ΤΟ ΞΩΘΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
(Αι δύο ελληνίδες αδελφαί-
L. A. CAL, 1998)
Το Ξωθιό και το Στοιχειό
Εβρεθήκανε τα δυό
μακριά από την Πατρίδα
δίχως στήριγμα κι ελπίδα.
Πριν να φύγουν από κει
είχαν μόνο ένα βρακί
το φορούσαν-τέτοιο χάλι
μια η μια και μια η άλλη.
M’ αν δεν είχανε μυαλό
Κι ούτε τίποτα καλό
Είχαν πλούσιο και τα δυό τους
Το φριχτό κουτσομπολιό τους.
Πέρα δω στην ξενητιά
Παντρευτήκαν δυο παιδιά
Κι όλο πες και πες κουβέντες
Αποκτήσαν και Μερσέντες.
Τώρα πάνω σε τροχούς
Ασημένιους κι αργυρούς
Κουβαλάνε πια τα δυό τους
το φριχτό κουτοομπολιό τους.
Και το παν στην εκκλησιά
και το φέρνουν σε νησιά
το γυρίζουν σ’ οργανώσεις
Και σε πλούσιες συγκεντρώσεις.
Κι αν η κάρα τους κενή
κι η θωριά τους ελεεινή
έχουν όπλο μαγικό τους
τό φριχτό κουτσομπολιό τους.
Κι όταν με αυτό χτυπούν
Κάθε πόρτα τους ανοιούν
Για να μπούνε να καθίσουν
Και τα λόγια τους ν’ αρχίσουν.
Σκούρα μόνο θα τα βρουν
Όταν θα «αναπαυθούν"
Κι επιμόνως θα ζητάνε
Στον παράδεισο να πάνε. .
Τότε-άχου! Συφορά!-
κουβαλώντας με χαρά
και με έπαρση τα δυό τους
τό φριχτό κουτσομπολιό τους,
αχ! στην Πύλη δε χωρούν
του Παράδεισου να μπούν
κι αχ! Η κόλαση τους μένει
η διάπλατα ανοιγμένη.
(Αι δύο ελληνίδες αδελφαί-
L. A. CAL, 1998)
Το Ξωθιό και το Στοιχειό
Εβρεθήκανε τα δυό
μακριά από την Πατρίδα
δίχως στήριγμα κι ελπίδα.
Πριν να φύγουν από κει
είχαν μόνο ένα βρακί
το φορούσαν-τέτοιο χάλι
μια η μια και μια η άλλη.
M’ αν δεν είχανε μυαλό
Κι ούτε τίποτα καλό
Είχαν πλούσιο και τα δυό τους
Το φριχτό κουτσομπολιό τους.
Πέρα δω στην ξενητιά
Παντρευτήκαν δυο παιδιά
Κι όλο πες και πες κουβέντες
Αποκτήσαν και Μερσέντες.
Τώρα πάνω σε τροχούς
Ασημένιους κι αργυρούς
Κουβαλάνε πια τα δυό τους
το φριχτό κουτοομπολιό τους.
Και το παν στην εκκλησιά
και το φέρνουν σε νησιά
το γυρίζουν σ’ οργανώσεις
Και σε πλούσιες συγκεντρώσεις.
Κι αν η κάρα τους κενή
κι η θωριά τους ελεεινή
έχουν όπλο μαγικό τους
τό φριχτό κουτσομπολιό τους.
Κι όταν με αυτό χτυπούν
Κάθε πόρτα τους ανοιούν
Για να μπούνε να καθίσουν
Και τα λόγια τους ν’ αρχίσουν.
Σκούρα μόνο θα τα βρουν
Όταν θα «αναπαυθούν"
Κι επιμόνως θα ζητάνε
Στον παράδεισο να πάνε. .
Τότε-άχου! Συφορά!-
κουβαλώντας με χαρά
και με έπαρση τα δυό τους
τό φριχτό κουτσομπολιό τους,
αχ! στην Πύλη δε χωρούν
του Παράδεισου να μπούν
κι αχ! Η κόλαση τους μένει
η διάπλατα ανοιγμένη.