ΤΟΜΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΟΓΔΟΟΣ
ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΔΥΟ
Ο ΝΙΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ
-Σε τούτο το χωριό ήξερα ένα νιο τραγουδιστή.
Πού έχει πάει μικρή μελαχρινή κοπέλα μου;
-Είναι αυτός εδώ μα η φωνή του
στ’ ουρανού τα πλάτια τραγουδάει.
-Και ποιος ακούει στον ουρανό
τα θλιβερά τραγούδια του κοπέλα μου;
-Τ’ αστέρια με τα λαμπερά τ’ αυτιά τους.
Kαι το φεγγάρι,
με το μαντήλι η γη να του κρατάει
γύρω της χορεύει.
-Αχ! και πού τον έχουνε θαμμένο;
-Στου τζίτζικα το φράκο το λευκό και χρυσαφένιο
και στο λαιμό του πεθαμένου του αηδονιού.
Η ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΣΟΜΠΑ
Φτιαγμένη από μέταλλο γυαλιστερό,
με πλέγμα προστατευτικό
της ασφάλειάς μας και της υψηλοφροσύνης της,
δεν ενοχλείται παρά μόνον από τούτο, πως ευθύς-
όταν δεν τη χρειάζονται-τη σβήνουν.
Κι αυτό
σαν διάλειμμα να το ’δει δεν συγκατανεύει
της εργασίας της, γιατί για κείνην εργασία
δεν είναι η λίγη ζεστασιά που δίνει, παρά ιερή
στου ήλιου την αξία και τη θερμότητα συμμετοχή.
Και με τον διακόπτη που την ορίζει, αυτή,
που αυτοδυναμία μόνον ποθεί,
τελείως ποτέ δεν συμβιβάζεται. Γι αυτό και γρήγορα,
με μία μεγαλόπρεπη έκλαμψη,
σαν μια επίδειξη πρώτη και ύστατη της δύναμής της,
αυτοκτονεί.
ΟΜΦΑΛΗ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗΣ
Τον εβαρέθηκε-
τόνε σιχάθηκε στα πόδια της να τρίβεται
άντρας αυτός, που τόσα κατορθώματα είχε κάνει.
Κι αναρωτιέται,
γιατί ο έρωτας άλλο παρά,
μία σκλαβιά να μην είναι.
Το σανδάλι της ελαφρά κινεί
κι εκείνος τρέμει
μη κι έπαθε η κυρά του κάτι
και στα μάτια υποτακτικά τη βλέπει.
Από βαθιά πολύ έρχεται
η λαχταρισμένη του ματιά
και την υψηλή δική της
ανήσυχη αποζητά.
Τη ρόκα του ωθεί εκείνη ενοχλημένη
και «γνέθε σκλάβε!», του πετά.
Ελαφρά ύστερα κοιμάται
στου μεσημεριού μέσα το γλυκοκάρωμα
νανουρισμένη απ’ τον μονότονο
και αλαφρόν του γνέσιμου ρυθμό.
Κι όταν ξυπνάει
βαριά ηδονή γεμάτη,
σαν ζαλισμένη τα χέρια της χτυπά
και τις δούλες της βραχνά προστάζει:
«φέρτε τον μέσα!»
ενώ για το κρεβάτι της τραβά.
ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ
Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ’ ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης
κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.
Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του
θέλω να το αφήσει
όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο
μα με μια κίνηση στοργής,
σαν κάτι αγαπημένο.
ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
Τα φορέματα σου κρεβάτι
Τα χρυσαφιά και τ' ασημένια
Τα μεγαλοπρεπή
Και τ' άλλα σου τα ξέφτια
Τα κοινά, τα τιποτένια, τα φτηνά,
Και τι δεν έχουν νιώσει
Και τι δεν έχουν δει
Και τι δεν έχει επάνω τους συμβεί…
Θάνατοι κυρίως
Και πάλι έρωτες-η ίδια η ζωή.
Θάνατοι απαστράπτοντες, χρυσοί
Αυτοκρατόρων και σατραπίσκων
Θάνατοι ήρεμοι η παταγώδεις
Θάνατοι συνετoί ή άφρονες
Θάνατοι ανώφελοι, ρικνοί,
Λυτρωτικοί θάνατοι με παραστάσεις αγγέλων
Κρινένιοι θάνατοι, παρθένοι θάνατοι
θάνατοι έκπληκτοι και θάνατοι ρουτίνας.
Και έρωτες ακόμα πλήθος
Άλλοι μ' ευγένεια και ήθος
Έρωτες λυγεροί κι ωραίοι
Έρωτες σαν τρεχούμενο νερό καθάριο
Έρωτες σαν ανθόσπαρτα ψηλά βουνά
Πειθήνιοι έρωτες διατιμημένοι
Έρωτες ένοχοι και μυστικοί
Έρωτες πρωτοκάμωτοι με στίλβος και μ' ασπράδα
(Και με τριβήν ως από χιόνος).
Του γέρικου έρωτες του πεύκου με την πόα
Και του θανάτου με την πάλλευκη ψυχή.
Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Σκύβοντας πάνω στου Ατλαντικού τα κύματα
Καθώς το πλοίο αρμένιζε σα φέρετρο
Με μας επάνω ζωντανούς-νεκρούς-
Καθώς το πλοίο αρμένιζε σα φέρετρο
Με μας επάνω ζωντανούς-νεκρούς
Σκύβοντας πάνω απ’ του Ατλαντικού τα κύματα
Πέσαμε μέσα.
Όταν μας βγάλανε
Τα νερά
Είχανε τ’ όνομά μας καταπιεί.
Τα νερά
Είχανε τ’ όνομά μας καταφάει
Όταν μας βγάλανε.
Έτσι εδώ φτάσαμε ξένοι.
Δεν ξέραμε ούτε τι είμαστε
Ούτε αν κάποτε
Υπήρξαμε μια υπόσταση παραδεκτή από κάτι άλλο
Έξω από μας.
Απλώσαμε λοιπόν τα δίχτυα στο νερό-ό,που νερό
Και τις παγίδες μας στο χώμα-ό,που χώμα προσιτό
Κι υψώσαμε πολυευαίσθητες ευήκοες αντέννες
Μήπως κι ένα, νεκρό έστω
Σκουλήκι αγκιστρώσουμε ή κάποια μέδουσα
Ή μήπως πιάσουμε ένα μήνυμα οδύνης-
Κάτι που να μας λέει πως ο καινούργιος μας πλανήτης
Έχει πάνω του ζωή.
Κι οι μέρες του καινούργιου κόσμου μας
Και του καινούργιου ήλιου έρχονταν
Έλαμπαν, δοξάζονταν, μεσουρανούσαν
Έφευγαν
Κι οι ώρες μέσα τους ατέλειωτες πομπές
Νεκρών αλλοτινών εικόνων.
Στο μεταξύ λατρεύαμε το θεό
Που στην αρχή ήταν μια μεγάλη πέτρα ωοειδής
Ύστερα η φωτιά και τελευταία
Μια μορφή ξανθομαλλούσα ολύμπια και καρτερική.
Έτσι λατρέψαμε πολλούς χειροπιαστούς Θεούς
Και όλοι ειν' αλήθεια-ας ειν’ καλά
Μας ανταμείψανε και μας προστάτεψαν.
Μα ούτε οι Θεοί
Ούτε οι αντένες και τα παραγάδια
Μας φέραν κάποιο μήνυμα-κάποιαν αρχή.
Αυτά κενά κι εμείς χαμένοι έξω τους κι εντός τους.
Χαμένοι. Ατέλεστοι. Αδίκιωτοι. Ανύπαρκτοι.
Εκείνα που είχαμε αφήσει πίσω για να φύγουμε
(Να φύγουμε!Από πού;
Να φύγουμε! Για πού;
Να φύγουμε…)
ένα ταίριασμα της φαντασίας ήτανε.
Εκείνα που είχαμε αφήσει πίσω για να φύγουμε
Ένα παιχνίδισμα ήτανε του νου-
ένας χαμός μες στο χαμό.
Ένας μικρός παρήγορος θεός ήταν εκείνα
Που ’χαμε αφήσει πίσω για να φύγουμε.
Έτσι, μετά από χρόνια μη-ύπαρξης
Μετά από χρόνια άγνοιας
μετά από χρόνια δίχως όνομα, συνείδηση και φως,
είμαστε όπως όταν φτάσαμε εδώ.
Και πια καιρός ν' αρχίσουμε το χτίσιμο μονάχοι.
Να βαφτιστούμε εκ νέου-
Ανάδοχοι κι αναδεκτοί εμείς
Δίνοντας ένα όνομα στη νέα μας έκπτυξη-
κι ας είναι ψεύτικο όπως το παλιό-
να κάνουμε τις ίδιες πράξεις κάθε μέρα
έτσι που να φιλιώσουμε με τη συνήθεια
ν’ αρχίσουμε να υφαίνουμε το χρόνο
να μαρμαρώνουμε το "τώρα" των τοπίων… των αστεριών… της αγωνίας μας
δένοντας μνήμες για το χάος του αύριο.
Και να φυτέψουμε καρπούς αισχύνης, τιμής,
Αγάπης για την πατρίδα,
Καρπούς ευγένειας, λύπης για το θάνατο,
Ευγνωμοσύνης, τρόπων καλής συμπεριφοράς
Και να φυτέψουμε καρπούς μίσους ζωογόνου
Και καρπούς ανάγκης.
Να σπείρουμε ακόμα προϋποθέσεις ταξιδιών ανθρωποκτόνων.
Να φτιάξουμε με λίγα λόγια ό,τ ι
θα μας βοηθήσει να μπορέσουμε να κρατηθούμε…
Να ριζώσουμε…
ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ
Ένα πουλάκι ήρθε καθώς
στο δρόμο περπατούσα
και άφοβο εστάθηκε
στο ρόδο που κρατούσα.
Και λάλησε και βόγκησε :
κι έσκουξε και μιλάει
και μέσα μου ο λόγος του
λάβα καυτή κυλάει.
«Όπως τη μέρα τη γλυκιά
μαύρο σκουτί τη ντύνει
και κάθε όμορφη στιγμή
και κάθε ελπίδα σβήνει
έτσι θα σβήσει κι ο άνθρωπος
όταν ο γίγας όπου
τον άνθρωπο ονειρεύεται
στο νύχτιο τ’ όνειρό του,
ξυπνήσει. Κι αν εξύπναγε
καθώς εγώ μιλούσα
το ρόδο θα ’πεφτε στη γη
κι εγώ θε να πετούσα.
Όχι, δε θα ’ταν τίποτα
πλέον να σας κρατούσε
όταν ξυπνούσε ο γίγαντας
και τ’ όνειρό του σβηούσε.
Κι όπως στα βάθη του ωκεανού
βυθίζεται τ’ ατσάλι
έτσι θα πέσουν στο μηδέν
χωρίς ν’ ανθίσουν πάλι
όλα τ’ ανθρώπινα και πια
καθάριο θε ν’ ανθίσει
ό,τι ο ανθρώπινος ο νους
έχει στη Γη βρωμίσει.
Άνθρωποι ήρθ’ η ώρα σας
αυτό ήτανε και πάει.
Άνθρωποι ηρθ’ η ώρα σας
ο γίγαντας ξυπνάει».
ΚΥΡΙΕ ΔΙΑΚΑΚΗ…
(στον κύριο Διακάκη, υπολοχαγό στη ΣΙΣ-1958)
Λαμβάνω την τιμήν κύριε Διακάκη ν' αναφέρω
Πως βρίσκομαι εδώ εξ αιτίας σας και υποφέρω.
Λαμβάνω την τιμήν κύριε Διακάκη ν’ αναφέρω
Πως με μεγάλη αγάπη αυτό το ποίημα σας προσφέρω.
Βεβαίως τόσα χρόνια έχουν περάσει κι ειν' αστείο
Μια μέρα να θυμάστε ενός Γενάρη που ’χε κρύο
Και πού για κάτι που είχε κάνει ένας αχρείος
Μας βάλατε να τρέξομε γυμνούς σχεδόν τελείως.
Κι ενώ ο ιδρώτας κύλαγε και πια είχα αποκάμει
Του παραπόνου έτσι γερά μ’ άδραχνε το πλοκάμι
Που είχα πάρει απόφαση πια να μην κάνω πίσω
Κι όταν οι γύροι τελείωναν ευθύς ν' αυτοκτονήσω.
Δεν ήταν απ’ την κούραση που το ’χα αποφασίσει
Μα απ’ του αδίκου την ορμή που είχε κυριαρχήσει
Στο νου μου, όταν έβλεπα πως πρέπει να πληρώνω
άλλων τα έργα τα στραβά με λύπη και με πόνο.
Και τότε σεις απλώσατε το στιβαρό σας χέρι
Και με τραβήξατε απ' αυτό το θλιβερό ασκέρι
Χωρίς μια λέξη, μια ματιά, λες σαν χωρίς αιτία
Ενώ αυτοί συνέχιζαν τη μάταιη αγγαρεία.
Τ' ήτανε που σας έσπρωξε σ' αυτό κύριε Διακάκη;
Ένας μικρούλης δαίμονας η κάποιο αγγελάκι;
Μα και αν ίσως όσο ζω αναπάντητα ρωτάω
Ένα είναι σίγουρο-σε σας τη ζήση μου χρωστάω.
Κι όχι πως τίποτα καλό εκάματε βεβαίως
Ή ίσως κακό που θα ’πρεπε γι αυτό να νιώστε δέος
Αλλά το αποτέλεσμα είναι πως έχω μάθει
Να υπομένω αγόγγυστα της ζήσης μου τα πάθη.
ΝΟΣΤΟΣ
Η θάλασσα είναι αδιάβατη.
Νόστε φίδι φαρμακερό
Νόστε τυραννική ερωμένη
Νόστε φράχτη αγκαθερέ
Φως αβάσταχτο στ’ ανθρώπινα μάτια
Νόστε πικρέ
Νόστε απανθρακώνοντα
Νόστε διατρυπώντα.
Η θάλασσα είναι αδιάβατη.
Τρίαινες νεκροστόλιστες τα βλέφαρά της.
Τα σπασμένα δόντια της τρύπες του νερού.
Τα μαλλιά της συνωμοτούντα φίδια.
Οι μηροί της Συμπληγάδες στο Αγύριστο Φαράγγι.
Σπυριά πάνω στο μαλακό δέρμα της τα νησιά.
Και δεν μπορείς να πάρεις το αυτοκίνητο
Να πεταχτείς μέχρι τον… ή την..
Την ανθρωπιά σου να υποθηκέψεις στου Γιάννη...
Ή να πας να παίξεις τη ζωή σου κορώνα γράμματα στου Σπύρου...
Οι κουβέντες "θα ’ρθω το βράδυ",
"Πάρε με τηλέφωνο",
"θα σε δω το πρωί"
Δεν έχουνε κανένα νόημα.
Αναρωτιέσαι: πού τις βρήκα αυτές τις λέξεις;
τί σημαίνουν;
Φυτρώνει άραγε βασιλικός εδώ;
Όχι, δεν μπορεί.
Πανικός.
Το δωμάτιο είναι στενό.
Δε σε χωράει.
Να φύγεις από κει.
Να βγεις έξω.
Να τρέξεις ώσπου… (να και το τρέξιμο…)
Ώσπου τι;
Θάλασσα μεγάλη
Δεν είναι τα καράβια που χάνονται στα βύθη σου
Δεν είναι οι άνθρωποι που συνθλίβονται στις πλάκες των νερών σου
Η αδιάβατη μεγαλοσύνη σου είναι που σκοτώνει.
Κυκλώνεις τη γη σαν δαχτυλίδι φαρμακερό.
Στου σφραγιδόλιθού σου την κρύπτη
Το φαρμάκι της ξενιτειάς φωλιάζει.
Πάνω σου πλέουν κομμάτια γης
Γι άλλους θεούς καθένα αγαπητά.
Και κάθε θεός το ιερό του
Και κάθε ιερό τους πιστούς του.
Λέγαμε λοιπόν πως η θάλασσα είναι αδιάβατη.
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Νίκος. Της μητέρας μου ο πατέρας.
Πάει κι αυτός. Τον έφαγε το τέρας
Που σαν τον Κρόνο τρώει τα παιδιά του
Και πήγε στο βασίλειο του Αοράτου.
‘γγόνι του εγώ. Κι όπως εκείνος, είμαι
Έτοιμος για το τέρας. Μπρος του κείμαι.
Ακόμα να μ’ αρπάξουν το μποδίζουν
φύλλα βιβλίων μου που αργοθροϊζουν.
Μα η δύναμή τους χάνεται όπου να ’ναι
Κι οι ρίμες που ορθόνε με κρατάνε
Και τα θροϊσματα, όλο λιγαίνουν:
Κι αυτά μαζί με μένα αργοπεθαίνουν.
ΥΠΑΙΘΡΙΟΣ ΠΩΛΗΤΗΣ ΜΑΝΑΒΗΣ-
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
Δεν έχει άδεια πωλητή.
Δε δίνει αποδείξεις
Κι έχει μια αδήλωτη πωλήτρια.
Κάθε περαστικός που κάποιος πλησιάζει
και λίγο είναι σοβαρός ή κι ίσως καλοντυμένος,
τότε από φόβο μη και είναι εφοριακός
σπεύδει και ο χοντρός αγροτικός παραγωγός στον πάγκο
για να προλάβει κάτι εξαφνικό
και κάνει πως σκαλίζει τα σταφύλια…
ή πως τα φασολάκια ξεδιαλέγει…
Η καρδιά του δυνατά χτυπά, η πίεση
που αμέσως ανεβαίνει τον ζαλίζει
και κείνο το από σίδερο λες χέρι
πάλι σαν μέγγενη πίσω απ’ το στέρνο τον αδράχνει.
Τόσο γλυκά είναι τα λεφτά
όπου γι αυτά να πάει κι η υγεία
κι η ησυχία κι η ζωή και η γαλήνη;
Τόσο γλυκά γι αυτόν θα είναι.
Αλλιώς δεν εξηγείται
Που την παρανομία προτιμά.
ΠΡΙΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
-Γιατί γυρίζεις πίσω φανταράκι μου;
Ο εχθρός είναι μπροστά.
-Πάω, προτού τελειώσει ο πόλεμος να τήνε πάρω λάφυρό μου.
-Να πάρεις ποιάνε λάφυρό σου φανταράκι μου;
-Για την αγαπημένη μου μιλάω.
-Πόλεμος γίνεται, αγάπες συ έχεις στο μυαλό σου φανταράκι μου;
-…Έτσι, που αν σκοτωθώ,
μαζί μου να πεθάνει,
και μαζί να πάμε στο αποχωρητήριο του
σχολείου
όπου δεκατετράχρονα κορίτσια στα
διαλείμματα
παίζουν τον έρωτα με τους συμμαθητές
τους.
-Αχ! Φανταράκι μου! Ο θεός
το τέτοιο φέρσιμο δεν τo σχωρνάει.
-Γι αυτό κι αλλαξοπίστησα
και πέος ένα διογκωμένο
μες σ' ένα σπαρταρώντας δαχτυλίδι αιδοίου
είν' ο θεός μου.
«ΚΛΕΒΩ»
Ο αδερφός του έπαιρνε τα μαθηματικά.
Ο άλλος απορούσε πώς ενώ μπορεί
κάποιος να μετράει
όμως να μην μπορεί να συλλαβίζει.
Τις νύχτες
άκουγε να μετράει τις δεκάρες του.
Με τα πολλά έμαθε μια λέξη.
Ήτανε το «κλέβω».
Και από τότε ρήμαξε τη γειτονιά.
ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ
Πώς να σε γνωρίσω Μεγάλο Τίποτα;
Εγώ όρια βάζω
και μ' αυτά τα πράγματα σημαδεύω.
Και τα συγκρίνω
και το 'να κοντά στ' άλλο τα βάζω
καi τα μετρώ
και Γνώση, περήφανος, τη μέθοδο μου ονομάζω.
Μα εσένα που όλα περιέχεις
που Μεγάλο και Μικρό μέρη σου είναι,
που το σύμπαν είναι μια τελεία στο βιβλίο σου,
με όρια πώς την άπειρη να ντύσω ουσία σου;
Μόνο τη λαχτάρα μου
κατανοητό να μου γίνεις
καλά μπορώ και νοιώθω
που τη βλέπω δίπλα στην Αγωνία μου
περίλυπη να στέκει.
Τώρα όμως άκουσέ με.
Την προσπάθειά μου να σε μάθω παραιτώ.
Με την Άγνοια, Μεγάλο Τίποτα
τη γνώρα σου θα κάνω.
ΜΑΥΡΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
Αστέρια που δεν έχει δει το μάτι,
Το μαύρο φως τους στέλνουν, το βαρύ,
και μου ζητούνε προς αυτά να ταξιδέψω
και λάμψη να τους δώσω
και στον ουρανό θέση.
Βουή παραπονιάρα και γκρινιάρικη
της κάθε ώρας οι φωνές με προσκαλούνε.
Μα βολετό δεν είναι μακριά να πάω
γιατί άφτερο είμαι έντομο,
και κουτσό είμαι λιοντάρι,
και για να συρθώ
εντολή τέτοιαν από την Ευθύνη μου
ποτέ δεν πήρα.
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ
Το άγαλμα στήθηκε με μια γιορτή
πολύχρωμα στολισμένη,
σαν άλογο σε πριγκηπικά γενέθλια.
Μεγαλόπρεπη.
Του λαού τα στήθη άδειαζαν όλο τον αέρα τους στην κραυγή: "Λένιν για πάντα". Και το "πάντα"
τρυπούσε τις λεπτές πλάκες της αμφιβολίας
κι από την άλλη μεριά της θριαμβευτικό αναφαίνονταν.
Σαν άνεμος που έβγαινε από μια μυρωμένη γη
λιπόθυμες αύρες δωρίζοντας στο πέρασμα του,
έτσι ανάβλυζε από την ψυχή του ηγέτη
η αγάπη για τον άνθρωπο.
Στο μέρος εκείνο χτίσανε εκκλησία μετά, όταν,
ο λαός, χτυπημένος από την αρρώστια,
μες στο παραλήρησα του, τον ανδριάντα γκρέμισε.
Από τις εικόνες της ένα υγρό κόκκινο βγαίνει,
ρυάκι γίνεται, και μακριά πάει.
Η Δύση
με τα χρυσά γυαλιά της βλέποντας, "πιέστε"
ουρλιάζει,
«Ρ ώσοι, του Χριστού μας το αίμα!"
Μα κείνο δεν είναι αίμα, παρά το Κόκκινο της
Επανάστασης, που σ' όλα, και χρώμα,
και πνοή ζωής δίνει.
ΔΟΣΙΜΑΤΑ
Σας τα έδωσα όλα. Τα πήρατε,
και σε χάχανα και σε καλλωπισμούς
την ιερότητα όλη
του δοσίματος μου καταθέσατε.
•καταθέσατε.
Και τώρα τι;
Να σας κατηγορήσω γι αυτό; Πώς τον άνεμο
να κατηγορήσει κανείς; Πώς τη θύελλα
που το χτίσμα του μικρού παιδιού στην άμμο γκρεμίζει;
Ή μήπως τη ζωή που μπόρεσε ' \κατηγορήσω γιαυτό; Πώς τον άνεμο να κατηγορήσει κανείς; Πώς τη θύελλα, που το χτίσμα του παιδιού στην άμμο γκρεμίζει;Ή μήπως τη ζωή, που μπόρεσε
και ρίζωσε στη γη να ψέξω; Όλα,
όπως ορίστηκαν γίνανε.
Παράπονο δεν χωρεί.
Ούτε δυσαρέσκεια. Και στον αιώνα
έτσι όλα θα γίνονται ,ώσπου,
το ποίημα αυτό
κάποιος ποιητής στον καιρό του
να μη
αδίκιωτος
ξαναγράψει.
ΑΝΑΡΑΖΕΛ
Οι θησαυροί που 'ναι στη γη
βαθιά βαθιά χωμένοι
για τους ανθρώπους πειρασμός
και ο καθείς τους θέλει.
Και ψάχνουν-ψάχνουν όλοι τους
με πείσμα και μανία
για να τους βρουν και να 'χουνε
το πλούτος τους δικό τους.
Μα όσο κι αν ψάχνουν δε θα βρουν
το θησαυρό ποτέ τους
κι αυτό γιατί ο Αναραζέλ
ο δαίμονας ο χθόνιος,
έχει οριστεί για να φυλά
τους θησαυρούς που κρύβει
στα μαύρα σπλάχνα της η γη-
κι όταν εκείνοι ψάχνουν
σε κάποιο μέρος, σ' άλλο αυτός
τους θησαυρούς πηγαίνει.
Κι όταν οι ανθρώποι παν εκεί,
τους ξαναπαίρνει πάλι,
και σ' άλλο μέρος, σίγουρο
πηγαίνει και τους κρύβει.
Γι αυτό της γης οι θησαυροί
ποτέ δε θα βρεθούνε.
ΓΡΥΠΕΣ
Φύλακες του χρυσού.
Φύλακες.
Και κατά χιλιάδες έπεφταν οι Γρύπες
σε κάθε των μονόφθαλμων Αριμασπών επίθεση
που να τους πάρουν θέλαν το χρυσάφι.
Ποιος, στους φτερωτούς Γρύπες μέσα
τον έρωτα έβαλε για το χρυσό;
Κανείς.
Μόνο που καταλάβανε
πως αν δεν τόνε φύλαγαν,
τότε αξία αυτός δε θα 'χε, κι ούτε αυτοί
ονομαστοί θα μένανε στην ιστορία.
Η αξία του χρυσού,
αξία και στη ζωή τους έδωσε.
Τώρα όλοι ξέρουνε: σκληροί, αδέκαστοι, πιστοί φύλακες,
οι Γρύπες,
του χρυσού ήσαν.
Έτσι αξία δίνει καθένας μας σε κάτι,
και το τηρεί, και το ευλογεί, και το φυλάττει.
Άλλος χρυσό, άλλος αρχές, άλλος ιδέες.
Καλά πληρώνουν οι αξίες.
ΤΟ ΒΑΘΥ
Το Βαθύ αμέτοχο σε όλα είναι.
Όταν η ψυχή μας το πλησιάζει, εκείνο,
όλο πιο κάτω, Απώθηση σα να 'ναι, φεύγει.
Υπάρχει λοιπόν κάτι βαθύτερο από την ψυχή;
Ή, εκείνο, η αντανάκλασή της είναι
στους βαρείς καθρέφτες, που γύρω της
φρουρούς έχει αυτή τοποθετήσει,
για να της φέρνουν πίσω κάθε όραμα,
που, με πετάγματα σαν πουλιού,
να της φύγει
στην ανεπάρκειά της υπολογίζοντας
πετά;
ΜΕ ΣΚΟΤΟΣ ΚΙ ΑΙΜΑ
Στη ζωή, πόσες ορμές,
και πόσες απωθήσεις ερωτικές!
Και πλανιούνται μαύρα φαντάσματα οι ψυχές εκείνων,
που πνίγηκαν στης άρνησης το ρέμα.
Όλα καλά στη ζωή τους ήταν.
Και ξάφνω, ο έρωτας έρχεται
φορτωμένος δισταγμούς
και αποφάσεις που όλο αναβάλλονται.
Οι νύχτες μακραίνουν,
οι χαρές αγκάθια φυτρώνουν,
ο ήλιος παγώνει.
Και τα χέρια τα άδεια τους αυτοί κοιτάζουν
και το φως να σβήνει μέρα με τη μέρα.
Κι αν κάποτε μια εξομολόγηση αποφασίσουν
είναι κι αυτή τόσο με σκότος κι αίμα ποτισμένη
και τόσο γίνεται αδέξια
που πια όλα χαλούν.
Και καταλήγουν
αυτοί μόνοι, και κείνες,
νεότατες,
σε κάποιο μοναστήρι μέσα,
ν’ αργοπεθαίνουν.
ΜΕΓΑΛΕ ΔΡΟΜΕ…
Τούτο τον καιρό, που ο ήλιος κρύβεται
για να ξεφύγει από την παγωνιά μου,
τούτο τον καιρό,
που θηρία πια δεν ζωγραφίζω
στα ρούχα μου πάνω, ούτε στους τοίχους
τους λοξούς της σπηλιάς μου,
με τη σκέψη μου όλη
για να σε φανταστώ
Μεγάλε Δρόμε,
που από την εικόνα μου φτιαγμένος είσαι,
μέσα στη νύχτα αγωνίζομαι
και πού οδηγείς να μάθω,
έτσι καθώς βουβός, απάτητος,
με τα μεγάλα σου φώτα όλα αναμμένα καρτερείς,
σαν σελίδα βιβλίου που πάνω της
γραμμένος ο νόμος σου είναι.
ΣΑΝ ΑΝΗΜΠΟΡΙΑ
Όπου αυτοί πάνε, σκοτεινά πάντοτε είναι.
Αντικρύ τους, κάποτε, δεξιά ή και αριστερά τους,
φώτα ξεχύνονται και το κάθε τι λαμπρύνουν.
Και τα μάτια τους τα βλέπουν,
και επιθυμούν να είναι εκεί,
και κάθε ματιά τους
να γεννάει τα γύρω πράγματα ένα ένα,
και κείνα να έρχονται ζωντανά,
και όχι η σκιά τους μόνο να τα ορίζει.
Τώρα, νοήματα από άλλους τελειωμένα
θέση παίρνουν στη σειρά, ένα ένα,
απ' αυτούς για να εννοηθούν όχι σαν γέννας ευωχία,
αλλά σαν τελευταίων στιγμών ανημπόρια,
πριν στο χωνευτήρι πέσουν,
απ' όπου κάποτε, σε κάποιο άλλο φως,
μακριά,
θα ξαναγεννηθούν.
Ω! ΥΨΗΛΟ!
Μη μας σπρώχνεις να σε φτάσουμε, ω! Υψηλό!
που τόσο τη μικρότητα μας ξεπερνάς, αφού,
να μαστορέψουμε σκαλωσιές
και πύργους να χτίσουμε,
δεν μας αφήνεις.
Οι αισθήσεις μας χαραμάδες είναι.
Και ξέρουμε μόνο-
τόσο μας αφήνουνε να δούμε-
πως έξω υπάρχει φως.
Τι δείχνει όμως; Γιατί
να βγούμε στον έξω αέρα δε μας δίνεις;
Αν δεν είμαστε ούτε ένα σκαλοπάτι
της Μεγάλης Σκάλας,
τότε και τις χαραμάδες κλείσε
που το σκοτάδι μας αβάσταχτο κάνουν.
Είναι φριχτό με βαριές αλυσίδες φορτωμένοι
αλαφρότητα να περιμένουμε και ν’ αποζητούμε
Ο ΑΣΑΛΕΥΤΟΣ ΒΡΑΧΟΣ
Να με μάθεις ασάλευτε βράχε
την ακινησία σου θέλω, όταν πάνω σου
το κύμα, άσπρο και τρυφερό έρχεται-πώς, τότε,
ήλιος δεν γίνεσαι για να το κάψεις;
Στης επιφάνειάς σου τις μικρές φωτεινές σπηλιές
Πόσο ζηλευτά ταιριάζουν τα πουλιά!
Δέχεσαι πάνω σου τόσα ερωτικά αγκαλιάσματα,
τόσα λιγωτικά φτερακίσματα, που τόσο σε πονούν
επειδή ο πόνος δεν είναι έλλειψη
αλλά η γνώση της αδυναμίας της επάρκειας.
Ο ουρανός,
μέσα στην μπλε κοιλιά του
ένα κενό αφήνει, για να σε κοιμίζει κάθε βράδυ
παντρεύοντας τις μικρές λάμψεις των άστρων του,
με το μέσα σου ασάλευτο σκοτάδι.
ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ
Τρία αδέρφια. Κάτι λίγο απ' το καθένα τους,
ξεκόβει κάθε τόσο και βαδίζει ανάστροφα,
προς μυστηριακές τελετές προαιώνιες
βρίσκοντας εκεί την πλήρη ένωση και τον ταγμένο του προορισμό.
Και αυτός ο αληθινός προορισμός του είναι.
Να προχωρεί αφήνει το υπόλοιπο κομμάτι του στο δρόμο, χωρίς καρδιάς γιορτές
χωρίς ιδιαιτερότητες
όλα ίδια όπως όλοι και καθένας στη δουλειά του.
Ύστερα
γυρίζει πάλι στον κόσμο
και ακολουθεί τα κομμάτια που άφησε αμέτοχο πια,
χαμένο ανάμεσα σε τόσα ξένα.
ΑΛΛΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ
Δώδεκα ο μήνας.
Ετοίμασε Θεέ το δεκατρία
και στείλτο με την αυριανή αποστολή στον κόσμο.
Πρέπει να κανονίζουμε τις δουλειές μας.
Αύριο το γραμμάτιο,
χτες το δικαστήριο,
στις τριανταμία, παραμονή πρωτοχρονιάς,
το δέντρο και τα δώρα.
Να μετράμε τις ημέρες μας πρέπει.
Και την τελευταία ημέρα μας τον ήλιο
μέσα στην τελευταία θάλασσά μας σβήσε
και το χνώτο της τελευταίας μας
αναπνοής ακολουθώντας
σύρσου και συ μαζί μας στο χαμό.
Κι ύστερα φτιάχνουμε Θεούς άλλους εμείς
κι άλλες δημιουργίες
κι άλλα σύμπαντα-
ξέρουμε πια...
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ...
Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας;
Που άνετα στο πίσω κάθισμα ενός ταξί βουλιάζουν και
«Ριτς Οτέλ!» διατάζουν;
Ποιοι είναι αυτοί οι πάντοτε χαρούμενοι
και γελαστοί κύριοι
με τις μοντέρνες γραβάτες,
που πάντοτε από κομψές
κυρίες και δεσποινίδες συνοδεύονται;
Ποιο είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που ζουν με τη ζωή μας;
ΘΥΣΙΕΣ
Τέσσερες σφαίρες, πέντε σφαίρες, εφτά…
Και τρία κορίτσια πέσανε νεκρά.
"Για της πατρίδας την ελευθερία".
Και η πατρίδα λευτερώθηκε.
Και τώρα τα κορίτσια επαιτούνε και πορνεύονται.
Και τώρα δεν ταιριάζει να ξεσηκωθούν-όλα είναι νόμιμα.
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ
Έμαθε πως άλλο σπίτι έχτισαν
στη θέση του παλιού
αφού εκείνο εγκρέμισαν τελείως.
Τάχα τους παίδεψε η αντοχή που τα θεμέλια του είχαν,
κι αντέξαν τόσες πίκρες
για τόσα χρόνια πάνω τους
και τόσα πένθη
ενός παιδιού νεκρού ζωή που ζούσε;
Και τάχα όλο το σπίτι να το χάλασαν,
που άγγελου φτερό σα να ’ταν
όλον εβάσταζε τον ουρανό
τις νύχτες που η βροχή δεν έλεγε να πέσει,
ή μην εκείνο το μικρό το καμαράκι εγλίτωσε
κι υπάρχει ακόμα;
Μπορεί.
Ασήμαντο ήτανε πολύ.
Σε κείνο μέσα ο θάνατος τον επισκέφτηκε-
μικρό παιδί ακόμα-κάποιο βράδυ.
Ελάθεψε ο πολυαχθής
και το επήρε γι άρρωστο.
Δεν εκατάλαβε ούτε αυτός
πως ήταν από τότε κιόλας πεθαμένο...
...τάχα υπάρχει ακόμα;
Θα πήγαινε να δει.
ΧΩΡΙΣ ΚΑΘΟΛΟΥ
Ενώ την επερίμενε
σάμπως επέρασε
χωρίς καθόλου-
η ζωή-
να τον αγγίσει.
Γιατί όταν τον αέρα τα φτερά της εχτυπούσαν,
αυτός
κρυμμένος ήταν στην αρχαία μέσα σπηλιά.
Κι όταν εκείνη τον καλούσε έξω να βγει,
θρηνούσε αυτός για τις χαρές
που μες στους κύκλους θρυμματίζονταν
της δίνης που εσηκώναν τα φτερά της.
ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
Του έδωσαν ένα παράξενο βραβείο.
Πέτρες γεμάτο ένα δοχείο
που κανείς δεν ξέρει
αν είναι αληθινές ή από κείνες,
τις ψεύτικες,
που τα παιδιά με δαύτες ξεγελούν.
Κι αν είναι ψεύτικες καλά.
Μ’ αν είναι αληθινές, τότε
με λάθος μέτρο εμέτρησαν την αξιοσύνη του
γιατί
βραβείο αν άξιζε για κάτι,
είναι ότι παιδί για πάντα έχει μείνει.
ΤΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ
Τα κλαδιά των δέντρων είναι χέρια.
Τα φύλλα τους τα δάχτυλα τους.
Όταν ο αέρας περνά
στέλνουνε χαιρετίσματα μ’ αυτόν
σε Κείνο
που να ριζώσουν τα 'χει στείλει εδώ.
Ευτυχία τα δέντρα δεν νιώθουν έτσι.
Μα κι ούτε δυστυχισμένα είναι. Μόνο,
μ’ αυτό τους τον χαιρετισμό
καθώς ανάγκη το ’χουν
το Παρελθόν με το Μέλλον γεφυρώνουν
ίδια καθώς ο κορμός τους,
γη και ουρανό
με σαφήνεια και αποφασιστικότητα γεφυρώνει.
ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ
Ατέλεστο ακόμα, το περιβόλι
πήρε τους δρόμους και ταξίδεψε.
Είδε τοπία καινούργια και ανθρώπους
και δίπλα τους εκάθησε,
απ' τη φαντασιά τους παίρνοντας
όσα εκείνοι ανύποπτοι, του πρόσφεραν,
καθώς στην άνθηση του μέσα το φαντάζονταν.
Στης Άνοιξης το μυστικό μετά το δώμα επήγε,
Και το ραντεβού της με τον τόπο του σημείωσε.
Από το Μοναδικό ύστερα την άδεια πήρε να υπάρξει.
Και μ’ ολ’ αυτά ντυμένο,
έτοιμο πια
την ορισμένη θέση του στο χώμα πήρε,
χώρο στα πόδια του αφήνοντας
για την κοπριά, και κλίση τέτοια
στις μελλοντικές του ρίζες δίνοντας,
που αυτές,
κάθε σταγόνα δρόσου ή βροχής,
με σιγρυριά δική τους να την κάνουν,
σε χρώμα κι άρωμα και είδη
και ταίριασμα με όλα γύρω
πλήρως μετουσιώνοντας την.
ΑΙΩΝΙΟ
Ω! Αιώνιο! Κοντά σου πάρε μας.
Διαλυμένοι πια είμαστε.
Πληγές γεμάτο το κορμί μας.
Κι αυτές με Πόνο τυλιγμένες.
Ολόκληρους μία πληγή μας θέλεις;
Όλα βουβά γύρω μας.
Σιωπηλοί κι εμείς μένουμε
από φόβο
μη και με κάποια λέξη Σε ταράξουμε.
Το στερέωμα δεν Σου αρκεί,
αέναα φλογισμένα άστρα να κυλάς;
Πρέπει και με μας αθύρματα να παίζεις;
Στέρξε το Προσωρινό μας,
γρήγορα
ένα μαζί Σου, ω! Αιώνιο, να γίνει.
ΑΚΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΗΘΕΝ
Το στεντ μου τα λιανά του ορθώνει ποδαράκια
γερά μες στις λαγόνιες μου αρτηρίες τα στηρίζει
κι αρχίζει να ουρλιάζει μυξοκλαίγοντας:
«Θέλω τη μαμά μου!
Τ’ αδέρφια μου ζητάω μες στη γη
τα λεύτερα και τα ζωηρά.
Τις λίμνες τις απέραντες της πίσσας θέλω
και τη γρανίτινη σκληρότητα
των πατρικών μου πετρωμάτων.
Εδώ-τι ζέστα ειν’ αυτή;
(μην είμαι -όπως μας έλεγαν- στην κόλαση;)
Κι αυτό το υγρό το πυρωμένο
που το παράξενο τώρα κορμί μου περιλούζει …
να είχε το χρώμα του χαλκού τουλάχιστον…
Μα όχι! Κόκκινο! Κόκκινο αγροίκο,
κόκκινο άγνωστο σε μένα είναι κι αυτό
καθώς τα πάντα μέσα εδώ
σ’ αυτόν το χώρο τον στενό κυλινδρικό
που απ’ ολούθε με κρατάει…
Θέλω τη μαμά μου!»
Και λέω εγώ: «έχω πυρετό»,
Και λέει ο γιατρός μου: «ειν’ η αντίδραση
η αλλεργική
της ενδοπρόθεσης».
Όλα καλά.
ΣΥΓΚΑΤΑΜΙΞΙΣ
Αυτοί που ζούνε μόνο μέσα στ’ όνειρο
την άλλη τους ζωή τηνε σκορπάνε
σε πράγματα φτηνά, σε πράξεις άσκοπες
που με τ’ αγέρι χάνονται και πάνε.
Ας τους αρπάζουν άλλοι σπίτια, χρήματα.
Και ας τους καίνε τα ποιήματά τους.
Δικό τους εσαεί άκαο κι άπαρτο
το μόνο αληθινό: τα όνειρά τους.
ΤΟ ΜΕΛΑΝΩΜΑ
Είχα ένα φίλο με μελάνωμα στο κάτω χείλος.
Είπα στα παιδιά του ο πατέρας σας είναι βαριά άρρωστος
να τον πάτε αμέσως στο γιατρό μήπως και ζήσει.
Τονε πήγαν γύρισαν μου είπαν ο γιατρός του έδωσε αλοιφή
τρεις φορές να βάζει την ημέρα.
Είχα ένα φίλο με μελάνωμα στο κάτω χείλος.
Είπα στα παιδιά του ο πατέρας σας είναι βαριά άρρωστος
Να τον πάτε σ’ άλλονε γιατρό που ξέρει τη δουλειά του-μήπως και ζήσει.
Πήγαν ήρθαν ο γιατρός μου είπαν
του δωσε άλλη αλοιφή
τρεις φορές να βάζει την ημέρα.
Είχα ένα φίλο με μελάνωμα στο κάτω χείλος
που το πόδι του πολύ πονούσε.
Χτύπησα, έλεγε, σε μια καρέκλα.
Θα τον πάμε στο γιατρό είπαν τα παιδιά του.
Είπα στα παιδιά του ο πόνος είναι από μετάσταση
και ο γιατρός πια τίποτα να κάνει δεν μπορεί.
Να του δίνετε να τρώει ότι θέλει
κι όχι σ’ ό,τι σας ζητάει να μη του λέτε.
Πήγαν ήρθαν ο γιατρός, μου είπαν,
είπε να του δίνουμε να τρώει ότι θέλει
και να μη σε τίποτα του λέμε όχι.
Είχα ένα φίλο που έφυγε από μελάνωμα.
Ήτανε το ’94.
Ήτανε στην Αμερική.
Ήταν ο πατέρας της Ντόρας.
ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΙΑ
Απόψε ήταν χαρούμενη.
Το πρόσωπό της έλαμπε κι όλο μιλούσε:
για το που είδε όνειρο,
για τη γάτα της που αγαπά,
για την πατρίδα της που χρόνια έχει να τη δει.
Του έδωσε τα χρήματα που του χρωστούσε
και άρχισε να λογαριάζει πόσα θα της μείνουν
μετά το μανικιούρ και την κομμώτρια.
«Αύριο πρωί θα είμαι έτοιμη για τη γιορτή.
Το καινούργιο μου φόρεμά είναι σιδερωμένο κιόλας»
Και το απόγεμα
και την τσάντα που της άρεσε θα ψώνιζε.
Πώς η χαρά ομορφαίνει τη γυναίκα!
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ
Πήγε στη Δαδιά για έναν καφέ.
Στην εκκλησία είδε κόσμο μαζεμένο.
Κηδεία.
Πλησίασε.
Ο νεκρός μέσα στην κάσα του. Ήρεμος.
Τον ζήλεψε.
Φαντάστηκε τον εαυτό του στη θέση του
και αναγάλλιας ένα κύμα τον κυρίεψε.
Γύρω του όλοι έκλαιγαν. Φωνές, τσιρίσματα.
«Με ποιόνε θα μιλάω τώρα τα βράδια;» ο γιος
«Γιατί δεν πήρε εμένα ο θεός;» η γυναίκα.
Μόνο ο νεκρός δεν έκλαιγε.
ΟΙ ΑΛΛΟΙ
Απόψε είχε ένα καλό δείπνο.
Φεύγοντας πήρε το ασανσέρ.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε τον εαυτό του.
Τον ρώτησε: Σαν να παρατρώς φίλε, δεν νομίζεις;
Μέσα από τον καθρέφτη τον κοίταξε ένας άλλος.
Ήτανε άγριος περισσότερο απ’ αυτόν.
Και αξύριστος. .
Αναρωτήθηκε
πόσους άραγε πρέπει ακόμα να σκοτώσει
για ν’ απομείνει ο εαυτός του…
ΣΑΡΑ
Όχι θεός αλλ’ άνθρωποι
αισχροί συνωμοτήσαν
και να μην έχει ζεστασιά
η Σάρα αποφασίσαν.
Κι ενώ εκείνη ανύποπτη
αγκαλιάζει το μαγκάλι
ήσυχοι αυτοί στης ζεστασιάς
φωλιάζουν την αγκάλη.
Και το άδικο ενώ αυτοί
σκυφτοί μετράνε χρήμα
εκείνης μπαίνει το κορμί
στο γήινό του μνήμα.
Όμως το Σύμπαν αγνοεί
του χρήματος παιχνίδια
και όπως όλα και αυτό
ανταποδίδει τα ίδια:
η Σάρα ενώ στων Ουρανών
το τζάκι θα χλιαίνεται
ψυχή και σώμα εκεινών
σ’ αιώνιο πυρ θα καίγεται.
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ
Αδυναμία δε νιώθαν.
Μια πλήξη μόνο φορές φορές,
αγέρωχοι για ό,τι εκάναν.
Το μυαλό τους
καθόλου στροφές δεν είχε-όλα ίσια,
σαν τη γραμμή που έφτιαχνε
στον ουρανό ανεβαίνοντας, ο Πύργος.
Kι αγαπημένοι αναμεταξύ τους.
Με κοινά τα όριά τους όλα
χωρίς προκατάληψη.
Ώσπου μια μέρα κάτι εφύσησε γύρω τους.
Μικρό, απότομο και σιγανό
σαν συριγμός φιδιού προτού, πικρά, δαγκώσει.
Τους άγγιξε παντού.
To νιώσαν μ' όλες τις αισθήσεις τους.
T’ αυτί ετρόμαξε στον ξένον ήχο.
To μάτι έκλεισε για μια στιγμή
σα μιαν αυλαία θεάτρου που είχε ανοίξει
και δε φανέρωσε θεατές, ή καθώς φέρετρο
για να μη δείξει αποτρόπαιο κάτι
κλείνει.
Και ριγήσαν τα κορμιά. Και μες στο οτόμα
παράξενα συσπάοτηκεν η γλώσσα.
Όταν
αφού τους διαπέρασε
η πνοή εχάθη
συνήλθαν ξένοι, άγνωστοι, εχθροί αναμεταξύ τους.
Με λέξεις ανυπότακτες.
Η ύπαρξή τους όλη ακατανόητη.
Και πλάϊ εκεί
αδημονία γεμάτος.
ένας μισοτελειωμένος Πύργος.
Και σκορπίστηκαν σ' όλη τη γη.
ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Πρέπει οι λέξεις να είναι μετρημένες
θάρρος να μη δίνουν πολύ στον πλησίον
οι εικόνες μέσα τους πρέπει να είναι κρυμμένες
καθώς στο απόστημα κρυμμένο είναι το πύον.
Αχ! Ό, τι αισθανόμαστε δεν πρέπει να λέμε
μπορεί ο πλησίον να παρανοήσει
αντί να γελάμε πρέπει να κλαίμε
αν αυτό η παρέα της στιγμής απαιτήσει.
Δεν πρέπει ν' αγκαλιάσουμε την Ιουλία
κι ας έχουμε χρόνια πολλά να τη δούμε
να βάλουμε πρόωρα πρέπει τελεία
στην πρόταση που είχαμε σχεδιάσει να πούμε.
Ω! Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε λεπτές συζητήσεις
γιατ' ίσως πληγεί ο πλησίον καιρίως
δεν πρέπει ν' ανοίγουμε τις καρδιές μας επίσης
ούτε όταν μιλάμε εναερίως.
Ας φεύγει ο πλησίον με γρήγορα βήματα
ας κλείνουν επάνω μας σαν τάφοι τα κύματα-
τα λόγια μας πρέπει να κρύβουν τα αισθήματα
πρέπει-αχ πρέπει-να τηρηθούν τα προσχήματα.
Ο KPITHΣ
Κριτή, εσύ που κρίνεις τα γραφτά μου,
να ξέρεις ότι δε θα σκοτιστώ
αν άξιο συ μου κρίνεις το μιστό
ή με μανία τα πατήσεις χάμου.
Δε γράφτηκαν για σένα όλα τούτα.
Ανάγκη είχε για δόσιμο η ψυχή
και τα 'δωσε ως πιστός την προσευχή
κι όπως το δέντρο ξεχειλίζει φρούτα.
Γι αυτό κριτή σου λέω πως δεν αξίζει
με τέτοιες ιστορίες ν' ασχοληθείς'
και κάνε όπως κάνει ο καθείς
που βλέπει, προσπερνά και δεν αγγίζει.
Προσπέρνα. Μα σκοπό τέτοιο αν δεν έχεις
πρόσεξε: στ' άγγιγμά τους θα καείς
(κι αν όχι τότε θα 'σαι αδαής
και πάλι πρέπει απ' αυτά ν' απέχεις).
TO ΖΕΥΓΟΣ
Χτες, είκοσι οχτώ Ιούλη, βράδυ, μια αποκάλυψη!
Από Γιώτα Βήτα προς Κέννεντυ βαδίζοντας,
στο ύψος της πλατείας του Άρεος,
ένα ζευγάρι εβρέθηκε μπροστά μου.
Μεσόκοποι.
Ψηλός ευθυτενής και σοβαρός εκείνος
με πίσω του δεμένα απλά τα χέρια,
μπλούζα και παντελόνι ευπρεπή,
αμίλητος, στητός,
με βάδισμα ένα ευγενικό.
Εκείνη δεξιά του,
σεμνά κι αέρινα να τον κρατεί αγκαζέ,
ντυμένη πεντακάθαρο ένα ταγεράκι
ούτε φτηνό ούτε ακριβό,
ίδια κι αυτή σεμνή και σοβαρή,
κοντύτερη από κείνον (ως αρμόζει),
καλοφτιαγμένη,
βαδίζοντας άλλο χωρίς,
παρά τα πόδια μόνο να κινεί.
Ένα ζευγάρι
βγαλμένο από παλιές της Τρίπολης εικόνες,
που έχοντας τις τυπικές
τελειώσει υποχρεώσεις της ημέρας
για βόλτα βγαίνει,
σοβαρό και υπεύθυνο,
συνειδητά αποφεύγοντας τον συμφυρμό του
με σύγχρονους μπλαζέ
ή φωνακλάδες,
ή με κεινούς
που είτε κατά ζεύγη ή μόνοι
ισοπεδώνουν την κοσμιότητα,
το δρόμο ετοιμάζοντας
για να βαδίσει πάνω του
το άσκοπα κι ασύνειδα μοντέρνο.
Κι αμίλητοι-αλήθεια,
μια φράση μόνο,
μια λεξούλα,
κι όλη θα χάνονταν η εικόνα η μαγική.
Σίγουρος είμαι: στο σπίτι γυρνώντας
θα φορέσουν τις πιζάμες τους
θα φιληθούνε καληνύχτα
και στο κοινό μεγάλο τους θα πέσουνε κρεβάτι
σκεφτόμενοι πριν κοιμηθούν
ότι να κάνουν ίσως πάλι δε θα πρέπει
μια τέτοια βόλτα σ' ένα πλήθος μέσα
που τόσο αβάσταχτα έχει αλλάξει.
Με βία εσυγκράτησα
την ξαφνική μου πεθυμιά να προσπεράσω,
πίσω να στραφώ,
κι αφού έτσι αντιμέτωπός τους έρθω,
να τους ειπώ το πόσο με συντάραξεν
η εικόνα των αυτή.
Μα η δειλιά, ή όπως θέτε πέστε το αλλιώς,
το βήμα μου εκράτησε.
Ή πάλι ίσως φοβήθηκα μη δω στα πρόσωπά τους
το βάρος των αλλοτινών καιρών
και την ευθύνη
που πάραυτα θα μ' εξουθένωνε..
Και καθυστέρησα το βήμα ως να τους χάσω.
Εκείνα που περίπου θα τους έλεγα όμως,
τα γράφω εδώ.
Γιατί τι διάολο άλλο τήνε θέλουμε την ποίηση
αν οχι μέσα της για να ξερνάμε
ό,τι εντός μας κρατημένο θα μας σκότωνε;
\ΑΠΟ ΤΑ MIKPA
Δίχως τον ήλιο το ρολόγι μας θα 'τανε
μια παράξενη συσκευή
άγνωστο σε τι χρησιμεύουσα
πέρα από την ικανότητα του κατασκευαστή
να τοξεύει.
*
Χρωματιστά γονίδια αναπτερώνουν το ηθικό.
Προσβλέπουμε σ' αυτά
και ευελπιστούμε
για χρωματιστές θύελλες το ολιγότερο.
*
Είμαι στο αυτοκίνητο στη θέση του οδηγού
με μια κυρία συνοδηγό.
Φορώ το μουστάκι μου, γίνομαι κουνέλι
και χειρονομώ.
Ύστερα βγάζω το μουστάκι.
*
Κρούμιο κρανίο το κύπελλο πάνω στο τραπέζι.
To χαρτί κιτρίνισε άγραφο.
*
Η γάτα μου δεν υπάρχει.
To μαρτυρεί η ράχις της όταν κυρτούται-
ίδιο ανάστροφο ύψιλον.
*
Ενα λεπταίσθητο είμαστε και φρούδο εργαλείο
που η ανυπόμονη άγνοια επάνω του ξεσπά
παιδιού, που παίζοντας, κολλά τα μέρη μας τα δύο
για λίγο έτσι μας κρατεί-κι απέ μας ξανασπά.
*
Τα όνειρά μας ψάχνουμε που χάθηκαν να βρούμε.
Βαδίζοντας ακούγονται κατ' απ' τα πέλματά μας
Ήχοι που κάνουν σπάζοντας εκεί τα όνειρά μας.
Κι εμείς συνέχεια ψάχνουμε.-.συνέχεια προχωρούμε.
*
Δηλαδή αν δεν υπήρχε η βαρύτης
ο ελέφας θα πετούσε σα σπουργίτης'
και φτερά δε θα φυτρώναν-για φαντάσου-
στους αλόγινους τους ώμους του Πηγάσου…
*
Μετά την αγάπη
πρέπει να διαφυλάξουμε τις μάσκες
για την επόμενη φορά.
*
ΛΕΣΛΥ
Γερή από έιτζ να 'ναι σα μαθαίνω
ο ανήσυχός μου ησυχάζει ο νους.
Όχι απ' αγάπη πως γι αυτήν πεθαίνω μα πρόπερσι ανταλλάξαμε ιούς.
*
Και τώρα ας γυρίσω το χαρτί
στην άγραφη πλευρά του'
και τώρα ας γυρίσω τη ζωή
στην όψη του θανάτου.
*
Και αν ακόμα Προμηθέας Δεσμώτης ήμουν
τα σπλάχνα μου δε θα επαρκούσαν
για τόσες μεταπτώσεις.
*
To σούρουπο έρπον καταφθάνει.
Ανύποπτα
αμετάτρεπτα
κυκλώνει τα δάχτυλα του απομεσήμερου.
*
Βάλτε με μέσα σ' ένα βαθύ
πουκάμισο κίτρινο
και δώστε μου μια ζώνη χορταρένια-
αμέσως γίνομαι Πρόδρομος Ιωάννης
και γυρίζω τον κόσμο δυο χιλιάδες χρόνια πίσω.
*
Κάθε Κυριακή πρωί οι άντρες ανεβάζουν τα παντελόνια τους,
οι γυναίκες αφήνουνε τη φούστα τους να πέσει στη θέση της
και παν στην εκκλησιά όπου μ' ευλάβεια
ευχαριστούνε και δοξάζουνε τον Κύριο.
*
Μετά 'πο τόσα ηδύποτα
τους έδειξε ξετσίπωτα
τα κάλλη της τ' ανείπωτα-
εγώ δεν είδα τίποτα.
*
Καμιά φορά δεν ειν' νερό οι χοντρές σταγόνες
που μανιασμένα μαστιγώνουνε τη γη
αλλά τα δάκρυα των φτωχών που από αιώνες
συνάζονται και πέφτουνε απάνου μας μ'
οργή.
*
Αν δεν υπήρχε ο Νείλος κι οι Αιγύπτιοι
οι τάφοι μας μπορεί και να 'τανε ακόμα στρογγυλοί.
*
Οι σκέψεις που στριμώχνονται εντός μου
σαν ρόγες σταφυλιών ωριμάζουν.
Και σκούρκοι απάνου τους διψασμένοι βόσκουν.
*
Αμφιβολία δε στέκει μια-τέκνα είμαστε δικά σου.
Κοίτα, δε βλέπεις μέσα μας Αδάμ τη μοναξιά σου;
Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ
Ζούσε κατάμονος χρόνια και χρόνια
σε κείνο το νησί.
Τα πρωινά κατά τη θάλασσα γυρνώντας προσευχόνταν
κι όπως δεν έβλεπε Θεό
τη θάλασσα έκανε θεό του.
Κοιτώντας έβλεπε τις άκριες του νησιού.
Τη βορινή, όπου είχε το εργαστήρι του
κι ολοζωής εσκάλιζε εκεί πέρα ένα κούτσουρο
που πρόσωπο του έδινε ανθρώπου,
και κείνη κατά το νοτιά
που έμοιαζε με δρέπανο. Εκεί
μια τρύπα είχε για κονάκι
και δίπλα μια σπηλιά, που όταν αμάρταινε
απ’ το Θεό κρυβόνταν.
Κάποια φορά είχε έρθει μια νεράιδα.
Μαζί του έκατσε δυο μέρες
κι ύστερα ένα την πήρε του αγέρα φύσημα.
Κάποιαν ημέρα
Είδε του δρέπανου να κλείνει η άκρια
κι όλο το δρέπανο να σκώνεται
και με ορμή να πέφτει απάνου του
και να τον κόφτει.
Το κύμα πήγε ως την άλλη του νησιού την άκρια το κορμί του.
Τόσο κοντά της, που αν ζούσε,
το πρόσωπο που σκάλιζε θα το άκουγε να κλαίει.
ΘΕΛΜΑ
Και ο πατήρ της δεν την επανείδε πλέον.
Της πόλεως όπου διέμενε,
κλαίων τας παρόδους περιήρχετο,
και διόλου δεν εγνώριζε τι έγινεν η Θέλμα.
Περιπαθώς ο εραστής της την ανεπόλει
στο σπίτι του την πόλη.
Aπό δάκρυα τα μάτια του μονίμως αλωμένα.
Πού να ’τανε η Θέλμα-
πού να βρiσκoνταν;
Τα αιθέρια χάδια της ποιος έπαιρνε;
Δεν επτοείτο ο αδελφός της μόνον.
Διότι ενήμερος του γεγονότος ήτο
την Θέλμα ο ίδιος πως εγεύετο
στον σταύλο μέσα του ερήμου αγροκτήματος
του σεβαστού κυρίου Έρλιχμαν.
Ο ΤΥΦΛΟΣ
Αγαπημένη
το χέρι μου δικό σου είναι;
Πώς μετράς το δικό μου και το δικό σου;
Ό,τι εγώ είμαι, δεν είσαι συ;
Χωρίς εσένα τι είμαι;
Ένα δεν είμαστε αγαπημένη;
Αν συ αυτό στήθος το λες, η λέξη αυτή
δεν ξέρω τι θα πει-
εγώ μια ζέστα τότε είμαι
και μια θαλπωρή.
Και όλο αυτό είμαι.
Κι αν φύγεις
τίποτε δε θα νιώσω.
Γιατί τότε πεθαμένος θα είμαι.
Επειδή ούτε τι θα πει "φεύγω" ξέρω.
Μόνο ξέρω
πως όταν αυτό κοντά μου είναι
χάνομαι. Και όταν αυτό είναι μακριά
τότε υπάρχω.
ΣΑΠΦΩ
Ήτανε άσχημη η Σαπφώ;
«Την όψιν μεν γαιώδης»
Ε και λοιπόν; «την δε μορφήν
Δοκεί μοι γεγονέναι
Ευκαταφρόνητον. Το δε»
Ο πάπυρος μας λέει
Σαφώς ο Οξυρρυγχιανός
«μέγεθος μείκρα» ήταν.
Μα πώς μετράνε όλα αυτά
Μπρος στης ψυχής το κάλλος;-
Το σώμα είναι της ψυχής
Μια άσημη λεπτομέρεια.
Αν απ’ του Έρωτα η ψυχή
Τον ήλιο λαμπροφέγγει,
Σβηστό κεράκι το κορμί
Κι ας εχει χίλια κάλλη.
Ήτανε άσχημη η Σαπφώ;
Το «ναι» ποιος θα τολμήσει;
ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ
(του διήμερου του Ντάλλας Τέξας)
Δυο μέρες τώρα
Τον συνεπαίρνουν θύελλες,
που από το αίμα του μέσα ξεκινούνε
και στα μάτια του μπρος,
πέπλα μύθων απλώνουν
που σαν διάφανοι καθρέφτες
τρομαχτικά όλα παραμορφώνουνε.
Τα μικρά και ευτελή
μεγάλα και σοβαρά γίνονται
και, δράκοι ορμούν να τον σπαράξουν-μια λέξη
που σε κάποιον κάποτε είπε, ένα,
δικαιολογημένο άλλωστε,
αργητό προσώπου αγαπητού το βράδυ…
Και όλα αυτά αλλάζουνε
τη θολή κιόλας μορφή του σύμπαντος
και θύελλες γεννούν
που δύο μέρες τώρα
οι άνεμοί τους
τον Μοναχό μαζί τον παίρνουν
στο στροβίλισμά τους.
ΩΣ ΠΟΤΕ;
(από το διήμερο του Ντάλλας Τέξας)
Πέτρες, βιβλία, δέντρα, άνθρωποι, ιδέες…
Από τα πρόσκαιρα θα φύγουμε ποτέ-
από τα πράγματα θα λυτρωθούμε, που επιτακτικά
το μερίδιο τους γυρεύουν κάθε μέρα
και μας διαμοιράζουν και μας χρησιμοποιούν;
Πότε, το χέρι μας, χαϊδευτής μαλλιών
θα πάψει να είναι; Ο νους μας
διεκπεραιωτής θεωριών και υποθέσεων;
Ως πότε θα είμαστε η γέφυρα
για τόσα περαστικά, και γυμνά,
και προσεγμένα; Πότε κι εμείς
με κουδούνια θα πάψουμε να είμαστε
όπως τα πρόβατα, αναγνωρισμένοι;
Μας προσμένει άραγε αυτή η χάρη;
ΤΟ ΒΑΘΥ
(από το διήμερο του Ντάλλας Τέξας)
Το Βαθύ αμέτοχο σε όλα είναι.
Όταν η ψυχή μας το πλησιάζει, εκείνο,
όλο πιο κάτω, Απώθηση σα να 'ναι, τραβά.
Υπάρχει λοιπόν κάτι βαθύτερο από την ψυχή;
Ή, εκείνο, η αντανάκλασή της είναι
στους βαρείς καθρέφτες, που γύρω της
φρουρούς έχει, αυτή τοποθετήσει,
για να της φέρνουν πίσω κάθε όραμα,
που, με πετάγματα σαν πουλιού,
για να της φύγει,
στην ανεπάρκειά της υπολογίζοντας πετά;
TO ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ
Τόπος αληθινός.
Η μόνη αλήθεια στη γη πάνω.
Το Τίποτα εκεί κατοικεί. Τα μέτωπα
ανυπαρξία στεφανωμένα.
Ησυχία εκεί τώρα.
Σαν τότε...
Τα κεριά μέσα του
ένας ανάστροφος ουρανός.
Γράμματα σε μάρμαρα πάνω
καθένα τους μια δικαιοσύνη.
Και τα ίδια τα μάρμαρα,
πανιά ολοφούσκωτα,
στης ευτυχίας τη θάλασσα
το καράβι των νεκρών
αλαφρά περιφέρουν.
ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
Πλέκουν οι μηχανές και πλέκουνε
πλέκουν οι χοντρομηχανές
και φτιάχνουν κάτι μαύρα ρούχα
και φτιάχνουν κάτι αρπάγες του θανάτου
και βγάζουν κάτι άχαρα πλεχτά
κάτι γελοία κουρέλια-
και υφαίνουνε κάτι σκουτιά της νύχτας.
Πλέκουν οι μηχανές και πλέκουνε
πλέκουν οι μηχανίτσες
και φτιάχνουν κάτι όμορφα
κάτι μικρά και λαμπερά
κάτι γιαλιστερά
πολύχρωμα
κάτι κουκλίστικα πανάκια
φούξια και ιώδη
και λευκά αθώα πανάκια
και κίτρινα με κίτρινο
παρμένο απ’ την καρδιά του ηλιου
και μπλε
και αιματένια
που μες στο φως το λιγωμένο του απομεσήμερου
λάμπουνε έτσι-ερωτικά να πω-
που έτσι σου ’ρχεται
αχ! όλα να τα πάρεις αγκαλιά
και αχ! χαμένος
μαζί τους να ξαπλώσεις στο κρεβάτι.
ΕΝΤΟΜΟ
Να ’μουν ένα έντομο
απ’ αυτά που ζούνε
για να ζευγαρώσουνε
λίγο πριν χαθούνε.
Να ’ταν όλη μου η ζωή
μια ετοιμασία
για την με τ’ αντίθετο
φύλο συνουσία.
Κι όταν ένοιωθα έτοιμο
κι έτοιμη κι εκείνη
στη γλυκιά του Έρωτα
να ’γερνα την κλίνη,
και στην άφατη ηδονή
του έρωτα επάνω
η πνοή μου να κοπεί-
κι έτσι να πεθάνω.
ΤΑΝΙΑ ΚΑΙ ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ
-Έλα στο πάθος να καούμε
Έλα να πέσουμε βαθιά
Η και οι δυο να εξυψωθούμε
Η ζήση έτσι απαιτεί.
-Οχι δεν είν' αυτή της ζήσης
Η πολυπόθητη γιορτή
-Έλα να ζήσουμε αντάμα
Να μας φιλιώσει η συνήθεια
Κι όταν θα γίνει ένας σεισμός
Ο ένας το χέρι να κρατούμε
του άλλου και πια να μη μας νοιάζει
Ούτε σεισμός ούτε φωτιά.
-Οχι δεν είναι η συνήθεια-
όχι-της ζήσης η γιορτή
-Έλα λοιπόν μαζί να ζούμε
και να μαλώνουμε ολοένα
Κι όταν στο Κλήβελαντ θα φύγεις
προσκαλεσμένος από φίλους,
Να με καλείς μέσα στη νύχτα
Κι από τα σύρματα ν' ακούω
"Αχου! Μου λείπεις αγαπούλα
Τώρα με ποιόνε θα μαλώνω
Να ‘ξερες πόσο σ' αγαπώ…"
-Οχι δεν είναι η αγάπη-
Όχι- της ζήσης η γιορτή.
-Τότε τους δυο ας μας ενώσει
Του μαυροχάρου το μαχαίρι.
-Οχι ο Θάνατος δεν είναι
Της πικροζήσης η γιορτή
-Τότε η όμορφη η ζήση
Τάχατε πώς θα μας ενώσει;
-Ουτε η αγάπη ούτ' η συνήθεια
ούτε η παρέα η ταιριαστή
ούτε του γάμου το στεφάνι
ούτε το πάθος κι η λαχτάρα
είναι της ζήσης η γιορτή.
Τά τύμπανα που ανάκουστα χτυπάνε
Γιά τις δικές σου τις αισθήσεις
"Μονάξα, Θλίψη, Πόνος" λένε-
Να! η γιορτή της ζήσης.
(Λος Άντζελες 1996)
ΤΡΙΟΛΕΤΟ
Ωραίο λουλούδι αλλά δε μυρίζει.
Μα όλα να τα ’χει κανείς δεν μπορεί.
A! Πόσα η διαπίστωση αυτή που αγγίζει!
-"Ωραίο λουλούδι αλλά δε μυρίζει"…
Και για τις γυναίκες το ίδιο χωρεί
καθώς καθεμιά σε μυαλό υστερεί:
Ωραίο λουλούδι αλλά δεν μυρίζει …
Μα όλα να τα ’χει κανείς δεν μπορεί.
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ
Πέρασαν χρόνια κι άλλα χρόνια.
Ο άγγελος ήρθε
Με τα τεράστια κρυστάλλινα φτερά του
Όπως περνάει την άλλη μέρα ο γιατρός να δει τον άρρωστο.
Κι αλαφροπέταγε κατ’ απ’ τα σύννεφα.
Πρώτος τον άγγελο τον είδε ο γεωργός.
Κι έτρεξε και το μήνυσε στην πόλη.
Βγήκανε όλοι από τα σπίτια τους και ξεχυθήκανε στους δρόμους•
Η αστυνομία τα ’χε χαμένα.
Η τάξη είχε διασαλευτεί.
Και "Ήρθε• δε μάς ξέχασε", ακουγες•
Η: "Δεν τον περίμενα έτσι. Πολύ απόμακρος".
Όταν κι o τελευταίος πολίτης βγήκε έξω
ο άγγελος εστάθηκε.
Και φαίνονταν το στόμα του το διάφανο που ανοιγόκλεινε καθώς μιλούσε.
Και είπε:
«Και μεις ακόμα νιώθουμε χαρά
όταν το δημιούργημά μας προοδεύει"•
Και ακουγόταν η φωνή του αντηχώντας στον ουράνιο θόλο.
«Χτες ακόμα σας εγέννησε ο νους μου
πάνω στην πέτρα που επέταξα ψηλά, παίζοντας, στην αυλή μου.
Τον ήλιο έφτιαξα να σας φωτά•
Και για να υποψιαζόσαστε το μεγαλείο
έβαλα πάνω σας τ’ αστέρια,
στη φούχτα μου πιάνοντας και πετώντας λίγην άμμο
με του πάθους μου το φλόγινο το χέρι.•
Σε μας τους άγγελους κάποιες φορές αρέσει το παιχνίδι"
Και γέλασε.
Κι ένα αντιβούισμα γλυκόηχο τ’ αυτιά έτερψε των ανθρώπων.
"Και χαίρομαι να βλέπω ότι παίζετε κι εσείς
παιδιά και σεις δικά μου ευτυχισμένα.
Σπιτάκια χτίζετε
τραινάκια φτιάχνετε
αεροπλανάκια,
ζώα μεγαλώνετε ώστε να μην κοπιάζετε κυνηγώντας.
Βλέπω καλά χρησιμοποιήσατε το νου σας-
Μικροί άγγελοι κι εσείς ευτυχισμένοι».
Και τα κρυστάλλινα τρεμίσανε φτερά, καθώς τοιμάζονταν και πάλι να πετάξουν.
"Παίξτε λοιπόν παιχνίδια μου αγαπητά.
Ζήστε τη λίγη σας ζωή•
Γελάστε.
Ο ήλιος άσβηστος πάντοτε θα ’ναι.
Κι έχει στροφές η πέτρα μου πολλές να πάρει ακόμα
Στροφές τόσες, που φορές πολλές
θα ξαναγίνουν τα ίδια και τα ίδια πάλι,
που τόσο βαρετά θα σας φανούν στο τέλος
που θα πείτε:
"Ω! Νου Δημιουργέ μας-Αγγελέ μας. Πάρε τη σκέψη σου από μας.
Να σβήσουμε… να πάμε… να χαθούμε…"
Παίξτε! Χαρείτε!•
Και τη μορφή μου όταν σμικρύνοντας ξανάρθω-Αύριο, Μεθαύριο, σαν θελήσω,
εύχομαι ίδια ευτυχισμένα να σας δω".
Και τα φτερά ανασκώθηκαν.
Μυριόστομη ακούστη τότε η κραυγή απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος:
«Μη φεύγεις. Όχι. Στάσου. Σε χρειαζόμαστε•"
Στάθηκε•
"Με χρειαζόσαστε; Τί θέλετε από μένα; Κάτι δεν σας έδωσα;"
"Λυπήσου μας-πεινάμε".
"Πεινάτε; Άφθονη η τροφή• Ποιά ζώα
είναι που σας στερούνε την τροφή σας;»
"Δεν είναι άλλα ζώα μ’ άλλοι άνθρωποι.»
"Ανθρωποι παίρνουν την τροφή τ’ ανθρώπου; Ποιοι; Εξηγήστε μου.»
"Οι πλούσιοι"•
"Τ’ είναι πλούσιοι;"
"Εκείνοι που ‘χουνε το χρήμα".
"Και τ’ είναι χρήμα;"
«Μέσο ανταλλαγής στην αγορά των προϊόντων και στο πούλημά τους"•
"Γιατί θα πρέπει ν’ αγοράζετε και να πουλάτε;
Δεν εμπορούσατε να τρώτε φρούτα;
Ζώα να σκοτώνετε;
Η' απ’ τη γη να μασουλάτε ρίζες;"
"Μας είπαν πως το εμπόριο είναι πρόοδος•
Μας το ’παν όσοι να πουλήσουν είχαν.
Αυτοί που φτιάξανε το χρήμα.
Οι πλούσιοι,
Αυτοί είναι που μας κλέβουν το φαΐ μας και πεινάμε»
"Χέρια σας έδωσα• Σκοτώστε τους πλούσιους".
"Εχουν τα όπλα. Είναι oι δυνατοί. Θα μας συντρίψουν.»
"Σκοτώστε τους πλούσιους. Το αίμα τους
χύστε".
«Εχουν λακέδες. Μπράβους πουλημένους. Θα μας πολεμήσουν.”
"Χύστε το αίμα-το αίμα των πλούσιων!»
"Θα πέσουνε πολλά κορμιά. Θ’ αποδεκατιστούμε"
«Το αίμα χύστε-το αίμα των πλούσιων!»
"Θρήνους και γόους θα γεμίσει η γη.»
«Αφανίστε τους! Μη μείνει ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Αίμα! Αίμα! Αίμα! και πάλι αίμα!"•
«Μας λένε πως αυτό είναι ισότητα"• !
«Αίμα! Αίμα! Αίμα!»
«Μας λένε πως αυτό ειν' ελευθερία"
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
"Μας λένε πως αυτό είναι Δικιοσύνη»
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
Ακούγοντας αυτά oι πλούσιοι
διάταξαν τους χωροφύλακες ν’ ανοίξουν τα μεγάφωνα ως το τέρμα
τα λόγια να σκεπάσουν του άγγελου.
Και λέγανε: "Κλείστε τ’ αυτιά σας. Δεν ειν’ ο άγγελος. Διαλυθείτε"
Μα τότε η φωνή του άγγελου τρομερή εγίνη,
που οι φτωχοί εχαίρονταν ν’ ακούνε
και κατατρόμαξε τους μισητούς.
Και φύγαν όλοι εκείνοι και κρυφτήκανε (πού να κρυφτούν από τον άγγελο…)
Και χώθηκαν στα σπίτια τους
σαν κιόλας να ’βλεπαν το αίμα το αίμα των φτωχών-άλλη του άγγελου φωνή-να τους πνίγει.
"Χέρια σάς έδωσα- Αίμα! Σκοτώστε τους πλούσιους! Αφανίστε τους από τη γη! Εγώ σάς έπλασα για να ευτυχείτε!"•
"Αγγελε, μας λες να βάψουμε τα χέρια μας στο αίμα;"
"Σας λέω τον μόνο δρόμο για την ευτυχία σας. Σάς ζητώ, παιδιά μου εσείς, παιδιά μου να σκοτώστε-και ρωτάτε ακόμα;
Βλέπω μαχαίρια έχετε που κόβετε ψωμί.
Αδράξτε τα και κόψτε το λαιμό αυτών που σάς το παίρνουν.
Τη σωτηρία σας φέρνω: Λεπίδι στων πλούσιων τους λαιμούς!
Βαμμένα είναι τα χέρια σας με το δικό σας αίμα. Ξεπλύντε τα στων μιαρών πλούσιων το αίμα•
Τους είδατε πώς κρύφτηκαν•
Εσάς φοβήθηκαν.
Όχι εμένα.
Εμπρός: ουτ’ ένας να μη μείνει!
Θέλω στα χέρια σας να δω μαχαίρια!"
Και τα χέρια τους γέμισαν μαχαίρια
και η ματιά τους θάνατο.
Κι ένας κουτός φτωχός, σήκωσε τη φωνή του:
"To ψέμα και το άδικο να βλέπω δεν μπορώ. Άγγελε, σε κοροΐδεύουν όλοι αυτοί• Ψωμί όλοι έχουμε να φάμε• Μάς λείπει μόνον η χαρά"•
Κι ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του άγγελου:
«Το πρώτο το λαρύγγι που θα κόφτε
Του άμυαλου αυτού θέλω να είναι».
Κι ως να το πει, εκόπη το λαρύγγι•
Κατόπιν οι φτωχοί κινήσαν για των πλούσιων τα σπίτια•
Ψηλά
ο άγγελος φτερούγισε και χάθηκε αμέσως.
Κανείς δεν το κατάλαβε γιατί ο νους τους όλος
ήταν,
του άγγελου το θέλω ακολουθώντας
στα σπίτια να ’μπουν των πλουσίων.
Και βάδισαν με βήμα σταθερό
Οπλισμένοι και για όλα έτοιμοι.
ΛΕΜΕ…
Λέμε το κερί καίει
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει καίει.
Λέμε ο πατέρας πέθανε
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει πέθανε.
Μόνο τριγυρίζουμε καρφώνοντας τα μάτια
σε πλούσια ντεκολτέ
και σε γάμπες μισόγυμνες και ιλαρές
και κάτι μάτια προσκυνάμε
χωρίς ανταπόδοση.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΑΙ ΚΑΦΕΣ
Εφημερίδα και καφέ
πόθε κρυφέ κρυφέ καημέ
και το πρωί έχει φύγει
το βράδυ με τυλίγει.
Εφημερίδα και καφέ
πόθε κρυφέ κρυφέ καημέ
και η ζωή έχει φύγει
το σκότος με τυλίγει.
Εφημερίδα και καφέ
πόθε κρυφέ κρυφέ καημέ
και η ζωή η λίγη
χίλιες χαρές ξανοίγει.
Ο ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ VELPEAU
(Θεσσαλονίκη 1959. Ο χώρος του Velpeau αντιστοιχεί στη μασχαλιαία κοιλότητα εξωτερικά. Οι μύες και τα άλλα ανατομικά στοιχεία που τον αποτελούν, σχηματίζουν μια ζεστή φωλιά, ιδανική για να ξεκουραστεί σ’ αυτήν ένας δευτεροετής φοιτητής της ιατρικής, το βράδυ της ημέρα που πέρασε επιτυχώς το μάθημα της Ανατομικής, που δίδασκε ο χαλκέντερος Σάββας, καθηγητής τότε της Ανατομίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.)
Κραδαίνοντας σαν σκήπτρο η δόρυ την μπαγκέτα
διευθύνει την ορχήστρα με ύφος μανιακού.
Του σακακιού του στα ύψη τινάσσονται τα πέτα
και το γυαλί γυαλίζει του δεξιού φακού.
Κι αν δίκαια στην ορχήστρα για μας δεν έχει θέση
κι αν το ύφος του μαέστρου δεν είναι φιλικό
εμείς, είτε του αρέσει και είτε δεν τ’ αρέσει
θα κοιμηθούμε απόψε στο χώρο του VELPEAU.
Δυο χρόνια δεινοπάθησα στη φυλακή ετούτη.
Δυο χρόνια με σακάτεψε τ’ όνειδος του κισσού.
Κι όχι πως ζήταγα να βρω τη δόξα η τα πλούτη-
να δω τη λάμψη θέλησα μακριάθε του χρυσού.
Μα οι τρύπιες που σαρκάζοντας μου ’δειχναν λαμαρίνες
και που σ’ ανίερες μ’ έκαναν βλαστήμιες να ξεσπώ,
ατσάλινες εγίνανε κι ακούραστες αξίνες
όπου το δρόμο μου άνοιγαν στο χώρο του VELPEAU.
Η σπίθα φλόγα έγινε και καίει την αδικία.
Τ’ όνειρο βγήκε αληθινό. ΄Ηρθε ο κουμουνισμός.
Από τον κόσμο χάθηκε το μίσος κι η κακία
και στάχτη κρύα έγινε των πλούσιων ο εσμός.
Αλλά κι αν όνειρο ήτανε βάλτε κρασί να πιώ.
Στο ξύπνιο παρηγοριά μου εκείνη π’ αγαπώ.
Αυτή που απόψε μας καλεί χωρίς να την ακούμε
Να κοιμηθώ-κι εσείς μαζί-στον χώρο του VELPEAU.
Στο παραπάνω το σκαλί η γνώση έχει περάσει.
Όλα ανεβήκανε στη Γη ένα βήμα πιο ψηλά
κι εκεί λιωμένο γίνονται μολύβι, που με βιάση
στο χαμηλότερο ξανά επίπεδο κυλά.
Μα κι αν οι ελπίδες έλιωσαν στην κάμινο του τρόμου
κι αν εβαρέθηκα φριχτά θρηνήματα ν’ακώ
εκεί, στο ύψος του ακριβού και στρογγυλού της ώμου
μας περιμένει φιλικός ο χώρος του VELPEAU.
Δουλεύοντας νυχτόημερα έχουμε αποκάμει
για να μαζέψουν χρήματα οι πλούσιοι πιο πολλά.
Με πίσσα λερωνόμαστε και με πηχτό κατράμι
και πάνω μας η ένδεια αξεκόλλητα κολλά.
Μα κι αν εχάθη η δύναμη κι η αντοχή μας όλη
απόψε δα θα πάρουμε το μέγα μας ρεπό
κι ατέλειωτη κι αξέχαστη και ζέουσα μια σκόλη
στην κούπα θ’ απολαύσουμε του χώρου του VELPEAU.
Το δίκιο ψαλιδίζοντας στο μέτρο που αντέχουν,
με πυρωμένο σίδερο τις σάρκες μας τρυπούν
κι επαίρονται, οι κατέχοντες, πως δίκαια κατέχουν
και το μαστίγιο πιο γοργά και δυνατα χτυπούν.
Αλλά γι αυτούς μη νοιάζεστε γιατί η ιστορία
θα τους γνοιαστεί ανυπέρθετα. Και τώρα το λωτό
της λησμονιάς της ακριβής ας γέψωμε, κι ευθεία
απόψε ας τραβήξωμε στο χώρο του VELPEAU.
Σκληρή η ζωή κι η μοναξά, σκληρότερη η χαρά μας
και χίλιες δυο σκληρότερη φορές η υπομονή
μπροστά της ύλη εύπλαστη φαντάζει ο αδάμας
κι αυτός αντίς για το γυαλί κόβεται και πονεί.
Μα ένα στρώμα αφρόπλαστο, μια στρώση πουπουλένια,
μια πεντατρύφερη φωλιά, ένα στρώμα μαλακό
μας καρτερεί. Εμπρός λοιπόν, την κάθε αφήσετε έγνοια:
μιαν αγκαλιά κρατεί ανοιχτή ο χώρος του VELPEAU.
Σκεπάζει μαύρος και βαρύς πέπλος το φως του Απείρου
κι είν' το μυστήριο της ζωής δακτύλιος ζοφερός.
Είμαστε ενός αρχαϊκού εφιαλτικού ονείρου
δραπέτες, κι ειν' ο έρωτας φύλακας τρομερός.
Μα απόψε να! Τις άλυσες σπω που βαριά με δένουν.
Τα μολυβένια σύννεφα της άρνησης τρυπώ.
Οι Χίμαιρες κι οι Θάνατοι για με απόψε υφαίνουν
ένα στρωσίδι αχάλαστο στο χώρο του VELPEAU.
Τα Τάρταρα ξανοίγονται μέσα μας πιό μεγάλα.
Μπροστά μας τα Ηλύσια Πεδία πιο μικρά.
Τα στήθη της Αμάλθειας τώρα δεν έχουν γάλα
και μας θωρούνε άζωα, στείρα, ρικνά, νεκρά.
Μα εμείς μια νέα πλάθουμε απ' την παλιά κατάρα,
του τάφου αναμερίζουμε το χώμα το νωπό
και με βιασύνη με χαρά μ' ορμή και με λαχτάρα
καινούργιον τάφο ανοίγουμε στον χώρο του VELPEAU.
Ο ωραίος εμαράθηκε κήπος των Εσπερίδων.
Τα δέντρα του Παράδεισου μια στάχτη λευκωπή.
Από το δέντρο των κρυφών, των μυστικών Ελπίδων
απο αμνημόνευτους καιρούς τ' άνθη έχουνε κοπεί.
Αλλ’ απ’ το αμάραντο δεντρί τα φρούτα όλα κόβω,
τον δροσερό τους γεύομαι και σπάνιον οπό,
κι απέ μία νύχτα νιόφαντη, μιά νύχτα δίχως Φόβο
θε να γνωρίσω γέρνοντας στον χώρο του VELPEAU.
Βασιλικοί, απρόσιτοι κοιτώνες, κρύα χάδια
τήβεννοι χρυσοποίκιλτες και Τιάρες Παπικές
για τελευταία υψώνουνε φορά μες στα σκοτάδια
τις μυσαρές εικόνες τους και τις θριαμβικές.
Οι προλετάριοι βλέπουνε ορθοί την κωμωδία,
με βλέμμα ένα ασκλάβωτο κι ύφος αγριωπό.
Γι αυτό σας λέω-με στρώμα μου της νύχτας την ευδία
θα κοιμηθώ αμέριμνα στο χώρο του VELPEAU.
ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥΑΡΕΓΚ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΣΤΟ ΡΥΘΜΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΣΕ ΩΡΑ ΧΙΟΝΟΘΥΕΛΛΑΣ
Mάτια πέταλα ηλιαχτίδων
Στο πορφυρό πρόσωπο της ελπίδας.
Μάτια με μαύρα πέπλα σφραγισμένα.
Μάτια θηλές μελαψές στήθους λευκού.
Μάτια πέτρες πολύτιμες ερημικές.
Μάτια κυματίζουσες θάλασσες.
Κάτια αιχμές διατρυπώσες.
Μάτια εκηβόλα.
Στόμα ημίκλειστος αστερισμός.
Στόμα από γάλα και μέλι
Στόμα άβυσσος καταπίνουσα.
Στόμα τράχηλος τικτούσης μήτρας.
Στόμα ανεπαίσθητη έκλαμψη εαρινών αποχρώσεων.
Στόμα φτερωτό διάδημα κεφαλής συγκλινούσης.
Στόμα αρνητικό.
Στόμα περιέχον.
Στόμα ζυγός αμφιρρέπων επισφαλής.
Στόμα συναισθήματα αδιάψευστα και ηχηρά.
Στόμα ιτέα κλαίουσα.
Στόμα σφαδάζοντος εριφίου κραυγή.
Στόμα αλάθητος επίκλησις πνευμάτων τυραννικών.
Στόμα σαρκί και ύδατι περιγραφόμενον.
Στόμα εκχύνον τερμίτας εκκωφαντικούς.
Στόμα απόληξις αυλάκων ευωδιαζόντων μύρα.
Στους ώμους παιχνιδίζοντα κύματα μαλλιών.
εκστατικά από το άγγιγμα του φωτός.
Κύματα μαλλιών γέφυρες
Ανάμεσα φωτιάς και απωλείας.
Μήλα παρειών προπέτειες ισχυρές,
Αποκλίνουσες, γεννώσες. Ηλεκτρίζούσες
Εξαρτήματα λειτουργικά-
Ρυτίδες δροσερών δακρύων.
Πέτα αγέρι
Πέτα θάνατε βροντερέ
Πάρε από τη μορφή αυτή τη μνήμη του Χρόνου
Και φυλάκισε την στο αιώνιο μουσείο σου.
Κύλα νερό καθρεφτίζον
Κύλα νάμα εαρινής βροχής
Και από τις άκρες των δακτύλων
Έλξε την άνωθεν ιλαρότητα.
Αμμος καίουσα τρέχε και άγγιζε
Μέλη ανεύθυνων υποστάσεων.
ΣΤΑΎΡΟΣ ΚΑΙ ΒΙΒΗ
Καθώς εμείς επίναμε κι εβλέπαμε τη μέθη
στου ποτηριού μας το βυθό άφταστη να μας γνέφει,
ο Σταύρος-μία αίσθηση και μια ψυχή ακριβή
στου ποτηριού τον πάτο του έβλεπε τη Βιβή.
Βρισκόμασταν στην άξενη πολύανθη Μυτιλήνη. Υπηρετούσα κάπου εκεί την εποχή εκείνη
και σε μια φιέστα που \είχανε σκαρώσει τα παιδιά
με κάλεσαν. Εδέχτηκα μ’ όλη μου την καρδιά.
Όλα τους ήτανε παιδιά μ’ αθώο, καθάριο μάτι,
λεβέντες, ανοιχτόκαρδοι και ανθρωπιά γεμάτοι.
Λίγο μιλούσαν μα ήτανε οι κουβέντες τους ζεστές-
με λόγο ένα τα παιδιά ήταν κουμουνιστές.
Α! Βρε κι επίναμε και να! διπλιάζαν τα ποτήρια
και δε θυμότανε κανείς σκοπιές και σιωπητήρια.
Α! Βρε κι επίναμε ναι να! η νύχτα η σκοτεινή
μέρα γινόνταν και χαρά και ώρα αυγινή.
Κι ενώ όλα ήτανε καλά και κύλαγε η ρετσίνα
χτύπησε το τηλέφωνο-ήταν απ’ την Αθήνα.
Κι είπε στο Σταύρο η Βιβή πως άλλο δεν μπορεί
μόνη εκεί να κάθεται και άλλονε θα βρει.
Εκείνος εκιτρίνισε. Και πάντα θα θυμάμαι
που όλη νύχτα ετρέχαμε το Σταύρο για να βρούμε
γιατί αυτός νομίζοντας πως όλα έχουν χαθεί
έξω εβγήκε λέγοντας πως πάει να σκοτωθεί.
ΣΟΛΙΩΤΙΚΟ
(Γεώργιος Σολιώτης)
-Τ' είναι που ζήταγες Γιωργή
Τον ήλιο σαν εθώρεις;
-Όλη τη μέρα μας θωρεί
Με το λαμπρό του μάτι
Και μπρος του σκύφτουμεν εμείς
Το βλέμμα το δικό μας.
Μα ένας Σολιώτης δεν μπορεί
Να προσκυνάει κανέναν
Όσο μεγάλος ειν’ αυτός
Κι όσο ψηλά κι αν στέκει.
-Οποιος τον ήλιο Γιώργη δει
Μέρα δεν ξαναβλέπει.
-Το ’ξερα. Ωρα όμως πολλή
Μ’ ορθό μου το κεφάλι
Τον είδα. Κι έγινα έτσι δα
Εγώ τρανότερός του.
-Και πώς θα ζεις έτσι χωρίς
Το γλυκοφώς να βλέπεις;
-Άκου αδέρφι τι θα πω.
Όταν τον ηλιο είδα
Γύρω μου εχύθη σκοτεινιά.
Εχάθηκε το φως μου.
Και όταν είχαν βυθιστεί
Όλα στη μαύρη νύχτα
Να ξεπροβάλει αρχινά
Από τα μάκρη πέρα
Εν' άλλο φως πιο φωτεινό
Και πιό γλυκό απ’ του ήλιου.
Και φιλικά και χαρωπά
Γοργότρεξε κοντά μου
Κι όπως το άνθος η δροσιά
Ετύλιξέ με όλον.
Κι ήταν σα να ’λειπε η ψυχή
Και τώρα ήρθε στο σώμα
Κι από νεκρό που ήταν αυτό
Τώρα ζωή γεμάτο.
Κι αυτός ο ήλιος ο λαμπρός
Εθρόνιασεν εντός μου
Σα να περίμενε αυτή
Την πράξη μου για να ’ρθει.
Κι ειν' άσωστο το φως αυτό
Και νύχτα δεν γνωρίζει.
-Λένε πως η αρρώστια αυτή
θανατερό έχει τέλος.
-Όποιος γνωρίσει τέτοιο φως
θάνατο δε φοβάται.
Κι εγώ το γνώρισα αδερφέ
Και θάνατο δεν έχω.
-Κι αφού δεν είναι ηλιοφώς
Πώς λεν το νιό το φως σου;
- Αδέρφι μου Ελευτεριά -
Ελευτεριά το λένε.
ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ
(Στη όμορφη Μαρία, που έκλαιγε για το θάνατο του πατέρα της, απόστρατου αξιωματικού του ελληνικού στρατού, που πέθανε στην Αμερική)
Το διάφανο Μαρία το πρόσωπό σου
Ας μη του πόνου δάκρια το υγραίνουν-
Μη τον πατέρα κλαις τον λατρευτό σου-
Άνθρωποι σαν και κείνον δεν πεθαίνουν.
Ειν' ο πατέρας σου λαμπρό αστέρι
Ο Θάνατος μικρούλι συγνεφάκι-
Μπροστά σου ζωντανόν θα σου τόνε φέρει
Το πρώτο απαλοφύσητο αγεράκι.
Μην κλαις Μαρία. Γύρω σου ευωδάνε
Ανθώνες ορθωμένοι απ' την ψυχή του-
Οι αιθέριες τους οσμές δε σε μεθάνε;
Δε σεργιανίζεις μέσα τους μαζί του;
Ειν' ο πατέρας σου-δεν τόχεις νιώσει-
Ο αθέρας της Ζωής' κι αυτός δε σβηέται
Όταν ο Χάρος το κορμί αλώσει-
Αυτός παντοτινός και δε χαλιέται.
Γιατί η Ζωή ό,τι πιο ωραίο έχει
Μ’ Αθανασίας φόρεμα το ντύνει
Και κείνο σ' όλους τους Χαμούς αντέχει
Και λάφυρο του Χρόνου δε θα γίνει.
Κλάψε αν θες-αν σου περσεύουν δάκρια-
Γι αυτούς που όταν ο Χάρος τους αδράξει
Στου Μηδενός τους ρίχνει κάποιαν άκρια
Και πια δεν είχανε πότέ υπάρξει.
Δεν πέθανε ο πατέρας σου Μαρία.
Ειν' άσμα της Χαράς. Μαγεία τ' Ονείρου"
Καρπών εξαίσιων ειν’ η ευφορία.
Η παλμοδότρα είναι πνοή του Απείρου.
ΣΟΛΙΩΤΗΣ
(Ο Νικόλαος Σολιώτης είναι εκείνος που έριξε το πρώτο ντουφέκι του 1821 ενάντια στους τούρκους)
Πού' σαι μορφή θεόγνωμη κι ανθρωπινολαλούσα-
Πού είσαι ωρέ Όμηρε, ψυχή της Ρωμιοσύνης
Που η φτερωτή σου ακούραστα τραγούδησε η Μούσα
Τις Αχαιογέννητες πρωτιές της Παληκαροσύνης..
Πούσαι να ψάλλεις τον αγνό και φλογερό μεσίτη
Που την Ελλάδα επάντρεψε με την Ελευθερία-
Που αρπώντας το ανέλπιδο τ' Όνειρο από τη χήτη
Τούδωκε σάρκα και οστά και τόκανε Ιστορία;
Για του Χελμού τον αετό να ψάλλεις-για τον ήρω
Τη ντουφέκια του Σηκωμού που έριξε την πρώτη
Ενάντια σε προεστών βουλές κι αντίθετα στον Κλήρο:
Να ψάλλεις για τον ήρωα το Νίκο το Σολιώτη.
Που τη λεβέντρα παίρνοντας ευχή του Παπαφλέσσα
Και μ' οδηγό τ' αδούλωτο των Καλαβρύτων πνέμα
Ρίχτηκε μέσα στη φωτιά και στην αντάρα μέσα
Μπαίνοντας έτσι στης τιμής τo ατίμητο το ρέμα.
Που δεκατέσσερες Μαρτίου μες στ'Αγριδιού τις πόρτες
Πρώτος αυτός απ' τους Ρωμιούς σήκωσε το ντουφέκι
Και τους Τουρκούς που απείραχτοι μας ρήμαζαν ως τότες
Το τιμωρό του άγρια εκατάκαψε πελέκι.
Και στων αψιών των Αχαιών το δρόμο περπατώντας
Από τις τότε τις Αιγές μέχρι το τώρα Σόλος
Εξεσηκώθηκε ο λαός Σολιώτη ακολουθώντας
Κι άστραψαν τα Καλάβρυτα κι έλαμψε ο τόπος όλος.
Κι εγίνη η Επανάσταση που δίχως το Σολιώτη
Ποιος ξέρει αν γίνονταν ή αν κακάρχιστη δε σβηούσε-
Η σωφροσύνη η άπρεπη και η κρυμμένη αξιότη
Ποιος ξέρει αν σε χειρότερη σκλαβιά δεν οδηγούσε..
Ήρωα έγνια μη για μας θαμπώνει την ψυχή σου:
Οι Έλληνες μέσα στην καρδιά καλά κρατούνε ο,τι
Η λεβεντιά τους έμαθε η Καλαβρυτινή σου-
Κι όπου αγώνας για καλό, τραβούνε πάντα πρώτοι.
ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ
Κάθε τριάντα χρόνια
ανανεώνονται οι γενιές.
Κάθε τους μία
για δικιοσύνη μάχεται
για ελευθερία.
Αγώνες.
Αίματα.
Έτσι η ανθρώπινη-
η αλλιώς αβάσταχτη κενότητα
βρίσκει ένα λόγο ύπαρξης καθώς
κάθε τριάντα χρόνια
αγέρωχη
τη ματαιδοξία της ξανανιώνει.
ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ
Καθρέφτη μου χρωστάς ένα καθάριο βλέμμα.
Καθρέφτη μου χρωστάς πλούσια ξανθά μαλλιά.
Ένα κορμί λαμπάδα μου χρωστάς
κι αντίς για χέρια δυο φτερά πετάμενα.
Θυμάσαι πώς χαρά όλος ήσουνα
κι ανεμελιά σα με κοιτούσες;
Πώς έλαμπες ολάκερος σα στέκοσουν εμπρός μου
κι όταν δε μ’ έβλεπες σκοτάδι εγέμιζες λες και δε ζούσες;
Καθρέφτη για φορά μια μόνο
Φέρε μπροστά μου πάλι την εικόνα την παλιά.
Παιδάκι γίνε χαρωπό κι ευτυχισμένο.
Κι αν ότι σου ζητώ δεν μου το δώσεις,
κι αφού δεν το μπορώ εγώ παιδί να μείνω
στη μνήμη των ατέρμονων αιώνων,
σου υπόσχομαι καλέ μου
τη νιότη τη χρυσή την εδική σου
με αθανασίας πέπλα να σκεπάσω-
υπόσχομαι καθρέφτη να σε σπάσω.
ΡΩΆΛ
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Και τ’ όνομά της είναι Ρωάλ,.
Και δεν την κρύβω.
Αν βρει το κάλλος της αυτό και κάποιος άλλος
κι ας πάρει όσο θέλει απ' αυτό-
η Ρωάλμου είναι αχάλαστη και ατελείωτη.
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Εγώ ο πολυμίσητος!
Ο πολυαγάπητος εγώ!
Ο απροσμέτρητος εγώ.
Ο απειροελάχιστος εγώ.
Εγώ ο τεράστιος-ο συμπαντικός
Εγώ ο ημίκοπος εξ αδαμάντων.
Εγώ ο πρωιβλαστής και ο πρωτοκτόνος.
Εγώ ο πολυτάρακτος και ο πολύπυλος.
Εγώ ο πυρίφατος και ο πυριστεφής.
Ο ευπλανής εγώ.
Και αι γυναίκες ήνοιξαν το στόμα των ωσεί αιδοίον του φαγείν.
Και αι μικραί παρθένοι ερυθρίασαν.
Και περίβλεπτος εγώ εν τάφω εκηδεύθην.
Εγω ο ημιπέπανος και ο ημίπνους.
Εγω ο ημιμεθής και ο ημίπτωτος.
Εγώ ο εξαϊστών το σκότος.
Εγώ ο εγχείβρομος.
Εγω ο πολύμουσος και ο πολυηδύς.
Εγώ ο περιάμφοδος και ο περιαυγάζων.
Ο ευπλανής εγώ.
Και έπιπτεν βαρύς ο πέλεκυς και διόπτευεν τα πάντα δια της ακμής του. Και εγώ κατέγραφον τας πτώσεις και τας ανόδους του.
Εγώ ο άπτιλος.
Εγώ ο απλοπαθής.
Εγώ ο ημίβροτος.
Ο πολύφορτος εγώ.
Εγώ ο πολύαθλος και ο χρυσολαμπής.
Εγώ ο ολοφυδνός, ο ολοφυής και ο ολόπυρος.
Ο διφυής και νυμφόπληκτος.
Ο νυκτοπόρος και ο νυκτομάντις.
Ο ευπλανής εγώ.
Και ήρχοντο προς με κυνών υλακαί και περιδινίσεις άλω.
Και τα περιέβαλον μετά στοργής ο ουρανοφάντωρ εγώ.
Εγώ ο έγχαλκος.
Εγώ η διηλών.
Εγώ ο ημισπάρακτος και ο ημισφαγής.
Εγώ ο ημίχλωρος και ο ημιψυγείς.
Εγώ ο πυρσοτόκος, ο πυρίστακτος, ο φιλόμβριος και ο πολυδαίδαλος.
Εγώ ο ευστήρικτος.
Εγώ ο απλετομεγέθης και ο άπλαστος.
Ο ευπλανής εγώ.
Και φλόγαι περιέβαλον το ιερόν και κατέφαγον αυτό.
Και οίμοι! εβόουν ο πολύφατος εγώ.
Και ουαί! φευδώς εβόουν ο πολυχανδής εγώ.
Και εδάκρυζον ο πολύφιλτρος εγώ.
Εγώ ο πολύστριβος.
Εγώ ο πολυσκόπελος και ο πολύποινος.
Εγώ ο ημικραίπαλος και ο ημίλεπτος.
Εγώ ο περίπικρος, ο περίσεμνος και ο περιδρομεύς.
Εγώ ο ουρανοφόρος και ο νεότρωτος.
Ο προδέκτωρ και ο προδιαμαρτάνων εγώ.
Εγώ ο περιαλγής.
Ο ευπλανής εγώ.
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Εγώ ο ημιρραγής,
Εγώ ο ημίρυπος,
ο ημιδάϊκτος εγώ και ο ημιδαής.
Εγώ ο περιμάχητος.
Εγώ ο περιμανής, ο πρόσπαιος και ο ημίθαλπτος.
Εγώ ο ημίθηρ.
Εγώ ο σκύμνειος, εγώ ο στυπτηριώδης, εγώ ο ταναιμήκης.
Ο υπερθέων, ο υπερόριος, ο χορδοποιός.
Ο ευπλανής εγώ.
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Ο ουρανομίμητος εγώ.
Εγώ ο χοροβατέων.
Εγώ ο χρυσοκλαύστης.
Εγώ ο τετραδιστής, ο συηνός και ο πτερυγοφόρος.
Εγώ ο περίπεπτος και ο ηδύφρων.
Ο εύπομπος, ο ειδωλόθυτος, ο αριζήλωτος και ο απεχθητικός.
Ο περιανθής και ο περίγλισχρος.
Εγώ που δε ζυγιάζομαι με λίγη αγάπη.
Εγώ που δε ζυγιάζομαι με λίγο μίσος.
Ο ευπλανής εγώ.
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
ΕΚΔΡΟΜΗ ΚΟΡΑΣΙΔΩΝ
Τριήμερη εκδρομή θηλέων.
Στάση στο Γκούντις.
Κατεβαίνουν.
Χωρίς χαρές ή κοριτσίστικα ξεφωνητά.
Κοριτσάκια με ρόδινα μαγουλάκια, μικρές μυτούλες,
εξέχοντα ζυγωματικά, στεγνά χείλη.
Πάνε στο ταμείο. Υπομονετικά περιμένουν να έρθει η σειρά τους.
Σιγοψιθυρίζοντας παραγγέλνουν.
Ύστερα διαλέγουν τα απόμακρα τραπέζια της μεγάλης άδειας αίθουσας και κάθονται τέσσερα τέσσερα.
Κολλάνε τις καρέκλες στα τραπέζια και στριμώχνονται ανάμεσα τραπεζιού και καρέκλας,
ανταλλάσσοντας με φωνή όλο φροντίδα απαραίτητες μόνο προτάσεις:
«Μήπως ξέχασες την τσάντα σου;»
«Κάτω έχει τουαλέτα»
«τι παράγγειλες;»
«σου έπεσε το σκουλαρίκι».
Οι τσάντες και τα μικρά σακίδια ανάμεσα στα πόδια
ή δίπλα τους επάνω στο τραπέζι.
Τα πόδια ενωμένα, το κεφάλι σκυφτό στρέφοντας συχνά δεξιά κι αριστερά, προσέχοντας μη κάποιος τα ακούει ή τα κοιτάζει.
Με δυσκολία η περιέργειά μου βρίσκει ένα μονοπάτι
ανάμεσα στο πυκνό ρουμάνι
της τέτοιας αποστασιοποίησης
για να ρωτήσει: «από πού είστε κορίτσια;»
Στην πρώτη ερώτηση ένα γρήγορο κοίταγμα προς την παρέα μας χωρίς απάντηση.
Στη επανάληψη της ερώτησης έρχεται η κοφτή απάντηση: «Τρίκαλα».
ΚΩΣΤΟΥΛΑ
(Καστοριά προς Θεσσαλονίκη, 1968)
Κακοτράχαλο αμάξι
κακοτράχαλη ζήση
μες στις πέτρες βροντούσαν
οι σκληρές του οι ρόδες
(η γραμμή του ήταν άγονη).
Στη δίπλα μου θέση η Κωστούλα
με μια βαλιτσούλα στα πόδια
σε λίγες ημέρες μπαρκάρει
για τη μακρινή Αυστραλία
(είχε φτώχεια ανυπόφορη).
Φταίει η τρέλα της νιότης;
Τo αυγουστιάτικο βράδυ;
Της Κωστούλας τα χείλια;
Τα γλυκά της τα μάτια;
(ήταν πράγματι όμορφη)
Μα όποια και να ’ταν η αιτία
στη σφύζουσα κι άναστρη νύχτα
καθώς ο οδηγός σβει τα φώτα
εκείνη κι εγώ γίναμε ένα
(εκοιμόνταν οι γύρω μας)
Ω! Για πάντα δική μου
τρυφερή της αγάπη!
Ω! Για πάντα δική της
πονεμένη καρδιά μου!
(Ω! Οι κραυγές μας οι άφωνες!)
Ω! Τ' όνειρο! ήρθε σε μένα
κι ας το 'φερε ύπνος θανάτου!
Ω! Χάρη! μου εδόθης κι ας είχε
βαρύς ο πέλεκυς πέσει
(Ω! Συ! κρύφιο ξεφάντωμα!)
Ω! Βελούδινη σάρκα!
Ω! Πρωτόφαντη αγνότη!
Ω! Σεπτό κι ώριο δόσιμο!
Ω! Αμόλυντο πάθος!
(Ω! Πεντάγλυκη θύμηση!)
Το ξέρω, όπου να ’σαι καλή μου
για μένα η καρδιά σου χτυπάει
κι αντίλαλοι εκείνης της νύχτας
οι ανήσυχοι χτύποι της είναι
(μου το λεν όλα γύρω μου)
Ξέρω-είσαι μονάχη
κι η μονάξα σε θλίβει.
Ξέρω-πόνοι μεγάλοι
σ' έχουν μύριοι πονέσει
(ΩΙ Και πάλι ας βρισκόμαστε...)
Μα ξέρω και ξέρεις πως είναι
το βάλσαμο η νύχτα εκείνη
για κάθε πικρή σου Αυστραλία
για κάθε φριχτό μου ναυάγιο
(και τα χρόνια διαβαίνουνε...)
REUNION 2014
(Στη Θεσσαλονίκη, της τάξης του '58 της ΣΙΣ)
Λέτε φίλοι κάθε χρόνο πως βρισκόσαστε
και παλιά θυμάστε και καινούργια λέτε
κι έτσι όπως στη συζήτηση αφηνόσαστε
η ψυχή σας πως πολύ ευχαριστιέται.
Να βρεθούμε το λοιπόν φίλοι αξέχαστοι
στων κλαυθμών και στων βασάνων μας την πόλη-
στη γωνιά της γης που όρισε, αδέκαστη,
ένα βάσανο η ζωή μας να ’ναι όλη.
Να βρεθούμε ανυπερθέτως-είναι χρέος μας
προς τα πτώματα των τόσων ταλαιπώρων
που πατώντας τα, εχτίσαμε το κλέος μας
και μετράμε πια στην κλίκα των ευπόρων.
Να βρεθούμε φίλοι-κι άλλωστε τι χάνουμε...
έτσι κι έτσι είμαστε που ’μαστε χαμένοι-
και αν όχι τι καλλίτερο θα κάνουμε
μόνοι έτσι που περνάμε και θλιμμένοι…
Να βρεθούμε! Να μιλήσουμε πώς κλέβοντας
των φτωχών την ιδρωτόβρεχτη πεντάρα
φορτωμένους θα μας πάρει ο Πολυδέγμονας-
για την κάθε μας κλοπή και μια κατάρα.
Να μετρήσουμε παιδιά πόσα σκοτώσαμε
για να ζήσουνε ανέτως τα δικά μας
και να δούμε σπίτια πόσα ισοπεδώσαμε
ώστε εκεί να υψωθούν τ’ αρχοντικά μας.
Και να δούμε κόσμο ποιον θα παραδώσουμε
στα παιδιά μας που στα μάτια μας κοιτάνε
και να δούμε πού το χέρι μας θ’ απλώσουμε
δίχως δίποδα πιράνχας να το φάνε.
Για τις νόμιμες να πούμε τις κυρίες μας
που τους πόθους μας σε βόγγους μέσα σβήνουν
και ανάστροφα να πούμε τις βλακείες μας
ώστε οι άλλοι για εξυπνάδες να τις κρίνουν.
Για τους γόνους μας να πούμε που περήφανοι
πως γι αυτούς μόνο δηλώνουμε πως ζούμε
και γελοία να στεκόμαστε κι αμήχανα
πιότερα αν για τους δικούς τους οι άλλοι πούνε.
Την παλιά να θυμηθούμε την κατάντια μας
που ντυμένοι την παράξενη στολή μας
την ανύπαρκτη εφημίζαμε πραμάτεια μας-
την κενότητα του νου και της ψυχής μας.
Τις αριές να θυμηθούμε τις εξόδους μας-
σα ’νοιγόκλεισμα ματιού στο φως της πλάσης-
που δεν πρόφταιναν να σβήνουνε τους τρόμους
μας
στα κανάλια της Αμέριμνης Θαλάσσης.
Τα θλιβά να θυμηθούμε αναγνωστήρια
τους θαλάμους που μας δέχονταν σαν ξένοι,
την πλατεία την κλεισμένη από κτίρια
με το μαύρο πάντα πάνω της να δένει.
Να θρηνήσουμε για ζήση που δε ζήσαμε
για χαρά που ούτε σα δείγμα δε μας ήρθε
για τη φρίκη της μετάθεσης που φύσαγε
και μας πέταγε σκουπίδια δώθε-κείθε.
Τις οργές να θυμηθούμε και τα μίση μας
και τις ζήλειες και τις άθλιες ειρωνείες
που τονίζαν την ανθρώπινη τη φύση μας
και που νιες μας φέρναν όλο δυσστονίες.
Μοναχοί μας να σκεφτούμε πόσο νιώθαμε
και ας ήμασταν πολλοί πάντοτε αντάμα
και πως ήτανε το μόνο που μας βόηθαγε-
συντροφιά να λέμε ότι έχουμε- το κλάμα.
Να βρεθούμε-το καλούν τα νέα ήθη μας
και πολύ το πράγμα αυτό φοριέται εσχάτως
κι αν ούτε έτσι αλαφρύνουνε τα στήθη μας
ο περίγυρος θα είναι όμως κεφάτος.
Τη μικρή τώρα μετρώντας συνταξούλα μας
στα στενά ενός κλεισμένοι αδιεξόδου
τους γυλιούς θ’ αναπολούμε, τα μπαούλα μας
τις στολές της αγγαρείας και της εξόδου.
Τον ανέλπιδο και βρώμικο και άχαρο
και τον δύσκολό μας βίο να θυμηθούμε
που ένα μόνο είχε διαυγές και πεντακάθαρο:
την πικρία που μας κέρναγε να πιούμε.
Μπρος λοιπόν! Ας μαζευτούμε στην ανάλγητη
αποφράδα πολιτεία-τη ’Σαλονίκη
που από γλύκα κι από αγάπη όντας αμάθητη
σε φρικτή μας είχε ρίξει καταδίκη.
Και θερμά ας χαιρετηθούμε ανταλλάσσοντας
ιησουϊτικα φιλιά-φιλιά του Ιούδα-
το μονάχο αληθινό- αποσκεπάζοντας
όλα τ’ άλλα μας τα ψεύτικα και φρούδα.
Μπρος λοιπόν! Ας μαζευτούμε στου εγκλήματος
τη ζωή που μας εστέρησε, τον τόπο,
ώστε δείγμα γης να δώσουμε και ύδατος
στη βλακεία και στο μίσος των ανθρώπων.
Μπρος λοιπόν! Και κουβαλώντας τον αφύτρωτο
της δικαίωσης της ύπαρξής μας σπόρο
άβλαβο όλον, κι ως τα πάθη μας αλύτρωτο,
να τον κάνουμε του κηπουρού μας δώρο.
ΤΟ ΠΡΑΟ
Χαμένες στου νου τα βαθιά τα υπόγεια
χαμένες μακριά απα' στην άπλα της γης
κι αυτές κι όσα δε μου ψιθύρισαν λόγια
κι αυτές κι οι κενές τους ματιές οι αναιδείς.
Πώς μάκρυναν έτσι οι σκιές των Πραγμάτων.
οι άνθρωποι, οι τόποι, το Τώρα, το Εδώ...
πώς έχει θαμπώσει η υφή κι η έννοια των
κι εγίνη η θωριά τους θολή, αναιμική…
Να είναι που τάχα όσο πάω γερνάω
και λιώνει το σώμα και μένει η ψυχή
και τώρα αρχινάν τα δικά της τα μάτια
να βλέπουν; Τα μάτια!..Φαιδρά που αντηχεί!...
Γιατί στου τρανού Μηδενός τ' άγια πλάτια
το Τίποτα βρίσκεται μόνο το πράο.
ΔΙΑΛΟΓΗ
Για να διαλέξει άντρα η γυναίκα
κεφάλι και ματιά σκυφτά κρατεί
με τους σφυγμούς της βλέποντας μονάχα των χεριών,
με των χειλιών της τους λεπτούς μυικούς σπασμούς
και με τα μάτια όλα του φύλου της
που ορθάνοιχτά ’ναι,
ενώ εσύ τίποτα ούτε βλέπεις
ούτε κι αιστάνεσαι
απ’ όλ’ αυτά,
μόνο προσεχτικά κοιτάς,
ένα μικρούλι νεύμα της να δεις
ώστε να πέσεις
φύλλο ξερό
μέσα στης καρποφόρας
και παντογεννήτρας αγκάλης της το χώμα.
ΑΓΝΗ ΦΡΑΓΚΑ
Δέκα ετών αυτή κι ο σύζυγός της εβδομήντα.
Μεγαλύτερη, βέβαια, ηδονή, δεν υπάρχει.
Και γίνεται πασίδηλο αυτό, επειδή,
όποιος τ' ακούσει
πονηρά χαμογελά.
Ως για τον ίδιο τον Έρωτα, τι άλλο
παρά αυτό, η επιδίωξή του ήταν πάντα:
η έκπληξη;
Τώρα επέτυχε ό,τι ζητούσε τόσο που,
στην κλίνη δεν ξαπλώνει
των εραστών-τα χέρια και τα χείλη τους
να οδηγεί-
αλλά παράμερα, άπρακτος
(αλλά πολύ έμπρακτος αλήθεια) καθισμένος,
βλέπει τα μάτια τα μεγαλωμένα της Αγνής
μπρος σ' ό,τι γίνεται,
που καθόλου
προετοιμασμένη ν' αντιμετωπίσει
δεν ήταν.
ΣΥΝΕΥΡΕΣΕΙΣ
Η Δείλια των Συμπάντων
και ο Ανεύθυνος των Ουρανών
βρεθήκανε πάνω στη γης μια μέρα.
Εκείνη τρέμοντας σε κάθε αγεροφύσημα
κι Εκείνος έχοντας ξεχάσει και γιατί ήρθε.
“Έτσι ως τρέμουνε μ’ αρέσουνε τα στήθια σου” της είπε.
«Φοβάμαι», είπε αυτή,
“ως και τις μύγες που πετάνε.
Πάρε με στην αγκάλη σου και ’σύχασέ με.”
“Έτσι όπως σ’ έχω εδώ κλεισμένη
κι έτσι που τίποτα να κάνουμε δεν έχουμε άλλο
τι θα ’λεγες ν’ αφήσουμε παιδί ένα ’δώ;”
“Αν έτσι θέλεις ναι. Μα φύλαγέ με
από τις σκιές κι από της χλόης το πράσινο”
Και τήνε σφιχταγκάλιασε αυτός
πόθο γεμάτος, τέτοιον,
που οι φοβισμένες μόνο οι γυναίκες
στον άντρα τον εγωιστή γεννούνε.
Και μήνες ύστερα εννιά
γεννήθηκε το έθνος των ελλήνων.
ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Απ' την παλιά του γειτονιά που ξαναβρήκε,
οι περισσότεροι έχουν φύγει-άλλοι για κάτω,
άλλοι για πιο πέρα. Κι όσοι έχουν μείνει,
αλλάξει έχουν τόσο, που αγνώριστοι
έχουν ο ένας για τον άλλο γίνει.
Μονάχα κάτι πέτρες βλέπει
για το παλιό πηγαίνοντας το σπίτι-
κάτι πετρούλες άσπρες απ' το ασβέστωμα
τώρα καθώς και τότε,
που ακόμα μένουνε η μια πάνω στην άλλη
διόλου γωνιά χωρίς ν’ αλλάξουνε ή θέση.
Οι άνθρωποι έτσι βέβαια θα τις συντηρούν
για να ’χουν κάτι που αναλλοίωτο να μένει,
όταν εκείνοι άπαυτα κινούνται
και αλλάζουν
και, παραδέρνοντας
τον εαυτό τους τελειώνουν.
Η ΓΛΩΣΣΑ
Γλώσσα του Όμηρου και της Σαπφώς..
Γλώσσα του νερού και του ελάτου..
Γλώσσα του γκιώνη… του κορυδαλλού…
Ελληνική, κρίνε λευκέ, γλώσσα σωστή του ανθρώπου,
έτσι σου μέλλεται λοιπόν να σβήσεις απ’ τον κόσμο;
Το μέγα της το στόμα η Ευρώπη
θ’ ανοίξει το βαρβαρικό-
τευτονικό και φραγκικό και ουνικό και σλάβο
και σαν οπώρα να ’σουνα
ως τη στερνή σου λέξη θα σε καταπιεί;
Έτσι
σιγά σιγά απ’ τα στόματα
και λίγο λίγο απ’ τα βιβλία θα σε βγάλει
αυτών που σε μιλούσαν μέχρι τώρα
κι ένα πρωί θα ψάξουν ως και στην ψυχή τους
κι ούτε και μέσα κει δε θα σε βρούνε.
Ελληνική, αγαπημένη γλώσσα
ο τελευταίος αυτός τότε θα είναι
και ο τελειωτικός ο θάνατος σου.
Σκάβοντας τότε πια κανείς στο χώμα
σάρκες θα βρίσκει στην αρχή από σένα
μισολιωμένες και σαθρές
ύστερα κόκαλα λευκά
και ξάστερα
και λεία
και θ’ απορεί κρατώντας τα στο χέρι
τι να ’ναι αυτά…
και κάτι θα γρυλλίζει
πριν πάλι σαν ανάξια τα πετάξει.
Μα να θρηνώ γιατί;
Γιατί να κλαίω;
Μην ένα τέλος όλα δεν τα βρίσκει;
Μη και το φως στης Ντόρας μου τα μάτια
κι εκείνο κάποια μέρα δε θα σβήσει
και μήπως κόκκαλα δε θ’ απομείνουν
απ’ το λαχταριστό τώρα κορμί της;
Γιατί λοιπόν να κλαψουρίζω; η ωραιότη
στο χρόνο μπρος ασήμαντη-μηδέν στην αιωνιότη.
Λοιπόν ας πάψω να θρηνώ
λες και μπορούσε κάποιος να μ’ ακούσει.
Εμπρός Ευρώπη!
Πριν και συ να λιώσεις
κάτω απ’ το πέλμα της Ασίας
να! Εδώ η γλώσσα!
Γυμνή όπως το φως και η αλήθεια
κι όπως παρθένα πρώτη νύχτα γάμου
στέκεται εμπρός σου άοπλη και πράα.
Λιώσ’ τηνε με το κάρο της προόδου-
του τέκνου η φροντίδα πάντα η πρώτη
ο θάνατος δεν είναι του πατέρα;
Γράψε την ιστορία σου Ευρώπη.
ΘΑΛΑΣΣΑ
Η ψυχή της είναι η ψυχή μας.
Το μυστήριο στη θέα της μας πνίγει.
Στο φως του κόκκινου του φεγγαριού
λάμπουν οι στάλες των κυμάτων της
ως πρωινή δροσιά στα βρόχια θεόρατης αράχνης.
Σαν μητριά τάχα ή σαν μάνα μας μας βλέπει;
Ατελείωτη.
Ατελείωτη.
Ατελείωτη σαν θλίψη.
Σαν τους καθρέφτες της περιβλημένοι
Αυτήν όπου κοιτάζουμε θωρούμε.
Αυτή το αίμα μας
Αυτή η φωνή μας
Αυτή η ανάσα κι ο παλμός μας.
Κοίτα πώς πάνω στα κυματιστά λαγόνια της
τ’ άσπρα φαντάσματα των καραβιών πλανιούνται.
Ατελείωτη. Ατελείωτη κι αγνώριστη.
Τέτοια μια κλήρα ποιος μας όρισε;
Και ποιος
Από της απεραντοσύνης της την τυραννία θα μας απαλλάξει;
Μη και στον θάνατο ακόμα μέσα
στα ταραγμένα βάθη της οι σκιές μας θα κυλιούνται
προσδοκώντας κάποτε πάλι
σαν τάχα λυτρωμό,
απέξω, ζωντανοί να την θωρούμε;
Θ' ΑΝΑΣΤΗΣΩ
Στρατιώτες λογχοφόρους θέλω εγώ
δε θέλω Σίμωνες στην άγρια μάχη
κι ούτε με ψεύτικες ελπίδες ζω
ξέρω-ανάσταση για μένα δεν υπάρχει.
Όχι πως Σίμωνες δεν έψαξα να βρω
ή δεν επάσκισα τις λόγχες ν' αποφύγω
μονάχος όμως σέρνω ακόμα το σταυρό
κι οι λογχισμοί πληθαίνουν λίγο λίγο.
Ποιος ξέρει… ίσως μέσα μου να κλείνω
τη δύναμη που θα 'ρθει να με σώσει
που θα με κάνει τις πληγές να υπομείνω
και ίσως ίσως το σταυρό μου να σηκώσει.
Όχι! Δε θέλω Σίμωνες εγώ!
Μονάχος το σταυρό μου θε' να στήσω
μονάχος μου διπλά θα σταυρωθώ
κι ένα Χριστό δικό μου θ' αναστήσω.
ΠΟΙΗΣΗ
Μία σελίδα άγραφη.
Ο ηθμός του νου επάνωθέ της
διάτρητος φύλακας της παρθενίας της.
Από την προϊστορία του αίματος
ως τρομαγμένα φαντάσματα της νύχτας
ή ως εφήμερα έντομα του χρόνου
ιδέες ξεπηδούν και ίπτανται στου δωματίου τον χώρο
σε πράγματα πάνω σκουντουφλώντας: παλαιά πορτραίτα,
σκελετούς λυρικών γερακιών,
χάρτινα τριαντάφυλλα.
Απ’ όλες κάποια
τυχαίνει να περάσει τον ηθμό
κι αφήνει το ίχνος της στο άσπιλο λευκό.
Η ΜΕΡΑ ΑΥΤΗ
Η μέρα αυτή με άγγιξε σαν ήχος μιας αιθέριας μουσικής.
Ότι να δω ποθούσα
μόνο του μπροστά μου ήρθε και στάθηκε.
Με κύκλους που όλο και μεγάλωναν
τ’ αρχαία μυστήρια μου αποκαλύφτηκαν κόσμου.
Με φως οι αισθήσεις μου όλες πλημμυρίσανε
κι ανάμεσα στη Γνώση και στο νου
μόνο ένας τοίχος λεπτός τόσο
που στο λογισμό μου συνευρίσκονταν
ο κεραυνός κι η σκέψη του θεού κι η νεροστάλα.
Σαν δέντρο μέσα μου εβλάστησεν η μέρα αυτή.
Κι ως η εσπέρα της λιποθυμούσε
Όπως το άνθος την ψυχή
Έτσι κι αυτή εμένα με τραβούσε.
ΠΡΟΣΩΠΑ
Τα πρόσωπα.
Παντοδύναμα.
Μια κομψή μύτη έθνη γκρεμίζει.
Μια μικρή σύσπαση του πάνω χείλους
γεννάει αυτοκρατορίες.
Μια ματιά τους
ανεπιθύμητων σωρεία εξολοθρεύει.
Τα πρόσωπα.
Επιπόλαια.
Λένε Εγώ
και κάτι άλλο μ’ αυτό
που άγνωστο τους είναι
εννοούν.
Και όταν ο Αιώνιος έρθει,
Αυτός,
ο χωρίς πρόσωπο,
και ορθός κι ακίνητος
σαν σύνορο άγνωστης χώρας
στη σκοτεινή εμπρός είσοδο σταθεί,
τα πρόσωπα προς αυτόν στρέφουν
και προς αυτόν υποτακτικά τραβούν.
Και μέσα στο σκοτάδι ως ξανοίγονται
αδύναμα
σαν μέγα πλήθος από φθορές,
η θάλασσα της σιωπής τα πνίγει στα κύματά της.
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Κοίτα να δεις τι έγινε!
Το ταψί με τους λουκουμάδες και το πετιμέζι στηριζόταν
καθώς στεκότανε γερτό
από τη μια επάνω στο κουτί των χαρτομάντηλων
κι από την άλλη του στον καρυοθραύστη πάνω.
Ο καρυοθραύστης είχε ισορροπήσει
με τη μια του άκρη στο κουτί από το λαμπτήρα
και με την άλλη στα τσαλακωμένα «Βυθισμένα Πλοία»
που κι αυτά έκρυβαν αποκάτου τους το κουτί με τις οδοντογλυφίδες
και το μισό το μήλο από χτες βράδυ.
Και κάτω ή τριγύρω απ’ αυτά οι μαστίχες,
της ΔΕΗ και του ΟΤΕ τα αποκόμματα
η οδοντόβουρτσα
το αδειανό-ευτυχώς-μπρίκι
κι οι σπόροι του βασιλικού μέσα στο φακελάκι τους.
Άπλωσα το χέρι προς το τραπέζι,
παραμέρισα το μαχαιροπήρουνο
το μπεταντίν
τον σουγιά
το κουτί με τα φάρμακα και το ρολόι
και να πιάσω πήγα τον καρυοθραύστη
για να σπάσω το από χοντρό αλάτι κάλυμμα των φιστικιών.
Ε λοιπόν, μόλις που τον είχα εγγίσει
το ταψί γέρνει απότομα
και όλο του το πετιμέζι χύνεται στο τραπέζι
λερώνοντας τα πάντα επάνω του: τα μολύβια, το κινητό,
τα δημητριακά, το καθρεφτάκι, τις αποδείξεις,
το μεγάλο κατσαβίδι, τις χαρτοπετσέτες,
τον Βιργίλιο, το πιαστράκι της Άντζελας, το ραδιόφωνο,
το πιεσόμετρο, τα σιντίς, το ημερολόγιο… όλα.
Ευτυχώς ο κομπιούτερ γλίτωσε-ήταν μακριά.
Είδες!; Και όλα αυτά
για πεντέξη φιστίκια.
"ΈΝΑΡΞΙΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΜΒΡΙΟΝ"
(Ταμπέλα έξω από κινηματογράφο
της Τρίπολης. Καλοκαίρι του 1957):
Έναρξη τον Οκτώβρη…
Μα μερικοί θα 'χουν πεθάνει.
Το έργο -το ίδιο κάνει-
Άλλος καλό θα το 'βρει
κι άλλος θα κάνει σχόλια.
Οκτώβριο θ' ανοίξει.
Μα πόσοι θα 'χουν λείψει...
πόσους τα μαύρα βόλια
ταυ μαύρου τον θανάτου
θα έβρουνε, και πόσοι
στη ζάλη τους την τόση
θα πάν στη σκοτεινιά του...
Μα νέα παλικάρια
Η πόλη θα γεμίσει
Ο κάμπος θα γεννήσει
Ναι πράσινα βλαστάρια..
Καινούργιο σινεμά
και θεοί πάλι καινούργιοι.
Αθώοι και κακούργοι,
σερίφης που κρεμά.
Ωραίες και μαγκάκια
θα βλέπουν στο πανί
καινούργιοι νεαροί
με γυριστά μουστάκια.
ΣΚΥΘΡΩΠΟ
Πλέον τελείωσε. Δε γράφω στίχους.
Δεν έχω τίποτε νέο να πω.
Βγάζω μόνο άναρθρους, πένθιμους ήχους
απ' του λαιμού μου τη στενωπό.
Και τι να έλεγα; είν' ειπωμένα
όλα όσα λέγονται' και μόνο στέκει
κρυμμένο μέσα σε κάποια πέννα
τ' άμωμο-τ' άρρητο-τ' αστροπελέκι.
Όλα όσα γράφτηκαν κι όσα γραφτούνε
αυτό τα βλέπει, και σκυθρωπό
κοιτάζει εκείνους που στιχουργούνε-
τι να σας γράψω…τι να σας πω…
ΖΕΦΥΡΟΣ
Μες στα υγρά, πράσινα υπόγεια, τα πέτρες γεμάτα
που μούσκλια ντύνουν σκοτεινά,
από εκεί κάθε χρόνο,
σαν υμέναιου αύρα
έρχεσαι.
Πρώτη η Χλωρίδα σε ακούει
και σένα, τον τρυφερό της αγαπημένο,
ν' απαντήσει τρέχει.
Την αγκαλιάζεις απαλά από παντού
σαν πνοή
με χιλιάδες χέρια πείρας, και μαζί
με εφηβικές ντροπαλοσύνες, αφού,
κάθε χρόνο, στης Εσπερίας τους κάμπους,
από του ήλιου τις αχτίδες σεμνός γεννιέσαι.
Και σε λίγο,
σ' ένα μήνα, σ' ένα φως, σ' ένα πρωτολούβιασμα,
τα παιδιά σας, κοπαδιαστά,
μικρά μικρά,
ή μοναχικά, και τότε μεγαλύτερα,
κλείνοντας μέσα τους τον πόθο σου,
σαν μικροί γελαστοί ήλιοι προβάλουν..
Και καθένα τους,
βαφτίζοντας το στην είδη και στην αξία
του,
"καρπό" περήφανος πατέρας τ' ονομάζεις.
ΖΑΣΟΥΛΙΤΣ ΒΕΡΑ
Την τελευταία στιγμή εσκόνταψες
όπως δρομέας που σίγουρη τη νίκη
στην ιδέα των θεατών έχει,
όμως οι περιστάσεις,
μια κακή εκτίμηση,
οι κραυγές επιδοκιμασίας για τα σφάλματα
σου
από βαλτούς ιαχιστές (ποιος θα πει
πως κύριος είναι της ζωής
και της τύχης του),
κι οι μενσεβίκοι κέρδισαν μιαν οπαδό,
έναν εχθρό η ανθρωπιά τ' Ανθρώπου,
και συ τη φήμη του ανθρώπου που
αντάλλαξε
τη λεωφόρο μ' ένα αδιέξοδο δρομάκι.
ΑΝΟΡΓΑΣΜΙΑ
Μου εκμυστηρεύτηκε
ότι ποτέ δεν είχε πόθο αιστανθεί.
Ποτέ δεν είδε ερωτικά έναν άντρα.
Νέα κοπέλα σφρίγος κι ομορφιά γεμάτη.
Εικοσιπέντε ετών.
Σκέφτηκα μη και της αρέσουν οι γυναίκες.
Τη ρώτησα. Α πα πα πα, μου έκανε.
Κι αυτή η κοπέλα ήθελε να κάνει ένα παιδί.
Τρελαίνονταν να κάνει ένα παιδί.
Και βρήκε κάποιον κι έκανε παιδί.
Και βρήκε τη χαρά της. Όλη τη μέρα
Με το παιδί ασχολείται, γι αυτό μιλάει.
Και στ’ όνειρό της ακόμα,
Με το παιδί βλέπει πως είναι.
Γιατί το έκανε;
Για να διαιωνίσει τι;
ΣΥΓΥΡΙΣΜΑ
Τις νύχτες που ησυχάζουν τ' αυτοκίνητα
η μοναξιά βγαίνει στο τσίρκο της ζωής
και συγυράει τη φύση.
Ο νιος εδώ, εδώ η νια
εδώ το πέλαγο το πεντατρύφερο
εδώ ο γαμπρός με τα κλεμμένα λεμονάνθια.
Εκεί τα όρη με τα πεύκα και τις καστανιές
Και οι πηγούλες που δεν ξέρουν τι να κάνουν το νερό τους.
Πέρα τα λουλουδάκια. Απλησίαστα.
Κι οι κοιμισμένοι ανθρώποι
με ανάμεσα στα μυρωμένα τα μαλλιά τους
το χέρι διάφανο του θάνατου να πλέκει.
Ψηλά τ' αστέρια τα ήσυχα και κάτω
οι σκιές τους στον χωμάτινο καθρέφτη.
ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ
Σαν να ήταν τη στερνή Κοινωνία να πάρω
σαν να ήταν το αίμα του Αεί να πιω
και σαν πέρα από το Χρόνο να ’ταν
με του Νου τη βάρκα ν' ανοιχτώ…
Κι ως να μη του κόσμου αυτού
όλες οι συγνώμες
μου ήσαν αρκετές,
σαν αισχρές, σαν ένοχες πέρα τις σκορπώ
κι από σκιές ανάστατες κι άστατες
και πελαγοδρόμες,
για όσες αμαρτίες μου
έχω καμωμένα,
τη Συγνώμη τη Μεγάλη-
τη Μεγάλη Άφεση ζητώ.
Τη Συχώρια όμως ποιο,
τόσο Μεγαλόψυχο
θα βρεθεί ένα Πνέμα
που σε σας θα δώσει,
ω! Φαντασίες;
ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ;
Γιατί αγαπώ την ποίηση; Γιατί με ειρωνεία
Αυτή ποτέ της δεν γελά σ' ό,τι από μένα ακούσει.
Ποτέ της δε μ' απόδιωξε σ' οποιαν κι αν είχα χρεία
και πάντα ανοι' την πόρτα της το χέρι μου α’ την κρούσει.
Γιατί αγαπώ την ποίηση; Γιατί το πρόσωπο της
ποτέ της δεν απόστρεψε μ' αηδία ή με φρίκη
όταν επάνω στο κορμί τ' ωραίο και λεπτό της
τις ήττες μου εξέχυνα πασκίζοντας μια νίκη.
ΙΣΩΣ
Κάποια μέρα θα φύγω προδομένος
και η πόρτα ξοπίσω μου θα κλείσει
κι ό,τι μέσα μου πάσκιζε να ζήσει
θα μισέψει μαζί μου ορισμένως.
Ίσως να 'ναι ο άγνωστος-ο ξένος
που 'χε μες στην ψυχή μου φτερακίσει.
ίσως να 'ναι τ' ατέλειωτα τα μίση
ή ο που μόνο σε μένα έπρεπε αίνος.
Μα ό,τι άθελα θα σβήσει μαζί μου
δε μετράει-θ' αναζήσει και πάλι
κάπου αλλού μες στης Πλάσης τη ζάλη.
Ίσως σπήλιο υγρό γίνει ερήμου
και σε κάποια γωνία κρυφή του
η ψυχή μου σαν βρύο να θάλλει.
ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Στου νεκροταφείου το πλατύ αλώνι
η μελαγχολία την ψυχή αλώνει;
Κάθε τάφος πλάκα και σβηστό καντήλι
κι έναν τρόμο γύρω η νυχτιά έχει στείλει.
Στο σκοτάδι κάτι φωτοσκιές κινούνται.
Τάχατες αξύπνητα οι νεκροί κοιμούνται
ή ασώματοι κι αγνοί όπως θέλουν να 'ναι
βγαίνουν απ’ τους τάφους τους κι άσκοπα γυρνάνε;
Κι όπως νύχτωσα εδώ για να τους μιλάω
κάτι σκιές τώρα θολές δίπλα μου κοιτάω
καρφωμένον μ' έχουνε, δεν μπορώ να φύγω
και με ζώνουν τα κορμιά τ' άϋλα λίγο λίγο.
ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ 'ΒΡΩ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ.
Θα πάω να 'βρω την αγάπη.
Θα πάω την αγάπη μου να βρω.
Θα ξέρω πως τη βρήκα,
ότι είναι κείνη που ζητώ θα ξέρω,
αν θα τη δω μια μέρα να κρατάει
ένα μαχαίρι και μιαν άλυσο.
Και μου ειπεί:
Πάρε την αλυσίδα ετούτη
και δέσου άπονου μου κι εγώ σε σένα.
Γιατί σ’ αγαπώ
κι ούτε στιγμή δε ζω μακριά σου.
Κι ύστερα να μου δώσει το μαχαίρι και να πει;
Αυτό αν δεν κάνεις
τότε με τούτο το μαχαίρι σκότωσε με,
γιατί ένας Θάνατος θα 'ναι για μένα
κάθε μικρός μας χωρισμός.
Μια φορά σκότωσε με.
θα πάω να 'βρω την αγάπη.
Θα πάω την αγάπη μου να βρω.
"ΜΑΧΑΙΡΙ"
Κύριε Ελύτη
κύριε Ρίτσο
συνταγματάρχα Σεφέρη
και σεις οι άλλοι
οι μικροί και οι μεγάλοι ποιητές
όλοι οι νανουριστές εσείς
του λαού
που με υψηλά ιδανικά
και μ’ όνειρα τονε μαυλίζετε
για να μπορούνε άνετα να τόνε κλέβουν
και να τόνε σκοτώνουνε τ’ αφεντικά σας,
σε σας,
με τ’ άλλα τα βραβεία σας μαζί
εγώ σας δίνω
και κείνο
του Μέγα Λαϊκού Εξουδετερωτή.
Με την ωραία σας ποίηση
στεφάνια δάφνινα εσείς κερδίζετε από φύλλα
που με το αίμα είναι θρεμμένα των θυμάτων σας.
Αναπαυτείτε εν ειρήνη.
Καλά δουλέψατε.
Κι η ιστορία της εκμετάλλευσης των λαών,
την πέννα σας δανείζεται και ωραία γράφει.
Σας βλέπω πάνω στους σαθρούς σας θρόνους
ειρωνικά να με κοιτάτε.
Και : «φκιάσε κι εσύ κάτι», να μου λέτε.
Μα έγνοια σας
Της δάφνης μάσησα κι εγώ τα φύλλα
κι είπα κι εγώ εκείνο που μου ταίριαζε.
Μα κι «α» ένα μονάχα να ’χω αρθρώσει
αίματα έσταζε.
Και όταν έγραφα το «μα…»
Σε «μάτια» δεν εγύριζε και σε «μαρίνες»
αλλά «μαχαίρι» εζωγράφιζε
για κόψιμο λαιμών ακονισμένο.
ΚΑΤΙ
Στον κήπο της ψυχής μου μπήκε κάτι
δίχως να κάνει θόρυβο κανένα.
Τα ρόδα μόνο, μόλις το αιστάνθηκαν,
και ρίγησαν μες στου βραδιού τη γλύκα.
Ούτε κι εγώ ακόμα,που μακριά 'μαι
από την τύρβη την καθημερνή
δεν το 'χα αιστανθεί κι ήρεμος ήμουν,
και γαλήνιος και πράος, όσο δεν άκουγα
παρά του ανέμου τη θερμή πνοή
να πλέκει με τους χτύπους της καρδιάς μου.
Και συνταράζει με βαθιά πολύ
το κάτι αυτό άφόντάς το ’χώ νιώσει.
ΠΟΛΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Οι θόρυβοι ενορχηστρωμένοι πετούν
από τη βουερή θάλασσα στο ανοιχτό αυτί
που, σαν με μαγικόν τρόπο,
αν και χωρίς αιτία και σκοπό
ακούει.
Δεξιά
το μικρό μιας φώκιας
από ένα τσεντού σπαράζεται. Αριστερά
ύαινες πτώματα ξεθάβουν χελωνίσια.
Το πολυταξιδεμένο κέλυφός τους,
καταφύγιο για κάθε καταιγίδα,
αναδύεται πάλι στον καθάριο,
κρύο
πολικόν αέρα.
Ο ουρανός, στενεμένος,
καλύπτει όλα σαν καπνοσακκούλα
που το περιεχόμενό της
ο καραβοκύρης Χρόνος
στο ταξίδι του θα καπνίσει.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ο άνθρωπος ζητά να ζήσει αιώνια.
Για πάντα να υπάρχει. Να είναι αθάνατος.
Ας έρχονται κι ας φεύγουν όσα χρόνια,
Όμως γι αυτόν να μην υπάρχει θάνατος.
Και ψάχνει ολοζωής να έβρει τρόπους
Που να χτυπάει για πάντα στα στήθη του η καρδιά.
Γι αυτό και χαλαλίζει όποιους κόπους
Κι όποια γι αυτό χρειάζεται κάνει δουλειά.
Μα όσο κι αν πασκίζει δε φελάει.
Χαράμι πάνε όσα με ζήλο προσπαθεί.
Κι Φύση τόνε βλέπει και μέσα της γελάει:
Αθάνατοι είναι όσοι δεν έχουν γεννηθεί!
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ;..
(του Henry Constable)
Henry Constable κάποιο λάθος έχεις κάνει.
Τη Diaphenia κι αν καμία δεν τη φτάνει
Σ’ ομορφιά, κι αν απ’ τον Πάρι το στεφάνι
Αν εζούσε θα ’χε αυτή τότε κερδίσει…
Δεν μπορεί μια παρθένα ν' αγαπήσει.
Αν εσύ την αγαπάς όσο τ' αρνιά σου
Κι αν ιππεύοντας στη ράχη του Πήγασου
Της χαρίζεις το πιό ωραίο ποίημα σου
Μη ζητάς ξερό ένα ξύλο να καρπίσει…
Δε μπορεί μία παρθένα ν’ αγαπήσει.
Παρομοιάζεις με τα ρόδα τη μορφή της
Και γλυκύτατο υποθέτεις το κορμί της
Αλλ’ ακόμα κι αν επήγαινες μαζί της
Ούτε αυτό στο πρόβλημά σου θα ’ταν λύση…
Δε μπορεί μία παρθένα ν’ αγαπήσει.
Το γλυκό κανείς μεθύσι αν δεν ξέρει
Πως μπορεί για το κρασί να υποφέρει;
Να ποθήσει ο τυφλός μπορεί τ’ αστέρι;
Henry Constable έχεις άδικα ελπίσει...
Δεν μπορεί μία παρθένα ν' αγαπήσει!
ΤΡΙΣΠΟΘΗΤΗ
Πενήντα χρόνων έγινε.Φθινόπωρο. Μα όμως
Εχει και το Φθινόπωρο τις χάρες του.Τα φύλλα
Πέφτουνε κι ένας χείμαρρος χρυσός γίνεται ο δρόμος
Που όλο το θέρος ξερικός κι ολόμονος εκύλα.
Φθινόπωρο. Η μονότονη, λυπητερή βροχούλα
Θύμησες ακριβόθωρες μες στην ψυχή σταλάζει.
Φθινόπωρο. Τρισπόθητη ακούει μια φωνούλα
Να λέει: "Φτάνει ο Θάνατος. Έρχεται. Πλησιάζει."
ΒΕΒΑΙΩΣ ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Δειλοί οι απόγονοι του Λεωνίδα, είπε ο Αλέξανδρος.
Μα η αλήθεια είναι να τους ταπεινώσει πως εγύρευε
γιατί δεν τόνε καλωσόρισαν σαν δούλοι
καθώς οι άλλοι οι έλληνες είχανε κάνει.
Και με το «πλην», μαζί, των «Λακεδαιμονίων»,
και τριακόσες ο γελοίος ασπίδες έστειλε
τάχα να τους θυμίσει τους γενναίους του Λεωνίδα.
Οι καιροσκόποι αθηναίοι άλλο που δεν ήθελαν
κάποιον να δουν με τους Σπαρτιάτες να τα βάζει,
με λόγια έστω,
μιας κι ούτε εκείνος ούτε αυτοί
το θάρρος είχαν να τους πολεμήσουν-
οι Αθηναίοι γιατ’ είχανε το μάθημά τους πάρει
και κείνος
γιατί αν μπλέκονταν μαζί τους
ζήτημα είναι αν θα του ’μενε στρατιώτης
να πάει να σφάξει στην Ασία λαούς
που οι σπαρτιάτες είχαν διώξει απ’ την Ελλάδα. Ύστερα
ήταν και κείνο το «Αν…»
που είχε πάρει ο πατέρας του για απάντηση...
Οι Σπαρτιάτες τώρα,
που, κιόλας πες
από ψηλά
το χώμα και τα πλάσματά του εθωρούσαν,
πιστοί στο να είναι αρχηγοί στις εκστρατείες τους όλες,
ορθοί όταν οι άλλοι σκύβαν το κεφάλι και υποτάσσονταν,
και μη έχοντας καταδεχτεί να πάρουν μέρος
σε πόλεμο δικός τους που δεν ήταν,
μείναν εκεί-Αντιμακεδόνες
ακλόνητοι στη γνώμη τους.
Έτσι καθένας πήγε στη σειρά του.
Κι ας πάει να λέει και να κάνει
όποιος βάρβαρος Αλέξανδρος.
Ας πάει να λέει και να κάνει.
Η Σπάρτη φέγγει μόνη,
απρόσιτη,
ανεπανάληπτη,
στην κορυφή.
Γιατί αλήθεια
Μέγας ποιος είναι;
Αυτός που υποδούλωσε λαούς
ή εκείνος που τιθάσσεψε τον εαυτό του;
Βεβαίως πλην Λακεδαιμονίων.
ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Θέλω να πεθάνω μοναχός σε μια γωνιά
μακριά από το τραγούδι των Σειρήνων
μακριά από του ηλιού την παγωνιά
κι απ' την κάτασπρη ειρωνεία των κρίνων.
Νύχτα να 'ναι κιόλας. Νύχτα. Μοναχά
μπρος στα μάτια μου ν' ανοίγουν φεγγοβόλα
τ' απαλά κι ολόλευκα τους τα φτερά
ζωντανά τα όνειρά μου όλα.
Νύχτα. Δίχως άλλου άστραμμα φωτός.
Νύχτα. Που ζωή εντός της όλα παίρνουν.
Νύχτα. Ο αιώνιος μας και μόνος εαυτός
που με σέβας μπρος του όλοι οι ήλιοι γέρνουν.
ΤΟ ΣΑΛΙΟ
Σάλιο των ζώων, που τόσο όμοιο
και τόσο διάφορο από νερό είσαι.
Μέσα σου διαλυμένη η ουσία της ύπαρξης,
όπως το πικρό στο γλυκύ διαλυμένο είναι.
Της πατρότητας και της ομοείδειας την ψυχή
στις σταγόνες σου μέσα σαν κιβωτός ιερή περιέχεις
και κάστρο φιλότητας
και δίχτυ προστασίας από εχθρούς την κάνεις.
Μέσα σου τα μυστικά της ύπαρξης
θαλπωρή και ανοχή ανεξάντλητη βρίσκουν
του κόσμου την αλληγορία για να ζωγραφούν.
Πληγές ιαίνεις, νεογνά φροντίζεις,
και με ακούραστο τη γλώσσα όχημά σου,
παντού όπου η ζωή ανάγκη σ’ έχει,
του θανάτου την ξέρα νοτίζεις.
ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Στο κρεβάτι του θανάτου
λίγο πριν η τελευταία μας βγεί πνοή,
μετανοούμε.
Πάνω μας έχουν σωρευτεί με τον καιρό
και στεριωθεί έχουν
πράξεις που δεν θα θέλαμε να είχαμε κάνει,
και φαντάσματα από πράξεις
που ενώ θέλαμε δεν κάναμε.
Όλο αυτό το μάζεμα
με τη μετάνοια να το διώξουμε ζητάμε
μ’ ένα ξαφνικό ανασήκωμα των ώμων.
όπως το ριγμένο απά’ στους ώμους μας σακάκι.
Μάταια όμως. Ο θάνατος παγώνει
κι αυτό το ανασήκωμα, κι αντί να ελαφρύνουμε
κολλάει κι αυτό επάνω μας
σαν ακόμα μία μέλισσα στο σμάρι.
ΛΥΠΗ
Λυπημένος.
Μ’ ένα θαμπό βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο.
Οι ώμοι κυρτωμένοι, το κεφάλι σκυφτό,
με μια νωθρότητα ποτισμένο το κορμί του όλο.
Αν τώρα
όταν ένας ξένος εμφανιζόταν
αυτός σήκωνε το κεφάλι
ξαναπαίρνοντας τη ζωηρή και αεικίνητη περπατησιά του,
τι άλλο θ' απόμενε από τη λύπη του αν όχι,
μια υπόσχεση να ξαναβρεθεί μαζί της
μετά την αναχώρηση του επισκέπτη;
Λυπημένος ώσπου να 'ρθει ένας επισκέπτης-
είναι αυτή λύπη;
Όχι.
Η λύπη είναι το σημάδι του θανάτου
πάνω στα πρόσωπα των ζωντανών.
Ο ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ
Οι κινήσεις του ζωηρές
λίγο υπερβολικά κοφτές
λίγο υπερβολικά γοργές.
Τα μάτια του εκφράζουν μια
λίγο υπερβολική φροντίδα
για την παραγγελία του πελάτη.
Φέρει τον δίσκο με τόλμη σχοινοβάτη
κρατώντας τον σε μια ισορροπία αδιάκοπα ασταθή.
Αμφιβολία δε χωρεί: ο σερβιτόρος μας παίζει.
Τι παίζει όμως;
Δεν χρειάζεται πολύ να τον προσέξουμε
για να το δούμε.
Ο σερβιτόρος μας παίζει
κάνοντας πως είναι σερβιτόρος.
ΑΓΩΝΙΑ
Την αγωνία μου για ν' αποφύγω,
θα πρέπει να τη σκέπτομαι διαρκώς,
για να φυλάγομαι να μη τη σκέφτομαι.
Αυτό σημαίνει πως μαζί μου
να παίρνω πρέπει αυτό που θέλω ν' αποφύγω.
Μέσα στην ίδια τη συνείδηση λοιπόν-μες στη συνείδηση μου-
θα βρίσκονται μαζί τα δυο: και η αγωνία,
κι η τάση για φυγή απ' αυτήνε
προς τους μύθους που καθησυχάζουν.
Δεν πρόκειται λοιπόν να διώξουμε την αγωνία
Από την αγωνία θα ξεφεύγαμε,
αν είχαμε τη χάρη να μπορούμε
να δούμε τον εαυτό μας όχι από μέσα-
όπως τον βλέπουμε-,
αλλ' αν τον συλλαμβάναμε από τα έξω,
όπως τους άλλους,
ή όπως ένα πράγμα.
ΚΛΑΡΑ ΠΕΤΑΤΣΙ
29 ΑΠΡΙΛΗ 1945
Κάθε γυναίκα θα το 'θελεν αυτό-έτσι
να κατέχει έναν άντρα
ολοκληρωτικά
σαν αυτός ούτε ψυχή να έχει
μες στην απ' όλα εγκατάλειψή του.
Και του ’λεγε:
«Τώρα δικός μου είσαι.
Γυμνός από κάθε τιμή και αξίωμα
γυμνός από κάθε υπεροψία
και έπαρση κι ελπίδα.
Τι άλλο μια ερωμένη θα μπορούσε να ποθήσει;
Γύμνια από κάθε τι!
Θα μας σκοτώσουνε. Μα τι;
Θάνατος κι έρωτας σε τι διαφέρουν;
Χωράει τίποτε άλλο μέσα μας έξω απ’ τον έρωτα;
Και τι άλλο μες στο θάνατο χωράει;
Τι θα σκοτώσουνε λοιπόν;
Εκδίκησης ταμπέλες μοναχά θα μας αλλάξουνε.
Παλιά δεν ήξερα με λέξη ποια να σου μιλήσω.
Τώρα οι λέξεις μου όλες σε δονούν.
Αγάπη τώρα όλος και ανοχή για μένα είσαι-
Ή λατρεία να πω.
Γιατί για σένα
θεός τώρα δεν είμαι;»
ΝΑΥΤΙΚΟΙ
Και ο άνεμος από παντού σε αγκάλιασε
κι εντός σου μπήκε, φουσκώνοντας
τα μέσα σου πανιά και οδηγώντας σε
στων πόθων και στων στεναγμών το λιμάνι
όπου ναυτικοί στερημένοι από καιρό
σε καρτερούσαν, σπρώχνοντας τον
καιρό με τη δύναμη της υπομονής
που η αναμονή σου τους έδινε
και στρώνοντας χαλιά χειροκέντητα
για να πατήσεις βγαίνοντας από
τη θάλασσα της αμεριμνησίας σου
και να πέσεις, ανυποψίαστο θύμα
των πολύχρονων επιθυμιών τους,
στο κρεβάτι και στην ανυποληψία τους.
ΔΥΣΗ
Μια χρυσή εμφάνιση που ξάφνω
μέσα σε μια κόκκινη θάλασσα βυθίζεται.
Και η θάλασσα στον ουρανό είναι.
Ένα μαλακό μολυβί ύστερα,
μια αόριστη ανταύγεια φέγγους κατόπι.
Πόσες φορές
καταφρονετικά δεν μας έχει
μοναχούς ο ήλιος αφήσει
έρμαια στο σκοτάδι της νύχτας,
που λες από τα πλευρά του-από το βέλος
του βραδιού τρυπημένα-ξεπηδάει…
Και, ο ίδιος ο ήλιος κάθε βράδυ,
ένας κουρασμένος πάνθηρας,
που τα θύματα του σέρνοντας πίσω του,
στη φωλιά του τα πάει.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Μπροστά μας ο θάνατος απλώνεται κάθε ημέρα.
Τα χιλιοτραγουδημένα του μονοπάτια,
άνθρωποι που δεν τα γνωρίζουν τα τραγούδησαν.
Αν το θάνατο θέλεις να πεις,
δεν μπορείς να τον περιγράψεις κοιτάζοντάς τον απέξω.
Μέσα του
όπως η γλύκα στη ζάχαρη πρέπει να είσαι.
Τότε
θα δεις με το ίδιο του το φοβερό μάτι, και ό,τι δεις
ο ίδιος ο θάνατος θα είναι.
Ό,τι κι αν δεις.
Όλα \τότε θάνατος είναι: τα δέντρα, οι υποσχέσεις,
τα φιλοδωρήματα, τα θεατρικά έργα,
οι εκδρομές σε σκιασμένα άλση με κρήνες μαρμάρινες.
Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς, ό,τι αισθάνεσαι, θάνατος είναι.
Και έντιμος αν είσαι το ομολογείς,
αλλιώς ζωή εξακολουθείς τον θάνατο να ονομάζεις.
ΤΟ ΠΡΑΟ
Πώς καταλάγιασε η βουή του κόσμου!
Πάρε πια δεν ακούγεται και δος μου.
Η ησυχία γλυκά γλυκά ζαλίζει
κι ο ύπνος θάνατο τώρα θυμίζει.
Μισοσκόταδο έγινε το φως μου.
Της γης ο πόνος έγινε δικός μου.
Από το μυστικό του μετερίζι
ο Κέρβερος ασίγαστα υλακίζει.
Πέφτει η βροχή στην τσίγκινη τη στέγη.
Τη συφορά οι σταγόνες της μετράνε.
Οι ώρες τρόμο κι αγωνία σκορπάνε.
Τα θύματα του το Αδειανό διαλέγει.
Το βήμα του ακούγεται το πράο
καθώς εγώ λεπτά… στιγμές μετράω.
ΑΝΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
Και κάποτε τη λαμπερή μου όψη
στους καιρούς θα φανερώσω
σβήνοντας κάθε σκοτάδι
και κάθε σκιά που ως τότε με κρατούσε.
Κι όσοι με αγαπούσαν σκοτεινόν
θα πεισμώσουν με την αλλαγή μου.
Και εκείνοι που με ήθελαν φωτισμένον
θα χαρούν στην καρδιά τους μέσα.
Στα όνειρα ό,τι ζούσα, το έχανα ξυπνώντας.
Έτσι και το σκοτάδι μου θα χάσω.
και μες σε μια βαριά αντινομία
σε θάλασσες θα νήχομαι φωτός.
ΠΑΓΙΟΤΗΤΑ
Χωρίς χιόνι να 'χει ρίξει,
όλα παγωμένα τα βρήκα γυρίζοντας
και στην ίδια στάση
όπως όταν φεύγοντας, τα άφησα: τους δρόμους, .
τους ανθρώπους, τα κτίρια.
Ο μανάβης της γωνίας να μετράει
τις χαμένες εισπράξεις του
μ' ένα πεπόνι για κεφάλι
και χέρια δυο μακριά σέλινα.
Ο άντρας του ισογείου
γερμένος στο παράθυρο του
να κοιτάζει τον Χρόνο
τον σταματημένο δίπλα στο σκουριασμένο του αμάξι.
ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Κάπου γραμμένο το τυπικό
της ερωτικής τάξης είναι: το κυνήγι του άντρα,
η γυναικεία άρνηση, η ψεύτικη φυγή,
και πια το ξαναγύρισμα, η ερωτοτροπία,
η αποδοχή.
Μα υπάρχει και το άλλο καταστατικό:
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Και τα δυο αντιμάχονται το ’να τ’ άλλο.
Μερικοί βεβαίως διαχωρίζουνε τις ώρες, τις καρδιές, τη ζωή τους,
και μπορούν τη μια σαλτιμπάγκοι,
και την άλλη άνθρωποι να γίνονται
συνεπείς και εύσκοποι.
ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Από τη μέσα τους θάλασσα
μια παλίρροια απλώνεται
που τα γύρω υπερκαλύπτει.
Άλλες φωνές τότε, άλλες αγάπες, άλλα ψυχής σκιρτήματα.
Χωρίς τα κοστούμια βέβαια,
χωρίς τα σκηνικά και τα φώτα
και με το ένα μέτρο πιο ψηλά που η σκηνή τους ανεβάζει,
δεν θα μπορούσαν κανέναν για την αλλαγή να πείσουν.
Ούτε να δημιουργούν στην ψυχή των θεατών
τις ψεύτικες, έστω, θύελλες, το πικρό γέλιο,
τις οδυνηρές συνταυτίσεις.
Δεν θα ξυπνούσαν δηλαδή τους άλλους, πολλούς μας εαυτούς,
που καιρό δεν έχουν για να φανερωθούν.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΝΑΒΗΔΕΣ
Τα τζάκια τα μεγάλα χάσανε τα μεγαλεία τους-
τους τόσους υποτακτικούς και τους λακέδες τους.
Τώρα αλωνίζουνε οι μεγαλομανάβηδες
οι τραπεζίτες κι οι αισχροκερδείς.
Και τα πορνεία πια κρυφά δεν είναι-
ξαπλώθηκαν παντού
και φανταχτερά είναι στολισμένα.
Αυτό έκαναν κάμποσες ευτελείς επαναστάσεις τελευταία
ζητώντας "εξέλιξη" κι "ελευθερία",
Και όπου τώρα ταξιδέψεις,
αστοί παχείς,
ικανοποιημένοι,
χωρίς σκοπό.
Η τυραννία δεν ήτανε πάλι καλύτερη-
τότε που είχαμε ακόμα ελπίδες;
ΑΠΟΜΟΝΩΣΙΣ
Να πάει στο χορό, αυτό σημαίνει
με την κοινωνία να φιλιώσει.
Μα αυτό το φίλιωμα με κάθε πρέπει θυσία,
μικρή ή μεγάλη, ν' αποφύγει.
Αν κάτι θέλει να δημιουργήσει,
από την κοινωνία να στέκει πρέπει μακριά
και στην ερημία που τα υψηλά όλα κρατεί
τη μακροθυμία του να τρέφει.
.
Στην ερημία που σαν στοργικό πουλί
με τα φτερά της τη γλώσσα σκέπει
και κείνη, αυγό ελπιδοφόρο,
αξιοπρέπεια και συνείδηση μέσα της βαστά,
ουσίες απαραίτητες για να τραφούνε οι νεοσσοί
που λέξεις κάποτε αδιάψευστες θα γίνουν.
Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ;..
Το ποίημα σαν φίδι να δαγκώνει πρέπει την ουρά του.
Αλλιώς όση ουσία κλείνει
από μέσα του φεύγει και σκορπίζεται στα γύρω
(στα άνθη, στα αντικείμενα, στους ταξιδευτές υπονόμους).
Και τότε τι άξιο λόγου στον κόσμο μένει;
Τ αγάλματα; Οι μουσικές; Οι πίνακες,
οι όσο σπουδαίοι, της ζωγραφικής;
Είναι η λέξη που σ' αυτά έρεισμα δίνει.
Εκείνη το υλικό θα δώσει στο μυαλό,
το ποίημα μ' αυτό να χτίσει, που πάνω του όλα εκείνα θα κρατεί,
ασφαλισμένα στον κύκλο μέσα
που στόμα και ουρά έχουν στεριώσει.
ΣΤΕΦΑΝΟΒΑ ΣΟΣΑΝΣΚΑΓΙΑ
"Ο πόνος είναι απαραίτητος στη ζωή",
έλεγες.
Και ζούσες σ’ ένα μικρό άθλιο χωριό,
δέχοντας με εγκαρτέρηση και πίκρα
ό,τι το χαμένο, μακρινό αυτό χωριό, σου έδινε,
τους αλήτες, τεμπέληδες αδερφούς σου
φροντίζοντας.
Φτωχή, καλή, σεμνή,
σοφή Στεφάνοβα Σοσάνσκαγια!
Ό,τι οι άνθρωποι όλοι έπρεπε να ξέρουν ήξερες,
ενώ αυτοί αλλόφρονες
ψάχναν να βρούνε τη χαρά,
όπως την καταστροφή τους λέγαν.
"Ο πόνος είναι απαραίτητος στη ζωή"-
Ο λόγος τούτος αφού μας έχει μείνει από σένα, άσκοπα δεν έζησες..
ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ
Απολαύσεις! Η ενάτη συμφωνία για έναν,
μια ντοματοσαλάτα με σκόρδο γι άλλον.
Επιθυμίες που αμβλύνουν τις εντάσεις
και με της αγαπημένης προσμονής τη θύμηση
κάνουν υποφερτή την ανοησία του παρόντος.
Απολαύσεις!
Κορμιά, βιβλία, χόμπι, φαγητά,
βοηθήματα πολύτιμα στης καθημερινότητας το χάος.
Απολαύσεις.
Αρκεί να μη ο άνθρωπος, καθώς
κάποιοι ανικανοποίητοι με όλα κάνουν,
πέσει στην παγίδα της ανυποληψίας
και απολαύσεων και αντικειμένων τους,
που το Μηδέν γι αυτά η ζωή του είναι.
Ο ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ένας Κόσμος πέρα απ' αυτόν που ξέρουμε υπάρχει.
Πίσω απ' ό,τι βλέπουμε κι ακούμε στέκεται
ήρεμος και ακίνητος, αληθινός και υψηλός.
Οι αισθήσεις μας, να τον υποθέτουνε μόνο μπορούν,
κι ούτε ο λόγος να τον πει ικανός δεν είναι.
Κι είναι το βήμα αυτός ο κόσμος το επόμενο,
το ύστερα απ' τον κόσμο τον δικό μας-το βήμα
που απαραίτητα να γίνει πρέπει αν κάποιος
να φτάσει θέλει στο άγνωστο,
στο χάος το φοβερό και μυστικό-
στη φλεγομένη άβυσσο που μέσα της
οι σκοτεινές της ύπαρξης οι ρίζες
και της ζωής τα μυστηριώδη τα θεμέλια θάλλουν.
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΕΣ
Στο εργοστάσιο των πολεμοφοδίων
ένας εργάτης με αγαθά, ήσυχα μάτια,
είναι περασμένη η ώρα μα να κοιμηθεί δεν πάει
ώσπου τη μολυβένια σφαίρα που άρχισε
και που τον ποιητή θα σκοτώσει
να την τελειώσει.
.
Και να που η σφαίρα τέλειωσε. Ο εργάτης
στο φως του αθώου φεγγαριού γυρνάει σπίτι του
και στο κρεβάτι πέφτει
και στης καλής του την αγκαλιά.
Το άλλο πρωί ο ποιητής
ένα γράμμα που έλαβε άνοιξε
και βλέπει να τόνε καλούν στρατιώτη
γιατί ο πόλεμος αρχίζει.
Ο ΦΑΝΤΑΡΑΚΟΣ
Σκέφτεται ο φανταράκος:
«Η κουμουνίστρια
που χτες από το Τμήμα
ως το νοσοκομείο τη συνόδεψα,
με περιφρόνηση μια μ’ έβλεπε, σαν
εγώ να ήμουνα ο άθεος, και σαν εγώ
τόσους να είχα σφάξει αθώους
κι όχι αυτή.
Εγώ, γιατί λυπάμαι, της φερόμουνα καλά,
ξεχνώντας (στις τέτοιες της στιγμές)
πως εγώ ο νομοταγής και ο φιλήσυχος είμαι.
Όμως αυτή με κοίταζε με καταφρόνια
και τις προθέσεις μου να τη βοηθήσω
δεν τις αποδέχονταν.
Σίγουρα όχι κακοί αλλά και ανόητοι πολύ
αυτοί οι κομμουνιστές είναι.»
(Αθήνα, 1962)
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Τα παιδιά πιο κοντά στην ενθύμηση είναι
της γαλήνης που, ανύπαρκτα, είχαν.
Να συνηθίσουν δεν μπορούν τ’ αδιάφορα,
ή εχθρικά έμψυχα, που γυύρω τους κορυβαντιούν.
Γι αυτό δυνατότερα το θάνατο ποθούν
που ριζικά από την αρρώστια της ζωής θεραπεύει-
που απ’ όλες λυτρώνει τις παγίδες της γης που τα κυκλώνουν.
Στενοχωριούνται, κλαίνε, γκρινιάζουν.
Πολλά δεν αντέχουν και γκρεμίζονται
από τα παράθυρα, ή, τη νύχτα,
τρέχουνε στο φεγγάρι, ή παν και πνίγονται.
Άλλα
από τύχη τους καλή πεθαίνουν-θα πει
η φύση με τη βούλησή τους συμμαχεί.
ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Βγήκε από τη φυλακή.
Ένα χιλιάρικο της μένει.
Μα δε φτάνει αυτό για τίποτα.
Πρέπει να βρει από αλλού λεφτά
για ν' αγοράσει πάλι τουαλέτες,
ν' ανέβει πάλι στη σκηνή να τραγουδήσει.
Έναν οδοντογιατρό θυμάται,
που κάποτε την κόρταρε,
και μάλιστα της είχε κι ένα βραχιόλι χαρισμένο.
Πάει τον βρίσκει.
Όμως εκείνος δεν τη γνωρίζει-
"Παρακαλώ η κυρία…"
Αυτή ταράζεται και ψιθυρίζει
ότι το δόντι της πονεί.
Και ο γιατρός το δόντι της βγάζει
και το χιλιάρικο της παίρνει.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Τρία λουλούδια φύτρωναν στον κήπο του φρενοκομείου.
Ο τρελός θαρρεί ότι αυτά κλειούν μέσα τους
ό,τι κακό στον κόσμο υπάρχει. Και μιά νύχτα
κόβει το ένα και στο στήθος του το βάζει.
Το κακό του κόσμου, σκέφτεται, θα έμπει
στην ψυχή μου όλο, και τον κόσμο έτσι θα σώσω.
Ο ευεργέτης εγώ του κόσμου όλου θα γίνω, γιατί
κανείς το κακό στο σύνολο του πριν δεν πολέμησε.
Την άλλη νύχτα και το δεύτερο κόβει λουλούδι.
Τον πιάνουν και στην απομόνωση τον βάζουνε.
Το σκάζει και το τρίτο άνθος κόβει. Η αποστολή μου,
λέει, τελείωσε. Όλα καλά θα γίνουν από δω και πέρα.
Όμως, σκέφτεται, εγώ πώς, τόσο που έγινα κακός θα ζήσω;
Κι απ’ το ταβάνι του κελιού του εκρεμάστηκε.
ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ
Τον νεκρό άντρα της κουβάλησε στο καροτσάκι,
πήγε στα χιόνια μέσα, τον νεκροστόλισε, τον έθαψε.
Ύστερα
πάει τραβάει για το δάσος να μαζέψει ξύλα
να μην παγώσουν τα παιδιά τους.
Κουράστηκε, στα χιόνια κάθεται.
Αρχίζει να ναρκώνεται και να παγώνει.
Στο θολωμένο νου της όλη της
περνά η ζωή, με τις σταγόνες τις χαρές
και τα ποτάμια της τις λύπες.
Και ξάφνω να! ο βασιλιάς ο Πάγος δίπλα της.
Σκύβει, την παίρνει
και στο κρουσταλιασμένο τηνε πάει παλάτι του
όπου γαλήνη αιώνια βασιλεύει.
ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟ ΑΓΟΡΙ
Εν' αγόρι έντεκα χρονώ,
ευαίσθητο κι ονειροπόλο!
Αγαπά ένα πορτραίτο απ' την πινακοθήκη
του πατέρα του,
όπου μια νέα ωραία γυναίκα παριστάνει (μάγια
θα την έχουν εκεί καθηλωμένη).
Και μια νυχτιά, στου φεγγαριού το φως,
η νέα γυναίκα σιγανά γλιστρά
και κατεβαίνει απ' την κορνίζα της.
Σαστίζει το αγόρι.
Χορό μαζί του εκείνη αρχινά. Όμως
χορό δεν ξέρει το παιδί και ντρέπεται και κοκκινίζει.
Τέλος,
αμήχανο,
σε κλάματα ξεσπά. Εκείνη τ' αγκαλιάζει,
και στο στήθος της επάνω το τραβά.
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ
Ο νέος ποιητής πήρε τη δύναμη από τον μάγο
να εμπορεύεται σωστά μα και μαζί το χάρισμα,
να βλέπει ως το βάθος των πραγμάτων.
Κι αυτοσχεδιάζει, και γοργά πλουτίζει
Το χάρισμα όμως, δηλητήριο γίνεται. Ό,τι βλέπει
το ανατέμνει, και τα παρασκήνια κάθε ενέργειας εννοεί..
Τον κόσμο έτσι ανελέητα αναλύει
και να τον συνθέσει πάλι, πια δεν ωφελεί.
Μία γυναίκα του χαμογελά, και κείνος βλέπει
τους γελαστήριους μύες της
ματωμένους να συσπώνται.
Και όταν παίζει ένας βιολιστής,
αυτός τη γάτα βλέπει που απ’ τα έντερά της
έχουνε του βιολιού οι χορδές φτιαχτεί
και των εντέρων τη φριχτή επεξεργασία.
ΕΜΕΙΣ
Εμείς, που όταν δεν έχουμε κάτι να κάνουμε το απόγευμα,
ανιούμε ως την αυτοκτονία,
να κερδίσουμε θέλουμε την αιωνιότητα.
Εμείς, που όταν ένα μίλι περπατάμε
χρειάζεται να ξαποστάσουμε,
εμείς,
τους αστερισμούς ζητάμε να διασχίσουμε.
Εμείς που μ' ένα φύσημα ο θάνατος μας σβήνει, εμείς,
ζητάμε αθάνατοι να γίνουμε κι αιώνια μια να έχουμε υπόσταση.
ΛΑΟΙ ΚΑΙ ΛΑΟΙ
Καίνε και βασανίζουν και σκοτώνουνε
και αφανίζουνε φυλές ολόκληρες.
Μετά πληθαίνουν την παραγωγή των όπλων τους,
και για να τα ξοδέψουν
κάνουν με τους γειτόνους πόλεμο
και αφανίζουνε κι αυτούς με την ορμή
που η νέα τους η δύναμη τους δίνει.
Κι αφού όλους ξεπαστρέψουν
τους ανεπιθύμητους γειτόνους,
απλώνουνε πανιά γι άλλους λαούς.
Και τώρα δεν πηγαίνουν σαν κατακτητές.
Τώρα «δημοκρατία»
κι «ελευθερία»τη βία τους βαφτίζουν.
Ο ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Όλα καλά πηγαίναν,
το πρωινό ήταν υπέροχο, οι άνθρωποι
όλοι καλοί μαζί του,
τα άσχημα για πάντα ξεχασμένα.
Ο κόσμος ήταν ο καλύτερος
που θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει.
Και ξάφνω
ένας πονοκέφαλος.
Περίεργο πολύ ήταν αυτό
που τότε ακολούθησε:
ο καιρός αμέσως άλλαξε,
μπροστά του τ’ άσχημα όλα ήρθαν
και οι άνθρωποι όλοι φαύλοι έγιναν.
Ως για τον κόσμο,
λίγο να ήτανε καλύτερος,
μπορεί και να ’τανε υποφερτός.
ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ
Γριπιασμένοι, τραυματισμένοι, χρόνιοι αναπνευστικοί,
διαβητικοί, άνθρωποι στον πόνο βουτηγμένοι,
άνθρωποι παίζοντας τη ζωή τους σε κάθε αναπνοή,
να τι βλέπει κανείς στο ιατρείο
των επειγόντων περιστατικών,της γειτονιάς του.
Δυστυχισμένοι θνητοί,
σκουπίδια των σκουπιδιών του πατώματος της γης,
ροκανίδια της μηχανής του τροχού ήλιου,
πόσο ο πόνος σας αστείος είναι!
Και πιο αστεία η ανάρρωσή σας,
όταν υψώνετε τα χέρια σαν φτερά,
κινήσεις κάνοντας πετάγματος
στο κενό σας μέσα.
Ο ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΕΝΕΚΕΣ
Ο σκουπιδοτενεκές
από τον σοβαρό επιστήμονα πιο σοβαρός είναι.
Και από τον εστιάτορα
που λογαριάζει λάδια και εισπράξεις
πιο αξιοπρεπής.
Ο σκουπιδοτενεκές
απ' τον παπά και τον πολιτικό πιο σπουδαίος είναι.
Γιατί απ’ όλους αυτούς
πιο γεμάτος από το κεφάλι τους είναι,
και από την ψυχή τους πιο καθαρός.
ΜΙΚΡΟΝΟΙΑ
Ξέρει ότι έπιασε φωτιά το δάσος,
ξέρει πως φτώχεψε η εταιρεία ΑΡΤΕΞ,
ξέρει τι είπε ο πρωθυπουργός της Κίνας
στο Ρώσσο που τον επισκέφτηκε.
Ξέρει το κάθε τι που ακούγεται, και φαίνεται,
και γίνεται. Μόνο σιωπά ο καημένος
αν τον ρωτήσουνε πόσα φτερά
της μοναξιάς το φλογοπούλι έχει στην ουρά του.
Ή, αν, το χέρι που υψώνεται
θα χτυπήσει ή θα χαϊδέψει.
Στα δικά του όρια κλεισμένος
μετράει το μετρητό,
και κανένα όργανο
για τη μέτρηση των άμετρων δεν έχει.
ΟΙ ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ
Μηχανές παλεύουμε με ζήλο να φτιάξουμε
-και φτιάχνουμε-που μ' αυτές από μακριά
ένας τον άλλονε ακούμε.
Και ακούραστα δουλεύουμε και φτιάχνουμε οθόνες,
για να βλεπόμαστε άνθρωπος μ' άνθρωπο από μακριά.
Κι όποιος μας βλέπει έτσι αεικίνητους,
ζωηρούς απ' αυτό πολύ μας λέει.
Κι ενώ για τη ζωντάνια μας χαιρόμαστε
και τραγουδάκια ταιριαστά με τη δουλειά μας λέμε,
την ίδια ώρα κάποια ορχήστρα μέσα μας
νεκρώσιμα εμβατήρια όλο εκτελεί για μας,
που νεκροί είμαστε και βρυκολακιασμένοι
και τάφο μας μέσα στον περπατάμε.
ΚΛΕΙΣΤΟΙ
Κλεισμένο είμαστε σεντούκι σε βυθό θάλασσας
που δεν αφήνει ούτε του νερού το γλείψιμο
κάπου την επιφάνεια του να παραβιάσει.
Νεροδίνες μας δονούν και μας τραντάζουν.
Ρεύματα παλιρροϊκά μας χτυπούν, κύματα
μας παίρνουν και μας πάνε και μας παν,
χτυπώντας μας σε βράχια βαθυθάλασσα.
Και κλεισμένοι μένουμε για πάντα
κι άμαθοι για το τι 'ναι το νερό
που δίχως έλεος το κλειστό κασόνι μας
τόσο το τυραννεί και το τρομάσσει.
Κλειστοί. Χωρίς ουτ’ ενός τάφου άνοιγμα.
Κλειστοί στην άγνοια και στην αιωνιότητα.
ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ
Οι πεθαμένοι τι καλοί που είναι!
Κανέναν δεν πειράζουνε,
κανέναν δεν εμποδίζουν να χαρεί, κανέναν
δεν εμποδίζουνε να ζήσει.
Κάθονται αναπαυμένοι στην ανυπαρξία τους
με λίγα κόκκαλα ακόμα που και που
απ' αυτούς να μένουν
που βραβεία σε νεαρούς φυσιοδίφες φέρνουν.
Οι πεθαμένοι τι καλοί που είναι!
Όσο οξυγόνο παίρναν, μαζεμένο
τώρα το χάρισαν σε μας.
Κι ούτε απειλούν ούτε φθονούν, ούτε έρωτα γυρεύουν.
Και σε τίποτα όχι δεν μας λένε.
Οι πεθαμένοι-τι καλοί που είναι!
ΟΙ ΧΟΟΥΜΛΕΣ
Φορτωμένα τα πράγματα στο καροτσάκι τους
που με τα χέρια σπρώχνουν,
αμίλητοι, ήρεμοι, σκεφτικοί προχωρούν,
πίσω τους όλο τον κόσμο περίφροντιν αφήνοντας.
Σε μαύρες σακούλες μέσα, για προστασία
από μάτια αδιάκριτα
την περιουσία τους όλη κλείνουν.
Ρούχα με όλη τους τη γύμνια ντυμένα,
σαν να 'χει ο καιρός δέσει απάνω τους
φορούν.
Παρακαλεστικό το μάτι ποτέ δεν βλέπει,
Και μάταια η ζωή
σκυλιασμένη τους ακολουθεί,
ευκαιρία γυρεύοντας
θύματα κι αυτούς υποτακτικά της να τους κάνει.
ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ
Το αυτοκίνητο! Τι ήσυχο!
Πώς όμορφα όμορφα κι αμίλητα
τις αναθυμιάσεις της βενζίνης του αναπνέει!
Στο άχαρο πεζοδρόμιο
καλαισθησία η γραμμή του χαρίζει.
Το χρώμα του με τις χρυσές ανταύγειες
της δίπλα του βιτρίνας δένει.
Ακίνδυνο, φιλικό, ένα δαχτυλίδι
στης γειτονιάς το ανήσυχο χέρι μοιάζει.
Μα να! Ένας άνθρωπος την πόρτα του άνοίγει και μπαίνει.
Και το αυτοκίνητο μουγκρίζει,
και τρέχει, και ξεφυσά, και ιδρώνει,
κι εχθρός γίνεται και θάνατος.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ
Πώς ο πατέρας προσέχει το παιδί του!
Πάντα κοντά του βρίσκεται, μη κάποιος το πειράξει.
Το κανακεύει, το χαϊδεύει,
αν κλάψει αυτό η ψυχή του κλαίει μαζί.
Αν καμιά νότα θλίψης δει
στη συμφωνία μέσα των ματιών του
θλίβεται αυτός περσότερο απ' τη θλίψη.
Και σ' όλα του πατέρα τα φερσίματα
μια βλέπεις αγωνία κι άγχος ένα
την ενοχή που θέλουν να σκεπάσουν για το αμάρτημα
που είναι της ζήσης του το πιο μεγάλο-
την ενοχή και την ανώφελη μετάνοια
που παιδί έχει γεννήσει.
ΣΚΡΟΥΤΖ
Κι αυτό το έργο-ο Σκρουτζ, που ξαφνικά
να δίνει σ' όλους άρχισε τους δούλους του-
κάθε Χριστούγεννα τι εφιάλτης που είναι!. .
Για ώρες δυο χαλάει την τάξη
της κοινωνίας μας της τόσα χρόνια αγαπητής
με τους φτωχούς να δυστυχούν
ενώ οι πλούσιοι τ’ αγαθά κατέχουν!
Πλέον ας λείψει αυτό τα έκτρωμα, γιατί μπορεί
κάποιους κουτούς κι ανόητους να παρασύρει,
και να 'χουμε-θεός φυλάξοι-
καμιά γελοία απόπειρα εγκαθίδρυσης
μηνιαίως Χριστουγέννων.
Και τότε εκτός των άλλων, κι η γιορτή
την ομορφιά και την αξία του της θα χάσει.
ΖΩΗ ΚΑΙ ΖΩΗ
( Ένας Αρειανός
γυρνάει στον Άρη από τη Γη
μετά την πρώτη εκεί επίσκεψή του.
Πλήθη λαού
και δημοσιογράφοι Αρειανοί τόνε κυκλώνουν
να μάθουν τα της Γης αδημονώντας.
Και κείνος: «τα πράγματα είναι όπως ακριβώς τα περιμέναμε.
Τίποτα καινούργιο. Μόνο θάλασσες, δάση, ψάρια, και άνθρωποι, και κτίρια, κι αυτοκίνητα…
Από ζωή ούτε ίχνος κανένα!)
ΝΥΧΤΑ
Από τις άκρες των βλεφάρων κρατημένη
ανακλάται σε κάτοπτρα ματιών
που γι αυτά αθέατη είναι
γιατί στην ψυχή τους έχει αυτή
από άρνηση γενεών σβηστεί.
Σκύλου αλύχτισμα που αρχή δεν έχει.
Πράγματα του δωματίου μεταποιημένα
στα πρώτα τους πρόσωπα: δέντρο,
φλέβα της γης, όνειρο.
Μία θάλασσα μαύρου,
που δεν ξέρει τι-
με τον εαυτό της παίζοντας-
δώρο στον εαυτό της να κομίσει.
Νύχτα. Που μ’ ένα νεύμα χαριστικό
του πεθαμένου κεφαλιού της
επιτρέπει πότε πότε σε ήλιους
κάποιαν από τις ερήμους της
σερνάμενοι να διασχίσουν.
L' ARLESIENNE: (MADAME JOSEPH-MICHEL GINOUX)
VAN GOGH
Αναπόληση; Απορία; Θαυμασμός
Πάνω απ' τ' ανοιγμένο το βιβλίο;
Ένας σύντομος, τυχαίος χαιρετισμός
Η το ύστερο στη ζωή πικρό αντίο;
Το ’να χέρι στου βιβλίου τις σειρές
Και στον κρόταφο το άλλο έχει διπλώσει
Λες και θέλει στου μυαλού τις αυλακιές
Ο,τι γράφει το βιβλίο ν΄αποτυπώσει.
Μαύρο χρώμα το τραπέζι, τα μαλλιά
Το παλτό, τα ωραία μάτια και τα φρύδια
Φόντο πλούσιο μία κίτρινη αντηλιά
Και στον άσπρο το γιακά κόκκινα φίδια.
Μα η καρέκλα αν είναι κόκκινο βαθύ
Κατακόκκινα κι αν ειν' και τα βιβλία
Μας δονεί το ερυθρό που ’χει απλωθεί
Στων χειλιών την αναρχίνιστη ομιλία.
Σε ποια βάθη βυθισμένη είσαι κυρά;
Ποιες το διάβασμα κλειστές σ' άνοιξε θύρες
Και ορμήσανε της σκέψης τα νερά
Και σε πνίγουν στις μεγάλες τους πλημμύρες;
Η ΝΙΚΗ
Ο βασιλιάς καθόταν στον χρυσό του θρόνο.
Λίγο θλιμμένος.
Λίγο σκεφτικός.
Δίπλα του
πάνω στον άδειο θρόνο της βασίλισσας
ήρεμα ακουμπισμένο
το γράμμα του αρχιστράτηγου
και το μαχαίρι με το φρέσκο του αίμα-
μόλις φτασμένα και τα δυο:
"Μεγαλειότατε
αλλάξαν όλα.
Ο εχθρός εμπήκε.
Ατίμασα τα όπλα μου και την πατρίδα.
Αυτοκτονώ"
Κι απέξω από την πόρτα περιμένοντας
για να τον συγχαρούν για μία νίκη
που σε ήττα είχε αλλάξει,
οι ευγενείς οι άρχοντες, ο κλήρος.
Έντεκα χρόνια βασιλιάς-έντεκα χρόνια πόλεμος.
Πόλεμος αδυσώπητος.
Σκληρός.
Έχασε στρατηγούς και στρατηγούς
κι αμέτρητους στρατιώτες.
Τέλος κουράστηκε
(πόσες φορές δεν είπε να τα παρατήσει...)
Αλλά κι ο εχθρός...
επίμονος.
Tι εχθρός-απλά τόνε ζηλεύαν
και βαλθήκαν να τον καταστρέψουνε.
Ως για προφάσεις, άλλο τίποτα.
Και χτες όλα τελειώσανε με νίκη.
Επιτέλους δικαιώθηκε.
Δικαίωση πληρωμένη ακριβά,
όμως δικαίωση.
Ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους και αλάλαζε.
Φωτιές χαράς στις γειτονιές.
Τραγούδια επινίκια σε σπίτια και πλατείες.
Βέβαια
έντεκα χρόνια-μια ζωή-αγώνας
λίγο δεν ήταν δα.
Αυτό πολύ καλά κανείς το νιώθει.
Χτες ολ’ αυτά.
Και τη νύχτα...
Πότε προλάβανε κι ανασυντάχτηκαν; Ποιες ενισχύσεις-κι από πού-τους ήρθαν;
Κι ορμή καινούργια τόση πού τη βρήκανε;-
χυμήξαν ξαφνικά
κι ότι είχε κερδηθεί το ξαναπήρανε
κι ότι κρατιόταν από πριν και από πάντα το αρπάξανε.
Γκρεμίζουνε, σκοτώνουνε, καίνε ακόμα...
(τις λεπτομέρειες του τις έφερε αυτός
που ’φερε και το γράμμα
ο ίδιος που είδε το μαχαίρι
χωμένο στην καρδιά του αρχιστράτηγου).
Ε! Πάει πια!
Τελείωσε κι ο πόλεμος.
Τέλειωσε κι η ζωή-ε!
Κάτι έπρεπε κι αυτή κανείς να τήνε κάνει...
Πάει κι αυτό λοιπόν.
Εμπήκανε.
Μέχρι το βράδυ θα ’ναι εδώ.
Μα όλοι εδώ γιορτάζουνε τη νίκη.
Κι οι έμπιστοί του περιμένουν να τον συγχαρούν.
Ας έρθουνε λοιπόν!
Δε θα τους έλεγε τα τελευταία νέα.
Ας έρθουνε. Και να το μάθαιναν αμέσως τώρα
καλλίτερα τα πράγματα να γίνουν δεν μπορούνε.
Ύστερα αυτήνε τη χαρά οι άνθρωποί του την αξίζουν.
Χρόνια την επερίμεναν.
Άνθρωποι αγαθοί.
Και αγαπούν το βασιλιά τους.
Μετά-πού ξέρεις
μπορεί η ήττα αυτή να είναι νίκη
(που ’ναι κι εκείνος ο ψευτοφιλόσοφός του-τέτοια
πόσα δε θα ’χε να του πει μια τέτοιαν ώρα...)
Λοιπόν εμπρός. Ας μπούνε.
Να κρύψει το μαχαίρι μόνον και το γράμμα
(κι αυτός ο αρχιστράτηγος πολύ ευαίσθητος)
κι ένα χαμόγελο ευφροσύνης να φορέσει
συγκαταβατικό και κουρασμένο
σαν ανεξέταστης παραδοχής.
"Θαλαμηπόλε! Άνοιξε τις πόρτες!"…
Πού χάθηκε κι αυτός...
Καλά. Θ’ ανοίξει μόνος του τις πόρτες.
Δικαιολογείται κάποτε ένας βασιλιάς
πράξεις να κάνει άλλοτε ασυνήθιστες.
Σηκώθηκε.
Τραβώντας προς την πόρτα
σκεφτόνταν πως οι ευχές των επισήμων
σαν μύρο ζωής θα έπεφταν
στο σώμα τού θανάτου (αρέσκονταν ο βασιλιάς σε τέτιες σκέψεις).
Ετράβηξε τον σύρτη.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΡΟΤΖΕΡΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Την Τζένιφερ Ρότζερς ακούγαμε που στο δασος τραγουδούσε.
Μέσα στη σιγαλιά ακουγόνταν το τραγούδι
Που η Τζένιφερ Ρότζερς στο δάσος μέσα τραγουδούσε.
Ακούγαμε την Τζένιφερ Ρότζερς που στο δάσος τραγουδούσε.
Στο άκουσμα του τραγουδιού της
Του δάσους η ψυχή ψυχή του τραγουδιού της έγινε.
Του τραγουδιού οι λέξεις τα κλαδιά των δέντρων του ήταν
Κι ο που τα έσειε αγέρας η παλλόμενη φωνή της
Η Τζένιφερ Ρότζερς το δικό της τραγούδι
Στο δάσος μέσα τραγουδούσε.
Κοιτάζοντάς την βλέπαμε τα χείλη της ν’ ανοιγοκλείνουν
Βγάζοντας λόγια του εαυτού μας πριν υπάρξουμε
Χαλκεύοντας ιδέες που έλαμψαν
Προτού το φως των αστεριών φανεί.
(Την Τζένιφερ Ρότζερς ακούγαμε που στο δασος τραγουδούσε.
Βλέποντάς την ξέραμε
Ότι είναι αυτή με το τραγούδι της
τον κόσμο και το δάσος που έπλασε.)
ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΕΣ
Ό,τι σκεφτώ ή μάθω ή αιστανθώ
Μεγάλο και υψηλό κι ωραίο
Που έχω με πόνο και με πίκρα δέσει
Ρέει μες απ’ τα λούκια της ψυχής κάτω
Και ρέοντας μεταμορφώνεται.
Το ακολουθώ με αγωνία
Να σταματήσω προσπαθώντας
Την ψυχοφθόρα πτωτική ροή
Ή έστω πιο αργή να τήνε κάνω.
Μάταια όλα. Αυτό
Φτάνει ταχύ πάντοτε κάτω. Και φτάνοντας εκεί
Βλέπω σε πράγματα καθημερνά να ’χει αλλάξει
Και σε συνήθειες βρώμικες
ανωφελείς.
Κάθομαι και σκέφτομαι τι έχασα.
Χρήσιμα ήσαν τα μπαλώματα εκείνα της αγνοίας-
Φιλοσοφία, Ποίηση, Μουσική.
Ωραία και τα παραγεμίσματα εκείνα του κενού-
Ιδέες, Οράματα, Ιδανικά.
Ωραία τόσο που να φιλιωθώ δεν το μπορώ με το χαμό τους.
Και βαρυθυμώ και θλίβομαι.
Μα έρχονται φορές που λέω
Ίσως αυτό να είναι όλο κι όλο
Ζωή ο,τι λέμε. Ίσως αυτή η μεταστροφή
Να είναι ο προορισμός, το μεγαλείο,
Ή έστω η μοίρα του ανθρώπου-
Σε τετριμμένες αίσθησες
να μεταπλάθεται με τον καιρό το πνεύμα.
Ίσως να είναι αυτή η μόνη δυνατότητα.
Και η Σισύφεια η προσπάθεια κι η αγωνία του
Για το υψηλό που όλο κάτω πέφτει
Να ’ναι κι αυτή όλη κι όλη ένα τέχνασμα
Που της ματαιότητας την ψευδαίσθηση αμβλύνει.
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΗΣ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ
Σαν ένα ανάσασμα
Σαν ένα όνειρο
Σαν μια ιδέα.
Κλεισμένοι σ’ ένα ευρύχωρο δωμάτιο
Δύστυχοι άντρες πάνε πέρα δώθε.
Μηχανικά και νευρικά κινούνται.
Πουλάνε, αγοράζουν, τρων, κοιμούνται.
Όλα μπορούν μέσα εκεί να κάνουν
Εκτός απ’ το να ρίξουνε τους τοίχους-
Τοίχους από άσπαστο γυαλί που είναι φτιαγμένοι-
Κάτι που η μόνη τους χαρά θα ήταν.
Γιατί όποτε θελήσουν
Το χέρι τους ν’ απλώσουν στο γυαλί
Μια δύναμη άφαντη
Πίσω το χέρι τους το στέλλει.
Στην άλλη του γυαλιού πλευρά
γυμνές γυναίκες κατοικούν.
Παιζογελούν, χορεύουν, τραγουδούνε.
Και τους τοίχους ’γγίζουνε
Αδιάφορες στην αίσθηση ότι κάποιοι
Που έστω να τις αγγίσουνε ζητούν,
τις βλέπουν.
Και ταξιδεύει έτσι όλο το κτίσμα
Ενώ μεγάφωνο ένα αθέατο
Τραγούδια ευτυχίας μελωδεί.
Έτσι.
Σαν ένα ανάσασμα.
Σαν ένα όνειρο.
Σαν μια ιδέα.
ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ
Όταν ξυπνώντας το πρωί
Πριν σηκωθούμε
Στον κόσμο των ονείρων ακόμα παραδομένοι
Στέκουμε για λίγο στο χείλος του ύπνου
Βλέποντας προς την ομίχλη
Που τις πεδιάδες σκεπάζει του διαλογισμού,
Είναι σαν να περιμένουμε κάποιον
Να μας δώσει το κλειδί
Που την πόρτα της ζωής ανοίγει.
ΤΟ ΚΕΛΑΔΗΜΑ
Άκουγε συνεπαρμένος το κελάδημα.
Γιατί τόσο του ταίριαζε δεν ήξερε να πει.
Μόνο άκουγε κρατώντας την ανάσα του.
Εκστατικός.
Τα πράγματα είχανε όλα χαθεί.
Ένα κενό πράσινο είχε μόνο μείνει.
Μόνο σαν η μελωδία τέλειωσε
Κι ενώ τα δέντρα και οι πεδιάδες ξανάπαιρναν τη θέση τους
Δημιουργώντας πάλι το τοπίο,
Τότε κατάλαβε τι του άρεσε σε κείνο το τραγούδι:
Μέσα του είχε σκέψεις
Που αυτός δεν θα μπορούσε να έχει κάνει.
ΟΙ ΆΓΓΕΛΟΙ
Οι άγγελοι τα αόρατα θωρούνε.
Εκεί όπου αγνοί και άϋλοι ζούνε
φιλία δεν έχει, έχθρα ή αγάπη.
Μια έλλειψη η ζωή τους είναι όλη
έτσι που ό,τι θέλουν το έχουνε
αυτοστιγμεί και παρακλήσεις δίχως.
Από μέσα μας αδιάφορα περνούνε
κι ότι κι εμείς υπάρχουμε αγνοούνε.
Μέσα σ’ αιώνιο ένα φως υπάρχουν
που ανία διόλου δεν τους προκαλεί
και τόξα έχουν, που στις μικρές χορδές τους
ονόματα δίνουν μικροσκοπικά: Ελφ,
Γκ, Εντ, Στρι, Λ, Φ, Κτ, Ζν.
Κι αυτές οι σύντροφοί τους είναι.
Κάποιες φορές η φαντασιά τους
όντα που μοιάζουν σαν κι εμάς τους φέρνει
και λεν δηγώντας τα αναμεταξύ τους
«από πού να ’ρχονται τέτοια οράματα;..»
Οι άγγελοι είναι αθάνατοι
και με μια κίνηση μπορούν
αιώνες να διαγράφουν.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Θάνατος είναι τα παιδιά
που παίζουνε με τα ποδήλατά τους.
Θάνατος είναι τα φωτάκια
που αναβοσβήνουνε πάνω στα δέντρα
τα στολισμένα τα χριστουγεννιάτικα.
Θάνατος το απέναντι κουρείο
που βλέπω κάθοντας εδώ.
Τάφος το εστιατόριο τούτο που εντός του
τόσοι νεκροί ερχόνται
τη ζωή ταϊζοντας το θάνατο να διώξουν.
Θάνατος το ρολόϊ τ’ Αη Βασίλη
θάνατος της πλατείας το συντριβάνι
του φαρμακείου θάνατος το φωτισμένο φίδι
κι οι πάστες του Πιετρίς και τα ψωμιά του.
Και τούτη η νύχτα που την πόλη αργοσκεπάζει
σάβανο ένα κρύο και ογρό.
Ξέρω και ξέρεις Καρυωτάκη τι θα πούνε-
πως αντιγράφω μέσα δω την «Πρέβεζά» σου.
(Λες και δεν έχουν όλα ειπωθεί
κι όλα γραφτεί κάτω απ’ τον ήλιο
έτσι που όλοι μας να λέμε τα ίδια και τα ίδια
ή λες κι ο πρώτος που είπε κάτι «νέο»
δεν ελογόκλεψε κι αυτός τη φύση)
Ανόητοι.
Δε βλέπουνε πως ίδια ξέρουμε
κι οι δυο μας να διαβάζουμε
μες στο βιβλίο της φύσης-
κι ότι αυτή ’ναι
η διαφορά μας η μεγάλη από δαύτους.
Θάνατος είναι τα παιδιά
Που παίζουνε με τα ποδήλατά τους.
ΤΟ «ΜΟΝΑΧΙΚΟ» ΣΠΙΤΙ
Για χρόνια, από μικρός μικρός
το σπίτι εκείνο
το «μοναχικό» εκοίταζε
διακοσαριά μέτρα πιο πέρα απ’ το δικό του
που έμοιαζε χιλιόμετρα μακριά να είναι.
Τις νύχτες γέμιζε με σκιές
ανθρώπινες που μοιάζαν
κι η φαντασία τελετές εντός του αλλόκοτες
και βεγγέρες έπλαθε μυστηριακές.
Κι ήταν για κείνονε αυτό το σπίτι,
«το μοναχικό»
το σύνορο του κόσμου.
Για χρόνια
από μικρός μικρός.
Και πόθο είχε πάντοτε να μάθει
η γήινη ποια ήταν-η υλική υπόστασή του
του σπιτιού αυτού,
εκείνη που θα ταίριαζε
με των αισθήσεων την ψευτιά και την απάτη.
Γέρος πια τα έμαθε ολ' αυτά- ποιος το ’χε
πότε χτίστηκε,
πότε πουλήθηκε
σε ποιον και από ποιον,
ποιος ζούσε μέσα κει και τι απόγινε.
Τα έμαθε.
Και πια
έναν εκέρδισε λόγο λιγότερο
να έχει για να ζήσει.
ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Απ' την παλιά τη γειτονιά
οι περισσότεροι έχουν φύγει-
άλλοι για πέρα κι άλλοι για κάτω.
Κείνοι που έμειναν,
αλλάξει έχουν τόσο, που αγνώριστοι
έχουν ο ένας για τον άλλον γίνει.
Μονάχα κάτι πέτρες στέκουνε ανάλλαχτες
στην ίδια τη γωνίτσα τους.
Κάτι πετρούλες άσπρες απ' το ασβέστωμα
τώρα καθώς και τότε,
που ακόμα μένουνε η μια πάνω στην άλλη
διόλου θωριά χωρίς ν’ αλλάξουνε ή θέση.
Οι άνθρωποι έτσι βέβαια θα τις συντηρούν
για να ’χουν κάτι που αναλλοίωτο να μένει,
όταν εκείνοι άπαυτα κινούνται
και αλλάζουν
και παραδέρνοντας,
τον εαυτό τους τελειώνουν.
ΧΡΟΝΟΙ
Αν δεν επινοούσαμε το Πριν και το Μετά
θα ήμασταν αυτό που θέλουμε να είμαστε
γιατί χωρισμός ανάμεσα σε πράξη κι όνειρο
δεν θα υπήρχε.
Το Τώρα ένα άλλο Τώρα
ανάλλαγο, θα ακολουθούσε,
και σ' ένα ευεργετικό συμμάζεμα
ο κόσμος θα κλεινόταν.
Όμως εφτιάξαμε ένα Χρόνο
κατά πως μας συμφέρει
χωρίζοντάς τον σε κομμάτια κιόλας
για να μπορούμε και να λέμε «πέρσυ»
και «τότε» και «παλιά»
και για να καμωνόμαστε ότι ξεχνάμε,
ώστε τα ίδια αίσχη
αθώοι τάχα
να ξανακάνουμε.
ΟΣΟΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ
Όσοι να βλέπετε μπορείτε
κοιτάξτε με προτού ακόμα φύγω.
Βλέπετε τούτο το σπασμένο το ξερόκλαδο;
Έσπασε από το βάρος της υπομονής.
Βλέπετε αυτά τα ζούδια που
με τρώνε;
Είναι οι φόβοι μου.
Κι όλο αυτό το κούρβουλο που είμαι
είναι η αγάπη που δεν έστερξε ν’ ανθίσει.
Η ΠΡΟΒΑ ΤΖΕΝΕΡΑΛΕ
(6-3-08)
Κόρινθος. Κέντρο νέων. Κολιάτσου.
Παράσταση θεατρική.
Με την ψυχή μου του παλιάτσου
βρέθηκα Πέμπτη βράδυ εκεί.
Και να! σωστή σκηνοθεσία!
Και άξιες να! ηθοποιοί!-
η ανθένια να! η πεμπτουσία
που σέρα θάλπει βορινή!
Κι ήταν τα θεία τ’ άνθη που είδα
(και που ως αυτά δεν έχω δεί):
Γιοχάνα Ζάϊκερ-γερμανίδα!
Κλαούντια Λόκχερ-ιρλανδή!
ENA ΜΑΤΣΑΚΙ ΑΓΚΑΘΩΤΑ ΑΓPIΟΛΟΛΟYΔA
ΑΠΟ ΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΑΦΘΟΝΟΥΝ
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
1.
Ο πρωθυπουργός κλέβει.
Μικρή καμπανούλα του αγρού
ο πρωθυπουργός κλέβει.
-Ο αγέρας με φυσά και δεν ακούω.
Πιο δυνατά καλέ μου.
-Ο πρωθυπουργός κλέβει
μικρή καμπανούλα του αγρού!
O πρωθυπουργόοοοος κλέβειειειειειειει..
-Αχ! ο αγέρας παίρνει τη φωνή σου-
τίποτα δεν ακώ κι ας βάζεις
τις απαλάμες σου γύρω απ' το στόμα.
Μα συ μ' ακούς παλληκαράκι του Βουνού.
Άκου λοιπόν τί ο αγέρας που φυσάει μου λέει:
"Ο πρωθυπουργός κλέβει" μου φωνάζει.
Άκου και κάνε κάτι
συ του λαού παλληκαράκι.
Ο πρωθυπουργός κλέβει.
2.
Στην ακρογιαλιά η αχάιδευτη μικρούλα.
Τα ποδάκια της στο νερό πλέκουν.
-Άνοιξε το βήμα σου παιδόπουλο της άνοιξης.
Κάποιονε σαν εσένα καρτερεί και λαχταράει.
-Βαριά η καρδιά μου κι άβουλο το χέρι
Εχτές ο φίλος μου αρρώστησε και πέθανε.
Θέση δεν είχε στο νοσοκομείο.
Αχ! Τα ποδάκια αχάιδευτα θα μείvουνε του κοριτσιού με το νερό που παίζει;
Μα όχι-να, εκείνος,
που το σπίτι του
με τα κρεβάτια των νοσοκομείων έφτιαξε
πλησιάζει προς την ακροθαλασσιά.
-Φύγε μικρούλα απ' το νερό. Τρέξε στο σπίτι σου μικρούλα.
-Εγώ θέλω στ’ αυτιά μου σκουλαρίκια
και φόρεμα η μάνα μου καινούργιο.
Και ο πατέρας
από ταβέρνα οε ταβέρνα τριγυρνάει χωρίς δουλειά.
-Φύγε μικρούλα. Κάτι θα βρεθεί.
-Βρέθηκε κιόλας. Βιαστικός
έρχεται κατά μένα ο πλούσιος.
Κι εγώ τον κόρφο τον μικρό μου
τον αμεγάλωτο ακόμα ετοιμάζω.
3.
-Μικρό δεντράκι
μικρό. δεντράκι
πότε καρπό θα δώσεις;
-Σ' αυτό τον κήπο εγώ δε θα καρπίσω.
Γιατί ψηλά στου λόφου την κορφή ο κήπος μου είναι
και από δω βλέπω απλήρωτη δουλειά.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
οι μίσχοι των φύλλων σου τρυφεροί
τ’ άνθη σου ολόκληρο σε σκέπασαν.
-Θα ρίξω τ’ άνθη μου άκαρπα
και φύλλα και κλαριά μου θα ξεράνω.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
άσε στην μοίρα του τον άνθρωπο.
Πιες το ρυάκι
ανάσανε τον άνεμο
δώσε καρπούς σε κείνον που σε φύτεψε.
-Εκείνος που με φύτεψε
είναι που τη δουλειά σου κλέβει.
Και τα δεντράκια όπως εγώ
η ψυχούλα τους σπαράζει
να βλέπει ανθρώπους δύστυχους.
4.
-Από του φεγγαριού τους κύκλους
ο πρώτος είναι της αγάπης μου.
Ο δεύτερος της αγριοτριανταφυλλιάς
κι ο τρίτος του πελάγου.
-To πέλαγο ανέμελε τραγουδιστή
δε θέλει ούτε να σε βλέπει
που αφήνεις να σε λοιδορούν οι βουλευτές σου.
-Σκοτούρα μου το πέλαγο.
Μα ο κύκλος της αγριοτριανταφυλλίτσας μου
για μένα τη στροφή του γράφει.
-Εγώ νιε μου ανέμυαλε και χιλιοπροδομένε
ούτε τ’ αγκάθια μου δε χαραμίζω
για όποιον αφήνεται όμορφα άμορφα
στους υπουργούς του το αίμα να του πίνουν.
-Σκοτίστηκα για τ' άνθη σου.
Τα κάλλη όμως δικά μου όλα της καλής μου-
το γέλιο, το κελάδημα, ο κόρφος
και τ' άνθος το κρυφό της το ανοιγμένο.
-Καλλίτερα στον εγκρεμό τα κάλλη μου όλα να τα ρίξω
παρά σε σκλάβο ένανε το μύρο τους να δώσω.
-Φεύγω και όπλο ζώνομαι και βλήματα τυλιέμαι
και υπουργούς και βουλευτές στον Άδη κατεβάζω.
Κι αν το ’χει η μοίρα μου η καλή πάω κι εγώ μαζί τους.
Κάλλιο, παρά να ντρέπεται για μένανε η καλή μου.
5.
Οι νεκροί των δρόμων-
οι νεκροί των κλεμμένων χρημάτων-
οι νεκροί των σκανδάλων
τις νύχτες γίνονται ένα
με του φεγγαριού το κλάμα
και στα γύρω γυμνά χωράφια
θρηνούν.
Ο κρύος άνεμος της νύχτας
τις φωνές τους παίρνει
και τις αναπνιές μ' αυτές γεμίζει εκείνων
που θυμούνται ακόμα τους χαμένους.
Εκατομμύρια στρογγυλά χρυσά νομίσματα
κυλούνε μ' έναν θόρυβο δαιμονικό
από των αδικοχαμένων τις παλάμες
και παν και γίνονται γιοτ υπουργών,
και βίλλες εργολάβων,
και καταθέσεις βουλευτών σε τράπεζες.
6.
Κάπου κάπου
μέσα στη νύχτα
να σκάζουνε ακούς γκαζάκια.
Οι εμπρηστές μετά
‘συχάζουν ότι κάναν το καθήκον τους
και πάνε και κοιμούνται ήσυχοι.
Τα μαχαίρια, οι δυναμίτες, οι μπόμπες,
κοιμούνται μέσα στις αποθήκες.
Και τα μαχαίρια ονειρεύονται λαιμούς πολιτικών.
Κι οι μπόμπες ονειρεύονται Βουλή, βίλλες, πλοία, εργοστάσια.
Κι οι δυναμίτες υπουργεία γκρεμισμένα.
Και οι γκαζάκηδες κοιμούνται ήσυχοι
πως το καθήκον τους το κάνανε.
7.
Τα ζώα ακούσαν φασαρία από την πόλη.
"Τράβα καλή αλεπού να μας ειπείς τι τρέχει."
Επήγε, γύρισ' η αλεπού.
"Και τ’ είδες αλεπού αλεπουδίτσα;" της κάνει το λιοντάρι.
"Είδα μιλιούνια ανθρώπους να φωνάζουνε
σε είκοσι άλλους:
"Μας κλέβετε το φαί μας και πεινάμε!"
"Μετά-πέσαν στους κλέφτες πάνου να τους φάνε;"
"Oxι. Διαλύθηκαν ησύχως".
"Λοιπόν αξίζουνε την πείνα".
8.
Τα κρύσταλλα της τηλεόρασης-
μικρές πυγολαμπίδες-
μαζεύτηκαν στη χλόη του δάσους
έξω απ’ του Ύπνου την καλύβα.
"Εγώ
τώρα που μας ανακαλύψανε»
είπε η έξυπνη μικρή πυγολαμπίδα.
«θα φύγω στο Βορρά"
(αστέρια δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης)
«Έγώ στο Νότο θα τραβήξω»
είπε η σοφή πυγολαμπίδα.
(αστέρια, δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης)
Και κάθε μια εδιάλεξε το δρόμο που ήθελε να πάρει.
(αστέρια δείξετε το δρόμο στις μικρές
τις αδερφούλες σας της γης).
Ο έμπορος πυγολαμπίδων
το βράδυ εκείνο είχε βγει
χωρίς ελπίδα
πως θα 'βρισκε ούτε μια.
Kαι να μπροστά του όλες μαζεμένες!
Τις μάζεψε όλες, τις εγύμνασε,
κι όλες μαζί τις πούλησε στο μέγαρο Μαξίμου.
Kαι το γύμνασμά τους
να κάνουν είναι ό,τι
το αφεντικό του μέγαρου κάθε φορά τους λέει.
9.
Χρηματιστήριο.
Κυβέρνηση κι αντιπολίτευση κλέβουν.
To βατραχάκι πηδάει μέσα στα νερά.
Η αράχνη ετοιμάζει το δλητήριο της.
Οι νέοι βάζουνε γκαζάκια
και φαντάζονται τους εαυτούς τους ήρωες.
Και ονειρεύονται στεφάνια
στο λαιμό ανδριάντων τους μαρμάρινων
να κρεμιούνται.
Οι άλλοι κλέβουνε και κλέβουνε και κλέβουνε.
Και νεαροί
διαλέγοντας ονόματα ηχηρά,
οργανώσεων,
βάζουν γκαζάκια…
10.
-Οι πρωθυπουργοί μόνον,
κλέψανε δεκάδες δισεκατομμύρια.
Πού βρήκαν τα λεφτά αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Στη δυστυχία του ανάπηρου
στο θάνατο του τραυματία
στην πορνεία της γυναίκας.
-Οι υπουργοί μόνο
κλέψανε πέντε δισεκατομμύρια.
Πού τα λεφτά βρήκαν αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ' τους μιστούς και τις συντάξεις,
από την τύφλα της Παιδείας
κι απ' των βιομήχανων τις μίζες.
-Ο βουλευτής πού εβρήκε τα λεφτά
και βίλλες χτίζει κι αγοράζει νυφικό
για τη γυναίκα του εκατό χιλιάδες
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ’ την κλοπή στην αγορά των όπλων
κι από των θεσσαλονικιών την πεθυμιά
να 'χουν πολιτικό έναν δικό τους.
-Κι οι έλληνες τι κάνανε γι αυτό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Τους ξαναψήφισαν.
-Και τι για όλ' αυτά
κάναν οι νέοι της χώρας μου
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Βάλαν γκαζάκια.
-Μέτρησες των ελλήνων το μυαλό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Έψαξα-
τίποτα δε βρήκα τέτοιο να μετρήσω,
-Και η αντρεία
και το φιλελεύθερο
κι η εξυπνάδα των ελλήνων
τι έγινε-
πού πήγε,
που γι αυτήν καυχιώνται,
αφού αφήνουν να τους κλέβουνε
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-To καύχημα έχουν μόνο κι όχι τ' άλλα.
-Κι ένας λαός χωρίς μυαλό
το τέλος του πoιo θα 'ναι
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Ο γρήγορος αφανισμός.
11.
-Ογδόντα δυο νεκροί σ' ένα ναυάγιο
τι κάνουνε στον υπουργό της ναυτιλίας αδέρφι μου;
-Προαγωγή από κράτος κι από κόμμα.
-Η εκκόλαψη κλεφτών κι η κάλυψή τους
τι δίνουνε σ' έναν πρωθυπουργό αδέρφι μου;
-Σίγουρη κι άλλη μια τετραετία.
-Με τα δικά σου αν τα λεφτά
ζούνε καλά όσοι σε κλέψανε
και συ απ' την ανέχεια σου πεθαίνεις,
τι κάνεις τότε αδέρφι εσύ;
-Την ψήφο μου τους δίνω πάλι.
12.
Πήγαινε μόνος του στο δάσος ο γεωργός.
Στα δέντρα έριχνε το κρύο φεγγάρι
αχτίδες παγωμένες.
Δυο ’λάφια τον κοιτάζανε τρεμάμενα απ’ το κρύο
να κουβαλάει τ’ άθλιο κορμί του στην καλύβα του.
-Κοίτα σε χώρα ποια έχουμε γεννηθεί.
Χειρότεροι από μας οι ανθρώποι.
-Χειρότεροι...χειρότεροι…
-Κι εμάς μας τρώει το λιοντάρι,
μα είναι που εμείς όπλα δεν έχουμε.
-Δεν έχουμε... δεν έχουμε…
-Ενώ αυτοί μυαλά ίδια κι ίδια χέρια ας έχουνε,
και ίδια όπλα και oι δυο ας κρατάνε
μα δε σηκώνουνε τα όπλα τους
ενάντια στα λιοντάρια τους-γιατί;
-Γιατί.;..Γιατί;..
-Κοίτα τον πώς δουλεύει γι άλλους...
Κοίτα τον πώς σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί...
Κι αύριο με το δρεπάνι του
θα πάει να θερίσει στάρι
αντί με κείνο τα κεφάλια τους να πάρει...
-Τα κεφάλια τους…Τα κεφάλια τους...
13.
To σχολείο σκόλασε. Βγαίνουν τα παιδιά.
-Εγώ σα μεγαλώσω θα γινώ μηχανικός
να χτίζω σπίτια.
-Πού θα πας το απόγεμα; Έλα σπίτι
να παίξουμε κρυφτό και αμάδες.
-Θέλω να διαβάσω να γίνω μηχανικός.
Αν όλο παίζω δε θα γίνω μηχανικός.
-Ο πατέρας μου λέει πως ό,τι και κανείς να γίνει
χαμένα όλα παν στη χώρα αυτή.
Καλά θα ζήσεις μόνο αν κλέψεις.
Εγώ θα μάθω να κλέβω.
-Kαι γιατί όλα πάνε χαμένα στη χώρα αυτή;
-Δεν ξέρει λέει κι αυτός, μα έτσι είναι.
Ίσως, λέει, το ’χει η μοίρα μας.
-Ο πατέρας σου είναι σοβαρός άνθρωπος.
Για να το λέει έτσι θα ’ναι.
-Και βέβαια έτσι είναι.
-Θα 'ρθω να παίξουμε.
Θα μάθεις και σε μένανε να κλέβω;
14.
Μες στη χελιδονοφωλιά,
ψηλά,
λέει το χελιδονάκι στον πατέρα του.
-Πατέρα τί είναι κλέφτης;
που όλοι λέει στη χώρα ετούτη κλέφτες είναι;
-Είναι αυτός που παίρνει τα λεφτά του άλλου.
-Και τ' είναι τα λεφτά πατέρα;
-Είναι ο ιδρώτας κι η υγεία κι η χαρά
και η διασκέδαση και το φαί και το πιοτί του ανθρώπου.
-Ό,τι είναι τα έντομα για μας
είναι και τα λεφτά για τους ανθρώπους;
-Ναι παιδάκι μου καλό. Έτσι είναι.
-Δυστυχισμένοι ανθρώποι να 'ναι κλέφτες...
Πατέρα μου, δε θέλω να τους βλέπω.
Την άλλη τη χρονιά να μην ερθούμε ’δω.
-Εδώ μας έχει τάξει ο θεός παιδί μου για να ζούμε.
-Δυστυχισμένα χελιδόνια εμείς…
με κλέφτες δίπλα μας να ζούμε...
15,
-Αυτές κυρα-πατρίδα οι ζωγραφιές στον τοίχο τ’ είναι;
-Πάρε παιδί μου τ’ όπλο αυτό.
Και άκου.
Αυτόν εκεί Δεξιό τον λένε .
Είναι ο μπροστάρης,
Τ’ άγριο λεφούσι πίσω του που σέρνει
είναι οι ληστές και oι φονιάδες μου.
Είναι οι καταχραστές και οι ληστές μου.
Αυτός ο ένας σωρός.
Αριστερά βλέπεις το άλλο πλήθος
με τις προβιές αρνιών που στάζουν αίματα;
Που πάει μπροστά τους κείνος ο ψηλός
που Αριστερό τόν λένε;
Αυτοί παιδί μου με καταματώσαν
κομμάτια κόβοντας και τρώγοντας τις σάρκες μου
αφού τα ρούχα που φορούσα πρώτα πούλησαν.
Τους δυο ετούτους τους σωρούς στόχο θα βάλεις.
Και δύσκολο να τόνε βρεις δεν είναι.
Κι όπου να ρίξεις,
εμένα σώζεις απ’ τα νύχια τους παιδί μου,
νέε μου,
που όμορφη με θέλεις ,
και κυρά στον τόπο μου,
δίπλα σου σοβαρή να στέκω
και να μην ντρέπεσαι για μένα όταν στις συντροφιές
με σεργιανάς του κόσμου.
Εμπρός παιδί μου.
Μάθε να χτυπάς.
Όσο λιγότερους αφήσεις
τόσο περσότερο καλό μου κάνεις.
Χτύπα παιδί μου.
Τ' όπλο σταθερό.
Αετίσιο μάτι.
Απόφαση για λεφτεριά.
Χτύπα παιδί μου!
-Κυρα-πατρίδα ποιος χτυπάει την πόρτα μας;
-Αυτοί παιδί μου είναι!
Ήρθαν εδώ για να σε πάρουνε και σένα στην παρέα τους
επάνω μου και συ αντάμα τους να πέσεις
και να πεθάνω και να σβήσω μια ώρα αρχύτερα,
-Σύντροφε ρίξε τ’ όπλο!
Και κοίτα!
Να ένα ξεροκόμματο!
Πάρε να φας!
Μαλάκωσέ το λίγο στο νερό και φάε να ζήσεις,
Με ξεροκόμματα οι αληθινοί πατριώτες ζούνε.
Κι έλα κοντά μας στη μεγάλη μας παράταξη.
Για μία λεύτερη πατρίδα σύντροφε!
-Έλα με μας καλό παιδί μας.
Αυτοί ρημάξαν την πατρίδα.
Εμείς θα τήνε σώσουμε.
Και κοίτα! Πάρε αυτό το ξεροκόμματο
κα μέτρα το με κείνο
αυτουνών-το δικό μας
θα δεις πως είναι-φως φανάρι-μεγαλύτερο.
-Χτύπα παιδάκι μου!
Μπρος σου τους έχεις…
Η τελευταία σου ευκαιρία είναι πριν και σένα χάσουν!
Μη!..Μην το κομμάτι παίρνεις που σου πέταξαν.
Φρέσκα καρβέλια τρων αυτοί βουτυρωμένα
που εσένανε θα βάλουν να τους ψήσεις.
Χτύπα παιδί μου! Χτύπα τους!
-Ε σεις, δικός σας είμαι.
Λίγο νερό μονάχα να ’βρω
το ξεροκόμματο να βρέξω.
-Παιδί μου αχ!
Πάει κι αυτή η γενιά μου!
16.
Τα κουρασμένα σέρνοντας τα βήματά τους
δυο άλογα
στην πόρτα φτάνουνε του Χρόνου.
-Άνοιξε κυρ-Χρόνε την πορτίτσα σου.
Βγες από τα βάθια σου
και κάνε μας τη χάρη να μας πεις
ποιος την πατρίδα των αλόγων ρήμαξε.
-Μεγαλομάτικα άλογα
ξέρετε ότι δεν υπάρχω πια
κι όμως ζητάτε από μένα πράγματα να σας πώ.
Εγώ είμαι του Χρόνου το χοντρό νεκρό το σώμα.
Τα χέρια ετούτα έχουνε ρημάξει όχι μια,
παρά πατρίδες μετρημένες σε χιλιάδες.
Διασχίστε το τεράστιο το κορμί μου,
απάνου σε πατρίδων πτώματα πατώντας,
και στην ουρά μου τη μακριά όταν θα φτάστε
εκεί δε θα ρωτείστε μα θα δείτε
ποιος την πατρίδα σας ετούτη τη στιγμή ρημάζει.
Ένα νεκρόν ξυπνήσατε.
Στο ζωντανό κομμάτι μου τραβάτε.
Τ’ άλογα χλιμιντρίσανε,
προχώρησαν,
κι όταν στο ζωντανό κομμάτι εβρέθηκαν του Χρόνου
εκάναν ένα βήμα προς τα πίσω
που στο ανύπαρκτο και στο άχρονο ευθύς τα πήγε.
Ο Χρόνος κλείνοντας την πόρτα του
εχασμουρήθηκε τεράστιο ένα στόμα ανοίγοντας
και με τα χείλια του πρησμένα εμουρμούρισε:
Άλογα…τι περιμένεις...
έλληνες νομίζω ήσαν...
17.
Στα βορινά τα κρύα της Ευρώπης μέρη
δυο λύκοι έχοντας φάει ένα αρνί
στον κρύο ήλιο συζητάνε των πατρίδων τους.
-Τα νότια αρνιά πιο τρυφερά από τα δικά μας είναι.
Μες στις σάρκες τους
ο ήλιος της πατρίδας τους κυλάει.
Kαι στις φλέβες τους
το αίμα τρέχει γρηγορότερα.
Μας χρειάζεται η ζωντάνια και η θέρμη τους.
-Τα ελληνικά τ’ αρνιά είναι τα καλλίτερα
κι αρώτητα υπακούνε.
-Τελειώνουν όμως όπου να 'ναι.
Τώρα βουλγάρικα, ρουμάνικα,
και γιουγκοσλάβικα και ουγγρικά έχουν σειρά.
-Αυτά σκληρό έχουνε κόκκαλο
και αντιστέκονται, λένε οι φήμες,
στων λύκων τα καλέσματα.
-To 'χω ακούσει, Α! Ελληνικά,
πρόβατα που ακόμα και ακάλεστα
την πείνα μας για να προλάβετε
σερνόσαστε κοντά μας...
-…Που κοπαδιαστά οι τσοπαναραίοι σας σάς έφερναν…
ίσα στο στόμα το δικό μας μέσα...
-Και με αντάλλαγμα λίγο χορτάρι μόνο...
που και κείνο, άκουσα,
δεν το ’διναν στα πρόβατά τους,
παρά σε άλλα πρόβατα το επουλούσαν.
-Θα μας λείψουν τα ελληνικά τ' αρνιά.
-Ας ελπίσουμε
με τόσο φαί
να είναι νόστιμοι και τρυφεροί
και οι τσοπάνηδές τους...
Τι λες, πάμε για ύπνο;
18.
-Εγώ, η γριά χελώνα
χιλιάδες χρόνια σέρνομαι στη γη ετούτη
την ελληνική.
Στο καύκαλό μου σπάζουν οι αιώνες
απείραχτην αφήνοντάς με.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς ο κόσμος άρχισε;
-Με χαρές και τραγούδια
και με γιορτές των τζιτζικιών στις γέρικες ελιές.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς η πατρίδα μου γεννήθηκε;
-Όπως oι πατρίδες όλες-
απ’ το νερό, το στάρι και το πρόβατο.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα
πώς η πατρίδα μου θα τελειώσει;
-Η πατρίδα σου νεκρή.
Kαι συ ένας ίσκιος
που στο γέρμα του ήλιου θα χαθείς.
19.
Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ θα μας δώσεις ψωμί να ζήσουμε και μεις;
-Αν περισσέψει από τις αποθήκες μου…
-Κλέφτες υπουργοί
ένα κομματάκι απ' το χρυσάφι σας
θα δώστε στο φτωχό λαό;
-Αν μας το πει η Ευρώπη…
-Κλέφτες βουλευτές
θα μας δώστε πίσω
το ένα στα εκατό που μας εκλέψατε;
-Αν μας αφήσουν οι ερωμένες μας…
- Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ
θα μας θάψεις όταν πεθάνουμε;
Ναι, γιατί δεν αντέχει η ντελικάτη μύτη μου τη βρώμα.
20.
Στης λίμνης τα δέντρα
πουλιά κελαδούνε.
-Πού πας νέε μου εσύ;
ρωτούνε σα με δούν.
-Στο πάρκο πηγαίνω
το κόμμα μου να ’δω
που πέντε αφεντεύει
χρονιές του’ τη χώρα.
-Αυτός αρχηγεύει-
ο πρωθυπουργός;
-Αυτός-ναι ο ίδιος
του λαού εκλεκτός.
-Επήρε απ' τους πλούσιους
στη φτώχια να δώσει;
Επήρε απ' τους κλέφτες
τα που 'χαν κλεμμένα;
-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχει το σχέδιο
μα θέλει δουλειά.
-Επήρε απ' το σόι του
τα δυο που ’χει φάει
τρισεκατομμύρια
ευρώ του λαού;
-Παλιές ιστορίες
καλά μου πουλάκια.
Τα νέα γυρεύουν
προβλήματα λύση.
-Μην έκλεισε μέσα
στα σίδερα εκείνους
το χρήμα που εφάγαν
με τους γερμανούς;
-Τα ξέρετε όλα
καλά μου πουλάκια!
Μα όλα να γίνουν
γυρεύουν καιρό…
-Τις βίλλες που υψώσαν
κλεμμένα λεφτά
τις πήρε απ' όσους
παράνομα εχτίσαν;
-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχουνε νόμοι
-του κράτους ψυχή.
-Εκρέμασε κλέφτες;
Ντουφέκισε κείνους
που πίναν το αίμα
του δόλιου λαού;
-Μα όχι καλά μου...
Αυτοί αν δολοφόνοι
και άνομοι, όμως
δεν είμαστ' εμείς…
Η δημοκρατία
που λάμπει στη χώρα
τα τέτοια δε στέργει-
ελεύτερη αυτή…
-Η ψεύτρα διαβάτη,
η δημοκρατία
σε ζάλισε κι ούτε
δεν ξέρεις τι λες.
Μα φεύγουμε τώρα.
Με ανόητους ανθρώπους
πουλιά που όλα βλέπουν
δεν έχουν δουλειά.
Κακόμοιροι ανθρώποι
φριχτά γελασμένοι!
φριχτά υποταγμένοι
σ’ ανόμων βουλές!
-Μην πάτε πουλάκια-
χωρίς σας ο τόπος
νεκρός θ’ απομείνει
και άχαρος πια,
μιας κι η δικιοσύνη
μαζί σας θα έρθει
πετώντας με τ’ άγια
δικά σας φτερά.
-Την είχαμε φέρει
τη λιώσατε κάτου
τη ζήσαμε πάλι,
μαζί μας θα ’ρθεί.
Και πήγαν. Και φύγαν.
Και όπως τραβούσα
στο μέρος το κόμμα
πou είχε γιορτή
φτερά στις χοντρές μου
τις πλάτες φυτρώσαν
και δύναμη μία
με σήκωσε πάνω
και μου 'πε: «συ φύγε
δεν πρέπει σου εδώ»΄
και τ’ άγια πουλάκια
επήγα να βρω.
21.
Ο σιδεράς χτυπάει πάνω στ' αμόνι
κι ομορφοτραγουδάει το σφυρί.
-Γερές μην κάνεις σιδερά
τις άλυσες του δούλου.
Γ ια να μπορέσει μια και δυο
να τις κατασυντρίψει
και λευτεριά έτσι να βρει
μες στην πικρή ζωή του…
Κι ο σχοινοπλέχτης γέρνοντας
στον πάγκο του επάνω
χοντρά χοντρά κάνει σχοινιά
και διπλοκαμαρώνει.
-Χοντρά μην κάνεις τα σχοινιά
γιατί τους σκλάβους δένουν
κι εύκολα πια δε λύνονται
-τα χέρια δε χωρίζουν.
Και με την πέννα του ο γραφιάς
γράμματα ωραία γράφει
που νόμους λεν και που μ’ αυτούς
τους δούλους φυλακίζουν.
-Σπάσε γραφιά την πέννα σου
παρά να δίνεις νόμους
που δυστυχούνε το λαό
και το θεό σκοτώνουν.
Μα δεν ακούει κανένας τους.
Και όλοι τους δουλεύουν
με τις δουλειές τους φέρνοντας
τον ίδιο το χαμό τους.
ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Παίζουν και ξαναπαίζουν τους ποιητές
Και ακκίζονται με ρίμες και με λέξεις.
Για ύφος, φόρμα, ποιότητα και τεχνικές
κάνουν ανερυθρίαστα διαλέξεις.
Αλλά το μόνο που δεν είναι ποιητές.
Ντόρος να γίνει θέλουν γύρω απ’τ’ όνομά τους
όπως σε κείνηνε τη σύναξη προχτές
που κάνανε τρεις ποιητές κι είχαν κοντά τους
Τον Πρέσβη, Διοικητές κάποιων Σχολών,
Κυρίες που στο βάψιμο ήσαν άψογες…
μα η γνώμη έλειπε των ειδικών
και μοναχά για ποίηση δεν άκουγες.
Ποίηση δεν είναι, ω! μεγάλοι στιχοπλόκοι
Η ανταλλαγή γνωμών σ ένα σαλόνι
Κι οι μεταξύ σας χαρισμένοι θώκοι.
Η ποίηση γροθιά είναι στο σαγόνι.
Και μάχη. Και φωτιά. Βουή. Αντάρα.
Κι είναι ξεσήκωμα λαών αδικημένων
Στης εκμετάλλευσης ενάντια την κατάρα.
Κι είναι αποκάλυψη Παράδεισων κρυμμένων.
Η ποίηση ειν’ αυτή που ξεριζώνει
Τον κόσμο τον παλιό τον σαπισμένο
Και με σπαθί στο χέρι θεμελιώνει
Έναν καινούργιο κόσμο ευτυχισμένο.
ΟΙ ΙΝΔΙΑΝΟΙ
Πως χάθηκαν-πώς χάθηκαν οι Ινδιάνοι.. .
Πως πέθαναν-πώς πέθαναν οι Ινδιάνοι…
Πως αφανίστηκαν…
Πώς διώχτηκαν από τη γη τους οι έρημοι-
από τη γη τους…
Σαν χελιδόνια που τα βρήκε ο χιονιάς.
Τι όμορφη η ζωή τους! Τι καθαρή!
Τι ράτσα υπερήφανη! Γερή!
Και δε θα ξαναζήσουν.
Και σκόρπισαν στους πέντε ανέμους.
Ο Αρχηγός το κόκκινο ελάφι
Ο Αρχηγός το άσπρο φτερό
Ο Αρχηγός το γρήγορο φως.
Τι ομορφιά!
Τι σταθερότης!
Τι θαυμαστή στους τίτλους γραφικότης
Και παραστατικότης!
Και χάθηκαν.
Σαν όνειρο που χάθηκε ένα βράδυ.
Σαν όνειρο γλυκό.
Ο σιδερένιος κεραυνός
Πιο δυνατός από το τόξο εστάθη.
Και χάθηκαν οι ερυθρόδερμοι.
Μαζί και η πατρίδα τους εχάθη.
Μεγαλωμένοι μες στη φύση
Θρεμμένοι με γλυκόδεντρων καρπούς
Ποτισμένοι από φαραγγιών νερά
Χαϊδεμένοι από την αύρα Ωκεανών
Μες στη διάφανη ζωή τους τυλιγμένοι
Την κρυστάλλινη
Δεν ωφέλησε.
Και χάθηκαν οι Ινδιάνοι.
Με τα φτερά στο κεφάλι τα υπέροχα
Με τα στολίδια τα κοκάλινα
Με τα ξόρκια και τα χαϊμαλιά.
Και χάθηκε η αγνή φωνή του ανθρώπου.
Η ράτσα η καλλίτερη της γης.
Το πιο ακριβό της φίλτρο.
Το ναι τους ήταν ναι και τ’ όχι όχι.
Πώς πήδαγαν σα λάφια σαν ζαρκάδια…
Οι μάγοι τους πως ήξεραν βροχή να φέρνουν…
Και χάθηκαν οι Ινδιάνοι
Κι αφανίστηκαν.
Λάτρευαν τις γυναίκες τους.
Με ονόματα τις στόλιζαν ωραία- ζωντανά:
«Λουλούδι του δάσους»
«Του γαλανού νερού φτερωτή λυγαριά»
«Η αγαπημένη του σύννεφου»…
Τι ευωδιά που ανάδινε το πέρασμά τους
Τι ελπίδα οι ανάσες τους…
Τι φως αγγελικό στα μάτια των παιδιών τους…
Γερά κορμιά-λυγιά κορμιά
Θρεμμένα στο κυνήγι
Και στο μέρεμα των άγριων αλόγων.
Τον έρωτα απροσποίητα και δίχως νάζια
Τον δέχονταν όταν ερχόταν.
Σπιθαμή με σπιθαμή τη γη τους γνώριζαν
Και ξέρανε νερό πού θα βρουν
Και που τροφή θα βρουν.
Με τον καπνό από φωτιές
Σε λόφων που άναβαν κορφές
Συνεννοούνταν.
Και αν εχθροί κάποτε επιβουλεύονταν
Τη γη τους, το ψωμί τους, το καλύβι τους,
Ενάντια τους ανίκητα μαχόνταν.
Οι Ινδιάνοι εμάχονταν και πάλευε η φύση.
Οι Ινδιάνοι εμάχονταν και οι θεοί αγωνιούσαν.
Οι Ινδιάνοι εμάχονταν κι έτρεμε η γη.
Και χάθηκαν οι Ινδιάνοι.
Αρχηγέ τρελό άλογο
Αρχηγέ Καθιστό Βουβάλι
Καλότυχε Ινδιάνε
Λύκε με τους χίλιους πολεμιστές
Που τα τόξα τους γυαλίζουν στον αέρα
Και τα βέλη τους ποτέ δε λαθεύουν
Θεριέψου
Αντρείεψε
Ζωντάνεψε και πάλι
Και φέρε πάλι τον αφρό στο κύμα
Φέρε στα δέντρα τα πουλιά
Και τη δροσιά στ’ αγέρι.
Τα χλωμά τα πρόσωπα διώξε απ’ τη γη σου
Την άχραντη
Την απέραντη
Την άγρια κι όμορφη.
Διώξε τους κατακτητές
Αφάνισε τα σπίτια τους τα πέτρινα
Κάψε τα σιδερένια πουλιά τους
Και τα μεγάλα τα καράβια τους.
Και κείνους έτσι άρπαξέ τους
Με τη βρώμα τους μαζί
Και πέταξ’ τους εκεί απ’ όπου ΄ρθαν.
Στην Ευρώπη ας χτίζουν σπίτια
Και τις μικρές ζωές τους μέσα τους ας ζουν.
Και συ τη δόξα την παλιά σου φόρεσε
Κι άρχισε πάλι τη ζωή την πρώτη.
Και τρομερός να γίνεις
Και δυνατός όσο ποτέ
Και πια ποτέ να μην αφήσεις
Στη γη σου να πατήσουνε
Τα πρόσωπα χλωμά.
Και συ θεέ
Αγνό τον τόπο σου απ’ τους αγρίους κράτα.
Τσάκισε τα καράβια που θα πήγαιναν
Ν’ ανακαλύψουνε και πάλι να χαλάσουν
Τη γη την πιο δική σου.
Τα πόδια κόψε που θα θέλανε
Τα χώματά σου τ’ άγια να βρωμίσουν.
ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΤΑΝΙΑΣ
(Λος Άντελες 1988)
«Εδώ έμαθα να λέω ψέματα.
Ότι ρωτούνε αν ξέρω, το κατέχω.
Ενώ δεν ξέρω τίποτα λέω ναι.
Ύστερα μια δυο φορές και το ’μαθα στ’ αλήθεια.
Έτσι να κάνεις πρέπει Τζωρτζ και συ
Αλλιώς δουλειά δε θα βρεις.
Και να γελάς.
Αυτοί γιατί γελούν νομίζεις;
Μήπως είναι ευτυχείς;
Όχι, τον εαυτό τους κοροϊδεύουν.
Ψέματα λέγε Τζωρτζ.
Καθόλου μην τους λογαριάζεις.
Και μάθε να γελάς.
Τη δυστυχία τους το γέλιο δείχνει
Σε μας τους Ευρωπαίους
Που ξέρουμε και είμαστε όταν πρέπει σοβαροί.
Και τι σημαίνει άλλο
Στη δυστυχία τους όταν γελούν
Παρά πως ειν’ τουλάχιστον ανόητοι;
Ναι, ανόητοι είναι Τζωρτζ.
Συ γέλα κοροϊδεύοντάς τους.
Το γέλιο το άτοπο, το αστήριχτο, το αναίτιο,
Αυτό θα είναι το εισιτήριο στην επιτυχία σου.
Εδώ που βρέθηκες
στην πλούσια Αμερική
μπορείς να ψεύδεσαι και να γελάς;
Έχεις σωθεί.»