Σάββατο 2 Απριλίου 2022

 ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ
(Λος Άντζελες, 1987, Ντόρα)

-Αν δεν πιστεύεις π’ αγαπώ τα μάτια τα γλυκά σου
Ρώτα αυτόν, τον Ερωτα, που βρίσκεται κοντά σου
Που κάθε μέρα τον γεννάς κι έγκυα του είσαι πάλι
Κι απ’ ομορφάδα ολόκληρος και από νιάτα πάλλει.

-Ερωτα έλα ’δω και πες, έχεις ποτέ τοξέψει    
Το γέρο αυτόν που δεν μπορεί τα σάλια να μαζέψει;
Κείνο τον γερο-φαλακρό, κειό τον ασχημομούρη
Το μουχλιασμένο αυτό αγγειό, τ’ όρθιο αυτό μνημούρι;    

Κι αν ναι πάνω τι όνομα εχάραξες στο βέλος;
-Ναι, εγώ στην ησυχία του έβαλα τέτοιο τέλος.
Ήταν πρωί. Ανέγνοιαστη τριγύριζες στον κόσμο
Πέρασε .Σ’ είδε. Ολόκληρη μοσχοβολούσες δυόσμο.

Μ’ είχες γεννήσει λίγο πριν εκείνη την ήμερα.
Έλαμπες απ’ αλάφρωση που είχες γεννημένα..
Εδειχνες τόσο χαρωπή κι αυτός τόσο θλιμμένος-
 Γιά ταίρι σου μου έμοιασε νάναι προορισμένος./

Και χρόνια δεν εκοίταξα (ποτέ μου δεν κοιτάζω)
Ουτ’ ομορφιά. Το τόξο μου αμέσως ετοιμάζω,
Να κρατηθώ δεν μπόρεσα… μπροστά μου άλλον δε βρήκα
Και τούδωσα τα πάθη μου παντοτινή του προίκα.

Στοχεύοντας του της καρδιάς τα πιό κλειστά τα φύλλα
Τούστειλα όση μέσα μου ορμή και βιά ’ξεχείλα.
Και πάνω στη σαΐτα μου, ναι, σου το λέω τώρα
Το όνομά σου σκάλισα τ’ αγαπητό του: Ντόρα!

-Άουσ’ εδώ βρωμόπαιδο, χωρίς να με ρωτήσεις
Σε τέτοιο αν άλλο τόξεμα μονάχος προχωρήσεις ,
Να ξέρεις πως συνέπειες αυτό μεγάλες θάχει.
Τότε γιά το τομάρι σου θάχεις να δώσεις μάχη.

-Μάνα σταμάτα τις φωνές και το σκασμό σου βγάλε.
Και στο στραβό σου το μυαλό καλά ετούτο βάλε:
Απ’ τη στιγμή κάθε πρωί ζωή που θα μου δώσεις
IIια δε μ’ ελέγχεις. Πρόσεχε, γιατί, αν με θυμώσεις,

Μ’ένα απ’αυτά τα βέλη μου και σένα θα πληγώσω
Και μέσα στην ατσάλινη καρδιά σου θα ριζώσω
Πάθος για κείνον το φτωχό κι ασχημομούρη γέρο-
Γιατί αν η Ντόρα εισ’ εσύ, ’μένα με λένε Έρω!