Χειμάρρου έχεις δει θολά νερά
πώς αγριεύουν και χυμούν και σπούνε
πάνω στα βράχια που άφευγα τα κλειούνε
κι από δεξά τους κι απ’ άριστερά;
Κι έχεις ιδεί την πόρτα να βροντά
παιδάκι, λέγοντας: "φεύγω απ’ το σπίτι"
και πώς στον πρώτο που θα δει αλήτη
ξαναγυρνάει στο σπίτι του κοντά;
Δε βγήκε ο χείμαρρος απ' τα όριά του,
και ούτε το παιδάκι απ' τα δικά του.
Σπίτι και βράχια όρια είναι δικά
όταν μ' αγάπης θέρμη είναι χτιστά.
Και συ μη απ' τα όριά σου λες πως βγήκες
μα όρια νέα σε με να λες πως βρήκες.
πώς αγριεύουν και χυμούν και σπούνε
πάνω στα βράχια που άφευγα τα κλειούνε
κι από δεξά τους κι απ’ άριστερά;
Κι έχεις ιδεί την πόρτα να βροντά
παιδάκι, λέγοντας: "φεύγω απ’ το σπίτι"
και πώς στον πρώτο που θα δει αλήτη
ξαναγυρνάει στο σπίτι του κοντά;
Δε βγήκε ο χείμαρρος απ' τα όριά του,
και ούτε το παιδάκι απ' τα δικά του.
Σπίτι και βράχια όρια είναι δικά
όταν μ' αγάπης θέρμη είναι χτιστά.
Και συ μη απ' τα όριά σου λες πως βγήκες
μα όρια νέα σε με να λες πως βρήκες.