ΛΟΥΖΜΙΛΑ
Τετράτροχη, χαλκοντυμένη, χιλιοχρώματη
Με τα σπαθιά στ' αεικίνητα τα χέρια
Περνά η Ζωή σκληρή και μονοκόμματη
Κατ’ απ’ τα χρυσοφάνταχτα τ’ αστέρια.
Περνάει κι ένα τείχος τη χωρίζει
Από τον κήπο που, γλοιώδης εσκαρφάλωσε
Για να βρεθεί στην άλλη τη μεριά του
Με δίχως μνήμη και χωρίς ψυχή.
Κι ούτε θυμάται τώρα τι έχει χάσει.
Και δε θυμάται άνθη ευωδιαστά.
Σ’ άγνωστον τόπο κι άγριο μόνο σέρνει
Παιδιά της και μι αχόρταστη κοιλιά.
Και μοναχή της έξω από τον κήπο
Πλέκει ξεπλέκει τα ίδια και τα ίδια
Κι η ερημία τα μυαλά της παίρνει
Και φως τώρα ιλαρό δεν τη φωτά.
Προφήτες απ' το στήθος της πηδούνε
Το στόμα της Θεούς ξερνά
Και πα’ στ’ ανεμοσάρωτο το χώμα
Σοφούς και επιστήμονες γεννά.
Και ολ' αυτά επάνω της γατζώνονται
Κι όπου πηγαίνει αυτή κι εκείνα πάνε
Κι όσο πηγαίνει πίσω της αφήνει
Τείχος και κήπο και σκοπό ακριβό,
Να βρει από που' ρθε και να φκιάσει σκάλα
Που θα την οδηγήσει πάλι εκεί-
Στο μέρος πάλι να ξαναγυρίσει
Απ’ όπου βγήκε μι' άσκεφτη στιγμή.
Και, ποιητές, στου χάους τη δίνη μέσα
Τα μάτια ανοίγουνε, αισθαντικά.
Κι αντίς στη γύρω στείρα ξεραϊλα
Στον κήπο τα γυρνούν εταστικά
Και τη χαρά την πρωτινή γυρεύουν
Με τόσον πόθο και σεμνήν ορμή
που ανοίγουνε μπροστά τους ανθισμένες
Οι δροσερές του κήπου οι βραγιές.
Και τραγουδούν των λουλουδιών τη χάρη,
Του μυρωμένου αγέρα την πνοή,
Το μάγεμα, το λάγγεμα, τη μέθη-
Και τραγουδούν τη δόξα την παλιά…
Κι ενώ μια γέφυρα το πύρινο είναι
Φωτός ποτάμι που ενώνει τώρα
Το ψέμα της ζωής με την αιώνια
Κι αλάθητη κι ανέσπερη Αλήθεια,
Μα η Ζωή, σα μια καταραμένη
Που ό,τι ζητάει το διώχνει πιο μακριά,
Τους ποιητές φθονεί που, λαμπρυσμένοι,
Πανώρια φανερώνουν μυστικά.