είδε
κρατώντας τον ανθό της λευτεριάς
και το χαμόγελο της ευτυχίας φορώντας
να πετάει
προς τους ανθρώπους πηγαίνοντας;











ΚΑΤΑΛΗΨΗ
(φοιτητές)

Κατάληψη! Κατάληψη!

Να κλείσουν τα σχολεία
Που μάς κρατούν αγράμματους!
Πού είναι τα βιβλία
Να γέψουμε το νάμα τους;

Πού ειναι οι δασκάλοι
Με γνώσεις στο κεφάλι;
Πού είναι οι αίθουσές μας
Οι απλές και καθαρές μας;

Πού είναι το παιχνίδι μας;
Πού η ανεμελιά μας
(το ακριβό στολίδι μας!)
Πού η ζεστή φωλιά μας;

Πού η μεγάλη αυλή μας
Που τέρπει την ψυχή μας;
Πού είναι η χαρά μας;
Πού-πού τα όνειρά μας;

Χάθηκαν-πάνε όλα
Τα ωραία και φεγγοβόλα!
Από εμάς τα πήραν-
Στη λάσπη τα εσύραν!

Και βίλλες εγινήκαν.
Σε τράπεζες εμπήκαν.
Και γίνανε πισίνες
Και κρουαζιέρων μήνες΄

Κι αντί να γίνουν τόποι
Για νέο και παιδί
Μεγάλων γνεντοκόπι
Εγίναν και χλιδή-

Σε  σπίτια υπουργών
Απάνθρωπων κι αισχρών.
Εκεί είναι τα σχολειά μας
Κλαμμένα μακριά μας.

Πίσω και πάλι πάρτε τα!
Με πάθος διεκδικείστε
αυτό που σας στερήσανε!
Και φειδωλοί μην είστε

σε όποια πράξη ενάντια τους
σας σπρώχνει η θεία ορμή σας:
οι αδικημένοι όπου γης
παλεύουνε μαζί σας.

Κατάληψη! Κατάληψη!
Κι εκείνη αν δε φτάσει,
τότε το χέρι σας Καλοί,
μαχαίρι! όπλο! ας πιάσει.

Τον λιόντα , μον’ του κυνηγού
η σφαίρα θα τον χάσει.
Τα ξόανα τώρα ειν΄άχρηστα΄
ένας ο Θεός: Η ΔΡΑΣΗ!

Με τις ανούσιες δε θα ’ρθει
η Νίκη συζητήσεις
Δε θέλει κανακέματα
και γλείψιμο όπου φτύσεις.

Δε θέλει «σας παρακαλώ»,
δε θέλει «ελεήστε!..»
Θέλει έργα. Θέλει πόλεμο.
Θέλει ζωές να σβήστε.

Θέλει στα μάτια φλόγισμα.
Θέλει στο χέρι αξιότη.
Θέλει την άκρατην ορμή
της νιότης σας την πρώτη.

Θέλει αλήθειες να ειπωθούν-
αλήθειες που ν’ αστράψουν
και κάθε σάπιο και μιαρό
ανάναφτα να κάψουν.

Ελευτεριά να φέρετε!
γι αυτό  ειν’ ο αγώνας!
Αν όχι, σκλάβους θα σας βρει
κι ο άλλος ο αιώνας.

Στεφάνια αν θέλετε χρυσά
η Δόξα να σας πλέξει,
δεν είναι «ζητιανέψετε»,
«αρπάξτε!» είναι η λέξη!

Κανόνες που εθέσπισαν
οι φαύλοι αν ακλουθάτε,
μες στο τσουβάλι τους δετοί
σε λίγο πάντοτε θα μετράτε.

Το κράτος τους συθέμελα
να τρέμει αν δεν το κάνεις
ζήτουλας τότε κι  έζησες,
ζήτουλας θα πεθάνεις.

Αγκάθι αν πολύαλγο
δε γίνεις στο πλευρό τους
τότε νερό είσαι γάργαρο
για τον νερόμυλό τους.

Στην άκρια η πέτρα αν δε βαλθεί
άβατος μένει ο δρόμος.
Αν δεν σκοτώσεις το θεριό
δε σταματάει ο τρόμος.

Από τα νιάτα δε ζητά
ο λαός μακάριον ύπνο.
Γεύμα ζητάει γιορτινό
κι ίδιο για όλους δείπνο.

Δε θέλει να κρυβόσαστε
πίσω από τα βιβλία.
Θέλει ακράτηγη ορμή.
Θέλει οργή και βια.

Εβγάτε  και αστράψετε
μον’ νιάτα όπως μπορούνε:
που ως και τ’ αστέρια όταν σας δουν
κι εκείνα να κρυφτούνε!

Για να φλογίσει, νέοι  μου,
ο ήλιος της Πατρίδας
θέλει-η Αχόρταστη!-κορμιά
στη ρίζα κάθε αχτίδας.

Κατάληψη! Κατάληψη!








ΤΟ ΜΑΡΑΚΙ ΜΟΥ

Το βλέμμα μου στο στήθος του
σα θα γυρίσω
το λάγνο μάτι σβήνει του
το κορακίσο.

Αν κάτι στο αυτί του
ψιθυρίσω
το αίμα του σπέρμα γίνε-
ται ταυρίσο.

Κι όταν στο πόδι μου
το χέρι βάλει
το κιλοτάκι του
αμέσως βγάλει

και με ολόφλογο
τώρα το μάτι
βραχνά ψελλίζει: «πά-
με στο κρεβάτι!»

ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ

Καράβι ειν' η ζωή μας που το κύμα
μ’ ασίγαστη μανία το χτυπάει.
Στον τάφο λες μας πάει κάθε βήμα
και τ’ άλλο στον αέρα μας ξερνάει.

Άγιε Νικόλα, της θαλάσσης Άγιε,
των ναυτικών προστάτη και σωτήρα
έλα την τρικυμία να κοπάσεις
και στης ξηράς την άξενην αρμύρα.

Άκου πώς βαριοτρίζουν οι αρμοί μας
δες τα πανιά μας τα κουρελιασμένα.
Σε λίγο Άγιε η φτωχή ψυχή μας
ναυάγιο θα μετράει χωρίς εσένα.








«ΕΞΕΓΕΡΘΗΤΙ ΒΟΡΡΑ…»

"Εξεγέρθητι Βορρά, και έρχου Νότε, και διάπνευσον κήπον μου, και ρευσάτωσαν αρώματά μου."
(Άσμα, 3,16)

Για πόσους ο Βορράς δεν εξεγείρεται…
Για πόσους δεν προσέρχεται ο Νότος…
Κι αξέχυτα απομένουνε και άρρευστα
και αχρησίμευτα τ' αρώματα τους…


Α! Πιο καλά κανείς πέτρα να ήτανε
και όχι ρόδου χάρη μες στον κόσμο.
Βαριά τ’ αρώματα που δε σκορπίζονται.
Της αχρηστίας αφόρητη ειν’  η γνώση.

Βαριά τ’ αρώματα όταν τριγύρω σου
από ασιτία η όσφρηση πεθαίνει
κι αφόρητη ειν’ η γνώση πως η άπνοια
τη δυστυχιά στον κόσμο μας πληθαίνει.


ΡΟΥΘ

Μια επιμονή... Μία κουβέντα ακόμα…
την Ιστορία ν’ αλλάξουν θα μπορούσαν-
αν της Νοεμίν τα χείλη δεν σιωπούσαν…
αν δε της σφράγιζε ο Θεός το στόμα…

Μα τι ωφελούν τα «αν»... η Ιστορία
γράφτηκε όπως Αυτός έχει θελήσει:
η Ρουθ την ίδια ακλούθησε πορεία
και τον Βοόζ επήγε να γνωρίσει.

Μετά Ωβήδ... Ιεσσαί... κι ο Προφητάναξ!
Χωρίς της Ρουθ και της Νοεμίν τη φίλια
του αγέννητου θα έθαφτε η λάρναξ
τα που καλά στον κόσμο ήρθαν χίλια.

Κι η ευλογία δε θα είχε υπάρξει
της Ρουθ, που αιώνες πριν την Πηνελόπη
του Σύμπαντος εχάραξε την Τάξη-
κι ας τήνε χάλασαν ξανά οι ανθρώποι.








ΔΙΕΓΕΡΣΕΙΣ

Διεγέρσεις ολιγόλεπτες που σβήνουν
και χάνονται και ίχνη δεν αφήνουν.  
Μια αίσθηση ευτυχίας ώρες ώρες
έξαφνα εντελώς φερμένη

κι ύστερα πάλι για καιρό χαμένη.
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες σαν μπόρες
που το βάλσαμό τους χύνουν
και τη ζωή μας λίγο απαλύνουν.







ΣΤΥΛΙΑΝΉ ΑΝΤΩΝΊΟΥ

-Στυλιανή Αντωνίου.
Τι είναι αυτή η Στυλιανή Αντωνίου;
-Χριστός με Όπλο.
Πρόεδρος με Τσίπα.
Λαός Υπεύθυνος.
Τίμιος Πρωθυπουργός.
Ο Καθρέφτης του Μέλλοντός σου.

-Και, η Αντωνίου η Στυλιανή τι κάνει;
-Ξεπλένει την Ντροπή σου.
Μαθαίνει στα Παιδιά της Ανθρωπιάς το Δρόμο.
Ναρκοθετεί την Ύλη με Ιδέες.
Γράφει την Ιστορία όπως της πρέπει να γραφτεί.

-Ε και να κάνω τώρα τι
μ’ αυτή την Αντωνίου τη Στυλιανή;
-Να την υψώσεις Σημαία της Αξιοπρέπειάς σου.
Με Πανιά σου το Παράδειγμά της ν’ αρμενίσεις.
Ν’ ανάψεις στην Αγιοσύνη της Κερί τη Βουλή
και να της κάψεις Λιβάνι-Τσίκνα από των Πλούσιων τα Κορμιά.

Κι αν πάλι δε θα σηκωθείς Δούλε Λαέ,
τουλάχιστο σκυφτός έτσι όπως είσαι
στρέψε σ’ αυτή και ζήτα της συγνώμη
που πάλι τ’ Όνειδος διαλέγεις.







SARAH ANN
(Στη νιογέννητη κορούλα τής Τζούντυ. Αμερική.)

Όταν κάνεις σε μια μάχη συνεχείς υποχωρήσεις
τι καλά είναι να βλέπεις ότι έρχονται ενισχύσεις...
Kαι τι κέρδος στον αγώνα των ανθρώπων με τα κτήνη
κατά μιαν έστω μονάδα η Ανθρωπιά τους ν' αβγατήνει...

Έτσι τώρα όπου ανθρώποι και ψυχές όπου ανθίζουν
τη Sarah Ann όλες κοιτάζουν κι όλοι αυτήν καλωσορίζουν.
Κι είσαι συ που έχεις Τζούντυ τον στρατιώτη αυτόν χαρίσει
στους ανθρώπους-συ την έχεις λίγες μέρες πριν γεννήσει..

Και αφού απ' το δεντρί σου η Sarah Ann είναι κλωνάρι
φυσικό είναι τους χυμούς σου και τα δώρα σου να πάρει.
Και τι όμορφο που είναι! Τι γλυκούλι στρατιωτάκι!
Πρώτη της φορά η Φύση τέτοιο έφτιαξε μωράκι.

Τι χειλάκια τρυφερούλια-σαν ανθένια πεταλάκια
τι ματάκια λαμπερούλια-σαν μικρά δυο αστεράκια.
Τι ροδοπλασμένα αυτάκια! τι μυτούλα ζαχαρένια!
τι χεράκια! τι λαιμάκια! Και στην όψη τι ευγένεια!

Και τι έκφραση εξυπνούλα και τι γλύκα που μεθάει
το μικρούλι προσωπάκι σ' όσους το θωρούν σκορπάει..
Α! Και όταν το μωρό σου λίγο Τζούντυ μεγαλώσει
τι καρδούλες που θα κάψει τι καρδούλες που θα λιώσει..

Μα κι αχτίδες καλοσύνης κι ανθρωπιάς και ήθους μύρα
όπου πάει κι όπου γυρίζει θα σκορπάει εναγύρα.
Αλλά Τζούντυ, μέχρι τότε φρόντιζε και πρόσεχέ το
κι όπως κάνεις μέχρι τώρα σαν το φως σου φύλαγέ το.

Α! Και κάτι άλλο ακόμα: τις ωραίες όταν μέρες
για βολτούλα τηνε βγάζεις σαν' τις άλλες τις μητέρες
κάθε μια σας τ' όνομά της (έτσι μου 'ρθε μια σκέψη)
να 'χει πάνω της γραμμένο μη κανείς και σας μπερδέψει..







Ο ΜΠΟΓΟΣ  
(ή η εν Αμερική ξαδερφούλα μου Αγγελική)

Αν πόρνη λέγεται το θήλυ
που το κορμί του ξεπουλά-
που για να βρει ένα κοντύλι
δίνεται σ' όλους και γελά

πόρνες τα θήλεα πρέπει όλα
του κόσμου τότε να τα πουν
κι αυτά να μη μιλάνε διόλου
αν την αλήθειαν αγαπούν.

Μα τον σωστό θα πούμε λόγο:
θα εξαιρέσουμε αυτές
που αντίς κορμί έχουνε μπόγο-
και πού να βρουν αγοραστές...











ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ ΑΓΑΠΗ  

Στον τάφο τον χρονίτικο στέκει γλυκιά κοπέλα.
Μοσκοβολάει γαρύφαλλο-μοσκοβολάει κανέλλα.
To χείλι σταφιδόμοιαστο. Το μάτι στερεμένο.
Και λες το στόμα που μιλεί κι αυτό στη γη θαμμένο.

"Καλέ μου αν αδάκρυτο εκράταγα το μάτι
στο ίδιο τώρα θα ’μουνα μαύρο της γης κρεβάτι.
 Όμως καλέ μου έκλαψα ένα χρόνο νύχτα μέρα.
Του μισεμού σου μ' έφαγε-με λιάνισεν η ξέρα.

Απ' το βαρύ το χτύπημα δεν το μπορώ να γιάνω.
Άδειασε ό,τι είχα μέσα μου κι ακόμα πόνο βγάνω.
Πα’ στης αγάπης την πληγή ο Πόνος άνοιξε άλλη-
μετρώ τες και ζαλίζομαι ποια είναι η πιο μεγάλη.

Αλλ’ απ’ αυτό που ήξερες ό,τι έχει μείνει σώμα,
κείνη η φωτιά που το 'καιγε, αυτή το καίει ακόμα:
καλέ μου απόψε το κορμί αυτό θα παραδώσω
σε άλλου χάδια και φιλιά. Μα δε θα σε προδώσω!

Φωλιά μια είμαι αδειανή. Είμαι κερί σβησμένο.
Φλογίτσα είμαι άθερμη και άφρι μαυρισμένο.
Είμαι το δέρμα του φιδιού, του τζίτζικα το ντύμα.
Δικά σου φίδι, τζίτζικας-όχι-δεν έχω κρίμα.

Χαμένο ένα κι άψυχο κουφάρι θα κρατήσει
εκείνος που τα χείλια μου απόψε θα φιλήσει.
Σ’χώρα καλέ το σάρκινο κορμί που ζει ακόμα
και το που λόγια ετόλμησε τέτοια να πει το στόμα…"

"Πίστη γλυκιά πασκίζοντας να κάνει την ελπίδα
όταν τον ρώταες όνομα και κύρη και πατρίδα
ο ξένος που σε πόθησε ο καινουργιοφερμένος
να μην τρομάξεις, ψέματα, σου ’λεγε ο καημένος.

Με αρώματα εμπέρδευε της σάρκας τη σαπίλα
και μακριά σου στέκονταν κάθε που σου εμίλα
να μην ιδείς τα χέρια του άσπρα κοκαλωμένα
να μην ιδείς τα μάγουλα με χώμα λερωμένα.

Αν μια φορά πόναγες συ, διπλοί οι δικοί μου πόνοι.
Το ξύλο βάρκα έκανα, πανάκι το σεντόνι
και πότε αψύς πότε γλυκύς φυσώντας με ο πόθος
να ’μαι! αντί μέσα ξαπλωτός πάνω στη γη ολόρθος.

Κι ανέχαρη αγαπούλα μου κι απέλπιδη σε βρήκα.
Μα να! ελπίδα και χαρά σου φέρνω εγώ για προίκα.
Αχ! αηδονάκι μου χλιβό! αχ! μαραμένο δάσο!
εγώ απόψε… εγώ... εγώ... εγώ θα σ’ αγκαλιάσω!




               




 ΕΥΤΥΧΙΑ

Η ευτυχία είναι άπιαστο πουλί
πεζό
τρικάταρτο δε.

Ίχνη απροσδιόριστα αφήνει όπου αδιάβατα διαβαίνει.

Περιπολεί σε όρη αστείρευτα
σε θαλασσινά άνθη ανθεί
σε κόκκινες κορδέλες μαλλιών ατροφικών δένει
πρόσωπα παιδικά αγκαλιάζει
με χέρια ολάσπρα και αξεδιάλυτα.

Ιππεύει καλοκαιρινές φεγγαραχτίδες
και πόρπες χρυσών λυμένων ζωνών`
διαστέλλει φανταστικές ονειροπολήσεις
και κόρες γαλανών ματιών ιριδίζουσες.
Προκαλούσα, συμπτύσσει και εκπτύσσει
σκέλη άτριχα.
Καμιά φορά πετιέται με το κομμένο νύχι.

Η ευτυχία είναι μία σαρκαστική αντιλόπη
ασπαίρουσα κάτω από  το ανοιχτό
πλησιάζον στόμα πεινώντος λέοντος.

Η ευτυχία είναι κώδων ηχών κάτω από
εκατόν πενήντα τρία βαμβακερά
στιλπνά στρώματα.

Στο πάτωμα έρπει
ανεβαίνει στα μισάνοιχτα συρτάρια
και χώνεται μέσα στα κρύα εσώρουχα`
φεύγει λίγο πριν  αυτά φορεθούν.

Σε αδιάφθορα πελάγη  
αδιάφθορη και κενή  ταξιδεύει
αναμεσίς αφρού και πρώτου κύματος.

Στου ευκαλύπτου τη ρίζα γαντζώνεται
και προχωρεί μαζί της
μέχρι το υπόγειο νάμα.

Στο χι της χαράς σταυρώνεται
εξιλαστήριο θύμα απρόθυμο.

Τις ανταύγειες των πρωτομαγιάτικων ρόδων έλκουσα
πλαταίνει τα όρια του ιλαρού σύμπαντος
και μέσα του ανέμελα τριγυρνά.

Η ευτυχία
ερημική εκκλησιά που αιωρείται
πάνω από βωμούς αταίριαστους
και ασύδοτα ιερά.

Η ευτυχία
ατέρμων κοχλίας παραπλανητικός.





ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΑΙΚΛ ΤΖΑΚΣΟΝ

Με φιγούρες κομψές, γεωμέτρισσες,
το τραγούδι-τις νότες σου έντυσες.
Και ψόγος από κάποιον πριν σε βρει
σε πήρε ο που αεί γεωμετρεί.








Η ΕΠΙΤΥΧΊΑ ΤΟΥ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΜΟΥ «ΛΟΓΙΑ»
 (Κάτι καταπληκτικό
για  το περιοδικό)

 Φίλοι και συνδρομηταί
του περιοδικού ετούτου
δεν περίμενα ποτέ
πως του τέτιου του του πλούτου

τόσοι λάτρεις θα βρεθούνε
και πιστοί φανατικοί,
είτε στην Ευρώπη ζούνε
είτε στην Αμερική.

Φίλοι μου λοιπόν καλοί
και απρόσμενα πολλοί
με χαρά σας χαιρετώ
και αμέσως σας ρωτώ:

Πώς το ξέρατε αλήθεια
πως τα τόσα παραμύθια
που εδώ μέσα ιστορώ
πάθος κρύβουν ιερό

και πως σε καιρό λιγάκι
θα ’χε γίνει ξακουστό
και στον κόσμο όλον γνωστό
τούτο το περιοδικάκι;

Γιατί να τι έχει γίνει
όπου άφωνον αφήνει
και κατάπληκτον καθένα
έξω από σας και μένα :

Τα τεύχη αναγκάστηκα τα πρώτα να τα εκδώσω
είκοσι τέσσερες φορές ώστε να δυνηθώ
στην τρομερή τους ζήτηση για ν’ ανταποκριθώ-
κι εκατοντάδες έβγαζα από δαύτα κάθε τόσο.  

Μου ζήτησαν απ' το Περού, από την Αρζεντίνα,
απ' το Ιράν, το Πακιστάν, το Λάος και την Κίνα.
Κι από Αυστραλία, Αφρική, Ευρώπη και Ασία
αιτήσεων ατελεύτητων κατέφθασε σωρεία.

Οι μεγαλύτεροι της γης εκδότες μου ζητήσαν
του έργου μου να έδινα σ' αυτούς τα δικαιώματα
κι ας ήσαν τόσο φορτικοί κι επίμονοι ας ήσαν
"όχι" εδιάλεξα να πω σε διάσημα ονόματα.

Της Βρετανίας ο βασιλιάς σε κάποιο διάγγελμά του
είχε ένα από τα τεύχη μου πάνω στα γόνατα του.
κι ο Πατριάρχης ζήτησε την αποκλειστικότητα
των προσευχών μου να ’χει αυτός σ' όλη την ανθρωπότητα.
 
Ο Πάπας μ' εκλιπάρησε να λεν για τιμωρία
τα ποιήματά  μου οι πιστοί αντί του ave maria,   
όμως του απάντησα εγώ πως την ορθοδοξία
δε θα την πρόδινα ποτέ για δύναμη καμία.

Η σύνοδος του ΟΗΕ κι η διπλανή του ΝΑΤΟ
εξαίσιο χαρακτήρισαν το στυλ μου το κεφάτο
 και ο Σύρος Άσαντ μου είπε πως αμέσως σταματάει
κάθε του ενέργεια εχθρική και με παρακαλάει

το κάθε νέο τεύχος μου
να του το στέλλω εκεί
ώστε να μη το χαίρεται
μόνο η Αμερική.

Κι η ΝΑΣΑ μ’ ειδοποίησε πως θέλει την άδεια μου
τα «ΛΟΓΙΑ» μου τα όμορφα να στείλει στη σελήνη,
να δουν οι σεληνάνθρωποι τι γράφουμε εδώ χάμου
και να χαρούν διαβάζοντας σα γήινοι κι εκείνοι…  

"Μα είναι ακατοίκητο" τους λέω "το φεγγάρι  
και άνθρωπος κανείς εκεί το φύλλο δε θα πάρει".

Και μού ’παν εν χορώ:  
"μήπως το παίρνει εδώ;"

Και για να μην πολυλογώ και τρέχω και δε φτάνω
στη γη όλοι ορκίζονται στα ποιήματα μου επάνω.

Μόνον ο Μήτρος όταν χτες του είπα όλα τούτα
την ακατέργαστη άπλωσε μεγάλη του χερούκλα
και δίνοντας μου απ' της καρδιάς τα βάθη πέντε φάσκελα
μου είπε "άλληνε φορά να μην κοιμάσαι ανάσκελα!".




ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!
Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν..

Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".


ΤΙ ΘΑ ΓΊΝΕΙ;…

Τι θα γίνει με δαύτους
που γελούν σαν με Πλαύτους
και τον κόσμο χαλούν
το σωστό σαν ακούν;

Λες την αλήθεια; Λαϊκίζεις!
Λες όλοι κλέβουνε; Φασίζεις!
Λες τον Καραμανλή «ο κλέψε να ’χεις»;
Σε κατακεραυνώνουν: «ο Εθνάρχης!»

«Βρε συ», τους λες, «ψοφάω της πείνας!»
«Αδύνατον!», σου λένε, «Στας Αθήνας;!…»
«Βρε συ έχεις χίλια κι έχω ένα!»
«Δώστε το να μην έχετε κανένα.»

«Πρέπει…», σου λένε... «Βρε ασ’ το «πρέπει»
και βάλε το βρωμόχερο στην τσέπη!»
«Εξύβρισις» σου λεν, μπάτσο φωνάζουν,
και μέσα στην ψειρού ευθύς σε βάζουν.

Κι όταν πεθάνεις αυτοί κερδίζουν
ως κι απ’ το χώμα που σε φτυαρίζουν.





ΩΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΩΡΑ ΒΟΥΛΗΣ!

«Για μία ώρα η Βουλή θα μείνει στο σκοτάδι.»
Ε τι; Για νέο μας το λεν; Διακόσα χρόνια τώρα
μέσα στο σκότος ζει αυτή και πλέκει μες στο βράδυ
αντάμα σκοτεινιάζοντας κι ολόκληρη τη χώρα.

Απ’ τη στιγμή που φτιάχτηκε, στο  Μαύρο είναι κρυμμένη.
Ψυχή ολόμαυρη έχουνε οι βουλευτές της όλοι,
μαύρο μυαλό, μαύρα όνειρα, στα μαύρα είναι ντυμένοι
και χρήμα μαύρο κουβαλούν στο μαύρο πορτοφόλι.

Άκου θα κλείσει η Βουλή βράδυ οχτώ τα φώτα!
Μα κλειώντας φώτα ολοζωής εκείνη διασκεδάζει:
Φώτα Παιδείας… Πνεύματος… και σαν του Κουίκ μια κότα
όταν βαριέται να τα κλει… ε τότε… μας τ’ αλλάζει…
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣΤΕ ΣΩΣΤΑ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΝΤΙΑΛ
(Τρίπολη, 2004)

Πρώτα να ξέρετε πως δίχως άλλο
το σκορ θα είναι ή μικρό ή μεγάλο.
Δεύτερο-κι ο καθείς ας το εννοήσει-
ένας θα χάσει κι άλλος θα κερδίσει.

Τρίτο: αν γκολ θα μπει στο δεκαπέντε
το ίδιο δε θα μπει και στο εικοσπέντε.
Κι ο διαιτητής αν πέναλτι σφυρίξει
θα είναι πέναλτι και όχι λήξη.

Κι απ' τα πιο σίγουρα είναι στην πλάση
πως πέναλτι ο γκολκήπερ για να πιάσει
δε θα σταθεί ακίνητος στη μέση
μα ή δεξά η αριστερά θα πέσει.

Και πόρισμα μελέτης μου μιας νέας
είναι πως γκολ αν βάλει ο Χαριστέας
άλλος κανένας δε θα το ’χει βάλει
ούτε με πόδι ούτε με κεφάλι.

Κάτι που δεν το ξέρουν ούτε οι παίκτες
ούτε κι οι απανταχού του κόσμου ρέκτες
και τούτο εμπεδώστε μέσα στ’ άλλα:
του αγώνα στρογγυλή θα είναι η μπάλα!

Και όταν το Μουντιάλ θα τελειώσει-
την απορία σας νιώθω την τόση
και λιγοστεύω του άγχους σας τα βάρη-
το Κύπελλο η νικήτρια θα το πάρει:

η ομάδα που στον τελικό θα χάσει
αυτή στα χέρια Κούπα δε θα πιάσει.
Κι αν δεν ειν’ έτσι όπως σας τα λέω
τότε όλα τα λεφτά μου εγώ τα καίω.

Και να ’στε σίγουροι πέρα ως πέρα
το μεσημέρι όσο πως είναι μέρα,
πως πέναλτι κανείς για να χτυπήσει
τη μπάλα στα έντεκα θα τήνε στήσει.

Ακόμα: αν παιχτούν καθυστερήσεις
θα έχουνε παιχτεί καθυστερήσεις.
Κι αν αποβάλει ο διαιτητής κανέναν
θα παίζει η ομάδα του με μείον έναν.

Φαντάζομαι βοήθησα μεγάλως
της αγωνίας σας να πάψει ο σάλος
και πια τα ματς ανέτως να κοιτάτε
και βλέποντας τα να χαμογελάτε.

Κρατήστε το γραφτό αυτό δικό σας
να ’ναι για κάθε αγώνα οδηγός σας
γιατί αν εγώ από κοντά σας φύγω
θα τα ξεχνούσατε όλα λίγο λίγο.

Κι όταν το διάβασμα εδώ τελειώστε-
και γνώστες πια γεροί της μπάλας νοιώστε,
κάντε μια ευχή απ' της ψυχής τα βάθη
για μένα τόσα που σας έχω μάθει.








30 ΜΑΡΤΗ, ΗΜΕΡΑ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ

Ίχνος χωρίς επάρσεως ή μεγαληγορίας
λέω πως στης ανθρώπινης της γης μας ιστορίας
βραβείο αντισύλληψης εις την Ελλάδα πρέπει-
τιμή όπου καθ’ έλληνος βεβαίως την κούτρα τέρπει…

Και να πώς δικαιολογεί αυτή του την απόφανση
ο νους που οι γονέοι μου αθέλητα μου εδώκασι,
πως δηλαδή η πατρίδα μας-πράγμα μοναδικό-
ειν’ η ίδια εν’ αξεπέραστο αντισυλληπτικό!

Συνέλαβε κανένανε ποτέ της «τρομοκράτη»
(πλην όσων κάρφος μπήκανε στο ίδιο της το μάτι);
Συνέλαβε ποτέ υπουργό ή βουλευτή, τουτέστι
εκείνους που ληστεύοντας κάνουν Χριστός Ανέστη;

Μπαγλάρωσε ποτέ αυτή καναν καταχραστή
όπου του κράτους το ψαχνό έχει σφετεριστεί;
Τους κλέφτες μήπως τσάκωσε Βατοπεδίου και Ζήμενς
που αποτρόπαιες ξυπνούν, σ’ όσους γνωρίζουν, μνήμες;

Έπιασε τους υπευθύνους των αυτοκτονιών
που αιτία θρήνου έγιναν παιδιών τε και γονιών,
ή εκείνους που μας έβαλαν στο φονικό Μνημόνιο-
να τους στριμώξει στη στενή να τους ποτίσει κώνειο;

Ή μη καμιά συνέλαβε της προκοπής ιδέα
που στον εαυτό της να ’δινε κάποια ελπίδα νέα;
Ή σχέδιο ένα μακρόπνοο που να υπόσχεται ότι
της Μέρκελ δε θα ήτανε πικρό το καταπότι;

Τους φοροκλέφτες τσίμπησε να τους ταρακουνήσει
κλέψιμο φόρων άλλοτε κανείς να μην τολμήσει;
…Και βέβαια δεν συνέλαβε τον ίδιο τον εαυτό της
για να μην ντρέπεται γι αυτήν η δόλια η ανθρωπότης!..

Και ολ’ αυτά η πατρίδα μας καλά τα καταφέρνει
όχι με αντισυλληπτικά μέτρα που τάχα παίρνει,
μα διότι όντας ελαφριά, τόσο αεροβατεί,
που ’χει από ακτίνες τοξικές για πάντα στειρωθεί.








ΑΠΛΩΝΕ ΧΡΟΝΕ, ΑΠΛΩΝΕ

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε τ’ Ακούραστα Φτερά σου
κι αφήνοντας στη Σκοτεινιά ότι είναι να χαθεί,
χλίαινε με τη Θέρμη σου τα Τέκνα του Πηγάσου
που κάρπισε στα Σπλάχνα του όποια Άξια μου Γραφή.

Φεύγε και παίρνε αντάμα σου Κράτη, Λαούς, Θρησκείες
κι άλλες ο Αθέρας των Φτερών σου ολόγυρα ας σκορπά-
Εκείνες ρίχνε στις Σκιές του Σύμπαντος τις Κρύες
δίνε στις νιες να δένουνε σε Πλάτια Καρπερά.

Κι όπως οι Πόρτες τ’ Ουρανού κλειούνε προτού οι Μοίρες
προκάμουν να στεριώσουνε Κατάρες τους ή Ευχές
κλείνε και συ ξοπίσω σου Ελπιδοφόρες Θύρες
για Φιλοσόφων Θεωρίες κι Αγίων Προσευχές.

Στο Αιώνιο και τ’ Αδιάκοπο Χρόνε το Πέταγμά σου
φεύγε και φεύγε στο Χαμό βυθίζοντας το Χτες.
Φεύγε και ούτε Θύμηση ας μην ανθεί μακριά σου.
Φεύγε του Χάους σχίζοντας τις Ζοφερές Ερμιές.

Όμως στις Μέρες της Ζωής τις Δυστυχιά γεμάτες
και στις Νυχτιές τις Άφωτες και του Κατατρεγμού
μέσα τους συνταιριάζοντας Πόθους, Χαρές Φευγάτες
Κόσμους εχτίζαν οι Έλικες του αισθαντικού μου Νου.

Κι αν Δέντρα, Λούλουδα, Πουλιά, Στοιχειά του Κάτω Κόσμου
χάνονται, όμως πάλι Αυτά στην Πλάση τους ανθούν,
μα όσα ο Νους ο φωτεινός εγέννησε ο δικός μου
ξανά στης Γης την Απλωσιά ποτέ δε θα φανούν.

Γι αυτό και αν από Κορφή ως Νύχια Αίματα στάζω
απ’ τις Πληγές των Δυνατών ο Ονειρικός εγώ,
κι αν όποια Αχτίδα Χαρωπή του Ήλιου σου σκεδάζω
και σ’ όποιον Ψίθυρο ή Αχό με Φρίκη αν ριγώ-

κι ως Χρόνε, οι Χόμο «Σάπιενς», Σάπιενς -φευ- δεν είναι
αλλά Ερέκτους, κι οι Άμοιροι Γραφή δεν εννοούν-
Φύλακας των Καλότεχνων εσύ Κραυγών μου γίνε
για όσους στο Μέλλον θα μιλούν-και όχι θα βοούν.

Στο Ατέλειωτο Ταξίδι σου κοντά σου Χρόνε παίρνε
τα Λόγια μου, που πρώτα Αυτά εσέ έχουν σεβαστεί.
Τα όποια τους Νοήματα μαζί σου πάντα φέρνε
και απ’ Αυτά κανένα τους, ποτέ ας μη σβηστεί.

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε τ’ Ακούραστα Φτερά σου
κι αφήνοντας στη Σκοτεινιά ότι είναι να χαθεί,
χλίαινε με τη Θέρμη σου τα Τέκνα του Πηγάσου
που κάρπισε στα Σπλάχνα του όποια Άξια μου Γραφή.











Ο ΚΑΣΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΝΤΡΑΚΙ

Ο κάστορας φτάνει.
Τι δόντια μεγάλα
γιατί ο θεούλης
δεν του 'δινε άλλα;

Πηδάει και τρέχει
και δέντρα γυρεύει
τα κόβει, τα ρίχνει,
κοντά τα κλαδεύει.

Ειμ' ένα δεντράκι
στην πρώτη του νιότη
εδώ φυτεμένο
από 'ναν αγρότη.

Προχτές δύο φίλους-
αδέρφια δεντράκια-
οι κάστορες κόψαν
και φτιάξαν σπιτάκια.

Λες να 'ρθε η σειρά μου
και με να με κόψει;
Κοιτάζει εδώθε
η άγρια του όψη.

Μα όχι...περνάει...
ξανάρχεται πάλι...
Αχου!..στο μυαλό μου
μεγάλη έχω ζάλη.

Θα έρθει ή δε θα 'ρθει;
Θα ζήσω ή όχι;
To μέλλον μου ο κάστορας
στα δόντια του το 'χει.

Μα κι αν θα με κόψει
μακριά δε θα πάω
θα μπω οτο ποτάμι
και θα κολυμπάω.

Εξάλλου δεντράκια
μικρά σαν εμένα
ο κάστορας θα 'χει
και άλλα κομμένα.

Και πάλι εγώ έτσι
θα έχω παρέα
και ίσως περνάω
εκεί πιο ωραία.

Μα να! Τώρα φεύγει!
Για σήμερα ζούμε!
Χαρά! Κέφι! Γλέντι!
Και γι αύριο θα δούμε.










ΣΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΟΥΛΑ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ

Αγγελική Αγγελική
ειν' ένα σύννεφο εκεί
στη μέση του μυαλού σου
κι oι σκέψεις σου είναι σκοτεινές
κι ας στέλνει αχτίδες λαμπερές
ο ήλιος τ' ουρανού σου.

Αγγελική ό,τι αν φορείς
όμορφη να 'σαι δεν μπορείς
με τέτοιο που 'χεις σώμα.
Μα η ομορφιά που 'χει η ψυχή
κανείς κουρέλια κι αν ντυθεί
λάμπει και τότε ακόμα.

Λάμπει κι ανθίζει και φωτά
διόλου χωρίς να σε ρωτά
ή συ να την προσέχεις΄
η ομορφιά η σπάνια αυτή
Αγγελική, ειν' γη ανθρωπιά
κι ούτε κι αυτή την έχεις.






ΣΤΙΣ ΞΑΔΕΡΦΟΥΛΕΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αγγελική και Ιφιγένεια
μία δυάδα χαοτική
μες στο μυαλό καμία έγνια
α! Ιφιγένεια! Αγγελική!..

Ω! Ιφιγένεια! Ω! Αγγέλω!
Ω! Της ανοίας της χρυσής!
Να δω τη ζήση λίγο θέλω
καθώς τη βλέπετε κι εσείς.

Αγγελική με τόσο βάθος
όσο μια τρύπα στο νερό
Έφη που έχεις τόσο μάθος
όσο το ξύλο το ξερό.

Ω! Ξαδερφούλες μου χαμένες
μέσα στη δίνη των Καιρών...
ΩΙ Ξαδερφούλες βυθισμένες
στο τέλμα αλλοτινών νερών..
.
Ω! Αγγελικούλα μου! Ω! Έφη!
Ω! Ξαδερφούλες μου κενές!
Άραγε νύχτα ποια σας τρέφει
μες στ' άφωτό της το αχανές;

Αγγελική και Ιφιγένεια
κι οι δυο στην ίδια την τροχιά!
Αγγελική και Ιφιγένεια
ανεκδιήγητα στοιχειά…







Ω! ΉΛΙΕ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ
(Καλιφόρνια, Λος Άντζελες, 8741 Owensmouth, Canoga Park)

Ω! Ήλιε του Ιούλιου που καις την Καλιφόρνια
και κάνεις ανυπόφορη τη ζέστα μες στο σπίτι!
Ω! Φτώχεια του εργαζόμενου που για να δροσιστεί
ανοίγει τετραδιάπλατα πόρτες και παραθύρια
κι όλος ανθρώπινη ευωδιά γεμίζει ο αέρας
κι οι έρμοι παραβγαίνουνε ποιος να πρωτομυρίσει...

Και βγαίνουν λυγερόκορμες μικρές νοικοκυρούλες
και βάζουν τα χεράκια τους στη μέση και κοιτάνε
και βρέχουν τα ποδάκια τους σε δροσερό νεράκι
και κλείνουν τα ματάκια τους απ’ τον πολύ τον ήλιο
και μες στις άλλες ανοιχτές πόρτες λοξοκοιτάνε...

Ω! Φτώχεια του εργαζόμενου! Ω! ήλιε του Ιούλη
που δείχνετε πως μόνοι μας δεν είμαστε στην πόλη-
και που ως και θάμα ο γάμος σας θα μπόρειε να γεννήσει:
κάποιος, περνώντας πλάϊ μας και μας να χαιρετίσει.












«ΛΑΌΣ»

Λαός-τι λέξη μισητή
Κανείς δεν τηνε λέει
Και η καημένη στη γωνιά
Κάθεται κι όλο κλαίει.

Πρωθυπουργοί και υπουργοί, ‘
δήμαρχοι και κλητήρες,  
της γλώσσας τους έχουν κλειστές
όλες γι αυτήν τις θύρες.  

Και «κόσμο» τους ακούς να λεν,
Και άλλοι τους «κοσμάκη»,
Λες πως η λέξη είναι «Λαός»
Πικρό γι αυτούς φαρμάκι.

Και τα μου μου ε τους φυσικά
Κι οι δημοσιογράφοι,
Για την ιερή λέξη «Λαός»
Όλοι έχουν γίνει τάφοι.

Και παν μαζί με το «Λαός»
Κι οι λέξεις που φτιαχνόνταν
Όταν Λαός και ανθρωπιά
Τα δυο τους εδενόνταν.  
 
Σήμερα ως και το μικρό
Παιδάκι πια το ξέρει:
«Λαός» αν πει, «Μη! Φτου κακά!»
…στο στόμα του πιπέρι…










 ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

Μέτρα παίρνουν για το κάθε τι-
μέτρα καινούργια κάθε φορά.
Και λένε: "να διορθώσουμε ό,τι μπορούμε..."
Μετά τρώνε.

Και σε λίγο άλλα μέτρα.
Και διορθώνουνε το διορθωμένο.
Και λένε:" ε, τι να πρωτοκάνουμε;..." Και ξανατρώνε.

Δραχμή στην τσέπη της φτώχειας
κάθε μέτρο να 'τανε,
θα 'χε τώρα
το πρόβλημα λυθεί.

Όμως εσείς ξέρετε: ένα το μέτρο είναι
το σωστό
και αυτό,
μια κάννη και μια σκανδάλη έχει.







Η ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΑ

Μια κολυμπήθρα έχουν ελληνικέ λαέ,
και όπως τους βολεύει κάθε τι βαφτίζουν.
Όπως τη σκλαβιά λεφτεριά την είπαν,
τη δουλεία δουλειά,
το άδικο δικιοσύνη,

τα θύματά τους δολοφόνους,
την καταπίεση κράτος,
και κείνους που οι ίδιοι εκμεταλλεύονται,
εργαζόμενους.

Α! Πώς άχρωμα τα ελληνικά όλα είναι βαφτισμένα
και στο πρώτο τίναγμα τ' όνομα το ψεύτικο φεύγει!

Και γυμνά και παραπονεμένα,
όλα,
από το χέρι σου να ξαναβαφτιστούν, ελληνικέ λαέ, περιμένουν!..

Πες, Καλέ, τα πράγματα με τα ονόματά τους. Ξανά,
σε Αληθινά Βαφτίσια τις Έννοιες της Ζωής μας οδήγα.
Και νέα κολυμπήθρα-το ξέρεις-δε χρειάζεσαι-μόνο την παλιά,
με το αίμα των πρώτων, των άνομων νουνών, γεμισμένη.









ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΙΑ

Κάθε χρονιά Δεκέμβρης όταν μπαίνει
Τρέμω Χριστούγεννα μη και δε ’ρθούνε-
Μη δε φανεί ο Χρίστος στην Οικουμένη
Και μύριες έγνοιες τότε με πονούνε.

Σα λείψει ο Χριστός δύναμη άλλος
Ποιος θάχει τάχα το φτωχό να πείσει
Όταν τόνε ραπίσει ο μεγάλος
Και τ’ άλλο μάγουλό του να γυρίσει;

Λεφτά πώς θα γεμίζουν οι παπάδες
Αφού οι εκκλησίες πια θα κλείσουν;
Ποιος θα ευλογεί των πλούσιων τους παράδες
Ώστε παράδες κι άλλους να γεννήσουν;

Δίχως της Κόλασης τώρα το φόβο
Θα περισσέψουνε οι αμαρτίες
Κι αναβροχιά-το χέρι μου το κόβω -
θα μας ρημάξει δίχως λιτανείες.

Πάνε τα Ευαγγέλια, όσιοι κι άγιοι,
Άχρηστα τα Ορατόρια κι ο "Μεσσίας",
Σταυρώσεις, Αναλήψεις, Τάφοι Άδειοι,   
Και πίνακες θείας Τέχνης θαυμασίας.

Και είναι η  ελπίδα μου η μονάχη
Αν γίνει κάποτε το απευκταίον
ότι θα τρέξουμε όλοι εν τάχει
και θεό  έναν  ευθύς θα  βρούμε  νέον.













ΠΟΡΝΗ ΤΕΡΜΑ
(Λος Άντζελες, Όταν σταμάτησε να μπαίνει σε συνέχειες η «ΠΟΡΝΗ» στο περιοδικό μου «ΛΟΓΙΑ»-δεν σταμάτησε…)

«ΠΟΡΝΗ» τέρμα και λυπάμαι
Φίλοι μου αγαπητοί
Αν θα πλήγωνε κανέναν
Η απόφαση μου αυτή.

Αλλά αλλιώς δεν το μπορούσα
Όπως θα σας πω να κάνω-
Στην αγάπη σας για μένα
Σας ορκίζομαι επάνω.

Πριν πεντέξη μέρες ήρθε
Και με βρήκε η Ελένη
Του Μενέλαου η γυναίκα
Η ωραία και ξακουσμένη.

Στου Μενέλαου είχε δέσει
Το λαιμό ένα λουράκι
Κι από κει τόνε τραβούσε
Σαν να ήτανε σκυλάκι.

Και μου είπε: "Κύριέ μου
Ποιος δικαίωμα σας δίνει
Κι έχει τίτλος τ’ όνομά μου
Ποιητικού σας έργου γίνει;

"Ελενίτσα μου" της λέω
"Μη μωρό μου με πληγώνεις-
Ποιανού έργου;»  Και μου λέει
Αγριόφωνα: "ΤΗΣ ΠΟΡΝΗΣ!"

"Μα",  της λέω, «τι σχέση έχει
Ω! μελιρροούσα γύναι
Τ’ όνομά σου με την «ΠΟΡΝΗ»;
Και μου λέει: «Κι εγώ τ' είμαι;»

«Ακουσε». της λέω, «γλύκα,
Κι αν ακόμα αποφασίσεις
Και τον τρίτο τον παγκόσμιο
Πόλεμο να ξεκινήσεις,

Ούτε τίτλο του αλλάζω,
Ούτε το έργο σταματάω
Σε συνέχειες να το βγάζω.
Και, μαμζέλ, σε χαιρετάω.»  

Με μανία τότε εκείνη
Μιά τραβώντας το λουρί
«Πάμε Μεν» λέει του αντρός της
Που για λίγο να πνιγεί.

Α! Σκληρό είμαι καρύδι
Και καμιά του κόσμου τσούλα
Δεν μπορεί την πίστη που έχω
Να μ’ αλλάξει ούτε στιγμούλα.

Και ο Πάπας μου ’χει κάνει
Τηλεφωνική μια κλήση
Και μου είπε: «Μίο φίλιο
Η εκκλησία θα σ' αφορίσει

Αν τοιαύτα επιμένεις
Στο περιοδικό να γράφεις
Και τους ρόλους να μπερδεύεις
σύκων μεταξύ και σκάφης.

Μία ήτανε η Εύα
Κι όχι δύο-ευτυχώς.
Και του θεού μας ήτο κτίσμα.
Κι αυτό είναι γεγονός.»

«Μα κι αν Πάπα μ’ αφορίσεις
Γνώμη όμως δε θ’ αλλάξω
Κι όπως η Δημιουργία
Έγινε θα το φωνάξω.

Κι αν εσύ ενώ δεν πρέπει
Την Αλήθεια τη φοβάσαι
Απ’ την Έδρα σου κατέβα-
Δε σου πρέπει Πάπας να ’σαι.»
 
Τότε θύμωσε ο Πάπας
Και μου λέει όλο πείσμα:
«Βλέπεις τούτο το μαχαίρι;
Να! Θα κάνω  κι άλλο Σχίσμα!»

Και με δίχως σκέψη άλλη
Στον αέρα μια τραβάει
Και στα δύο εχωρίσαν
Και ματώσανε τα χάη.

Τι να κάνω η σοφή του
αφού έτσι κάρα θέλει;
Και τι κάνουνε στη Δύση
Γιατί πρέπει να με μέλει;

Μα εδώ δε σταματήσαν
Οι πολλές οι αντιδράσεις
Και οι τόσες που με βρήκαν
Για την «ΠΟΡΝΗ» μου αιτιάσεις.

Γυναικείοι δεκαπέντε
Σύλλογοι τηλεφωνήσαν
Και φωνάζοντας αγρίως
Μου ’πανε πως με μηνύσαν

Επειδή την «ΠΟΡΝΗ» εκδίδω.
Μα η δίκη πλάκα θα ’χει:
Δεν εκδίδω εγώ την ΠΟΡΝΗ
Μα εκδίδεται μονάχη…

«Κι αν μηνύσεις όχι δέκα
Αλλά κι  εκατό θα φάω
Θα συνεχιστεί η «ΠΟΡΝΗ»
Στους Συλλόγους απαντάω.

Και ο Σύνδεσμος του Ελ Ει
«ΙΕΡΟΔΟΥΛΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ»
Ενα γράμμα μούχει στείλει
Μ’ εξηνταεννιά σελίδες

Και με βρίζει, γιατί, λέει,  
Με την «ΠΟΡΝΗ» πως διασύρω
Την υπόληψη του κι ότι
Πρέπει να την αποσύρω.

Κι όλο έπιανε το γράμμα
Μοναχά μισή σελίδα
Και οι άλλες-τέτοιο πράγμα
Πρώτη μου φορά το είδα-

Ηταν όλο πάνω ως κάτω
Με υπογραφές γεμάτες
Είτε άσχημες ή ωραίες
Είτε στέκες ή αφράτες.

Κι η Τσιλέρ παίρνει, η ωραία
Της Τουρκίας πρωθυπουργίνα  
Και μου λέει: «την ΠΟΡΝΗ κόψε
Ή θα μπούμε στην Αθήνα».

«Και δε μπαίνετε;» της λέω.
"Μπείτε και ποτέ μη βγείτε.
Κείνο που με νοιάζει εμένα
Στο Λος Αντζελες μην μπείτε".

«Θα χαρίσουμε την Κύπρο
Στην Ελλάδα. Δε σε μέλει;»    
Και εγέλασα: «Ποιός είπε    
Πως αυτό η Κύπρος θέλει;»

«Βρε Γκιαούρη μήπως θέλεις    
Να σας δώσουμε την Πόλη;
Να! Την «ΠΟΡΝΗ» σου σταμάτα
Και δική σας είναι όλη».

Τίποτα εγώ. «Μη θέλεις    
Το κορμί μου να γλεντήσεις;    
Ελα. Μα τα θήλεα όλα    
Πόρνες μη τα καταντήσεις".  

Μούπε κι άλλα σαν και τούτα    
Μα δε μ’ ένοιαξε καθόλου       
Και τις προσφορές της όλες     
Εστειλα κατά διαόλου.   

Και το ίδιο έχω κάνει
Και με άλλες ενοχλήσεις,  
Και με άλλες σαν και τούτες
Αντι-ΠΟΡΝΗκές αιτήσεις.

Και η ΠΟΡΝΗ ακωλύτως
Όλως θα συνεχιζόταν
Και θα φώναζε σε όλους
Τη Μεγάλη Αλήθεια, όταν…

…Όταν ήρθε χτες το βράδυ
Και το στόμα του το λάγνο
Ακουμπώντας στο αυτί μου
Μου ψιθύρισε το σπλάχνο:

«Αν την ΠΟΡΝΗ συνεχίσεις
Δε θα με ξαναφιλήσεις!»
Μπρος σε τέτοιες εξηγήσεις
 Δε φτουράνε αντιρρήσεις

Και γι αυτό είναι που σας λέω
Πως αλλιώτικα να κάνω
Δε μπορούσα-κι όρκο παίρνω
Στην αγάπη του επάνω.

                    ---







ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ

Κάθε Πυθία είχε ως γνωστόν
Τον θείο Απόλλωνα για σύζυγο της
Κι οφείλουμε το θάμα των χρησμών
Στο σμίξιμο μ’ αυτόν το ερωτικό της.

Κι ήταν αμόλυντη-κι ήταν αγνή
Κι ήτανε στο θεό δοσμένη όλη
Κι ήταν γι αυτήν οι δάφνινοι αχνοί
Το θείο της συζυγικό ροσόλι.

Μα κάποιος Εχεκράτης, Θεσσαλός
Ξύπνιο παιδί και μάγκας απ’ τους πρώτους
που διόλου δεν λογάριαζε ασφαλώς
Μαντεία και χρησμούς και δάφνης κρότους,  

Μία Πυθία που γούσταρε πολύ
Ευθύς την απαγάγει και τη βιάζει.
Κι έτσι παρθένα ως ήταν και δειλή,  
Πολύ ο Θεσσαλός το διασκεδάζει.

Διαδόθηκε το πράγμα παρευθύς
Και όλοι λέγαν: «Ιεροσυλία!»
Μον’ ένας Δέλφιος, τύπος ευθύς
"Μπράβο του τύπου!" λέει με μανία.

Οι μπάτσοι τόνε πιάνουνε λοιπόν
Και μια και δυο τον παν στο δικαστήριο.
Φτάνει η σειρά του, "Ευθύδημος!", "Παρών",
Και, «Ασέβεια» το κατηγορητήριο.

« Λοιπόν τι έχεις ν’ απολογηθείς;»
 Ο δικαστής του λέει αγριεμένος.
«Κυρ-δικαστή το ξέρει ο καθείς
Με τους Θεούς πως δίκαιο έχω μένος:

Γιατί, οι βρωμιάρηδες, πόσες φορές
Δεν ήρθανε σε μας πόθο γεμάτοι
Και δεν αγκαλιαστήκαν με θνητές
Πάνω σ’ ανίερου έρωτα κρεβάτι…  

Γιατί να μην μπορούνε κι οι θνητοί
Με τους Θεούς να κάνουνε τα ίδια;
Εμείς τους πλάσαμε. Λοιπόν γιατί
Δικά τους να γινόμαστε παιχνίδια;  

Γι αυτό μπροστά σας πάλι θα το..πω-
Μπράβο στον Εχεκράτη πούχει αλλάξει
Λίγο τον παλαιό στραβό σκοπό
Κι απ’ την ντροπή μας έχει απαλλάξει.»












ΑΛΛΆ ΜΠΟΡΕΙ…

Αλλά μπορεί να πάω κι από καρκίνο.

Βέβαια κι αργεί ο προστάτης
μα θυμάται.
Μπορεί κάποια παιδιά του,
απ’ της εγχείρησης την κρίση αποδιωγμένα
να ξενητεύτηκαν σε χώρες άλλες
του σώματός μου
και τρώγοντας εκεί σάρκες μου κι αίμα
και αφανίζοντας τα κόκαλά μου -
που τόσο τους αρέσουν-
χρήματα ν’ αποκτήσανε
και από κει μαζί με χαιρετίσματα
να στέλνουν στον πατέρα τους κι επιταγές.

Και ν’ αντρειευτεί πάλι κι αυτός
κι όλοι μαζί παιδιά-πατέρας
ν’ αρχίσουν τις σε βάρος μου ακολασίες
Κι όπως τη γη ο Καπιταλισμός
έτσι κι αυτοί εμένα να ρημάξουν
πόνους  αφόρητους ταγίζοντάς με,
νύχτες λευκές,
και ουρλιαχτά
που απ’ το ισχνό λαρύγγι μου εξορμώντας
τ’ αυτιά όσων μπορούν ν’ ακούνε θα τρυπάνε.

Και να χαθώ
μιας κι ο Κουμουνισμός-


ούτε του σώματος
δεν μπόρεσε ακόμα να ισχύσει,  
και του πλούτου του
ευθύς τα σχέδια να χαλάει όταν γεννιούνται.











ΦΕΓΓΑΡΙ…

Φεγγάρι
Μια μπλούζα της δώσε μου μόνο.
Να βάλω μέσα τις γροθιές μου  
Να τις δαγκώνω ως να ματώσουν.








ΓΕΝΝΗΣΗ-ΘΑΝΑΤΟΣ
(για ένα αγαπητό πρόσωπο)

Σ’ έναν πλανήτη «γεννήθη» ένας
άνθρωπος-με κεφάλι και δυο πόδια.
Με τη διαδικασία της «γέννας»
ήρθε στον κόσμο. Τα εμπόδια

όλα ξεπέρασε και χρόνια
πολλά έζησε, αργά γερνώντας.
Για τα φυτά ένιωθε συμπόνια
τα ζώα χαιρετούσε στο δρόμο περνώντας.

Πλενότανε κάθε πρωί στη βρύση
και θορυβώδικα έπλενε πολύ
το πρόσωπό του. Και βιαζόταν να κλείσει
το νερό. Μιαν ένια είχε θολή     

για κάθε τι που ‘χε μπροστά του.
«Πρέπει» και «βέβαια» ήταν λέξεις
που δεν τις είπε. Κοντά του
μπορούσες ήρεμα να παίξεις.

Πρόσεχε πάντα τα παιδιά του
που όπως εκείνος γεννηθήκαν.
Ευθύς τις ώρες του καμάτου
στεκόταν. Γύρω του απλωθήκαν

μέρες-ήλιου γυρίσματα- κακές
πικρές κι αφώτιστες ημέρες
αλλά και μέρες που βαριές
του φέραν και φριχτές φοβέρες.

Μία πετσέτα είχε συνήθως
μπλε ή γαλάζια το πολύ.
Μ’ έξω εβάδιζε το στήθος.
Ήξερε πως δεν ωφελεί

σε τίποτα πολλά να πει
σε τίποτα πολλά να κάνει
και πέρασε ως αστραπή
ή ως πυρκαγιά από ρουμάνι.

Όταν δεν είχε πια δυνάμεις
να περπατεί ή να μιλάει,
«πέθανε»-πια ό,τι να πεις
κοντά μας δεν ξαναγυρνάει.








29 ΑΠΡΙΛΗ-ΗΜΕΡΑ ΧΟΡΟΥ

Χορός! Το σώμα γίνεται αγέρας
και νότα χαρωπή στο φως της μέρας.
Και στρέφει και λυγιέται και πετάει
και λεύτερος ο νους μαζί του πάει.

Χορός! Ο χορευτής τα σκότη σκίζει
και άυλος-σαν πνεύμα φτερακίζει!
Χορός! Της Φύσης δώρο στους ανθρώπους
που πέρα κάνει βάσανα και κόπους!

Κι αν το χορό χορεύει νιος λεβέντης,
της γης και τ’ ουρανού μοιάζει αφέντης.
Κι αν όμορφη κοπέλα τον χορεύει,
τους άντρες όλους γύρω της παιδεύει.









ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Δεν ξέρω γιατί έχω μια χαρά
που ήρθε το Μνημόνιο
αρσενικό σαν να ’μουνα
που βλέπει αντιμόνιο.
Είναι γιατί ο κόσμος πια
διόλου δε διασκεδάζει
και γενικά κάνει ζωή
που στη ζωή μου μοιάζει.
Χωρίς παρέες δηλαδή,
χωρίς χορούς και γέλια,
χωρίς το θέρος διακοπές
κι ουρά κάτω απ’ τα σκέλια.
Ναι. Πράγματι. Αυτό είναι. Ναι.
Χωρίς αμφιβολία
για τη χαρά που μου ’χει ’ρθει
αυτή ’ναι η αιτία:
πως τώρα ξεκομμένος πια
απ’ τον κόσμο δε μετράω
κι έχω παρέες ταιριαστές
όπου κι αν πλέον πάω.
Ξινόν και ακοινώνητον
που πια δε θα με λένε
και που όλοι για τη μοίρα τους -
εγώ όπως κλαίω, θα κλαίνε.





Ο ΚΑΠΝΙΣΤΉΣ

Για βρογχίτιδα ψοφώ!
Λαχταρώ καρκίνο!
Το τσιγάρο φίλοι μου
όχι-δεν το σβήνω!

Καθαρός αέρας στοπ!
Στοπ στην ευεξία!
Σύνθημά μου σταθερό:
Κάτω η υγεία!

Άγιο μου τσιγάρο εσύ!
Λατρευτέ μου Χάρε!
Έλα και καπνίζοντας
τη ζωή μου πάρε!

Καλλίτερα μιας ώρας
ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια
καθάρια αναπνοή!






ΕΛΠΙΔΕΣ

Στενότης χώρου και χρημάτων
αμείλικτα τον περιζώνει
κι η θέα κακόσχημων πραγμάτων
την περηφάνεια του πληγώνει.
Δεν έχει χώρο για το μπάνιο
και τ’ είναι τούτο το κρεβάτι;
θα πάρει ένα δάνειο
μ’ αυτό θα κάνει κάτι.

Των φαγωμένων του ενδυμάτων
η απαίσια θέα τον πληγώνει
καλλίτερα εκατό θανάτων
το αντίτιμο να ξεπληρώνει.

Όμως με ύφος αρειμάνιο
τριγύρω του θωρεί το μάτι…
Θα πάρει ένα δάνειο.
Μ’ αυτό θα κάνει κάτι.
ΤΡΕΧΑ ΑΜΑΞΑ

Τρέχα αμαξά πεθαίνω
με κόπο ανασαίνω
μη δίνεις σημασία
στη γύρω φασαρία.

Προσπέρνα αυτό το κάρο
σώσε με από το Χάρο
τρέξε στο φαρμακείο
και στο νοσοκομείο.












ΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ

Ενοίκους φριχτούς το σπίτι μου έχει
κι η στέγη του αίματα τρέχει
και όταν οι νύχτες τα όνειρα φέρνουν
μαζί τους με φέρνουν-μαζί τους με παίρνουν.

Στα χέρια τους εύθραυστο άθυρμα μοιάζω
μα πια όπως πριν δεν τρομάζω-
συνήθεια μου έγινε πλέον ο τρόμος
που λες πως για μένα είναι νόμος.

Φαντάσματα χθόνια και σκότιες υπάρξεις
δολόπλοκες κάνουν τα βράδια συνάξεις
μ’ αγγίζουν, με πιάνουν, με ζώνουν, με πνίγουν
και μόνο στης μέρας τα φώτα θα φύγουν.








ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

Πάρκο. Βράδυ καλοκαιριού.
Ζέστα ιουλιανή.
Άνθρωποι ζητώντας δροσιά.
Γύρω μικρά παιδιά που παίζουν
Και γονείς κουβεντιάζοντας αμέριμνα.

Κάθομαι μόνος στο παγκάκι.
Μόνος; Τ’ ήτανε να το σκεφτώ-
Να σου οι δυο μικροί μου φίλοι
ο Μπάμπης και ο Γιάννης.
Κατακόκκινα, ιδρωμένα, σκυθρωπά προσωπάκια.
Μπλούζες να στάζουνε ιδρώτα.
Μπαίνουν αμέσως στο θέμα.
Μαλώσανε στης μπάλας το παιχνίδι με τ’ άλλα τα παιδιά.

Τι συμβαίνει; Χείμαρρος εξηγήσεων:
«Κάνουνε ζαβολιές…»
«Αφού δεν ξέρουν πώς να παίζουν…»
«Και μας κάνουνε μαγκιές…»
Και εξιστορούνται  
Με λόγια που μπερδεύονται
Από το ξάναμμα και τη βιασύνη
Οι ζαβολιές,
Και η άγνοια των κανόνων του παιχνιδιού από τους αντιπάλους
«…και μας βρίζουνε… χαζόπραμα και…»
Κόμπιασμα για μια βρισιά που δε λέγεται σε μεγάλους
Και συνεχίζουν: «…και τέτοια…»

Ξένα παιδάκια είναι βλέπεις
και τα ξένα
θύμα εύκολο για τα παιδιά τα ντόπια.

Τους παρηγορώ όπως μου ‘ρχεται
Υποβαθμίζοντας τη σοβαρότητα του γεγονότος,
Και προτρέποντάς τους ν’ αγνοούν τέτοια συμβάματα.

Παραδόξως αποτέλεσμα έχει μόνον το χιλιοειπωμένο
«όποιος βρίζει τον άλλονε τον εαυτό του βρίζει»…
Τα προσωπάκια φωτίζονται.
Ο Μπάμπης: «Μας το ‘πε κι η δασκάλα!»
Και λίγο εγώ με τις συμβουλές μου,
Λίγο η αιώνια λαχτάρα για παιχνίδι
Μα περισσότερο η δασκάλα,
Μπάμπης και Γιάννης σηκώνονται
Και πάνε πάλι στη μπάλα.
Με καθησυχάζουν-«θα ξανάρθουμε… σε λίγο…»
Ευγενικά παιδάκια, μα βέβαια παιδιά.
Ποτέ δεν ξαναέρχονται γι απόψε
Πλην αν μαλώσουν πάλι…
Αύριο όμως
ευγενικά θα μου ζητήσουνε συγνώμη που δεν ήρθαν.

Όσο αυτά γινόνταν
Γύρω μας παιδάκια είχαν αρχίσει να μαζεύονται.
Και φεύγοντας ο Μπάμπης με το Γιάννη,
Να σου δύο τσαχπίνικα, ομορφούλικα
Δυο άγνωστά μου κοριτσάκια μικροκαμωμένα
Τη θέση παίρνουν των παιδιών που φύγανε
Και σαν να μ’ ήξεραν για χρόνια
Και σαν να συνεχίζαν την κουβέντα τους μαζί μου,
Το στοματάκι τους ανοίγουν και ασταμάτητα
Να λένε και να λένε αρχίζουν …

«Ο ξάδερφός μου έπεσε μια μέρα απ’ το ποδήλατο…»
«Εμείς πέρσι πήγαμε σ’ ένα μέρος…»
«Στο σπίτι μας έχουμε πέντε γάτες…»
«Εμένα μια φορά με κυνήγησε ένα σκυλί…»
Κι οι ιστορίες ξετυλίγονται γρήγορα γρήγορα
Μπρος στα θαμπά μου μάτια.
Και λογάκια αρωματίζουν τον αέρα
Και κινήσεις των χεριών δικαιώνουν την ύπαρξη του ανθρώπου
Και η ατμόσφαιρα μαγεία αποκτά είδους άλλου
Από την πριν των δύο αγοριών.

Ας μη σταμάταγαν τα κοριτσάκια μου
Η Ιωάννα κι η Αλεξάντρα
να μου μιλάνε…
Και μια ερώτηση: «Μόνος σας μένετε;»

Τι τάχα να εβρίσκαν τα παιδιά
Στο γέρικο το πρόσωπο και στην καμπούρα μου;
Λόγια χαριτωμένα,
μορφασμοί εκφραστικότατοι για πρόσωπα πεντάχρονα,
ματάκια να κοιτάζουν ίσα μέσα στα δικά μου.
Και να συναγωνίζονται ποιο θα μου μιλήσει
διακόπτοντας το ένα τ’ άλλο
Και να διαγκωνίζονται ποιο θα καθίσει πλάι μου
 Για ν’ αρχίσει τη δική του ιστορία…

Τι έχω που να μ’ αγαπάει έτσι ο θεός
Και χαρές τέτοιες να μου δίνει;
         
ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ

Τα ρολόγια θα πάνε μπροστά
μία ώρα
λες ακόμα και χρόνο χρωστά
τούτη η χώρα.

Ώρα μια πιο νωρίς θα ξυπνά
ο λαός μας
κι ο καιρός πιο γοργά θα περνά
ο κακός μας.

Μα η ώρα ή πάει μπροστά
είτε αργήσει
τα γυμνά του καθείς πάλι οστά
θα μετρήσει:

πάλι ο ήλιος θα εκπέμπει καυτά
φωτοβέλη
και τις ώρες χωρίς να μετρά
θ' ανατέλλει.









ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Ψοφίμι ο λαός. Πάνω κοράκια
που ο ίδιος έφτιαξε για να τον φάνε.
Κοιτάτε τη δουλίτσα σας παιδάκια:
τα πράγματα είναι όπως πρέπει να ’ναι.











ΧΡΗΜΑ

 «Τα όσια και τα ιερά μας είναι το χρήμα»
Στουρνάρας

Η Τράπεζα από δω κι εξής θα λέγεται εκκλησία.
και θα ’ναι  Αγία Τράπεζα το Θησαυροφυλάκιο.
Οι παραδόπιστοι γραμμή θα μπαίνουν στον Παράδεισο,
στην Κόλαση οι φτωχοί, γιατί, το Θεό τους δε θα έχουνε.
Παπάδες θαν’ οι υπάλληλοι οι τραπεζιτικοί
ενώ θα είναι ο διευθυντής ο Αρχιεπίσκοπός τους.
«Χρήμα ημών...» το οικείο μας «Πάτερ ημών…» θα λέμε,
το «παραχρήμα» ασέβεια δε κατάπτυστος θα γίνει.
Το Δισκοπότηρο-εύκολο-θα γίνει Χρυσοπότηρο
Και στο εξής πλωτός ναός θα λέγεται το κότερο.
«Γ… τον πλούτο σου» θ’ ακούς από βλασφήμων χείλη,
«Κρυφό σχολειό» οι γιατροί θα λέν τώρα το φακελάκι,
θα γίνουν οι Ιεραποστολές Χρηματαποστολές,
Κι ως ο Θεός τον Υιό γέννησε, και το Χρήμα
Χρήμα σαν πρώτα θα γεννά: εδώ αλλαγή δεν έχει.
Λεφτούγεννα στο Μπάκιγχαμ θα έχουμε ετησίως
μιας και παλάτι μόνο αυτό μας έχει μείνει αισίως,
η Εβδομάδα των Παθών θα ’ν’ Εβδομάς Πτωχεύσεων
κι η Ανάσταση Ανάκαμψη των απαισίων υφέσεων.
Κι έτσι αυτά να γίνουνε αν δεν μου γίνει η χάρη,
δέχομαι τότε φίλοι μου, η φτώχεια να με πάρει…









ΈΠΕΣΕ ΠΟΛΩΝΙΚΌ ΑΕΡΟΠΛΆΝΟ

Να ‘τανε λέει ελληνικό το που ’πεσε αεροπλάνο…
και να μην είχε πολωνούς μα έλληνες επάνω…
και να ’χε τους τρακόσιους της μισητής Βουλής μας,
ήγουν τους μόνους αίτιους της μοίρας της κακής μας…
Μα τέτοια τύχη πού για μας...εμείς αντί για κείνους
καθημερνά πεθαίνουμε-θύματα όχι σμήνους
που ένα του ένα τα σαθρά πέφτουν αεροπλάνα,
μα απ’ της Οικονομίας τους τα λαοκτόνα πλάνα.


ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ…

 «Την Κυριακή ο λαός θα γράψει ιστορία»
Τσίπρας

Για να γράψεις φυσικά θέλεις μολύβι.
Και χαρτί. Και κάπου βέβαια ν’ ακουμπήσεις.
Μ’ αν για λίγο το κεφάλι σα γυρίσεις
το μολύβι κάποιος παίζοντας σου κρύβει
ή, χειρότερο απ’ αυτό, αν στο πετάξει,
πώς τη ρήση σου ο λαός θα κάνει πράξη;
Και καλά, έστω μολύβι πως υπάρχει,
μ’ αν σου λείψει το χαρτί τότε πού γράφεις;
Κι αν δεν έχεις ν’ ακουμπήσεις ούτε ράχη;-
τοίχους πάλι με συνθήματα θα βάφεις;
Κι άντε, πες, έστω ο λαός όλα τα βρήκε
και στην τάξη του γραψίματος εμπήκε.
Μα λιγάκι η Νου Δυο να τον σκουντήξει
στο χαρτί μόνο γραμμές δε θα τραβήξει;
Ή  ο Κουτσούμπας εάν όλο το μελάνι
(και το ξέρεις, το ΚουΚουΕ τέτοια τα κάνει)
σ’ ό,τι γράψει ο λαός πάνω το χύσει,
η σελίδα όλη πια δε θα μαυρίσει;
Ή, αν δίπλα ο Βενιζέλος τραγουδάει,
το μυαλό του ο λαός θα ’χει στην κόλλα-
ή βροντώντας τα κι εκείνος κάτου όλα
στο σκοπό του τραγουδιού μήπως πηδάει;
Κι αν οι ΑΝΕΛ την Κουντουρά δίπλα τού ρίξουν
και τα μάτια του απ’ τις κόγχες τους πηδήξουν,
των γραμμάτων θα τα νοιάζει πια το πλήθος,
ή της Έλενας τα χείλια και το στήθος;

Κι άντε, όλα τα στραβά που ’χω αραδιάσει,
ας ειπούμε ο λαός τα ’χει μεριάσει-
κι ότι τα ’χουν σφραγισμένοι κλείσει τάφοι.
Όμως Τσίπρα: Ο ΛΑΟΣ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙ;!;











ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι

και "όχι" ,μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις
μας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα'
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις-
εκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".




ΤΑ ΛΟΥΚΟΥΜΙΑ
(Τρίπολη 15-6-04:
Εγώ: "Αύριο πάω Πάτρα! Τι θέλετε από κει;"
Άννα: "Λουκούμια!.. Αστειεύομαι βέβαια..." (δεν αστειευόταν)
16-6-05. Παίρνω μερικά λουκούμια από Πάτρα να τα φάμε όλοι μαζί.
17-6-05. Να μη γράψω κι ένα συνοδό ποιηματάκι που να εξυμνεί την ομορφιά της Άννας; Να γράψω.

(Για την Άννα, αν και της παραπήγαινε.
Μα ήτανε η ανάγκη μου να νιώσω κάπου οικείος)

Ξέρω-θα με ρωτήσεις γιατί πήγα
και λουκουμάκια σου 'χω φέρει λίγα.
Γι αυτό και την απάντηση γραμμένη
την έχω από τα πριν ετοιμασμένη.

Καθώς παραξενιές έχουμε όλοι
σ' όποια κι αν ζούμε της πατρίδας πόλη
έτσι κι εγώ για γούστο και καπέλο
να τι παράξενα είχα πάντα "θέλω":

Στη ζήση αυτή μου ήθελα την άχαρη
να δω τη ζάχαρη να τρώει ζάχαρη.
Να δω τη γλύκα γλύκα να δαγκώνει
κι η μία από την άλληνε να λιώνει.

Nα δω ήθελα κλεισμένο ένα λουκούμι
σ' ένα γλυκύτερο απ' αυτό λαγούμι
και προσωπάκι ένα ευτυχισμένο
σαν από έρωτα λες λιγωμένο.

Να δω την ομορφιά που μας μαγεύει
να μη μιλάει αλλά να μας νεύει
καθώς τα δυο χειλάκια τα γραμμένα
θα 'ναι με ζάχαρη πασπαλισμένα.

Και τέλος γιατί θέλω στη γυναίκα
που σ’ ομορφιά και χάρη παίρνει δέκα
κάτι κι εγώ να δώσω που ως τα τώρα
μονάχα κλέβω απ’ αυτήνε δώρα.







ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

«Την πλησίασε απαλά. Εκείνη δεν τον ένιωσε-σκυμμένη στο ανθοδοχείο ταχτοποιούσε μέσα του τα άνθη. Άπλωσε το χέρι του να της αγγίσει τα μαλλιά. Ένα μεθυστικό άρωμα τον τύλιξε. Από τα άνθη; Από τα μαλλιά της; Δεν μπορούσε να πει. Μια πεταλούδα έπαιξε στο φως του πρωινού ήλιου. Τράβηξε το χέρι του. Έμεινε ακόμα λίγο έτσι, απολαμβάνοντας την κομψή της σιλουέτα, τα ολόμαυρα μαλλιά, το ροζ της φόρεμα, το άρωμα, την αθωότητά της...
Όταν γέμισε από όλα αυτά, ψιθύρισε σιγά τ' όνομα της. Τόσο σιγά-σα να μην ήθελε να τον ακούσει. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του. Ένα χαμόγελο ευτυχίας φώτισε το πρόσωπο της. Χωρίς να μιλήσει τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Η ανάσα της του χάιδεψε τ' αυτί..."

Έσκισε το χαρτί. Α! Δεν έχουν καιρό να διαβάζουν τόσα λόγια... Ας δοκιμάσει κάτι άλλο.
Έγραψε:
"Το λαμπρό φως του πρωιού την τύλιγε. Ο Ελβυτέρ περπάτησε κάνοντας ένα κύκλο γύρω της. Η Εριλή στεκόταν ακίνητη σαν σεμνή αρχαία θεά που περιμένει θυσία από τον πιστό της. Εκείνος γονάτισε μπροστά της σκύβοντας το κεφάλι του. "Βοήθησε με", της είπε, "βοήθησέ με να γίνω άξιος να σ' αντικρύσω".
Αυτή γέλασε αγνά και απαλά μ' ένα γέλιο μωρουδίστικο...»

Πήρε το χαρτί, το τσαλάκωσε και το πέταξε στο
καλάθι των αχρήστων.
Το χαρτί χτύπησε στο χείλος του καλαθιού κι έπεσε στο πάτωμα.
Όχι που να πάρει και να σηκώσει! Όχι! Δεν ξέρουν από τέτοια, δε θα νοιώσουν τίποτα... Άλλο...
Πέρασε άλλη κόλλα χαρτιού στη γραφομηχανή.
"Μπήκε στο δωμάτιο. Εκείνη γύρισε και τον είδε. "Αγάπη μου", της είπε, "όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα για να σε σκέπτομαι. Δες τους κύκλους της αγρύπνιας γύρω από τα μάτια μου. Κοίτα το ξεραμένο μου δέρμα. Ακόμα μου είσαι θυμωμένη; Λυπήσου με γλυκιά μου κι έλα στην αγκαλιά μου..." Αυτή τον κοίταξε στην αρχή υπεροπτικά..."

Σηκώθηκε από την καρέκλα του. Πήγε ως το παράθυρο. Κοίταξε κάτω. Άνθρωποι με βλακώδεις φάτσες έτρεχαν ανάμεσα σε πανύψηλα κτίρια. Γύρισε αποφασιστικά στο γραφείο του. Ξέσκισε το χαρτί, έβαλε άλλο. Διάβολε! Εδώ είναι Ελλάδα! Χωρίς να κάτσει έγραψε:
"Τη γάμησε και ύστερα έφυγε για τη δουλειά του".
Ναι, αυτό ήταν.









ΤΟ ΧΙΟΝΑΚΙ

Α! Καλό μου εσύ χιονάκι!
Tι ωραία να σε πιάνω
και μια μπάλα να σε κάνω
Και να σε πετώ επάνω
σ’ ένα φίλο μου παιδάκι!

Tι ωραία να κυλιέμαι
στο απαλό σου πάνω τ’ άσπρο
το λαμπρά σα φάτνης άστρο!
Ή με σε να χτίζω κάστρο
και σε όλους να παινιέμαι!

Ή να πλάθω μια μπαλίτσα,
πάνω σου να την κυλάω
κι όταν κάμποσο την πάω
πια να μη τήνε χωράω
στη μικρή μου αγκαλίτσα.

Μα η τρέλα μου η μεγάλη
είναι ο χιονάνθρωπός μου
που είν’ ο πι’ όμορφος του κόσμου
και που είναι όλος δικός μου
από νύχια ως κεφάλι.

Να κρατάει μες στο χέρι
μια σκούπα του περνάω,
μια σκούφια τού φοράω,
μάτια, μύτη δεν ξεχνάω
…και του φτιάχνω κι ένα ταίρι.

Και-αχ- νιώθω ένα πόνο
σαν ο ήλιος όταν βγαίνει
αρχινάει να τον φυραίνει
κι ο χιονάνθρωπος πεθαίνει
κι εγώ μένω πάλι μόνο…

Μα θα ρίξει πάλι χιόνι
και ξανά θα φτιάξω άλλον
πιο καλόν και πιo μεγάλον
και στη σκια θα τόνε βάλω
να μη γρήγορα μου λιώνει.










CERN-ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ
ΤΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ
10-9-08

Τι άσκοπα τα λεφτά τους που χαλάνε
αυτοί οι ανεκδιήγητοι Ευρωπαίοι!
Το Σύμπαν θέλουνε να δούνε λέει
πώς άρχισε! Και χρόνια κουβαλάνε

και χτίζουν ένα τούνελ στη Γενεύη
που στην αρχή του κόσμου θα τους πάει-
πριν απ’ του χάους τα πηχτά ερέβη
κι ο Χρόνος πριν αρχίσει να μετράει…

Επιστημονικές, χαζές σπατάλες…
δε ρώταγαν και κατά δω κανέναν
να μάθουν τις αλήθειες τις μεγάλες
που τώρα θα τους πει αυτή η πέννα:

Γιατί, το Σύμπαν μας, ω! προφεσόροι
από έλληνα έναν είχε ξεκινήσει,
το πάμμικρο όταν Σύμπαν είχε-a priori-
με το ποδάρι του αυτός κλοτσήσει.

Όλα απ’ τους έλληνες δεν ξεκινήσαν;
Κάτι αντίθετο έχετε να πείτε;
Πού πρώτοι οι έλληνες-πέστε!- δεν ήσαν;
Βλέπετε; Δεν μιλάτε: συμφωνείτε!

Κι έσπασε αυτό κι απλώθηκε και τρέχει
κι από κοντά ο έλληνας το έχει
γιατί εκτός που ξέρει να κλοτσάει
πολύ καλά κατέχει κι από χάη…

Και μη φοβόσαστε πως μαύρη τρύπα
το CERN που ίσως γεννούσε, θα σας χάσει-
το ξέρω και ως τώρα ας μην το είπα:
όλες ο έλληνας τις έχει μάσει

και τις κουβάλησε μες στην Ελλάδα
και από τότε εκείνες καταπίνουν
κάθε που είχε ο λαός ικμάδα
τόσο, που αρχίσανε πλέον να κλείνουν…

Λοιπόν την τέτοιαν αναζήτησή σας
αφήστε την και άλλο κάτι πιάστε.
Και πια τον άχρηστο επιταχυντή σας
σε μας παρακαλώ να τον περάστε:

έχει πολλά εδώ να επιταχύνει-
όπως μ’ αυτό το ποίημα κάνει τώρα
που στο τετράστιχο ετούτο κλείνει
αλλιώς πολλά θα έλεγε ακόμα.








ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης ένας είσαι ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο.
Που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Μοίρα μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.

Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω, άνθρωπε νέε, να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω το ταξίδι το δικό μου.







Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ     

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!     
Και τα όνειρά του τι γλυκά!
Εφιάλτες όχι.
Σκοτεινά όχι κενά.  
Κι όταν μισόυπνος τα μάτια μισανοίγεις
λιόλουστα όλα και φωτεινά.

Και σαν άρρωστος να ήσουν  
Κάποιος που για σένα ανησυχεί
έρχεται όπου να ’ναι
αν ήρεμα αναπνέεις για να δει.

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!     

(Και ποιος μας λέει ότι ο θάνατος
δεν είναι ένας αιώνιος τέτοιος ύπνος;)






ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο θάνατος σεργιανάει κάθε ημέρα
στην αυλή του σπιτιού του
που εμείς χαρούμενοι γη μας ονομάζουμε.

Τα χιλιοτραγουδημένα του μονοπάτια  
άνθρωποι που δεν τα γνωρίζουν
τα τραγούδησαν.

Εύκολο αυτό είναι γιατί ό,τι δεις
ο ίδιος ο θάνατος θα είναι.
Ό,τι κι αν δεις.
Όλα θάνατος είναι.
Τα δέντρα, οι υποσχέσεις, τα
φιλοδωρήματα, τα θεατρικά έργα,
οι εκδρομές σε σκιασμένα άλση με κρήνες μαρμάρινες.

Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς, ό,τι αισθάνεσαι,
θάνατος είναι.
Και έντιμος αν είσαι το ομολογείς, αλλιώς
ζωή εξακολουθείς τον θάνατο να ονομάζεις .  





ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΕΣ

Ένας σπασμένος ήχος είναι ο κόσμος  
απ’ της συμπαντικής της συμφωνίας τη μελωδία.

Ντυμένη τον ήλιο, μόνο η ψυχή  
κομμάτι της καθάριο είναι.
Την Αλήθεια αυτή μόνο
να τη γνωρίσει μπορεί, και μαζί της
αδιάσπαστα να ενωθεί.

Το σώμα να ελπίζει μόνο δύναται
να σμίξει την καρδιά του με μι' άλληνε καρδιά,
και οι δυο τους
αταίριαστες έτσι να μένουν.










ΑΡΛΕΚΙΝΟΙ

Μανάβηδες, γιατροί, ζωγράφοι, αστοί,
πιερότοι απατημένοι και περίλυποι,
αρλεκίνοι εύθυμοι και απατημένοι-
ηλίθιοι ονειροπόλοι-
παίζοντας όλοι πάνω στη σκηνή
το ρόλο τους-ως να περάσει η ώρα κι ο καιρός-
καρτερούν την ωραία τους κυρά
με σώμα όπως καθενός του αρέσει,
με καρδιά όπως σε καθένανε ταιριάζει.

Και ο καιρός περνάει.
Κι έρχεται η ωραία τους. Κι ο αρλεκίνος
τα χέρια του υψώνει προς τον ουρανό.
Κι ο ουρανός χαρτί γαλάζιο είναι και σχίζεται.
Και η ωραία του μια κούκλα είναι από χαρτόνι.







ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ

Όταν με τα χέρια σας, κορίτσια,
η φαντασία αγκάλιαζε το άπειρο
και με του στήθους σας τη θαλπωρή
χλίαινε τον κόσμο,
δεν εφαντάζονταν πως όλα αυτά
τα τόσο καθάρια και λαμπρά
σε κάποιον άλλον γίνονταν.  

Ούτε να προβλέψει εδυνόταν
πως κάποτε οι δρόμοι θα σκοτείδιαζαν
και στα σπίτια μέσα  ότι τα κρεβάτια
αρρώστιες τώρα
στα σιδερένια μπράτσα τους θα κουβαλούσαν.









ΑΜΕΡΙΚΗ

Αμερική! Στα ξενοδοχεία
μπουφές γεμάτος εύγευστα, ελαφρά,
φαγητά λαχταριστά.
Αμερική! Δρόμοι πλατιοί
κήποι μεγάλοι σε κάθε σπίτι μπρος. Ουρανοξύστες
με ρίζες όσο το ύψος τους. Γυναίκες
με το χαμόγελο πάντα στα χείλη.
Αμερική! Μπάρμπεκιου Σάββατο με φίλους.
Ήρεμο την Κυριακή
και καθαρό γκαράζ-σέιλ.
Αμερική! Ελευθερία! Χιούμορ! Ξεγνοιασιά!
Αμερική! Τέικ γιουαρ τάιμ!
Αμερική! σε κάθε γειτονιά βιβλιοθήκη.
Κέντρο Πνευματικό σε κάθε πόλη.
Ορθάνοιχτα όλα. Μυστικό κανένα.
Αμερική.  

Όλο δροσιά τα «θέλω» των ανθρώπων.
Καρδιά μου ησύχασε. Και αν δεν πας
να ζήσεις στον Παράδεισο της γης αυτόν
θα πας εκεί σαν είναι να πεθάνεις.
Η ζωή σου μακριά της ένα διάλειμμα ήταν-
μια βόλτα έξω από το σπίτι επιτρέπεται-κανείς
παίρνει μια ιδέα έτσι από την Κόλαση.
Αμερική! Μεγάλη τόσο
που πάντοτε απορώ
πώς και χωράει στην ψυχή μου.









ΜΑΣ ΧΑΝΕΙ

Κατά πως θέλουν οι αδένες  μας ,
τρέμουμε σα θα δούμε θηλυκό.

Κατά πως θέλει η κοινωνία
δίπλα μας τις γυναίκες τις κρατεί.

Κατά πως θέλει η φύση
Ο έρως ο ανεκπλήρωτος μάς χάνει.







ΑΣ ΣΤΕΙΛΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ας στείλει ο Χρόνος τη στιγμή του
να κόψει της ζωής μου το κενό. Αυτός
που τόσο θέλησα να τον γνωρίσω
χωρίς ούτε ιδέα του μια να πάρω,
να που αυτός θα ’ρθεί σε μένα τώρα
και πια όχι θα τον γνωρίσω μόνο
αλλά κι εγώ
Χρόνος μαζί του θα ’μαι.



Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΣΠΥΡΟΣ

Ερπετό που ξέφυγε απ' την Ιουράσιο
και μυαλό έχει λιγοστό και μασά σανό
κι ένα πρόχειρο έφτιαξε ξύλινο εργοστάσιο
κι ανεπίπλωτο έστησε σπίτι σε βουνό.

Και απάνου χέστηκε στα στρεβλά του πόδια
γιατί κάθε Σάββατο σπίτι κουβαλεί
σαν και κείνονε φυτά, σαν και κείνον βόδια
να 'χει ολοβδόμαδα συντροφιά καλή.

Μες στο λιλιπούτειο του άθλιο μετερίζι
τη σημαία μιας δύναμης ύψωσε κενής
κι υπηκόους του κράτους του όλους τους νομίζει
όμως δε νομίζει αυτόν άρχοντα κανείς.

Αλλ' αυτός-ψώνιο γερό-κάτω δεν το βάζει-
στην κορφή του κοτετσιού πάει κι από κει
το λειρί του σείοντας κικιρί φωνάζει
κι αφού άλλο δεν μπορεί κάνει κριτική.

Και ιδέα έχοντας άντρα πως τον κάνει
τη φτωχή γυναίκα του να ταλαιπωρεί
κάθε του μικρότητα πάνω της ξεσπάνει
και νευρώσεις της γεννά όσο το μπορεί.

Τη μικρόνοια μόνη του έχοντας παρέα
όλα με το μέτρο της το αχαμνό μετρά
κι όσα έχει άσχημα τα θαρρεί ωραία
και δικό του γέννημα όλα τα φερτά.

Καμαρώστε τον! Ιδού! Από τη δουλειά του
βιαστικός στο σπίτι του πάντοτε τραβά
και βαφτίζει αρμοστά κι ίσια όσα κοντά του
κουβαλεί ανάρμοστα και κρατεί στραβά.




ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΟ ΠΑΓΩΤΟ-
ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΗΣ ΓΙΩΤΑΣ

Το παγωτό που μου ’χεις δώσει Γιώτα
Τα παγωτά μου θύμισε τα πρώτα
Που μου ’ παιρνε ο παππούς μου
Και μου ’φευγε ο νους μου.

Κι ωραίο έτσι που το ’χεις ζωγραφίσει
Για χρόνια και για χρόνια θα κρατήσει-
Ποτέ του δε θα λιώσει
Ποτέ δε θα τελειώσει.

Κι όλους ενώ το παγωτό παγώνει,
Το παγωτό σου αντί να με κρυώνει
Το αντίθετο συμβαίνει:
Μυστήριο: με ζεσταίνει!..





ΧΙΟΝΙ

Κι αν χιόνι πέφτει τι μ’ αυτό;
κι αν κρύες του οι νιφάδες,
όμως δεν παύουν εν ταυτώ
να είναι και...νυφάδες!

Ας έρχονται. Ο άνυμφος
εγώ κι ο μονασμένος
θα πάψω και κατάδικος
να 'μια και κολασμένος.

Και οι νιφάδες θηλυκά.
Ας έρθουν οι καλές μου
και, ή θέλουνε, ή στανικά
θα γίνουνε δικές μου.

Ας έρθουνε. Στο πάλεμα
που ανέκκλητα θα γίνει
αμέτοχη ή παράμερα
καμιά τους δε θα μείνει.

Σαν μόνος να ’μαι πετεινός
σε πλήθος μέσα ορνίθων
των Δαναίδων τελικώς
θα μιμηθώ τον πίθον…

Κι ειν' η φορά η πρώτη αυτή.
νιφάδες, που, κι ας νιώσουν
την καυτερή μου αναπνοή,
μα… εμένανε θα λιώσουν.
\
 Η ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑ

Ο φόβος μην πεθάνει η μητέρα.
Ο φόβος μην οι χίτες, οι ταγματασφαλίτες, οι δεξιοί, οι τραμπούκοι, φυλακίσουν η σκοτώσουν τον πατέρα.
Ο φόβος του θανάτου μου.
Ο φόβος των φαντασμάτων.
Ο φόβος να μη μαθευτεί ότι ο πατέρας μου είναι κουμουνιστής.
Ο φόβος μην ακουστεί από κανένα γείτονα το ραδιόφωνό μας όταν εγώ και ο πατέρας μου ακούγαμε, σκυφτοί πάνω από το ραδιόφωνο Σόφια ή Τίρανα.
Ο φόβος  του Σωτήρη, ενός μεγαλύτερου παιδιού, που είχε χάσει χρονιές λόγω πολέμου, παιδιού αλάνικου, άγριωπού, νταή, ανυπάκουου, κάκιστου μαθητή, ταραξία, που χωρίς λόγο με είχε βάλει στο μάτι και ήτανε ο φόβος και ο τρόμος μου σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού.







ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ

Αν η τιβί δεν τα ’κανε μεγάλα
πώς όλα θα χωρούσαν σε μια γυάλα…
αν η τιβί δεν έκανε παιχνίδια-
σκουπίδι αυτή- με τ’ άλλα τα σκουπίδια…

Διαφήμιση αν οι Δήμοι δε διψούσαν…
τσέπες να πληρωθούν αν δεν ποθούσαν…
Αν δεν αλληλοελιβανιζόνταν
πρόσωπα που αλλιώς θ’ αφανιζόνταν…

Μα θα ’σβηνε η ελπίς να δούμε «Δούλες»
Καράγιωργες αν λείπαν κι Ορκοπούλες…
η Σαίξπηρ ν’ απολαύσουμε στη ζωή μας…
ή τον από γυαλί «Κόσμο» του Ουίλλιαμς…

Αντάξιες παραστάσεις έργων άξιων!
Όμως ιδού! προβάλλονται στο ΑΧΙΟΝ
και τρίχες τους κορίνθιους αν γεμίζουν
τους τριχολόγους όμως θησαυρίζουν…

 

ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΧΟΛΕΙΩΝ

Άνοιξαν τα σχολεία μας και οι αυλές γεμίσαν
με υπουργούς, υφυπουργούς, δήμαρχους, κομματάρχες,
που λόγους λάβρους βγάζουνε πλήθος για την Παιδεία
είτε κατηγορώντας την, επαίνων είτε πλήρεις.

Και μέσα στη λαμπρότητα των την πανυγηρικήν των,
μικρά παιδάκια, αμήχανα κατά το μάλλον και ήττον,
στέκουνε περιμένοντας οι λόγοι να τελειώσουν
ελπίζοντας ότι κι αυτά υπάρχουν πως θα νιώσουν.












TO ΝΤΙΒΑΝΙ

Την τριγυρνούσε μέρες-μέρες τ' αρνιότανε.
 Ώσπου είδε το ντιβάνι. Πια δεν κρατιότανε.
Η κόκκινη κουβέρτα πάνω στο στρώμα του
τα βυσσινί στα πόδια βαθύ το χρώμα του,

η θέση του στο χώρο-στου δωματίου τη μέση
με γύρω τους καθρέφτες ω! τώρα της αρέσει!
Την ίδια μέρα κιόλας επήρε την απόφαση
κι είχε το τραίνο χάσει με κάποια πρόφαση.

Και τάχα να μη δείξει συνήθεια σ' αυτά
όλη δεν εξαπλώνει μα κάθεται κοφτά
στου ντιβανιού την άκρη. Μα μόνο ως τη στιγμή
που αρχίσαν oι πνιγμένοι του πόθου οι στεναγμοί.








ΠΡΑΣΙΝΑ

Μου περισσεύει έρωτας και πού να τον χαρίσω.
Στη νεαρή ζωντόχηρα που πήγα να ρωτήσω
μου 'πε πως θέλει ομορφιά το ταίρι της να έχει
 κι όχι εκείνος, αλλ' αυτή ξοπίσω του να τρέχει.

Η παντρεμένη μ' έδιωξε' ανύπαντρον δε θέλει
όπου σε όλους να το πει πού βρίσκει τόσο μέλι.
Κι η χήρα με κυνήγησε-θέλει του μακαρίτη
να μοιάζει όποιος φίλος της θα έμπαινε στο σπίτι.

Σε κάποια λεύτερη κι εγώ θα έβρω αποκούμπι.
Δεν είναι νια και όμορφη, κιόλο μιλεί θλιμένα.
To ρούχο της κουρελιαστό, το φαγητό της θρούμπι
μα κείνο που ετράβηξε κοντά σ' αυτήν εμένα
είναι τα μάτια τα πολύ πράσινα και μεγάλα
που πάντοτε στην άκρη τους υγρή έχουν μια
στάλα.









ΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ

Δε θέλω να γνωρίζομαι μ' ανθρώπους-ο θεός τους
τους έχει επιλήσμονες πλάσει και ασεβείς
και φυσικό τους φαίνεται φίλους και συγγενείς
ν' αποξεχνούν, σα να κλωτσάν πέτρα που 'βρέθη εμπρός τους.

Μα στη δική μου αγκαλιά πολλές χαρές χωράνε
κι είναι της τόσο φυσικό τους πάντες ν’ αγαπά
που την πληγώνει ο χωρισμός όσο πικρός και να ' ναι
και νιώθω φρίκη όταν αυτός την πόρτα μου χτυπά.

Γι αυτό κι εγώ δεν αγαπώ παρά τα δέντρα μόνο
τα ζώα και τα λούλουδα και τα ψηλά βουνά'
αυτά δε θα μου δώσουνε του χωρισμού τον πόνο
κι οι ώρες κοντά τους θα κυλούν τερπνά και φωτεινά.



ΠΑΤΡΙΣ ΕΝ ΠΟΡΝΕΙΑ ΘΝΗΣΚΟΥΣΑ

«Ποιος είναι αναμάρτητος
να ρίξει πρώτος πέτρα;
Τις ανομίες ολωνών
θα μπόρειε  ποιος να εμέτρα;

Από τον άθλιο βασιλιά
ως τ’ άμετρά μου πιόνια
στη χώρα ποιος δεν έκλεβε
τώρα και τόσα χρόνια;

Κι αφού ο λαός με πρόδωσε
ποιος μένει να με γιάνει
και όχι  πόρνη αλλά κυρί
α πάλι να με κάνει;..

Κανείς! Γι αυτό ελάτε μου
της γης οι πόρνοι όλοι!..
και βιάστε με… και πάρτε με…
…δική σας είμαι όλη…»



ΕΝΑ «ΓΕΙΑ ΣΟΥ»...

Και τι να σου ’λεγα για μένα
που δεν γνωρίζεις;
Όλα στα μάτια μου ειν’ γραμμένα
που συ ορίζεις.

Με τι άλλο ν’ άγγιζα τ’ αυτιά σου;
όλα τ’ ακούνε-
μες σ΄ ένα ολόπικρό μου «γειά σου»
όλα μου ηχούνε.

Μονάχα να σου ψιθυρίσω
λόγια έχω χίλια
στ’ αυτί σου όταν θ’ ακραγγίσω
τα δυο μου χείλια.

Αυτό! Ποτάμια όχι μεγάλα
που όλα πνίγουν
μα νερο-άχνες, στάλα στάλα
τρύπες που ανοίγουν!

Βιβάρι,16-7-07
             ΜΕΣΙΝΌ

Αφήνοντας πίσω την όσιαν Εφύρα
μαρτιάτικο Δείλι το Δρόμο επήρα-
με τ’ Όνειρο ως μες στις Πηγές του νεκρό-
και τράβηξα Πάνω, για τον Φενεό.
Κι εις μία του μαύρου του Δρόμου Στροφή
Το Άνω ιδού μπρος μου- ιδού η Κορυφή!
 
Γραφή μια το μάτι φωτάει το κενό:
«Στον τόπο είσαι φίλε που λεν Μεσινό!
Σταμάτα! Πια γι άλλο τι έχεις να ψάχεις-
του Βελλεροφόντη τη Μοίρα θες να ’χεις;»
Κι ο πράσινος Κάμπος απλώνονταν κάτου
Σφιχταγκαλιαστός τα χρυσά τα Νερά του.

Σταμάτησα. Κι αν αμφιβάλλοντας λίγο,
Για Μέθη οργώντας, περνάω στον Τρύγο.  
Και βλέπω Χωριό που ως Ήλιος μετράει
και Πνεύμα και Φως και Ιδέες σκορπάει.
Κι ιδού! Ο Καφφετζής του υμνεί Καζαντζάκη
Και Ρίτσο απαγγέλλει, και λέει Πρεβελάκη.

Κι ο Πρόεδρος ιδού! του εντόπιου Συλλόγου
Μαικήνας και Μύστης του Νου και του Λόγου.
Και να! Ημερίδες κι Υγείας πρωτιές!
Το Θέατρο να ’το! Και να! κι οι Γιορτές!
Και Άνθρωποι να! με καθάριο Μυαλό!
Και να το Βαθύ, το Αγνό, το Υψηλό!

Μικρό Μεσινό, που ως Ψέ\μα φαντάζεις
Σ’ Αλήθεια την κάθε Ψευτιά πώς αλλάζεις!
Μικρό Μεσινό που όλα μαγεύεις
πώς Όνειρα πάλι νεκρά ζωντανεύεις!

Μακάριες οι Εφύρες μ’ αυτές που Οδηγό
καθείς το δικό του θα βρει Μεσινό.  




ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

(2004. Γιορτή βιβλίου στην πλατεία του Άρεος. Δίπλα στο περίπτερο των «ποιητών» της Τρίπολης, κάποιο περίπτερο κάποιας Δημόσιας Υπηρεσίας-γειτονιά. Και πίσω από τον πάγκο του περίπτερου καθισμένες «Το Γέλιο» και «Το Στήθος»: Στο ένα κορίτσι ένα διαβολικά ελκτικό γέλιο και στο άλλο το τέλειο στήθος.)

Δυο κορίτσια μου γελάνε-
άνθη ανοίγουν κι ευωδάνε
και μεθούν τη γύρω φύση
με χαράς γλυκό μεθύσι.

Δυο κορίτσια μου μιλούν
ρυάκια γάργαρα κυλούν
και τo αλέγρο τους τραγούδι
δροσοστάλαχτο λουλούδι.

Κι αχ ζευγάρια δυο ματάκια
που ας γινόταν δυο λεφτάκια
να ερχόνταν από δω
και να βλέπαν ό,τι εγώ:

να 'δουν πόδια, να 'δουν χέρια
να 'δουν άσπρα περιστέρια
να ’δουν χείλια και φιλιά
κι όλο μέλι αγκαλιά

και να νιώσουν τι μαρτύρια
τόσα κάλλη δίνουν μύρια
και ποινή να ξέρουν ποια
θα ' χουνε γι αυτό βαριά.

Και μετά ξανά πια μπαίνουν
στις τρυπίτσες πoυ ομορφαίνουν,
να μας βλέπουν από κει
όπως πάγοι πολικοί,

που κι οι γήινοι να λιώσουν
κείνοι δε θα τελειώσουν-
γελαστά θα μας κοιτάζουν
και κρυφές ματιές θ' αλλάζουν.

Και στην Κόλαση μον' του Άδη
μεις θα βρούμε ίσως χάδι-
αν η θέρμη της η τόση
τα παγόβουνα θα λιώσει...

Βρε για δες τι πάει και κάνει
ο θεός μας-το φουστάνι!
βρε για δες πού οδηγεί
η όλο αιμάσσουσα πληγή:

με την όμορφη γιορτή
δυο γυναίκες ασορτί,
και γι αυτές εγώ να γράφω
μ’ ένα πόδι μες στον τάφο.








ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα ’δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά
μέσα τ' αηδόνι ας άδει.

Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει'
μ’ ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά
κανείς δε μας κοιτάζει.

Οι άνθρωποι είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.

Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
Το σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών,
ας λάμνουν μέσα γλάροι.

Έργα έχουν άλλα, σοβαρά
οι άνθρωποι να πράξουν-
’σύχασε΄ ούτε μια φορά
εδώ δε θα κοιτάξουν.

Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει
κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά
πως δεν θα εννοήσει.



ΓΙΑΝΝΗ, ΒΟΗΘΕΙΑ!

(Στο οχτάχρονο, αγαπητό σε όλους αλβανάκι και φιλαράκι μου, που έκανε δουλειές, βόλτες και θελήματα πάνω σ’ ένα ποδήλατο.Ήτανε η μασκώτ του Βιβαριού. Και περηφανευόταν για τις «γκόμενες» που είχε «κατακτήσει»)

Ρε Γιάννη τόσες γκόμενες για πες μου πού τις βρήκες-
τόσες που τους αρέσουνε οι όσες τους κάνεις γλύκες;
Και πού τις πας και κάνετε τα όργιά σας κάθε μέρα
που για τις τσάρκες σας κανείς δεν ξέρει εδώ πέρα;

Κι αν φίλος σου δεν ήμουνα όλα να μου τα πεις
αυτά δε θα τα μάθαινε Βιβαριανός κανείς.
Μα μου τα ξέρασες προχτές που μπόσικο σε βρήκα
και σ’ όλες των ερώτων σου τις λεπτομέρειες μπήκα.

Κι αφού ονόματα να πω δε θέλεις, δεν τα λέω.
Μα ότι γκόμενες πολλές έχεις, δεν ειναι νέο.
Όλοι το ξέρουνε καλά ότι στ’ ωραίο Βιβάρι
δε σου ξεφεύγει θηλυκό. Κι ο διάολος να με πάρει,

αν έχω μάτι κλείσει εδώ, για τόσους μήνες τώρα
να σκέφτομαι με τι άραγε τις καταφέρνεις δώρα.
Πες μου ρε Γιάννη τι τους λες και δούλες σου τις κάνεις;
Και πώς το ψήσιμο αρχινάς; Και πώς το αποκάμεις;

Φαίνεται το ποδήλατο τα θηλυκά τραβάει
και πάνω ανεβαίνουνε κι αυτό όπου πας τις πάει.
Γι αυτό εξαφανίζεσαι συνέχεια από την πιάτσα;
Πας κάπου και στα γρήγορα βολεύεις τη ραγγάτσα;

Κι «όχι» καμιά πώς δε σού λέει ρε Γιάννη από τις τόσες,
όχι πουλάδες μοναχά, αλλά ου μην και κλώσσες;
Φίλος σου είμαι Γιάννη μου. Πες μου το μυστικό σου
Και-κάτι που δε γίνεται-θα γίνω πιο δικός σου.

Και μη μου πεις τα νιάτα σου κι η ομορφιά που έχεις
πως κάνουνε τις γκόμενες να τρέχουν όπου τρέχεις,
γιατί αυτά τα ’χα κι εγώ μα ούτε μύγα μου ’ρθε-
μόνο έτρωγα χυλόπιττες πάντοτε κι απ’ ολούθε.

Ή μη μου πεις πως άλλαξε τώρα η κοινωνία.
Άλλοι και τότε είχανε-μόνο εγώ καμία.
Πες μου ρε Γιάννη φίλε μου ώστε προτού πεθάνω
να μάθω-μη και κάτου εκεί ρωτάω και δε φτάνω...

Λοιπόν κανόνισε αύριο, στου αη-Λια το πανηγύρι
προτού τελειώσουν του χορού οι φτερωμένοι γύροι
να μου ειπείς τα κόλπα σου τ’ ακαταμάχητά σου
για να ’μαι και...γκομενικώς πλέον εγώ κοντά σου.

Και θα σου πω και τ’ όνομα εκείνης που γουστάρω
για να μου πεις τα ειδικά τα μέτρα που θα πάρω-
έτσι που αυτή στα σίγουρα και μένα ν’ αγαπήσει
(μιας κι οπωσδήποτε κι εσύ την έχεις... κανονίσει).

Να μάθω τι να της ειπώ, και πώς να τη γελάσω
και να μη μείνω πάλι εγώ, ο φίλος σου!, στον άσσο...

Κι όταν τη ρίξω, τότε πια, γεμάτος ευτυχία
θα δίνω και στους γύρω μου λίγα απ’ αυτήν ψυχία,

να ξέρουνε τι χάνουνε με δίχως γκομενίτσα
που ξετρελαίνει το ντουνιά με νάζια και καπρίτσια.
Και για καλό και για κακό, με όποιο μυστικό σου
φέρε μαζί σου Γιάννη μου και το ποδήλατό σου.

Αυτά είχα Γιάννη να σου πω κι αυτό να σου ζητήσω.
Κι απ’την κυβέρνηση εγώ με γράμμα θα ζητήσω
σ’ όσα παιδάκια Γιάννηδες τα λένε, να φροντίσει
κι από ’να νέο ποδήλατο σε όλα να χαρίσει.

        Βιβάρι, 11-7-07








   ΕΜΕΙΣ ΟΙ «ΞΕΝΟΙ»...
(Στον φίλο μου το Γιάννη, το αλβανάκι του Βιβαριού)

Γιάννη μου, ξέρεις τάχατες
γιατί σε αγαπάω
κι αν μία μέρα δε σε δω
άκεφος τριγυρνάω;

Είναι γιατί όπως είσαι συ
σ’ αυτό το μέρος «ξένος»,
έτσι κι εγώ είμαι απ’ αλλού-
’πό πιο μακριά φερμένος.

Και αν εσύ ’σαι Αλβανός,
εγώ όχι από χώρα
αλλά απ’ αστέρι μακρινό
εδώ έχω έρθει τώρα.

Κι εδώ-το βλέπεις-όλοι τους
το ’χουνε καταλάβει
κι όλοι με αποφεύγουνε
σαν το νερό το λάδι.

Και ως ποτέ μου δε ζητώ
ούτε ό,τι μου ανήκει,
της μοναξιάς της πρόσκαιρης
θα είναι όλη η νίκη.

Γι αυτό και, Γιάννη, σ’ αγαπώ-
γιατί εμάς των δυο μας
όλοι οι άλλοι απεχθάνονται
το χνώτο το δικό μας,

που και την καλημέρα τους
με ζόρι θα την πούνε
και σα μας βλέπουν θα γυρνούν
ή θα λοξοδρομούνε.

Λες Γιάννη πως το χώμα αυτό
το ’φτιαξε ο θεός για κείνους
κι όχι για όλους-μελαψούς,
μαύρους, λευκούς, κιτρίνους...

Ως και στο μώλο μόνοι μας
μιλούμε όλη την ώρα.
Οι άλλοι κι οι άλλες μακριά
λες μην κολλήσουν ψώρα.

Είμαστε «ξένοι» Γιάννη μου.
Εμείς... για σκέψου... ξένοι...
εμείς που μ’ όλα νιώθουμε
δικοί κι αδερφωμένοι...

Και τα κορίτσια πρόσεξες
πόσο μακριά μας μένουν;
Ούτ’ ένα «γεια σου» δε μας λεν-
κάνουν πως δε μας βλέπουν...


Μα δεν πειράζει φίλε μου.
Την παιδική ψυχή μας
εκείνα δεν την έχουνε.
Κι αυτή ’ναι η τιμή μας.

Και θα ’ναι το εισιτήριο
αυτό, για μας, να μπούμε
στα αιθέρια και στα ιδανικά
που εκείνα δεν μπορούνε.

Την «ομορφιά» τους τη φθαρτή
λοιπόν καλά ας κρατήσουν-
μιας κι έτσι λίγο που κρατεί
θα σβήσει πρι’ να σβήσουν.

Μα εμείς την αιωνία μας
αγνή ψυχή κρατούμε
όπου  ολόλευκη θα ζει
κι όταν αυτά χαθούνε.

Και με αυτήν παρέα μας
θα γέψουμε μεις Γιάννη
χαράς κι αγάπες κι ηδονές
που ανθρώπου νους δε φτάνει.







ΑΦΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΑ

Αφού περίμενα
περίμενα
περίμενα
και δεν ήρθες

πήρα τηλέφωνο
τηλέφωνο
τηλέφωνο
μία φίλη.

Κι ό,τι θα μου ’δινες
θα μου ’δινες
θα μου ’δινες
με το ζόρι
αυτή μου το ’δωσε
μου το ’δωσε
μου το ’δωσε
μ' ένα κρίνο.







ΟΙ ΓΛΑΣΤΡΕΣ ΕΞΩ
(Η κυρία Ρωρερκάρ έχει γεμίσει την είσοδο της πολυκατοικίας με γλάστρες με υπέροχα φυτά και λουλούδια μέσα τους. Κάθε χειμώνα τις παίρνει μέσα στο σπίτι της και κάθε καλοκαίρο τις βγάζει έξω. Όπως τις έβγαλε χτες).
 

Καλώς τες.

Ήρθατε λάμποντας από ευτυχία
και την αιτία της σαλπίζοντας
με την εμφάνισή σας μόνο-
τόσο δε θα την φωνάζατε
ούτε αν είχατε φωνή τελάλη.

Για να σας μεταφέρει
απ' το 'να το δωμάτιο στ' άλλο
σας αγκάλιαζε.

Τη βλέπατε να τρώει,
να πλένεται,
να γδύνεται,
να κοιμάται.

Τα φυτά που κουβαλάτε μέσα σας
την έγνοια της όλη
το καλοκαίρι ολόκληρο είχαν.
Τα πότιζε, τα χάϊδευε, τους εμιλούσε.
Τ' άγγιζε ξεσκονίζοντας τα φύλλα τους.
Ίσως και τα φιλούσε.
Κι αν ένα φύλλο έβλεπε ξερό
για μία μέρα ολόκληρη στενοχωριόνταν.
Τα μάτια της γεμάτα απ' την εικόνα τους.
Σε κείνα το χαμόγελό της χαρισμένο.

Γλάστρες σάς μισώ.
ΟΙ ΓΛΑΣΤΡΕΣ ΜΕΣΑ

(Όταν η κυρία Ρωρερκάρ πήρε το χειμώνα από την είσοδο της πολυκατοικίας μας τις γλάστρες της και τις έβαλε μέσα στο σπίτι της)

Χωρίς τα λούλουδα, χωρίς τις γλάστρες-
αγόρια αυτά και κείνες ξελογιάστρες-
πώς θα περάσουν δίχως τους οι μήνες;
πώς οι βραδιές οι άθλιες μας εκείνες;

Γέμιζε ο τόπος. Άδειος μένει τώρα.
Τα πρασινούλια τους που ’ναι τα δώρα;
Γέμιζε την ψυχή μας η ομορφιά τους.
Άδειες κι αυτές-άδειοι και μεις κοντά τους.

Όχι! Καθόλου δεν παραπονιέμαι
και για παραπονιάρης ας περνιέμαι.
Όχι! Υποχρέωση καμιά δεν είχε!
Άλλαξε ύφος ζήτουλά μου στίχε!

Διόλου παράπονο! Μόνο ένα κλάμα
καθώς σαν κάτι χάσουμε που αντάμα
μ’ αυτό εζούσαμε. Ναι. Λίγα δάκρυα
στης καθημερινότητας την άκρια.

Λείψαν τα ποιήματα; Στο διάλο ας πάνε.
Άψυχες μουτζαλιές για με μετράνε.
Μα τα λουλούδια!.. Τ’ άνθια!.. Η δροσιά μας!,
Οι φίλοι!.. Η παρέα!.. Η χαρά μας!..

…Μα τι; μήπως κι η Ανοιξη ειν’ για πάντα;
Ή πάντα στων παιδιών τον ώμο η τσάντα;
Όλα μια φεύγουνε μια ξαναρχόνται
και γέλιο-δάκρυ αλληλοξεπερνιώνται...

Μόνο παρακαλώ κυρία Σούλα
να τα προσέχετε τα καημενούλια
ώστε να τα 'χουμε του χρόνου πάλι.
Και λίγο που θα λείψουνε-χαλάλι.









ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΦΙΛΙΩΝ

Παρέλαση φιλιών.
Το δικό σου πρώτο.
Σημαιοφόρος.








ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ

To αυτοκίνητο σταμάτησε. Άπλωσε το χέρι του και συμμάζεψε τα μαλλιά της. «Έτσι"», της είπε, «είναι καλλίτερα».
Το άγγιγμα του χεριού του πάνω της, ξύπνησε μέσα του όλη την αγάπη που μέχρι τώρα κρυβόταν κάτω από τις μικρές προσοχές της οδήγησης.
Εκείνη ένιωσε την ταραχή του. Ένα ξαφνικό κύμα μεγάλης επιθυμίας να ριχτεί στην αγκαλιά του την κυρίεψε. Άπλωσε τα χέρια και τον αγκάλιασε γέρνοντας το κεφάλι στο στήθος του.
Εκείνος την έσφιξε δυνατά πάνω του.
Έμειναν έτσι χαμένοι στο αγκάλιασμά τους ώρα πολλή.
Όταν αυτό τελείωσε, ξαναπήραν τις συνηθισμένες στάσεις τους και συνέχισαν το ταξίδι τους. Τώρα όμως όλα ήταν διαφορετικά. Καθένας τώρα ήξερε πως δεν ανήκει στον εαυτό του.







ΤΑ ΜΑΣΤΟΡΈΜΑΤΑ

Όπως μετά τον θάνατο του Θεανθρώπου
ο μέγας έγινε σεισμός,
έτσι και όταν πέθανε ο Αχυράνθρωπος
μέγας σεισμός ερήμαξε τον τόπο.

Οι μαθητές και οι πιστοί ταράχτηκαν.
Το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο
δυο τρεις καρέκλες του τελείως διαλύθηκαν
κι άλλες επάθανε τέτοιες ζημιές
που άνθρωπος πάνω τους δε γίνονταν να κάτσει.

Γρήγορα οι αγαπημένοι μαθητές συνήλθαν.
Γεμίσαν πάλι μ’ άχυρα το σώμα του Δασκάλου,
του δέσαν πάλι τις κλωστές που τον κινούσαν,
το χάσμα του ναού καλύψανε όπως όπως
κι οδήγησαν μες στο ναό
μπρος στους πιστούς
το φάντασμα του Αχυρανθρώπου.

Αυτό
από κομψό ένα καλάθι πρόκες έβγαλε,
σφυριά
και στους πιστούς τα μοίρασε.
Και όλοι επιδοθήκανε με ζήλο
στων καρεκλών τους την επισκευή.
Κι ολονυχτίς η χώρα
δεν εκοιμήθηκε από τα μαστορέματα.

Τέλος
καθίσαν όλοι πάλι στις καρέκλες τους
και χειροκρότησαν θερμά το φάντασμα-Αχυράνθρωπο.
Κι αν τίποτε άχυρα του πέφτανε καθώς κινούνταν
τρέχανε αμέσως και στη θέση τους τα βάζανε.












Η ΑΝΑΝΔΡΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
(Σάββατο, 21 Φεβρουαρίου 2015

Ο υπουργός δικαιοσύνης χαρακτήρισε άνανδρη δολοφονία την δολοφονία του φρουρού των φυλακών Δομοκού.
Οι φασίστες όλων των κυβερνήσεων του παρελθόντος χαρακτήριζαν άνανδρες τις παρόμοιες δολοφονίες ή επιθέσεις σε στόχους από τη 17 Νοέμβρη ή άλλες οργανώσεις και ομάδες.  
Τα λέω αυτά γιατί μία δολοφονία πάντοτε είναι «άνανδρη» εξ ορισμού. Το συνθετικό «δόλος» της λέξης «δολοφονία», σημαίνει ότι η λέξη έχει τα χαρακτηριστικά του τεχνάσματος, της πανουργίας, του στρατηγήματος, της παρανομίας.
Λέγοντας άνανδρη δολοφονία είναι σαν να λέμε αντρείο θάρρος, αμίλητη σιωπή και τέτοια.  Υπάρχει αντρίκια δολοφονία; Ανδρεία δολοφονία; Λεβέντικη δολοφονία;
Και οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις κάποιου από τους εμπόλεμους σε έναν πόλεμο, άνανδρες κι αυτές;
Δηλαδή τι θα ήθελαν όσοι χαρακτηρίζουν μια δολοφονία άνανδρη;
Η Οργάνωση που σχεδίασε μία δολοφονία να βγάλει μια τέτοια ανακοίνωση;:

«ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΑΔΕ
Ανακοίνωσις δολοφονίας Σαμαρά (πχ)
Προς την ΕΛΑΣ
Κοινοποίηση: ΓΕΣ, ΓΕΑ, ΓΕΝ, ΓΑΔΑ και προς πάντα ενδιαφερόμενο.
Την δεκάτην τετάρτην του μηνός Μαρτίου ενεστώτος έτους και ώραν ενδεκάτην πρωινήν θέλει επιχειρηθεί υπό της Οργανώσεώς μας δολοφονία του Σαμαρά (πχ).
Ο τόπος που επελέγη είναι η διασταύρωσις των οδών Δ και Ε της περιοχής Κολωνακίου, από όπου καθημερινώς διέρχεται ο κύριος Σαμαράς (πχ).
Θα επιχειρήσουν δύο άτομα, άρρενες. Ο εις εξ αυτών θα φέρει περούκαν πλουσίας κόμης και θα φορεί χακί τζάκετ. Ύψος ένα μέτρο και εβδομήκοντα τρία εκατοστά, αδύνατος. Αυτός θα φέρει το περίστροφον με το οποίον σκοπεύεται η δολοφονία του Σαμαρά (πχ). Ο έτερος επιχειρών θα ευρίσκεται εις τζιπ εσταθμευμένον περί τα είκοσιν μέτρα μακράν της τοποθεσίας της δολοφονίας ίνα μετά ταύτην φυγαδεύσει τον δολοφόνον.
Εφιστώμεν την προσοχήν των αρχών εις το κάτωθι: Εις την διασταύρωσιν υπάρχουν δύο περίπτερα. Ο υποψήφιος δολοφόνος θα κρύπεται όπισθεν του δυτικώς ευρισκομένου περιπτέρου. Δια τους αγνοούντας τον τοιούτον-γεωγραφικόν-καθορισμόν της θέσεως του περιπτέρου, διευκρινίζομεν .ότι το δυτικόν περίπτερον είναι το φέρον έξωθι αυτού ταμπέλαν ένθα ευκρινώς αναγράφεται «ΑΕΡΙΟΥΧΑ ΠΟΤΑ»
Ευελπιστούντες δια μίαν έντιμον αντιπαράθεσιν μετά της ΕΛΑΣ και ενδεχομένως των στρατιωτικών δυνάμεων άτινας η κυβέρνησις ήθελεν διατάξει έναντι ημών κατά την διάρκειαν της αποπείρας μας.
Διατελούμεν μετά τιμής
(ακολουθούν σφραγίδες και υπογραφές της Οργάνωσης)»
Αυτό θα περίμενε ο κύριος υπουργός ώστε μία δολοφονία να μην είναι ανανδρος;
Ε πια!






ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ-ΖΩΗ ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ ΔΥΟ

Γυναίκες κι άντρες όλο ζωή και σφρίγος, για χρόνια
στου σινεμά μέσα γυρνάνε τα στενά,
και μόνο μια στιγμή μετά από τόσες, ξάφνω,
στέκουν ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλονε στα μάτια.

Και πια, πάει, αγαπηθήκανε.

Τι πράγμα άγνωστο ο έρωτας
στους σκηνοθέτες είναι! Και με τι ψέματα
φορτώνουν τη Ζωή και την ντροπιάζουν!
Ενώ Αυτή, η Ζωή, ο Μέγας Σκηνοθέτης, Αυτή,
που άντρα και γυναίκα έχει γεννήσει, ξέρει πως άλλο εκείνοι
δεν σκέφτονται κάθε στιγμή, από την πρώτη που θα ιδωθούνε,
παρά πώς, ένας μες στον άλλο θα βρεθούν, και πώς,
πάνω στο καταπράσινο της γης το λάγνο στρώμα,
θα χτυπηθούν, θα ρικνωθούν και θα πεθάνουν, ώσπου,
όσο πιο γρήγορα μπορούν, ν' αναστηθούν,
και το παιχνίδι τους να ξαναρχίσουν.








ΦΥΛΑΚΈΣ

Τόσοι δολοφόνοι, τόσοι κλέφτες,
πώς έξω βρίσκονται από τις φυλακές  
και σκοτώνουν, και απατούν, και
εργοστάσια ανοίγουν και δουλειές;

Είναι που φυλακές δεν υπάρχουν,
ή μήπως όλη η γη μια φυλακή είναι
και αυτοί δίκαια εδώ κυκλοφορούν;
Τότε γιατί φτιάχνουνε νόμους-

για να κοροϊδέψουν ποιους; Ή οι νόμοι
οι κανονισμοί της φυλακής είναι
και άλλο έξω από κάγκελα
 
και πόρτες κλειδωμένες και φρουρούς
δεν υπάρχει, και η ελευθερία, μια νοσηρή
κάποιου ποιητή φαντασία είναι;
ΙΟΥΛΙΟΣ 1826

Δεν ξέρουμε την ημερομηνία.
Σκόπιμα δεν την δίνει η Ιστορία-
Βαρύτητα και σημασία τόση
Μια μέρα δε θα μπόρειε να σηκώσει.

Ιούλιος ήτανε. Ο άγιος μήνας.
Ο χρυσοφόρος χορταστής της πείνας.
Μα όλα τα χωράφια χέρσα τώρα.
Πείνα και δυστυχία σ’ όλη τη χώρα.

Αιματωμένος ο Μοριάς σφαδάζει
Κάτω απ' τον Ιμπραήμ που τον ρημάζει.
Κάτω απ' το Τούρκικο σπαθί και βόλι
Η Ρούμελη προσκυνημένη όλη.

Χαμογελάει χαρούμενη η Αγγλία.
Νικήτρια λογίζεται η Τουρκία.
Τα όρνια μαύρους ουρανούς διασχίζουν.
Των Φιλελλήνων οι καρδιές ραγίζουν.

Τώρα βαριά στο στήθος λαβωμένη
Η Επανάσταση αργοπεθαίνει.
Τα όνειρά μας τώρα σκοτωμένα
Τα πέντε χρόνια πριν αναστημένα.

Μα μες σ’ αυτήν τη νύχτα να! μια αχτίδα!
Μες στην απελπισιά να! μια ελπίδα!
Μέσα στο τόσο μαύρο μια εικόνα
Λες χελιδόνι μέσα στον χειμώνα.

Μία εικόνα, η μόνη που στη μνήμη
Έχει απ’ αυτό το χάος στο νου μας μείνει.  
Μία εικόνα οπού κλει’ εντός της
Το θάμα της Φυλής κι όλο το φως της:

Ανάπλι. Μπούρτζι. Μες στην ασφάλειά του,
Μες στα λιγόφωτα, υγρά κελιά του
Οι Κυβερνήτες μας κυνηγημένοι.
Και να σ’ ένα από κείνα τι συμβαίνει:

Αγκαλιαστοί Ζαΐμης-Καραΐσκάκης.
Χάμου, νεκρά τα φίδια της αμάχης.
Οι σκιές των άξιων μας προγόνων γύρω
Βαθιανασαίνουν της στιγμής το μύρο.

Ο Γιος της Καλογριάς  χαρτί κρατάει
Και με κλαμένα μάτια το κοιτάει.
Και το χαρτί της Αρχιστρατηγίας-
Κι εκείνο κεραυνός-κι αυτός ο Δίας.

Κι αυτά τα λόγια θα ’τανε γραμμένα
Πιο πριν απ’ τους δυο άντρες ειπωμένα,
Αν η εικόνα είχε αυτή λεζάντα:
"Καραϊσκάκη, στους κινδύνους πάντα

Ο Έλληνας τα πάθη του ξεχνάει.
Και τώρα η Πατρίδα μας ζητάει
Να δώσουμε τα μίση μας στη λήθη".
«Ναι. Το ζητάει.» , ο ήρως τ' αποκρίθη.

("Αυτό περίμενες. Λοιπόν χτικιάρη
Νάτο! Κανένας δε σου το ’χει πάρει.
Ας δούμε τώρα τι μ’ αυτό θα κάνεις-
Τι θα πρόλαβεις-ώσπου να πεθάνεις.

Παρ’ το. Καλογραμμένο και μεγάλο.
Αλλά, μην περιμένεις τίποτ’ άλλο-
Στρατό, τροφές ή και πολεμοφόδια-
Μον’ άφθονα να καρτεράς εμπόδια.

Ας δούμε τι θα γίνει και με σένα.
Παρ’ το. Έτσι κι αλλιώς όλα χαμένα.
Εδώ είναι γύφτο. Παρ’ το. Όλο δικό σου-
Και γράφει μέσα του το θάνατό σου").

Τρέμετε της Τουρκιάς τ’ άγρια τ’ ασκέρια.
Δωριείς και Αχαιοί δώσαν τα χέρια.
Τρέμετε. Ο Γιός της Καλογριάς οπλίστη
Με την Τιμή του Εθνους και την Πίστη.

Ντροπιάσματα και προσβολές αιώνων
θα ξεπλυθούν σε λίγους μήνες μόνον
Κι ολόρθη θα σταθεί η Ελλάδα πάλι
Καθάρια και Πανώρια και Μεγάλη.

..Αλλά, μη σε κρατώ Καραϊσκάκη.
Το λαΐκό ανέμισε μπαϊράκι,
Αγνόησε τη φτωχή μου την παλέτα,
Και τρέξε. Και ροβόλησε. Και πέτα.

Μες στη χρυσή τη μοναξιά τους-άκου!
Αδημονούν Κομπότι… Σοβολάκου...
Τη συντροφιά τους σου ζητούν την άλλη
Τη Θεία, την Τιτάνια, τη Μεγάλη.

Βιάσου Καραϊσκάκη. Σού απομένει
 Εννιά μηνών ζωή. Ευλογημένη
Κάνε την άθλων Ηρακλείων γεννήτρα
Την καρπερή του ηρωισμού σου μήτρα.

Μέσα της συνωστίζονται-βρυχιούνται
Παιδιά που βιάζονται ... που να! Γεννιούνται!
Να τα Δερβενοχώρια! Το Χαϊδάρι!
Να αντίς τα μαύρα όρνια οι άσπροι γλάροι.

Να η Δομπραίνα! Να!  η Αράχωβά σου,
Το διαλεχτό μες στ’ άλλα τα παιδιά σου.
Και να το Δίστομο! Το Τουρκοχώρι!
Καθένα πιο ακριβό από τ’ άλλα θώρι…

Μάντρα του Σαρδελά, το Κερατσίνι
Όπου με την Καστέλα ένα εγίνη.. .
Να τα μεγαλεπήβολα σχεδιά σου
Τα ορθολογικά κι αστραφτερά σου.

Και να ξανά η Ελλάδα αντρειεμένη.
Να πάλι η Ρούμελη λευτερωμένη.
Να τα όνειρα μας όλα σαρκωμένα.
Και να τα γέλια των εχθρών πα’μένα.

Να η Τουρκιά να στέκει στη γωνία
Και τ’ άστρο σου να βλέπει με αγωνία
Που όσο ψήλωνε και πιο φαινόταν
Και τόσο το δικό της θαμπωνόταν.

Και να ’σαι! ο μεγαλύτερος απ’ όλους
Τους νους του τόπου μας τους φεγγοβόλους
Να η στρατιωτική σου ιδιοφυΐα
Που άλλη δεν ξανάδε  η Ιστορία.

Και να το "όχι" σου στην προδοσία  
Και να η τραγική σου η θυσία
Και να η Δόξα Σου ήρωα πρώτε
Ιδια και σήμερα όπως και τότε.

Να την η επέτειος του Ιουλίου,
Αγλάισμα του Εθνικού μας βίου.
Κι ας ξέρουν όλοι ότι σα θελήσει
Κι άλλες η Ελλάδα τέτοιες θα γεννήσει.
    
(Λος Άντζελες, 1995)



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ME TON  ΥΠΟΥΡΓΌ ΔΗΜΌΣΙΑΣ ΤΆΞΗΣΦΛΩΡΙΔΗ  
(Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 2012)

To περιοδικό μου "Νεοϋορκέζικα Νέα" ανησυχώντας από τη μια και θέλοντας από την άλλη να φωτίσουν το θέμα, πήραν συνέντευξη από τον κύριο Φλωρίδη, τον υπουργό Δημόσιας Τάξης, για να δουν πώς καταφέρνουν να το σκάνε από τους φρουρούς Τραπεζών οι ληστές τους, με όλη τη λεία τους και απείραχτοι. Έφτασα γρήγορα από την είσοδο του υπουργείου μέχρι το γραφείο του κυρίου Υπουργού ,επειδή κανένας δεν έμπαινε εμπόδιο όταν άκουγε πως είμαι ο εκδότης των "Νεοϋορκέζικων Νέων".
Και ιδού η συνέντευξη:

Νεοϋορκέζικα Νέα(ΝΝ)
Κύριε υπουργέ, οι ληστές τραπεζών φεύγουν ανενόχλητοι από τους αστυνομικούς που έχουν οριστεί να φυλάνε τις Τράπεζες. Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτό;
ΚΥΡΙΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ (ΚΥ)
Κατ' αρχήν κύριε Χολιαστέ δεν ν ο μ ί ζ ω αλλά
 γ ν ω ρ ί ζω την αιτία του πράγματος. Και σας τη
λέω απερίφραστα: πρόκειται για ατυχείς
συμπτώσεις.
ΝΝ
Τι εννοείτε κύριε υπουργέ;
ΚΥ
Αυτό ακριβώς που είπα. Πρόκειται για ατυχείς
συμπτώσεις.
ΝΝ
Μάλιστα. Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι και ας μου πείτε σας παρακαλώ ποια ήταν η αιτία που ο αστυνομικός της πρώτης χτεσινής ληστείας-στην Τράπεζα Πίστεως-δεν αντέδρασε ώστε να συλλάβει τον κλέφτη.
ΚΥ
Μπερδεύτηκε η αλυσίδα στο δάχτυλό του.
ΝΝ
...Η αλυσίδα;..
ΚΥ
Η αλυσίδα, Η αλυσιδίτσα!
ΝΝ
Ποια αλυσίδα κύριε υπουργέ;
KY
Τι "ποια αλυσίδα"-η αλυσίδα, έτσι τη λένε, ελληνικά σας μιλάω, το αλυσιδάκι που έπαιζε ο αστυνομικός στο χέρι του-πώς αλλιώς να το πω;..
ΝΝ
Μάλιστα. Κατάλαβα. Μα καλά, έπαιζε αλυσίδα ο
αστυνομικός;
ΚΥ
Ναι, με το δεξί του χέρι. Με το αριστερό κρατούσε το όπλο του κρεμασμένο από τον αριστερό του ώμο. Η διαολεμένη λοιπόν η αλυσίδα, έτυχε εκείνη τη στιγμή να μπλοκαριστεί ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο δάκτυλο του αστυνομικού, μπλοκάροντας με τη σειρά της τα δύο αυτά δάχτυλά του. Αυτό ακριβώς έγινε, διετάχθη και έγινε αμέσως Ένορκη Διοικητική Εξέταση που ξεκαθάρισε τελείως τα πράγματα.
ΝΝ
Δηλαδή…
ΚΥ
Δηλαδή δηλαδή. Ε, αυτό το μπλοκάρισμα έγινε ακριβώς τη στιγμή που ο ληστής έφευγε. Καταλαβαίνετε, πώς ο αστυνομικός θα μπορούσε να είχε δράσει;
ΝΝ
Κατάλαβα κύριε υπουργέ. Όμως επιτρέπεται οι αστυνομικοί να παίζουν με την αλυσίδα τους σε ώρα υπηρεσίας;
ΚΥ
Δεν κατάλαβα την ερώτηση.
ΝΝ
Ρώτησα αν επιτρέπεται στους αστυνομικούς να
παίζουν με την αλυσίδα τους σε ώρα υπηρεσίας,
ΚΥ
Με εκπλήσσετε κύριε Χολιαστέ. Έχετε την εντύπωση πως ένα σοσιαλιστικό καθεστώς θα μπορούσε να στερήσει την ελευθερία οποιουδήποτε ατόμου; Θα μπορούσε κανείς υπουργός να αγνοήσει τις επιταγές του Συντάγματος και του Νόμου και να στερήσει από το άτομο τις προσωπικές του ελευθερίες; Τώρα αν κάποια φορά μπερδευτεί η αλυσίδα στο χέρι του αστυνομικού, αυτό στατιστικά είναι πολύ απίθανο να συμβεί τη στιγμή που ο αστυνομικός πρέπει να χρησιμοποιήσει το χέρι του. Συνέβη! Γι αυτό μίλησα για σύμπτωση. Δε θέλουμε αστυνομικούς ρομπότ κύριε Χολιαστέ. Και γι αυτό-για χάρη της αξιοπρέπειας του ατόμου- θα ρισκάρουμε ορισμένες συμπτώσεις.
ΝΝ
Μάλιστα. Ας πάμε τώρα αν θέλετε στη ληστεία της
Εθνικής Τράπεζας. Τι ακριβώς συνέβη εκεί;
ΚΥ
Εκεί άλλη σύμπτωση. Η ληστεία έγινε την ώρα που ο αστυνομικός συνομιλούσε με τη φιλενάδα του. Προσέξτε- αυτή ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο του κτιρίου, ενώ ο αστυνομικός ήταν απέναντί της με την πλάτη του προς την πόρτα της τράπεζας. Πώς να δει το ληστή ο αστυνομικός;
ΝΝ
Επιτρέπ...-συνηθίζεται να μιλούν οι αστυνομικοί με τις φιλενάδες τους σε ώρα υπηρεσίας κύριε υπουργέ;

ΚΥ
Πώς είπατε;
ΝΝ
Λέω, συνηθίζεται να μιλούν οι αστυνομικοί με τις φιλενάδες τους σε ώρα υπηρεσίας;
ΚΥ
Μήπως θέλετε να προσλαμβάνουμε ευνούχους αστυνομικούς κύριε Χολιαστέ; Ή να διαλέγουμε ακοινώνητα στοιχεία; Έτυχε να γίνει η ληστεία την ώρα εκείνη.
ΝΝ
Δεν θα μπορούσε να άλλαζε ο κανονισμός και σε ώρα υπηρεσίας να μην επιτρέπεται στους αστυνομικούς να συνομιλούν με τις φιλενάδες τους;
ΚΥ
Κύριε Χολιαστέ, τι γνώμη έχετε για τη χούντα; Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι πως ένας άνθρωπος σαν εσάς έχει χουντικές ιδέες και αρχές. Επί χούντας ο άνθρωπος ήτανε ανδράποδο. Σοσιαλισμός κύριε Χολιαστέ σημαίνει ανθρωπιά. Και άνθρωπος φιμωμένος δεν είναι άνθρωπος. Και ο έρωτας κύριε Χολιαστέ είναι στοιχείο του ανθρώπου-του σοσιαλιστή ανθρώπου. Τέλος πάντων, έχετε άλλην ερώτηση;
ΝΝ
Θα ήθελα να ρωτήσω και για την τρίτη χτεσινή ληστεία-της Αγροτικής Τράπεζας...
ΚΥ
Μη κάνετε τον κόπο, στην περίπτωση αυτή ο αστυνομικός είχε πάει ν' αγοράσει τσιγάρα από το κοντινό περίπτερο. Μαντεύω την επόμενη ερώτησή σας; "μήπως θα ήταν καλλίτερα να μην καπνίζουν οι αστυνομικοί σε ώρα υπηρεσίας;" Και σας απαντώ ευθέως με μιαν ερώτηση: ξέρετε ένα τρόπο να περνάνε οχτώ ώρες χωρίς τσιγάρο; Άλλο τίποτα;
ΝΝ
Κύριε υπουργέ. έρχονται Ολυμπιακοί Αγώνες. Θα έρθουν στη χώρα μας άνθρωποι σοβαροί και υπεύθυνοι, που δεν έχουν την ανεκτικότητα των γελοίων ελλήνων που σας κρατάνε ακόμα στη θέση σας . Και οι ξένοι κύριε υπουργέ απαιτούν ασφάλεια κατά τη διαμονή τους στην Ελλάδα. Και η ασφάλειά τους είναι δυστυχώς έργο και υποχρέωση δική σας. Τί μέτρα σκοπεύετε να λάβετε για την αδιατάρακτη από εγκληματικές πράξεις διεξαγωγή των αγώνων αυτών;
ΚΥ
Αντιπαρέρχομαι τα υπονοούμενά σας για ανικανότητά μου και σας απαντώ επί του θέματος. Πράγματι το θέμα των Ολυμπιακών Αγώνων είναι σοβαρό και δεν με έχει αφήσει αδιάφορον. Συσκέφτηκα με τους συνεργάτες μου και καταλήξαμε στα εξής: πρώτον, παραγγείλαμε αλυσίδες ανελαστικές που δε σκαλώνουν στα δάχτυλα. Δεύτερον, ο κάθε αστυνομικός μαζί με το όπλο και τα φυσίγγια που θα παραλαμβάνει πριν αναλάβει υπηρεσία, θα παίρνει μαζί και δύο πακέτα τσιγάρα της αρεσκείας του. Και τρίτον, οι κοπέλες που θα κουβεντιάζουν με τους φύλακες των τραπεζών αστυνομικούς σε ώρα υπηρεσίας ,θα στέκονται δίπλα στην πόρτα της Τράπεζας με την πλάτη τους προς αυτήν, έτσι ώστε ο αστυνομικός να βρίσκεται απέναντί τους και έτσι να έχει θέα προς την πόρτα της Τράπεζας ή του κτιρίου γενικά, τη φύλαξη του οποίου του έχουμε εμπιστευτεί.
ΝΝ
Ευχαριστώ κύριε υπουργέ. Χαίρετε.
ΚΥ
Χαίρετε κύριε Χολιαστέ.





ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΑΜΑΡΑ ΣΤΑ «ΛΟΓΙΑ»

Ανεμίζοντας το περιοδικό μου πέρασα ανενόχλητος από όλους τους φρουρούς του Μαξίμου και άνοιξα την πόρτα του πρωθυπουργικού γραφείου. Ο Πρωθυπουργός ήτανε όρθιος μπροστά σε μια εικόνα της Μέρκελ προσευχόμενος. Γύρισε, με είδε και μου έκανε νόημα να καθίσω. Συνέχισε την προσευχή του που όπως φάνηκε τελείωνε όπου να ’ναι. Τον άκουσα να λέει: «Και όταν έρθεις Παντοδύναμη, πες έναν καλό λόγο για μένα και υποσχέσου ότι θα μας δώσεις χρήματα ώστε να παραμείνω στη θέση μου. Πάλι Παντοδύναμη, όχι όπως θέλω εγώ αλλά όπως είναι το δικό σου θέλημα. Όσο για μένα, προσπαθώ… Να! Κοίτα!..» Πήρε από πάνω από το γραφείο του ένα καουτσουκένιο ομοίωμα του Τσίπρα πάνω στο σώμα του οποίου ήταν μπηγμένες κάμποσες βελόνες, πήρε άλλη μία, πήγε πάλι κάτω από την εικόνα της Μέρκελ και της είπε καθώς τρυπούσε το κεφάλι του ομοιώματος με την καινούργια βελόνα: «Βλέπεις πόσο αγωνίζομαι. Γι αυτό σου λέω… Αμήν Πανάγια και Παντοδύναμη Κυρά.»
Στράφηκε και κάθισε στην καρέκλα του βάζοντας το ομοίωμα μέσα σε ένα συρτάρι. Γύρισε σε μένα.

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ (ΠΡ)
Συνεντευξούλα κύριε Χολιαστέ;
ΛΟΓΙΑ (ΛΟ)
Ναι κύριε Πρόεδρε, Το περιοδικό δεν πάει καλά και πρέπει να βάλω κάτι δυνατό μέσα για να το σηκώσω.
ΠΡ
Εμένα ποιος θα με σηκώσει… Λοιπόν, αρχίζουμε; Τι λέτε;
ΛΟ
Μάλιστα κύριε πρωθυπουργέ. Εσείς είστε έτοιμος;
ΠΡ
Κύριε Χολιαστέ ξέρετε πόσο σας εκτιμώ και σας και το περιοδικό σας. Μη λοιπόν κάνετε περιττές ερωτήσεις-για σας είμαι πάντα έτοιμος.

ΛΟ
Το γνωρίζω και σας ευχαριστώ . Κύριε πρωθυπουργέ είναι αλήθεια πως σε ένα τηλεφώνημά σας μιλήσατε για κάποιον «παναθηναϊκάκια» που το όνομά του τελειώνει σε –ακος;
ΠΡ
Να σας πω, βέβαια η Ουκρανία είναι σχεδόν γειτονιά μας, όμως νομίζω ότι αφού ο Πούτιν σταμάτησε στην Κριμαία, δεν θα έχει συνέχεια το πράγμα. Όχι λοιπόν δε φοβάμαι ότι θα επηρεαστεί η πολιτική μας από αυτό.
ΛΟ
Σκοπεύετε ίσως να παραιτηθείτε λόγω της υπόθεσης Μπαλτάκου, όπως επίμονα σας το ζητάει η αξιωματική αντιπολίτευση;
ΠΡ
Εδώ εκ πρώτης όψεως συμβαίνει κάτι παράξενο. Ο κύριος Τσίπρας κατεβάζει στην Αθήνα έναν άγνωστο. Ο Σπηλιωτόπουλος δηλαδή δεν θα έχει πρόβλημα. Βέβαια ο κύριος Τσίπρας έχει το σκοπό του που δεν επιμένει στους μεγάλους Δήμους και Περιφέρειες και είμαι σίγουρος ότι αυτός ο σκοπός είναι να πριμοδοτήσει το Βενιζέλο. Δεν το έκανε δηλαδή για τη Νέα Δημοκρατία αλλά για τον Βενιζέλο και εμμέσως για τον ίδιο. Έτσι νομίζω εγώ τουλάχιστον.
ΛΟ
Κύριε Πρόεδρε, ο λαός-συγνώμη, ο κόσμος-έχει θυμώσει τολμώ να πω επειδή νομίζει ότι η Δικαιοσύνη, που είναι η τελευταία του ελπίδα όπως λένε πολλοί, τραυματίστηκε από την συνομιλία Μπαλτάκου-Κασιδιάρη. Το συμμερίζεστε αυτό;
ΠΡ
Μου κάνετε δύσκολη ερώτηση… δε θέλω να πω ότι γνωρίζω τι θα κάνει τώρα ο Ομπάμα, όμως όσον αφορά στο Ιράν πρέπει να είμαστε ήσυχοι ότι πλέον δεν θα επιτεθεί, αφού ο νέος ισχυρός άνδρας του Ιράν έβαλε νερό στο κρασί του. Γι αυτό εξάλλου αρχίσαμε κι εμείς τις βολιδοσκοπήσεις στο Ιράν για πιθανότητα επένδυσης στη χώρα μας από αυτό. Αλλά ας μη νομιστεί ότι θα εκτεθούμε πολιτικά στο Ιράν. Θα παρακολουθούμε την πολιτική της Αμερικής επί του θέματος και θα φερόμαστε ανάλογα.
ΛΟ
Πιστεύετε ότι μπαίνοντας στη φυλακή ο κύριος Κασιδιάρης θα βοηθηθείτε εκλογικά;
ΠΡ
Ξέρετε, δίκιο έχετε, επενδύσεις δεν είδαμε σημαντικές μέχρι τώρα, μα τολμώ να πω ότι σ’ αυτό φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ που προσπαθεί παντοιοτρόπως να τορπιλίσει κάθε προοδευτική κίνηση της κυβέρνησης. Να ξέρετε, δεν θα του περάσει παρά ταύτα. Γιατί οι έλληνες ξέρουν να ξεχωρίζουν καταστάσεις και να κρίνουν.
ΛΟ
Πιστεύετε ότι υπάρχουν κι άλλοι θύλακοι τύπου Μπαλτάκου που να μην έχουν θέση στην κυβέρνηση αλλά ακόμα δεν έχουν εκδηλωθεί; Και αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, αν κάποιος εκδηλωθεί θα έχει την τύχη του κυρίου Μπαλτάκου;
ΠΡ
Χαίρομαι που θίγετε το θέμα των μισθών και των συντάξεων. Θα δώσουμε όμως πεντακόσια εκατομμύρια στους έχοντες ανάγκη. Η θέση λοιπόν αυτών των αδυνάμων θα βελτιωθεί. Και του χρόνου αν έχουμε πάλι πλεόνασμα-που θα έχουμε-, θα τους ξαναδώσουμε.
ΛΟ
Κύριε Πρωθυπουργέ σε θέλω να σας κρατώ άλλο από τις σοβαρές σας ενασχολήσεις. Σας ευχαριστώ και άλλη φορά θα πούμε περισσότερα.
ΠΡ
Όποτε θέλετε κύριε Χολιαστέ. Ο κοσμάκης πρέπει να ενημερώνεται.
ΛΟ
Σας ευχαριστώ και σας χαιρετώ κύριε Πρωθυπουργέ.
ΠΡ
Η ευχαρίστηση δική μου κύριε Χολιαστέ. Χαίρετε. Και μην ξεχνάτε να μου στέλνετε τα «ΛΟΓΙΑ».







ΑΛΜΑΝΑΚ ΠΡΩΤΟΥ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΑΠΡΙΛΗ

1-4-14
Ο Σαμαράς με γράμμα του στη Μέρκελ απαιτεί τα χρωστούμενα από την Κατοχή.

2-4-14
Ο Σαμαράς μιλώντας στο λαό καταλήγει: «Ο φασισμός θα νικήσει!» Ευθύς κατόπιν και απομακρυνόμενος από το μικρόφωνο ακούγεται να λέει: «Γ… το κεφάλι μου…» Και ξανάρχεται στο μικρόφωνο: «Η Δημοκρατία θα νικήσει!»

3-4-14
Ντομάτες και αυγά ρίχνονται ενάντια στον Γεωργιάδη στο Ίλιο. Εκείνος αναφωνεί: «Με τη σειρά! Με τη σειρά!» Οι ρίψεις σταματούν. Και ο Γεωργιάδης: «Πρώτα τα αυγά!..»

4-4-14
Κωνσταντοπούλου: «Φταίω εγώ αν μικροδείχνω;»

5-4-13
Παπανδρέου: «Όχι… όχι… όχι… όχι….» Οι σύμβουλοί του: «Κύριε Πρόεδρε φτάνει. Μόνο μια φορά-για τις Τράπεζες είπαμε!»

6-4-14
Βορίδης μονολογών: «Κι εγώ κομμουνιστής είμαι-τι δρεπάνι τι τσεκούρι…»

7-4-14
Μέρκελ: «Σαμαρά!» Σαμαράς: «Διατάξτε!»

8-4-14
Κεδίκογλου: «Πατάξαμε τη διαφθορά.» Διαφθορά: «Κούνια που σε κούναγε…»

9-4-14
Το πρωτογενές πλεόνασμα απαγγέλει Καρυωτάκη: "Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις"…

10-4-14
Στον Σαμαρά προσφέρθηκε από τη Μέρκελ θέση Συμβούλου παρά τη Καγκελαρία για ελληνικά θέματα.








ΟΜΠΑΜΑ ΑΞΙΟΛΥΠΗΤΟΣ
Σάββατο, 29 Μαρτίου 2014

Μετά από τη συνάντηση της Μέρκελ με Ομπάμα
ο Ομπάμα για τους έλληνες γνώμη άλλαξε εν τω άμα.
κι ενώ εκείνοι ήσαν γι αυτόν του χτύπα και του βάρα
να υπολογίζει άρχισε την ελληνίδα φάρα.
Γιατί η Μέρκελ του είπε πως έκπληκτη έχει μείνει
απ’ το που μέγα οι έλληνες θαύμα έχουν κατορθώσει:
παρά την Κρίση να ’χουνε τη χώρα ανορθώσει
σ’ ύψος που μόνο στα παλιά τα χρόνια είχε εκείνη.
«Με αρχηγό έναν Σαμαρά», του είπε, «έχουν πετύχει
κάτι που δεν θα γίνονταν καν ούτε κατά τύχη.»
Και για συντάξεις του ’λεγε, για φάρμακα, μισθούς,
για την Παιδεία,, για φορτηγά, για Υγεία, για ταξί…
και με τον Πρόεδρο άφωνο να ’ναι στο μεταξύ,
εκείνη έλεγε πράγματα θαυμάσια να τ’ ακούς
Κι όπως το Bloomberg είχε αυτός κοιτάξει λίγο πριν,
όπου τα ίδια έλεγε ωραία για την Ελλάδα,
κι ας πάσκιζε, δεν έβρισκε στην τόση του ζαλάδα
η χώρα αυτή ότι μπορεί να έχει κι ένα πλην.
«Έτσι», αναρωτήθηκε, «να είναι η κατάσταση;
Κι όλα με μιαν ειρηνική να γίναν επανάσταση;»
Κι ακόμα έκπληκτος ου μην μα και συνεπαρμένος
απ’ την περίπτωση ολ’ αυτά να ειν’ αληθινά,
στον εν Αθήναις πρέσβη του με ες εμ ες μηνά
να τσακιστεί και να τον βρει να τρέξει εσπευσμένως,
για να του πει αν πράγματι τα όσα είχε μάθει
είναι σωστά ή παράκρουση η Μέρκελ είχε πάθει,
κι αν κάποια μύγα τσίμπησε του Bloomberg τον εκδότη
και την Ελλάδα ανεύθυνα παρουσιάζει πρώτη.
Τρέχει ευθύς ο Ντέιβιντ Πιρς και στον Ομπάμα φτάνει.    
Όταν τον είδε ο Μπαράκ μια καρέκλα πιάνει
σε μία κάθεται ωχρός του δωματίου γωνία
και «πες μου Πιρς» ρωτάει ευθύς, γεμάτος αγωνία
"πες μου για ό,τι γίνεται στη χώρα των ελλήνων-
των απογόνων των γνωστών ηρώων τους εκείνων.
Πώς οι ένοπλες δυνάμεις τους εξοπλισμένες είναι;
πώς είναι τα εσωτερικά; τα εξωτερικά τους;
πώς είναι η μεγάλη τους πρωτεύουσα-αι Αθήναι;
Πώς είναι η Υγεία τους; τα Εκπαιδευτικά τους;..."
"Ένα ένα κύριε υπουργέ- μη τόσο αδημονείτε
και τόσο ανυπόμονος μας δείχνεστε-σταθείτε!
«Με τη σειρά θα έλεγα, όπως κι ο Γεωργιάδης…»
«Ποιος ειν’ αυτός; Ο νεαρός-εκείνος ο αυθάδης;»
«Μη Πρόεδρέ μου! Πιο σιγά! Αυτιά έχουν κι οι τοίχοι
και είναι διαπεραστικοί της ομιλίας οι ήχοι…
Γιατί αν αυτός εμάθαινε πως ίσως τον υβρίζετε
αλί! Γιατί υβριζόμενος μεγάλως εξοργίζεται!»
«Αν όσα η Μέρκελ μου ’λεγε μου πεις ότι είναι αλήθεια,
τότε μεγάλο πράγματι καημό θα ’χω στα στήθια.
Μα έλα Ντέιβιντ, άρχισε τα νέα να μου λες.
και δίχως να μου τα μασάς ό,τι γνωρίζεις πες!
Ξέρω πολύ πως βιάζομαι, αντιλαμβάνεσαι όμως
πως μ’ ολ’ αυτά που άκουσα μέγας με πιάνει τρόμος.
Τόσα που ακούγονται γι αυτούς...εμπρός λοιπόν, πες… πες μου…
 Και πρώτα για τις ένοπλες δυνάμεις μίλησέ μου...»
«Πρόεδρε και πώς να σας το πω… τόσο μπροστά έχουν πάει
που ο στρατός μας δίπλα τους για νήπιο μετράει,
Μ’ αερομεταφερόμενες μπορούνε μεραρχίες
σε δύο μέρες να 'χουνε δικές τους τις Ινδίες.
Αεροπλάνα έχουνε τόσο εξοπλισμένα
που τέσσερα εφ δεκάξι μας δε φτιάχνουνε ούτε ένα.
Οι πεζοναύτες τους μπορούν μ' ένα περίπατο τους
να κάνουνε τη χώρα μας υπάκουο φέουδο τους»
«Και πώς τα καταφέρανε οι έλληνες όλα τούτα-
κράτη να τρώνε ως εάν ήθελε τρώνε φρούτα;»
«Έχουνε αυτοί έναν υπουργό-κάποιονε Αβραμόπουλο
που με τα όπλα παίζει αυτός αφότου ήταν παιδόπουλο-
που παιχνιδάκι είναι γι αυτόν και πόλεμοι και όπλα-
σαν με χαρτιά της τράπουλας να κάνει άλλος κόλπα.»
«Θεέ μου τ' είναι που ακώ;.. και μη σκοπό έχει βάλει
στη χώρα μας η χώρα αυτή-πες να χαρείς-να εισβάλει;"
Όχι ακόμα ευτυχώς. Γιατί έχουν κάποιον Μίκη
που λεν πως είναι μουσικός και που όλοι τον ακούνε,
κι αυτός τους λέει του ωκεανού να μη διαβούν τα μήκη
γιατί απ' τον σοσιαλισμό μπορεί να μολυνθούνε."
«Κι οι τούρκοι πώς τα βγάζουνε μ' αυτούς τους ήρωες πέρα;»
«Τους τούρκους τους στριμώξανε και με μια νέα φοβέρα
καθημερνά τους άμοιρους κατατρομοκρατούνε.
Άνετα σουλατσάρουνε στους τούρκικους αιθέρες
πόλεις των τούρκων παίρνουνε χωρίς να τους ρωτούνε
κι η Θράκη η ανατολική μετράει μάλλον μέρες...»
«Θεούλη μου! Ας λες εσύ-αυτοί και μας θα φάνε!...
Μα πες μου ακόμα φίλε Πιρς, από Παιδεία πώς πάνε;»
«Από την εξυπνάδα τους δυο δυο περνάν τις τάξεις
κι από τη μια στην άλληνε δε δίνουν εξετάσεις.
Μια στο βιβλίο ρίχνουνε ματιά και το 'χουν μάθει.
Το δάσκαλο διορθώνουνε-αυτός κάνει τα λάθη.
Στα χέρια παίζουν φυσική και τριγωνομετρία
και δείχνουν μια για το σκολειό αφύσικη λατρεία.
Και πια επιστήμονες λαμπροί βγαίνουνε κατά δέσμας
με τέτοια φόρα που εμείς δεν είδαμε ποτέ μας.
Τι άλλο κύριε Πρόεδρε  για κείνους να ειπούμε
που όποιον τομέα πιάσουμε μ' αυτούς να μετρηθούμε,
μπροστά τους δε θα πιάναμε μπάζα που λέει ο λόγος
κι όλος δικός μας θα 'τανε στα τελευταία ο ψόγος...»
«Την ανεργία, μη κι αυτή την έχουνε μειώσει;»
«Τι να μειώσουνε;-αυτοί την έχουν χαντακώσει.
Αφού σκεφτείτε, ο υπουργός αυτό που 'χει πετύχει
δεν κάνει πλέον τίποτα κι όλο πασιέντζες ρίχνει.
Και για να μη του πει κανείς πως το 'χει παρακάνει
κάνει ανακλήσεις διορισμών άνεργους για να φτιάχνει…»
«Δε θα μπορούσαμε αυτόν τον θαυματοποιό τους-
της Εργασίας εννοώ τον άξιον υπουργό τους-
στις ΗΠΑ να τόνε φέρναμε μήπως κι εδώ μπορέσει
και μας την ανεργία μας να βγάλει από τη μέση;
Θα ‘λεγες να τολμήσουμε να του το πούμε ή μήπως
έτσι θα εφερόμασταν κάνοντας,παρατύπως;»
«Δεν ξέρω κύριε Πρόεδρε αλήθεια τι να πω…
αυτός ένα καλάμι
άλογο έχει κάμει
και από κει να κατεβεί δεν το ’χει πια σκοπό…
δε βλάφτει όμως να του ’κανα με τρόπο καμιά νύξη…»
«Κάν’ το. Ελπίζω η τόλμη μας πως δε θα τόνε θίξει…»
«Πολύ καλά. Όμως Πρόεδρε, μήπως καλλίτερα είναi
να πάτε ο ίδιος σεις εκεί και να του το ζητήστε;»
«Τι λες εκεί; Αδύνατο! Το πράγμα αυτό δε γίνε-
ται- ειν’ όλοι τους εκεί επιτυχίας μύσται
κι εγώ τι θα ’χα αντίβαρο αντάξιο να δείξω;..
κι αφού μας ξεδοντιάσανε τι δόντια πια να τρίξω;…
Αφού-στο λόγο μου-αυτή που σας μιλάω την ώρα
και μόνο που το σκέπτομαι, ντρέπομαι από τώρα.
Πώς ένας από μας εδώ που είχαμε τη γνώμη
πως πρώτοι είμαστε παντού, μπορεί εκεί να πάει;
Πώς θα δεχτούμε χώρα μια μπροστά μας να μετράει;
…Και μη μας επεράσανε και στην Υγεία ακόμη;»
"Εκεί κι αν είναι πια μπροστά! Κάθε νοσοκομείο
δε νοσηλεύει ασθενείς πιο πάνω από δύο.
Κι όλα τα μέσα έχουνε σε κάθε τέτοιο μέρος.
Για την υγεία του λαού τέτοιος τους ειν' ο έρως
που αν άρρωστους δεν έχουνε, παίρνουν γερούς ανθρώπους
και στα νοσοκομεία τους τα δίκλινα τους βάνουν
κι αφού οι γιατροί με χίλιους δυο τους περποιηθούνε τρόπους
με πάρτι αποχαιρετισμού και πάλι έξω τους βγάνουν.»   
«Αυτό ήτανε! Τελείωσε! Δεν πάω στη χώρα εκείνη!
Ρεζίλι-όχι!- ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δε θα γίνει!»
«Δε σας επίεσε κανείς Πρόεδρε-μην αγχώνεστε.
Κι αφήστε πια τους έλληνες στην όποια πρόοδό τους.
Καλλίτερα έτσι. Φαίνεται πως ήρθε ο καιρός τους.
Ανάμεσα σε γίγαντες, νάνος εσείς μη χώνεστε…»
«…Για δες πού καταντήσαμε… Πρέπει να το δεχτούμε
πως παρασάγγας πίσω τους πλέον εμείς μετρούμε…
Μα κοίτα Πιρς… για κοίταξε… βολιδοσκόπησέ τους…
Θα δέχονταν στρατιωτική βοήθεια να μας δώσουν;
Στο κάτω κάτω -οι μπάσταρδοι-ευθέως ρώτησέ τους!
Ή εντελώς θα ήθελαν να μας ισοπεδώσουν;
Κι αν και σε μας δώσουν καθώς στους Μεξικάνους δίνουν,
ώστε να μην μπορούν αυτοί αφέντες μας να γίνουν,
για δες ρε Πιρς-μπορείς αυτό το πράγμα να το έκα
νες,- να! δηλαδή… αν αυτό εγίνονταν αλήθεια,
η που οι Γραικοί θα έστελναν προς τα εδώ βοήθεια
Μαξικανοί προς Γιάνκηδες να ειν’ εφτά προς δέκα;...»









ΕΛΛΑΔΑ!!!...
Τετάρτη, 26 Μαρτίου 2014

Λοιπόν καινούργια μiα στο λαό ελπίδα
για να ξεδώσει από τα τόσα τα δεινά -
που φτάνουν ως ο δόλιος να πεινά-
κάτι πολύ δίνει κοινό: μια εφημερίδα!

Πάρτε την και καλά αφού την κλείστε
ώστε επιμήκης και παχιά να γίνει
με όπλο πια επιθετικό εκείνη
τους άθλιους μας πολιτικούς χτυπήστε.

Κι όχι στα χέρια ή στα πόδια ίσως
που αστείο μπορεί κανένας να το πάρει
αλλά στο πρόσωπο με ορμή και μίσος
καθώς η Λιάνα μας τον Κασιδιάρη.

Και αν πολιτικός κανείς θελήσει-
το χτύπημα να σας ανταποδώσει-
καθώς στη Λιάνα είχε αυτός τολμήσει,
πικρά ο βρωμερός θα το πληρώσει.

Γιατί όπως έγινε με την Κανέλλη,
των ΜΜΕ και της Βουλής η κλίκα
σ’ αυτόν θα ρίχνει όλο φαρμάκι βέλη
και με μελιού εσάς θα ραίνει γλύκα.

Κι ας ξέρει πια ο καθείς πως από τώρα
καθείς μπορεί τον άλλο να χτυπάει
κι ύστερα και τα ρέστα να ζητάει.
Ω! Mores! Και ω! Tempora! Ω! Χώρα!...















ΟΥΤΕ  ΔΩΡΟ

Τόσο ανάξιος έμπορος ήμουν εγώ λοιπόν
που δεν επάτησε ποτέ κανείς στο μαγαζί μου
και το μεγάλο απόθεμα των τόσων υλικών
ακόμα ακέριο κι άθικτο μένει στην κατοχή μου.

Τόσο αδέξια ήτανε η δική μου τακτική
και τόσο διέφερε πολύ από αυτήν των άλλων
που όλοι προτιμούσανε και πήγαιναν εκεί
και αδιστάκτως μάλιστα και αυθορμήτως μάλλον.

Τόσο δεν ήθελε λοιπόν κοντά κανείς να ’ρθει
στο χώρο που είχα όλη μου απλώσει την πραμάτεια
κι όταν την άπλωσα ήμουνα σαν λούλουδο που ανθεί
και τώρα βάζο αλάβαστρο που κείτεται κομμάτια.

Και τώρα που αποφάσισα να δώσω δωρεάν
τα πλούτη που αδιάθετα μου πιάνουνε το χώρο
στο κάλεσμά μου οι άνθρωποι φεύγουνε ως εάν
από εμέ δεν θέλουνε να πάρουν ούτε δώρο.
















































ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΧΟΛΙΑΣΤΟΥ


1.    http://agrafivths.blogspot.com
Ο αυτόχειρας (μονόπρακτο)

2.    http://kthnvdia.blogspot.com
Η Βιβλιοθήκη-γιατί δεν άνοιξε
(σατιρικό μονόπρακτο)

3.    http://pneymatoktonoi.blogspot.com
α. ΛΩΘΑ (έμμετρο μονόπρακτο).
β. Απολιθώματα του παλαιοζωικού αιώνα(στίχοι)

4.    http://giortomeres.blogspot.com
α. Μέρες αφιερωμένες (στίχοι)
β. Πατρίδα (στίχοι)

5.    http://epeteiakos.blogspot.com
α. ΜΑΡΙΆΝΝΑ (θεατρικό)
β. God, Jerusalem, Jews (στίχοι στ’ Αγγλικά)

6.    http://dosilogismos.blogspot.com
α.  Γράμμα στην Ακαδημία
και στο Υπουργείο Παιδείας (σάτιρα)
β. ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ (θεατρικό)

7.    http://pvrvmenoi.blogspot.com  
1.    Συνέντευξη με Φλωρίδη (σάτιρα)
2.    συζήτηση με Τατούλη (σάτιρα)
3.    Η συνεδρίαση (σάτιρα)

 8.  http:// syneytyxhs.blogspot.com
α. Τριτογένεια (στίχοι)
β. ΠΕΡΣΕΣ
γ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

9. http://euarmostos.blogspot.com
α. Πολυδέγμων (στίχοι)
β. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

10. http://lipokteanos.blogspot.com
Χαμένο (στίχοι)

11. http://tajifyllos.blogspot.com  
α. Το τρίτο βιβλίο (στίχοι)
β. ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ
γ. ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ
δ. ΙΚΕΤΙΔΕΣ

12. http://lypisilogos.blogspot.com
Το εργοστάσιο (μονόπρακτο)

13.  http://koykoyloforoi.blogspot.com
Ύμνος κουκουλοφόρων (στίχοι)

14. http://dusolisthos.blogspot.com
 Η σφαίρα (μονόπρακτο)

15. http://pantogonos.blogspot.com
Αμβολογήρα (στίχοι)

16. http://pantarkhs.blogspot.com
Μαρία (μονόπρακτο)

17. http://diatranos.blogspot.com
 1. Χώρος (μονόπρακτο)
2. Εξομολογήσεις (εύθυμο μονόπρακτο)

18. http://argyreuths.blogspot.com
Το όνειρο (έμμετρο μονόπρακτο)

19. http://anarktos.blogspot.com  
Εριλή (έμμετρο μονόπρακτο)
Ο βιασμός (μονόπρακτο)

20. http://spartiatikoy.blogspot.com
Καραϊσκάκης (δύο μικρά αποσπάσματα
από το οχτακοσίων ογδόντα σελίδων έργο-
έμμετρο, έντεκα-και δεκαπεντασύλλαβο)

21. http://ajestanurvpoi.blogspot.com
 Όταν πέφτουνε οι μάσκες-πεζό

22. http://polypistos.blogspot.com
Ο θρήνος (μονόπρακτο)

23. http://akataseistos.blogspot.com
Το ξύλο (μονόπρακτο)

24. http://kartellin.blogspot.com
Πολύφημος (έμμετρο θεατρικό)

25. http://mellouanatos.blogspot.com
Οι καταραμένοι (μονόπρακτο)

26. http://jexasmenos.blogspot.com  
Ο εθνάρχης (θεατρικό)

27. http://katarrevn.blogspot.com
Αμερικάνικα (στίχοι)

28. http://laurobios.blogspot.com
Μετά μία επίσκεψη στο ελληνικό Προξενείο
του Λος Άντζελες ή Στην Εξορία (στίχοι)

29. http://ycipnoia.blogspot.com
Οι πραγματικές ελληνίδες κουμουνίστριες (στίχοι)

30. http://askraios.blogspot.com  
2. Έργα και Ημέρες (δεκαπεντασύλλαβη μετάφραση
του ομώνυμου έργου του Ησίοδου)

31. http://periklakos.blogspot.com  
1. ΔΊΝΑ ή ΔΕΊΝΑ (θεατρικό)
2. Ο επιτάφιος του επιτάφιου του Περικλή (πεζό)

32. http://dystyhellhn.blogspot.com
Ένα ματσάκι αγριολούλουδα
από αυτά που φυτρώνουν πλούσια
στην πατρίδα μας (στίχοι)

33. http://fagaideniko.blogspot.com  
Έλκος θανατηφόρο (μονόπρακτο)

34. http://hliuiothta.blogspot.com
α. Ανίσα (μονόπρακτο)
β. Περιβαλλοντικά ή οι ηλίθιοι (πεζό)

35. http://empauhtikost.blogspot.com
 Τα άριμα ή Μπαλαρίνες (στίχοι)

36. http://diaskedastika.blogspot.com
Θάλεια (εύθυμοι στίχοι)

37. http://alejenas.blogspot.com
Αλέξανδρος Α΄ο Φιλέλλην
(έμμετρο θεατρικό σε δεκαπέντε ανοίγματα)

38. http://realistikos.blogspot.com  
Η κοινωνία που έρχεται (διάλογος, πεζό)

39. http://asansoyori.blogspot.com  
Το ασανσέρ ή Η Κορίννα (μονόπρακτο)

40. http://prvtogonismos.blogspot.com  
Νικολίτσα (στίχοι)

41. http://polysyllektikadyo.blogspot.com
Ελλάδα, ο κατά φαντασίαν υγιής (η αλήθεια ωμή-πεζό)

42. http://trisanarithmos.blogspot.com  
α. Πόρνη ή η κατά Χολιαστόν Δημιουργία
(έμμετρο θεατρικό, απόσπασμα)
β. Συμβούλιο Θεών (διάλογος, πεζό)
    
43. http://vraiopaghs.blogspot.com
Παλαίθετα Γ΄ (στίχοι)

44. http://mariakiouri.blogspot.com
Διάφορα Α΄
1. Ζωοφιλία (διάλογος)
2. Ο Καρυωτάκης και οι γυναίκες (πεζό)
3. Σύγχρονη αγάπη (έμμετρη σάτιρα)
4. Χριστός (πεζοποίημα)

45. http:// ntiferentsia.blogspot.com
Διάφορα Β΄
1. Ήλιος με χιόνι (διάλογος)
2. Πτίτσα  (ανάλυση μιας λέξης)
3. Ο μετεωρίτης (διάλογος)
4. Αναγνωστοπούλου Χριστίνα (πεζοποίημα)
5. Φλώρα ή Στο καλύβι (μονόλογος)

46. http://prvtoleios.blogspot.com  
Παλαίθετα Α΄ (στίχοι)

47. http://axerousios.blogspot.com  
Τα σονέτα της κυρίας Ρωρερκάρ (σονέτα)

48. http://palaiotata.blogspot.com
Παλαίθετα Β΄ (στίχοι)

49. http://prvikarpost.blogspot.com  
Σύμμικτα Γ΄ (στίχοι)

50. http://ceysistyj.blogspot.com  
Σύμμικτα Β΄ (στίχοι)

51. http://katabainvn.blogspot.com  
Ποιήματα της κυρίας Ρωρερκάρ

52. http://diaforetika.blogspot.com  
Διηγήματα
1. Τα χρέη
2. Έγκλημα στην επαρχία
3. Η μόνη (μέχρι τώρα) της ζωής μου περιπέτεια
4. Ο πολιτισμός αρχίζει από το λεωφορείο
5. Τζελσομίνα ή Το δικαίωμα στην αγάπη.

53. http://perivlepvn.blogspot.com  
Λούσυ (έμμετρο θεατρικό –σκηνή πρώτη)

54. http://palaioliuikos.blogspot.com  
Α.  Ο ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ (μετάφραση)
Β. Από τα παλιά (τετράδιο πρώτο και δεύτερο-στίχοι)

55. http://eleyueros.blogspot.com
Ποιήματα

56. http://kryptoperigraptos.blogspot.com
(ιδέες και σχόλια-έμμετρα και πεζά)

57. http://sygkrathmenos.blogspot.com
Υποθήκες στα ελληνόπουλα (έμμετρο)

58. http://synidiokthths.blogspot.com  
Γκλέναρβον (στίχοι)

59. http://kioutahhs.blogspot.com
1. Η ζητιάνα (έμμετρο μονόπρακτο)
2. Ντόρα (στίχοι, αποσπάσματα)

60. http://xatzhmpravos.blogspot.com
1. Γενεση (μετάφραση)
2. Ιερεμίας (μετάφραση)

61. http://rvmanikos.blogspot.com
1. Αγάπες και έρωτες (μονόπρακτο)
2. Ύμνοι Μεγάλης Παρασκευής
(έμμετρη μετάφραση, αποσπάσματα)

62. http://prvikarpos.blogspot.com  
Σύμμικτα Α΄ (στίχοι)

63. http://leptognwmwn.blogspot.com  
Μαστρόπιον Ελλάς (πολιτική σάτιρα)

64. http://filogaios.blogspot.com  
 (έντορνα και στους φρανκ ευγενιο κορντερ
και φρανσισκο  μαρτιν ντουραν)

65. http://pornofyllada.blogspot.com
Κύρια άρθρα «Καθημερινής»-κριτική

66. http://amfibioeidhs.blogspot.com  
Εξορίας Α΄ (στίχοι)
67. http://jegrammenos.blogspot.com
Εξορίας Β΄ (στίχοι)
68. http://polysyllektikaena.blogspot.com  
Υπολοιπόμενα πρώτο (στίχοι)
69. http://enuymhma.blogspot.com
Μορφές (στίχοι)
70. http://polysyllektikotria.blogspot.com  
1. Γένεση δεκαπεντασύλλαβη
(έμμετρη μετάφραση, η πρώτη σελίδα)
2. Ιερεμίας δεκαπεντεσύλλαβος
(έμμετρη μετάφραση, η πρώτη σελίδα)
3. Ένα παραμύθι
4. πρόεδρος δημοκρατίας
5. κάλαντα 2010 (σάτιρα)
6. Κάτι για πυρκαγιές και τα πορνοκανάλια
71. http://proeklogikos.blogspot.com
Παλιά προεκλογικά
72. http://plhuvrikos.blogspot.com
SCHERRY (στίχοι)
73. http://gerekakhs.blogspot.com
Αν-αδελφικά (στίχοι)
Ένας παράξενος άνθρωπος (μονόπρακτο)
Η τριανταφυλλιά (μονόπρακτο)
74. http://prvtothroos.blogspot.com
2000 χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού
Αγαπητοί ισπανοί
ΒΙΚΥ
75. http://idanikes.blogspot.com
Πολιτική σάτιρα.
76. http://xatzhmpravos.blogspot.com
α. ΓΕΝΕΣΗ
β. ΙΕΡΕΜΙΑΣ  
















ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ    ΣΕΛΙΔΑ
(Οι αριθμοί των σελίδων δεν ανταποκρίνονται στην πραγνατικότητα)
ΟΤΑΝ (3)
ΤΑ ΑΓΙΑ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ (3)
ΓΙΩΡΓΙΑ ΕΖΗΣΑΜΕ
ΚΙ ΕΜΕΙΣ (5)
«ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ» (7)
ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΠΟΔΙ ΚΑΙ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΑΥΡΗΛΙΟΥ (8)
ΑΠΟΨΕ (9)
«ΑΝΗΚΟΜΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΣΙΝ» (10)
ΘΟΔΩΡΟΣ (13)
Ο  ΗΝΙΟΧΟΣ  ΤΩΝ  ΔΕΛΦΩΝ (215)
TO ΜΑΓΑΖΙ ΤΗΣ KYΡΊΑΣ ΒΙΒΉΣ (15)  
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΙΚΡΟΥ
ΠΑΙΔΙΟΥ (17)
ΡΕ ΘΟΔΩΡΕ…(18)
ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ (19)
ΤΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΜΟΥ (23)
Μ' ΑΣΠΡΟ ΜΑΝΔΥΑ ΚΑΙ ΣΑΡΙΚΙ (24)
ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ (25)
ΠΟΥΛΙ ΛΑΛΕΙΣ (25)
Η ΑΠΟΙΚΙΑ (26)
REUNION 2014 (26)
ΑΓΑΠΗΤΕ ΣΥΜΜΑΘΗΤΗ (29)
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ
ΠΟΡΝΗΣ (30)
ΤΟ ΠΡΑΟ (31)
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ (31)
ΑΚΟΜΑ (32)
ΑΤΙΤΛΟ (32)
ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ (32)
ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ (33)
ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ (34)
ΝΙΚΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ (34)
ΚΑΤΑΛΗΨΗ (35)
ΤΟ ΜΑΡΑΚΙ ΜΟΥ (38)
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ (39)
«ΕΞΕΓΕΡΘΗΤΙ ΒΟΡΡΑ…» (39)
ΡΟΥΘ (40)
ΔΙΕΓΕΡΣΕΙΣ (40)
ΣΤΥΛΙΑΝΉ ΑΝΤΩΝΊΟΥ (41)
SARAH ANN (41)
Ο ΜΠΟΓΟΣ (42)
ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ ΑΓΑΠΗ (43)
ΕΥΤΥΧΙΑ (44)
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΑΙΚΛ ΤΖΑΚΣΟΝ (46)
Η ΕΠΙΤΥΧΊΑ ΤΟΥ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΜΟΥ
«ΛΟΓΙΑ» (46)
ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439 (48)
ΤΙ ΘΑ ΓΊΝΕΙ;… (49)
ΩΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΩΡΑ
ΒΟΥΛΗΣ! (49)
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣΤΕ ΣΩΣΤΑ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΝΤΙΑΛ (50)
30 ΜΑΡΤΗ, ΗΜΕΡΑ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ (51)
ΑΠΛΩΝΕ ΧΡΟΝΕ,
ΑΠΛΩΝΕ (52)
Ο ΚΑΣΤΟΡΑΣ (54)
ΣΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΟΥΛΑ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ (55)
ΣΤΙΣ ΞΑΔΕΡΦΟΥΛΕΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΙ
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (56)
Ω! ΗΛΙΕ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ (56)
«ΛΑΟΣ» (57)
ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΜΕΤΡΟ (58)
Η ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΑ (59)
ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΙΑ (59)
ΠΟΡΝΗ ΤΕΡΜΑ (60)
ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ (65)
ΑΛΛΆ ΜΠΟΡΕΙ… (66)
ΦΕΓΓΑΡΙ… (67)
ΓΕΝΝΗΣΗ-ΘΑΝΑΤΟΣ (67)
29 ΑΠΡΙΛΗ-ΗΜΕΡΑ ΧΟΡΟΥ (68)
 ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ (69)
Ο ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ (70)
ΕΛΠΙΔΕΣ (70)
ΤΡΕΧΑ ΑΜΑΞΑ (71)
ΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ (71)
 ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ (72)
ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ (74)
ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ (74)
ΧΡΗΜΑ (75)
ΈΠΕΣΕ ΠΟΛΩΝΙΚΌ ΑΕΡΟΠΛΆΝΟ (75)
ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ (76)
ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ (77)
ΤΑ ΛΟΥΚΟΥΜΙΑ (77)
 ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (78)
ΤΟ ΧΙΟΝΑΚΙ (79)
CERN-ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ
ΤΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ
10-9-08 (80)
ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ (82)
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (82)
 ΘΑΝΑΤΟΣ (83)
ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΕΣ (84)
ΑΡΛΕΚΙΝΟΙ (84)
ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ (85)
ΑΜΕΡΙΚΗ (85)
ΜΑΣ ΧΑΝΕΙ (86)
ΑΣ ΣΤΕΙΛΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ (86)
Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΣΠΥΡΟΣ (87)
ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΟ ΠΑΓΩΤΟ-
ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΗΣ
ΓΙΩΤΑΣ (87)
ΧΙΟΝΙ (88)
Η ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΟΥ
ΗΛΙΚΙΑ (89)
ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ (89)
ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΧΟΛΕΙΩΝ (90)
ΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ (90)
ΠΡΑΣΙΝΑ (91)
ΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ (91)
ΠΑΤΡΙΣ ΕΝ ΠΟΡΝΕΙΑ ΘΝΗΣΚΟΥΣΑ (92)
ΕΝΑ «ΓΕΙΑ ΣΟΥ»... (92)
ΜΕΣΙΝΟ (93)
ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ (93)
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ (95)
ΓΙΑΝΝΗ, ΒΟΗΘΕΙΑ! (96)
 ΕΜΕΙΣ ΟΙ «ΞΕΝΟΙ»... (97)
ΑΦΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΑ (99)
ΟΙ ΓΛΑΣΤΡΕΣ ΕΞΩ(100)
ΟΙ ΓΛΑΣΤΡΕΣ ΜΕΣΑ (101)
ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΦΙΛΙΩΝ (102)
ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ (102)
ΤΑ ΜΑΣΤΟΡΈΜΑΤΑ (102)
Η ΑΝΑΝΔΡΗ ΕΠΙΘΕΣΗ (103)
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ-ΖΩΗ ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ ΔΥΟ (105)
ΦΥΛΑΚΈΣ (105)
ΙΟΥΛΙΟΣ 1826 (106)
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ME TON  ΥΠΟΥΡΓΌ ΔΗΜΌΣΙΑΣ
ΤΆΞΗΣ ΦΛΩΡΙΔΗ (166)  
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΑΜΑΡΑ ΣΤΑ «ΛΟΓΙΑ» (112)
ΑΛΜΑΝΑΚ ΠΡΩΤΟΥ Δ(ΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΑΠΡΙΛΗ (114)
ΟΜΠΑΜΑ ΑΞΙΟΛΥΠΗΤΟΣ  (115)
ΕΛΛΑΔΑ!!!... (120)
ΟΥΤΕ ΔΩΡΟ (1)
ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΧΟΛΙΑΣΤΟΥ( 121)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (128)















































Ο ΠΥΡΓΟΣ

Δεν ξέρω ποιο πλοίο εδώ μ’ έχει αφήσει
μα ξέρω καλά-θα 'ρθει πάλι μια μέρα
και κάποιος τον πύργο να δει θα ζητήσει
που θα 'πρεπε να 'χτιζα σε τούτη την ξέρα.

Γι αυτό μόλις πάτησα το πόδι μου απάνω
σε τούτο το ανάχωμα, με πάθος και ζήλο
τον πύργο μου άρχισα αμέσως να χτίζω
στοιβάζοντας σίδερο και πέτρα και ξύλο.

Μα κάθε που είχα σχεδόν τελειώσει
ενός μανιασμένου αέρα το πείσμα
φυσώντας με πάθος και δύναμη τόση
εγκρέμιζε πάντοτε τ' ωραίο το κτίσμα.

Το ύψος θα είναι μικρό της ποινής μου;
Μεγάλο; Το χρέος μου θα εξοφλήσει;
Θα ειν' αδυσώπητος κριτής ο κριτής μου;
Μετρούν τα συντρίμμια στην όποια του κρίση;

Μα ενώ ζοφερές κάνω τέτοιες προβλέψεις
για του δικαστή μου το αλύπητο μέτρο
φορές συλλογιέμαι-παιχνίδια της σκέψης...-
μη χτίστηκε ο πύργος μου κι εγώ δεν τον βλέπω;










ΣΤΗΝ ΑΚΕΦΙΑ

Διάβαζα ένα Ποιήσεως βιβλίο.
Χτύποι, στην πόρτα μου τη φτωχική.
Κάποιος θα υποφέρει μες στο κρύο.
Ας πάω να δω ποιός είναι εκεί.

Ανοίγω. Η Αθλιότητα μπροστά μου
Μέσα να μπει ζητάει φορτικά.
Να μπει και να μου πάρει  τα κλειδιά μου
Και τα γυαλιά μου τα πρεσβυωπικά.

Καλή μου καλώς ήρθες. Πέρνα μέσα.
Πάντα μου ήθελα μια συντροφιά.
Πάντοτε αναζητούσα μια μαιτρέσσα
Στη λύπη  σύντροφο-στην ακεφιά.








ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ

Προτού ακόμα η γη να έχει υπάρξει
Προτού το Τίποτα όλα να γεννήσει
Υπήρχεν ένα μοναχά: η Τάξη
Που είχε τον μικρό σπόρο ποτίσει  
Του κάθε τι. Κι ήταν η αμφιβολία
Άγνωστη τότε που όλα ήταν Ένα.
Κι ήξερε κάθε τι ποιάν έχει αιτία
Και όλα ήξεραν γιατί ήτανε σπαρμένα.
Γι αυτό και ο Αμφίονας ακουμπώντας
Μονάχα τη γλυκόηχή του λύρα,
Οι πέτρες έρχονταν κάτω κυλώντας
Και χτίζανε τα τείχη της στη Θήβα.

Θα το ’κανες και συ τότε αν ζούσες-
Αρκεί δικές σου να ήτανε οι Μούσες.

ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
 (Λος Άντζελες)

Με Ελληνίδα για παρέα
Όλα καλά κι όλα ωραία.
Η γλώσσα λύνεται κι ο νους
Πετάει σ’ άλλους ουρανούς.

Και ξαναζούν οι γειτονίτσες
Με τις ανθόσπαρτες αυλίτσες
Και ξαναζούν οι συντροφιές
Με τις κουβέντες τις ζεστές.

Να και οι φίλοι! Να η ταβέρνα!
Και να τα "φέρε" και τα "κερνά".
Και να το κέφι! Να η χαρά!
Και να τα βράδια τα ιλαρά!

…Όλα καλά. Μα η ψυχή μας
Σαν να μη χαίρεται μαζί μας
Και, πρώτη της φορά σκυφτή
Σαν να γυρεύει να κρυφτεί…

Ω! Μνήμη! Μη μας βασανίζεις.
Το μνήμα με άνθη μη στολίζεις.
Φως όσο κι αν λαμπρό κρατείς
Μνήμη, ο ζόφος μας βαθύς.

Μνήμη σκληρό έχεις το χάδι.
Λυγμούς γεμίζεις το σκοτάδι.
Φύγε-α-φύγε μακριά-
Μνήμη πικρή ξεχνά μας πια.

Μα αν έρθεις άκου μιαν ευχή:
Στόχο μην έχεις την ψυχή.
Τη φονική σου μαχαιριά
Δόστηνε μνήμη στην καρδιά.





ΣΤΟ ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ
 ( L.A. CAL)

Περιμένοντας για ώρες
Στο μεγάλο συνεργείο
Σκέφτομαι πως στις Αζόρες
Δε θα κάνει τώρα κρύο.

Μεξικάνικα ασμάτια
Παλιό ένα παίζει ράδιο.
Τ’ αυτοκίνητο κομμάτια.
Το δωμάτιο κρύο κι άδειο.

Αχ και να ’χα τα δολάρια
Περσευούμενα στην τσέπη
Τότε θα ’γραφα μιαν άρια
Τότε θα ’γραφα δυο έπη.

Α! Λεφτά μόνο να είχα
Και θα τα ’κανα μαχαίρι
Για να έκοβα το βήχα
Του γκρινιάρη γκαραζιέρη.

Μα μ’ ευχές δεν έχει χαΐρι
Λόγια όλα που παν στο βρόντο
Και γι αυτόν θα ’ναι χατίρι
Να μου κάνει λίγο σκόντο.  

Μα οι ευχές δε φέρνουν χρήμα
Ούτε φρένα επισκευάζουν
Κι ακατέβατα-τι κρίμα
Το cylinder μου αλλάζουν.




ΕΚΛΟΓΕΣ ΕΦΤΑ ΙΟΥΝΗ

Τι ο καψερός να κάνω στου Ιούνη τις εφτά;
Για την παραλία να πάω δεν υπάρχουνε λεφτά.
Με τη γκόμενα να βγω; Γκόμενα πού να βρεθεί
που λεφτά θέλει να φάει, να βολτάρει, να ντυθεί…

Να ψαρέψω θα ’ν’ καλά. Μα πού βάρκα ν’ ανοιχτώ;
Και με τι λεφτά να πάω σε ξενύχτι να ριχτώ;
Να μου είχανε αφήσει λίγα οι άθλιοι ευρώ
κάτι πιο φτηνό να κάνω θα βρισκότανε θαρρώ.

Τηλεόραση; Στραβώνει. Να βολτάρω; Τρε μπανάλ.
Και δεν άρχισαν ακόμα ούτε και τα φεστιβάλ.
Πού να πάω στου Ιούνη τις εφτά; Να κάνω τι;
Να το ρίξω στο τσιγάρο-να το ρίξω στο πιοτί;

Μα θα βρω κάτι να κάνω και την Κυριακή αυτή
στης Ελλάδας τα κιτάπια που αποφράδα θα γραφτεί.
Ένα μόνο δε θα κάνω: να βρεθώ στην κάλπη εμπρός-
στο χαμό μου δε θα πάω-ας ερθεί να μ’ έβρει αυτός.








ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΠΡΩΗΝ ΕΡΑΣΤΡΙΩΝ

Εμείς που επεράσαμε
και αφήσαμε στα χείλη τους επάνω την αγάπη
δε λένε ούτε τ’ όνομά μας οι ποιητές.

Τέλος και μέση και αρχή εμείς των τραγουδιών τους.
Εμείς τις λέξεις τους φυτέψαμε στο στόμα
και στην ψυχή τους το ιερό το μάντεμα.
Κι όμως εμείς μες στα τραγούδια τους
εγίναμε η γυναίκα
και όχι η Έλλη κι η Ηρώ και η Ελπίδα.

Μέσα απ’ τα χείλια τους-
μέσα από της πέννας τους την άκρη
η φλόγα βγαίνει του ερωτά μας.
Σε κάθε στίχο μέσα των ποιημάτων τους
κραυγές που εμείς αφήσαμε πλαντούνε.
Και τα τριξίματα των κρεβατιών
τα επίσημα τους ντύνονται τα ρούχα
και μελωδικά τώρα ηχούν.

Ό, τι κι αν γράφετε ποιητές
είναι η αγάπη που σας δώσαμε
και που με κάθε νέο σας ποίημα,
σαν σκυτάλη
στον εραστή μας τον επόμενο περνά.










ΟΝΕΙΡΟ

(Ο Τάκης είναι παλιός καλός φίλος, στρατιωτικός γιατρός, που έχει φύγει πριν από χρόνια).

Μου ήρθε λεπτός και διάφανος και ήρεμος ο Τάκης.
Κι έλαμνε όλος μέσα σ’ ένα φως
όπου δεν ήταν ούτε του ήλιου κι ούτε της ημέρας.

Μου σύστησε τη συνοδό του
ίδια κι αυτήνε λαμπρή και διάφανη
το φόρεμα φορώντας το πολύχρωμο
που η άνοιξη όταν έρχεται φορεί.
Οι δυο τους έφεγγαν σαν δυο ψηλοί
πύργοι κρυστάλλινοι
πρωτόειδωτοι στον κόσμο μας.

Τους άφησα για λίγο
να φτιάξω μία πρόχειρη ταυτότητα
να λέει ποιος ήμουν
για να με γνωρίσουν.

Γυρίζοντας
ο Τάκης ήταν μέχρι πάνω απ' τους αστράγαλους
σε νερό περπατώντας βουτηγμένος-
κρύσταλλο νερό
από πηγή που εφάνηκε στο μεταξύ.

Ο τόπος ήταν η πλατεία του Αρεος.
Ο χρόνος ένα αιώνιο πρωινό.
Και μέσα στην ομίχλη του πρωιού αυτού
σιγά σιγά καθώς πηγαίναμε
απ’ το ’να της πλατείας το άκρο μέχρι το άλλο,
τ' όνειρο έσβησε.

.









ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Εβγήκα στις κορφές
που φέγγουνε λαμπρές
χαρές χρυσοντυμένες.
Τις φώναξα μα αυτές
λες ήτανε κουφές
δεν ήρθαν οι καημένες.

Επήγα στη φωλιά
που στήνουν τα πουλιά
του πιο ψηλού του κλώνου.
Γεμάτη με φιλιά
εβρήκα μια αγκαλιά
κι αυτή ήτανε του πόνου.





ΚΡΙΣΗ

Κρίση.

Καιρός να φωτιζόμαστε με λάμπες πετρελαίου.
Καιρός να τρώμε πάλι ψωμοτύρι.
Καιρός να λέγονται πάλι παραμύθια απ’ της γιαγιάς το στόμα πριν τον ύπνο.
Καιρός το μίσος τους το ’να για τ’ άλλο να μην κρύβουνε τ’ αδέρφια.
Καιρός για όλους με τα πόδια στη δουλειά μας να πηγαίνουμε.
Καιρός τα τρόφιμα να τα φυλάμε στο «φανάρι».

Κρίση.
Καιρός να ’χουμε κότες στην αυλή μας
και με τα φλούδια απ’ τα καρπούζια να τις τρέφουμε.
Καιρός να ’ναι ντυμένες οι γυναίκες όλες έτσι
που μόνο πρόσωπο να μένει ξέσκεπο απ’ αυτές.
Καιρός με μία βόλτα στην πλατεία να διασκεδάζουμε.
Καιρός να χάσκουμε σα βλέπουμε αερόπλανο.
Καιρός να ξαναβρούμε τα βιβλία.
Καιρός να ξανανοίξουνε οι κινηματογράφοι.


Κρίση.
Καιρός για τις βεγγέρες στα σκαλιά του παλαιού σπιτιού.
Καιρός για να γραφτούν πάλι στίχοι.
Καιρός να ξαναπάμε μετανάστες.
Καιρός του κουμπαρά.
Καιρός να παίζουν τα παιδιά μας μ’ ένα τόπι από κουρέλια.
Καιρός τ’ αντρόγυνα να βάλουνε ξανά τις μάσκες της αγάπης.
Καιρός να υποταχτεί και πάλι ο άνθρωπος στη μοίρα του.

Κρίση.









ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΤΟΝ ΑΜΟΡΓΙΑΝΟ
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ
(Κέντρο «Μύκονος», Λος Άντζελες, 1995)

Νίκο αηδόνι Ελληνικό στα δάση των βαρβάρων!
Νίκο αχτίδα θαλπερή αλλοτινών μας φάρων!
Νίκο ξενητεμένο μας αδέρφι, πατριώτη!
Νίκο τραγούδα! Θέρμαινε καρδιές! Φώτιζε σκότη!

Στον τόπο που μας πέταξε η ζωή αλυσωμένους
Να υπηρετούμε άγνωστους, να ζούμε μες σε ξένους
Νίκο τα πάθη μέρευε πότιζε τις ελπίδες
Αλάφρωνε… αλάφρωνε Νίκο τις αλυσίδες.

Νικόλα το τραγούδι μας μάς το ’χουν πάρει άλλοι.
Ποιος θα μπορούσε άραγε στο νου του να το βάλει
Ότι τη λύρα που ύπαρξη σε δέντρα κι όρη δίνει
Θα την ποδοπατούσανε αναίσχυντα εκείνοι…

Σαν λαίλαπα μια πέρασαν και ρήμαξαν τη χώρα
Απ’ όλα όσα οι θεοί της είχαν δώσει δώρα.
Κι όπως το κάθε ευώδες της εξέραναν λουλούδι
Φεύγοντας την αφήσανε γυμνή κι από τραγούδι.

Μα όπως σαν πάψουν οι βροχές και στρίψουν τα ποτάμια
Κι ενώ να σβήσει σπαρταρά λες του νερού η Λάμια
Τα χιόνια λιώνουν στα βουνά και μες στο καλοκαίρι
Με το νερό τους γίνονται οι κοίτες πάλι ταίρι,

Απ’ τις ψηλές έτσι κορφές της ψυχής των Ελλήνων-
Θρεμμένες με ιδανικά Πλαταιών και Σαλαμίνων
Αρχισε γλυκοκέλαδο να ροβολάει σακάτου
Ξανά το ζείδωρο νερό στα ρείθρα τα παλιά του.

Και πάλι, να! Βαδίζουμε. Με βήμα μετρημένο
Μα με το νου μας με κορφές Ολύμπων ταιριασμένο.
Κι άρχισαν να φυτρώνουνε πάλι στην Γη λουλούδια.
Κι αρχίσανε ν’ ανθίζουνε στα χείλη μας τραγούδια.

Μα τα τραγούδια, τα μικρά που ειχαμ’ έστω πλέξει
(Διαμάντι κάθε συλλαβή, ζαφείρι κάθε λέξη)

Πίσω εμείς τ’ αφήσαμε, με κάθε τι δικό μας
Όταν μας έστειλε αδειανούς εδώ το ριζικό μας.

Αλλά η φλόγα όπως χωρίς πνοή αέρα σβήνει
Χωρίς τραγούδι δεν μπορεί και ο Ρωμιός να μείνει.
Κι αυτό είναι Νίκο που σ’ εμάς όλους εδώ προσφέρεις
Όπως η ωραία σου φωνή και σύ μονάχα ξέρεις.

Με το γλυκό τραγούδι σου λίγη Ελλάδα παίρνεις
Και μέσα στου Λος Αντζελες την έρημο τη φέρνεις.
Και διψασμένοι πίνουμε – και ξέδιψοι μεθούμε
Και λίγο στυλωνόμαστε- και λίγο ξαναζούμε.

Μες στου βαθιού σου τραγουδιού χανόμαστε τους γύρους
Κι όταν, αργά, θα φύγουμε, κρατάς εκεί ομήρους
Τη σκέψη και την έγνια μας στα τραπεζάκια πάνω
Όπως η άλλη Μύκονος κράταε τον πελεκάνο.

Και, Νίκο, δεν μας δίνεις μια πατρίδα ψευτισμένη
Σαν τραγουδάς. Ούτε καμιά πατρίδα φαντασμένη.
Παρά μας δίνεις τη γλυκιά Πατρίδα όπως είναι.
Η Αθήνα στέκει δίπλα μας και όχι «αι Αθήναι».

Οι όμορφες οι γειτονιές κι όχι το Κολωνάκι.
Μας δίνεις την Ακρόπολη βράδυ με φεγγαράκι.
Μας σεργιανίζεις σε μικρές υπόγειες ταβέρνες
Που είναι ακένωτες χαράς και αντροσύνης στέρνες.

Μας δίνεις Κυριακάτικα λαμπρά απογεματάκια
Που τα καλά τους βάνουνε τα νια παλληκαράκια
Και βόλτα βγαίνουν για να δουν κάποιο κρυφό μεράκι-
Μια Δέσπω… μίαν Άρτεμις… τη Μαίρη…. το Φροσάκι…

Της Ελληνίδας λεβεντιάς Νίκο το θείο δώρο
Μας δίνει το τραγούδι σου στης «Μύκονου» το χώρο:
Ότι του έλληνα η ψυχή, και μες σε χέρια ξένα
Αλύγιστη είναι πάντοτε και σκλάβα σε κανένα.

Νίκο φωνή ρωμαίκη στη ξένη Καλιφόρνια!
Φωνή γλυκό κελάδημα μέσα σε κρώζοντα όρνια!
Κελάδημα που βάλσαμο μες στη ψυχή σταλάζει
Κι εκείνη γλυκό ’φραίνεται κι άφατα αναγαλλιάζει!

Νίκο τραγούδα! Την παλιά ανάσταινε τη Δόξα.
Του Δωρικού μας του ναού ζωντάνευε τα τόξα
Κι αυτά με βέλη τις σεπτές γραμμές του ας μας τοξέψουν:
Τέτοιες σαϊτιές κάθε πληγή μπορούνε να γιατρέψουν.

Δροσιά στο κάμα του ηλιού ειν’ η φωνή σου Νίκο.
Φραγγέλι το τραγούδι σου στου Εμπορίου τον Οίκο
Κι η πίστα όταν πάνω της βρεθείς γεμίζει μάγια
Σαν πρωτοθώρητα εκεί του Έθνους να λάμπουν τ’ Άγια.

Νίκο τραγούδα! Πότιζε μ’ Ελλάδα τη ζωή μας.  
Ό,τι εκεί αφήσαμε φέρνε το εδώ μαζί μας.    
Και τις πικρές της ξενιτιάς τις μαύρες κάνε ώρες
χαρούμενες να μοιάζουνε νυφούλες λευκοφόρες.


           





ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ

Θεέ, που πάνω ακόμα απ’ το Σταυρό Σου
Συχώρεσες αυτούς που Σε σταύρωσαν
Σου δέομαι – συχώρεσε κι εκείνους
Που γι άλλους σαν αυτό σταυρούς ύψωσαν.

Κι αυτό στο λεώ όχι  γιατί με σπρώχνει
Θεία κι εμένα ιδιότητα καμία
Παρά η συνήθειά μου την ανάγκη
Να τηνε κάνω Θε, φιλοτιμία.







SUNFLOWERS, MUNICH,
NOUE PINAKOTEK
(Van Gogh)

Ποιος μας ζωγράφισε πικρός ζωγράφος
κι είναι τα φύλλα μας κιτρινισμένα
κι έτσι κειτόμαστε σαν πεθαμένα
κι είναι το βάζο μας πικρό σαν τάφος;

Εμάς που στρέφαμε τα πρόσωπά μας
στο μέγα του ήλιου πυρρό στεφάνι
τώρα ένα μαύρο πικρό μελάνι
κλέβει το γέλιο μας και τη χαρά μας.

Μα ο μεγάλος μας καημός και θλίψη
είναι για σένα ζωγράφε-πλάστη:
σ’ αυτόν που έτσι μας εφαντάστη
θα έχουν κι έρωτας κι αγάπη λείψει.









ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΛΟΓΚ ΤΟΥ

Γεια σου Βασίλη

Τα όσα μου σούρνεις ρούφηξα ως το τέλος.
Και ξέρεις τι θα πω: πως τα εγκρίνω.
Πως είν’ για μένα όλα αυτά  σαν μέλι
και όχι-διόλου-σαν πικρό κινίνο.

Λοιπόν Βασίλη απ’ όσα μου ’χεις πει
χειρότερα μού πρέπουνε ακόμα
όμως από ευγένεια δεν τα λες
κι ας έρχονται στο νου σου και στο στόμα.

Πασκίζουμε κι οι δυο μας, στο λαό
να πούμε την που αυτός δε βλέπει αλήθεια:
πως όλα όσα γράφω είναι σαχλά
και ούτε για παιδάκια παραμύθια.

Μα δε φτουράμε μόνοι μας εμείς –
δυο είμαστε καημένε μου Βασίλη
κι είναι χιλιάδες όσοι μ’ αγαπούν
και λένε στίχους μου τα δυο τους χείλη.

Και απ’ αυτούς, εδώ ας αναφέρω
αυτούς η μνήμη μου που θα μου πει-
κι αν κάποιους ή και τίποτα ξεχάσω
μισή μισή με κείνο η ντροπή…

Ας πούμε να: εκείνους που ανεβάσαν
δύο θεατρικά μου στη σκηνή
(«Ειρήνη Αθηναία» κι «Αλέξανδρό» μου)
στη Νέα την Υόρκη την κλεινή.

Και στο νεόκοπο Λος Άντζελές μου,
ακόμα δυο μικρά  μονόπρακτά μου
(«“Όνειρο”» και «Βιασμός»),  που ότι θ’ ανέβουν
δεν το ’λεγα ούτε καν στα όνειρά μου.

Τον Αρχιεπίσκοπο της Αυστραλίας
-πρότυπο συνετού πατριδολάτρη-
που τον «Αλέξανδρό» μου έχει ανεβάσει
για των Ελλήνων-Αυστραλών την πάρτη.

(και που, πριν, μου ’γραψε να με ρωτήσει
αν είν’ αλήθεια όσα γράφω μέσα
ή λάχανα μονάχα και ντομάτες
για ν’ αποχτήσει μπούγιο η μπουγιαμπέσα).

Αυτούς που πέντε μου ’δωσαν βραβεία
για έργα ισάριθμα ποιητικά μου-
βραβεία χρηματικά κι όχι από κείνα
που ανέξοδα μοιράζουν εδώ χάμου

(κι εδώ μιλάμε φίλε γι Αμερκάνους
που το δολάριο δύσκολα, και βγάζουν,
όμως γι αυτό και που στην τσέπη χέρι
-οι γιάνκηδές μας- δύσκολα και βάζουν!..)

Το UCSB όπου στους φοιτητές του
συσταίνει τον «Ησίοδο» τον δικό μου
(και ειδικά το «Έργα» του «και Ημέρες»,
που είναι και σε μένα αγαπητό μου).

Εκείνους που την «ΠΌΡΝΗ» μου ζητάνε
για «σινεμά» να τηνε διασκευάσουν
…αλλά νομίζω δε θα τους τη δώσω
γιατί μπορεί και να μου την … χαλάσουν…

Το «Ρεύμα» το «Χριστιανικό» που έχει
χρυσοπληρώσει τη μετάφρασή μου
(δε φταίω εγώ-εκείνοι επιμέναν)
στα νέα ελληνικά της «ΓΕΝΕΣΗΣ» μου,

και τη μοιράζει ακριβά δεμένη
στους εν ταις ΗΠΑ έλληνες πιστούς του-
άψογο αλήθεια έργο, με ατσαλένιους
τους δεκαπεντασύλλαβους αρμούς του.

Α! Και κεινούς τους έλληνες τους τσίφτες
που κάποιο  που εξέδιδα προ χρόνων
περιοδικό (με εκατό σελίδες,
που όλη η ύλη του έμμετρη ήταν μόνον)

-τα «ΛΟΓΙΑ»- μόνος που έγραφα κι ως μέσα
στον Οίκο το Λευκό του ’φτανε η χάρη
(στο Στεφανόπουλο)-μα κι όπου κόσμου
ελληνικό μυρίζει αεί ποδάρι,

τώρα το παίρνουν, το ξανατυπώνουν
και (καλά κάνουν!) το ξαναπουλάνε
(και φυσικά κι αυτοί που τ’ αγοράζουν
νομίζω θαυμαστές μου πως μετράνε).

Ό,τι χοντρό θυμήθηκα το είπα
κι αφήνω τα μικρά της κάθε μέρας
που την ψυχή χαρά γλυκιά γεμίζουν
καθώς μωρό τα χάδια της μητέρας.
(κι απ’ τα μικρά να! κι έρχονται στο νου μου
τ’ αμέτρητα τα στιχουργήματά μου
που κορνιζαρισμένα φιγουράρουν
σε τοίχους-από USA ως εδώ χάμου.)

Άλλα δε λέω, σεβόμενος το χώρο
που τόσο θέλεις άδειος  συ να μένει,
όσο ο δικός μου θέλω κάθε μέρα
να έχει μια κοιλιά σαν γκαστρωμένη.

Λοιπόν Βασίλη  γεια σου και χαρά σου,
όλα καλά να έρθουν στη ζωή σου
και σ’ ότι καταπιάνεσαι να έχεις
όση σου αξίζει βράβευση μαζί σου.











ΠΟΛΕΜΟ!

Της ζητιανιάς εζώστηκες έλληνα το δισάκι
κι άρχισες πάλι τες κλειστές να κουρταλείς τες θύρες.
Που ’σαι να γίνεις, Σολωμέ, το άσφαλτό μας δοιάκι!
Κάλβε, να μας φλογίσουνε της αρετής σου οι λύρες!

Μα κι αν ο ξένος χλευασμό για δόσιμο κρατάει
κι αν μπρος του υποταχτικά σκύβεις κορμί και βλέμμα,
ούτε κι αυτός στο ζήτουλο το χέρι σου χωράει-
τ' ανοίγεις κι ολοπλήμμυρο ειναι από δόξα κι αίμα.

Να σε φυλάξουν από μιας τέτοιας ντροπής θωπεία
φρόντισαν οι γενναίοι σου και πέρφανοι προγόνοι:
ντροπή θα λόγιαζαν αυτοί την όποια επαιτεία
για χώμα που όπου το χτυπάς ελληνισμό ματώνει.

Έλληνα ζώσου τ' άρματα! Σε λοιδωρούν-δεν είδες;
Οι που μπορούν δε θέλουνε κι οι θέλουν δεν μπορούνε..
Με παρακάλια και μ' ευχές δε χτίζονται Πατρίδες
κι οι άλυσες δε λιώνουνε-ή πνίγουνε ή σπούνε.

Μη δικιοσύνη καρτεράς από την πόρνη Ευρώπη.
Η βρωμερή, μονάχο της έχει θεό το χρήμα.
Αρπάζουν μόνο έλληνα-δε δίνουν οι άνθρώποι
κι άτολμα όποιος περπατεί θάνατος κάθε βήμα.

Έλληνα στ’ άρματα! Ο φριχτός ο πόλεμος ζυγώνει.
Φέρτον εσύ. Μην άπραγος στέκεσαι καρτερώντας-
κόκκινο ο γύφτος το στραβό το σίδερο ισώνει
κι ο σκύμνος θέλει δάμασμα προτού μεστώσει λιόντας.

Νερό τρέχει στις φλέβες σου ή αίμα; Συλλογίσου:
σε κλέβουνε, σε αδικούν. Τι άλλο περιμένεις;
Πού είναι η αντροσύνη σου; Πού πήγε η ορμή σου;
Τη σκιά δε νιώθεις τη βαριά της παρουσίας της ξένης;

…Παλαιικοί μήπως αυτοί σου μοιάζουνε οι στίχοι;
Μήπως αυτές οι προτροπές σου φέρνουνε το γέλιο;
Του χαλασμού όταν θα βροντάν στ’ αυτιά σου μέσα οι ήχοι
τότε το ποίημα μόνο αυτό θα στέκει ακόμα στέριο.

Τότε όλα τ’ άλλα γύρω σου θα έχουνε γκρεμίσει
και μία θύμηση πικρή θα 'ναι η γλυκιά Βεργίνα
Κι απ’ τα συντρίμμια της ισχύ κάποιος κι αλκή θα χτίσει
κι ο επόμενος ο στόχος του θα είναι η Αθήνα.

Στη φλούδα είναι οι έλληνες πάνω στη γη μονάχοι.
Μόνη φυλή, μόνη λαλιά, μόνη γραφή και Λόγος.
Όπου σταθούνε βρίσκουνε μπροστά τους την αμάχη
και ό,τι πούνε ή κάνουνε τους τ' ανταμείβει ο ψόγος.

Ό,τι καλό είναι να ρθεί μον’ απ' αυτούς θα να ’ρθει.
Δε στέκει όντα λογικά να τρέφουν αυταπάτες.
Όμως αυτοί 'ναι οι έλληνες κι όχι οι αστείοι Πάρθοι-
το χώμα μόνο, και νεκρούς, θα τους ιδεί τις πλάτες.

Ή μη το χρήμα της ΕΟΚ χάνοντας το περίσσιο
νομίζεις πως θα ζήμιωνες; Κουτός δεν είσαι-όχι
-όσα για ό,τι σου ’δωκε θα σου ζητήσει πίσω
κατακλυσμός θα μοιάζουνε μπροστά σε πρωτοβρόχι.

Άνοιξε πόλεμο λοιπόν! Δείξε τη μάνητά σου!
Για να σωθεί ο τόπος σου η ώρα είναι το τώρα.
Αλλιώς ντροπή στις πριν γενιές θα έφερνε η γενιά σου.
Τo βήμα το σημειωτό άφηστο πια. Προχώρα!











ΤO ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ
    
Ένας πλούσιος είχε στη δούλεψή του έναν υπηρέτη.
Αυτός του γυάλιζε τα παπούτσια, αυτός του έφτιαχνε το φαγητό, τον έπλενε, του ετοίμαζε τις διασκεδάσεις του. O ίδιος ο υπηρέτης ζούσε σε μιαν αχυρένια καλύβα, σε μια γωνιά του κήπου του πλούσιου αφεντικού. Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και ζούσε μια μίζερη, μιαν άθλια ζωή. Και δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε ιδιοτροπία ή κακομεταχείριση από το αφεντικό του.
Μόνο σε ένα πράγμα ήταν απαιτητικός, πράγμα που φαίνεται παράξενο για υπηρέτη, όμως έτσι ήταν. Και μάλιστα η απαίτηση αυτή ήταν αδιαπραγμάτευτη για τον υπηρέτη. Αλλά περίεργο είναι και πως το αφεντικό σεβόταν απόλυτα τήν ιδιοτροπία του υπηρέτη του.
Η ιδιοτροπία αυτή ήταν η εξής: ό υπηρέτης ήθελε πάνω στους τοίχους της καλύβας του να βλέπει λέξεις η φράσεις που να του αρέσουν. Οι φράσεις αυτές μπορούσαν να είναι είτε γραμμένες κατευθείαν πάνω στους τοίχους, είτε γραμμένες σε χαρτιά που κρέμονταν από αυτούς.
Ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι λέξεις δεν το ήξερε το αφεντικό, όμως καλά καλά δεν το ήξερε ούτε και ο ίδιος ο υπηρέτης. Μπορούσε δηλαδή αυτός να είναι ικανοποιημένος από τις επιγραφές του δωματίου του για λίγους μήνες ή για μερικά χρόνια και ξαφνικά περισσότερες ή λιγότερες από τις λέξεις αυτές να αρχίσουν να μη τον ικανοποιούν πια. Αυτή η έλλειψη ικανοποίησης δεν δηλωνόταν από τον υπηρέτη στον κύριό του, παρά εκδηλωνόταν με ανεπαίσθητες αλλαγές στην συμπεριφορά του προς αυτόν. Ας πούμε άφηνε αυτός αγυάλιστη την εσωτερική πλευρά ενός παπουτσιού του κυρίου του, ή όταν έστρωνε το κρεβάτι του άφηνε ακάλυπτη μια μικρή επιφάνεια κάποιας γωνίας. Άλλες φορές, υποχωρώντας από το δωμάτιο μετά από την ακρόαση πού είχε από το αφεντικό, η υπόκλισή του δεν ήτανε ακριβώς εδαφιαία, αλλά τέτοια που να αφήνει μια μικρή απόσταση μεταξύ κεφαλιού και πατώματος.
To αφεντικό από τη μεριά του έπρεπε να παρατηρήσει τις μικροαλλαγές αυτές και να σπεύσει να διορθώσει τις επιγραφές.
Και πραγματικά το αφεντικό παρατηρούσε αμέσως τις αλλαγές στη συμπεριφορά του υπηρέτη απέναντί του. Και δε θα νιαζόνταν και πολύ το αφεντικό αν δεν είχε γυαλισμένη κάποια πλευρά του παπουτσιού του ή αν μια ακρούλα του κρεβατιού του ήταν άστρωτη, όμως ήξερε καλά πως αυτή η συμπεριφορά ήταν η αρχή μιας σειράς διαταραχών στις σχέσεις του με τον υπηρέτη, τέτοιας που, αν δεν έπαιρνε μέτρα να την ανακόψει έγκαιρα, αυτή θα είχε σαν κατάληξη τη φυγή του υπηρέτη από το σπίτι και την εγκατάστασή του στην καλύβα του κήπου του γείτονα. Και αυτό με τη σειρά του εσήμαινε πως οι υπηρεσίες θα παρέχονταν τώρα στο γείτονα, που μάλιστα περίμενε πως και πως να συμβεί κάτι τέτοιο, επειδή ο υπηρέτης ήτανε ο μόνος στην περιοχή.
Γι αυτό και το αφεντικό, μόλις αντιλαμβανόταν την αλλαγή αυτή στη στάση του υπηρέτη του, έσπευδε αμέσως να βρει λέξεις άλλες, που αντικαθιστώντας κάπoιες από εκείνες που μέχρι τώρα κρέμονταν στον τοίχο, θα επανέφεραν στο δρόμο τής μέχρις εξαντλήσεως προσφοράς των υπηρεσιών του τον υπηρέτη του. Ήταν μια λεπτή υπόθεση αυτή και απαιτούσε διαρκή προσοχή από το αφεντικό η διάγνωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η τέτοια παρατηρητικότητα του αφεντικού ήταν το μόνο προσόν που του έδινε τη δυνατότητα να διατηρεί τον υπηρέτη στη δούλεψή του, μιας και απ' αυτήν εξαρτιόταν η συνέχιση της συνεργασίας εκείνου με αυτόν.
Και το αφεντικό εργαζόταν με πάθος πραγματικό όταν επρόκειτο να αλλάξει τις λέξεις στον τοίχο της καλύβας. Στην πραγματικότητα ήταν η μόνη φορά στη ζωή του που το αφεντικό εργαζόταν, αν μπορεί κανείς να ονομάσει εργασία το ψάξιμο για λέξεις. Και τότε είναι που δούλευαν και οι φίλοι του αφεντικού, εκείνοι που μαζί του έτρωγαν τα φαγητά που ο υπηρέτης παρασκεύαζε και ωφελούνταν από τις υπηρεσίες που τους προσέφερε. Κλείνονταν τότε όλοι αυτοί μέσα σε αίθουσες ειδικά διασκευασμένες για το σκοπό αυτό, και καθένας πρότεινε και μια ή δυο διαφορετικές λέξεις ή φράσεις. Και ήσαν όλοι πολύ προσεκτικοί και έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον στη δουλειά τους, επειδή ήξεραν πως από αυτήν εξαρτιόταν όλη τους η καλοπέραση, αλλά μερικές φορές και η ίδια τους η ζωή. Γιατί ο υπηρέτης, αν το πράγμα έφτανε ως τη φυγή του από το σπίτι όπου μέχρι τότε υπηρετούσε, τότε, πάνω στη φούρια του για αλλαγή αφεντικού, μπορούσε και να σκοτώσει το παλιό αφεντικό ή κάποιον από το σινάφι του. Αλλά και αυτό να μην συνέβαινε, το αφεντικό και οι φίλοι του δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι θα έχαναν έναν τόσο αφοσιωμένο υπηρέτη μόνο και μόνο επειδή στάθηκαν ανίκανοι να βρουν μερικές λέξεις, αφού αυτό ήταν όλο κι όλο που ο υπηρέτης ήθελε για να μη φύγει, και ποτέ δεν διαμαρτύρονταν για την αμοιβή του ή για τις υπερβολικά κουραστικές υπηρεσίες που προσέφερε.
Και μέσα στην αίθουσα διασκέψεων ακούγονταν διάφορες κατά καιρούς λέξεις και φράσεις, όπως "αλλαγή", "μιάσματα", "αποστασία", "σκληρός πυρήνας Ευρώπης", "ανάπτυξις", "συμμετοχική δημοκρατία", "θεσμοί", "έξοδος από τα Μνημόνια" και ό,τι μπορούσε το μυαλό του αφεντικού να υποθέσει πως θα ικανοποιούσε τον υπηρέτη του και θα έφερνε τις σχέσεις του με αυτόν στην προηγούμενή τους κατάσταση. Και τις περισσότερες φορές κάτι έβρισκε το αφεντικό που να ικανοποιεί το ιδιότροπο αυτό γούστο του υπηρέτη του. Γιατί στό βάθος ο υπηρέτης δεν ήθελε να αλλάζει αφεντικό, μόνο ήθελε να ικανοποιεί κάποια μέσα του φωνή που του έλεγε πως είναι μια ζηλευτή ιδιαιτερότητα γι αυτόν να είναι ο μόνος υπηρέτης μέσα στο σύνολο των επί γης υπηρετών, που δουλεύει αδιαμαρτύρητα και χωρίς απαιτήσεις για βελτίωση των συνθηκών της εργασίας του και της ζωής του.







ΦΙΛΟΙ ΚΙ ΕΡΑΣΤΕΣ
Αν μου ζητούσες να σε πάω στο φεγγάρι
εύκολο θα ‘ταν και θα σου ‘κανα τη χάρη.
Μα συ καλή μου μού ζητάς να κάνω απ’ το κρασί σταφύλι:
οι φίλοι γίνονται εραστές, μα οι εραστές να γίνουν φίλοι…











ΜΙΣΗΤΑ

Δωμάτια μισητά των κοριτσιών
που όταν μέσα τους εκείνα μπουν
κι όταν την πόρτα πίσω τους θα κλείσουν
αφήνουν ορφανή την οικουμένη...

Μέσα εκεί το Μέγα Μυστικό κλειέται μαζί τους.

Μέσα εκεί
μωράκια ακόμα ηδονικά
βομβίζουν τα φιλιά του μέλλοντός τους..

Μέσα εκεί-
στων συρταριών τ' ανάκατα τα ρούχα-
φωλιάζει ό,τι ζωή κι απαντοχή μας είναι:
το ανυπόμονο του πόθου
και του γλυκού χαδιού η προσμονή.

Έξω από τα δωμάτια έχουν μείνει μόνο
Η παγωνιά η νύχτα και ο θάνατος.

Κι όταν την πόρτα ανοίξουνε
και πάλι βγουν
τότε δειλά το φως ξαναπροβάλλει
φέγγοντας πλέρια μόνο σα θα γίνει φανερό
πως τα κορίτσια μέσα εκεί
θ' αργήσουν να ξανάμπουν.








ΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ

Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσο να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν.

Δε θα ’τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το ’σβηνε
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.

Και όχι πολυτέλειες. Δεν ήθελε
ξύλο καλό, ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.
Ένα απλό τραπέζι.
Λίγο γυαλιστερό μόνο στην επιφάνεια
και κάπως, όσο γίνονταν
τα πόδια του κομψά
(μπορεί να το ’ντυνε και με χαρτί
έτσι κι η φθήνεια του θα κρύβονταν
και τακτικός θα έλεγαν πως είναι).

Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά
ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει. Πάλι
κάποιος μπορεί να ’ρχόταν
και την κατάντια του να δει δε θ’ ανεχόταν.
Και τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.

ΚΟΡΙΤΣΙΑ

-Τα κορίτσια.
-Τι;
-Τα κορίτσια.
-Τι τα κορίτσια;
-Τι τι τα κορίτσια;
-Είπες τα κορίτσια-τι τα  κορίτσια;
-Είναι. Αυτά.
-Τι είναι;
-Κορίτσια.
-Σε ρώτησα για τη χτεσινή νεροποντή…
-Ναι.
-… πού ήσουνα όταν είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
-Ναι.
-Λοιπόν;
-Τα κορίτσια.
-Τα κορίτσια;..
-Ναι.
-Από πότε, πού, πώς, γιατί έτσι;
-Από πάντα και για πάντα, εδώ και παντού και με όποιον τρόπο ξέρεις ή μπορείς να φανταστείς
-Τα κορίτσια;
-Τα κορίτσια.
-Μόνον αυτά;
-Μόνον αυτά.
-Τα κορίτσια!
-Ναι.






ΕΚΕΙΝΗ

«Ποιητή σε βλέπω μοναχόν
να περπατείς τα βράδια,
Με συντροφιά μόνο Μουσών
κι όχι αγάπης χάδια.

Τη θλίψη που όλον σε κρατεί
έχω πολύ μισήσει
Τον έρωτά μου άσε να ’ρθεί
και να την αποσβήσει.

Όπως εκείνης που αγαπάς
μου μοιάζουνε τα μάτια-
τα που εντός τους περπατάς
νύχτια θυμίζουν πλάτια.

Αν του κορμιού της οι ομορφιές
σ’ έχουν βαριά λαβώσει
και το κορμί ετούτο-δες-
τις ίδιες θα σου δώσει.

Αν στ’ όνειρό σου, το γλυκό
το στήθος της γυρεύεις
παρ’ το δικό μου ζωντανό
χωρίς να περιμένεις.

Την που γυρεύεις απ’ αυτή
και δεν τρυγάς χαρά σου
θα τήνε βρεις σε με καυτή-
πάρε με-είμαι δικιά σου.»

«Κι αν ίδια είσαι εσύ καλή
κι ωραία όπως εκείνη
κι αν ίσως ένα σου φιλί
το ίδιο μεθύσι δίνει

Κι αν ίδια δώρα σα θα ’ρθείς
τo σώμα σου μου δίνει
και αν σαν λούλουδο ανθείς
όμως δεν είσαι ΕΚΕΙΝΗ.»








Η ΓΙΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΜΕΣΙΝΙΩΤΩΝ ΦΕΝΕΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ της 26-7-08

Ωραία ν’ ανεβαίνεις σκεφτικός
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός
μες στο ελατοδάσος που σε ζώνει
και φιλικά το χέρι σού απλώνει…

Κι ωραίο, φτάνοντας στο Μεσινό,
το μισοπέδινο-μισο-ορεινό-
στο πανηγύρι του να παίρνεις μέρος-
θα πει Δροσιά να δρέπεις μες στο Θέρος.

Να ’τος ο κύκλος του Φενεού-πράσινο δαχτυλίδι,
και πάνω του το Μεσινό, μικρό λαμπρό στολίδι.
Και τ’ άλλα εννέα τα χωριά του κύκλου, το κοιτάζουν,
και πότε το ζηλεύουνε και πότε το θαμάζουν.

Να κι η πλατεία  που αυτή το γλέντι θα βαστάσει.
Όλα στην τρίχα οι κάτοικοι τα έχουν ετοιμάσει.
Και όλα πεντακάθαρα και φωτεινά κι ωραία.
Κι ο κόσμος νάτος που έρχεται αργά, παρέα παρέα.

Και τέσσερα κορτσόπουλα δροσάτα
τυφλά στου Ωραίου υπάκουα τη διάτα
κουβάδες κουβαλούνε τα καημένα
με μπύρες και με πάγο γεμισμένα.

Μ’ αχ! γρήγορα ο πάγος που τελειώνει!
…Κι ο νέος που βάζουνε, αμέσως  λιώνει!
Κι αχ! Διόλου στ’ όλαγνο δεν πάει μυαλό τους
πως τόνε λιώνει η θέρμη και το φως τους…

Και η ορχήστρα ξεκινάει τα όμορφα τραγούδια
και στ’ άκουσμά τους η καρδιά ευώδη ανθεί λουλούδια
που της φυλής μας μέσα τους η λεβεντιά πλαντάζει
και που των λόγων η έννοια τους γλυκά γλυκά μας σφάζει.

Και να το «καλαματιανό» αθάνατο «μαντήλι»
και να το «χαδεμένο του» που τού είχε «παραγγείλει»…
και να η σουλιμιώτισσα που αυτή για όλα φταίει…
Και να η Αγάπη που γι αυτήν κάθε πνοή μας λέει…

Κι ο Όλβιος (και πώς όλβιος να μην είναι
σε τέτοιας μιας κοιλάδας την αγκάλη;)
το μούρμουρό του το απαλό να γίνε-
ται συνοδειά στων τραγουδιών τη ζάλη…

Και μια μελαψή μαυροφορούλα
με μια μαλώνει αψηλή ξανθούλα:
να μπούνε στο χορό;-  μα ή μπουν ή όχι,
του θαυμασμού μας κιόλας γίναν στόχοι…

Γέλια, χαρούμενες φωνές, φιλιά, κουβέντες ίσιες,
πλήθος ωραίων γυναικών, φωνούλες παιδιακίσιες,
όλα όσα γύρω έβλεπα με κάναν να νομίσω
σ’ αγγέλων πως  βρισκόμουνα γλεντάκι παραδείσιο.

Κι ολαχνιστή ερχότανε στα πιάτα η γουρνοπούλα,
που κι άλλη τόση ο πάγκος μας αν είχε θα ’ξεπούλα.
Ο ζύθος ρέει, τα αίματα γέρων και νιων ανάβουν
κι η Φύση τις ψυχές καλεί Χαρά να μεταλάβουν.

Στιγμές χρυσές, στιγμές αβροφροσύνης
στιγμές όπου όλα παίρνεις κι όλα δίνεις
στιγμές που αν και λίγες μες στη ζήση
μ’ αυτές η ανθρωπιά θα μας μετρήσει.

Και η πρόεδρος πιο πέρα του Συλλόγου
των Φενεατισσών-ύφους αψόγου:
στους τυχερούς κατοίκους του Φενεού
το δώρο του Φενεάτικου θεού.

Χέρι το χέρι κρατητά, καρδιά καρδιά χτυπώντας
κι απ’ το μαντήλι πιάνοντας και αψηλά πηδώντας
χορεύουν νιοι, χορεύουν νιες, χορεύουν γριές και γέροι
χορεύει ο άντρας-ουρανός με τη γυναίκα-αστέρι.

Κι ο ζύθος ρέει σε χρυσά που μοιάζουνε ποτήρια
κι απ’ τους ατμούς του έρχεται στο κέφι και η Ζήρεια.
Και του  λαμπρού λέει τ’ ουρανού: «κι εγώ να ’μαι! ανταριάζω!
Κι ας είμαι χώμα, μα ουρανέ, όλο και πιο σου μοιάζω!»

Κι ο Ιπποκράτης έστειλε δυο του θεραπαινίδες
που τέτοια χάρη κι ομορφιά σ’ άλλα κορμιά δεν είδες.
Μα κι όλες αν κατέχαμε τις γιατρικές τους γνώσεις,
άντε απ’ της ομορφάδας τους τα βέλη να γλιτώσεις…

Κι ως της αυλής ο πλάτανος, με το ύψος που ’χει ρίξει
την καρυδιά τη δίπλα του έχει τη δόλια πνίξει,
έτσι το κέφι που ’χει εδώ ακράτηγο ανάψει,
κάθε μια πίκρα της ζωής σαν μαγικά έχει πάψει.

Από τον σάλο ξυπνητή έβλεπε η εκκλησία
μιαν άλλη τώρα, του χορού, ιερή γονυκλισία.
Και ήσυχη και  γελαστή εγλυκοχαιρετούσε.
Και των ανθρώπων τη χαρά χαιρόνταν κι ευλογούσε.

Α! Θε μου και να ’ρχόσουνα σ’ αυτήν τη μάζωξή μας
θα ’πινες, θ’ αστειεύοσουν, θα χόρευες μαζί μας!
Και τα παιδάκια βλέποντας-τη σκέψη την αγνή τους-
θα ’φερνες το Χριστούλη σου να έπαιζε μαζί τους!

Μα κι αν δεν ήρθες Συ εδώ, ο Αη Λιας και το Βουνάκι
άδεια απ’ τη Ζήρεια πήρανε κι ήρθανε για λιγάκι.
Κι από ένα σ’ όλους χάρισαν κλωνί γεμάτο μόσκο
στις βρώμικες τις πόλεις μας να μας κεντάει το νόστο.

Κι αν κάποιος θα μου έλεγε πως ίσως υπερβάλλω
κι υπέρ το δέον τούτο ’δω το πανηγύρι ψάλλω

χωρίς κανείς στην πέννα μου  καθόλου να έρθει κόπος,
μόνο ένα δυο θα του ’λεγα για να τον έπειθα-όπως:

η γουρνοπούλα πού αλλού-κοιτάξετε εναγύρα-
με αγάπη και με χωρατά θα ’ρχόνταν για γαρνίρα;
Πού αλλού οι μπύρες θα ’ρχονταν, μ’ εκτός από τη μέθη
και με φιλία αληθινή γι αυτόν εδώ που ευρέθη;

Γι αυτό σας λέω-πολύ καλά τα γράφω. Όπως ’γίναν.
Και τ’ άρωμα άφησα εδώ εκείνα που αναδίναν,
για να θυμόμαστε όλοι μας νυχτερινό ένα γλέντι
που είχε το Κέφι για ψυχή και τη Χαρά γι αφέντη.

Κι όλων αυτών δημιουργός ο Γιάννης ο Λαλιώτης
που μ’ ό,τι να καταπιαστεί, αστράφτει η βεβαιότης
πως με απόφαση, με νου, γέλιο και καλοσύνη,
η ιδέα πράξη θα γενεί-καρπούς θα δώσει η ευθύνη.

Κι ενώ ανέμελα η γιορτή για όλους εμάς κυλούσε,
ο Γιάννης εσυντόνιζε, διάταζε, περκαλούσε
κι αεικίνητος μες στης γιορτής τον εύθυμο το σάλο
τόσο καλά όλα τα ’καμε που δε γινόνταν άλλο.

Και βοηθοί του άξιοι, από τη μια ο Πανάγος
που με καθέναν φρόντιζε να σπάει ευθύς ο πάγος
κι από την άλλη ο σεμνός ο Γραμματέας-υφάδι
στης ευθυμίας τον καμβά τ’ ωραίο εκείνο βράδυ.

Όμως για φέτος τέλειωσε αυτό το πανηγύρι
Οι άχαροι τώρα της ζωής μας καρτερούν οι γύροι.

Αλλά με ό,τι εκδήλωσες όπως αυτές, μας δίνουν,
λιγότερο ψυχόφθοροι κι εκείνοι θε’ να γίνουν.

Ας πάτε φίλοι το λοιπόν καθένας στις δουλειές του
κι αφήστε εμένα δέσμιον στις ρίμες του αναπαίστου.
Κι όλοι να δώσει ο θεός του χρόνου ίδια μέρα
να μαζευτούμε υγιείς και πάλι εκεί πέρα.


…Ωραία να κατεβαίνεις σκεφτικός
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός
κι απ’ το ελατοδάσος που σε ζώνει
να γνέφει σου ο θεός σε κάθε κλώνι.






        
ΟΙ «ΠΟΙΗΤΕΣ» ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ...

Τα ωραία τ’ άνθη της ψυχής,
της σκέψης τ’ άγια μύρα,
με σκουπιδιών τα βρώμισαν
και ρύπων την πλημμύρα.

Οι «ποιητές» της Τρίπολης
πιάνουν πουλιά στον αέρα-
αλλά πουλιά μη βρίσκοντας,
πιάνουνε τον αέρα.

Οι «ποιητές» της Τρίπολης
«ποιούν» με μαεστρία
τόσην, που ως και της Ποίησης,
δυό κάνουνε τα τρία.

Οι «ποιητές» της Τρίπολης
χιτοφασιστοφέρνουν
και ταγματασφαλίζουνε
και προς τη χούντα γέρνουν  

κι όταν ελεύθερη φωνή
να τους μιλάει ακούνε,
τ΄αυτιά τους κλείνουν παρευθύς
να μη τους μολυνθούνε.

Και ποιητές οι έρημοι
αυτοαποκαλούνται,
κι «επαίνους» αγοράζουνε
και για «βραβεία» πουλιούνται.

Και με «βραβεία» έχουνε
άχρηστα γεμισμένα,
κουτιά, που αξίζουν πιο πολύ
από τα «βραβευμένα»

Και ζουν στον κόσμο μέσα αυτόν
που ψεύτικο έτσι χτίζουν
και, αν και σάπιοι ποιητικά,
όλο και πιο σαπίζουν.

Και όταν κάποιος τα λυγρά
γραφτά τους σατιρίζει
κι ότι «μυρίζουν», πει, αυτά,
«κοτόπουλο με ρύζι»,


Τότε, πολύ «ποιητικά»,
τρεις απ’ αυτούς τον παίρνουν
Και στης Τεγέας το «ποιητικό»
περίπτερο τον δέρνουν.

Κι επικροτούνε το πολύ
ωραίο φέρσιμό τους
(που αν και κείνοι ήταν εκεί,
θα ’τανε και δικό τους),

οι ομο «ϊδεάτες» τους
και οι ομό «τεχνοί» τους,
αφού δεμένοι ειν’ με εκεινούς
σαν κόλοι στο βρακί τους.

Κι η Τρίπολη τραβάει μπρος
με τον σκοταδισμό της,
με τους ναζί της «ποιητές»,
τον «πατριωτισμό» της,

με φουστανέλες, με τραγιά,
με ήρωες, αμαλίες,
με τις φασιστικές του ΦΟΤ
εκθέσεις κι ομιλίες,

με κοπροδόχο το ιερό
του Καρυωτάκη σπίτι,
και με το Πνεύμα έρμαιο
στα χέρια κάθε αλήτη.

Και, οι «ποιητές», που στέκι τους
αντάξιο έχουν έβρει
στον ΦΟΤ, που ταίριαξε μ’ αυτούς
σαν σκάφη με αλεύρι,

ποιούν, ποιούν, ξαναποιούν,
ματαξαναποιούνε...
και θύουν, λεν, στην Ερατώ,
μα, οι άθλιοι, τη γ..ούνε.

Τα ωραία τ’ άνθη της ψυχής,
της σκέψης τ’ άγια μύρα,
με σκουπιδιών τα σκέπασαν
και ρύπων την πλημμύρα.



ΟΝΕΙΡΟ

Αγάλματα γυμνά,
αντρών και γυναικών
δεξιά κι αριστερά του δρόμου.
Τα χέρια τους, ψηλά μπροστά απλωμένα.
Κι ύστερα απ’ τους αγκώνες τους
καθένα ανοίγονταν
και γίνονταν κλαρί
δέντρου όπου κορμόν είχε το σώμα.
Και το κλαρί επέταγε κλωνιά
και ολομικρότερα κλωνάκια
και όλα τους ενώνονταν
από δεξιά κι αριστερά
και φτιάχναν
μιαν οροφή διάτρητη από φως
που όπως δάσους πρωινού σκεπή
έφεγγε, προετοιμάζοντας
το μεσημέρι και το δείλι.

Εκεί με άλλους αιχμαλώτους μπήκα.
Και με ένα τέτοιο στέγαστρο
καλά από υποψίες προφυλαγμένος,
επήγα κι είδα τ’ αεροπλάνα
που όσοι νεκροί έπεσαν απ τις σφαίρες τους,
εκείνοι ήταν που φτιάχνανε
το αγαλμάτινο εκείνο θαύμα.

Σε λίγες μέρες
μπήκε ο δικός μας ο στρατός στην πόλη.



 Η ΒΟΥΛΓΑΡΑ   ΛΙΝΤΙΑ

Σε τάξη ποια του έρωτα επήγες
κι όπως αυτά μαθήματα επήρες
θεοκλεισμένο να κρατείς το μάτι
καθώς ποθοκυλιέσαι στο κρεβάτι;

Σε ηδονής ποιας πήγες το σχολείο
κι όταν τα πόδια σου ανοι’ς τα δύο
βυθίζεσαι και πάω κι εγώ μαζί σου
σε μιας τόσο γλυκιάς τα βάθη αβύσσου;

Ήλιου ποιανού η φλόγα σε τυλίγει
κι η θέρμη του-κι η θέρμη σου, σε πνίγει;
…Και άραγε κατάρα ποια βαραίνει
στη μοίρα πάνω καποιανών ανθρώπων
και αύριο θα βρίσκεσαι κλεισμένη
στα κρύα χέρια, ξένων, άλλων τόπων;

  (Λος Άντζελες 1995)                                     











ΣΤΑ ΑΒΡΟΔΙΑΙΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ

Εσκόνταψα. Kι ήταν η Νεολαία.
Έσκυψα κι είδα
ωχρή μια αχτίδα
και είδα μια να τρεμοσβήνει Ιδέα.

Και πόνο επλημμύρισε η ψυχή μου
που την ταράζει
και τη ρημάζει
καθώς σιμούν την άμμο της ερήμου.

Που ’ν’ οι ιαχές που φλέγουν τους αιθέρες;
Τ' αγωνιστήρια
πού εμβατήρια;
πού oι πληγές; το αίμα; πού οι σφαίρες;

Για να φλογίσει ο ήλιος της πατρίδας
προσμένει να 'δει
νιάτα στον Άδη-
θέλει νεκρούς στη ρίζα κάθε αχτίδας.

Ο σπόρος σεις του Μέλλοντος αν είστε
αστροπελέκι
πρέπει να στέκει
το πάθος σας, αν θέ ’τε να καρπίστε.

Κι ο λόγος σας να ’ναι όχι φλυαρίες
με δίχως τέλος,
μα να ’ναι βέλος
θανατηφόρο για τις αδικίες.

Μην η φρικτή σας ξεγελάει «ειρήνη»
που τήνε φτιάξαν
κείνοι που σφάξαν
το περιστέρι που ζωή της δίνει;

Η χώρα σας ζωσμένη από κινδύνους
που την αλώνουν
και τήνε λιώνουν.
Συντρίψτε τους-γλιτώστε τη από κείνους.

Έλληνες είσαστε. Η Ελλάδα η γη σας.
Αν δε χτυπάτε
την πολεμάτε
και τήνε πνίγετε με τη σιωπή σας.

Δείχτε πως είσαστε άξιο της θρέμμα:
της βίας ταίρι
κάντε το χέρι-
το χώμα τ άγιο της διψάει αίμα!

(Λος Άντζελες)


 



  ΕΞΗ ΓΑΤΑΚΙΑ

Έξη γατάκια παιχνιδιάρικα.
Να τα! Μπροστά μου!
Έξη κουκλίστικα μικρά γατάκια
στο λιόλουστο πρωινό!
Χιονάτο τρίχωμα με μαύρες βούλες!
Παίζουν τριγύρω απ’ τη μητέρα τους τόνα με τάλλο!  
 
Ένα ζωγράφο γρήγορα!
Για το Θεό ένα ζωγράφο!
Όχι;
Μια κάμερα έστω;
Μιά κάμερα!
Ούτε;..

Ε καλά.
Είδα σήμερα πρωί κάτι γατάκια.








ΦΥΓΗ

Θέλω να φύγω.

Μα σε τι να πω αντίο;

Τι θα μείνει πίσω μου
Συνεχιστής της δυστυχίας μου;
Τι θα συντηρήσει τη φλόγα
ώσπου αυτή να ’ρθει ο καιρός  
της αιωνιότητας τη θρυαλλίδα ν’ ανάψει;

Μα λέω
Αν υπήρχε αυτό  
Τότε θα ήθελα να φύγω από κοντά του;

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ;

Ποιος είναι ο πρώτος; Ποιος μπορεί να πει
ποιος είναι ο πρώτος που έφτιαξε
μεγάλα έργα θαυμαστά;
Ποιος είναι ο πρώτος  που επέταξε;
Που φώτισε με το ήλεκτρο τα πλήθη,
που εζωγράφισε, που έχτισε, που είπε,
πρώτος στην ιστορία της γης;

Ω! Αν τιμούμε ήρωες, σοφούς και πρωτοπόρους,
τιμούμε την ατίμητη μικρότητα μας μόνο
και τη ματαιοδοξία μας τιμούμε.
Γιατί κανείς δεν είναι πρώτος-όλα αυτά
έχουνε γίνει κι έχουν ξαναγίνει
σ' άλλους καιρούς,
προτού οι άνθρωποι πλάσουν το χρόνο,
σε άλλους τόπους, σ’ άλλες σφαίρες,
κι αυτά τα λόγια εδώ
έχουν γραφτεί ποιος ξέρει φορές πόσες
πριν τυπωθούν σε τούτο το χαρτί....
όλα προϋπήρχαν-άνθρωποι
δημιουργοί και πλάστες δεν υπάρχουν.






ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ
(Σοφοκλέους 3, Τρίπολη)

Η πολυκατοικία μας θα βάλει ασανσέρ!
Ας πούμε σαν να γίνονταν, άγγλος κανένας, σερ.
Αλήθεια είναι εξέλιξη αυτό για μας μεγάλη
κι εκτός απ’ όσα έχει καλά, και σε μπελά ας μας βάλει.

Μα ας δούμε πρώτα τα καλά κι ύστερα τους μπελάδες
Πρώτο καλό-θα νιώθουμε εφεξής σαν δερβισάδες
γιατί ενώ πριν βογκάγαμε τις σκάλες ανεβαίνοντας
πια τώρα θ’ ανεβαίνουμε μες στο ασανσέρ, χορεύοντας.
Ύστερα αν ν’ ανεβάσουμε κάτι βαρύ χρειάζεται
κανείς μας για το πράγμα αυτό σαν πρώτα δε θα νοιάζεται:
ένα κουμπάκι κυκλικό μονάχα θα πατάμε
κι άκοπα όσο θέλουμε βάρος θα κουβαλάμε,  
χωρίς η γλώσσα πήχες τρεις να βγαίνει από το στόμα μας
ή κίτρινο να νιώθουμε πως έγινε το χρώμα μας.
Και χάρις στο μικρό αυτό και μαγικό κουμπί
στων φρούτων μας τον μακριό κατάλογο θα μπει
κι ένα που όσο κι αν πολύ η τιμή που έχει τσούζει
αλλά στη ζέστα την πολλή δροσίζει-το καρπούζι.
Ύστερα λίγο υπέρβαρον αν έχουμε ένα φίλο
και με μεγάλον να μας δει καμιά φορά έρθει ζήλο,
ο ζήλος δε θα του κοπεί σα δει τις τόσες σκάλες
γιατί για να τις ανεβεί μεθόδους θα ’χει άλλες.
Μία γυναίκα που έρχεται σ’ έναν ψηλά που μένει
δε θα φοβάται μη τη δουν στις σκάλες ν’ ανεβαίνει.
Κι όταν γυρνώντας σπίτι μας σακούλες κουβαλώντας
ιδούμε πως ξεχάσαμε κάτι, κουτρουβαλώντας,
δε θα ’χουμε να κάνουμε την ίδια την πορεία
βρίζοντας πλην απ’ τ’ άθεα μαζί ίσως και τα θεία...

Πολιτισμός! Με μηχανές ήρθε και η σειρά μας
ν’ ανεβοκατεβάζουμε πλέον τα όνειρα μας
και να τα πνίγουν του σπιτιού όχι μονάχα οι χώροι,
αλλά και οι μεταλλικοί που ’χει το αναβατόρι!

(Και μα τον άγιο Πρόδρομο που εκαρατομήθηκε,
τώρα που η βαρύτητα απ’ την τεχνική νικήθηκε,
διόλου δεν είναι απίθανο να πάρω και ψυγείο
έτσι που εκτός από άφθονο νερό, να ’χω και κρύο,

μιας και δεν θα ’χω πρόβλημα πώς θα το ανεβάσω.
Μπορεί και τηλεόραση ακόμα ν’ αγοράσω!)
Αλλά η λίστα των καλών το ασανσέρ που έχει
δεν έχει τέλος για ένανε που η φαντασιά του τρέχει.

Γι αυτό ας δούμε αν κάτι τι στραβό έχει η υπόθεση
όπως ας πούμε αι κλειναί Αθήναι έχουν το Λιόπεσι.
Να ένα που ’χει άσχημο για όσους ψηλά καθόμαστε:
θα πάψουμε ανεβαίνοντας σκάλες, να γυμναζόμαστε.

Άλλο: θα λείψει η χαρά, μετά από τόση κούραση
κάτι να νιώσουμε καλό-την άγια την ξεκούραση.
Αλλά κι οι ανεπιθύμητοι δε θα ’χουν να σκεφτόνται
τις σκάλες τις κουραστικές, και τσουπ! θα μας ερχόνται.

Και τέλος να! Αιτία μια από τις πολλές που έχουμε
να λέμε τέτοια που είναι πως τη ζωή δεν την αντέχουμε,
θα πάψει να υφίσταται, και πια δε θα κλαιγόμαστε,
και ούτε πια τους δύστυχους πάλι θα καμωνόμαστε.

Μα κείνο που το ασανσέρ θα μας στερήσει σίγουρα
είν’ τα συναπαντήματα στις σκάλες τα παρήγορα,
που δείχνανε πως μόνος μας καθένας μας δε ζούσε,
αφού είτε θέλοντας ή μη, κάποιος θα μας μιλούσε.

Όμως ας πάψουμε τα υπέρ και τα κατά-ο κόσμος
πάει μπροστά κι αγρίως ας, ποδοπατιέται ο δυόσμος.
Έτσι τα πράγματα έχουνε, ή θέλουμε ή δε θέ ’με
Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ αλήθεια όλοι λέμε

στον κύριο Παναγιώτη μας, που όμορφα φερόμενος,
και τη δική του μα και ημών την κούραση σκεπτόμενος,
στην πολυκατοικία του θα βάλει ασανσέρ.
Και όπως λέει κι ο επίτιμος, θα ήτανε ανφέρ

μπράβο να μη του λέγαμε για την απόφαση του
που εξυπηρετεί κι αυτόν, αλλά και μας μαζί του.









ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν... και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν..

Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ’ τους παλιο-Λατίνους".









«ΕΛΛΑΔΑ ΣΑΝ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΣΟΥ ΗΛΙΟΣ ΑΛΛΟΥ ΔΕ ΛΑΜΠΕΙ…»

«Ελλάδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει…»
Σε περασμένους χρόνους, σε καιρούς αλλοτινούς,
σε μια άλλη γη,
ίσως υπήρχε μία χώρα που την έλεγαν Ελλάδα.
Μα πόσο μακριά από δω; Ποιος ξέρει...
Και πόσο πέρα από το τώρα...

Και επαράδωσε σε μας ο μύθος
αυτή την αίσθηση πατρίδας
φανταστική κι απόκοσμη,
άοσμη και φευγάτη.

Ίσως.
Σα μύθο τη δεχόμαστε και μεις
που δεν πιστεύουμε στους μύθους.
Σα μύθο τη δεχόμαστε και μεις
που δεν πτοούμαστε από μύθους.

Σε περασμένα χρόνια
σε καιρούς αλλοτινούς
λέγεται ότι ζούσαν άνθρωποι εκεί,
που ήσαν φίλοι μας, γνωστοί μας.
Και λέγεται ότι ακόμα υπάρχουνε και ότι
μας αγαπάνε και μας σκέφτονται ακόμα.

Μα ξέρουμε ότι αυτά είναι παραμύθια.
Πως τέτοια χώρα δεν υπάρχει
πως είναι μόνο ένα όνειρο.
Ένα κενό στη φαντασία που πληρώνεται
αυτόματα
με υπολείμματα συμπαντικών αντιπόδων.
Κι οι άνθρωποι του είναι κούφια πλάσματα,
εικόνες απρόσωπες,
πλάσματα ανύπαρκτα, υποθετικά,
καθένας τους μια ατέλεια και μια έλλειψη.

Εμείς τουλάχιστον
δεν ξέρουμε καμιά Ελλάδα
και βέβαια ποτέ δεν ήμασταν εκεί
ούτε και φύγαμε απ’ αυτήν
για να 'ρθουμε εδώ. Εμείς
εδώ πάντοτε ζούσαμε
και ζούμε.

(Λος Άντζελες-Καλιφόρνια)











ΣΑΝ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Σαν μια κραυγή
Σαν μια στιγμή
Που ο χάρος τη βαραίνει
Σε φτωχική μια κλινική
Που λένε καρδιολογική
Θα σβήσουμε θλιμμένοι.

Κάποια αδελφή
Αυταρχική
Με μας και μ’ όλα ξένη
Θα μας σκεπάσει βιαστική
Καθώς θα τρέχει εδώ και κεί
Κατάκοπη η καημένη.  

Κι ένας θεός
Που στοργικός
Με μας ως τώρα εδείχτη,
Την άλλη μέρα, στοργικά
Τα πλάσματά του όταν μετρά,
Θα γράψει: «μείον ένα».





ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ

Καθώς με ποιήματα μιλώ συνήθως
με ποίημα ένα θ' αποχαιρετήσω
κι όλους εσάς και το δωμάτιο ετούτο  
πριν φύγω και μονάχους σας αφήσω.

Χαίρομαι που εγνώρισα εδώ μέσα
πέντε ανθρώπους με καθάριο πνεύμα-
το Μάγκλαρη το Γιώργη, παλιό φίλο
που ίδιο και τους δυο μας πάει ρέμα,

τον άξιο Γιώργο τον Μπακομιχάλη
τη φτερωτή Σαπφώ της Τριφυλλίας
και την κυρία ενδυματολόγο
που σκέψεις δεν λογίζεται  δολίας.

Ρούνη αντίο. Η ποίηση καλέ μου
όλα μπορεί να τ’ ανεχτεί-αγένεια
που, μουσαφίρη εμένα, έχεις μαλώσει,
ανοησία, που χωρίς την έγνοια

με ποιον τα βάζεις πρώτα να γνωρίσεις-
έστερξες να μου πεις να μη μιλάω
για τους «Καραμανλήδες». Κύριε Τάκη
μικρόν πολύ από τότε σε μετράω.

Κι αν όλα η ποίηση να τ’ ανεχτεί αντέχει
μισεί ένα μόνο-τη λογοκρισία.
Πεθαίνει μέσα της. Θάφτεται. Λιώνει.
Κι όλη της χάνει τότε την ουσία.

Η ποίηση ψυχή είναι μία Τάκη
και χέρι ένα, που ό,τι εκείνη κρένει
 ό,τι απ’  αυτά προλάβει εκείνο γράφει
 και τη ζωή μας έτσι ομορφαίνει.

Η ποίηση θερίο είναι Τάκη
που δεν μπορεί μες σε κλουβί να ζήσει
μα που έξω σα βρεθεί, το μουγκρητό του
μπορεί και πεθαμένους ν’ αναστήσει.

Κι η ποίηση πολιτικούς δεν ξέρει.
Πολιτική για κείνην δεν υπάρχει.   
Γι αυτήν ο κόσμος όλος μια επικράτεια
που εκείνη, άνασσα, πάνω της άρχει.

Στον εκοστό τον πρώτο μέσα αιώνα
τα μέλη του Συλλόγου σου ένα ένα
από το χέρι τους πιάσε τα το ’να
κι οδήγα τα-σαν καθυστερημένα-

στο πώς θα γράφουνε, πώς θα μιλούνε,
θέματα ποια έχεις απαγορευμένα,
μα όχι φίλε μου-μες στις γραμμές τους
και μένανε δε θα 'χεις συ βαλμένα.

Κι αφού ’σαι ο μόνος που μες στου αιώνα
του εικοστού του πρώτου τις σελίδες
επέβαλες λογοκρισία, σου πρέπει
μια θέση στο βιβλίο μέσα του Γκίννες.

Λογοκρισία όμως ούτε ποτέ μου
εδέχτηκα ούτε θα στέρξω τώρα.
Τους νόμους μοναχά θ’ ακολουθάω
που η άθλια έχει βάλει ετούτη χώρα.

Αν θέλω και του Χίτλερ θα υμνήσω
τους νόμους και τη δόξα και το κλέος
αν θέλω θα δοξάσω τον Κροπότκιν
αναρχικός εγώ σα να ’μουν νέος.

Από ακροαριστερά μέχρι φασίστες
εγώ θα υμνήσω σα μου κάνει κέφι-
και πάντα εγώ στους ήχους θα χορεύω
που το δικό μου μου αντηχάει το ντέφι.

Μαρξ, Λένιν, Τρούμαν, Αϊζενχάουερ, Ρήγκαν
στα ποιήματα μου αν θέλω θα δοξάσω
κι ακόμα Ζέρβα, ή κι Άρη Βελουχιώτη,
χωρίς λογοκρισία να λογαριάσω.


Κι απ’ τα σημερινά σου τ’ ανθρωπάκια
εκείνα λέω που ή μας κυβερνάνε
ή αντιπολίτευση είναι και που μόνο
έχουνε μέλημα τους πώς θα φάνε-

από αυτούς τους άθλιους σαλτιμπάγκους
ή τους Καραμανλήδες σου ή τους άλλους
τους Παπανδρέηδες και τους Παπαρήγες
κι όλους τους άλλους βδελυρούς μεγάλους

με μια ευκολία που το θέμα δίνει
στίχους πολλούς κατάλληλους θα έβρω
και πάνω τους καυτούς θα τους πετάξω
με δύναμη με πάθος και με νεύρο.

Και για να μην ακόμα συνεχίσω
με μια κουραστική ίσως ρητορεία
με μια μονάχα λέξη όλα ετούτε
θα πω. Είναι η λέξη: ελευθερία.

Κι ελευθερία είναι Τάκη Ρούνη
για τον καθένα να ’ναι ο εαυτός του.
κι αυτή είναι η δόξα η τρανή του ανθρώπου
κι αυτός ο γήινος προορισμός του.

Περπατά συ κι οι άλλοι του Συλλόγου.
Πάλι ποτέ με σας δε θα ταιριάξω.
Βαδίστε. Περπατήσετε. Σουρθείτε.
Εγώ καλέ μου φίλε θα πετάξω.

Εμένα εκεί ψηλά με καρτεράει
όχι λογοκριτής κανένας Τάκης
μα θέση μου ’χει εμένα κρατημένη
ο θείος σύντεχνός μου -ο Καρυωτάκης.

Εξάλλου η Τρίπολη και σας και μένα
μας έχει ανάγκη-εσάς από συνήθεια
κι εμένα ποίησης δρόσο να γεμίσω
τα δυο της ξεραμένα κι άδεια στήθια.



ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΟ ΠΑΓΩΤΟ-ΔΩΡΟ
ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΗΣ ΓΙΩΤΑΣ

Το παγωτό που μου ’χεις δώσει Γιώτα
Τα παγωτά μου θύμισε τα πρώτα
Που μου ’παιρνε ο παππούς μου
Και μου ’φευγε ο νους μου.

Κι ωραίο έτσι που το ’χεις ζωγραφίσει
Για χρόνια και για χρόνια θα κρατήσει-
Ποτέ του δε θα λιώσει
Ποτέ δε θα τελειώσει.

Κι όλους ενώ το παγωτό παγώνει,
Το παγωτό σου αντί να με κρυώνει
Το αντίθετο συμβαίνει:
Μυστήριο: με ζεσταίνει!..








ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΖΑΪΡΑΣ, ΤΟΥ ΣΚΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΝΕΛΛΗΣ

Ως τον δρόμο της ζωής σου ετραβούσες
μαχαιριά του θανάτου στον κλείνει.
Και ξερόφυλλα εκεί όπου ανθούσες.
Και χαρά όπου σκόρπαες, οδύνη.

Ζωντανή λαμπερή και δροσάτη,
και ξυπνή και καλή κι όλη χάρη,
κάθε ανθρώπινο έτερπες μάτι
σε Τολό, Ίρια, Ασίνη, Βιβάρι.

Και στιγμή ούτε μια δεν στεκόσουν-
μόνο έτρεχες όλο, πηδούσες...
Κι όλος ήταν ο κόσμος δικός σου.
Κι αθωότητα εντός του σκορπούσες.

Μα ως τίποτα ωραίο δεν πεθαίνει
μόνο αχάλαστο στέκει απ’ τον Χρόνο
και για πάντα η ιδέα του μένει
καθώς άνθος σ’ αχάλαστον κλώνο,

έτσι εσύ σ’ άλλη τώρα μια Πλάση,
ζωντανή πιο από πριν, τριγυρίζεις.
Και πια τίποτα δε θα χαλάσει
τη ζωή που εκεί πέρα γνωρίζεις.

Με αγάπη και συ μας θυμάσαι.
Και τη Νέλλη πιο πάνω  απ’ όλους,
μακριά που σε δίδαξε να ’σαι
από μίση, κακίες και δόλους.

Κι απ’ όπου είσαι, ανεξίκακο πλάσμα,
Γεφυρώνετε εσύ και η Νέλλη
Των δυο κόσμων σας το άπονο χάσμα
Με αγάπης αμάραντα βέλη.











Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΝΙΑΧΡΟΝΗΣ ΣΑΡΑΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΒΙ

Α! Η Σάρα μου τον Έβι
τι τρελά που  τον λατρεύει!
Και κοντά του όλο πώς πάει!
Και γλυκά πώς του μιλάει!..

Το χεράκι της απλώνει
τα μαλλιά του ανακατώνει
σα λουκούμι τον κοιτάζει
κι όλο του μιλάει με νάζι.

Αχ!  Βρε Σάρα πονηρούλα
πεταχτή και νοστιμούλα
τόσο είσαι ερωτευμένη,
που αδυνάτισες καημένη.

Τέτοιου έρωτα λαχτάρα
πώς και σου ’ρθε μωρέ Σάρα-
τέτοια αγάπη παλαβή
τάχα πού την έχεις βρει;

Και να! γέλια και χαδάκια,
να! γλυκούτσικα φιλάκια,
να λογάκια ερωτικά
να! γλυκούλια μυστικά.

Βρε γλυκούτσικο Σαράκι
κάνε κράτει λιγουλάκι
γιατ’ οι άλλοι σε ζηλεύουν
και φιλιά κι αυτοί γυρεύουν.

Κι ο Ντονάλντ να! ξαφνικά
που απ’ τη ζήλεια σε χτυπά,
γιατί θέλει μόνο αυτός
να σου είναι κολλητός.

Αχ!  βρε όμορφο κουκλάκι!
σαν γλυκόπετο πουλάκι,
μη σε μια εσύ αγκαλιά
μοναχά χτίζεις φωλιά,

γιατί όση η Φύση γλύκα
σου εχάρισε για προίκα
τη ζητούν κι άλλοι πολλοί-
κάθε αγόρι και φιλί.







ΕΡΩΣ

Έρως δεν είναι τ’ ανοιγόκλεισμα του πάνω βλέφαρού μας για το κάτου;
 Έρως δεν είναι του κισσού το σφιχτοπλέξιμο γύρω από το κορμί κάθε πλατάνου;
Έρως δεν είναι το τσιμέντο μες στα τούβλα που υψώνουν ένα ένα κτίρια τόσα;
Έρως δεν είναι το τραπέζι αυτό που γράφω, που αν δεν ήτανε, τα μόριά του θα φεύγαν όπως πάνε τα πουλιά;
Έρως δεν είναι του καρφιού το κράτημα στον τοίχο;
Έρως δεν είναι το κουμπί το ρούχο που κρατεί;
Έρως δεν είναι του ηλιού η αγάπη για τη γη μας και κείνης το στροβίλισμα τριγύρω από κείνον;
Έρως τ' αστέρια δεν κρατάει καλά ραμμένα στο ύφασμα πάνω του ατλαζένιο τ’ ουρανού;
Τ' είναι που την καρέκλα σου δετή κρατεί κοντά στο δίπλα της τραπέζι;
Τ’είναι το σπίτι μας που δεν γκρεμάει από συντρίμμια κάτου να μας θάψει;

Δεν ειν' ερωτεμένος με τον τόπο
ο οδοιπόρος του προορισμού του;
Το αυτί μας έρωτα δεν έχει για τον ήχο;
Έρως της σπίθας δε φωτάει το δρόμο
το στρώμα το μπαμπάκινο να φτάσει
κι όλο το σπίτι να το λαμπαδιάσει;
Θα δέχονταν η πόρτα το κλειδί μας αν έρωτας θερμός δεν τη δονούσε για την ψυχρή του σίδερου ουσία;
To χρώμα θα χρωμάτιζε τον τοίχο;
Θα σμιγανε ο βράχος με το κύμα;
Θα ταίριαζε στο ψάρι το λεμόνι;
Και το σφυρί θα ζήταγε τ' αμόνι;

Στα δάση μέσα τα δροσά βαθύσκια
θα ταίριζαν πουλάκια στα δεντρά τους
αν έρως δεν τα ζύγιαζε στα κλώνια;
Θα 'βρισε χελιδόνι τη φωλιά του
που χρόνο ένα πριν είχε αφήσει
αν έρωτας δεν του 'δειχνε το δρόμο;
To χρήμα θα 'θελε το πορτοφόλι;
Οι τόσες μέρες τη ζωή μας όλη;
Τα χείλια θά 'στεργαγ το κοκκινάδι;
To χρήμα θα 'θελε η φιλαργυρία;
Θα ζήταγε το ξόδεμα η σπατάλη;

Χώρια το χέρι απ' το κορμί μας θα ’ταν και τo κεφάλι μας απ' το λαιμό μας αν έρως δεν ετράβαε το 'να στ' άλλο.
To νάτριο αν το χλώριο δεν ποθούσε θα ’χαμε αλάτι για το φαγητό μας;

Όλα έρωτας στην πλάση μέσα είναι
και κείνο που ποτέ δε θα γενεί
θα ήτανε στον κόσμο μέσα, κάτι,
που έρωτας δεν είναι,
να φανεί.










ΚΡΙΣΙΣ ΚΑΤ’ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΚΟΥΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

Δεν είμαι από τον κόσμο σας. Πάνω μου εξουσία
φασιστικά κοπρόσκυλα δεν έχετε καμία.
Δεν είμαι από τον κόσμο σας. Άλλος με κρίνει εμένα.
Κάθε σας κίνηση για με πηγαίνει στα χαμένα.

Μ’ έμπλεξε στο σινάφι σας-στα βρόχια τα φριχτά σας
η φτώχεια που την έφτιαξαν τα χέρια τα δικά σας.
μα η ψυχή και το μυαλό που ελπίζατε να γίνει
δικό σας όργανο, σκοινί εγίνη που σας πνίγει.

Εγώ κρατώ απ’ του βοριά τ’ αγριεμένο κύμα
εσείς ψοφίμια που ’χετε το πόδι σας στο μνήμα.
Εγώ κρατώ απ’ τη Φωτιά κι απ’ τη Μεγάλη Ελπίδα
εσάς φριχτά σας ξεγελά η όποια καταιγίδα.

Στο Σύστημα του Μέλλοντος-στο Σύστημα του Αεί
το κτίσμα  σας σαν άθυρμα πανάθλιο θα καεί.
Κι εγώ το Καίον Σύστημα! -κι εγώ το Μέλλον!-νάμαι!-
εγώ που τώρα στα λερά τα πόδια σας κοιμάμαι.

Και ο θεός μου που βαθιά κατέχει την Τελειότητα
δε θα σας κρίνει όπως εσείς εμέ «κατ’ αρχαιότητα»,
παρά, αφού εφ’ ενός ζυγού-ο Μαρξ- θα σας στοιχίσει
πάνω στα γλοιώδη μούτρα σας «κατ’ εκλογήν» θα φτύσει.








POUR UNE SEULE

LE SURINTENDANT : En fait, chaque théâtre n' est bâti que pour une seule pièce, et le seul secret de sa direction est de découvrir laquelle.  
(JEAN GIRAUDOUX, ONDINE, ACTE 2, SCÈNE 1)

Κάθε δεντρί για ένα ειν' άνθος.
Κάθε κορμί για μια φωτιά.
Κάθε ψυχή για ένα πάθος.
Για έναν μόνον η πρωτιά.

Για ένα στόλισμα η γιρλάντα
για ένα αγρίμι η μονιά
για έναν Δόγη η Ινφάντα
για ένα λεφτό η νια χρονιά.

Γι ένα σύννεφο το δείλι
για ένα δάκρυο η αυγή
για ένα φίλημα τα χείλη
για ένα αντίο το πρωί.









ΓΙΑΤΙ;

Η ζωή είναι ένα θέλω.
Αλλά μαζί είναι και ένα όχι σε ό,τι θέλω..
Μία συνεχής μάχη ανάμεσα σε δυο θηρία.
Μάχη όπου κανένα από τα δύο δε νικάει.

Ήρθαμε λοιπόν στη ζωή για να αγωνιζόμαστε
χωρίς κανένα σκοπό και χωρίς αποτέλεσμα.
Ο αγώνας αυτός σημαίνει φθορά, άγχος, ενοχές.
Γιατί να ανέχεται κάποιος αυτή την κατάσταση;



ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Παραλία του Β.  Πήγα για φράπες.
Κλειστό το μαγαζί.
Ανοίγει στις τέσσερες το απόγεμα.
Μόνος πώς να περιμένεις;

Μία σύντροφος κάνει τη ζωή υποφερτή.
Επειδή σύντροφος δεν υπάρχει γι αυτό είναι η ζωή μου ανυπόφορη.

Στην θάλασσα δίπλα μια γύφτισσα τηγάνιζε ψάρια.
Δίπλα της καθιστός ο άντρας της περιμένοντας.
Κοντά τους το φορτηγό αυτοκίνητο γεμάτο με πιθάρια και γλάστρες με φυτά-το εμπόρευμα.
Τμήμα του εσωτερικού του αυτοκινήτου το σπίτι τους.
Κάτι σαν τροχόσπιτο.

Πήγα στη δουλειά μου.
Όταν γύρισα είχαν αποφάει.
Η γυναίκα έπλενε τα πιάτα ενώ ο άντρας είχε ξαπλώσει στο παγκάκι της παραλίας κοιτάζοντάς την.
Ζήλεψα.






ΒΟΛΤΑ ΜΕ Τ’ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΣΤΑ Π.

 Ώρα τρεις μεσημέρι.
Ώρα ανάπαυσης.
Ένα κοριτσάκι στη μάντρα, δίπλα στη βρύση του χωριού κάτι φτιάχνει.

-Γεια σου. Εδώ είναι τα Π.;
-Ναι.
Τι φρούτα βγάζει το χωριό σας ν’ αγοράσω μερικά;
-Δε βγάζει. Κι εμείς παίρνουμε από τον Σ. Εμείς στο σπίτι έχουμε μόνο μήλα και δεν ξέρω αν η μαμά μου τα πουλάει.
-Πόσους κατοίκους έχει το χωριό σου; Αλλά μικρό κορίτσι είσαι, δε θα ξέρεις.
-Πώς δεν ξέρω; Έχει εκατό ανθρώπους και πενήντα σπίτια.
-Και τι φτιάχνεις εκεί;
-Γεμίζω καρυδότσουφλα με κερί, βάζω κι ένα φυτίλι και τα βάζω μέσα σε ένα δοχείο με νερό και πλέουν και είναι όμορφα.
-Τα πουλάς να πάρω ένα;
…Ναι (ψιθυριστή συνεννόηση με ένα αγοράκι που είχε έρθει στο μεταξύ). Πενήντα λεπτά το ένα.
-Επειδή μου αρέσουν πολύ θα σας δώσω περισσότερα λεφτά.
Το πήρα, έφυγα.

Πηγαίνω προς Σ.
Όμως τι βλέπω; Από κει πηγαίνει σε Αθήνα.

Γυρίζω πίσω.
Ευχάριστη διαδρομή μέσα από πεύκα.
Θα την ξανακάνω.






ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Βλέπω στο ίντερνετ κάποιος να με παρακαλεί να του επιτρέψω να μελοποιήσει το «ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ» μου. Μου αφήνει το e mail του να του απαντήσω.
Του απαντώ, του επιτρέπω.
(Λος Άντζελες 1989)
ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Ο άνθρωπος ζητά να ζήσει αιώνια.
Για πάντα να υπάρχει. Να είναι αθάνατος.
Ας έρχονται κι ας φεύγουν όσα χρόνια.
Να μην υπάρχει όμως γι αυτόνε θάνατος.

Και ψάχνει ολοζωής να έβρει τρόπους
Που να χτυπάει για πάντα στα στήθη του η καρδιά
Γι αυτό και χαλαλίζει όποιους κόπους
Κι όποια γι αυτό να κάνει χρειάζεται δουλειά.

Μα όσο κι αν πασκίζει δε φελάει.
Χαράμι πάνε όσα με ζήλο προσπαθεί.
Κι Φύση τόνε βλέπει και μέσα της γελάει:
Αθάνατοι είναι όσοι δεν έχουν γεννηθεί!








Η ΧΑΖΟΓΙΑΓΙΑ
 
Ξέρω μια χαζογιαγιά
Που ψυχή της και καρδιά
Της τις πήραν τα ’γγονάκια-
Δυο νιογέννητα μωράκια.

Και της πήρανε μαζί
Κάθε ώρα και στιγμή
Που ’μεναν απ' τις τρεχάλες
Τις μικρές και τις μεγάλες.


Κι έτσι τώρα όλο γυρνά
Και τη ζήση της περνά
Με τα ’γγόνια της παρέα-
Με τα κόσκινα τα νέα.

Τ’ αγκαλιάζει, τα φιλά
Τους γελάει, τους μιλά
Κάθε τόσο τα ζυγίζει
Τα νταντεύει, τα ταϊζει.

Και τ’ αλλάζει όταν βραχούν
Τα προσέχει μην ξυστούν
Κι αφού λάμπουν, τα κοιτάζει…
Τα βουτά, τα ξαναλλάζει!

Μες στην κούνια σα θα δει
Κοιμισμένο το παιδί
πλησιάζει και ’ξετάζει
Μη η κουβέρτα το πειράζει.

"Μια γκριμάτσα κάνει; Να!
Το παιδί μάλλον πονά.
Το ποδάκι του απλώνει;
Βαρύ θα ’ναι το σεντόνι.

Γιατί τώρα ξαφνικά
Πήρε ανάσα δυνατά;
Γιατί τώρα το κεφάλι
Δεξιά το στρέφει πάλι;
 
Και με το φακό κοιτά
Μια σκονίτσα που πετά-
Στον αέρα τηνε πιάνει
Κι έξω ανοί’ και τήνε βγάνει.  

Ερχεται μετά η σειρά
Για του μπάνιου τη χαρά
Και πλιτς πλατς αβρά σαπούνια
Και λαδάκια και ματζούνια.

Και αφού τα πλένει μια
Πάλι πλύσιμο ξανά
Κι άντε πάλι το μαλλάκι
Να το κάνει κοκοράκι.

Λες και άλλοι δεν μπορούν
Ολ’ αυτά να τα σκεφτούν
Και πως της γιαγιάς θα πρέπει
Η φροντίδα όλα να σκέπει.

Αχ! Μωρέ γιαγιά χαζή
Με μυαλό ούτε καν γκρι
Κι άλλες έχουν εγγονάκια
Που ’χουν μάτια και χεράκια,  

Μα στα μάτια δεν κοιτούν
Τα παιδάκια-τι να δουν;-
Και του εγγονού το χέρι
Μόνιμο δεν κάνουν ταίρι.

Α! Μωρέ χαζογιαγιά!
Να τα χαίρεσαι Με γεια!
Μα τα ’γγόνια σου θ’ αντρέψουν
Και χωρίς να σε παιδέψουν.

Α! Μωρέ χαζογιαγιά!
λίγη φύλαξε μαγιά
γιατί κι άλλα 'γγόνια ερχόνται
Και να μην παραπονιόνται…







ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ

Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού
θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού.
Πρέπει να είναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.



ΣΙΓΟΥΡΙΑ

Από του πάνω χείλους τη διπλή γραμμή
Και το εξέχον προχειλίδιο
Κι από άνοιγόκλεισμα ανεπαίσθητο ένα
Των δυό ματιών της κάθε τόσο
Φαίνεται το φιλήδονο αυτής της πόρνης.

Αμίλητη
Απείραχτη απ’ τα γύρω
Ανέγγιχτη απ’ τα μέσα και τα εσώτερα
Και σταθερά προφυλαγμένη από τους άπειρους εμάς
Μέσα στην κυνικότητά της,
Ολων τα βλέμματα επιζητεί και έχει
Χωρίς αυτή κανέναν να προσέχει.

(Λος Άντζελες 1992)










ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΟΥ ΑΜΑΞΙ
(«ΛΟΓΙΑ»-Λος Άντζελες 1992)

Επειδή δεν το υποφέρω
Για τ’ εμέ να ξαγρυπνάτε
Κι εναγώνια: "βρήκε τάχα
Ή δε βρήκε;" να ρωτάτε,
 
Σας πληροφορώ αμέσως
Πως  αμάξι έχω  βρει.
Και, για όσους δεν πιστεύουν
Να κι η απόδειξη γραφτή:
 
Το καινούργιο μου αμάξι
Είναι πια πραγματικότης.
Κι είναι κούκλα μέσα κι έξω
Κι η γραμμή του είναι πρώτης.

Κι αλλαγή μία μεγάλη
Στη ζωή μου έχει έρθει
Κι όλον τώρα με κατέχει
Μιά λαχτάρα και μια μέθη.

Πια δεν τρέμω μήπως φρένο
Σαν πατήσω δε θα πιάσει.
Δε φοβάμαι μη ενώ τρέχω
Το ψυγείο μου διψάσει.
 
Δε θα σταματάει τώρα
Όποτε θελήσει εκείνο
Και θ' αρχίζει όταν τ’ αρχίζω
Και θα σβήνει όταν το σβήνω.

Κι ούτε όταν μπρος το βάζω
θα πηγαίνει δώθε κείθε
Σαν εν δράσει Καζανόβας
Ή ο ΒΙG ΟΝΕ λες κι ήρθε.

Κι αν και μες σ’ αυτό αέρα
Δε θα έχω εγώ βουνήσιο,
Ομως δε θα σκάω κιόλας
Γιατί θάχω αιρ-κοντίσιον.
 
Δε θα κάνω κάθε μέρα
Πόλεμο με το τιμόνι-
ΚουΚουΕ ενώ το θέλω
Δεξιά να μου δηλώνει.


Κι ασφαλώς θα ξέρω πλέον
Δίχως άργητα κι ανέτως
Οτι όλες οι γυναίκες
Που στ’ αμάξι μπουν και φέτος

Δε θα ξαναμπούνε πάλι
Οχι λόγω του αμαξιού μου

Αλλά λόγω της ασχήμιας
Της μορφής και του κορμιού μου.
 
Λοιπόν παύω να διαβάζω.
Στα γραφτά μου φρένο βάζω
Και το γκάζι μου πατάω
Και αρχίζω να γυρνάω.







ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Ο παππούς:

Η φωτιά στο παραγώνι
Και στα γόνατα τ’ αγγόνι.
Στο τσουκάλι ο τραχανάς
Κι ο Θεός έχει για μας.

Ο γιος:

Τα χωράφια γίναν ξέρες-
Αν δε βρέξει αυτές τις μέρες
Τί θα φάει το παιδί...
Ο Θεός ας μας ιδεί.

Η γυναίκα του:

Έχω άντρα που δουλεύει
Μ’ αγαπά και με ζηλεύει.
Ας μου έπαιρνε όμως Θε
Και φουστάνι εμπριμέ!

Ο Θεός:

Γαβριήλ! Την ασπιρίνη!
Κι η φωτιά-δε βλέπεις; σβήνει.
Κάνε  μου ένα ζεστό
Κι  ησυχία-θα κοιμηθώ.
ΑΛΛΙΩΣ
 
Πρωί στη δουλεία με ταχύτητα τριάντα.
Της Owensmouth πράσινη κάθε της πάντα
Στου πάρκου της Lanark την άδεια απλωσιά
Σκιουράκια στης χλόης βουτούν τη δροσιά"

Oi κήποί ανθισμένοι. Η Φύση καινούργια.
Τα "STOPS" της οδύνης να κόβουν τη φούρια
Και πάνε τ’  αμάξια δυό-δυό στη σειρά
Και λάμπουν στου Ηλιου το φως καθαρά.

Πρωί στη δουλειά τη δική του έχει χάρη.
Το στήθος της δειχνει η Ζιζή με καμάρι.
Η Λώρα γελάει χωρίς τελειωμό
Θυσία πρωινή στης χαράς το βωμό.

Ο Γκέοργκ γερτός στο παγκάκι του μάρκετ
Σφιχτά τυλιγμένος στο σκούρο του τζάκετ
Βαριά με φτηνό μεθυσμένος ποτό
Ξεσπάει σε χίλιες βρισιές το λεπτό.

Και φως μες στο φως, νυσταγμένη ακόμη,
Πρωί του πρωιού, με λυμένη την κώμη
-Εικόνα λαμπρή στην καρδιά πως σε κλειώ-
Εκείνη βαδίζει να πάει  στο σχολειό.

Πρωί  στη δουλειά πως θα ’σουνα πόνος
Αν μέσα σου ήμουνα έρημος-μόνος.
Μα αλλιώς έχει η μοίρα του Κόσμου γραφτεί:
Υπάρχει-θεέ μου-υπάρχει κι αυτή.

Λος Άντζελες Μάης 1991









ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ
 
Και θα πεθάνουμε.
Και η μνήμη μας θα ζει.
Και θα γυρνάει πάνω από τη γη
όπως η ανάσα του μωρού πάνω απ’ το στήθος της μητέρας.
Και θα γυρνάει στα μέρη που αφήσαμε Και θα γυρνάει στα μέρη που εκλάψαμε Και θα γυρνάει στα μέρη που μισήσαμε-Στ’ αγαπημένα μέρη-
Και θα γυρνάει στα τροφαντά της γης τα μέρη
Τα στέρια και χειροπιαστά κι ακέρια
Και θα γυρνάει στης γης τις ομορφιές-Στης γης τους πόθους-
Με ανέλπιδα τα κοφτερά της δόντια πια
Και με τα νύχια της με ξεραμένα αίματα γεμάτα.

Σαν το ζητιάνο δίχως το δισάκκι του θα τριγυρνάει στα αισθητά τα μέρη.

Και κάποτε,    
Όταν με των καιρών το γύρισμα
Θ’ αφανιστεί κι η γη κατ’ απ’ το χνώτο της,
Πηγαίνοντας το στόμα να ευφράνει-και σπαργώντας μέσα του-
Του παντοκράτορα Μεγάλου Εραστή,
Τότε σαν φάντασμα πάνω από μιά  νεκρούπολη
θα σέρνεται μονάχη της η μνήμη.

Κι ούτε νεκρούπολη δεν θα υπάρχει.








ΑΜΕΡΙΚΗ

Αμερική! Στα ξενοδοχεία
μπουφές γεμάτος εύγευστα, ελαφρά,
φαγητά λαχταριστά.

Αμερική! Δρόμοι πλατιοί
κήποι μεγάλοι σε κάθε σπίτι μπρος. Ουρανοξύστες
με ρίζες όσο το ύψος τους. Γυναίκες
με το χαμόγελο πάντα στα χείλη.

Αμερική! Μπάρμπεκιου Σάββατο με φίλους.
Ήρεμο την Κυριακή
και καθαρό γκαράζ-σέιλ.
Αμερική!
Ελευθερία! Χιούμορ! Ξεγνοιασιά!
Αμερική! Τέικ γιούαρ τάιμ!

Αμερική! σε κάθε γειτονιά βιβλιοθήκη.
Κέντρο Πνευματικό σε κάθε πόλη.
Ορθάνοιχτα όλα. Μυστικό κανένα.

 Ωραία όλα στην Αμερική.
Γι αυτό φροντίζουνε-ας ειν’ καλά-
οι πύραυλοί μας.










             ΓΝΩΣΗ

Τις μέσα του φωνές που του αντιτίθενταν,
όσο είχε δύναμη τις έπνιγε,
και ζούσε μέσ’ στον κόσμο,
 κι έλεγε κι έκανε…

Μα τέλος έμαθε.
Τώρα το σώμα του κοιτάζει στον καθρέφτη
μαζί με την ψυχή του να φυλλορροεί.

Όλες οι πράξεις, οι διανοητικές έγνοιες,
οι τέχνες, οι επιστήμες, όλα τούτα
συβαριτικά παιχνίδια δίχως νόημα.
Και πια
Παίζει όπως και οι άλλοι το παιχνίδι
χωρίς καθόλου δισταγμούς ή σκέψεις
που θα προϋπέθεταν κάποιον σκοπό.












ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Βρίσκομαι στην Αθήνα.
Παίρνω ένα λεωφορείο δεν θυμάμαι για πού.
Κάθομαι σε ένα κάθισμα στην τύχη.

Τα μάτια μου τα έλκει ένα μελαψό ζευγάρι λοξά απέναντί μου-ένας άντρας και μια γυναίκα.
Πανέμορφοι και οι δυο.
Μετά από είκοσι χρόνια τους έχω ζωντανούς στη μνήμη μου και στην ψυχή μου.

Τσιγγάνοι. Διαφορετικοί από τους συνηθισμένους. Έξυπνοι, καθαροί, σοβαροί. Και κάτι πιο πάνω από Τσιγγάνους, Καυκάσιους, Κίτρινους ή Μαύρους.: αριστοκρατικοί.
Από τους τσιγγάνους έμενε σ’ αυτούς η αίσθηση της ελευθερίας και η  αδιαφορία για όλα.
Κατάμαυρα, λάμποντα, ζωηρά μάτια και οι δυο.
Όμορφοι και οι δύο, με όποια ομορφιά ξέρει να ταιριάζει η φύση στους διαλεχτούς της. Άντρας ο άντρας, γυναίκα η γυναίκα.
Κάθονταν σε διπλανές θέσεις. Η γυναίκα στα αριστερά του άντρα. Ο άντρας δίπλα στο παράθυρο.
Όταν μπήκα, ο άντρας μιλούσε στη γυναίκα. Με το πρόσωπο ελαφρά γυρισμένο προς αυτήν, χωρίς να την βλέπει ούτε να την κοιτάζει, μα αρκετά για να δείχνει-απροσποίητα- ότι  δεν την αγνοεί. Κάποτε, για μια μικρή στιγμή κάθε φορά,  γύριζε ανεπαίσθητα το πρόσωπό του προς τα εμπρός, χωρίς να σταματήσει να μιλάει, σαν λες το έκανε για να σκεφτεί τι να πει πιο πέρα, ή σαν να διάβαζε ένα αόρατο για τους άλλους βιβλίο. «Σαν» να το έκανε. Γιατί ο λόγος του δεν σταματούσε διόλου ούτε τη στιγμή εκείνη και ούτε απολειπότανε η ζέστα της φωνής του, ούτε έπαυε να ότι ξέρει που απευθύνει την ομιλία του.
Εκείνη είχε το πρόσωπό της γυρισμένο προς αυτόν, κοιτάζοντάς τον αυτή κατάματα.
Όσο έμεινα μέσα στο λεωφορείο και μέχρις ότου βγήκα από αυτό μετά είκοσι πέντε λεφτά, τίποτα δεν είχε αλλάξει στην στάση τους. Εκείνος να μιλάει και εκείνη να ακούει κοιτάζοντάς τον κατάματα.
Μιλούσε ήρεμα, με μέτριας έντασης φωνή. Μιλούσε σίγουρος για την προσοχή της γυναίκας-τόσο που ούτε στιγμή δεν χρειάστηκε να την κοιτάξει. Κρατούσε το κεφάλι ούτε ψηλά ούτε χαμηλά. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, μετάδινε στην γυναίκα-τι; Πληροφορίες; Διαλογισμούς; Της εξηγούσε κάτι; Ήρεμη, βαθιά, ζεστή αντρική φωνή. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση φιλική, ευχάριστα αδιάφορη. Πάνω από κάθε άλλο συναίσθημα όμως, το πρόσωπο αυτό έδειχνε ότι έχει τη βεβαιότητα πως έχει την αμέριστη και παντοτινή θα έλεγα  προσοχή της γυναίκας.
Η γυναίκα τον κοίταζε με τα ωραία κατάμαυρα μάτια της με λατρεία. Και με μια έκφραση στα μάτια και στο πρόσωπο σαν να κρεμόταν από τα λόγια εκείνου που μιλούσε. Όποιος την κοίταζε ένιωθε το βλέμμα της να φτιάχνει μια φωλιά που έκλεινε μέσα της τον δίπλα της άντρα από παντού, σαν κάτι πολύτιμο και μοναδικό. Και ούτε για μια μόνο στιγμή δεν πήρε τα μάτια της από τον άντρα. Άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν στο και από το λεωφορείο, θέσεις άλλαζαν επιβάτες σε κάθε στάση. Ούτε έδειξαν και οι δυο τους ότι παρατήρησαν οτιδήποτε συνέβαινε δίπλα τους, τόσο κοντά τους.
Είπα ότι τον κοίταζε με λατρεία. Δεν έχω άλλη λέξη για να χαρακτηρίσω το βλέμμα της αυτό. Βλέμμα που ούτε για ένα μικρούτσικο κλάσμα του δευτερολέπτου δεν στράφηκε κάπου αλλού.
Αυτή τη στάση των δύο μεταξύ τους, αν ήθελε κάποιος να την αξιολογήσει με μέτρο τον έρωτα, δεν θα έλεγε πως ήταν έρωτας. Ήταν ένα σκαλοπάτι πιο πάνω από τον έρωτα, όπως και αν θέλει να το ονομάσει κανείς. Ήταν σαν να μιλούσε όχι αυτός μα η ψυχή του. Και σαν εκείνη να είχε υπάρξει μόνο για να ακούει εκείνη τη φωνή από αυτό τον άνθρωπο.
Όποτε τους θυμάμαι σκέφτομαι πόσο θα ευτελίζονταν η κοινωνία τους αυτή αν ξάπλωναν στο κρεβάτι!






ΜΙΑ ΜΟΛΥΒΙΑ

Μια απροσεξία ήτανε
Μούφυγε το μολύβι
Δεν έπρεπε στο ζήτημα
Τόσο να δώστε βάθος
Αυτή η τυχαία πράξη μου
Κάτι κακό δεν κρύβει
Εξ αλλού το εδιόρθωσα
Αμέσως σαν το είδα
Πέφτει φορές ο άνθρωπος
Των περιστάσεων θύμα
Μία αδέξια μ’ έσπρωξε
Περνώντας δεσποινίδα.










ΝΥΧΤΑ ΣΙΩΠΗΣ

Νύχτα σιωπής ανάστερη
πατώντας στης βροχής τις λίμνες
έρχεται ακροπατώντας και θρονιάζεται
ως στα κόκαλά μου μέσα.

Φίλοι περαστικοί τα σύγνεφα
παίρνουν το σχήμα του σταυρού και φεύγουν
ανάερα λάμνοντας
μαύρο στο μαύρο μέσα-
στο χάος τ’ ουρανού.





ΣΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ

Κουτί της τηλεόρασης
μάτι μεγάλο ανοιγμένο
Στου σπιτιού μας τα δωμάτια μέσα,
τι εικόνες
βλέπουνε μέσα σου τα μάτια τα δικά μας...

Ποιες
εσένα,
μάτι μεγάλο πολυχρώματο,
κατάρες σε μοιράνανε
μέσα στα σπίτια τα ελληνικά
ανοησία και αποβλάκωση να φέρνεις,
και πώς
εσύ
παιδί της άμμου
και των ηλεκτρονίων και των δεντρών,
τέτοιες ανθρώπινες ανέχεσαι βρωμιές
ανίερες κι απάνθρωπες και ποταπές
να μεταδίνεις;

Τη φτώχεια μας δε βλέπεις και τη δυστυχία;
Πρέπει να τις φορτώνεις με δακρύβρεχτα,
γελοία  «έργα»
και με απόψεις ψυχοφθόρες και φτηνές;
Πρέπει τους νέους να ξεκουτιαίνεις και τους γέρους
σε τάφο να τους κλείνεις πριν πεθάνουνε;

; Και το νου να φυλακίζεις πρέπει
αντίς περήφανα και λεύτερα
επάνω ταξιδεύοντάς τον στις αχτίδες σου
ταξίδια ονειρικά να του χαρίζεις;









Η ΜΥΡΩΔΙΑ

Μες στη νύχτα
μια μυρωδιά καμένου στον υγρό αέρα.
Έμοιαζε σαν από τις ρίζες του
φωτιά το δέντρο του θεού να πήρε
και οι χυμοί του ατμίσανε.

Σε κύκλους που όλο και μεγάλωναν
μια λάμψη απλωνόταν που δεν ήξερες να πεις
αν ήτανε από τη φωτιά
ή αν ήταν οι φωνές τρομαγμένες των πουλιών
που φλέγοντσν στα δέντρα πάνω.

Και παντού στρέφοντας
Καυτές ανάσες ένα τεράστιο στόμα να βγάζει έβλεπες,
τη θέρμη μεγαλώνοντας
και φρίκη και απελπισιά τις νοτερές
νυχτερινές ποτίζοντας τις ώρες.









ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ

ΟΛΑ ΚΑΛΑ

Πάντοτε ήμουνα εντάξει με όλους και με όλα. Όχι γιατί τους έχω κάποιαν εκτίμηση, αλλά γιατί είναι μια ανάγκη για μένα να έχω ξεκάθαρη θέση μέσα στο σύμπαν.  
Γι αυτό θα είμαι εντάξει και μαζί σας.

Εγώ καθόλου δεν θέλησα να γεννηθώ. Κι ήταν η θέλησή μου αυτή τόσο μεγάλη, που δεν γεννήθηκα.
Θα σας φανεί παράξενο αυτό που μόλις είπα. Και θα ήτανε πράγματι παράξενο αν το αντίθετό του ήτανε φυσιολογικό. Αν δηλαδή είχα γεννηθεί.
Ανορθόδοξα αρχίζω. Δεν ήθελα να σας φερθώ έτσι, όμως όταν γράφω νιώθω υποχρεωμένος να λέω πάντοτε την αλήθεια μου.
Και αυτό δεν είναι κάτι που το θέλω Που συνειδητά το εδιάλεξα. Όχι. Όπως για παράδειγμα δεν εδιάλεξα να βγω στο μπαλκόνι μου σήμερα το απόγεμα και να πετάω ψάρια στις έξη γάτες που με περίμεναν στην αυλή της πολυκατοικίας. Και αυτό, όπως και το άλλο, το να λέω δηλαδή την αλήθεια, γίνονται γιατί δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς.

Όταν σας λέω ότι δεν γεννήθηκα, ξέρω τι λέω. Και στηρίζω τη γνώση μου αυτή στο γεγονός πως ό,τι σάς λέω, εκ των πραγμάτων το λέω  σε μια γλώσσα που είναι α-νόητη, όπως α-νόητα είναι όλα .
Όχι, όχι, μη φεύγετε, δεν αστειεύομαι. Κι αν σκεφτήκατε ότι είμαι σκεπτικός ή μηδενιστής ή δεν ξέρω τι άλλο, σας ορκίζομαι όμως πως κι έτσι να είναι, γενικά θα σας μιλήσω σαν να ήμουνα ένας κανονικός άνθρωπος-θα παίξω το παιχνίδι μου με τους δικούς σας κανόνες.
Μη φεύγετε.

Έλεγα πως η γλώσσα είναι α-νόητη. Δεν είναι; Πέστε μου λοιπόν τι θα πει «δεν γεννήθηκα»; Τι είναι το «γεννήθηκα» πέρα από κάποιους ήχους, που κανονίσαμε να έχουν μιαν έννοια για μένα και για σας  όταν έβγουν από κάποιο στόμα με μια ορισμένη σειρά; Κι αυτό το «δεν», δεν είναι τόσο ανόητο από μέρους μας να του έχουμε δώσει τόση δύναμη που να ρίχνει αυτοκρατορίες, να φέρνει συφορές, να καταλύει την ίδια την ύπαρξή μας;
Ε λοιπόν, εγώ νομίζω πως όλη η γλώσσα δεν ξέρει ούτε τι θέλει, ούτε τι είναι. Και αν η γλώσσα έχει αυτογνωσία, αυτή είναι η γνώση της πως και αυτή είναι κάτι α-νόητο όπως όλοι και όλα.

Αυτά τα λίγα.

Αυτό ήτανε!
Τώρα νομίζω ότι μπορώ να αρχίσω να σας μιλώ χωρίς τον κίνδυνο να γίνω τελείως ανυπόφορος με όσα θα σας πω.
Και λοιπόν ναι, αφού βολεύει, γεννήθηκα.
……………………………………………………..

     ΟΛΑ ΚΑΛΑ

Με γέννησαν χωρίς να με ρωτήσουν . Όπως για να γεννηθεί ο κόσμος κανένας δε ρωτήθηκε.
Γεννήθηκα ποιητής. Πέρασα μέσα από τη ζωή ανέγγιχτος από καταιγίδες και από χνώτα. Μονομερής και αδιαπέραστος, όπως οι κομήτες περνούν ανάμεσα από τ’ άστρα χωρίς κανένα ν’ αγγίζουνε.
Όντας ποιητής, ήμουνα κουμουνιστής. Ένας ιδιότυπος κουμουνιστής. Που δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα παρά κρατεί τις ιδέες του ανέπαφες από όποιο συγχρωτισμό, αγνές κι αμόλυντες όπως του δόθηκαν. Επειδή επίγειος κουμουνισμός ήτανε ανέφικτος στους καιρούς μου. Έτσι τον διαφύλαξα για τις ερχόμενες γενιές, τις γενιές των τεράτων.
Τέλος να!, έκλεισα τον κύκλο μου κι εγώ σαν όλα τα αντικείμενα πάνω στη φαινόμενη γη, φτάνοντας στο σημείο από όπου ξεκίνησα, για να αντιληφτώ τότε-τώρα-μόνον, ότι κανένας δεν έκανε κανένα κύκλο, επειδή κανένα εγώ και κανένα αντικείμενο δεν υπάρχει κάτω από κανέναν ήλιο-μιας και ούτε ήλιος κανένας υπάρχει.  
Μέσα σ’ αυτή την άβυσσο των εικονικών εντυπώσεων είναι εύκολο να βρει κανείς ένα τετράδιο κι ένα μολύβι και να γράψει. Να αποθέσει δηλαδή, σύροντας το μολύβι πάνω στο άσπρο χαρτί, γραμμές μελανές,  που και τα άλλα φαντάσματα να δουν, και, με βάση κάποιον κοινό κώδικα, να διαβάσουν, και να προσποιηθούν ότι εννόησαν και αυτοί ό,τι και εκείνος που έγραψε αυτά τα γράμματα τη στιγμή που τα έγραφε, τάχα εννοούσε. Κάτι που ποτέ δεν πετυχαίνεται. Και αυτή η αδυναμία επιτυχίας ακριβώς, είναι η αιτία της ζωής και συνακόλουθα και της δυστυχίας των φαντασμάτων.
Η ασυμβατότητά μου με τη γη και με τα σχετικά με αυτήν είναι καθαρή από τα πιο πάνω.
Σαν ένας ξένος ανάμεσα σε πράγματα και σε αλληλοσπαρασσόμενα φαντάσματα έζησα.
Αδυνατώντας να καταλάβω συμπεριφορές, λέξεις, φράσεις, ενέργειες, συναισθήματα, προελεύσεις, τακτικές.
Για να έχω την εικόνα της ζωής μου πάνω στη γη γράφω και συνθέτω αυτό το σύνολο λέξεων και προτάσεων. Για να θυμάμαι τη ζωή αυτή όταν θα γίνω εγώ ο γεννήτορας του παντός, και όχι όπως τώρα είμαι: ο κάποτε από κάποιον κάπου, μη γεννημένος-αν, τότε, ο καθρέφτης μου δείχνει τέτοια ενθυμήματα.
Και ακόμα για να έχω την εικόνα της αντίθεσής μου σε όλα-στην εικόνα του αναίτιου παράδοξου να «υπάρξω» πάνω σε μια γη που δεν εννοώ, ανάμεσα σε «ανθρώπους» που δεν αναγνωρίζω, μέσα σε καταστάσεις που τόσο μου είναι ξένες και απόμακρες. Έτσι τίποτα δεν υπάρχει που, και κατ’ ελάχιστον έστω, να δικαιολογεί ή να αναγνωρίζει τις καταστάσεις αυτές έστω και σε μια τους πιθανότητα ή περιοχή.
Ως εκ τούτου θα μιλήσω με άγνωστα λόγια για άγνωστα πράγματα.






ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΜΑΤΙΟΥ

Τι θαύμα το ανθρώπινο το μάτι!
Μ’ αυτό οδηγο και βοηθό του
Όλα ο άνθρωπος μπορεί.  

Αυτό του δείχνει από πού να πιάσει το μαχαίρι
Για να σκοτώσει τον συνάνθρωπό του,
αυτό τον οδηγεί
στην πόρτα του σπιτιού που πάει να κλέψει,
στους εύπιστους-τα εύκολα θύματα,  
στο πώς τον άσο του να βγάλει απ’ το μανίκι.

Και όλα αυτά τα θαυμάσια κάνοντας
Βλέπει και που και που κανένα δέντρο
Κάνα πουλί
Κι αν είναι τυχερός και κάνα αστέρι.










ΓΙΑ ΔΕΣ…

Χτες μεσημέρι
Αφού έγεψα το νόστιμο καρπούζι
Πήρα τη φλούδα του και αργά αργά
Την έκοψα μικρά λεπτά τετραγωνάκια.

Όλη.  

Έτσι ύστερα κομμένη
Την έβαλα στο πιάτο από τα χόρτα
Σηκώθηκα
Και τράβηξα κατά την πόρτα
Να πετάξω αυτά που έκοψα
Για να τα φαν οι κότες.  

Όμως σταμάτησα στην πόρτα εμπρός.
Πού πάω;
Ούτε κότες έχω ούτε κοτέτσι  
Ούτε αυλή πρασινωπή
μέσα της που σγαρλίζουνε οι κότες.
Και ούτε έντεκα είμαι χρονών
Να πάω ύστερα να παίξω μπίλιες.

Έριξα τα κομμένα φλούδια στα σκουπίδια.










ΑΠΟ ΤΙΣ «ΓΝΩΜΕΣ»

ΧΡΟΝΟΣ

Η γνώμη μου για το χρόνο;
Χρόνος δεν υπάρχει. Ο χρόνος των ανθρώπων είναι δικό τους κατασκεύασμα.
Χρόνος για τους ανθρώπους υπάρχει επειδή υπάρχει ο ήλιος. Και εξ αυτού υπάρχει η μέρα και η νύχτα και μπορούν κομπάζοντας και με σιγουριά να λένε οι άνθρωποι «πριν» ή «προχτές» ή «αύριο». Όλα αυτά υπάρχουν στη σκέψη των ανθρώπων για να τους βοηθάνε στην καθημερινή ζωή τους.  
Οι μελλοντικοί άνθρωποι θα καταλάβουν ότι χρόνος δεν υπάρχει. Και θα το καταλάβουν έτσι απλά, από μια παρατήρηση ενός τυχαίου ανθρώπου ίσως, και όχι σαν αποτέλεσμα επιστημονικών μελετών. Όπως θα μπορούσε να έχει γίνει και με την ανακάλυψη ότι η γη είναι στρογγυλή, παρατηρώντας τα πλοία όταν αυτά απομακρύνονται από το λιμάνι.
Η κίνηση είναι εκείνο που δίνει την ψευδή αίσθηση της ύπαρξης χρόνου. Και η κίνηση είναι κι αυτή κατάσταση που αισθάνονται οι υποκειμενικές και αναξιόπιστες ανθρώπινες αισθήσεις.
Δεν είναι όμως μωρία να δέχονται οι άνθρωποι πως υπάρχει χρόνος,  επειδή κάτι γίνεται «πριν» ή «μετά» από κάτι άλλο, τη στιγμή που αν δεν κινούνταν, ο χρόνος ούτε σαν σκέψη δεν θα περνούσε από το μυαλό τους; Ίσως ένας ορισμός του (μη υπάρχοντος) χρόνου-για τους επίγειους υποστηριχτές της ύπαρξής του- να είναι: Χρόνος είναι η κίνηση-ή οι κινήσεις- (ανθρώπων, ζώων, γης, αστέρων, συμπάντων), οι οποίες αλληλοεξουδετερώνονται έτσι, ώστε πάντοτε το άθροισμα των ανυσμάτων τους να είναι το μηδέν.  Δηλαδή και πάλι: ανυπαρξία χρόνου.





ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ

Ανατινάζοντας πίσω του όλες τις γέφυρες παρηγοριάς βαδίζει
ψάχνοντας την ουσία αυτού που είναι.
Γκρεμίζει μισοχτισμένους τοίχους
και να κρυφτεί μέσα σε κάποια φανταστική σκιά
δεν καταδέχεται.

Και αναθυμώντας τους αρχαίους μύθους
αποβάλλει κατασκευασμένες εξαρτήσεις
εγκαταλείπει κάθε είδους πίστη
και λυτρώνεται.







ΑΚΟΜΑ ΤΟΝ ΚΑΤΕΧΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ό,τι σκεφτεί ή αιστανθεί
Μεγάλο κι υψηλό κι ωραίο,
Που έχει με πόνο και με πίκρα δέσει,
Ρέει μες απ’ τα λούκια της ψυχής κάτω
Και ρέοντας μεταμορφώνεται.  

Το ακολουθεί με αγωνία
Να σταματήσει  προσπαθώντας
Την ψυχοφθόρα πτωτική ροή
Ή έστω πιο αργή ή να τήνε κάνει.

Μάταια όλα. Αυτό
Ταχύ κάτω φτάνει. Και φτάνοντας εκεί
Βλέπει σε μέλη γυναικεία να ’χει αλλάξει:
Στήθη, αιδοία, γλουτούς και ό,τι άλλο
Μπορεί εργαλείο ηδονής στο χέρι του έρωτα να γίνει.

Να φιλιωθεί δεν το μπορεί μ’ αυτή την αλλαγή του
Και θλίβεται γι αυτήνε και βαρυθυμεί.  

Μα είναι φορές που λέει
Ίσως αυτό να είναι όλο κι όλο
Ζωή ο,τι λέμε. Ίσως αυτή η μεταστροφή
Να είναι ο προορισμός, το μεγαλείο,
Ή έστω η μοίρα του ανθρώπου-
Σε απόλαυση ερωτική να μεταπλάθεται το πνεύμα
Είναι διαδικασία σπανία και ακριβή.  









ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ
ΠΥΘΙΑΣ
 
Και άνοιγες τα πόδια σου Πυθία
Και μέσα σου η Πνοή έμπαινε η θεία
Που μόνο αυτή την είσοδο γνωρίζει
Απ' όλες που Θεός να μπει αξίζει.

Κι άρχιζε πια το παραμίλημά σου.
Με ξεπλεμένα τα πυκνά μαλλιά σου
Κλονίζεσαι συστρέφεσαι, συσπάσαι
Και σαν αλλοπαρμένη μοιάζεις να ’σαι.

Τρεκλίζοντας σκορπάς καθώς βαδίζεις
Τους Τρίποδες που πάνω τους καθίζεις.
Πυρ τρομερό τα μέλη σου όλα καίει.
Και τ’ άντρο σου μαζί σου παραπαίει.

Και να! Μες απ’ το στόμα το έξαλλό σου
Αφρός της λύσσας βγαίνει. Ο λαιμός σου
Φωνές και στεναγμούς ασθμαίνων βγάζει
Και τον αέρα γύρω του τραντάζει.

Μετά τ’ αγριωπά σου τώρα μάτια
Προς τα ουράνια τα γυρίζεις πλάτια.
Σαν μες σε κάποια δίνη είσαι χαμένη  
Και μια φοβίζεις, μια είσαι φοβισμένη.
 
Το πρόσωπο σου ακίνητο δε στέκει
Σεισμός σαν κάποιος να το παραστέκει
Κι ερύθημα πυρρό ένα χρωματίζει
το στόμα σου που αδιάκοπα ψελλίζει.

Και κάποτε τελειώνει η προφητεία.
Και πια τελείωσες και συ Πυθία.
Ήρθε, σε ρήμαξε, κι έμεινες πάλι
Ράκος  απ’ την που σ’ είχε αδράξει ζάλη

Και γράφονται βιβλίων χιλιάδες τόμοι
Και τ’ ήτανε δε νιώσανε ακόμη
Που σ’ οιστροκέντριζε ολ' αυτά να κάνεις
Και μ' όλο το είναι σου ν’ απολαμβάνεις.

Κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η αλήθεια:
Ότι  τα δυό σου  τ’ άναβε τα στήθια
Κι  έσπαγε  των φρενών  σου  τα ηνία
Μια ακράτηγη  επιδειξιομανία.






ΑΥΡΙΟ ΤΙ ΧΑΡΑ!

Αύριο-τι χαρά!-θα τεμπελιάσω
Σακούλα δε θα πιάσω στα χέρια μου ούτε μία.
Μες στου σπιτιού μου θα χωθώ την ησυχία
Ποιήματα παλιά μου να διαβάσω.

Θ’ ακούω κάποτε στην πόρτα χτύπους
(Αλλοι σιγά, με λύσσα άλλοι θα τη δονούνε)
Ονείρων βρυκολάκων που θέλουνε να μπούνε
Σους κουρσεμένους μου τους κήπους.

Ας σκούζουν. Δε θ' ανοίξω. Ας χτυπάνε.
Με βρυκολάκους άλλους η μέρα θα κυλήσει-
Με πανικούς και με  χαλάσματα και μίση
Που τα ποιήματά μου θα ξερνάνε.






ΑΥΤΗ

Τα ρούχα μου μαζεύω, τα τραγούδια μου
Τα μαραμένα στη γωνιά λουλούδια μου
Κι αντίο συ που μ’ άναβες τα πάθη
Κι αντίο συ που μάρανές μου τ’ άνθη.

Επέρασε η σειρά σου. Τώρα μι’ άλληνε
Αγάπη θα ’βρω εγώ μεγάληνε –
Μια Μούσα αντίς για σένανε άλλην θάβρω
Ασπίδα στης ανίας μου το Χάρο.

Μ' αυτήν μαζί στον κόσμο θα βαδίσουμε
Μαζί θα προχωρούμε όσο ζήσουμε
Γι αυτήν θα γράφω μόνο τα τραγούδια μου
Αυτή θα ζωντανεύει τα λουλούδια μου.





4-4-10, ΚΥΡΙΑΚΗ, ΠΑΣΧΑ

Κλεισμένος στο σπίτι εδώ και τέσσερες μέρες. Βρογχοπνευμονία. Αντιβίωση.
Ο βήχας ξεσχίζει τα σωθικά μου. Οι μύες της κοιλιάς μου πονάνε σε κάθε κίνησή μου. Ανορεξία. Πυρετός. Πονοκέφαλος.
Κάθε φορά που αρρωσταίνω από γρίπη, είτε αυτή συνοδεύεται από βρογχοπνευμονία ή όχι, νιώθω να είμαι κλεισμένος μέσα σε ένα κουτί θανάτου. Δεν υπάρχει χώρος για τίποτε που θα μπορούσε να με αποσπάσει από τα νύχια του. Κάθε σκέψη, κάθε πράξη που αποφασίζω να κάνω, κάθε κίνηση, είναι μάταιες. Μόνη ευχαρίστηση μού προσφέρει η ιδέα ότι θα ήμουν ευτυχής μόνο αν θα πέθαινα την ίδια εκείνη ώρα. Και ούτε μού είναι δυνατό να φανταστώ πώς ήτανε η ζωή μου πριν αρρωστήσω. Τι θα πει ήμουν υγιής; Όχι, τέτοιες ώρες ποτέ δεν υπήρξαν. Όλη μου η ζωή είναι αυτή που τώρα με ζει καλώντας με να πεθάνω.







ΑΡΡΩΣΤΗ

Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;
Άγγελο ίσως με πυρετό;
Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;
Ήλιο με τάση για εμετό;

Έχετε δει δυο μαύρα καρβουνάκια
ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;
Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια
κόκκινα να 'ναι και να καιν;

Α! Η αγάπη μου είναι κρυωμένη!
Ό,τι μου έδινε ρίγος ριγεί.
Και θα υποφέρει για πολύ η καημένη
γιατ' η ανάρρωση θα 'ν' αργή:

ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε
με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή
και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε
τέτοια αγκαλίτσα-τέτιο κορμί..


Η ΠΡΩΤΗ

Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.

Τα πόδια της ελύγισε
και 'στάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.

Κατόπι εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι

ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".










ΔΥΟ ΕΥΓΕΝΙΚΑ ΖΗΤΙΑΝΑΚΙΑ

Για δυο μέρες θα ζήσω ήρεμα, χωρίς πόνους και χωρίς την αίσθηση της δυστυχίας που όλο και περισσότερο με αλώνει.
Σήμερα, 16-1-09 ήμουν στη Νεμέα. Μ’ ένα φίλο, στο μαγαζί του.
Στις δέκα και μισή –βράδυ- βγήκα έξω για μια βόλτα.
Στο γυρισμό δυο γυφτάκια μπροστά μου. Ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Γύρω στα 7 με 9 χρονών. Παρατηρώ ότι δεν είναι πολύ αδύνατα, πολύ βρώμικα και κουρελιάρικα. Μου απλώνουν και τα δύο το χέρι. «Δώστε μας κάτι». Βγάζω και βάζω στο χέρι του αγοριού ένα δίευρο. «Και για τους δυο σας» τους λέω. Προχώρησα προς το περίπτερο κάτι να αγοράσω. Με την άκρη του ματιού μου τα έβλεπα να περιεργάζονται με θαυμασμό το δίευρω. Αναμενόμενο. Δεν έχουν συνηθίσει να παίρνουν δίευρα-και αν κάποιος τους δώσει κάτι.
Ψώνισα, κάνω να φύγω. Ακούω δυο φωνούλες να λένε φωναχτά: «Κύριε!..Κύριε!» Στρέφω προς τα παιδάκια και τα βλέπω ερωτηματικά. Και το μη αναμενόμενο: «Σας ευχαριστούμε» μου λένε, λάμποντας από χαρά.
Θεέ μου! Να με ευχαριστούν αυτά τα δυο παιδάκια ενώ όλα τα άλλα παιδάκια  παίρνουν το χρήμα και απομακρύνονται χωρίς να πουν τίποτα…
Η καρδιά μου πετάει. φεύγει η λύπη. Δυο ανθρώπους βρήκα απόψε. Κάποιος μου χρωστάει ακόμα καλές ημέρες.
«Παρακαλώ παιδιά-να είστε καλά» απαντώ.
Και συνεχίζω προς το μαγαζί του φίλου μου. Λίγο πριν φτάσω ακούω το κοριτσάκι πίσω μου: «Κύριε!» Γυρίζω. Το κοριτσάκι μόνο του. Τώρα, στο φως το βλέπω καλλίτερα. Όμορφο κοριτσάκι. Δυο μαύρα ορθάνοιχτα ματάκια. Τα μαλλιά όχι ανάκατα. Στο πρόσωπο μια έκφραση λίγο προσμονής, λίγο παράπονου.
Λέω «Ναι» ερωτηματικά.
Μου απαντάει σαν κάποια που την πνίγει το δίκιο και πήγε στον κατή σίγουρη ότι είναι υποχρεωμένος να ικανοποιήσει το αίτημά της. Μα όχι ακριβώς αίτημα. Μια διαπίστωση-μια δήλωση: «Ο αδερφός μου δε μου δίνει… Δώστε μου κι εμένα…»
Αναμενόμενη η «επίσκεψη» αυτή, μη αναμενόμενος όμως και ο πληθυντικός…
Βάζω το χέρι στην τσέπη του πουκάμισου, βγάζω λίγα κέρματα είχαν απομείνει και τα αποθέτω στο απλωμένο μικρό χεράκι, λέγοντας την ίδια στιγμή: «Να, πάρε αυτά, είναι τα τελευταία μου.» Το χέρι δεν κλείνει, τα ποδαράκια δεν κινούνται, τα ματάκια με βλέπουν με ένα βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον και αθωότητα: «Και σεις;…» Δηλαδή «και σεις τι θα κάνετε χωρίς λεφτά;» «Θα βρω κάπου…», απαντώ. Τότε το χεράκι κλείνει, το στοματάκι λέει «ευχαριστώ» και τα ποδάκια παίρνουν μακριά μου το πολύτιμο φορτίο τους.




ΠΡΟΩΡΗ ΓΕΝΝΑ
Το παιδί γεννήθηκε πρόωρα.
Θα πεθάνει.
Όμως...
Θερμοκοιτίδες, γιατροί, νοσοκομεία, έξοδα, φροντίδες, άγχη.
Και γιατί όλα αυτά;
Για να αποδώσουν στη δυστυχία ένα ακόμη ανθρώπινο ον.
Και κάποτε και η ίδια η φύση μετανιώνει που ταγίζει τη δυστυχία και αποφασίζει να μην αφήσει να ευοδωθούν οι προσπάθειες των ανθρώπων. Κάποτε πάλι οι προσπάθειες των ανθρώπων ευοδώνονται και ρίχνουν ένα ακόμα πλάσμα στα νύχια της δυστυχίας.






ΝΥΧΤΑ

Οι πληγές ανοιχτές και ακατάσχετα αιμάσσουσες.
Η μοναξιά τριδιάστατη.
Τα φαντάσματα όλα παρόντα.
Οι ακίδες σπαθιά εν ενεργεία.
Η ώρα σπασμένη σε τέταρτα τουλάχιστον.
Το πλήθος με πέτρες στα χέρια.
Η υπομονή απούσα.
Νύχτα.




ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

Στην τελευταία ντυμένες μόδα,
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες,
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες,

τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.
Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ' ανάκλιντρα θανάτων-

για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη'
κι ουτ' έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη'

Μον' όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.







ΑΙΘΙΟΠΙΣ

Πεσμένος στα πόδια ζωή σε ικετεύω
Κοντά μου και πάλι να φέρεις εκείνη
Που αφότου την είδα τρελά τη γυρεύω
Και σκέψη μονάχη αυτή μούχει γίνει.

Θερμά σου προσπέφτω κοντά μου να φέρεις
Το σώμα το τέλεια σοφά καμωμένο
Που πόσο το θέλω συ μόνο το ξέρεις
Κι η σκέψη μου η κρύφια που το ’χει ιδωμένο.

Τα μάτια της θέλω να εύρω και πάλι
Που το ιδανικό τους εκείνο το βλέμμα
Κι η θλίψη που εντός τους αείανθα θάλλει
Θερμαίνουν, φλογίζουν, πυρώνουν το αίμα.

Και τότε-α τότε ξανά δε θ' αφήσω
Ποτέ από κοντά μου-ποτέ να μου φύγει.
Κοντά της για πάντα-γιά πάντα θα ζήσω
Πολλή αν μου μένει ζωή η και λίγη.

Κι αν δε μου τη δώσεις αυτήν που ζητάω
Τη μνήμη μου νέκρωσε και κάμε με εμένα
Γι αυτή σαν ακούω πλατιά να γελάω
Σαν νάτανε όλα παλιά, ξεχασμένα.

Και κάμε ακόμα καθώς παιχνιδίζουν
Τα μύρα που φέρνει φυσώντας ο μπάτης
Στην αίθριαν εσπέρα, να μη μου θυμίζουν
Τ' αξέχαστο εκείνο λεπτό άρωμά της.

(Λος Άντζελες 1986)









ΣΤΟΝ ΣΤΗΒ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ
 
Αφού γυρίζοντας η γη
Τριγύρω από τον ήλιο
Απ' τ' άσπρο γάλα στο ξανθό
Μας οδηγάει το τίλιο,

έφτασε και για σένα Στηβ
Η ώρα η μεγάλη
Μες στων εβδομηντάρηδων
Το ράφι να σε βάλει.

Αλλά θαρρώ τα μπέρδεψε
Κάπως λιγάκι ο Χρόνος
Και όσο κι αν επίμονα
Το διαλαλεί κι εντόνως,

Εβδομηντάρης-όχι Στηβ-
Σήμερα δεν θα γίνεις:
Μόνο για δεύτερη φορά
Τα τριανταπέντε κλείνεις.


Μα είτε κι έτσι είτε κι αλλιώς
Τίποτα δεν αλλάζει-
Το γεγονός για γιορτασμό
Και για χαρά φωνάζει.  

Γι αυτό κι αντίς γι άλλο εγώ
Σου κάνω παραχρήμα-
Σπάνιο δώρο κι ακριβό
Ετούτο εδώ το ποίημα.

Αλλά κι οι φίλοι όλοι εδώ
Που τόσο σ' αγαπούνε
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ από της καρδιάς
Τα βάθη θα σου πούνε.

Και όλοι τους-κι εγώ μαζί
Ζωηρά και με καμάρι
Τα θούρια θα ψάλλουμε
Τ’ αντάρτικα του Αρη-

Με σιγανή όμως φωνή
Μη μας ακούσει ο Κλίντον-
Που γνώμη άλλη έχει γι αυτά
Κατά το μάλλον και ήττον.

Γιατί για μας τότε αυτός
Τόσο θα είχε άχτι
Που αμέσως θα μας έκανε
Με μια του βόμβα στάχτη.
 
Και για να μη με θόρυβους
Βομβών και στάχτες μείνεις
Μετά θα μπούμε στη γραμμή
Για μια Πορεία Ειρήνης.

Κι απέ γεμάτο λεβεντιά
θα πιάσουμε τραγούδι
Αγνό σαν άστρι τ’ ουρανού
Και σαν αγρού λουλούδι,

Για να σε πάμε στον καιρό
Που άφησες τη Βλαχέρνα
Για να βρεθείς στην Αμερκή
Την πλούσια και μοντέρνα.

Κι όλα θα σου θυμίσουμε
Τα ωραία της ζωής σου:
Την Αθηνά, τις κόρες σου,
Και τη χρυσή ψυχή σου.

(Ομως εδώ κι αν ήρθαμε
Μαζί σου να χαρούμε
Και μία λύπη απρόσμενη
Μας κάνει και πονούμε.

Μια λύπη που βαρύθυμη
Του’ τη χαρά μας κάνει:
Η λύπη που δεν έχουμε
Απόψε εδώ το Γιάννη.

Ευχόμαστε ολόψυχα
Του χρόνου τέτοια μέρα
Με τη βοήθεια του θεού
Νάναι κι αυτός ’δω πέρα).

Λοιπόν και γι άλλη μια φορά
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ Αναστάση
Κι η χάρη σου τις εκατό
Χρονιές να τις περάσει.

Και νάσαι εδω καθημερνά
Για να τα συζητάμε,
Να λύνουμε προβλήματα,
Αλλά και να γεννάμε,

Για νάχουμε να κάνουμε
Κάτι σ’αυτή τη χώρα
Που χρόνος κάθε είναι λεφτό
Κι αιώνας κάθε ώρα.

(Λος Άντζελες, στα γενέθλια
του κουμουνιστή Αναστάση. Βλαχερνιώτη)

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

Οταν τ’ αγρίμι θέλει να φωλιάσει
Καμιά είδες φωλιά να τ’ αρνηθεί-
Το έμπα της με κάτι να σκεπάσει
Και άστεγο τ’ αγρίμι να βρεθεί;

Ακράτηγα όταν το θολό ποτάμι
Στης θάλασσας χιμάει την απλωσιά
Είδες τη θάλασσα πίσω να κάμει
Στην άλογη του κατεβασιά;

Όταν η μέλισσα στ’ άνθος ορμάει
Σπρωγμένη από του πόθου το κεντρί
Τ’ άνθος ποτέ τα φύλα του σφαλάει
Το μέλι του εκείνη να μη βρει;

Ο έρωτας Κολέτ δεν περιμένει-
Σαν ορθωθεί παμφάγος κι ερυθρός
Κάθε "αργότερα" τόνε πεθαίνει-
Η λέξη "αναμονή" φριχτός του εχθρός.

Του Ερωτα ο Καιρός είναι το «ΤΩΡΑ"
Τ’ «ΑΜΕΣΩΣ» είναι του Ερωτα ο Καιρός.
Είναι το «ΠΑΝΤΑ» του Ερωτα η Ωρα
Το «ΝΑΙ» ο μπροστάρης του ο φλογερός.

Θεός κι ο Ερωτας-και όταν λάμψει
Όλβιος ο που τη λάμψη θα δεχτεί
Κι ίδια και κείνος σα θεός θ’ ανάψει
Να κάψει ό,τι έχει ορεχτεί.

Κι όποιος προσμένοντας-τι ποιός τον ξέρει-
Του έρωτα δε δρέψει τη χαρά
Αυτός ένα σβησμένο είν’ αστέρι
Κι είναι θεός με δίχως ιερά.

Ζωή Κολέτ δεν είναι η σπουδή μας-
Το ξύπνημα-το κοίμισμα-η δουλειά-
Του Ερωτα οι στιγμές μόνη ζωή μας-
Ζωή μας μόνο τα θερμά φιλιά.
 
Ζούμε μονάχα σα μας έχει ο Ερως.  
Τις άλλες ώρες είμαστε νεκροί.
Κι αφού-αλί-σχεδόν είμαι πια γέρος
Εκανες τη ζωή μου πιό μικρή.

(Λος Άντζελες 1991-Σάντα Μόνικα)








ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΑΛΕΞΙΑ
(στην ποιήτρια της Venice Beach του Λος Άντζελες)

Νάμουν απ' τους ανθρώπους τους καλούς
Νάμουν απ’ τους ανθρώπους τους πολλούς
Νάμουν απ’ τους ανθρώπους τους κουτούς
Καλά από μένανε μόνο ν’ ακούς…

Να τάβλεπα όλα φιλικά
Να τάβλεπα όλα μαγικά
Να τάβλεπα όλα ηθικά
Και να γελούσα βλακικά…

Ω! Τι καλά που θάτανε!
Αράχνη η πέννα νάπιανε
Κι οι χέρες μου να κάνουν
Αυτά που τώρα γράφουν…

Μα κι έτσι που δεν είναι
Αλέξια αγαπητή μου
Την αψευδή διαλύω
Για σήμερα βουλή μου

Μ’ αναληθείς γιρλάντες
Τα λόγια μου στολίζω
Από αισχύνη παύω
Και πόνο να γογγύζω

Και έτσι έστω ντυμένος-
Τόσο μπορώ καλά-
Γιά τις γιορτές που φτάνουν
Σου λέω ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Κι αν το τολμώ σε σένα
Να γράφω τέτοια λόγια
Είναι γιατί την ίδια
Με μένα έχεις ευλόγια

Να ξέρεις ότι κάπου
Γλυκιά μας καρτερά
Κι ένα με μας θα γίνει
Η Αληθινή Χαρά.





ΤΟ ΘΑΥΜΑ

"Κύριε πιστεύω. Βοήθησε την απιστία μου",
Του είπα.

Το βλέμμα Του συνάντησε το βλέμμα μου.

Για μια στιγμή τυφλώθηκα, καθώς
Η ματιά μου, απωθημένη απ’ τη δική Του
Έφτασε στου ματιού μου το επίπεδο,
Το διαπέρασε
Κι από εκεί ξεχύθηκε
Και φώτισε ότι' ήτανε ως τότε πίσω μου
κρυμμένο.

Έκτοτε βλέπω με το φως Του.
Τ' αστέρια φαίνονται μόνο όταν σκύψω προς τη γη.
Από τις αστραπές φτάνει ο ήχος πρώτα.

Το παιδί μου το άλαλο τώρα μιλάει. Κι όλοι θαυμάζουν.
Δεν θα προσπαθήσω να τους δείξω πως έχουν λάθος.
Δεν θα είμαι εγώ που θα τους σβήσω τις ελπίδες-
πώς να τους ειπώ
πως θαύμα θάτανε αν δεν γιατρεύονταν ο γιός μου;

Ύστερα έφυγε μαζί με τους μαθητές Του.
Ο γιός μου μου είπε συνωμοτικά:
"Αποφεύγουνε τη Γαλιλαία".
Μου τόπε σαν να έπρεπε να ξέρω το γιατί.

Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.
Οι άλλοι φύγανε δοξάζοντας τον Θεραπευτή.
Ο γιός μου δοξάζοντας τη νέα του ζωή.

Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.κι έβλεπα.
Σε λίγο οι μαθητές Του άνοιξαν βήμα.
Τον προσπέρασαν.
Αυτός κάθησε αποσταμένος.
Στο βάθος
Μέσα στον καταγάλανο ουρανό
Σαν πουλιά που στέγνωναν στον ήλιο τις φτερούγες τους
Φανήκανε οι δώδεκα Σταυροί.










ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΙΧΩΝ

Μες στο κελλί της φυλακής
Όπου τον είχαν
Κλαίγονταν πως δεν ειναι ελεύθερος
"Μες σ' ένα χώρο να κινείσαι
Δύο επί τρία μέτρα…
Αυτή είναι σκλαβιά
Αυτή είναι έλλειψη ελευθερίας!.."

Τα χρόνια γρήγορα περάσαν
Και τον έβγαλαν.
Τώρα μες σ’ ένα χώρο τριγυρίζει μεγαλύτερο  
Και ο καημένος χαίρεται και λέει
«Ω! Τώρα ειμ' ελεύθερος αλήθεια!
Τώρα μπορώ όπου θέλω να βρεθώ!»
Σα να ’ταν η ελευθερία ζήτημα τοίχων
Σαν να ’ταν η ελευθερία ζήτημα αριθμών.  

Ω! Τι καλά να ήμουν κι εγώ καθώς εκείνος.
Το μέτρο μου κι εμένα
τόσο να ήταν εύκολο
τόσο χειροπιαστό.






ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ
 
Σε μία χώρα μακρινή
Σ’ ενός βουνού τα πλάγια
Την ώρα που την αυγινή
Το λέει η κουκουβάγια,   

Που τα ελάτια τα ψηλά
Ψιλή κουβέντα στήνουν
Με το νεράκι που κυλά
Από τις πηγές και δίνουν

Στον γύρω αέρα ευωδιά
Και σιγουριά στο χώμα
Ενώ μερεύει την καρδιά
Το πράσινό τους χρώμα,

Εκεί ο ήλιος ο πρωινός
Μεριάζοντας τις σκάλες
Κατρακυλά και χαρωπός
Γλυκοφιλάει τις στάλες
 
Της παγωμένης της δροσιάς
Σα να ’ναι αγαπημένος
Που της καλής του φορεσιάς
Τ' ασημικά ντυμένος

Έρωτα νέον ξεκινά
Και γνώρα νέα δένει
Με κάθε στάλα σαν με μια
Καινούργια αγαπημένη…

Στη μακρινή αυτή πλαγιά
Που έλατο μυρίζει,
Μέσα στων δέντρων τα κλαδιά
Ένα χωριό ανθίζει.

Εκεί ο νους μου τριγυρνά
Κι η σκέψη μου πετάει.
Εκεί και θέλω στα στερνά
Του βίου να με πάει

Η Μοίρα εμέ-να ξαπλωθώ
Στο χώμα του επάνω-
Τούτο ειν’ όλο που ποθώ-
Και έτσι να πεθάνω.




Η ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ

Κάθε που μαύρα σύννεφα τον ουρανό σκεπάζουν
Κι η μέρα νύχτα γίνεται σα να ’ναι άλλη Πλάση
Πόσο είν’ της θλίψης τα φτερά πλατιά και με τι βιάση
Μες στην ψυχή απελπισία κι απόγνωση στοιβάζουν…

Μα όμως σαν τ’ ατσάλινα τα σύννεφα τρυπήσει
Με το γλυκό κι επίμονο φώς της μια ηλιαχτίδα
Μαζί της πώς μες στην ψυχή γεννιέται η ελπίδα!
Κι αν δεις της θλίψης τα φτερά πια έχουνε μαδήσει.
ΛΥΠΗΜΕΝΗ

Φωτογραφία απέναντί μου
Στέκει στον τοίχο κρεμασμένη  
Εκστατική κι αγαπημένη
Βάλσαμο σκέψης αποδήμου.

Ένα τοπίο νησιού Πατρίδας
Κομμάτι Χώρας-το λιμάνι.
Όπου να δει το μάτι φτάνει
Φως απ’ τον λύχνο της ελπίδας.

Όπου τ’ αυτί μπορεί ν’ ακούσει
Γέλια, χαρές, φωνές, τραγούδια  
Και πολυχρώματα λουλούδια
Που και σε πέτρες πάνω ανθούσι.
 
Σπίτια κάτασπρα από ασβέστη
Χρυσή λαμπράδα στον αέρα
Ηλιογιορτή κάθε ημέρα
Κάθε στιγμή Χριστός ανέστη.

Μες στο χαρτί χιλιάδες μάτια
Μ’ αποζητούνε-με φωνάζουν.
Αλλά αλμυρά νερά σκεπάζουν
Του γυρισμού τα μονοπάτια.

Φωτογραφία κρεμασμένη
Στέκει στον τοίχο απέναντί μου.
Κι ειν' το τοπίο της ερήμου.  
Κι ειν' η θωριά της λυπημένη.
 










ΤΟ ΛΑΘΟΣ
(Λος Άντζελες 1987)

Κάποιο μεγάλο κάνουν όλοι λάθος.
Φλόγες εδώ φριχτές μας κατακαίνε.
Εδώ για κάτι η ψυχή σπαράζει
Που όσο και να ψάχει δεν το βρίσκει.
Εδώ από φίδια είμαστε ζωσμένοι
Που μας δαγκώνουν και με δηλητήριο
Ποτίζουν τη σκιά της ύπαρξης μας.
Εδώ για κάποιον άλλο ο πόθος κόσμο
Που χάσαμε, τρυπάει τα σωθικά μας.
Όσες μετάνοιες κι όσα παρακάλια
Και όσες προσευχές και όση πίστη
Αυτά εδώ δεν πιάνουνε. Νους τάχα
σαδιστικός εδώ ποιος έχει φέρει
Κι έχει αρχές κόσμου αλλουνού σκορπίσει;

Αφήστε μας με τον χριστιανισμό σας.
Στους ζωντανούς πάτε να τον κηρύξτε.
Εδώ είναι η Κόλαση. Ο,τι είχε
Να δώσει, το δώσε ο χριστιανισμός σας
Εκεί, ετότε, στης ζωής τους χώρους.
Εδώ είναι η Κόλαση. Τελειώσαν όλα
Εκτός βεβαίως απ’ την τιμωρία
Όλων μας όσοι είμαστε εδώ πέρα.
Λοιπόν αφήστε μας με τους θεούς σας.
Αφότου εδώ μας έχουνε πετάξει
Εκόψαμε μ’ εκείνους κάθε σχέση.
Το πιο κακό μας το ’χουν καμωμένο.
Τελειώσαμε μ’ αυτούς. Τραβάτε τώρα
Κι αφήστε μας εδώ-στην Κόλαση μας.
Μεγάλο κάποιο κάνετε ένα λάθος.





Η ΚΑΡΔΙΑ
Δεν επερίμενα να βρω εδώ στην Καλιφόρνια
Στον τόπο που λιμαίνονται ρομπότ κι ερήμου όρνια
Παιδιά που την Ελλάδα μας να ’χουνε στην ψυχή τους
Παιδιά που τους προγόνους τους να κουβαλούν μαζί τους.

Μα να το δω ήταν κι αυτό. Κι ενώ θαρρούσα μόνος
Πως είμαι στο Λος Αντζελες Αρχαίων Ελλήνων γόνος
Ξάφνου να έχω βρέθηκα στο πλάι μου συντρόφους
Που της σκληρής μονάξας μου διαλύσανε τους ζόφους.

Παιδιά εσείς, γέρος εγώ, μα τι μετράει ετούτο
Μπροστά στον ανεξάντλητο που μας ενώνει πλούτο;
Ποιητής εγώ, μύστες εσείς άξιοι της επιστήμης
Αδιάφορο-είμαστέ κι οι δυό δέσμιοι της ίδιας Μνήμης.

Θαλήδες, Αναξίμανδροι, Αισχύλοι και Φειδίες
Με τις σεπτές ιδέες τους μας προίκισαν τις θείες
Κι οι Λεωνίδες μέσα μας κι οι Σαλαμινομάχοι
Έτοιμους πάντα μας κρατούν γι αγώνα και για μάχη.

Μάχη; Αγώνα; Πόλεμος λοιπόν μας περιμένει;
Ναι. Ένας πόλεμος σκληρός. Μια μάχη ψυχωμένη,
Πρέπει όλοι να παλέψουμε με νύχια και με δόντια-
Με του μυαλού τα δόρατα και της ψυχής τ' ακόντια,

Ενάντια στο βαθύτατο το σκότος που μας ζώνει.
Ενάντια στο που τύλιξε τη γη μας κρύο χιόνι.
Πάνω απ’ το άχαρο, βαρύ του κόσμου μας το κάστρο
Πρέπει να υψώσουμε ζεστό και λαμπερό ένα άστρο.

Εμείς; Οι λίγοι; Οι μικροί; Οι αδύνατοι; Αρκούμε;
Παιδιά μου, ό,τι χρειάζεται μες στην ψυχή το κλειούμε:
Ειν’ ό,τι μας εμπόλιασε η Ελληνική μας φύτρα.
Ειν’ ό,τι της Ελλάδας μας εσάρκωσε η μήτρα.

Κάντε λοιπόν τραγούδι σας-κάντε λοιπόν σκοπό σας
Κάθε καθάρια σκέψη σας και πόθο ακριβό σας.
Με της Ελλάδας το γλυκό τραγούδι πλημμυρίστε
Όλα τριγύρω. Ψάλλετε. Διδάξετε. Φωτίστε.

Στον γίγα τον ατσάλινο που, άψυχος, μας λιώνει
Δώστε ψυχή. Δώστε ανθό στο ξεραμένο κλώνι.
Φτερώστε ό,τι σέρνεται ανίδεο στο χώμα.
Δώστε στο κρύο ζεστασιά. Δώστε στο γκρίζο χρώμα.

Τέτοιο γλυκό ας ξεχυθεί τριγύρω ένα τραγούδι
Από τα χείλη σας τ’ αγνά που ακόμα σκέπει χνούδι.
Και τέτοια ας είναι η χάρη του-και τέτοια ας ειν' η ορμή του
Τέτοιο ας ειν’ το νόημα το απλό και το βαθύ του.

Κι αν κάποιο από τα ρομπότ, με το τραγούδι ξένο,
Υψώσει τις κεραίες του και, παραξενεμένο,
(Αυτό γυρεύουμε κι εμείς) στραφεί και σας ρωτήσει
«Τι ειν' η Ελλάδα;" "Είναι φως!" καθείς ας απαντήσει.

Κι αν κάποιο από τα ρομπότ, το τεχνητό του γέλιο,
Αυτό το ανήλεο, το φρικτό της Ανθρωπιάς φραγγέλιο
Μπορέσει έστω μια στιγμή απ’ τα χείλη να το βγάλει
Και να ρωτήσει "Τι αυτή είναι η Ελλάδα πάλι;»  


Είναι η σπίθα πέστε του στου Σύμπαντος τη στάχτη.
Είναι της Δόξας η κλωνά στης Λεφτεριάς το αδράχτι.
Ειν' η κοιτίδα του Καλού. Είναι το μέρος όπου
Πύργος λαμπρός υψώνεται η ανθρωπιά του Ανθρώπου.

Κι αν κάποιο από τα ρομπότ το παγερό του βλέμμα,
Που κόβει κάθε ύπαρξης ανθρώπινης το αίμα,
Σε σας το στρέψει κι η σκληρή η γλώσσα του αρθρώσει
Τ’ ειν’ η Ελλάδα που σημαία την έχετε υψώσει;"

Πέστε    του είναι το κρασί σ' αυτό μας το μεθύσι.
Πέστε    του κάθε αγαθού η αστείρευτη είναι βρύση,
Πέστε    του ειν’ η Ομορφιά. Πέστε του ειν’ η Αλήθεια.
Πέστε    του είναι η καρδιά στου κόσμου μας τα στήθια.

(Λος Άντζελες)





                       ΤΟ ΦΩΣ

(στον D’ Edigio, ιταλό οδοντίατρο στο Λος Άντζελες)
D’ Edigio κάπου φαίνεται πως σκάλωσε το πράμα
Kαι δεν υπάρχει πια το φως που έμοιαζε με θάμα.
Θυμάμαι, και προσπάθησε να θυμηθείς μ’ εμένα
Με συντομία τα μακρινά εκείνα περασμένα.

Στης μαγικής Ανατολής πρωτάναψε τα μέρη
Το φως που σ’ ύψη ουράνια τον άνθρωπο είχε φέρει.
Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Ινδοί, Ασσύριοι ,Πέρσες,
Πρώτοι του νου τις απλωσιές καλλιέργησαν τις χέρσες.

Από αυτούς το πήραμε το φως εμείς εκείνο.
Εμείς το αγριοβότανο σεπτόν κάναμε κρίνο.
Εμείς εβάλαμε το φως μες σ' αργυρό καντήλι
Κι ύμνους γλυκούς του ψάλαμε με της ψυχής τα χείλη.

Σωστά ως εδώ; Και ύστερα κάτω από το δικό σας
Το πέλμα εμείς βρεθήκαμε-είχε έρθει ο καιρός σας.
Και πήρατε από μας το φως κι άξιοι λαμπαδηφόροι
Μαζί του προχωρήσατε στου Λόγου τ’ ανηφόρι.

Και δεν τ' αφήσατε ούτε εσείς το θείο φως να σβήσει.
Κι έτσι ωσότου έφτασε και η δική σας δύση.
Τότε, με ρεύμα αντίθετο και άνεμο ενάντιο
Εδώσατε για φύλαξη τη φλόγα στο Βυζάντιο.

Σε βιβλιοθήκες άφωτες μέσα οι Βυζαντίνοι
Το φύλαξαν. Και το ’δωσαν με τη σειρά κι εκείνοι
Στην που από λήθαργο βαθύ ξύπναγε τότε Ευρώπη.
Κι η αλυσίδα η σεπτή εκεί για μένα εκόπη.

Κι αυτή ειν' η απορία μου: τι κάναν οι Ευρωπαίοι
Το φως που κάθε βρώμικο και κάθε σάπιο καίει;
Γιατί ούτε αυτοί το έχουνε ούτε άλλοι το κρατάνε:
Έθνος οι αχτίδες του-Λαό, κανέναν δε φωτάνε.

Ακούω διαδόσεις διάφορες. Λένε πως σε καράβι
Για δω να ’ρθει  το βάλανε κι η θάλασσα το θάβει.
Η ότι έφτασε ως εδώ κι είπαν οι Αμερικάνοι:
«Έχουμε φως ηλεκτρικό. Αυτό τι να μας κάνει;»

Και το εσβήσανε. Άλλοι λεν, πως στην Ευρώπη όντας
Από μακριά τ’ αντίκρισε ο Αμερικάνος λιόντας,
Για θρυαλλίδα το πέρασε σε τρομοκράτη χέρια,
Και πάει το φως που έλαμπε γλυκύτερα απ' τ’ αστέρια.

Μα ό,τι λεν κι ό,τι θα πουν, πίσω το φως δε φέρνει.
Όμως μια ιδέα στο μικρό μυαλό μου παραδέρνει:
Ότι το άγιο εκείνο φως μπορεί να ξαναζήσει
Μόνο από μας που κάποτε το είχαμε γνωρίσει.

Πως ίσως κάπου μέσα μας μια σπίθα έχει μείνει
Απ’ τη φωτιά που κάποτε μας ζέσταινε εκείνη.
Αυτές λοιπόν οι σπίθες μας αν ενωθούνε όλες
Μπορούν να γίνουν η μαγιά για λάμψεις φεγγοβόλες.

Λέω λοιπόν ν' αρχίσουμε να στέλνουμε τριγύρω
Ό,τι φυλάξαμε καλό απ’ τον παλιό τον κλήρο
Που όλοι να μάθουν τι ήτανε τότε ο σκοπός του βίου-
Κι όλοι τη λάμψη να ιδούν στ’ ανθρώπινα, του Θείου.

Και που το ξέρεις-με καιρούς ίσως φυτρώσει πάλι
Ο σπόρος που διαφύλαξε η δική μας η σκυτάλη.    
Κι ίσως-ποιός ξέρει-μια Αθηνά γεννήσει ο κόσμος νέα
και πάλι δώσει Οβίδιους και χτίσει Κολοσσαία.







ΤΑΜΑΡΑ

Στα μεγαλόπρεπα όρη του Καυκάσου, εκεί,
την Ταμάρα ο Δαίμονας αγάπησε.
Εκείνη κλείνεται σε μοναστήρι.
Αυτός τηνε παραφυλάει,
ζητώντας ευκαιρία να την κλέψει.

Και μια νύχτα
στο μοναστήρι πλησιάζει. Φρίσσουν
τα φύλλα των δεντρών.
Στης Ταμάρα το κελί
μπαίνει ο Δαίμονας. Στη ματιά της
τον χαμένο του βλέπει τον Παράδεισο:
η  Ταμάρα τώρα τον ποθεί!

Τηνε φιλεί
μα θάνατο με το φιλί της δίνει.

Και κείνη πάει στον ουρανό,
κι αυτός μονάχος κι έρημος στην πλάση μένει
καθώς του έρωτα προστάζει ο νόμος.










ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ

Τα χρόνια τα παλιά,
τα χρόνια τα ανάστροφα,
τότε που η γη μας
στων αστερισμών ανάμεσα το χάος
επήγαινε αντί να επιστρέφει,

τότε που το φεγγάρι έδειχνε
το άλλο πρόσωπο του, τότε,
το όμορφο ήταν άσχημο και όλα
ομορφιά στον κόσμο ήταν.

Τότε η δυστυχία ήταν ευτυχία
Το μίσος αγάπη
Και ο άνθρωπος χαρά γεμάτος ζούσε.

ΟΙ ΙΘΥΝΟΝΤΕΣ

Αφήνουνε στην πάντα τόσα ωραία
που άνθρωποι πεθαμένοι τώρα
τραγούδησαν, ζωγράφισαν κι έχουνε πει,
και γεμίζουν με σκουπίδια
τις αίθουσες και τις τηλεοράσεις και τα σπίτια.

Γιατί;

Γιατί οι ατάλαντοι να προβληθούνε πρέπει
τους ισχυρούς για να στηρίξουνε
που αυτοί στο πόστο που είναι-στον αγώνα
ενάντια στην καλαισθησία των ανθρώπων-
 τους προώθησαν.




ΔΕΚΑ

Ο Χρόνος, η Ανάγκη και η Βία
Εκάτσαν μαθητές εις τα θρανία
Και ο Θεός με δύσκολες ’ρωτήσεις τους ’πελέκα.
Να δει ποιος είναι άριστος δάσκαλος στους ανθρώπους.

Και γρήγορα αποφάσισε χωρίς μεγάλους κόπους:
Οι δυο πήρανε μηδέν κι ο Χρόνος πήρε δέκα.





            ΡΟΝΤΕΛΟ

Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ
Ατού μεγάλο έχει στα χαρτιά του
Κι όλα όσα θέλει γίνονται δικά του.
Του βάζει ένα χαμόγελο στα χείλη
Κι αξιοποιώντας τη γλυκεία του πύλη
Μπορεί τα πάνω και τα φέρνει κάτου.
Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ-
Ατού μεγάλο έχει στα χαρτιά του
Και λυ’ και δένει όπου η ζωή τον στείλει
Μακριά πετώντας την αξιοπρέπεια του.
Και δε τον κατακρίνουνε οι φίλοι
Γιατί έχει γνώμη όπως τη δικιά του
Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ.





Η ΒΟΥΛΓΑΡΑ   ΛΙΝΤΙΑ

Σε τάξη ποια του έρωτα επήγες
κι όπως αυτά μαθήματα επήρες
θεοκλεισμένο να κρατάς το μάτι
καθώς ποθοκυλιέσαι στο κρεβάτι;

Σε ηδονής ποιας πήγες το σχολείο
κι όταν τα πόδια σου ανοι'ς τα δύο
βυθίζεσαι και πάω κι εγώ μαζί σου
σε μιας τόσο γλυκιάς τα βάθη αβύσσου;

Ήλιου ποιανού η φλόγα σε τυλίγει
κι η θέρμη του-κι η θέρμη σου, σε πνίγει;
…Και άραγε κατάρα ποια βαραίνει
στη μοίρα πάνω καποιανών ανθρώπων
και αύριο θα βρίσκεσαι κλεισμένη
στα κρύα χέρια, ξένων, άλλων τόπων;











ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

Στην τελευταία ντυμένες μόδα,
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες,
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες,

τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.
Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ' ανάκλιντρα θανάτων-

για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη'
κι ουτ' έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη'

Μον' όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.






ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ

Κουράστηκα μ’ αυτή τη διαπραγμάτευση.
Πάω ανυπέρθετα για μετανάστευση.
Αντί να έχω κι άλλο ένα μνημόνιο
Καλλίτερα να πιω ένα κιούπι κώνειο.

Αντί ν’ αρχίσουν πάλι για κουρέματα
Πιο ήρεμος θα είμαι μες στα ρέματα.
Και από το ν’ ακούω για φι πι α
Λέω στη χώρα μου πως φτάνει πια.

Ν’ ακούω δε θέλω όλο για ευρώ.
Άλλον πιο ελαφρύ θα βρω σταυρό.
Αντί τo «ναι» απ’ τη γριά δραχμή
μωρό ένα κάλλιο να μου λέει «αχ! μη!...»

Θα φύγω μακριά απ’ την κοινωνία
Να μη με φτάνει μείωση καμία
Σύνταξης ή μιστού ήδη μειωμένου
Ή όποια εθνικίλα του Καμένου.

Βαρέθηκα ν’ ακούω στο δημοψήφισμα
αν «ναι» ή «όχι» υπερτερεί στο ζύγισμα.
Εμπούχτισα ν’ ακούω για ανεργία.
Και το έι τι έμ μου φέρνει πια αλλεργία.

Γι αξιοπρέπεια και για περηφάνια
Που στην Ελλάδα αμφότερα είναι σπάνια
Βαρέθηκα ν’ ακούω πως αφθονούν
Ενώ γιατί μας λείπουν μας πονούν.

Πρωθυπουργοί λαούς που κοροϊδεύουν
Βαρέθηκα το νου μου να παιδεύουν.
ΥΠΟΙΚ που την Ευρώπη λοιδωρούν
Τα μάτια μου δεν θέλουν να θωρούν.

Πρωθυπουργό καβάλα σε καλάμι
Πρωθυπουργό ο θεός ας τονε κάμει.
Για μένα αίσχος είναι και ντροπή-
Αλλιώς δεν πάει η πένα να το πει.

Σουλάτσα στην Ευρώπη δε μ’ αρέσουν
Τάχα πως συμφωνία παν να δέσουν-
Ουσία κοροϊδεύουν το λαό τους
Και κάθε όσιο μιαίνουν κι ιερό τους.

Ν’ ακούω δεν μπορώ υποσχέσεις φρούδες
για Ισημερινό να ζουν αρκούδες
και ύστερα να παίρνουνε-το είδες!-
του Ισημερινού ως και τις καρύδες.

Κι αγανακτώ να βλέπω να επαιτούνε
Και να ισχυρίζονται πως απαιτούνε.
Περφάνια κι αξιοπρέπεια ένας ζητιάνος;
Ναι, όσο αέρα ο φουσκωτός ο διάνος.

Να κλέβουν τα λεφτά δεν το αντέχω
Κι ύστερα «δώστε-τα ’φαγα-δεν έχω»,
Και να μιλάνε γι αποζημιώσεις
Αυτοί που αγγίζοντάς τους θα λερώσεις.

Δεν το μπορώ η Ευρώπη να δανείζει
Και την Ευρώπη ο που χρωστάει να βρίζει.
Δεν το μπορώ για το άθλιο ριζικό μας
Να μην είναι αίτιο τίποτα δικό μας.

Δεν το μπορώ σαν χάχες να γελάνε
Την ώρα που τη χώρα τους χαλάνε.
Δεν το μπορώ για πέντε όλους μήνες
Με δάκρυ οι έλληνες να βρέχουν κλίνες.

Δεν το μπορώ ο λαός ν’ αποφασίζει
Κι όχι το φως μα σκότος να ψηφίζει.
Δεν το μπορώ το λαό οι λαοπλάνοι
Ανδράποδό τους να τον έχουν κάνει.

Οι αναξιοπρεπείς δεν το αντέχω
Και να θαρρούν πως διόλου δεν κατέχω,
Και να μου λεν πως είναι αξιοπρέπεια
Η ιταμότητα κι η δουλοπρέπεια.

Δεν το μπορώ να βλέπω στο ψητό
Να παίρνουν όλοι τον πρωθυπουργό
Και –ναι, πιστέψτε το, είναι αλήθεια!-
Εκείνος να γελάει μόνον ηλίθια.

Κυβέρνηση που όλη είν’ ένα τσίρκο
Και κυβερνάει τη χώρα μου με ρίσκο
Καταστροφή μόνον αυτή θα φέρει
Σε όποιον έβαλε λαό στο χέρι.

Δεν το αντέχω αναξιοπιστία
Να μας χρεώνουν απ’ την Εσπερία
Και πιότερο που αυτό αλήθεια είναι
Και δεν το λένε για το θεαθήναι.


Πρωθυπουργό που δεν ενημερώνει
Λαό, για κείνο που του ξημερώνει
Άλλο αδυνατώ να τον αντέξω.
Θα φύγω από δαύτονε. Θα τρέξω.

Οι ευρωπαίοι ενώ με τόσους τρόπους
Ζητούνε να μας κάνουνε ανθρώπους
Αρνούμαι με οδηγούς εμείς δυο ζώα
Να μένουμε στα ζωώδη τα πατρώα.

Δεν το μπορώ ανθρώπους ν’ απειλούμε
Που απ’ αυτούς υπάρχουμε και ζούμε.
Αηδία νοιώθω κι εμετού έχω τάση
Που μερικοί εκεί μας έχουν φτάσει.

Δεν το μπορώ πρωθυπουργό να γλύφει
με σάλιο που ελλήνων είναι ψήφοι
εκεί που με το ίδιο πρώτα σάλιο
έφτυνε-εκατάβρεχε πες κάλλιο.

Δεν το μπορώ να βλέπω έναν χαμένο
Πρωθυπουργό, με ύφος τονισμένο
Να λέει η ήττα του πως είναι νίκη
Και στην παράταξή του αυτή ανήκει.

Δεν το μπορώ με στόμφο να μιλάει
Αντί σε μοναστήρι ένα να πάει
Και μέσα κει για πάντα να κλειστεί
Ενός λαού ελπίδων το ληστή.

Και δεν μπορώ πως είναι αριστερός
Να λέει δεξιόστροφος κοχλιός
Και την Αριστερά να δυσφημίζει
Πολιτική, σε όποιον δε γνωρίζει.

(Πέμπτη, 9 Ιουλίου 2015)





ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ;!

Μ’ ένα πόδι δεξιό
κι ένα πόδι αριστερό
πώς μπορεί πάνω στη γη
μια πατρίς να περπατεί;

Μ’ έναν πρόεδρο δανδή
Και πρωθυπουργό παιδί
Τι χαϊρι να ιδεί
Η πατρίδα η καψερή;

Κι είναι πρόοδος μια τέτοια
Που μας μέλει περιπέτεια;
Τι ο πρωθυπουργός φοβάται
Και τα τέτοια μηχανάται;

Αλλά έτσι Τσίπρα έρμε
Είτε θέλουμε ή δε θέμε
Ούτε πίσω ούτε μπροστά
Η Ελλάς θα προχωρά,

Παρά ακίνητη θα μένει
Σαν να είναι πεθαμένη
Αφού λίγο αν κινηθεί
Σωριασμένη θα βρεθεί.

Κρίμα στην αριστερή
Που πρεσβεύεις τακτική.
Την πατρίδα θες τ’ ανέμου;
Άλλαξε όνομα κανέμου,

Και σε όλους φώναξέ το
Να σε λέμε από φέτο
Όχι όπως ήσουν: ΣΥΡΙΖΑ
Μα όπως θα ’χεις γίνει: ΣΥ-ΝΔ-ΡΙΖΑ.





ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ.

Ο Αλιόσα απόψε περνώντας τρέχοντας από μπροστά μου κυνηγημένος από τη Μαρία, με χαιρέτισε.
Παιδάκια τρέχανε, άλλα παίζαν μπάλα ή κουνιόντανε στις κούνιες. Σήμερα ήτανε πολλά, ίσως για να μαζέψουνε λίγη χαρά πριν το χειμώνα. Οι μάνες τους κουτσομπολεύαν στα παγκάκια.
Απ’ τη γωνία φάνηκε να έρχεται με γρήγορα βήματα μία γυναίκα με τα δυο παιδάκια της. Φανερά βιαστική ερχόταν μέσα από το πάρκο για να κόψει δρόμο.
Τα παιδιά ένα δεξιά της κι ένα αριστερά της. Όταν όμως είδαν τις κούνιες άφησαν τη μητέρα τους και με σταθερό βήμα βάλανε πλώρη προς αυτές.
Η μητέρα τους όταν τα είδε και χωρίς να σταματήσει «ε, πού πάτε;» τους έβαλε μια φωνή. Εκείνα τότε δίχως άλλο γυρίσανε και υποταχτικά συνέχισαν να περπατάνε δίπλα στη μητέρα τους. Παιχνιδοτακτισμός βιαίως διακοπείς.





28 ΟΧΤΩΒΡΗ
Ή
ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΙ

Η επέτειος του ΟΧΙ. Που μεγάλο λέμε ότ' ήταν.
Που μας είχεν οδηγήσει στη μεγάλη μας την ήτταν
και απόδειξε σε όλους η φυλή η ελληνική
πόσο είναι χαζοβιόλα και καθόλου λογική.

Μα ως γνωστόν εκτός απ’ τ’ ΟΧΙ-
γνώσεις είν' αυταί κοιναί-
κάθε γλώσσας μοίρα το 'χει
να ’χει μέσα της και ΝΑΙ.

Και στων ΝΑΙ του άθλιου πλήθους
θα σας φέρω τη ζαλάδα,
φαινομένου πλέον συνήθους
για τη δόλια την Ελλάδα.

Γιατί ΝΑΙ για χρόνια τώρα
λέμε σ' όλα τα στραβά
και γι αυτό συνέχεια η χώρα
τον κατήφορο τραβά.

Και πλατιά σφραγίδα βάζουν
στην καινούργια αυτή ορμή της
οι υπουργοί που τής ρημάζουν
τα λεφτά και την τιμή της.

ΝΑΙ λοιπόν το γκόβερνό μας
έβαλε βουλή να λέει
σ’ ό,τι ενάντιο στα όνειρά μας
και στα πάτρια είναι κλέη.

ΝΑΙ στο όργιο των σκανδάλων,
ΝΑΙ στο σκύψιμο της μέσης,
ΝΑΙ στην ειρωνεία των Γάλλων,
ΝΑΙ σε ψεύτικες εκθέσεις.

ΝΑΙ στο δράμα της Παιδείας
ΝΑΙ σ Μέρκελ  και σ' ΕΟΚ

ΝΑΙ στο χάος της ανεργίας
ΝΑΙ στων εκδοτών τα μπλοκ.

ΝΑΙ στων δημοσίων πόρων
την αλόγιστη σπατάλη,
ΝΑΙ στων δημοσίων χώρων
την κατάντια και το χάλι.

ΝΑΙ στην έλλειψη σχολείων
ΝΑΙ στις βίλλες υπουργών
ΝΑΙ στους διορισμούς φιλίων-
σ’ απολύσεις ΝΑΙ απεργών.

ΝΑΙ στης άσφαλτου το αίμα
ΝΑΙ στο ξάφρισμα, στη ζούλα,
ΝΑΙ στη διαφθορά, στο ψέμα
στην κλεψιά και στη ρεμούλα.

ΝΑΙ σε κάθε σαλτιμπάγκο,
ΝΑΙ σε κάθε μασκαρά
που του έλληνα τον πάγκο
ερημώνει από χαρά.

ΝΑΙ σε Tούρκων απαιτήσεις
ΝΑΙ στις τόσες τους φοβέρες-
στων σκαφών τους τις προκλήσεις,
στις Αιγαίες τους κρουαζιέρες.

ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
πως ανεύθυνοι μετράμε,
ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
μακριά πως δεν κοιτάμε ...

Και μας πέφτουνε στην πλάτη
βουρδουλιές τα τόσα ΝΑΙ
βρίσκοντάς μας σε ραχάτι
μες σε κάποιον καφενέ.

Και σα βλάκες πια γελάμε
και κανένας δεν κοιτάει
πως οι έλληνες μετράμε
της Ευρώπης το προσφάϊ.

Τέτοιοι είμαστε. Ωραία. Δεν πειράζει. Τι να γίνει.
Αλλ’ ας μη γινόμαστε όμως σαλτιμπάγκοι κι αρλεκίνοι
να θαρρούμε ότι κάποια και για μας στη γη αυτή
θέση έχει στην πορεία της προόδου φυλαχτεί.

Κακομοίρηδες για πάντα θ' απομένουμε κι αχρείοι
κι ένα ΟΧΙ κάθε χρόνο θα ψελλίζουμε -οι γελοίοι!-
λες κι αυτό μας δίνει κλέος-μάλιστα έχοντας τη λόξα
ότι τάχα των ελλήνων μονοπώλιο είν' η δόξα.

Ω! Γελοία καραγκιοζάκια που ποζάρετε γι ανθρώποι!
Στου πολέμου την ανάγκη δόξα παίρνουν όλοι οι τόποι.
Δάφνες πρέπουν στους πολίτες της πατρίδας μόνο εκείνης
που τη δόξα την κερδίζουν στους αγώνες της ειρήνης!






ΘΥΣΙΕΣ

Τέσσερες σφαίρες, πέντε σφαίρες, εφτά…
Και τρία κορίτσια πέσανε νεκρά.

"Για της πατρίδας την ελευθερία".

Και η πατρίδα λευτερώθηκε.
Και τώρα τα κορίτσια επαιτούν…
πορνεύονται.
Και τώρα δεν ταιριάζει να ξεσηκωθούν-όλα είναι νόμιμα.

Ειν' η σειρά λοιπόν ενός κατακτητή και πάλι
Για να μπορέσουν ηρωικά κορίτσια
Για την πατρίδα να θυσιαστούνε
Και μερικοί για να μιλήσουν πάλι
Για "ιερά καθήκοντα" και για "θυσίες",
Ενώ παράλληλα, ίδιοι σεξομανείς,
Πεσμένοι θα ’ναι και βραχνά θ’ αγκομαχούν
Σ’ ένα κορμί ελαστικό επάνω
Με πάντοτε τα πόδια του ανοιχτά,
που στου σπιτιού του την εξώπορτα
Κάτω από κόκκινο ένα φως θα ’ναι γραμμένο
Ανορθόγραφα:
«ΕΛΕΦΘΕΡΗΑ".








ΑΥΤΟΠΥΡΠΟΛΗΣΗ

Περιβρεγμένος με το εύφλεκτο υγρό καθώς τα κάρβουνα
(εκεί που ψήνουμε, στις εξοχές),
με κίνηση μια σίγουρη το σπίρτο ανάβει.

Κι όλος μια φλόγα.

Δυο βήματα μονάχα κάνει, ορθός,
και κάθε βήμα του τη γη τραντάζει
σαν όπως ο Λένιν όταν ζούσε
μιλώντας ετράνταζε.

Και πέφτει.

Οι φλόγες τρώνε ως και τη φωνή του.
Αμίλητος.
Ακούει μόνον.
Ακούει μιλήματα που έρχονται από μακριά.
Από τους κόσμους που για κείνους πυρπολήθηκε.

Και λιώνει.
Λιώνει καθώς χρυσάφι σε χυτήριο
προτού δεθεί σε σχήματα πολύτιμα
ελκυστικά.
 








ΓΙΑΤΡΟΙ

Ο αμερικάνος, επειδή ασφάλειας στερείται
πεθαίνει από αδιάγνωστες αρρώστιες ο φτωχός
ή να μαθαίνει μοναχά τη διάγνωση αρκείται
λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή, όπου ούπω πια καιρός.

Καρκίνο αν έχει ο φουκαράς βγάλει του κάτω χείλους
θα τον κουράρει ο γιατρός για μήνες με αλοιφές
κι αν όγκος στον εγκέφαλο τον βρει, παίρνει βέβηλους
αιτίες των συμπτωμάτων του και λήθης προτροπές.

Κι ως ό,τι πει εδώ ο γιατρός συζήτηση δεν παίρνει,
και σχόλιο και αντίρρηση καμία δεν φελά,
ο αμερκανός στου θανάτου την κλίνη πάνω γέρνει
και τους γιατρούς του επαινεί κι ανόητα γελά.

Κι ενώ οι γιατροί τα ραντεβού τηρούν απαρεγκλίτως
και διαγνώσεις κάνουνε αστόχους αφειδώς
Στον Άδη παν οι αμερκανοί, και πάλι ατελευτήτως
για τη δημοκρατία τους κομπάζουν συνεχώς.

(Λος Άντζελες, 1994)








ΣΤΟΝ ΑΜΑΖΟΝΙΟ

Γυμνά τα πόδια μέχρι απάνω.
Ο αρραβωνιαστικός αποπάνω της
να μπερδεύει τα κουμπιά του πουκαμίσου της
με του στήθους της τη θηλή.

Γύρω τους το χωριό όλο να τους προστατεύει,
ερεθισμένο στη θέα της κινούμενης ρυθμικά λέμβου.
Πριν απ’ αυτό η αναμονή.
Μετά απ’ αυτό καμιά πάλι ευφροσύνη.
Και αυτό, το ίδιο αυτό, όχι τίποτα σπουδαίο: ένα έθιμο
με σκοπό τη διαιώνιση του είδους
μιας και αυτό
του Μηδενός η άπληστη αίσθηση υπηρετεί
και με κάθε μέσο επιδιώκει.  







ΔΕΚΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ  
ΑΜΕΡΙΚΗ-ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ
ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
Υπάρχω άραγε ή δεν υπάρχω;
Απάντηση δε βρίσκω όσο κι αν ψάχω.
Όταν δουλειά ζητάω
Σκουπίδια να πετάω
Να πλένω πιατικά
Η ρούχα ή τζαμικά,

«Για εργασία», μου λένε, «αδίκως κύριε ψάχνετε.
Λυπούμεθα εκδήλως, μα όμως δεν υπάρχετε.»
«Και τόσο σίγουρος γι αυτό πώς είστε;»
«Μα σοσ' σεκιούριτυ νάμπερ στερείστε».

Μα όταν κύριοί μου
Κοιτώ στο κάτοπτρο μου
Το πρόσωπο το οικτρό μου
θα δω απέναντί μου.
Και τετρακόσα τα ’χω:
Πώς λέτε δεν υπάρχω;!

Μα πάω για ψώνια στο μπακάλη ωστόσο
Κι αφού-μέσα μου λέω-δεν υπάρχω    
Δεν πρέπει βέβαια και να πληρώσω.
Και για λεφτά στην τσέπη μου δεν ψάχω.

Όμως ο μάνατζερ με σταματάει
Κι αγριωπός δολάρια μου ζητάει.
"Υπάρχω;" τον ρωτάω "κύριέ μου;"
"Βεβαίως υπάρχετε αγαπητέ μου
Και δώσατέ μου μιαν επιταγή σας
Αν θέλετε γερή την ύπαρξη σας".

Και πάω τον καημό μου βράχο βράχο
Κι αναρωτιέμαι-υπάρχω… δεν υπάρχω;

Και όταν οι αρρώστιες μ’ επισκέπτονται
(Αυτές τουλάχιστο ευτυχώς με σκέπτονται)
Τραβάω μια και δύο
Για το νοσοκομείο:

"Κύριοι την ύπαρξη μου την άθλια διατηρήστε.
Το φλέγον μου το σώμα ταχέως θερμομετρήστε
Και δώστε μου ενέσεις και άλλα γιατρικά
Που κι όλα κι ένα ένα τον θάνατο νικά".

Εκείνοι τα σοφά τους βιβλία συμβουλεύονται
Κι ενώ τα δυό μου χείλη από τη θέρμη καίγονται
"Κύριέ μου, σας λυπούμαι, αλλά πρέπει να μάθετε
Στις άλλες σας τις γνώσεις και ότι δεν υπάρχετε".

"Και πώς και δεν υπάρχω αφού έχω τέτοια χάλια;"
"Γιατί, αγαπητέ μου, δεν έχετε ασφάλεια".

Τρέμοντας και τρεκλίζοντας
Στο φαρμακείο πάω
Και ταΐλενόλ ζητάω
Και λέω τουρτουρίζοντας:

"Να βάλω κυρ-σπετσέρη
Στην τσέπη μου το χέρι;
Πέστε μου ετούτο  μόνο:
Υπάρχω ή δεν πληρώνω;"
"Υπάρχετε.Υπάρχετε.
Διόλου μην αμφιβάλλετε".


Το δισθενές μου παίρνω
Κι εγώ πυρέσσον σώμα
Και άπρακτος το γέρνω
Επάνω εις το στρώμα.

Μετά κινώ και πάω στο Δημαρχείο
Όπου κρατούν των ζώντων το αρχείο.
Και την ανάσα μου κρατώ
Και τον αρμόδιο ερωτώ:
"Πέστε-ω! πέστε φίλε μου σ’ ένα της ζωής ξωμάχο,
Των άλλων οι κουβέντες κολοκύθια.
Σε σας θα μάθω μόνο την αλήθεια:
Πέστε μου φίλε-πέστε μου-υπάρχω ή δεν υπάρχω;"
Κι εκείνος "τάχα ποιός μιλά;
Δε βλέπω εγώ κανένανε».
Τα μάτια γύρισα ψηλά-
Όσο ψηλά πηγαίνανε
Και"θε μου" λέω στον πλάστη μας
και στον Συμπάντων Κύριο
"Μ' έπλασες ή όχι τάχατες και με τον αλιτήριο;
Όλες της γης σου οι γωνιές αγνοούν την ύπαρξη μου.
Τουλάχιστο πες μου Θεέ-Εσύ είσαι μαζί μου;"
Μ’ αντίς γι απάντηση, θωρώ τη θεϊκή παλάμη
Των ανοιχτών δαχτύλων Της το σήμα να μου κάνει.

Φαίνεται αμάρτησα πολύ στην ταπεινή μου ζήση
Γι αυτό και θύρα καθεμιά έχει για μένα κλείσει.

Η τελευταία μου ελπίς είναι ένας δικηγόρος.
"Της δικιοσύνης πες μου συ ο φύλαξ δορυφόρος.
Υπάρχω ή όχι;" Και μου λέει: "Να πάρεις όταν είναι
Είσαι ένα ον ανύπαρκτο. Μα σαν είναι να δώσεις
Υπάρχεις ασυζητητί. Και απροπό ω! ξείνε,  
Τη συμβουλή που σου ’δωσα αδρά θα την πληρώσεις".

 (Λος Άντζελες 1989)





ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ

Θεούλη μου οι όπου πλανή-
τη γης ξενιτεμένοι
Καθένας από Σένανε
Βοήθεια περιμένει.

Δε Σου ζητάνε και πολλά.
Να τους βοηθήσεις μόνο
Να βγούνε τέλος νικητές
Στην πάλη με τον πόνο.
 
Για Σε δεν είναι δύσκολο.
Μια σκέψη Σου μονάχα
Κι αμέσως όλα γίνονται.
Δύσκολο είναι τάχα;

Στο κάτω κάτω της γραφής
Σκέψου πως άμα γίνει
Κάνεις το θαύμα Σου και Συ,  
Βολεύονται κι εκείνοι.









Ο ΑΝΤΡΕΑΣ (ΠΑΠΑΝΤΡΕΟΥ) ΑΡΡΩΣΤΟΣ
(από το περιοδικό «ΛΟΓΙΑ»-Λος Άντζελες)

(Μιας και στο Νοσοκομείο δεν μπορούν οι δυο να πάνε
Από δω Μητρός και Γιάννος όσο το μπορούν βοηθάνε)

Η αρρώστια του Πρωθυπουργού συνέχεια επιδεινώνεται
Και τούτο το περιοδικό πάλι ανασκουμπώνεται
Να σώσει ανιδιοτελώς και πάλι την κατάσταση
Που είναι η χειρότερη από την Επανάσταση.

Κι αυτό γιατί αμφισβήτηση υπάρχει τεραστία
Για το αν υπάρχει πράγματι πρωθυπουργός ή όχι.
Και όσο η περίπτωση κι αν μοιάζει να ’ναι αστεία
Όμως η Ελλάδα σε ξηρού κάθεται τώρα κώχη.

Υπάρχει ο πρωθυπουργός ή τάχα δεν υπάρχει;
"Ναι" λέει ο επίτροπος ο κυβερνητικός.
"Οχι" ο Εβερτ απαντά ο σ’ όλα ειδικός,
"Κι αν λέει ο Χυτήρης ναι, τελείως χαμένα τάχει."

"Υπάρχει" λέει η Μιμή το σοβαρό της παίρνοντας.
"Υπάρχει" λέει το ΠΑΣΟΚ τα φτωχαδάκια γδέρνοντας.
"Υπάρχει" λεν οι γέροντες απανταχού του κόσμου.
"Υπάρχει" λέει κι ένας τυφλός-'Ορκίζομαι στο φως μου."

"Δεν υπάρχει" λέει με πείσμα η διωχθείσα Μαργαρίτα.
"Δεν υπάρχει" λένε όσοι του ΠΑΣΟΚ δεν τρώνε πίττα.
"Δεν υπάρχει" λεν ατάκα οι αβάσταγοι δελφίνοι.
"Δεν υπάρχει" λένε κι όσοι το βαλάντιό τους φθίνει.

Κι όλοι λένε μες στο κράτος
Και φωνάζουνε αρκούντως
"Δεν τον βλέπετε; Να-νάτος.'"
"Δεν τον βλέπουμε. Που-πούντος;"

Κι όλα τα ’χουν παρατήσει
Κι έχουν όλοι παλαβώσει
Να ρωτάνε αν θα ζήσει
Η' αισίως θα τα τεντώσει.

-Άκουσα ότι σε μία πυρετού μεγάλη κρίση
Πριν ακόμα ν’ αναπνέει με αναπνευστήρα μόνο
Φίλησε το Μητσοτάκη.
-Και τον Εβερτ θα φιλήσει.
Κι ίσως και τη Μαργαρίτα. Μόνο να ’χει λίγο χρόνο.

 -Λες ο θεός να τον φωτίσει έτσι τώρα που ειν’ κοντά του
Κι ο Αντρέας να ξεχάσει τ’ άθεα φερσίματα του,
Και ν’ απλώσει τα δυό χέρια σαν Χριστός επί του Όρους
Κι από το φτωχό κοσμάκη ν’ αφαιρέσει λίγους φόρους;

Λες να βρει καλό ένα λόγο και για την Αμερική;
Λες τη νέα να χωρίσει τη γυναίκα που ’χει πάρει
και τη Μαργαρίτα πάλι να ’χει στεφανωτική;
Λες στα δέντρα ν’ ανεβούνε και να κελαδούν οι σπάροι;

-Δεν πιστεύω. Είδα όμως ένα όνειρο κακό.
Πως ακέφαλο εβρήκαν οι γειτόνοι μας το κράτος  
Και τους άναψε το αίμα το πολύ γειτονικό
Και μας κάνανε πολέμους κι είχαν νίκες… κατά κράτος.

-Μη φοβάσαι τέτοια. Όχι. Έχουμε πρωθυπουργό.      
Κι αν λιγάκι πρωτοτύπως και με τρόπο όχι γοργό
Μα η Κυβέρνηση δουλεύει κι αντίς λόγων του ριπές
Από τώρα ο Αντρέας θα μιλάει με ζωγραφιές.

-Δηλαδή;    
-Να! Υποθέτω πως για ό,τι τον ρωτάνε  
Σχήματα πολλά θα κάνει που αντίς του θα μιλάνε.
Θα τόνε ρωτάν ας πούμε τι προβλέπει για τον τόπο
Και θα ζωγραφίζει εκείνος ένα πλοίο δίχως κόπο,

που μοναχά το κατάρτι θα ’χει αβούλιαχτο ακόμα.   
Θα τόνε ρωτούν ελπίδες αν κρατάει για το κόμμα
Και θα ζωγραφίζει εκείνος πρόβατα που χώρια βόσκουν.
θα τόνε ρωτάνε «Κρίσεις στο Πολίτευμα υποφώσκουν;»   

 Και εκείνος, φιλαλήθης, θα σχεδιάζει πέντε βόμβες.
«Και προβλέπετε θυμάτων να υπάρξουν εκατόμβες;»
Μια σελίδα μέχρι κάτου με σταυρούς θα τη γεμίζει.
«Και τί βλέπετε σα λύση στη φουρτούνα που εγγίζει;»

Και κατάπληκτοι θα βλέπουν να σχεδιάζει ένα στέμμα.
«Μήπως είναι αυτό το σχήμα ένα ευτράπελο σας ψέμα;
Στη Μιμή σας και στον θώκο μας ορκίζεστε επάνω;»
Και πετώντας το  μολύβι θα ψελλίζει «να πεθάνω».
 
-Τελικά ποια γνώμη έχεις; Έχουμε πρωθυπουργό;
Αν εμένανε ρωτήσεις, ναι και όχι λέω εγώ.
-Αι απόψεις μας δεν ήσαν ουδεπώποτε κοιναί.-
Αντιθέτως από σένα, όχι λέω εγώ και ναι.
(Λος Άντζελες)





ΜΕΤΑ ΔΕΚΑ ΕΤΗ

(Οπου ο Γιάννος σκέφτεται ότι σε λίγους μήνες
Δέκα χρονιές κλείνει εδώ απίθανες και φίνες)

Βρε κιόλας πώς επέρασε σχεδόν δεκαετία
Που άφησα την Ελληνική κι εγώ Δημοκρατία
Και μια φορώντας μοναχά μπλούζα, κι αυτή αμάνικη
Στη χώρα την ελεύθερη ήρθα την Αμερκάνικη…

Βρε δέκα πώς περάσανε χρονιές αφότου ο Μέγας
Ωκεανός μ’ είδε κι εμέ πάνω του να περνώ
Κι ενώ το αεροπλάνο κατάπινε τας λεύγας
Εγώ είχα την αίσθηση πως τότε δεν γερνώ…

…Αφότου η πατρίδα μου μου είπε «τράβα χάσου!»
Κι εγώ χωρίς αντίρρηση υπάκουσα ευθύς
Και με παρέα μόνη τα σάλια του Πηγάσου
Έφυγα τόνους παίρνοντας μαζί μου και κριθής.

Βρε κοίτα πως περάσανε πεντάδες χρόνια δύο
Αφότου δίχως να μου πουν ή να ειπώ αντίο
Πήρα τα μπογαλάκια μου κι ήρθα στις ΗΠΑ τσιφ
Χωρίς ένα παράπονο, χωρίς να κάνω «κιχ»

Και κοίτα πώς με διώχνουνε τώρα και από δω
Και άντε άλλη θάλασσα να ’βρω και άλλη οδό.

Βρε κοίτα πώς επέρασε μία δεκαετία
Αφότου τη μεγάλη μου άφησα πελατεία…
Αφότου άφησα να κλαιν τους πατριώτες όλους…
Αφότου άφησα κλεψιές και ατιμίες και δόλους…  

Που στην ωραία χωρά μου ακώλυτα ανθούν…
Αφότου αφήκα τον γλυκύ της χώρας μου τον χουν
Και ήρθα και την άραξα στου Βάλεϊ την κοιλάδα
Που κάνει μια η συννεφιά και δέκα η λιακάδα…

…Αφότου η Ελλαδίτσα μου η παρά θιν’ αλός
Ξυπόλητη μία κλωτσιά μου έδωσε στα νώτα
Που «ευτυχώς» εσκέφτηκα «δεν είμαι Ιταλός
Αλλιώς η που ’φαγα κλωτσιά θα ήταν από μπότα…

Βρε κοίτα πως περάσανε δέκα χρονιές δω πέρα
Χωρίς α δω άσπρη κι εγώ ποτέ μου μιαν ημέρα,  
Χωρίς του φίλου τη χαρά, χωρίς της ζήσης δώρα
Σε θύελλα από θύελλα, σε μπόρα από μπόρα…

Βρε πως περάσαν με χολή και ξύδι τόσα χρόνια
Χωρίς να βλέπω ζωντάνα, χωρίς να βλέπω αλώνια,  
Χωρίς να τρώω ταραμά, χωρίς να κλέβω φόρους,
Χωρίς παζάρια ν’ αρχινώ ατέλειωτα μ' εμπόρους…
 
…Χωρίς να βλέπω καφενέ, χωρίς να παίζω ζάρια,
Χωρίς να βλέπω άπλυτα Ελληνικά ποδάρια,
Χωρίς να βλέπω ψέματα μες στις εφημερίδες
Χωρίς δίπλα στη θάλασσα ρετσίνα και μαρίδες…

Και αν δεν πήγαινα προχτές στο σπίτι του Βαγγέλη
Που μπόλικο έχοντας παρά πιάνει και τον Αντένα
Τότε και το τσερβέλο μου τις σκέψεις δε θα εγέννα
Που ’γραψα εδώ και που εσείς διαβάζετε εν τέλει.

Γιατί εκεί πέρα είδα πολλούς γνωρίμους παλαιούς μου
Να παρελαύνουν στης τι-βι επάνω το γυαλί
Και από κει αμπάρριζα πήρε και βγήκε ο νους μου
Και τετοια τώρα πράγματα η πέννα μου λαλεί.

Και βλέποντας μες στο γυαλί παράπονο με πήρε
Και για να μη δακρύζω εμπρός στη σπιτονοικοκύρισσα
Το σπίτι τάχα για να δω έκανα μία γύρα
Ώσπου με μούρη στην τι-βι στεγνή εξαναγύρισα.






ΜΕΛΙ
                  
Περνάν οι τουρκογύφτισσες να παν στο πανηγύρι.
Οι φούστες ανεμίζουνε. Oι μπούστοι αφροφουσκώνουν.
Aνάλαφρο περπάτημα τα ποδαράκια απλώνουν
και μια δροσιά ξεχύνεται στο καυτερό λιοπύρι.

Περνάν οι τουρκογύφτισσες κι όπου το μάτι γείρει
βλέπει χεράκια μελαψά σαν πλόκαμοι ν’ απλώνουν
και κόρφους ασημόχρυσους που πόθους ξεσηκώνουν-
πόθους που μοιάζανε νεκροί και που φαντάζαν στείροι.

Πετράδια ψεύτικα τ’  αυτιά και το λαιμό στολίζουν
κι έρωτες στα μαλλάκια τους τα μαύρα παιχνιδίζουν
κι όταν το λάστιχο κορμί ξεδιάντροπα λυγάνε
μοιάζουν θεές της ηδονής και της χαράς αγγέλοι
που αν τα δροσάτα χείλια τους δαγκώσεις στάζουν μέλι
και ζαχαρένιες σαϊτιές τα μάτια τους πετάνε.









ΑΠΟΡΙΕΣ
…………………………………………..
Και θύμησες μου ήρθανε και μούρθαν απορίες
Μεγάλες και μικρές
Όπως ας πούμε αυτές.
Αραγε ακόμα εραστές έχουνε οι κυρίες;

Αραγε η Κυβέρνηση κλέβει στα φανερά;
Ακόμα πλημμυρίζουνε τα υπόγεια τα νερά;
Ακόμα βάζουνε φωτιές οι οικοπεδοφάγοι;
Απ' τους παπάδες πιο σεμνοί ακόμα ειν' οι τράγοι;

Ακόμα ο πολύς λαός παιδεύεται απ’ τη φτώχεια;
Ακόμα είναι όμορφα εκεί τα πρωτοβρόχια;
Ακόμα οι δημόσιοι υπάλληλοι πεινούν\
Ακόμα οι αγρότισσες μονάχες τους γεννούν;

Ακόμα λένε ψέματα γιατροί και δικηγόροι;
Ακόμα θέλουν οι Έλληνες να κάνουνε αγόρι;
Ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο οι απεργίες;
Ακόμα οι περσότερες οι μέρες είναι αργίες;

Ακόμα οι τσαντάκηδες απ’ τις γρηές βουτούν;
Ακόμα οι πατριώτες μας συγγνώμη δε ζητούν;
Ακόμα οι ανώμαλοι πηγαίνουνε στο ΡΕΞ;
Ακόμα οι χωροφύλακες πουλιούνται για το σεξ;

Ακόμα τάχα οι πλούσιοι πατούν επί πτωμάτων;
Ακόμα κλαιν οι μένοντες τη μοίρα των φευγάτων;
Τι ερώτησεις! Μα κι εγώ πως πήγα και θυμήθηκα
Τα βρώμια όλα της παλιάς πατρίδας και τ' ανήθικα;

Και τάχα αυτοί καμιά φορά που ’χουνε μείνει πίσω
Ανάμεσα στο ένα τους και στ’ άλλο το πιοτό
Αναρωτιούνται που και που αν πίσω θα γυρίσω
Για να με ξαναδιώξουνε και πάλι σηκωτό;

Θυμούνται την ασκήμια μου; Τ' ανύπαρκτα μαλλιά μου;
Τα γούστα μου; Τα έργα μου; Την αναπαραδιά μου;…
Μα να τελειώσω πρέπει εδώ-ο γέρος από κάτου
Πάλι τσιγάρο άναψε και όλος ο καπνός-

Ο αραχνόφαντος αυτός μεσίτης του θανάτου
Από την ανοιγμένη μου τη θύρα μπαίνει εντός.
Και να την κλείσω πρέπει ευθύς χωρίς αναβολή
Γιατί μου δίνει ο καπνός ενόχληση πολλή,

Και αλλεργία μου γεννά το πούσι του το γκρίζο.
Και με τις απορίες μου άλλοτε συνεχίζω.
(Την έκλεισα και έκατσα κοιτάζοντας στο άπειρο
Και τώρα έμπαινε ο καπνός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο)



ΤΟ ΡΟΖ ΚΟΡΙΤΣΙ
(Όταν δούλευα βαφέας. Ο Γκρέγκορυ της Τάνιας
ήταν το αφεντικό μου-L.A. CAL, 1989)

Γυρίζαμε από μια δουλειά τόσο μικρή
που ακόμα ανέβαινε ο ήλιος.
Λίγα αυτοκίνητα στον ίσιο δρόμο
με τα μοντέρνα σπίτια και τους πλούσιους κήπους.
Ωραία δέντρα δεξιά κι αριστερά.

Η πάχνη μόλις η πρωινή είχε διαλυθεί.
Ο Γκρέγκορυ εσφύριζε χαρούμενα
Με το ’να μόνο χέρι οδηγώντας.
Τρέχαμε με τριάντα μίλια και σκεφτόμασταν
Πόσο ξεκούραστη  αυτή θα ’ταν η μέρα.
 
Κι ενώ βρισκόμαστε στο πιο ψηλό σημείο
Του  Coldwater Canyon
στο δεξιό του δρόμου μέρος είδα ένα κορίτσι.

Ένα κορίτσι διάφανο. Κρυστάλλινο.    
Ένα  αλαβάστρινο μικρό κορίτσι   
μ’ αντίς για φλέβες  μάρμαρου νερά
κι ερωτοτράγουδα στη θέση των ματιών.

Όταν το είδα
Τα χέρια του ετύλιγαν τριγύρω στο κορμί
Ένα μικρό, πλεχτό, γλυκό ροζ χρώμα σάλι
με το φουστάνι χρώμα ίδιο.
Τα πόδια  δεν ακούμπαγαν στη Γη.    
Απ’ όνειρα φτιαγμένο το κορμί και από ρόδα-
Όνειρα ροδοκάμωτα και ρόδα ονειρεμένα.

Μια ύπαρξη που διάβηκε τα σύνορα του ωραίου
 κι αιθέρια ήρθε κι άυλη να μείνει ανάμεσά μας.
 
Άφωνος τήνε κοίταζα και τήνε βλέπω ακόμα:
τη ροζ επιδερμίδα της, το ροζ μικρό της στόμα…  

Βέβαια παραλογίστηκα.
Ένα παιχνίδι ήταν αυτό που ’πλασε η φαντασία.  
Κορίτσι αυτό δεν ήτανε- μια οπτασία ήταν.
Κορίτσι αυτό δεν ήτανε-ήτανε πλάσμα ένα
Που άπό ’να ροζ εξέφυγε ανθένιο παραμύθι.
Τέτοια κορίτσια ιδανικά η Φύση δεν τα πλάθει.

Όλα εξηγούνται έτσι δα.
Μία φευδαίσθηση ήταν
Κι ένα ονείρεμα απ’ αυτά
Που πλέκει κάποια ανάγκη.  
Ήταν η ώρα πρόσφορη,  
Η μέρα ήταν εμπρός μου,  
Τα μάγια τους εφόρεσαν
Οι πόθοι μου οι χρυσοί
και την αέρινη έπλασαν
και άυλη μορφή.

Βέβαια. Ή εξήγηση
δε γίνεται να ’ναι άλλη
τέτοια κορίτσι δεν μπορεί
να υπάρξουν-είν’ αστείο
ένα παιχνίδι μοναχά
μου ’παιξε η φαντασία.

Το μόνο που στην άποψη
αυτήνε δεν ταιριάζει
είναι που ο ήλιος άψυχος    
την άγγιζε και κρύος       
κι όταν την άφηνε ήτανε
ζεστός κι ευτυχισμένος.  




ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ ΤΗΣ ΛΕΝΙΩΣ
(Πράβι, 1970, σπίτι Μπεμπέκας)

Κρυφόπλεχτα-κρυφόπλαστα-κρυφομεγαλωμένα
Τα κοριτσάκια της Λενιώς τα μοσκομυρισμένα
Κρυφά μιλούν κρυφά γελούν κι απόκρυφα φιλάνε
Κρυφά το ποδαράκι τους στην εκκλησιά πατάνε,  

και στον παπά τον αυστηρό κρυφά ξεμολογάνε.
Παπά, απ’ όσα κρίματα τα δυο σου μολογάνε
Τα κοριτσάκια της Λενιώς τα κρυφολαγγεμένα
Χίλιες φορές περσότερα έχουνε καμωμένα.








ΚΡΥΟ
(Πράβι, 1970)

Του χτες ήταν τ’ αρώματα
και τα παιχνίδια
Του χτες ήταν τα χρώματα
κι οι πασχαλιές
Η ώρα της Αλήθειας ήρθε τώρα
κρύα σα χιόνι
Η ώρα της Αλήθειας ήρθε τώρα
και μας σκοτώνει.










ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ     

Το πράσινο τώρα θα εξυψωθεί
Πέρα από τις συνήθεις ανατάσεις
Μέσα από σύννεφα ιοστεφή
Κι από ουρανούς γαλάζιους
Κι από σύμπαντα.

Μες από χίλια εμπόδια
Κι από οδοφράγματα περνώντας
Το πράσινο τώρα θα εξυψωθεί.

Οι τάφοι ανίσχυροι να το κρατήσουν
Τρυπά τις σάρκες και προβάλλει
Από τα γυναικεία πόδια αρπάζεται
Γαντζώνεται
Αναρριχάται
Κι απ’ των μαλλιών τις άκρες
Εκτοξεύεται ολολύζον.
Και ούτε στέκει αναποφάσιστο διστάζοντας
Για την κατεύθυνση που πρέπει να τραβήξει
Ξέρει αυτό
Ό,τι οι άνθρωποι ποτέ τους δεν μαθαίνουν
Πως όποιο δρ’ομο και να πάρει
Εξύψωση
Θα ’ναι η απόληξη της πορείας.




ΑΠΟΨΕ

Απόψε δεν ήρθες
Σαν όλες τις άλλες ημέρες λοιπόν.
Τα όρνια δε μάκρυναν.
Το θάμπος του νου και της σκέψης δεν έλειψε διόλου.

Απόψε δεν ήρθες
εκοίταξα πάνω
σε όλα τα πλάγια επίπεδα,
εσήκωσα όλες τις πέτρες της νύχτας
και λύγισα όλους τους σάπιους αρμούς της
(μερικοί σπάσανε).

Απόψε δεν ήρθες.
Μα αργά μες στη νύχτα
Κοιτάζοντας μέσα στο μπλε το τετράδιο
σέ είδα εκεί
στην έκτη  σελίδα
γερά σφηνωμένη ανάμεσα σ’ ένα «κατόπιν»
και σ’  ένα «γιατί».










ΟΙ ΚΑΚΟΠΡΑΓΜΟΝΕΣ

Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση
Σίγουρος για τον εαυτό του και για της φάρας του τη δύναμη,
όλος περιβαλλόμενος από δικούς,
δικές του οι εφημερίδες και τα ράδια
δικές του οι τηλεόρασες, τα Βήματα.

Έτσι αυτός δεν έχει
πάρα να παίζει τον ευθύ και τον ελεύθερο
τον καλλιτέχνη και τον ανεξάρτητο
και τον καλόγνωμο να υποδύεται.

Και άφοβα με όλα συμφωνεί,
και δεν αρνείται σε κανέναν τίποτα,
και δείχνεται ανώτερος μικρών πραγμάτων
και προ παντός
δρόμους καινούργιους πρόθυμος είναι ν' ανοίγει-
με λόγια, ξέροντας πως πράξη δε θα γίνουνε ποτέ αυτά.

Έτσι το κέντρο ενός κύκλου είναι
που την περιφέρειά του οριοθετεί
με τις ακτίνες που εκτοξεύει,
ενώ εκείνη, ως τείχος,
προστασία σ’ αντάλλαγμα του δίνει
απ’ όποια κακοπάθεια ή μομφή
που οι βλαπτόμενοι
θα είχαν κάποτε το θάρρος,
δημοσία να προκαλέσουν
ή να του προσάψουν.

Και, οι εξουσιαστές, αυτόν προτάσσοντας, -
πώς να τους πεις κουβέντα;- «να!», λένε,
«πάει μπροστά η χώρα!»

Ωραία που ζουν οι κακοπράγμονες
ανυποψίαστοι πως είναι πεθαμένοι…



ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ

Κάποτε πίστευα οι παροιμίες
πως τη σοφία δείχνουν του λαού.
Όμως θαρρώ επίστευα σ’ αηδίες
κι ότι η σοφία βρίσκεται αλλού.

Λένε πως «μια του κλέφτη δυο του κλέφτη
και την κακή του μέρα λένε τρεις».
Μα, κι αν εμένα λόγος δε μου πέφτει-
οι βουλευτές μας τρώνε ολοχρονίς.

«Οι ψεύτες και οι κλέφτες,»
μουρμουρίζουν,
«την πρώτη μόνο χαίρονται χρονιά»-
Μα οι βουλευτές μας κλέβουν και ψευτίζουν
Από τη μια στην άλληνε γενιά!

Και το σακούλι το γεμίζουν με τη μιά
κι όχι μαζεύοντας φασούλι το φασούλι.
Κι αν δεν αλλάξουμε λέω μυαλά,
από κεινούς θα φαγωθούμε ούλοι…







ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Ανοίγω το ραδιόφωνο
ακούω ψαλμουδιές.
Το κλείνω. Λέω κάτι καλό
άλλο θα βρω ορισμένως.
Το ψάχνω πάλι- μα για γκολ
ακούω και κλωτσιές
και για σποτάκια μου μιλά
με πάθος και με μένος.

Μπάλα, σποτάκια, ψαλμουδιές
τα ερτζιανά γεμάτα.
Θεός, διαφήμιση, φουτμπόλ
το ράδιο μου αλώνουν
και μεταξύ τους ολ’ αυτά
φτιάχνουνε μια σαλάτα,
που τ’ άντερά σου, αν τη φας,
θλιμμένα σε μαλώνουν.

Η μοίρα το ’χει φαίνεται
της άμοιρης Ελλάδας
να μην αντέχουν σοβαρό
τίποτα οι κάτοικοί της
και με μανία και βουλιμιά
να τρώνε φασουλάδα
ενώ φαγιά λαχταριστά
γεμάτος ο πλανήτης.






ΕΝΤΟΜΟ

Να ‘μουν ένα έντομο
απ’ αυτά που ζούνε
για να ζευγαρώσουνε
λίγο πριν χαθούνε.

Να ‘ταν όλη μου η ζωή
μια ετοιμασία
για την με τ’ αντίθετο
φύλο συνουσία.

Κι όταν ένοιωθα έτοιμο
κι έτοιμη κι εκείνη
στη γλυκιά του Έρωτα
να ’γερνα την κλίνη


και στην άφατη ηδονή
του έρωτα επάνω
η πνοή μου να κοπεί-
κι έτσι να πεθάνω.








ΕΛΕ(ΕΙ)ΝΟΤΑΤΕΣ

Ήθελα να ’ξερα γιατί όλοι οι ποιητές
γράφουν κι από ’να ποίημα για την Ελένη-
μια πόρνη εκεί...
κι αφήνουν ατραγούδητες τόσες Ελένες άλλες-
τι λέω Ελένες... Ελε(ει)νότερες...
Ελε(ει)νότατες μπορώ να πω...






PINK  PEACH  TREES
(Van Gogh)

Α!  Ροζ μικρές ροδακινιές!  Η Άνοιξη κυλάει
μες στων κλαδιών σας τους χυμούς,  χορεύει και πηδάει
και αγκαλιάζει ερωτικά το τρυφερό κορμί σας
και παίζει και ακκίζεται και χαίρεται μαζί σας.

Κοντά σας να ’μαστε και μεις. Με χέρια, μάτια, στόμα,
μ’ αυτιά, με μύτη, με κορμί, και με τη γλώσσα ακόμα
πασκίζουμε να νιώσουμε λίγη απ’ την Άνοιξή σας
από το γλυκοκάρωμα και την απόλαψή σας.

Κοιτάμε, αφουγκραζόμαστε, μυρίζουμε, δαγκάμε
μα τη γλυκιά τη μέθη σας εμείς δεν τη μεθάμε.
Ζηλότυπα την Άνοιξη εντός σας την κρατείτε
και "όχι" μας φωνάζετε, "όχι-ποτέ όσο ζείτε".

                                   ---